Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61986CJ0010

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1986.
    VAG France SA κατά Établissements Magne SA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Paris - Γαλλία.
    Ανταγωνισμός - Συμφωνίες διανομής αυτοκινήτων οχημάτων.
    Υπόθεση 10/86.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -04071

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1986:502

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 10/86 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1.

    Η εταιρία VAG France SA είναι θυγατρική εταιρία της κατασκευάστριας εταιρίας αυτοκινήτων Volkswagen AG. Πραγματοποιεί για λογαριασμό της τελευταίας την εισαγωγή στη Γαλλία των οχημάτων και προϊόντων μάρκας VW και Audi και αναθέτει σε αποκλειστικούς αντιπροσώπους, για καθορισμένες περιοχές, τη μεταπώληση στους πελάτες τους καινουργών οχημάτων και ανταλλακτικών ίδιας μάρκας καθώς και την εξυπηρέτηση μετά την πώληση. Στους αντιπροσώπους αυτούς συγκαταλέγεται από το 1975η Établissements Magne SA, για διάφορους δήμους της περιφέρειας της Αn-goulême.

    Οι σχέσεις μεταξύ VAG France SA και Établissements Magne SA διέπονταν από συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που συνάπτονταν κάθε φορά για διάρκεια ενός έτους. Η τελευταία σύμβαση αντιπροσωπεύσεως μεταξύ των δύο συμβαλλομένων υπογράφηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1984 για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1985 έως την 31η Δεκεμβρίου 1985 χωρίς δυνατότητα σιωπηρής ανανεώσεως.

    Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συμβάσεως προτύπου, ο αντιπρόσωπος αναλάμβανε, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να μην ενδιαφέρεται για την πώληση και τη διανομή ανταγωνιστικών καινουργών οχημάτων και ανταλλακτικών. Είχε την υποχρέωση να εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση των πελατών μετά την πώληση, συμπεριλαμβανομένης της εγγυήσεως, σχετικά με το υλικό VW-Audi, ακόμη και αν αυτό βρισκόταν προσωρινώς μόνο στο έδαφος του και δεν είχε πωληθεί απ' αυτόν τον ίδιο. Ο αντιπρόσωπος αναλάμβανε την υποχρέωση, λαμβανομένου υπόψη των δυνατοτήτων της περιοχής του και των στόχων διεισδύσεως στην αγορά που είχε καθορίσει η VAG France SA, να πωλεί έναν αριθμό καινουργών οχημάτων που να ανταποκρίνεται στους ποσοτικούς στόχους πωλήσεως που αναφέρονται σε παράρτημα στην εν λόγω σύμβαση.

    2.

    Στις 18 Ιανουαρίου 1985 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ( ΕΕ 1985, L 15, σ. 16 ) ο κανονισμός της Επιτροπής 123/85, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων, ο οποίος θεσπίστηκε βάσει του κανονισμού 19/65 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 1965, περί εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σε κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 59 ). Με τον κανονισμό αυτό, η Επιτροπή κήρυξε ανεφάρμοστο, υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης στις συμφωνίες αποκλειστικής διανομής στον τομέα των αυτοκινήτων οχημάτων.

    Από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι οι συμβάσεις αποκλειστικής διανομής αυτοκινήτων πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεδομένου ότι συνεπάγονται τους περιορισμούς ανταγωνισμού και τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 έως 4 του εν λόγω κανονισμού, αλλά αυτές οι ρήτρες μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες, να θεωρηθούν ως εύλογες και απαραίτητες στον τομέα των αυτοκινήτων οχημάτων, δεδομένου ότι πρόκειται για προϊόν που χρειάζεται τόσο σε τακτά διαστήματα όσο και σε απρόβλεπτα χρονικά σημεία και σε διαφορετικούς τόπους συντήρηση και ειδικές επισκευές, γεγονός που προϋποθέτει συνεργασία μεταξύ κατασκευαστή και περιορισμένου αριθμού διανομέων και επιλεγέντων εργαστηρίων.

    Το άρθρο 5, παράγραφος 2, εδάφιο 2, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ο διανομέας έχει αναλάβει ορισμένες υποχρεώσεις σαν αυτές που συνεπάγεται η εν λόγω σύμβαση για τη βελτίωση της δομής της διανομής και της εξυπηρετήσεως των πελατών, η εφαρμογή της απαλλαγής από την υποχρέωση να μην πωλεί καινουργή οχήματα άλλα πέραν των αυτοκινήτων οχημάτων της σειράς των προϊόντων που αναφέρεται στη συμφωνία, ή να μη συνάπτει γι' αυτά συμφωνίες διανομής και εξυπηρετήσεως πελατών πριν και μετά την πώληση εξαρτάται από τον όρο

    « ότι η διάρκεια της συμφωνίας είναι τουλάχιστον τέσσερα έτη ή ότι η προθεσμία τακτικής καταγγελίας της συμφωνίας αορίστου διαρκείας είναι τουλάχιστον ένα έτος για τους δύο συμβαλλομένους, εκτός αν:

    ο προμηθευτής είναι υποχρεωμένος, βάσει νόμου ή βάσει ιδιαιτέρων συμφωνιών, να καταβάλει ανάλογη αποζημίωση κατά τη λήξη της συμφωνίας,

    ή

    πρόκειται για την πρώτη ένταξη του διανομέα στο δίκτυο διανομής και για την πρώτη διάρκεια της συμφωνίας ή για την πρώτη δυνατότητα τακτικής καταγγελίας της συμφωνίας ».

