EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61986CJ0097

Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988.
Aστερίς AE και λοιποί και Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ενίσχυση στην παραγωγή τοματοπολτού - Καθεστώς ενισχύσεως που ισχύει στην Ελληνική Δημοκρατία - Συνέπειες παρανομίας που αναγνώρισε το Δικαστήριο.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 97, 193, 99 και 215/86.

Συλλογή της Νομολογίας 1988 -02181

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1988:199

61986J0097

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 26ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1988. - ΑΣΤΕΡΙΣ Α. Ε. ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΜΑΤΟΠΟΛΤΟΥ - ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 97, 193, 99 ΚΑΙ 215/86.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 02181


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1 . Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά και νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και προσωπικά - Κανονισμός περί των λεπτομερειών εφαρμογής σε κράτος μέλος του συστήματος κοινοτικών ενισχύσεων

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος κανονισμός 381/86 της Επιτροπής )

2 . Προσφυγή ακυρώσεως - Ακυρωτική απόφαση - Μέτρα εκτελέσεως - 'Αρνηση λήψεως μέτρων που να βαίνουν πέρα από την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης - Αμφισβήτηση ως προς το περιεχόμενο της υποχρεώσεως εκτελέσεως - 'Ενδικο μέσο - Προσφυγή κατά παραλείψεως

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 175 και 176 )

3 . Προσφυγή ακυρώσεως - Ακυρωτική απόφαση - Αποτελέσματα - Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως - Περιεχόμενο - Λήψη υπόψη τόσο του σκεπτικού όσο και του διατακτικού της απόφασης - Αναδρομικότητα της ακύρωσης - Εξάλειψη όλων των διατάξεων που πάσχουν το ίδιο ελάττωμα με την ακυρωθείσα πράξη και είναι μεταγενέστερες από αυτή

( Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 176 )

Περίληψη


1 . Κανονισμός καθορίζων τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες η κοινοτική ενίσχυση, η οποία θεσπίστηκε στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγοράς, χορηγείται εντός κράτους μέλους, συνιστά μέτρο γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε καταστάσεις καθοριζόμενες αντικειμενικά και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι μιας κατηγορίας προσώπων θεωρούμενης κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο . Επομένως, δεν μπορεί να αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, επιχειρηματία εγκατεστημένο στο εν λόγω κράτος μέλος και ο οποίος μπορεί να τύχει της εν λόγω ενισχύσεως .

2 . Η αμφισβήτηση σχετικά με το αν η συμπεριφορά κοινοτικού οργάνου συνάδει προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 176 της Συνθήκης, στην περίπτωση κατά την οποία μια από τις πράξεις του έχει ακυρωθεί, επιλύεται με προσφυγή κατά παραλείψεως εφόσον το αντικείμενο της αμφισβήτησης δεν έγκειται στην παρανομία της εκδοθείσας πράξης προς αντικατάσταση της ακυρωθείσας, αλλά αφορά το ζήτημα αν, πλην της αντικατάστασης αυτής, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται να λάβει άλλα μέτρα σχετικά με άλλες πράξεις το κύρος των οποίων δεν είχε αμφισβητηθεί με προσφυγή ακυρώσεως .

3 . Το κοινοτικό όργανο, πράξη του οποίου έχει ακυρωθεί από το Δικαστήριο, προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό . Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται ως παράνομη και, αφετέρου, σ' αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και που το οικείο κοινοτικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη αντικαθιστώντας την ακυρωθείσα πράξη .

Αν όμως η διαπίστωση της παρανομίας στο σκεπτικό της ακυρωτικής αποφάσεως υποχρεώνει, προεχόντως, το κοινοτικό όργανο - εκδότη της πράξης - να εξαλείψει την παρανομία αυτή στην πράξη που προορίζεται να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη, μπορεί επίσης, εφόσον αφορά διάταξη συγκεκριμένου περιεχομένου σε δεδομένο τομέα, να συνεπάγεται και άλλες συνέπειες για το κοινοτικό αυτό όργανο .

