Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61985CJ0277

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 5ης Οκτωβρίου 1988.
    Canon Inc. και λοιποί κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Δασμοί αντιντάμπινγκ σε ηλεκτρονικές γραφομηχανές.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 277/85 και 300/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1988 -05731

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1988:467

    61985J0277

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 5ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988. - CANON INC. ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΔΑΣΜΟΙ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ ΣΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΕΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 277/85 ΚΑΙ 300/85.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 05731


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά και νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ - Προσφυγή εισαγωγέα συνδεδεμένου με εξαγωγέα τρίτης χώρας - Παραδεκτή

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, εδάφιο 2 κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου)

    2. Κοινή εμπορική πολιτική - 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Περιθώριο ντάμπινγκ - Καθορισμός της κανονικής αξίας - Στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται κατά προτεραιότητα υπόψη - Τιμή εφαρμοζόμενη κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις - Λήψη υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της εμπορικής οργανώσεως του ενδιαφερόμενου παραγωγού - Νόμιμη

    ((Κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχεία α) και β) ))

    3. Κοινή εμπορική πολιτική - 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Εφαρμογή της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως - Υποχρέωση ευθυγραμμίσεως με την πρακτική ενός σημαντικού εμπορικού εταίρου της Κοινότητας - Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου)

    4. Κοινή εμπορική πολιτική - 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Περιθώριο ντάμπινγκ - Καθορισμός της κανονικής αξίας, της τιμής εξαγωγής και σύγκριση - Διαφορετικοί κανόνες

    (Κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

    5. Κοινή εμπορική πολιτική - 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάπινγκ - Ζημία - Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη - Επιπτώσεις του ντάμπινγκ στην κοινοτική παραγωγή - Εξέταση περιοριζόμενη στα πλέον καίρια στοιχεία - Νόμιμη

    ((Κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ) ))

    6. Κοινή εμπορική πολιτική - 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Ζημία - Υπολογισμός με σύγκριση μεταξύ των τιμών εξαγωγής και των τιμών των κοινοτικών προϊόντων υπολογιζομένων χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μείωση που έχουν υποστεί λόγω του ντάμπινγκ - Νόμιμος - Προϋπόθεση

    (Κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

    7. Κοινή εμπορική πολιτική - 'Αμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας - Επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ μη εξαλείφουσα τα προβλήματα της κοινοτικής βιομηχανίας που δεν συνδέονται με το ντάμπινγκ - Νόμιμη

    (Κανονισμός 2176/84 του Συμβουλίου, άρθρο 12, παράγραφος 1)

    Περίληψη


    1. Εισαγωγείς συνδεόμενοι με εξαγωγείς τρίτης χώρας, στα προϊόντα των οποίων επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ, μπορούν να προσβάλουν τους κανονισμούς περί επιβολής των εν λόγω δασμών, ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία η τιμή εξαγωγής έχει υπολογιστεί βάσει των δικών τους τιμών πωλήσεως στην κοινοτική αγορά.

    2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, η τιμή που εφαρμόζεται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις στην εσωτερική αγορά της χώρας παραγωγής, όταν η τιμή αυτή μπορεί να διαπιστωθεί, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά προτεραιότητα σε σχέση προς κάθε άλλο στοιχείο για τον καθορισμό της κανονικής αξίας του προϊόντος.

    Τα κοινοτικά όργανα έχουν το δικαίωμα να λάβουν προς τούτο υπόψη τους την τιμή μεταπωλήσεως που εφαρμόζει στην εν λόγω αγορά μια συνδεδεμένη προς τον οικείο παραγωγό εταιρία διανομής, όταν στην εταιρία αυτή, την οποία ο παραγωγός ελέγχει οικονομικώς, ανατίθενται καθήκοντα τα οποία κανονικά προσιδιάζουν στα ενταγμένα στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού τμήματα πωλήσεων.

    Η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ενός ομίλου απαρτιζόμενου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα που ασκεί κατ' αυτόν τον τρόπο δραστηριότητες οι οποίες συνήθως ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως.

    3. Η στάση ενός - σημαντικού έστω - εμπορικού εταίρου της Κοινότητας στο θέμα της άμυνας κατά των πρακτικών ντάμπινγκ δεν αρκεί για να υποχρεώσει την Κοινότητα να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο όταν εφαρμόζει τη δική της σχετική νομοθεσία.

    4. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας και ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής αποτελούν διαφορετικές πράξεις, δεδομένων των διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού που προβλέπονται αντιστοίχως από το άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 7, και από το άρθρο 2, παράγραφος 8, του κανονισμού 2176/84.

    Επομένως, το δίκαιον της συγκρίσεως που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 9, προς το σκοπό του καθορισμού των περιθωρίων αντιντάμπινγκ, δεν προϋποθέτει υπολογισμό της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής με όμοιες μεθόδους.

    5. Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού της προξενηθείσας από το ντάμπινγκ ζημίας, ο κατάλογος των οικονομικών παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων του ντάμπινγκ στην κοινοτική παραγωγή, ο οποίος περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του κανονισμού 2176/84, είναι απλώς ενδεικτικός, τα κοινοτικά όργανα νομίμως μπορούν να θεωρήσουν ότι τα πλέον καίρια στοιχεία που αναφέρονται στον κατάλογο αποτελούν επαρκή βάση για τη διαμόρφωση κρίσεως.

    6. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, τα κοινοτικά όργανα έχουν το δικαίωμα να υπολογίζουν τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία με σύγκριση μεταξύ, αφενός, των τιμών των εισαγομένων προϊόντων και, αφετέρου, των τιμών των ομοειδών κοινοτικών προϊόντων όχι στο πραγματικό τους επίπεδο, αλλά στο επίπεδο που θα είχαν αν δεν είχε υπάρξει ντάμπινγκ, εφόσον, κατά το χρόνο πραγματοποιήσεως της συγκρίσεως, οι τιμές των κοινοτικών προϊόντων έχουν ήδη υποστεί, επί μακρά χρονική περίοδο, πίεση προς τα κάτω, με αποτέλεσμα τη μείωσή τους λόγω ακριβώς του ντάμπινγκ.