    Σύμφωνα με το άρθρο του 14, ο κανονισμός 123/85 άρχισε να ισχύει την 1η Ιουλίου 1985. Κατά το άρθρο του 7, το ανεφάρμοστο του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, παράγει τα αποτελέσματα του από την ημέρα κατά την οποία έχουν πληρωθεί οι όροι του κανονισμού αλλά, εξαιρέσει ορισμένων παλαιών συμφωνιών, το νωρίτερο από την ημέρα της κοινοποιήσεως τους. Το άρθρο 8 προβλέπει ότι, όσον αφορά ορισμένες παλαιές κοινοποιηθείσες συμφωνίες, εφόσον τροποποιούνται πριν από την 1η Οκτωβρίου 1985 έτσι ώστε να πληρούνται οι προβλεφθέντες όροι, και εφόσον η τροποποίηση αυτή κοινοποιηθεί στην Επιτροπή πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1985, η απαγορευτική διάταξη του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται για την περίοδο που προηγείται της τροποποιήσεως.

    3.

    Με έγγραφο της 24ης Ιουνίου_1985, η VAG France SA ενημέρωσε την Établissements Magne SA για την πρόθεση της να της προτείνει νέα σύμβαση αορίστου χρόνου από την 1η Ιανουαρίου 1986. Εντούτοις, αναφερόμενη σε σημαντική καθυστέρηση των πωλήσεων εκ μέρους της Établissements Magne SA, οι οποίες έφθασαν μόνο το 46,4 % σε σχέση με τους στόχους αυτής της τελευταίας στις 30 Απριλίου 1985, η VAG France SA εξήρτησε την πρόταση αυτή από τον όρο ότι ο στόχος πωλήσεως της Établissements Magne SA θα φθάσει στις 31 Δεκεμβρίου 1985 αναλογία τουλάχιστον ίση με τις εθνικές πωλήσεις του δικτύου' αν αυτό δεν συμβεί, καμία νέα σύμβαση δεν θα προταθεί μετά τη λήξη της ισχύουσας συμβάσεως στις 31 Δεκεμβρίου 1985.

    Η Établissements Magne SA αμφισβήτησε ότι η VAG France SA μπορεί να μην ανανεώσει τη σύμβαση για τους αναφερθέντες λόγους. Ισχυρίστηκε ότι ο κανονισμός 123/85 είχε ως αποτέλεσμα την παράταση της συμβάσεως για διάρκεια τεσσάρων ετών με προθεσμία καταγγελίας ενός έτους και απαίτησε να της προταθεί τροποποίηση προς αυτή την κατεύθυνση.

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 1985, η VAG France SA απηύθυνε στην Établissements Magne SA, με τις επιφυλάξεις και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το κείμενο νέας συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως, αορίστου διαρκείας, παρατηρώντας ότι το κείμενο αυτό ήταν σύμφωνο με τον κανονισμό 123/85 και ότι θα πρέπει να διέπει τις σχέσεις των συμβαλλομένων από την 1η Οκτωβρίου 1985.

    Η Établissements Magne SA αρνήθηκε να υπογράψει τη νέα αυτή σύμβαση αντιπροσωπεύσεως και επανέλαβε την αίτηση της να της προταθεί πρόσθεμα στην ισχύουσα σύμβαση που να είναι σύμφωνο με το άρθρο 5 του κανονισμού 123/85. Στο αίτημα αυτό δεν δόθηκε συνέχεια.

    Από την 1η Ιανουαρίου 1986 όλες οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ VAG France SA και Etablissements Magne SA διακόπηκαν.

    4.

    Στη διάρκεια της διαφοράς αυτής σχετικά με τις συμβατικές τους σχέσεις, η VAG France SA ενήγαγε την Etablissements Magne SA ενώπιον του Tribunal de grande instance του Παρισιού.

    Στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, η VAG France SA υποστηρίζει ιδίως ότι, αρνούμενη την πρόταση συμβάσεως αορίστου χρόνου, η Établissements Magne SA εμπόδισε η ίδια τη συνέχιση κάθε εμπορικής σχέσεως και ότι δεν μπορεί να διεκδικεί νέα σύμβαση αντιπροσωπεύσεως ελλείψει της πραγματοποιήσεως πωλήσεων που να ανταποκρίνονται στους στόχους της συμβάσεως. Η Établissements Magne SA ζητεί αντιθέτως να καταστεί σύμφωνη η σύμβαση αντιπροσωπεύσεως προς τον κανονισμό 123/85 με την αναδρομική προσαρμογή της ρήτρας όσον αφορά την ορισμένη διάρκεια σε διάρκεια τεσσάρων ετών και υποστηρίζει ότι η VAG France SA δεν έχει το δικαίωμα να της επιβάλει νέα σύμβαση διαφορετικής φύσεως, δηλαδή αορίστου χρόνου, ή να επικαλείται προϋποθέσεις που αφορούν τους στόχους πωλήσεως και αντίκεινται στον κανονισμό 123/85.

    Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1985, το Tribunal de grande instance του Παρισιού αποφάσισε να ζητήσει από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αποφανθεί

    « ως προς τους όρους εφαρμογής του κανονισμού 123/85 επί της συμβάσεως που συνήφθη στις 18 Δεκεμβρίου 1984 για περίοδο ενός έτους, η οποία άρχιζε την 1η Ιανουαρίου 1985 και έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, χωρίς δυνατότητα σιωπηρής ανανεώσεως, μεταξύ της εταιρίας VAG France SA και της εταιρίας Établissements Magne SA, λαμβανομένων υπόψη των προτεινομένων από τους διαδίκους ερμηνειών ».

    Ενόψει των θέσεων αυτών των διαδίκων, το Tribunal de grande instance έκρινε ότι

    «Το ουσιώδες ζήτημα της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων είναι αν η έναρξη της ισχύος του εν λόγω κανονισμού, την 1η Ιουλίου 1985, τους υποχρεώνει να τροποποιήσουν την υφιστάμενη μεταξύ τους σύμβαση για να την προσαρμόσουν, ιδίως, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 5, παράγραφος 2, εδάφιο 2, του κανονισμού, όσον αφορά τη διάρκεια, εις τρόπον ώστε να ορίσουν διάρκεια τεσσάρων ετών από την ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής της συμβάσεως ορισμένης διαρκείας, όπως υποστηρίζει η εταιρία Établissements Magne SA, ή αν απλώς επιφέρει την ακυρότητα των ρητρών περί αποκλειστικής αντιπροσωπείας και περί απαγορεύσεως του ανταγωνισμού — δεδομένου ότι οι ρήτρες αυτές έχουν καθοριστική σημασία και ώθησαν τους συμβαλλομένους στη σύναψη της συμβάσεως — μέχρι τη λήξη της συμβάσεως ή, τουλάχιστον, μέχρις ότου οι συμβαλλόμενοι συνάψουν νέα συμφωνία, η οποία να είναι σύμφωνη με τους κοινοτικούς κανόνες, όπως υποστηρίζει η εταιρία VAG France SA ».

    5.

    Η απόφαση του Tribunal de grande instance του Παρισιού πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Ιανουαρίου 1986.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η VAG France SA, εκπροσωπούμενη από τον Yann François, δικηγόρο Παρισιού, η εταιρία Établissements Magne SA, εκπροσωπούμενη από τον Jean Threard, δικηγόρο Παρισιού, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Norbert Koch.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και, σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση στο τρίτο τμήμα.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις

    Ι. Παρατηρήθείς της VAG France SA

    Η VAG France SA παρατηρεί ότι μετά τη δημοσίευση του κανονισμού 123/85, οι τροποποιήσεις που προέκυπταν από αυτόν ως προς τις συμβάσεις αντιπροσωπεύσεως αποτέλεσαν το αντικείμενο συνεννοήσεως με το σύλλογο των αντιπροσώπων της περιοχής της, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά τους αντιπροσώπους.

    Εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβαινε στην περίπτωση των συμβάσεων που είχαν συναφθεί για ένα έτος, έπρεπε στο μέλλον να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στους αντιπροσώπους ως προϋπόθεση για τη συνέχιση των σχέσεων την ύπαρξη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων. Δεδομένου ότι ήδη η παλαιά σύμβαση επέτρεπε την κατάργηση της αποκλειστικότητας σε περίπτωση ανεπαρκών αποτελεσμάτων, η Établissements Magne SA θα έχανε οπωσδήποτε την εδαφική αποκλειστικότητα. Ήταν νόμιμο και δεν αποτελούσε παρά τη συνέχιση της εν λόγω ρήτρας της παλαιάς συμβάσεως το να απαιτηθεί, με τη θέση ως όρου των στόχων πωλήσεως στο έγγραφό της της 25ης Ιουνίου 1985, αποτελεσματική εργασία ως αντιστάθμισμα για το εδαφικό μονοπώλιο του αντιπροσώπου.