Εφόσον πρόκειται για την ακύρωση κανονισμού του οποίου το αποτέλεσμα περιορίζεται σε καθορισμένη χρονική περίοδο, το κοινοτικό όργανο - εκδότης του κανονισμού - έχει πρωτίστως την υποχρέωση να αποκλείσει από τις νέες διατάξεις που πρέπει να θεσπιστούν μετά την ακυρωτική απόφαση και που θα εφαρμόζονται στις μεταγενέστερες της απόφασης αυτής περιόδους, κάθε διάταξη έχουσα το ίδιο περιεχόμενο με τη διάταξη που κρίθηκε παράνομη . Πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό ότι, δυνάμει του αναδρομικού αποτελέσματος που προσδίδεται στις ακυρωτικές αποφάσεις, η διαπίστωση της παρανομίας ανατρέχει στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της διάταξης που ακυρώθηκε, ώστε το οικείο κοινοτικό όργανο έχει επίσης την υποχρέωση να εξαλείψει τις διατάξεις που είχαν ήδη θεσπιστεί κατά το χρόνο εκδόσεως της ακυρωτικής απόφασης και οι οποίες εφαρμόζονται σε περιόδους μεταγενέστερες από αυτήν που διεπόταν από τον ακυρωθέντα κανονισμό, εφόσον οι διατάξεις έχουν το ίδιο περιεχόμενο με τη διάταξη που κρίθηκε παράνομη .

Διάδικοι


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 97, 193, 99 και 215/86,

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 97 και 193/86,

1 ) Αστερίς ΑΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα,

2)Στρυμών Ελλάς - Αφοί Μπιτζίδη ΑΕ", ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα τις Σέρρες,

3 ) Αδελφοί Χατζηαθανασιάδη ΑΒΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα τις Σέρρες,

4)Αμβροσία - Κονσερβοποιία Βεροίας ΑΕΒΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα τη Βέροια,

5 ) Ελληνική Βιομηχανία Ειδών Διατροφής ΑΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου με έδρα τη Λάρισα,

6)Εταιρία εμπορίου και Αντιπροσωπειών Εισαγωγική - Εξαγωγική Δαβρά ΕΠΕ, εταιρία περιορισμένης ευθύνης ελληνικού δικαίου, με έδρα το Αίγιο,

7)Συνεταιριστική Εταιρία Βιομηχανικής Αναπτύξεως Θράκης ΣΕΒΑΘ/ΑΒΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Ξάνθη,

8)Ανώνυμος Βιομηχανική Εταιρία Κονσερβών Δ . Νομικός, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα,

9)ΙΝΤΡΑ Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα,

10 ) Βιομηχανία Τροφίμων ΑΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Καλαμάτα,

11 ) Αφοί Κανακάρη ΑΕ και Εξαγωγική Εταιρία Γεωργικών Προϊόντων, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα την Αθήνα,

12 ) Συνεταιριστικά Εργοστάσια Κονσερβοποιίας Βορείου Ελλάδος ΣΕΚΟΒΕ/ΑΕ, ανώνυμη εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα τη Θεσσαλονίκη,

13 ) Ομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης, συνεταιρισμός ελληνικού δικαίου, με έδρα τη Θεσσαλονίκη,

14 ) Κύκνος ΑΒΕΕ, ανώνυμος εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα το Ναύπλιο,

15 ) ΖΑΝΑΕ - Ζύμαι Αρτοποιοίας Νίκογλου ΑΕ, ανώνυμος εταιρία ελληνικού δικαίου, με έδρα τη Θεσσαλονίκη,

εκπροσωπούμενες από τους Ιωάννη Ε . Σταμούλη, Χρήστο Δ . Αρβανίτη και Νικόλαο Ι . Τσιώκα, δικηγόρους Αθηνών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ernest Arendt, 34 bis, rue Rhilippe-II,

προσφεύγουσες,

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 99 και 215/86

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Γιάννο Κρανιδιώτη, ειδικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Στέλιο Περράκη, νομικό σύμβουλο της Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ελληνική πρεσβεία,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Δημήτριο Γκουλούση, νομικό της σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο

- στις υποθέσεις 97 και 99/86, προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 381/86 της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 1986, σχετικά με πρόσθετη πληρωμή ενίσχυσης στην παραγωγή για ορισμένα μεγέθη συσκευασιών τοματοπολτού που είχαν παραχθεί από ελληνικές τομάτες κατά την περίοδο εμπορίας 1983/1984 και της αρνήσεως της Επιτροπής να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 ( Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, 192/83, Συλλογή 1985, σ . 2802, και Αστερίς ΑΕ και λοιποί κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 194 έως 206/83, Συλλογή 1985, σ . 2821 )

- στην υπόθεση 193/86, προσφυγή ακυρώσεως της θέσεως της Επιτροπής που περιλαμβάνεται σε έγγραφο που απευθύνθηκε στις προσφεύγουσες την 11η Ιουνίου 1986 και της εκδηλωθείσας μ' αυτό αρνήσεως να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1985

- στην υπόθεση 215/83, προσφυγή ακυρώσεως της θέσεως της Επιτροπής που περιλαμβάνεται σε έγγραφό της που απηύθυνε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 19 Ιουνίου 1986 και της εκδηλωθείσας μ' αυτό αρνήσεως να συμμορφωθεί προς τις αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1985,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους G . Bosco, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, J . C . Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, T . Koopmans, U . Everling, Y . Galmot, K . Ν . Κακούρη και F . Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας : Sir Gordon Slynn

γραμματέας : D . Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 11ης Νοεμβρίου 1987,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Απριλίου 1986 ( υπόθεση 97/86 ), οι υπ' αριθ . 1 μέχρι 15 αναφερόμενες εταιρίες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση του κανονισμού 381/86 της Επιτροπής, της 20ής Φεβρουαρίου 1986, σχετικά με πρόσθετη πληρωμή ενίσχυσης στην παραγωγή για ορισμένα μεγέθη συσκευασιών τοματοπολτού που είχαν παραχθεί από ελληνικές τομάτες κατά την περίοδο εμπορίας 1983/1984 ( ΕΕ L 44, σ . 10 ).

2 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 1986 ( υπόθεση 193/86 ), οι υπ' αριθ . 1 μέχρι 15 αναφερόμενες εταιρίες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητούν να ακυρωθεί η άρνηση της Επιτροπής να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 ( Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, 192/83, Συλλογή 1985, σ . 2801, και Αστερίς ΑΕ και λοιποί κατά Επιτροπής, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 194 έως 206/83, Συλλογή 1985, σ . 2821 ) που περιλαμβάνεται σε έγγραφο που απευθύνθηκε στις εταιρίες στις 11 Ιουλίου 1986 .

3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 1986 ( υπόθεση 99/86 ), η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση του κανονισμού 381/86 ( που προαναφέρθηκε ).

4 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Αυγούστου 1986 ( υπόθεση 215/86 ), η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η άρνηση συμμορφώσεως της Επιτροπής με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 ( που προαναφέρθηκαν ), η οποία περιλαμβάνεται σε έγγραφο που απευθύνθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 19 Ιουνίου 1986 .

5 Με Διάταξη της 17ης Ιουνίου 1987, το Δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικάσει τις υποθέσεις 97, 193, 99 και 215/86 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση ενιαίας αποφάσεως .

6 Επιληφθέν προσφυγής που είχε ασκήσει η Ελληνική Δημοκρατία, το Δικαστήριο, με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 ( 192/83, που προαναφέρθηκε ), ακύρωσε τον κανονισμό 1615/83 της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 1983, περί καθορισμού των συντελεστών που πρέπει να εφαρμοστούν στο ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή για τον τοματοπολτό ( ΕΕ L 159, σ . 48 ). Η ακυρότητα χώρησε κατά το μέτρο που οι συντελεστές που καθορίστηκαν με τον κανονισμό αυτό είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ των παραγωγών της Ελληνικής Δημοκρατίας και των παραγωγών των λοιπών κρατών μελών, ως προς την αντιστάθμιση των πρόσθετων εξόδων που οφείλονταν στη χρησιμοποίηση συσκευασιών μικρότερων από τη συσκευασία που είχε ληφθεί ως πρότυπη με τον κανονισμό 1618/83 της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 1983, περί καθορισμού της ελάχιστης τιμής που πρέπει να καταβάλλεται στους παραγωγούς, καθώς και του ποσού της ενισχύσεως στην παραγωγή για ορισμένα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά, για την περίοδο 1983/1984 ( ΕΕ L 159, σ . 52 ). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ακόμη ότι εναπέκειτο στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 176 της Συνθήκης ΕΟΚ, να καθορίσει για την Ελλάδα νέους συντελεστές ή οποιοδήποτε άλλο σύστημα αντισταθμίσεως, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφοροποίηση του καθεστώτος ενισχύσεως μεταξύ της Ελλάδας και των λοιπών κρατών μελών .