    7. Η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με την αιτιολογία ότι οι δασμοί αυτοί καταλήγουν σε προστασία των μη αποδοτικών παραγωγών, δεδομένου ότι το γεγονός ότι ένας κοινοτικός παραγωγός αντιμετωπίζει δυσκολίες που οφείλονται και σε αιτίες άσχετες προς το ντάμπινγκ δεν αποτελεί λόγο για να στερηθεί ο παραγωγός κάθε προστασίας από τη ζημία που προξενεί το ντάμπινγκ. Εξάλλου, ο δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να αντιστοιχεί αποκλειστικά στη ζημία που προξενεί το ντάμπινγκ στην κοινοτική βιομηχανία.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 277 και 300/85,

    Canon Inc, με έδρα το Τόκυο, Ιαπωνία,

    Canon France, SA, με έδρα το Le Blanc-Mesnil, Γαλλία,

    Canon Rechner Deutschland GmbH, με έδρα το Muenchen-Martinsried, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

    και

    Canon (UK) Ltd, με έδρα το Wallington, Surrey, Ηνωμένο Βασίλειο,

    εκπροσωπούμενες από το δικηγόρο I. S. Forrester, εγγεγραμμένο στο δικηγορικό σύλλογο Σκωτίας, του δικηγορικού γραφείου Forrester & Norall, το δικηγόρο 'Αμστερνταμ van Empel, του δικηγορικού γραφείου Stibbe, Blaisse & De Jong, και το δικηγόρο R. Burke, εγγεγραμμένο στο δικηγορικό σύλλογο Ιρλανδίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο J. C. Wolter, 8, rue Zithe,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τον H. J. Lambers, διευθυντή στη νομική υπηρεσία, και από τον E. H. Stein, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τον F. Jacobs, QC, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον J. Kaeser, διευθυντή της νομικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από την

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο J. Temple Lang, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    και από την

    Committee of European Typewriter Manufacturers (Cetma), εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, δικηγόρο Κολωνίας, με αντίκλητους στο Λουξεμβούργο τους δικηγόρους E. Arendt και G. Harles, 4, avenue Marie-Therese,

    παρεμβαίνουσες,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού 1698/85 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1985, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρονικών γραφομηχανών καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 163, σ. 1), καθόσον ο κανονισμός αυτός αφορά τις προσφεύγουσες,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    συγκείμενο από τους G. Bosco, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida, U. Everling, Y. Galmot και R. Joliet, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

    γραμματέας: B. Pastor, υπάλληλος διοικήσεως

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 22ας Σεπτεμβρίου 1987,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 1988,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου αντιστοίχως στις 9 Σεπτεμβρίου και στις 4 Οκτωβρίου 1985, οι εταιρίες Canon France SA, Canon Rechner Deutschland GmbH και Canon (UK) Ltd, αφενός, και η εταιρία Canon Inc., με έδρα το Τόκυο, αφετέρου, άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προσφυγές με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 1698/85 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1985, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρονικών γραφομηχανών καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 163, σ. 1), καθόσον ο κανονισμός αυτός αφορά τις προσφεύγουσες εταιρίες. Οι δύο αυτές προσφυγές πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς 277 και 300/85.

    2 Η εταιρία Canon Inc. κατασκευάζει οπτικό και ηλεκτρονικό υλικό, από τα έτη δε 1982-1983 και εντεύθεν παράγει επίσης και ηλεκτρονικές γραφομηχανές (στο εξής: ΗΓ), τις οποίες διαθέτει στο εμπόριο τόσο στην αλλοδαπή, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα όπου ενεργεί μέσω των θυγατρικών της εταιριών Canon France SA, Canon Rechner Deutschland GmbH και Canon (UK) Ltd, όσο και, σε πολύ μικρότερες ποσότητες, στην Ιαπωνία, όπου ενεργεί μέσω συνδεδεμένου αποκλειστικού διανομέα, της εταιρίας Canon Sales. Το 1984, κατά της Canon Inc. υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία από μια ένωση ευρωπαίων κατασκευαστών, την Committee of European Typewriter Manufacturers (στο εξής: Cetma), με την κατηγορία ότι πωλούσε τα προϊόντα της εντός της Κοινότητας σε τιμές ντάμπινγκ.

    3 Η διαδικασία αντιντάμπινγκ που κίνησε η Επιτροπή βάσει του κανονισμού 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 201, σ. 1), είχε ως αποτέλεσμα, αρχικά, να επιβληθεί στην Canon προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ 33,3 %. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 35 % με τον κανονισμό 1698/85, κατά του οποίου η Canon Inc. και οι ευρωπαϊκές θυγατρικές της εταιρίες άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές.

    4 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στις 7 Οκτωβρίου 1985, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων ζητώντας την αναστολή της εφαρμογής, ως προς αυτές, του κανονισμού 1698/85 μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των προσφυγών. Ο πρόεδρος του Δικαστηρίου, με Διατάξεις της 18ης Οκτωβρίου 1985, απέρριψε τις αιτήσεις και επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    5 Με Διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 1985, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων 277 και 300/85 προς διευκόλυνση της διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

    6 Στην Επιτροπή και τη Cetma επετράπη να παρέμβουν στις δύο υποθέσεις υπέρ των αιτημάτων του καθού.

    7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    8 Δεδομένου ότι το Συμβούλιο εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής στην υπόθεση 300/85, καθόσον η προσφυγή αυτή ασκήθηκε από εισαγωγείς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από την πλέον πρόσφατη σχετική απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1984 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις 239 και 275/82, Allied Corporation και λοιποί κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή σ. 1005), εισαγωγείς συνδεόμενοι με εξαγωγείς μπορούν να προσβάλουν έναν κανονισμό περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ, ιδίως στην περίπτωση που, όπως στις υπό κρίση υποθέσεις, η τιμή εξαγωγής έχει υπολογιστεί βάσει των δικών τους τιμών πωλήσεως στην κοινοτική αγορά.

    9 Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες (στο εξής αναφερόμενες συλλήβδην ως Canon) προβάλλουν τους εξής πέντε λόγους ακυρώσεως:

    - Εσφαλμένος υπολογισμός της κανονικής αξίας

    - Εσφαλμένος υπολογισμός της τιμής εξαγωγής

    - Εσφαλμένη σύγκριση μεταξύ της κοινοτικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

    - Εσφαλμένος υπολογισμός της ζημίας

    - Μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων

    'Οσον αφορά το λόγο ακυρώσεως που συνίσταται στον εσφαλμένο υπολογισμό της κανονικής αξίας

    10 Η Canon υποστηρίζει, πρώτον, ότι, εφόσον οι κοινοτικές αρχές αρνήθηκαν να θεωρήσουν ως κανονική αξία την τιμή κατά τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, στην Ιαπωνία, μεταξύ της Canon Inc. και του συνδεδεμένου διανομέα της, της Canon Sales Limited, όφειλαν, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχεία α) και β), του κανονισμού 2176/84, να κατασκευάσουν την κανονική αξία βάσει του κόστους παραγωγής και όχι βάσει των τιμών που εφάρμοζε η Canon Sales Limited κατά την πρώτη πώληση του προϊόντος προς ανεξάρτητο αγοραστή.