    Η VAG France SA δεν ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει του κανονισμού 123/85, να προτείνει στην Etablissements Magne SA σύμβαση ορισμένου χρόνου διαρκείας τεσσάρων ετών αντί συμβάσεως αορίστου χρόνου. Οι δύο αυτές δυνατότητες προβλέπονταν από τον κανονισμό και η σύμβαση αορίστου χρόνου με προθεσμία για καταγγελία συμβάσεως ενός έτους ήταν οπωσδήποτε πιο ευνοϊκή για τον αντιπρόσωπο από την προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή τον ορισμένο χρόνο διαρκείας ενός έτους. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει ότι η Etablissements Magne SA κακώς αρνήθηκε να δεχθεί την προσφορά της, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν είχε εκπληρώσει τους σχετικούς με την πραγματοποίηση των στόχων πωλήσεως όρους.

    Ο κανονισμός 123/85 δεν θίγει εκ νέου τον αυστηρά συναινετικό χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ αντιπροσωπευομένου και αντιπροσώπου. Μπορούσε να θίξει την αρχική ισορροπία της συμβάσεως και θα επέβαλλε, συνεπώς, την καθολική επαναδιαπραγμάτευση των ισχυουσών συμβάσεων κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του. Προς το σκοπό αυτό, απειλούσε τους αντισυμβαλλομένους με την ακυρότητα, καθολική ή μερική, των ισχυουσών συμβάσεων τους: είτε οι αντισυμβαλλόμενοι καταλήγουν σε συμφωνία για να προσαρμόσουν τις συμβάσεις τους στους όρους που έθεσε ο κανονισμός· είτε η σύμβαση τους υπόκειται, εκτός ατομικής εξαιρέσεως, στην ακυρότητα που προβλέπεται από το άρθρο 85, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Η προσέγγιση αυτή, χαρακτηριστική για τους κανονισμούς εξαιρέσεως κατά κατηγορίες, θα άφηνε εξάλλου ανέπαφη την αρχή των ατομικών εξαιρέσεων, ενώ θα ελάττωνε σημαντικά το πεδίο εφαρμογής αυτών των τελευταίων.

    Δεδομένου ότι ο κανονισμός 123/85 επιβάλλει σε πολλές από τις διατάξεις του συμπεριφορά εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου που δεν συνεπάγεται διακρίσεις έναντι όλων των αντιπροσώπων, δεν μπορεί να υπάρξουν ατομικές συζητήσεις σχετικά με τους όρους της προτάσεως συμβάσεως που αποβλέπει στην εξασφάλιση δίκαιης και ταυτόσημης μεταχειρίσεως σε όλο το δίκτυο ενός διανομέα.

    Επομένως, η VAG France SA προτείνει να λεχθεί ότι, εν απουσία συμφωνίας των αντισυμβαλλομένων ως προς τη συνέχιση των συμβατικών σχέσεων, η σύμβαση που υπογράφηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1984 είναι άκυρη καθόσον αντίκειται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, εδάφιο 2, του κανονισμού 123/85 ότι η ακυρότητα αυτή θίγει μόνο τις ρήτρες που δεν είναι σύμφωνες με τον κανονισμό ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να καθορίσει την έκταση και τις συνέπειες της ακυρότητας αυτής έναντι του εθνικού δικαίου· και ότι ο κανονισμός 123/85 δεν επιβάλλει κανένα ιδιαίτερο καθήκον στον αντιπροσωπευόμενο, ο οποίος είναι ελεύθερος να προτείνει τις διατάξεις που είναι κατάλληλες για να καταστεί η σύμβαση αντιπροσωπεύσεως συμβιβάσιμη με τον κανονισμό χωρίς να είναι δυνατό, σε περίπτωση αρνήσεως της προτάσεως του εκ μέρους του αντιπροσώπου, να καταστεί υπεύθυνος για τη λύση της συμβάσεως.

    2. Παρατηρήσεις της Établissements Magne SA

    Κατά την Établissements Magne SA, η εναρμόνιση, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού 123/85, των συμβάσεων αποκλειστικής αντιπροσωπεύσεως με τους όρους του κανονισμού πριν από την 1η Ιουλίου και ενδεχομένως την 1η Οκτωβρίου 1985 είναι η αναγκαία προϋπόθεση για τη συνέχιση των συμβάσεων αυτών. Κατά το άρθρο 5, οι όροι της συμβάσεως δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις και πρέπει να διορθώνουν την οικονομική εξάρτηση του αντιπροσώπου. Δεδομένου ότι οι υποχρεώσεις που ο αντιπρόσωπος πρέπει να αποδεχθεί δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, έχουν ήδη συμπεριληφθεί μεταξύ των όρων της προκειμένης συμβάσεως, η υποχρέωση τροποποιήσεως της συμβάσεως εντός της προβλεπομένης από τον κανονισμό προθεσμίας ανήκει μόνο στην VAG France SA, η οποία αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω εναρμόνιση.

    Προκειμένου για σύμβαση ορισμένου χρόνου, η ελάχιστη διάρκεια είναι τέσσερα έτη δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, εδάφιο 2. Η σύμβαση δεν μπορούσε να εξαιρεθεί μετά την 1η Ιουλίου 1985 παρά μόνο εφόσον η VAG France SA αποδεχόταν να συμπεριλάβει σ' αυτή ρήτρα περί παρατάσεως της διάρκειάς της σε τέσσερα έτη.