7 Προς εκτέλεση της αποφάσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 ( υπόθεση 192/83 ), η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 381/86, που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής . 'Οσον αφορά τις προγενέστερες ή μεταγενέστερες του 1983/1984 περιόδους εμπορίας, δεν εκδόθηκε κανένας κανονισμός σχετικός με πρόσθετη ενίσχυση .

8 Κληθείσα από τις προσφεύγουσες εταιρίες και από την Ελληνική Δημοκρατία να καθορίσει, κατόπιν των αποφάσεων της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, πρόσθετη ενίσχυση υπέρ των ελληνικών βιομηχανιών και για τις περιόδους εμπορίας 1981/1982, 1982/1983, 1984/1985 και 1986/1987, η Επιτροπή, με τις απαντήσεις της προς τις προσφεύγουσες εταιρίες της 11ης Ιουνίου 1986 και προς την Ελληνική Δημοκρατία της 19ης Ιουνίου 1986, έκρινε ότι η απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση 192/83, με την οποία ακυρώθηκε ο κανονισμός 1615/83, της επέβαλε μόνο την υποχρέωση να εκδώσει νέο κανονισμό για την περίοδο 1983/1984 .

9 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο κατά το μέτρο που απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .

Επί των προσφυγών που άσκησαν οι επιχειρήσεις

10 Με τις προσφυγές τους στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 97 και 193/86, οι προσφεύγουσες επιχειρήσεις ζητούν να ακυρωθεί ο κανονισμός 381/86, κατά το μέτρο που αυτός περιορίζεται στην πρόβλεψη πρόσθετης ενισχύσεως για την περίοδο 1983/1984, και η άρνηση της Επιτροπής, η οποία κλήθηκε από τις προσφεύγουσες να ενεργήσει, προς εκτέλεση της απόφασης της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, με το να χορηγήσει πρόσθετη ενίσχυση και για τις προγενέστερες και μεταγενέστερες του 1983/1984 περιόδους .

11 'Οσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 381/86, πρέπει να υπομνηστεί, όπως έκρινε το Δικαστήριο, τελευταία με την απόφασή του της 24ης Φεβρουαρίου 1987 ( Deutz & Geldermann, 26/86, Συλλογή 1987, σ . 941 ), ότι το άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ εξαρτά το παραδεκτό της ασκούμενης από ιδιώτη προσφυγής ακυρώσεως από την προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη πράξη, αν και έχει εκδοθεί υπό την μορφή κανονισμού, συνιστά στην πραγματικότητα απόφαση, η οποία αφορά τον προσφεύγοντα άμεσα και ατομικά . 'Οπως τόνισε το Δικαστήριο, σκοπός της διατάξεως αυτής είναι ιδίως να εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να αποκλείουν, επιλέγοντας απλώς και μόνο τη μορφή του κανονισμού, τη δυνατότητα των ιδιωτών να ασκούν προσφυγές κατά αποφάσεων που τους αφορούν άμεσα και ατομικά, και να διασαφηνίζει έτσι ότι η επιλογή της μορφής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση μιας πράξης .

12 Δυνάμει του άρθρου 189, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης, το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ κανονισμού και αποφάσεως πρέπει να αναζητείται στη γενική ή μη γενική ισχύ της οικείας πράξεως . Προς τούτο, πρέπει να εκτιμάται η φύση της προσβαλλόμενης πράξης και, ειδικότερα, τα έννομα αποτελέσματά της .