    11 Παρατηρείται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο α), του κανονισμού 2176/84, ως κανονική αξία νοείται καταρχήν "η ... τιμή, η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις για το ομοειδές προϊόν που προορίζεται για κατανάλωση στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής". 'Αλλα στοιχεία, τα οποία αναφέρονται υπό β), σημεία i) και ii), μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συνιστώντα την κανονική αξία "όταν καμία πώληση του ομοειδούς προϊόντος δεν έχει πραγματοποιηθεί επί συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής ή όταν τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν δίκαιη σύγκριση". Τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει σαφώς ότι εκείνη που λαμβάνεται κατά προτεραιότητα υπόψη για τον καθορισμό της κανονικής αξίας είναι η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις τιμή και ότι οι άλλες λύσεις προβλέπονται απλώς επικουρικώς.

    12 Στην υπό κρίση περίπτωση, οι τιμές που πληρώθηκαν από τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή του προϊόντος μπορούν δικαίως να θεωρηθούν ως οι πράγματι πληρωθείσες τιμές για το προϊόν στη χώρα εξαγωγής ή καταγωγής του κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις και, επομένως, πρέπει να προτιμηθούν από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο.

    13 Η Canon υποστηρίζει, δεύτερον, ότι οι τιμές που εφαρμόζονταν στην ιαπωνική αγορά δεν ήταν αντιπροσωπευτικές, δεδομένου του αριθμού ΗΓ που πωλούσε στην εν λόγω αγορά. Συγκεκριμένα, ο αριθμός αυτός δεν υπερέβη ποτέ το κατώτατο όριο του 5 % των εξαγωγών προς την Κοινότητα, κάτω του οποίου τα κοινοτικά όργανα είχαν αποφασίσει να θεωρούν αμελητέες τις πωλήσεις στην ιαπωνική αγορά. Η Canon φρονεί, επίσης, ότι η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2176/84 επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη η πρακτική που ακολουθούν οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της Κοινότητας. Το κατώτατο αυτό όριο του 5 % έπρεπε, συνεπώς, να υπολογιστεί σύμφωνα με την πρακτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, δηλαδή σε σχέση προς τις πραγματοποιούμενες προς όλες τις άλλες τρίτες χώρες εξαγωγές.

    14 Παρατηρείται σχετικά ότι δεν μπορεί, πάντως, να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Canon ότι το όριο ασημάντου όγκου πωλήσεων πρέπει να υπολογίζεται σε σχέση προς το συνολικό όγκο των εξαγωγών όλων των μοντέλων ΗΓ, δεδομένου ότι, λόγω των μεγάλων διαφορών μεταξύ των χαρακτηριστικών των διαφόρων μοντέλων, κάθε μοντέλο πρέπει να έχει τη δική του κανονική αξία. Οι εσωτερικές πωλήσεις καθενός από τα δύο μοντέλα παραγωγής Canon, οι εσωτερικές τιμές των οποίων ελήφθησαν υπόψη, υπερβαίνουν το 5 % των εξαγωγών της προσφεύγουσας προς την Κοινότητα αν εξεταστούν μοντέλο προς μοντέλο, ενώ μετά βίας αντιπροσωπεύουν το 1,4 % του συνολικού όγκου των εξαγωγών της Canon προς την Κοινότητα.

    15 Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι επιβάλλεται αναφορά στην πρακτική που ακολουθούν σχετικά οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η στάση ενός - σημαντικού έστω - από τους εμπορικούς της εταίρους δεν αρκεί για να υποχρεώσει την Κοινότητα να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο. Η αναφορά, επομένως, αυτή δεν μπορεί να υπαγορεύσει την ερμηνεία της κοινοτικής νομοθετικής ρυθμίσεως.

    16 Η Canon υποστηρίζει, τρίτον, ότι, αν οι εσωτερικές τιμές δεν είναι αντιπροσωπευτικές, τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), να βασιστούν στην τιμή ομοειδούς προϊόντος κατά την εξαγωγή του προς τρίτη χώρα.

    17 Από την προαναφερθείσα διάταξη δεν προκύπτει ότι η διάταξη αυτή προβλέπει την κατά προτεραιότητα χρησιμοποίηση της τιμής εξαγωγής προς τρίτη χώρα σε σχέση προς την κατασκευή της κανονικής αξίας. Τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ως προς το θέμα αυτό διακριτική ευχέρεια, η δε Canon δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι έγινε κακή χρήση της ευχέρειας αυτής.

    18 Τέταρτον, η Canon προσάπτει στα κοινοτικά όργανα ότι δεν αφαίρεσαν από την κανονική αξία το ιδιαίτερα υψηλό κόστος στο οποίο υποχρεώθηκε να υποβληθεί η Canon Sales Ltd για τη διαφήμιση των ΗΓ στην Ιαπωνία, λόγω των όλως ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της ιαπωνικης αγοράς.

    19 Στο μέτρο που το επιχείρημα αυτό βασίζεται στο ότι τα έξοδα διαφημίσεως αφαιρούνται από την τιμή μεταπωλήσεως προς τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Κοινότητας προκειμένου να υπολογιστεί η τιμή εξαγωγής, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο όρος της δυνατότητας συγκρίσεως των τιμών, που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο α), πληρούται, εφόσον τόσο η κανονική αξία όσο και η τιμή εξαγωγής υπολογίζονται με βάση την πρώτη πώληση προς ανεξάρτητο αγοραστή. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να συγκρίνονται όπως έχουν υπολογιστεί, εκτός εάν πραγματοποιηθούν οι προσαρμογές ή αφαιρέσεις που προβλέπονται ρητώς στις παραγράφους 9 και 10 του προαναφερθέντος άρθρου 2. 'Ομως, από το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο γ), του κανονισμού 2176/84 προκύπτει ότι καμία προσαρμογή δεν πραγματοποιείται "για διαφορές σε διοικητικά και γενικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ... διαφήμισης". Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    20 Η Canon προβάλλει, πέμπτον, διάφορα επιχειρήματα όσον αφορά τα τέσσερα μοντέλα ΗΓ, η κανονική αξία των οποίων κατασκευάστηκε.

    21 Ως προς το θέμα αυτό, η Canon υποστηρίζει, πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), σημείο ii), του κανονισμού 2176/84 δεν επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να κατασκευάσουν μια κανονική αξία χρησιμοποιώντας, ως κατευθυντήρια γραμμή, στοιχεία - τουτέστιν τα περιθώρια κέρδους - της πραγματικής εσωτερικής τιμής που εφαρμόζεται σε άλλα μοντέλα. Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι από τους λογαριασμούς διαχειρίσεώς της προέκυπτε κέρδος 7,2 % επί των ΗΓ κατά την περίοδο αναφοράς, πράγμα το οποίο αποδεικνύει ότι το πολύ υψηλότερο περιθώριο κέρδους που της απέδωσαν τα κοινοτικά όργανα δεν ήταν "λογικό".

    22 Επ' αυτού, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της κανονικής αξίας συμπίπτει με το περιθώριο κέρδους της Canon όσον αφορά τα δύο μοντέλα, οι τιμές των οποίων στην εσωτερική αγορά ελήφθησαν υπόψη. Επομένως, δεδομένης της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, αυτό το περιθώριο κέρδους μπορεί να θεωρηθεί λογικό, υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του κανονισμού 2176/84, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, ελλείψει οποιασδήποτε αποδείξεως περί του αντιθέτου εκ μέρους της Canon, η οποία δεν προσκόμισε τους λογαριασμούς διαχειρίσεως τους οποίους επικαλέστηκε προς στήριξη των ισχυρισμών της.

    23 Η Canon υποστηρίζει, επίσης, ότι τα κοινοτικά όργανα, παραλείποντας να λάβουν υπόψη τους τα πραγματικά έξοδα διαφημίσεως για τις ΗΓ, τα οποία στην Ιαπωνία ήταν πολύ υψηλότερα από τα έξοδα διαφημίσεως των άλλων προϊόντων, υπερεκτίμησαν το περιθώριο κέρδους της ενδιαφερομένης εταιρίας και υπολόγισαν, κατά συνέπεια, υπερβολικά υψηλή κατασκευασμένη αξία.

    24 Από τη δικογραφία, ωστόσο, προκύπτει ότι η Canon δεν απέδειξε το βάσιμο του ισχυρισμού της ότι τα κοινοτικά όργανα δεν έλαβαν δεόντως υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), σημείο ii), του κανονισμού 2176/84, τα έξοδα διαφημίσεως και προωθήσεως τα οποία είχε όντως πραγματοποιήσει. Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Canon δέχτηκε το αμφισβητούμενο ποσοστό εξόδων, όταν αυτό χρησιμοποιήθηκε από τα κοινοτικά όργανα για τον καθορισμό του στοιχείου "διοικητικά, γενικά και λοιπά έξοδα", που έπρεπε να συμπεριληφθεί στο κόστος παραγωγής κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας κατασκευής της κανονικής αξίας. Υπό το φως των διαπιστώσεων αυτών, το επιχείρημα της Canon δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    25 Η Canon υποστηρίζει ακόμα ότι τα διοικητικά, γενικά και λοιπά έξοδα, τα οποία περιελήφθησαν στην κατασκευασμένη κανονική αξία, έπρεπε να υπολογιστούν με βάση τα έξοδα που αφορούσαν την εξαγωγή του προϊόντος.

    26 Υπενθυμίζεται σχετικά ότι, σύμφωνα με την οικονομία του κανονισμού 2176/84, σκοπός της κατασκευής της κανονικής αξίας είναι ο καθορισμός της τιμής πωλήσεως ενός προϊόντος ως εάν το προϊόν αυτό επωλείτο εντός της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής του. Κατά συνέπεια, εκείνα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι ακριβώς τα έξοδα που αφορούν τις πωλήσεις στην εσωτερική αγορά.

    27 Η Canon, επικαλούμενη το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β), σημείο ii), του κανονισμού 2176/84, το οποίο προβλέπει ότι το κανονικό περιθώριο κέρδους καθορίζεται αναφορικά προς το κέρδος "((που πραγματοποιείται κανονικά)) κατά τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εσωτερική αγορά της χώρας καταγωγής", υποστηρίζει εξάλλου ότι τα κοινοτικά όργανα όφειλαν να λάβουν υπόψη τους τα περιθώρια κέρδους του, συνολικώς λαμβανόμενου, τομέα του εξοπλισμού γραφείου στην Ιαπωνία.

    28 Στην πραγματικότητα, αν ως "ομοειδές προϊόν", υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 2 και 12, νοείται ένα προϊόν που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά, ως "προϊόντα της ιδίας γενικής κατηγορίας", υπό την έννοια της προαναφερθείσας παραγράφου 3, πρέπει να νοηθούν μόνο τα προϊόντα που εμπίπτουν στην κατηγορία των ΗΓ, τα οποία εμφανίζουν μεταξύ τους ομοιογένεια που καθιστά δυνατή τη συναγωγή αξιοπίστων ενδείξεων, ενώ ο όρος "οργάνωση γραφείου" καλύπτει όλως διαφορετικά προϊόντα, το καθένα από τα οποία αντιπροσωπεύει ενδεχομένως διαφορετικό κέρδος, λόγω των ιδιαιτέρων χρήσεών του και της ειδικής πελατείας του. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα δεν ενήργησαν κατά τρόπο εσφαλμένο με το να καθορίσουν το κανονικό κέρδος βάσει στοιχείων που αφορούσαν τα άλλα μοντέλα ΗΓ.

    29 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    'Οσον αφορά το λόγο ακυρώσεως που συνίσταται στον εσφαλμένο υπολογισμό της τιμής εξαγωγής

    30 Με το πρώτο από τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, η Canon υποστηρίζει ότι η τιμή εξαγωγής έπρεπε να υπολογιστεί βάσει των τιμών που εφάρμοζε έναντι των ευρωπαϊκών θυγατρικών της εταιριών.

    31 Οπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι ευρωπαϊκές θυγατρικές εταιρίες ανήκουν κατά 100 % στη μητρική εταιρία. Από αυτό έπεται ότι μεταξύ αυτών και της Canon υφίσταται σύνδεσμος υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, στοιχείο β), του κανονισμού 2176/84 και ότι, συνεπώς, τα κοινοτικά όργανα είχαν το δικαίωμα να υπολογίσουν την τιμή εξαγωγής βάσει της τιμής πωλήσεως προς τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Κοινότητας.

    32 'Οσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της Canon ότι το περιθώριο κέρδους που έπρεπε να αφαιρεθεί αντιστοιχούσε στο 3 % και όχι στο 5 %, τα κοινοτικά όργανα δικαίως υποστηρίζουν, αφενός, ότι το τελευταίο αυτό ποσοστό συνήχθη από τα περιθώρια των ανεξαρτήτων εισαγωγέων και, επομένως, αποτελεί την πλέον αντικειμενική διαθέσιμη βάση προκειμένου να υπολογιστεί προσηκόντως η τιμή εξαγωγής, και, αφετέρου, ότι η Canon δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προς δικαιολόγηση του ποσοστού που προτείνει.

    33 Τρίτον, η Canon ισχυρίζεται ότι τα έξοδα που πραγματοποίησε για την προώθηση ορισμένων μοντέλων στη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να κατανεμηθούν σε μεγαλύτερο αριθμό μοντέλων και σε ευρύτερη γεωγραφική ζώνη, καθώς και να αποσβεστούν σε μεγαλύτερη περίοδο.

    34 Μολονότι δεν αποκλείεται μία διαφημιστική εκστρατεία, η οποία είναι επικεντρωμένη σε ορισμένα μοντέλα και αφορά ορισμένες χώρες, να συνεπάγεται ωφέλειες και για άλλα μοντέλα και να έχει επιπτώσεις σε άλλες χώρες, το γεγονός αυτό και μόνο δεν επαρκεί, αν η προσφεύγουσα δεν έχει προσκομίσει αποδείξεις σχετικές με αυτά τα δευτερεύοντα αποτελέσματα, προκειμένου να κατανεμηθεί το κόστος αυτής της εκστρατείας στο σύνολο των πωλήσεων ΗΓ εντός της Κοινότητας. Δεν υφίσταται, επομένως, λόγος αποκλίσεως από το γενικό κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 11, του κανονισμού 2176/84, ο οποίος προβλέπει την κατανομή του κόστους κατ' αναλογία "προς τον κύκλο εργασιών κάθε υπό εξέταση προϊόντος και αγοράς". Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και ως προς την περίοδο την οποία αφορά το κόστος που λαμβάνεται υπόψη. Εφόσον πρόκειται για έξοδα τα οποία πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου που αφορά η έρευνα, τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν με το να κρίνουν ότι τα έξοδα αυτά αποτελούν δαπάνες αφορώσες την εν λόγω περίοδο.

    35 Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    'Οσον αφορά το λόγο ακυρώσεως που συνίσταται στην εσφαλμένη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

    36 Η Canon υποστηρίζει, πρώτον, ότι τα κοινοτικά όργανα, χρησιμοποιώντας μια μέθοδο υπολογισμού η οποία διόγκωσε την κανονική αξία και ελάττωσε την τιμή εξαγωγής, παρέβησαν την υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού 2176/84 όσον αφορά την πραγματοποίηση δίκαιης σύγκρισης μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη μια σύγκριση, στο πλαίσιο της οποίας τα δύο προαναφερθέντα στοιχεία δεν έχουν καθοριστεί με ανάλογο και συμμετρικό τρόπο.

    37 Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987 (240, 255, 256, 258 και 260/84, "δασμοί αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ενσφαίρων τριβέων", Συλλογή 1987, σσ. 1809, 1861, 1899, 1923, 1975), ο υπολογισμός της κανονικής αξίας και ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής αποτελούν διαφορετικές πράξεις, δεδομένων των διαφορετικών μεθόδων υπολογισμού που προβλέπονται αντιστοίχως στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 7, και στο άρθρο 2, παράγραφος 8, του κανονισμού 2176/84. Επομένως, το δίκαιον της συγκρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 9, δεν προϋποθέτει υπολογισμό της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής με όμοιες μεθόδους.

    38 Η Canon υποστηρίζει, δεύτερον, ότι τα κοινοτικά όργανα παρέβησαν επίσης το άρθρο 2, παράγραφος 9, καθόσον δεν πραγματοποίησαν τη σύγκριση, όπως επιτάσσει η εν λόγω διάταξη, στο ίδιο στάδιο εμπορίας, το οποίο είναι κανονικά το στάδιο "έξοδος από το εργοστάσιο", αλλά συνέκριναν μια τιμή εξαγωγής υπολογισθείσα στο στάδιο "έξοδος από το εργοστάσιο" με μια κανονική αξία υπολογισθείσα κατά την πώληση του προϊόντος από τον αποκλειστικό διανομέα της Canon στην Ιαπωνία.

    39 Παρατηρείται σχετικά ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η Canon διαθέτει τα προϊόντα της στην ιαπωνική αγορά μέσω εταιρίας διανομής, την οποία ελέγχει οικονομικώς και στην οποία αναθέτει καθήκοντα τα οποία κανονικά προσιδιάζουν στα ενταγμένα στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού τμήματα πωλήσεων.

    40 Η κατανομή των αρμοδιοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ενός ομίλου απαρτιζόμενου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα που ασκεί κατ' αυτόν τον τρόπο δραστηριότητες οι οποίες συνήθως ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως.

    41 Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων, το επιχείρημα της Canon δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι, σε περιπτώσεις οργανώσεως της παραγωγής και των πωλήσεων κατά το σύστημα που εφαρμόζει η Canon στην ιαπωνική αγορά, ακριβώς η λήψη υπόψη της πρώτης πωλήσεως προς ανεξάρτητο αγοραστή καθιστά δυνατό το σωστό υπολογισμό της κανονικής αξίας στο στάδιο "έξοδος από το εργοστάσιο".

    42 Κατόπιν αυτών, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων όσον αφορά την άρνηση των κοινοτικών οργάνων να δεχτούν, στην περίπτωση της Canon, προσαρμογές υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 10, του κανονισμού 2176/84, τα οποία προβλήθηκαν επικουρικώς για την περίπτωση που θα αποδεικνυόταν ότι η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής συγκρίθηκαν σε διαφορετικά στάδια εμπορίας.

    43 Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    'Οσον αφορά το λόγο ακυρώσεως που συνίσταται στον εσφαλμένο υπολογισμό της ζημίας

    44 Η Canon θεωρεί ότι ο υπολογισμός της ζημίας απαιτούσε πλήρη εξέταση της αγοράς, λαμβανομένης ως ενιαίου συνόλου, και επικρίνει τη διαφορετική προσέγγιση του θέματος από τα κοινοτικά όργανα, τα οποία ορθώς απαντούν ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 2176/84, χωρίς καθόλου να απαιτεί μια τέτοια εξέταση, επιβάλλει απλώς στις κοινοτικές αρχές να ελέγχουν κατά πόσον οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ έχουν προξενήσει ζημία.

    45 'Οσον αφορά το θέμα αυτό, η Canon υποστήριξε, αρχικά, ότι ο υπολογισμός της ζημίας έπασχε λόγω του ότι οι "εισαγωγές ΟΕΜ", ήτοι οι εισαγωγές μηχανών ιαπωνικής καταγωγής τις οποίες αγόραζαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και τις πωλούσαν με το δικό τους σήμα, ελήφθησαν υπόψη από τα κοινοτικά όργανα ως εισαγωγές από την Ιαπωνία.

    46 Πρέπει να παρατηρηθεί σχετικά ότι, τελικώς, η Canon αναγνώρισε ότι οι "εισαγωγές ΟΕΜ" δικαίως θεωρήθηκαν ως ιαπωνικές εισαγωγές. Κατόπιν αυτού, το επιχείρημα της Canon περιορίζεται στην παρατήρηση ότι οι εισαγωγές αυτές δεν μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1698/85. Λαμβανομένου υπόψη, αφενός, ότι τα κοινοτικά όργανα ουδέποτε αρνήθηκαν ότι έλαβαν υπόψη τις εισαγωγές ΟΕΜ, πράγμα το οποίο γνώριζε καλώς η Canon, και, αφετέρου, ότι είναι αδύνατον να περιλαμβάνονται όλες οι λεπτομέρειες μιας έρευνας αντιντάμπινγκ στην αιτιολογία ενός κανονισμού, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

    47 Η Canon ισχυρίζεται επίσης ότι η βραδεία αύξηση των πωλήσεων της κοινοτικής βιομηχανίας οφειλόταν στο γεγονός ότι η ανεπαρκής ικανότητα παραγωγής της εν λόγω βιομηχανίας την εμπόδισε να ανταπεξέλθει στην αυξανόμενη ζήτηση. Ωστόσο, από τα στοιχεία που προσκόμισε το Συμβούλιο προκύπτει ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί ουδέποτε, από το 1980 έως τα τέλη του 1983, έκαναν πλήρη χρήση της παραγωγικής τους ικανότητας. Συνεπώς, και το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

    48 Η Canon προσάπτει επίσης στα κοινοτικά όργανα ότι κακώς αγνόησαν ορισμένους παράγοντες, βάσει των οποίων μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ντάμπινγκ δεν προξενούσε καμία ζημία και ότι βασίστηκαν σχεδόν αποκλειστικά στις τιμές, στο τμήμα της αγοράς που κατείχε η Canon και σε οικονομικά στοιχεία τα οποία δεν είχαν καμία αξία, δεδομένου ότι δεν γινόταν καμία διάκριση μεταξύ των απωλειών που οφείλονταν στο ντάμπινγκ και εκείνων που οφείλονταν στα διαρθρωτικά προβλήματα των κοινοτικών κατασκευαστών, αγνόησαν δε, αντιθέτως, πλήρως τη βελτίωση από πλευράς της παραγωγής, των πωλήσεων, του κύκλου εργασιών και της χρησιμοποιήσεως της παραγωγικής ικανότητας των κοινοτικών παραγωγών.

    49 Προκειμένου να κριθεί το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού, επιβάλλεται αναφορά στις διατάξεις που διέπουν τον τρόπο υπολογισμού της ζημίας, συγκεκριμένα δε στο άρθρο 4 του κανονισμού 2176/84, το οποίο υιοθετεί τη ρύθμιση του άρθρου 3 του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ. Η ανωτέρω διάταξη προβλέπει ότι ζημία υφίσταται μόνον αν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλούν ή υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν, "διά των επιπτώσεων του ντάμπινγκ", σημαντική ζημία σε υφιστάμενο κλάδο παραγωγής της Κοινότητας, καθώς και ότι οι ζημίες που προκαλούνται από άλλους παράγοντες δεν πρέπει να αποδίδονται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    50 Κατά την Canon, τα κοινοτικά όργανα κακώς απέδωσαν στο ντάμπινγκ ζημίες οφειλόμενες στην πραγματικότητα σε άλλες αιτίες, κυρίως δε στο ότι οι κοινοτικές επιχειρήσεις δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στη νέα τεχνολογία.

    51 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες ήταν εκείνες που πρώτες εφάρμοσαν τη νέα τεχνολογία στον τομέα των γραφομηχανών και κυκλοφόρησαν στην αγορά τις ΗΓ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70, δηλαδή πριν από την είσοδο των ιαπώνων παραγωγών στην αγορά. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, είναι ανακριβής ο ισχυρισμός της Canon ότι οι δυσκολίες της ευρωπαϊκής βιομηχανίας ΗΓ οφείλονται σε τεχνολογική καθυστέρηση έναντι της ιαπωνικής βιομηχανίας.

    52 Καίτοι η μετάβαση προς την παραγωγή ΗΓ υπήρξε για ορισμένες κοινοτικές επιχειρήσεις λιγότερο εύκολη απ' ό,τι για ορισμένες άλλες και μολονότι η μετάβαση αυτή απαίτησε σημαντικότατες επενδύσεις, οι απώλειες που οφείλονται στις εν λόγω επενδύσεις δεν πρέπει ουδόλως να συγχέονται με τις απώλειες που οφείλονται στο ντάμπινγκ. Πράγματι, εφόσον οι κοινοτικές επιχειρήσεις ήταν προφανώς σε θέση, κατά την περίοδο που καλύπτει η έρευνα, να προσφέρουν ένα μεγάλο φάσμα ΗΓ, η συρρίκνωση του τμήματος της αγοράς που κατείχαν δεν μπορεί να αποδοθεί σε δυσκολίες οφειλόμενες στην αναδιάρθρωση της παραγωγής, αλλά κυρίως στο ντάμπινγκ που εφάρμοσαν οι ιάπωνες παραγωγοί.

    53 'Οσον αφορά το επιχείρημα της Canon ότι η πτώση της αποδοτικότητας που παρατηρήθηκε στην κοινοτική βιομηχανία οφειλόταν στη φύση της αγοράς των ΗΓ, πρέπει να παρατηρηθεί ότι διαψεύδεται από τη στάση των ίδιων των ιαπωνικών επιχειρήσεων, οι οποίες εμφανίστηκαν στην κοινοτική αγορά ακριβώς τη στιγμή κατά την οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Canon, η αποδοτικότητα των ΗΓ επρόκειτο να υποστεί σοβαρή καθίζηση.