    Έχοντας πλήρη επίγνωση του θέματος, η VAG France SA συνήψε το Δεκέμβριο του 1984 σύμβαση ορισμένου χρόνου, ενώ μπορούσε να επιλέξει τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου. Πράγματι, όπως όλοι οι ευρωπαίοι κατασκευαστές, συμμετείχε στη συζήτηση με την Επιτροπή, η οποία προηγήθηκε της επεξεργασίας του κανονισμού 123/85 και γνώριζε όλες τις λεπτομέρειες εφαρμογής κατά το χρόνο της υπογραφής της συμβάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 1984. Επομένως, δεν είχε το δικαίωμα να επιβάλει στους αντιπροσώπους της, μονομερώς και προσκρούοντας στη συμβατική ελευθερία, σύμβαση άλλου τύπου και άλλης φύσεως, δηλαδή σύμβαση αορίστου χρόνου.

    Δεδομένου ότι δεν έγινε προσαρμογή εντός των προθεσμιών, η σύμβαση αποκλειστικής αντιπροσωπεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων κατέστη άκυρη. Εν προκειμένω, η διευθέτηση της ρήτρας σχετικά με τη διάρκεια της συμβάσεως προϋπέθετε την όλη διατήρηση της αποκλειστικής αντιπροσωπεύσεως η Etablissements Magne SA ζήτησε εξάλλου την εναρμόνιση της συμβάσεως αυτής με όλους τους όρους του άρθρου 5 του κανονισμού 123/85. Δεδομένου ότι οι όροι αυτοί δεν είχαν πληρωθεί, δεν έπρεπε να γίνει δεκτή η εξαίρεση της συμβάσεως στο σύνολο της.

    Η αυτοδίκαιη ακύρωση, η οποία προέκυψε από την έλλειψη εναρμονίσεως, ήταν συνέπεια της μονομερούς συμπεριφοράς της VAG France SA, η οποία είχε τη δυνατότητα να την αποφύγει με μια απλή προσθήκη στη σύμβαση.

    Η Établissements Magne SA συμπεραίνει επομένως ότι η έναρξη ισχύος του κανονισμού 123/85 υποχρέωνε τον αντιπροσωπευόμενο να τροποποιήσει τις ρήτρες της ισχύουσας συμβάσεως, χωρίς να τροποποιήσει τη φύση της, προκειμένου να την προσαρμόσει στους όρους του κανονισμού 123/85, και ιδίως στον όρο σχετικά με τη διάρκεια. Αρνούμενη την προσαρμογή αυτή, η VAG France SA έθεσε αποφασιστικώς τη σύμβαση εκτός του πεδίου εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, γεγονός που συνεπαγόταν την αυτοδίκαιη ακυρότητα της συμβάσεως στο σύνολό της, την 1η Ιουλίου 1985. Ο κανονισμός δεν είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσει άκυρη την ισχύουσα σύμβαση και επομένως δεν δικαιολογούσε τη σύναψη διαφορετικής συμβάσεως.

    3. Παρατηρήσείς της Επιτροπής

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο κανονισμός 123/85, σε καμία περίπτωση, δεν απέβλεψε στην τροποποίηση μιας συμβάσεως ex lege. Καθόρισε μόνο επακριβώς τους όρους που έπρεπε να συντρέξουν προκειμένου να εφαρμοστεί η εξαίρεση χωρίς να παρέμβει κατά τρόπο άμεσο στο περιεχόμενο μιας συμβάσεως. Τα συμβατικά δικαιώματα αντισυμβαλλομένου μέρους που αναφέρονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, εδάφια 1 έως 3, και αποτελούν προϋπόθεση της εξαιρέσεως, μπορούσαν να δημιουργηθούν μόνο με σύμπτωση βουλήσεων και με συμβατική διευθέτηση των αντισυμβαλλομένων.

    Ο κανονισμός 123/85 δεν ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις δυνατότητες εξαιρέσεως των συμφωνιών αποκλειστικής και επιλεκτικής διανομής αυτοκινήτων οχημάτων. Θέτει απλώς στη διάθεση των επιχειρήσεων ένα πλαίσιο εξαιρώντας ex lege ορισμένες συμβάσεις. Εντούτοις, δεν αποκλείει ούτε την εφαρμογή των κανονισμών 1983/83 και 1984/83 ούτε την ατομική εξαίρεση ρητρών που περιορίζουν περισσότερο τον ανταγωνισμό.