13 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 30ής Σεπτεμβρίου 1982 ( Roquette κατά Συμβουλίου, 242/81, Συλλογή 1982, σ . 3213, σκέψη 7 ), η γενική ισχύς και, επομένως, η κανονιστική φύση μιας πράξεως δεν θίγεται από τη δυνατότητα προσδιορισμού του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία εφαρμόζεται σε μια δεδομένη στιγμή, εφόσον είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή αυτή χωρεί δυνάμει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως που ορίζεται με την πράξη, σε σχέση με τους σκοπούς της τελευταίας .

14 Για να θεωρηθεί ότι η πράξη αφορά ατομικώς τα υποκείμενα δικαίου, πρέπει η νομική τους κατάσταση να θίγεται συνεπεία μιας πραγματικής καταστάσεως, η οποία τα διαφοροποιεί από κάθε άλλο πρόσωπο και τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τους αποδέκτες ( βλέπε ιδίως την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1975, CΑΜ, 100/74, Rec . 1975, σ . 1393 ).

15 Εν προκειμένω, ο κανονισμός 381/86 αφορά τις προσφεύγουσες επιχειρήσεις μόνο υπό την αντικειμενική τους ιδιότητα ως παραγωγών τοματοπολτού εγκατεστημένων στην Ελλάδα, όπως και κάθε άλλο παραγωγό τοματοπολτού που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση . Επομένως, ο κανονισμός εμφανίζεται, ως προς αυτές, ως μέτρο γενικής ισχύος που εφαρμόζεται σε καταστάσεις καθοριζόμενες αντικειμενικά και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα έναντι μιας κατηγορίας προσώπων θεωρούμενης κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο .

16 Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 381/86, που αποτελεί το αντικείμενο της υπόθεσης 97/86, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη .

17 'Οσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως της φερομένης αρνήσεως της Επιτροπής να εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ιδιώτες, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα κανονιστικής πράξεως, δεν νομιμοποιούνται επίσης να ασκήσουν ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως λόγω παραβάσεως ή προσφυγή κατά παραλείψεως αφού καλέσουν το κοινοτικό όργανο να εκδώσει κανονιστική πράξη .

18 Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως της φερομένης αρνήσεως της Επιτροπής να εκτελέσει την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, που αποτελεί το αντικείμενο της υπόθεσης 193/86, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη .

Επί των προσφυγών που άσκησε η Ελληνική Δημοκρατία

19 Με τις προσφυγές της στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 99 και 215/86, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί να ακυρωθεί ο κανονισμός 381/86, καθόσον περιορίζεται στη χορήγηση πρόσθετης ενισχύσεως για την περίοδο εμπορίας 1983/1984, και η άρνηση της κληθείσας από την Ελληνική Δημοκρατία να ενεργήσει Επιτροπής να εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, επανορθώνοντας, και για τις άλλες περιόδους, το σφάλμα για το οποίο η απόφαση επέβαλε κύρωση .

20 Προς στήριξη των προσφυγών της, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 176 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο ορίζει ότι το όργανο, του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη ή του οποίου η παράλειψη κηρύχθηκε αντίθετη προς την παρούσα Συνθήκη, οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου .

21 'Οσον αφορά την προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 381/86, πρέπει να υπομνηστεί ότι με αυτόν τον κανονισμό προβλέπεται πρόσθετη ενίσχυση για την περίοδο εμπορίας 1983/1984, που αποτελεί αντικείμενο του κανονισμού 1615/83, ο οποίος ακυρώθηκε με την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 στην υπόθεση 192/83 ( που προαναφέρθηκε ).

22 Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι, εκδίδοντας τον κανονισμό 381/86, η Επιτροπή εκτέλεσε ορθά την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 για την περίοδο εμπορίας 1983/1984, τη μόνη που αφορούσε ο ακυρωθείς κανονισμός 1615/83 . Πάντως, προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν συνήγαγε όλες τις συνέπειες που απορρέουν από την απόφαση για τις προγενέστερες και μεταγενέστερες περιόδους εμπορίας, οι οποίες διέπονται από ταυτόσημους με τον ακυρωθέντα κανονισμό κανονισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προσβληθεί εμπροθέσμως .