    54 Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Canon, η μέθοδος υπολογισμού της ζημίας που χρησιμοποίησαν τα κοινοτικά όργανα φαίνεται να καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ των επιπτώσεων του ντάμπινγκ και των επιπτώσεων των διαρθρωτικών δυσκολιών της κοινοτικής βιομηχανίας. Πράγματι, η ζημία υπολογίστηκε με αναφορά στις υποτιμολογήσεις των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση προς τις τιμές τις οποίες θα μπορούσαν να έχουν επιτύχει οι κοινοτικές επιχειρήσεις αν δεν είχε σημειωθεί ντάμπινγκ.

    55 Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα προέβησαν σε ορθό υπολογισμό της ζημίας που οφείλεται ειδικά σε ντάμπινγκ. Πράγματι, δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι ήδη αναφερθέντες παράγοντες ή άλλοι παράγοντες, όπως οι τιμές άλλων εισαγωγών μη αποτελουσών αντικείμενο ντάμπινγκ ή μια μείωση της ζητήσεως, συνέτειναν στην πρόκληση της διαπιστωθείσας ζημίας.

    56 Οσον αφορά την αιτίαση της Canon ότι δεν εξετάστηκαν προσηκόντως οι παράγοντες που αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχεία α), β) και γ), του κανονισμού 2176/84 (όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, τιμές των εισαγωγών αυτών, επιπτώσεις των εν λόγω εισαγωγών στην κοινοτική παραγωγή), από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1698/85 προκύπτει ότι τα κοινοτικά όργανα προέβησαν στην εξέταση των παραγόντων αυτών. Αν, κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων του ντάμπινγκ στην κοινοτική παραγωγή, δεν εξέτασαν όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της παραγράφου 2, στοιχείο γ), πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, ο κατάλογος αυτός είναι απλώς ενδεικτικός και, επομένως, τα κοινοτικά όργανα νομίμως μπορούσαν να θεωρήσουν ότι τα πλέον καίρια στοιχεία που αναφέρονται στον κατάλογο αποτελούσαν ήδη επαρκή βάση για τη διαμόρφωση κρίσεως.

    57 Η Canon υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατή η διαπίστωση της υπάρξεως ζημίας σε σχέση με μια περίοδο κατά την οποία οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών αυξήθηκαν σε απόλυτους αριθμούς.

    58 'Οπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της δικογραφίας, οι πωλήσεις αυτές, καίτοι αυξηθείσες σε απόλυτους αριθμούς, δεν διατήρησαν το ποσοστό που αντιπροσώπευαν στο πλαίσιο μιας αγοράς που βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη. Επομένως, τα κοινοτικά όργανα δικαίως συνήγαγαν το συμπέρασμα ότι το ντάμπινγκ εκ μέρους των ιαπώνων παραγωγών εμπόδισε μια πολύ ευνοϊκότερη εξέλιξη των πωλήσεων των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

    59 Η Canon υποστηρίζει ακόμα ότι τα κοινοτικά όργανα δεν εξέτασαν επαρκώς τις υποτιμολογήσεις των εισαγομένων προϊόντων σε σχέση προς τις πραγματικές τιμές των κοινοτικών προϊόντων.

    60 Παρατηρείται σχετικά, αφενός, ότι οι τιμές των κοινοτικών προϊόντων κατά τη διάρκεια του 1984 δεν αποτελούσαν πλέον τιμές δυνάμενες να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της ζημίας υπό την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 4, δεδομένου ότι είχαν ήδη υποστεί, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και μετά, μειώσεις για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη πίεση των ιαπωνικών εισαγωγών, οι οποίες αργότερα αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, και, αφετέρου, ότι η εξέταση πολυαρίθμων άλλων παραγόντων καθιστούσε ήδη δυνατή την εκτίμηση των επιπτώσεων του ντάμπινγκ στην κοινοτική παραγωγή. Επομένως, μια λεπτομερέστερη εξέταση των υποτιμολογήσεων σε σχέση προς τις πραγματικές τιμές, στο πλαίσιο του κανονισμού περί επιβολής προσωρινού δασμού, δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη. Στον κανονισμό περί επιβολής οριστικού δασμού καθορίζονται προσηκόντως οι υποτιμολογήσεις σε σχέση προς τις τιμές-στόχους, ήτοι τις τιμές που θα μπορούσαν να είχαν εφαρμοστεί για τα κοινοτικά προϊόντα αν δεν είχε σημειωθεί ντάμπινγκ.

    61 Επιπλέον, κατά την Canon, τα κοινοτικά όργανα δεν διέκριναν καθόλου μεταξύ αποδοτικών και μη αποδοτικών παραγωγών, με αποτέλεσμα να αποδώσουν στο ντάμπινγκ τις απώλειες δύο κοινοτικών παραγωγών, των οποίων οι απώλειες οφείλονταν στην πραγματικότητα στην έλλειψη αποδοτικότητας.

    62 'Οπως παρατηρήθηκε ανωτέρω, η μέθοδος που χρησιμοποίησαν τα κοινοτικά όργανα καθιστούσε δυνατό να υπολογιστεί με επαρκή ακρίβεια η ζημία που προξένησε στην κοινοτική βιομηχανία το ντάμπινγκ και να επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ που να αντιστοιχεί αποκλειστικά στην εν λόγω ζημία. Εξάλλου, αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε με τις προηγούμενες κανονιστικές ρυθμίσεις, το άρθρο 4 του κανονισμού 2176/84 δεν προβλέπει ότι ζημία δεν μπορεί να διαπιστωθεί παρά μόνο αν κύρια αιτία της αποτελεί το ντάμπινγκ. Συνεπώς, μπορεί να αποδοθεί σε ορισμένο εισαγωγέα η ευθύνη για τη ζημία που έχει προκληθεί από το ντάμπινγκ, έστω και αν οι απώλειες που οφείλονται στο ντάμπινγκ αποτελούν μέρος μόνο μιας ευρύτερης ζημίας δυναμένης να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες.