    Ο κανονισμός 123/85 δεν παρέχει σε κανένα αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα να υποχρεώσει το άλλο αντισυμβαλλόμενο μέρος να προσαρμόσει μια σύμβαση στους όρους του κανονισμού αυτού. Στις επιχειρήσεις εναπόκειται να αποφασίσουν ως προς το περιεχόμενο των συμφωνιών τους και να επιλέξουν μεταξύ των διαφόρων δυνατοτήτων εξαιρέσεως συμφωνιών που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή δεν μπορεί να εφαρμόσει τις κυρώσεις της απαγορεύσεως που προβλέπεται από το άρθρο 85, παράγραφος 1, παρά μόνο αν δεν προτίθεται να ανεχθεί τα επιζήμια αποτελέσματα περιορισμού του ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών. Οι διατάξεις του κανονισμού 123/85 έχουν ως σκοπό τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού και όχι την προστασία του αντιπροσώπου, ο οποίος επομένως δεν μπορεί να συναγάγει απ' αυτόν καμία άμεση εγγύηση για προστασία έναντι του αντιπροσωπευο-μένου. Το ερώτημα αν ένας αντισυμβαλλόμενος διαθέτει έναντι του άλλου αντισυμβαλλομένου δικαίωμα όσον αφορά την προσαρμογή μιας συμβάσεως στους όρους εξαιρέσεως ή αν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για παραβίαση της συμβάσεως σε περίπτωση αρνήσεως της προσαρμογής αυτής ανήκει στο χώρο του εσωτερικού ιδιωτικού δικαίου των κρατών μελών. Το δίκαιο αυτό μπορεί να προβλέψει την υποχρέωση για έναν αντισυμβαλλόμενο να προσκομίζει τις αναγκαίες άδειες ακόμη και αν δεν αναφέρονται στη σύμβαση.

    Ο κανονισμός 123/85 δεν εμποδίζει τον κατασκευαστή ή τον προμηθευτή οχημάτων να επιβάλλει διαφορετικούς συμβατικούς όρους ή να αντικαθιστά μια σύμβαση διαφορετικής φύσεως. Απ' αυτή την άποψη, η εφαρμογή του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο σε περίπτωση που ο κατασκευαστής ή προμηθευτής καταχράται με τον τρόπο αυτό δεσπόζουσα θέση σε σχέση με τον αντιπρόσωπο. Εξάλλου, μπορούν να εφαρμοστούν οι εθνικές διατάξεις που προστατεύουν τον αντιπρόσωπο.

    Ο κανονισμός 123/85 εφαρμόζεται μόνο στις συμφωνίες που συνεπάγονται αποκλειστική δέσμευση κατά την έννοια του άρθρου του 1, πράγμα που αποτελεί απαραίτητο όρο για την εφαρμογή της εξαιρέσεως κατά κατηγορίες.

    U. Everling

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( τρίτο τμήμα )

    της 18ης Δεκεμβρίου 1986 ( *1 )

    Στην υπόθεση 10/86,

    η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal de grande instance του Παρισιού προς το Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    VAG France SA, Παρίσι,

    και

    Établissements Magne SA, Angoulême,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 123/85, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων (ΕΕ 1985, L 15 σ. 16),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα )

    συγκείμενο από τους Y. Galmot, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και J. C Moitinho de Almeida, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: S. Hackspiel, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η VAG France SA, εκπροσωπούμενη από τον François Yann, δικηγόρο Παρισιού,

    η Établissements Magne SA, εκπροσωπούμενη από τον Jean Threard, δικηγόρο Παρισιού,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Norbert Koch,

    την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 4ης Νοεμβρίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    1

    Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1985, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 1986, το Tribunal de grande instance του Παρισιού υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού 123/85 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων ( ΕΕ 1985, L 15, σ. 16 ).

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας VAG France SA, διανομέα οχημάτων και προϊόντων μάρκας Volkswagen και Audi στη Γαλλία, και της Établissements Magne SA, αποκλειστικού αντιπροσώπου, επιφορτισμένου με τις πωλήσεις και την εξυπηρέτηση των πελατών μετά την πώληση των προϊόντων της Volkswagen και της Audi, για διαφόρους δήμους της περιφέρειας της Angoulême. Η διαφορά αφορά τη διακοπή των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των διαδίκων στην κύρια δίκη, η οποία επήλθε κατόπιν διαφωνίας ως προς τις συνέπειες της ενάρξεως ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 123/85 επί της συμβάσεως τους.

    3

    Στο άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 123/85η εξαίρεση από την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, ως προς ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής στον τομέα των αυτοκινήτων οχημάτων εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι πρόκειται είτε για σύμβαση ορισμένου χρόνου διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών είτε για σύμβαση αορίστου χρόνου με προθεσμία καταγγελίας τουλάχιστον ενός έτους.