23 'Ετσι, η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλείται καμιά παρανομία που να επηρεάζει το κύρος του εκδοθέντος κανονισμού 381/86, ισχυρίζεται όμως ότι η ακυρωτική απόφαση συνεπαγόταν για την Επιτροπή την υποχρέωση να λάβει, πέρα από την αντικατάσταση του ακυρωθέντος κανονισμού, άλλα μέτρα συνιστάμενα στην προσαρμογή των κανονισμών των οποίων δεν είχε ζητηθεί η ακύρωση .

24 Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι κανονισμοί που η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να τροποποιήσει είναι οι μεν προγενέστεροι του ακυρωθέντος κανονισμού, ήτοι οι κανονισμοί 1962/81 και 1602/82 της Επιτροπής, περί καθορισμού των συντελεστών που πρέπει να εφαρμόζονται στο ύψος της ενισχύσεως στην παραγωγή για τον τοματοπολτό για τις περιόδους 1981/1982 και 1982/1983, ο δε άλλος, μεταγενέστερος, δηλαδή ο κανονισμός 1709/84 της Επιτροπής, με τον οποίο καθορίστηκαν οι συντελεστές αυτοί για τις περιόδους 1984/1985 μέχρι 1986/1987 . 'Ετσι, οι κανονισμοί αυτοί αφορούν καταστάσεις διαφορετικές από εκείνες που ρυθμίζονταν με τον ακυρωθέντα κανονισμό, οπότε, προσάπτοντας στην Επιτροπή ότι δεν τους τροποποίησε ή δεν τους συμπλήρωσε, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται στην υποχρέωση που υπέχει η Επιτροπή να επανεκδώσει την ακυρωθείσα πράξη και να ρυθμίσει την κατάσταση που διεπόταν με την πράξη αυτή σύμφωνα με το διατακτικό της ακυρωτικής αποφάσεως . 'Ομως, το ενδεικνυόμενο από τη Συνθήκη μέσο προς διαπίστωση της υπάρξεως υποχρεώσεως της Επιτροπής να ενεργήσει είναι το του άρθρου 175, μέσο το οποίο εξάλλου χρησιμοποίησε επικουρικώς η ελληνική κυβέρνηση .

25 Κατά συνέπεια, η προσφυγή ακυρώσεως του κανονισμού 381/86 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη .

26 Προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής με την οποία ζητείται να ακυρωθεί η άρνηση της Επιτροπής να ενεργήσει, προσφυγής στην οποία κατέληξε η διαδικασία κατά της παραλείψεως της Επιτροπής, πρέπει προκαταρκτικά να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ακυρωτική απόφαση για το κοινοτικό όργανο - εκδότη της ακυρωθείσας πράξης - βάσει των μέτρων που το άρθρο 176 του επιβάλλει να λάβει για την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου .

27 Προκειμένου να συμμορφωθεί με την απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της απόφασης, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό . Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται ως παράνομη και, αφετέρου, σ' αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και που το οικείο κοινοτικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της πράξεως που ακυρώθηκε .

28 Αν όμως η διαπίστωση της παρανομίας στο σκεπτικό της ακυρωτικής αποφάσεως υποχρεώνει, προεχόντως, το κοινοτικό όργανο - εκδότη της πράξης - να εξαλείψει την παρανομία αυτή στην πράξη που προορίζεται να αντικαταστήσει την ακυρωθείσα πράξη, μπορεί επίσης, εφόσον αφορά διάταξη συγκεκριμένου περιεχομένου σε δεδομένο τομέα, να συνεπάγεται και άλλες συνέπειες για το κοινοτικό αυτό όργανο .

29 Εφόσον πρόκειται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, για την ακύρωση κανονισμού του οποίου το αποτέλεσμα περιορίζεται σε καθορισμένη χρονική περίοδο ( δηλαδή την περίοδο εμπορίας 1983/1984 ), το κοινοτικό όργανο - εκδότης του κανονισμού - έχει πρωτίστως την υποχρέωση να αποκλείσει από τις νέες διατάξεις που πρέπει να θεσπιστούν μετά την ακυρωτική απόφαση και που θα διέπουν τις μεταγενέστερες της απόφασης αυτής περιόδους εμπορίας, κάθε διάταξη έχουσα το ίδιο περιεχόμενο με τη διάταξη που κρίθηκε παράνομη .

30 Πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτό ότι, δυνάμει του αναδρομικού αποτελέσματος που προσδίδεται στις ακυρωτικές αποφάσεις, η διαπίστωση της παρανομίας ανατρέχει στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της διάταξης που ακυρώθηκε . Επομένως, από αυτό πρέπει να συναχθεί ότι, εν προκειμένω, το οικείο κοινοτικό όργανο έχει επίσης την υποχρέωση να εξαλείψει τις διατάξεις που είχαν ήδη θεσπιστεί κατά το χρόνο εκδόσεως της ακυρωτικής απόφασης και οι οποίες διέπουν τις μεταγενέστερες του 1983/1984 περιόδους, εφόσον οι διατάξεις έχουν το ίδιο περιεχόμενο με τη διάταξη που κρίθηκε παράνομη .

31 Κατά συνέπεια, η διαπίστωση παρανομίας ως προς τον καθορισμό των συντελεστών που πρέπει να εφαρμοστούν στο ύψος της ενίσχυσης για τους έλληνες παραγωγούς ισχύει όχι μόνο για την περίοδο 1983/1984 - αντικείμενο του ακυρωθέντος κανονισμού - αλλά και για όλες τις μεταγενέστερες περιόδους . Αντίθετα, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να ισχύει για τις περιόδους που διέπονται από τους προγενέστερους της περιόδου 1983/1984 κανονισμούς .

32 Αρνούμενη να αντικαταστήσει, με ισχύ από την ημερομηνία εκδόσεως του ακυρωθέντος κανονισμού, τη διάταξη ομοίου περιεχομένου με εκείνη που κηρύχτηκε παράνομη με την ακυρωτική απόφαση και περιλαμβανόταν σε κείμενα των οποίων η ισχύς άρχισε μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 176, παράβαση τη διαπίστωση της οποίας επιτρέπει η διαδικασία του άρθρου 175 .

33 Επομένως, πρέπει να ακυρωθεί η από 19 Ιουνίου 1986 άρνηση της Επιτροπής, η οποία κλήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 175, να εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 στην υπόθεση 192/83, και να καθορίσει πρόσθετη καταβολή ενίσχυσης στην παραγωγή για ορισμένα μεγέθη συσκευασιών τοματοπολτού που είχαν παραχθεί από ελληνικές τομάτες κατά τις περιόδους εμπορίας 1984/1985, 1985/1986 και 1986/1987 .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

34 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα . Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα εν όλω ή εν μέρει σε περιπτώση μερικής ήττας των διαδίκων . Επειδή οι προσφεύγουσες εταιρίες στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 97 και 193/86 ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των υποθέσεων αυτών . Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε στην υπόθεση 99/86, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης αυτής . Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει στην υπόθεση 215/86, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν .

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει :

1 ) Απορρίπτει ως απαράδεκτες τις προσφυγές στις υποθέσεις 97/86 και 193/86 .

2 ) Καταδικάζει τις προσφεύγουσες εταιρίες στα δικαστικά έξοδα των συνεκδικασθεισών υποθέσεων 97 και 193/86 .

3 ) Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή στην υπόθεση 99/86 .

4 ) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης 99/86 .

5 ) Ακυρώνει την από 19 Ιουνίου 1986 άρνηση της Επιτροπής, η οποία κλήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 175, να εκτελέσει πλήρως την απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1985 στην υπόθεση 192/83, και να καθορίσει πρόσθετη καταβολή ενίσχυσης στην παραγωγή για ορισμένα μεγέθη συσκευασιών τοματοπολτού που είχαν παραχθεί από ελληνικές τομάτες κατά τις περιόδους εμπορίας 1984/1985, 1985/1986 και 1986/1987 .

6 ) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά .

7 ) Η Ελληνική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα .

Επάνω