    63 Η Canon υποστηρίζει ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να προστατεύει τους μη αποδοτικούς παραγωγούς. 'Οπως ορθώς υπενθυμίζουν τα κοινοτικά όργανα, σ' αυτά εναπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 2176/84, να εκτιμήσουν, σε περίπτωση διαπιστώσεως ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων, αν "το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει κοινοτική ενέργεια". Το γεγονός ότι ένας παραγωγός αντιμετωπίζει δυσκολίες που οφείλονται και σε αιτίες άσχετες προς το ντάμπινγκ δεν αποτελεί λόγο για να στερηθεί ο παραγωγός αυτός κάθε προστασίας από τη ζημία που προξενεί το ντάμπινγκ.

    64 Η Canon υποστηρίζει επίσης ότι καμία κοινοτική επιχείρηση δεν έφθασε ποτέ το περιθώριο κέρδους 10 %, το οποίο χρησιμοποίησαν τα κοινοτικά όργανα για τον υπολογισμό της τιμής-στόχου. Πρός στήριξη του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος βασίζεται σε πολύ γενικές θεωρήσεις όσον αφορά τη διάρκεια ζωής των ΗΓ, δεν προσκομίζεται κανένα αποδεικτικό στοιχείο και, επομένως, αυτός είναι απορριπτέος.

    65 Η Canon αμφισβητεί τον τρόπο υπολογισμού της ζημίας, υποστηρίζοντας ότι οι υποτιμολογήσεις διαπιστώθηκαν κατόπιν συγκρίσεως μεταξύ των ιαπωνικών μοντέλων και των κοινοτικών μοντέλων η εμπορική αξία των οποίων προσδιορίστηκε βάσει υποκειμενικών εκτιμήσεων, ενώ το μόνο στοιχείο που μπορούσε να ελεγχθεί με αντικειμεντικά κριτήρια ήταν το κόστος παραγωγής των στοιχείων στα οποία έγκειτο η διαφορά μεταξύ των εν λόγω μοντέλων.

    66 Υπογραμμίζεται σχετικά ότι, όπως αναγνωρίζει και η Canon, η απευθείας σύγκριση μεταξύ των εισαγομένων μοντέλων και των συγγενεστέρων κοινοτικών μοντέλων ήταν αδύνατη λόγω της μεγάλης ποικιλίας των μοντέλων και των τεχνικών χαρακτηριστικών τους. Ως εκ τούτου, επειδή ήταν αναγκαία κάποια προσαρμογή προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές αυτές, τα κοινοτικά όργανα ζήτησαν από τους ιάπωνες εξαγωγείς και από τους κοινοτικούς παραγωγούς να εκτιμήσουν με καλή πίστη την εμπορική αξία κάθε μοντέλου αναλόγως των τεχνικών χαρακτηριστικών του και προέβησαν στον υπολογισμό του μέσου όρου των δύο εκτιμήσεων.

    67 Λαμβανομένου υπόψη ότι ένας μηχανισμός το κόστος παραγωγής του οποίου δεν είναι πολύ υψηλό μπορεί να ενδιαφέρει ιδιαίτερα ένα δυνητικό αγοραστή λόγω του ότι επιτρέπει μια ιδιαίτερη χρήση της μηχανής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εμπορική αξία μιας μηχανής δεν εξαρτάται αναγκαστικά από το κόστος παραγωγής των στοιχείων της. Επομένως, ελλείψει αντικειμενικής μεθόδου εκτιμήσεως της εμπορικής αξίας των ΗΓ, πρέπει να θεωρηθεί ότι η μέθοδος που ακολούθησαν τα κοινοτικά όργανα και η οποία βασίζεται στο μέσο όρο των διαφόρων υποκειμενικών εκτιμήσεων ήταν εύλογη.

    68 Τέλος, από τα πρακτικά των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Canon και των κοινοτικών οργάνων, καθώς και από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ των μερών, προκύπτει ότι η Canon δεν μπορεί να προσάψει στα κοινοτικά όργανα ότι δεν έθεσαν στη διάθεσή της όλες τις πληροφορίες που ζήτησε, εκτός, βεβαίως, από τις πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως.

    69 Ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η Canon πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    'Οσον αφορά το λόγο ακυρώσεως που συνίσταται στη μη τήρηση των διαδικαστικών κανόνων

    70 Η Canon παρατηρεί ότι, εφόσον το κοινό δεν έχει πρόσβαση στα αριθμητικά στοιχεία και στις ενδείξεις περί των υφισταμένων τάσεων, επί των οποίων βασίστηκαν τα κοινοτικά όργανα, επιβάλλεται τα όργανα αυτά να στηρίζουν τους κανονισμούς τους σε πλήρη και πειστική αιτιολογία, κατά μείζονα δε λόγο όταν οι χωρίς προηγούμενο και έκτακτες μέθοδοι που χρησιμοποίησαν τα κοινοτικά όργανα κατά τον υπολογισμό του ντάμπινγκ καθιστούν απαραίτητη τη δυνατότητα ελέγχου ως προς το κατά πόσον οι ακολουθηθείσες διαδικασίες υπήρξαν δίκαιες και σαφείς. Τα κοινοτικά όργανα, ωστόσο, κατά την άποψη της Canon, δεν έλαβαν υπόψη τους ορισμένους καίριους παράγοντες, δεν εξέτασαν τα επιχειρήματα της Canon με τη δέουσα προσοχή και δεν αιτιολόγησαν καταλλήλως τις ενέργειές τους, σε βαθμό που να επιβάλλεται η ακύρωση του κανονισμού 1698/85 για διαδικαστικούς λόγους.

    71 Υπό το φως των όσων αναπτύχθηκαν κατά την εξέταση των προηγουμένων λόγων ακυρώσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι μέθοδοι υπολογισμού δεν ήταν οι ενδεδειγμένες ή ότι δεν ελήφθησαν υπόψη ορισμένοι καίριοι παράγοντες. Εξάλλου, οι αιτιολογικές σκέψεις των κανονισμών που εξέδωσαν η Επιτροπή και το Συμβούλιο εξηγούν σαφώς και λεπτομερώς τις μεθόδους που εφάρμοσαν τα κοινοτικά όργανα.

    72 Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    73 Ενόψει των ανωτέρω, οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμες.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    74 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν, εις ολόκληρον στην υπόθεση 277/85, στα δικαστικά έξοδα τόσο της κύριας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των παρεμβάντων που υπέβαλαν σχετικό αίτημα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει τις προσφυγές.

    2) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες, εις ολόκληρον στην υπόθεση 277/85, στα δικαστικά έξοδα τόσο της κύριας διαδικασίας όσο και της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων των παρεμβάντων που υπέβαλαν σχετικό αίτημα.

    Επάνω