    4

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων στην κύρια δίκη διέπονταν από συμβάσεις-πρότυπα που συνάπτονταν κάθε χρόνο για διάρκεια ενός έτους, η τελευταία των οποίων είχε υπογραφεί στις 18 Δεκεμβρίου 1984 για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου έως 31 Δεκεμβρίου 1985. Μετά τη θέσπιση του κανονισμού 123/85, η VAG France SA πρότεινε στην Établissements Magne SA τη σύναψη νέας συμβάσεως αορίστου χρόνου ισχύουσας από την 1η Ιανουαρίου 1986, εξαρτώντας όμως τη σύναψη αυτή από την πραγματοποίηση ορισμένων στόχων όσον αφορά την πώληση για το τρέχον έτος h Établissements Magne SA απέρριψε την πρόταση αυτή και απαίτησε την υπογραφή νέας συμβάσεως ορισμένου χρόνου διαρκείας τεσσάρων ετών, ισχυριζόμενη ότι η υφιστάμενη σύμβαση που έπρεπε να καταστεί σύμφωνη με τον κανονισμό 123/85 ήταν αυτή η ίδια ορισμένου χρόνου.

    5

    Το Tribunal de grande instance του Παρισιού έκρινε ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων αφορούσε ουσιαστικά το αν η έναρξη ισχύος του κανονισμού 123/85 τους υποχρέωνε να τροποποιήσουν την υφισταμένη σύμβαση προκειμένου να την καταστήσουν σύμφωνη ιδίως με το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού ως προς τη διάρκεια, ώστε αυτή να γίνει τετραετής, όπως υποστηρίζει η Établissements Magne SA ή αν, όπως ισχυρίζεται η VAG France SA, είχε μόνο ως αποτέλεσμα την ακύρωση των ρητρών περί αποκλειστικότητας και μη ανταγωνισμού και ενδεχομένως ολόκληρης της συμβάσεως, αυτό δε έως τη λήξη της ή έως ότου οι διάδικοι συνάψουν νέα συμφωνία σύμφωνη προς τους κοινοτικούς κανόνες. Για να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της διαφοράς αυτής, το Tribunal de grande instance έκρινε αναγκαίο να ερωτήσει το Δικαστήριο σχετικά με

    « τους όρους εφαρμογής του κανονισμού 123/85 επί της συμβάσεως που συνήφθη στις 18 Δεκεμβρίου 1984 για περίοδο ενός έτους, η οποία άρχιζε την 1η Ιανουαρίου 1985 και έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, χωρίς δυνατότητα σιωπηρής ανανεώσεως, μεταξύ της εταιρίας VAG France SA και της εταιρίας Établissements Magne SA, λαμβανομένων υπόψη των προτεινομένων από τους ως άνω διαδίκους ερμηνειών ».

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εν λόγω κοινοτική ρύθμιση και οι παρατηρήσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο οι διάδικοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο.

    7

    Πρέπει καταρχάς να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αποφανθεί επί της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο μπορεί να ξεχωρίσει από το κείμενο του ερωτήματος που υπέβαλε ο εθνικός δικαστής, όσον αφορά τις πληροφορίες που παρέσχε αυτός ο τελευταίος, τα θέματα που ρυθμίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, τα οποία θα επιτρέψουν στον εθνικό δικαστή να λύσει το νομικό πρόβλημα που έχει τεθεί ενώπιόν του.

    8

    Εφόσον γίνεται κατ' αυτό τον τρόπο αντιληπτό το ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de grande instance του Παρισιού, το ζήτημα είναι αν ο κανονισμός 123/85 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο του 5, παράγραφος 2, θεσπίζει διατάξεις υποχρεωτικού χαρακτήρα που θίγουν άμεσα το κύρος ή το περιεχόμενο της συμβάσεως στο σύνολό της ή ορισμένων από τις ρήτρες της ή που υποχρεώνουν τα συμβαλλόμενα μέρη να προσαρμόσουν το περιεχόμενο της συμβάσεως τους προκειμένου να την καταστήσουν σύμφωνη με τις διατάξεις αυτές.

    9

    Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην ανάγνωση του κανονισμού 123/85 υπό το φως του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ και του κανονισμού 19/65 του Συμβουλίου, της 2ας Μαρτίου 1965, περί εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 58 ), βάσει του οποίου θεσπίστηκε ο κανονισμός 123/85.

    10

    Δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, αυτές οι συμφωνίες είναι αυτοδικαίως άκυρες εκτός αν οι διατάξεις της παραγράφου 1 έχουν κηρυχθεί ανεφάρμοστες από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου.

    11

    Η απόφαση σχετικά με τη μη εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 85, που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, μπορεί να ληφθεί από την Επιτροπή είτε υπό τη μορφή ατομικής αποφάσεως για μια ειδική συμφωνία κατ' εφαρμογή του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), είτε μέσω ενός κανονισμού περί εξαιρέσεως όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού 19/65. Με αυτό τον κανονισμό, η Επιτροπή θεσπίζει τους όρους υπό τους οποίους καθίσταται ανεφάρμοστη η απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1 σε μια συμφωνία αν και η συμφωνία αυτή συγκεντρώνει καθαυτή τους όρους της απαγορεύσεως αυτής.

    12

    Από αυτά που αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι ο κανονισμός 123/85, ως κανονισμός εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, περιορίζεται στο να παράσχει στους επιχειρηματίες του τομέα των αυτοκινήτων οχημάτων ορισμένες δυνατότητες που να τους επιτρέπουν, παρά την ύπαρξη ορισμένων μορφών ρητρών αποκλειστικότητας και μη ανταγωνισμού, στις συμφωνίες τους διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση, οι εν λόγω συμφωνίες να μην εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1. Εν πάση περιπτώσει, οι διατάξεις του κανονισμού 123/85 δεν επιβάλλουν στους επιχειρηματίες τη χρησιμοποίηση αυτών των δυνατοτήτων. Ούτε και έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του περιεχομένου αυτής της συμφωνίας ή την ακυρότητα της σε περίπτωση που δεν πληρούνται όλοι οι όροι του κανονισμού.

    13

    Όταν μια συμφωνία δεν συγκεντρώνει όλους τους όρους που επιβάλλονται από τον κανονισμό αυτό, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν είτε να ζητήσουν από την Επιτροπή ατομική απόφαση περί μη εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, είτε να ισχυριστούν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις άλλου κανονισμού εξαιρέσεως για άλλες κατηγορίες συμφωνιών είτε ακόμη να αποδείξουν ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είναι για άλλους λόγους ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1.

    14

    Πρέπει να προστεθεί ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 30ής Ιουνίου 1966, Société technique minière, 56/65, Rec. σ. 337, και απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1983, Société de vente de ciments et bétons de l'Est, 319/82, Συλλογή σ. 4173 ) οι συνέπειες της αυτοδικαίως επερχόμενης ακυρότητας των συμβατικών ρητρών, που είναι ασυμβίβαστες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, δεν ρυθμίζονται από το κοινοτικό δίκαιο όσον αφορά όλα τα άλλα στοιχεία της συμφωνίας ή τις άλλες υποχρεώσεις που απορρέουν απ' αυτή.

    15

    Στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να κρίνει, δυνάμει του εφαρμοζόμενου εθνικού δικαίου, τη σημασία και τις συνέπειες για το σύνολο των συμβατικών σχέσεων ενδεχόμενης ακυρότητας ορισμένων συμβατικών ρητρών δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 2. Δυνάμει του εθνικού δικαίου, πρέπει ιδίως να εκτιμηθεί αν αυτή η περίπτωση ασυμβίβαστου χαρακτήρα μπορεί να έχει ως συνέπεια την υποχρέωση των αντισυμβαλλομένων να προσαρμόσουν το περιεχόμενο της συμβάσεως τους προκειμένου να μην καταστεί αυτή άκυρη και, ενδεχομένως, να επιλέξουν για το σκοπό αυτό τη μία ή την άλλη από τις δυνατότητες που προβλέπονται από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 123/85, όσον αφορά τη διάρκεια της συμβάσεως.

    16

    Επομένως πρέπει να δοθεί στο ερώτημα που υπέβαλε το Tribunal de grande instance του Παρισιού η απάντηση ότι ο κανονισμός 123/85 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων ( ΕΕ 1985, L 15, σ. 16 ) δεν θεσπίζει υποχρεωτικές διατάξεις που να θίγουν άμεσα το κύρος ή το περιεχόμενο συμβατικών ρητρών ή να υποχρεώνουν τους αντισυμβαλλόμενους να προσαρμόζουν το περιεχόμενο της συμβάσεως τους, αλλά περιορίζεται στη θέσπιση όρων οι οποίοι, εφόσον πληρούνται, έχουν ως αποτέλεσμα ορισμένες συμβατικές ρήτρες να διαφεύγουν την απαγόρευση και, συνεπώς, την αυτοδίκαιη ακύρωση, που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει δυνάμει του εφαρμοζόμενου εθνικού δικαίου τις συνέπειες της ενδεχόμενης ακυρότητας ορισμένων συμβατικών ρητρών.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    17

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Tribunal de grande instance του Παρισιού, με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1985, αποφαίνεται:

     

    Ο κανονισμός 123/85 της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 1984, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής και εξυπηρετήσεως των πελατών πριν και μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων ( ΕΕ 1985, L 15, σ. 16 ) δεν θεσπίζει υποχρεωτικές διατάξεις που να θίγουν άμεσα το κύρος ή το περιεχόμενο συμβατικών ρητρών ή να υποχρεώνουν τους αντισυμβαλλόμενους να προσαρμόζουν το περιεχόμενο της συμβάσεως τους αλλά περιορίζεται στη θέσπιση όρων, οι οποίοι, εφόσον πληρούνται, έχουν ως αποτέλεσμα ορισμένες συμβατικές ρήτρες να διαφεύγουν την απαγόρευση και, συνεπώς, την αυτοδίκαιη ακύρωση που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης ΕΟΚ.

     

    Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει δυνάμει του εφαρμοζόμενου εθνικού δικαίου τις συνέπειες της ενδεχόμενης ακυρότητας ορισμένων συμβατικών ρητρών.

     

    Galmot

    Everling

    Moitinho de Almeida

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Δεκεμβρίου 1986.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

    Υ. Galmot


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω