Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61985CJ0071

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Δεκεμβρίου 1986.
    Ολλανδικό Δημόσιο κατά Federatie Nederlandse Vakbeweging.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Gerechtshof 's-Gravenhage - Κάτω Χώρες.
    Ίση μεταχείρηση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως - Άρθρο 4, παράγραφος 1 - Οδηγία 79/7/ΕΟΚ - Άμεσο αποτέλεσμα.
    Υπόθεση 71/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -03855

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1986:465

    ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση 71/85 ( *1 )

    Ι — Νομικό πλαίσιο

    Α - Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ

    Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/03, σ. 160 ), αφορά τις νομικές ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν προστασία, μεταξύ άλλων, κατά του κινδύνου ανεργίας [άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α ), πέμπτη περίπτωση ].

    Κατά το άρθρο 10, η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη, στηρίζεται δε στη Συνθήκη ΕΟΚ και ειδικότερα στο άρθρο 235.

    Σύμφωνα με το πρώτο της άρθρο, η οδηγία του Συμβουλίου αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία θα καλείται στο εξής « αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ». Η εν λόγω αρχή ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, που διευκρινίζει ότι «η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση ».

    Το άρθρο 8 της οδηγίας προβλέπει σχετικώς ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία εντός έξι ετών από την κοινοποίηση της, δηλαδή από τις 23 Δεκεμβρίου 1978.

    Το άρθρο 5 ορίζει ότι «τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ».

    Β — Το εθνικό δίκαιο

    Όσον αφορά τις παροχές λόγω ανεργίας, το ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως υποδιαιρείται σε τρία μέρη, δηλαδή:

    α)

    στον Werkloosheidswet (νόμο περί ανεργίας, στο εξής: WW), της 9ης Σεπτεμβρίου 1949, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1952. Ο WW στηρίζεται σε σύστημα εισφορών, παρέχει δε στον άνεργο το δικαίωμα να λαμβάνει, επί έξι μήνες αφότου κατέστη άνεργος, επίδομα, το ποσό του οποίου εξαρτάται κατ' ανάγκη από τις τελευταίες αποδοχές του

    β)

    στον Wet Werkloosheidsvoorziening (ολλανδικό νόμο περί αρωγής των ανέργων, στο εξής: WWV), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1965. Βάσει του WWV, του οποίου οι παροχές χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο, ο άνεργος δικαιούται να λαμβάνει επί δύο έτη επίδομα, το ποσό του οποίου εξαρτάται από τις τελευταίες αποδοχές του. Ο WWV δεν εφαρμόζεται ενόσω ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα επί παροχής βάσει του WW. Περαιτέρω, ο WWV καθορίζει ειδικά κριτήρια τόσο ως προς το δικαίωμα παροχών όσο και ως προς το ποσό των παροχών

    γ)

    στον Algemene Bijstandswet (γενικό νόμο περί αρωγής, στο εξής: ABW), της 13ης Ιουνίου 1963, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1965. Βάσει του ABW, ο άνεργος που δεν έχει δικαίωμα προς παροχή βάσει του WW ή του WWV δικαιούται να λάβει παροχή της οποίας το ποσό καθορίζεται αποκλειστικά από τις οικογενειακές του ανάγκες. Οι παροχές του ABW χρηματοδοτούνται επίσης από το δημόσιο ταμείο.

    Η διάταξη που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως είναι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), του WWV που ορίζει τα εξής:

    « Δεν έχει δικαίωμα παροχών η εργαζόμενη...

    1)

    η οποία, αν και έγγαμη, δεν θεωρείται ότι φέρει τα οικογενειακά βάρη, βάσει των διατάξεων που εκδίδει ο αρμόδιος υπουργός αφού ζητήσει τη γνώμη της Centrale Commissie, και η οποία δεν τελεί σε μόνιμη διάσταση με το σύζυγό της... »

    II — Περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου

    Σύμφωνα με την απόφαση παραπομπής, η ολλανδική κυβέρνηση σκόπευε αρχικά να συνδυάσει την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας προς την οδηγία με τη συγχώνευση του WW και του νόμου περί αρωγής των ανέργων ( WWV ) στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, με την οποία θα καταργούνταν η προϋπόθεση ως προς την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη. Όταν φάνηκε ότι η συγχώνευση αυτή δεν ήταν δυνατό να γίνει μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου 1984 (εντός δηλαδή της προθεσμίας που είχε ταχθεί στα κράτη μέλη από το άρθρο 8 της οδηγίας προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτή), η Κάτω Βουλή απέρριψε στις 13 Δεκεμβρίου 1984 νομοσχέδιο μεταβατικού χαρακτήρα, με το οποίο τροποποιούνταν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του WWV και επεκτεινόταν και στους άνδρες η προϋπόθεση ως προς την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη. Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1984, ο υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας ανήγγειλε στον Πρόεδρο της Κάτω Βουλής την κατάθεση νέου νομοσχεδίου, το οποίο θα μπορούσε να εγκριθεί από το Κοινοβούλιο έως την 1η Μαρτίου 1985 και το οποίο θα ίσχυε αναδρομικώς από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 ως προς τα θέματα της ίσης μεταχειρίσεως. Εξάλλου, ο υφυπουργός, με εγκύκλιο της 21ης Δεκεμβρίου 1984, κατέστησε γνωστό στις δημοτικές και κοινοτικές αρχές ότι οι επίμαχες διατάξεις του νόμου περί αρωγής των ανέργων θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται μέχρι την έκδοση του τροποποιητικού νόμου που θα ίσχυε αναδρομικώς.

    Η αιτούσα, η οποία κατά το καταστατικό της προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων και των οικογενειών τους, υπέβαλε ενώπιον του προέδρου του Arrondissementsrechtbank της Χάγης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ολλανδικού Δημοσίου ζητώντας να υποχρεωθεί το Δημόσιο να μην εφαρμόσει ή τουλάχιστον να καταστήσει ανενεργό το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του WWV όσον αφορά την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η νέα νομοθεσία που είχε εξαγγελθεί.

    Με Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1985, ο πρόεδρος υποχρέωσε το Ολλανδικό Δημόσιο να πραγματοποιήσει πριν την 1η Μαρτίου 1985 την προγραμματιζόμενη τροποποίηση του WWV. Με δικόγραφο της 22ας Ιανουαρίου 1985 το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως.

    Από την απόφαση παραπομπής του Gerechtshof της Χάγης προκύπτει ότι η αιτούσα τροποποίησε το αίτημά της ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και ισχυρίστηκε ότι το Ολλανδικό Δημόσιο παραβίασε την οδηγία διότι δεν κατάργησε ούτε τροποποίησε την επίμαχη διάταξη του νόμου περί αρωγής των ανέργων μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1984, πέραν δε αυτού με εγκύκλιο του υφυπουργού, που εκδόθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1984, κατέστησε γνωστό στις δημοτικές και κοινοτικές αρχές ότι η προαναφερθείσα διάταξη εξακολουθούσε να ισχύει προσωρινά· την οδηγία όμως αυτή μπορεί να επικαλεστεί ευθέως η εφεσίβλητη. Το παραπέμπον δικαστήριο παρατηρεί ότι, αν γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ έχει άμεσο αποτέλεσμα από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, αυτό σημαίνει ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν έχει πλέον εφαρμογή μετά την ημερομηνία αυτή και ότι οι γυναίκες που δεν ελάμβαναν τις σχετικές παροχές απέκτησαν δικαίωμα επί των παροχών βάσει της διατάξεως αυτής. Συνεπώς το Δημόσιο ενεργεί καταρχήν παρανόμως επειδή, ενώ το ίδιο δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση που υπέχει βάσει της οδηγίας, με την προαναφερθείσα εγκύκλιο ( την οποία αρμόδιες να εφαρμόζουν είναι κανονικά οι δημοτικές και κοινοτικές αρχές, ενώ το Δημόσιο οφείλει να τους καταβάλλει την αξία των παροχών που έχουν χορηγήσει), αξιώνει την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης μέχρις ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία της τροποποίησης της νομοθεσίας' έτσι, οι γυναίκες εξακολουθούν να μη λαμβάνουν την επίδικη παροχή.

    Το Gerechtshof έκρινε ότι δεν είναι προφανές ότι η οδηγία έχει πράγματι άμεσο αποτέλεσμα και αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Έχει το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ άμεσο αποτέλεσμα από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 και συνάγεται από το άρθρο αυτό ότι από την ημέρα αυτή δεν εφαρμόζεται πλέον το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του ολλανδικού Wet Werkloosheidsvoorziening ( νόμου περί αρωγής των ανέργων ) και ότι οι γυναίκες, στις οποίες δεν καταβάλλονταν παροχές βάσει της διατάξεως αυτής, απέκτησαν δικαίωμα παροχών από την ημέρα αυτή;

    2)

    Έχει αποφασιστική σημασία από την άποψη αυτή το γεγονός ότι το Ολλανδικό Δημόσιο, εκτός από τη δυνατότητα πλήρους καταργήσεως της διατάξεως που αναφέρεται στο πρώτο ερώτημα, είχε και άλλες δυνατότητες να εκτελέσει την οδηγία, όπως τη δυνατότητα να επιβάλει, παράλληλα με την κατάργηση της διατάξεως αυτής, αυστηρότερες προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος παροχών και να περιορίσει το δικαίωμα παροχών για τους άνεργους κάτω των 35 ετών προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις συνέπειες της καταργήσεως αυτής;

    3)

    Έχει σημασία σχετικά ότι η κατάργηση της επίδικης διατάξεως καθιστά αναγκαία τη θέσπιση μεταβατικής διατάξεως και ότι υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών λύσεων; »

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η Federatie Nederlandse Vakbeweging, αιτούσα, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Ουτρέχτης de Laat, η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Currall, μέλος της νομικής υπηρεσίας της, επικουρούμενο από το δικηγόρο Βρυξελλών F. Herbert, και το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από του R. Ricks, του Treasury Solicitor' s Department.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε την έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Προκαταρκτική παρατήρηση

    Οι διάδικοι στην κύρια δίκη παραδέχονται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του WWV δεν συμφωνεί προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διακηρύσσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, καθόσον η προϋπόθεση ως προς τον φέροντα τα οικογενειακά βάρη προβλέπεται μόνο για τις γυναίκες.

    Α — Παρατηρήσεις που κατέθεσε η αιτούσα

    Η Federatie Nederlandse Vakbeweging (στο εξής: FNV), αιτούσα, εξετάζει καταρχάς τα αποτελέσματα των οδηγιών εν γένει προκειμένου να εφαρμόσει τα συμπεράσματά της στο άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ. Υποστηρίζει ότι ο καταρχήν αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως, εκ μέρους των ενδιαφερομένων προσώπων, της υποχρεώσεως που επιβάλλει η οδηγία, δεν θα συμβιβαζόταν προς τον αναγκαστικό χαρακτήρα που προσδίδει στην οδηγία το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ. Συνεπώς η FNV κρίνει ότι το κράτος μέλος που δεν έλαβε εμπρόθεσμα τα εκτελεστικά μέτρα που ορίζει η οδηγία δεν μπορεί να αντιτάξει στους ιδιώτες το γεγονός ότι το ίδιο δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία. Επομένως, κάθε φορά που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς σαφείς κατά το περιεχόμενό τους, οι ιδιώτες μπορούν, εφόσον δεν έχουν θεσπιστεί εμπρόθεσμα μέτρα εφαρμογής, να τις επικαλούνται έναντι οποιασδήποτε εθνικής διατάξεως που δεν συμφωνεί με την οδηγία.

    Κατά την FNV ο ορισμός της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αποβλέπει σαφέστατα στον αποκλεισμό κάθε μορφής διακρίσεως, ακόμη και αυτής που επιχειρείται έμμεσα με την αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση του εργαζομένου. Υποστηρίζει ότι, αν η εν λόγω διάταξη εξεταστεί καθαυτή και εφόσον αναφέρεται ρητά στις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών λόγω ανεργίας στις έγγαμες γυναίκες, είναι επαρκώς σαφής ώστε να μπορούν να την επικαλούνται οι ιδιώτες και να την εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια. Ως προς το ότι η διάταξη είναι απαλλαγμένη αιρέσεων, η αναφορά της λέξεως « να καταργήσουν » στο άρθρο 5 της επίμαχης οδηγίας αποδεικνύει αναμφισβήτητα ότι τα κράτη μέλη έχουν πολύ περιορισμένα περιθώρια δράσεως όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και την επιλογή του τύπου και των σχετικών μέσων. Η FNV υποστηρίζει ακόμη ότι το πρόβλημα χρηματοδοτήσεως που επικαλείται ενδεικτικά το Gerechtshof της Χάγης δεν επηρεάζει κατά τίποτα το αν η διάταξη είναι απαλλαγμένη αιρέσεων. Πράγματι, κατά την άποψη της, το πρόβλημα της χρηματοδοτήσεως δεν έχει καμιά σχέση με το αν η επίμαχη διάταξη της οδηγίας είναι ασαφής, όπως ισχυρίζεται το καθού, ή αν περιέχει όρους ή αιρέσεις. Πρόκειται για δημοσιονομικό πρόβλημα, που δεν έχει σχέση με τη δυνατότητα απευθείας εφαρμογής της οδηγίας σε περίπτωση μη μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο.

    Η FNV προβάλλει περαιτέρω ότι τα στοιχεία που αναφέρει το Gerechtshof στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος και στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα έχουν έννοια μόνο αν συνδυαστούν μεταξύ τους· μάλιστα κατά την άποψη της το δεύτερο Kat τρίτο ερώτημα δεν έχουν αυτοτελές νόημα. Παρατηρεί ακόμη ότι το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να είναι σαφές και ότι οι πολίτες πρέπει να μπορούν να προβλέπουν πότε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του, παραπέμπει δε, προς στήριξη της απόψεως της, στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 22 Φεβρουαρίου 1984 στην υπόθεση 70/83 ( Kloppenburg κατά Finanzamt Leer, Συλλογή 1984, σ. 1075 ). Η μετάθεση με μεταβατική ρύθμιση της ενάρξεως ισχύος μιας πράξεως γενικού περιεχομένου σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ μάλιστα έχει ήδη παρέλθει ο χρόνος ενάρξεως ισχύος που είχε καθοριστεί αρχικά, μπορεί καθαυτή να συνιστά παραβίαση της αρχής της σαφήνειας και του προβλεπτού της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η FNV υποστηρίζει ότι η μεταβατική ρύθμιση σχετικά με την κατάργηση των διατάξεων του εθνικού δικαίου, εφόσον αντιβαίνει προς την οδηγία 79/7/ΕΟΚ, όχι μόνον είναι περιττή, αλλά και στερεί από τους πολίτες, και ειδικότερα από τις γυναίκες, τα δικαιώματα που αντλούν από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ. Κατά την FNV οι γυναίκες μπορούν να επικαλούνται τις διατάξεις της οδηγίας κατά κάθε διατάξεως του εθνικού δικαίου που δεν συμφωνεί προς την οδηγία 79/7/ΕΟΚ. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση που οι διατάξεις της οδηγίας παρέχουν δικαιώματα τα οποία οι ιδιώτες μπορούν να προβάλουν έναντι του Δημοσίου. Αυτό σημαίνει ότι οι έγγαμες γυναίκες που είναι άνεργες έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν επίδομα βάσει του WWV, εφόσον βέβαια πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζει ο εν λόγω νόμος.

    Κατά την FNV πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Αντίθετα στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

    Β — Παρατηρήσεις νης ολλανδικής κυβερνήσεως

    Όσον αφορά γενικά τις οδηγίες, η ολλανδική κυβέρνηση, καθής, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, η οδηγία αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Η ολλανδική κυβέρνηση παραπέμπει στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 6 Οκτωβρίου 1970 (υπόθεση 9/70, Grad, Jurispr. 1970, σ. 825) και συνάγει το συμπέρασμα ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις οδηγίες προκειμένου να προβάλλουν δικαιώματα των οποίων την τήρηση οφείλουν να εξασφαλίζουν τα εθνικά δικαστήρια. Ωστόσο υποστηρίζει ότι υφίσταται ένας σημαντικός περιορισμός. Συγκεκριμένα, η διάταξη μιας οδηγίας δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα παρά μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που έχει ορίσει γενικά το Δικαστήριο ως προς τις διατάξεις που έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Η ολλανδική κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα ότι ο σχετικός κανόνας πρέπει να επιβάλλει στα κράτη μέλη μια σαφή και ανεπιφύλακτη υποχρέωση που να μην αφήνει καμιά διακριτική εξουσία στα κράτη μέλη, για την εφαρμογή δε της οποίας να μην απαιτείται καμία νομική πράξη των κοινοτικών οργάνων ή των κρατών μελών. Κατά την άποψη της, εξαιτίας των προϋποθέσεων αυτών, σ' ελάχιστες μόνο περιπτώσεις μπορεί η επίκληση της διατάξεως μιας οδηγίας να παραγάγει αποτελέσματα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

    Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να προσδοθεί άμεσο αποτέλεσμα στο άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, διότι η εν λόγω διάταξη δεν ορίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως από τα κράτη μέλη. Κρίνει δε ότι το γεγονός αυτό αφήνει ευρεία διακριτική εξουσία στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της οδηγίας και την υλοποίηση της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών που επιτάσσει η προαναφερθείσα οδηγία.

    Η ολλανδική κυβέρνηση δέχεται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο α), του WWV δεν ήταν σύμφωνο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που επιτάσσει η οδηγία 79/7/ΕΟΚ, καθόσον η προϋπόθεση ως προς την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη ίσχυε μόνο για τις γυναίκες. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι υπάρχουν πολλές καταρχήν λύσεις όσον αφορά την κατάργηση της ανισότητας που προβλέπει ο WWV και η οποία αντίκειται στην οδηγία. Η ύπαρξη τόσων λύσεων και η σχετική διακριτική εξουσία των κρατών δεν επιτρέπουν στο εθνικό δικαστήριο να επιλέξει μία από τις λύσεις αυτές επικαλούμενο την οδηγία και να εφαρμόσει τη λύση αυτή αντί του νόμου που αντίκειται προς την οδηγία. Συνεπώς το άρθρο 4 της οδηγίας δεν έχει τα απαιτούμενα στοιχεία για να του προσδοθεί άμεσο αποτέλεσμα. Η ολλανδική κυβέρνηση τόνισε σχετικά ότι το γεγονός και μόνο της καταργήσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του WWV επιβάλλει κάποια πολιτική επιλογή που εντάσσεται στο πλαίσιο της ελευθερίας που παρέχει η οδηγία. Καταρχήν, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ καταργήσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο iß ), και επιλογής μιας από τις άλλες λύσεις που προϋποθέτουν κατ' ανάγκη κάποια νομοθετική ρύθμιση.

    Η ολλανδική κυβέρνηση απαρίθμησε ορισμένες λύσεις που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την τροποποίηση του WWV.

    α)

    Γενική μεταρρύθμιση του συστήματος με αντικείμενο την ταυτόχρονη αντικατάσταση του WW και του WWV από ένα εντελώς νέο νόμο που προφανώς δεν θα θέσπιζε καμιά διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η λύση αυτή θα επέφερε σημαντικές μεταβολές τόσο ως προς τη χρηματοδότηση όσο και ως προς το δικαίωμα για παροχές, το ποσό και τη διάρκεια της χορηγήσεως των παροχών αυτών.

    β )

    Περιορισμένη τροποποίηση του WWV, με αντικείμενο την κατάργηση της αντιθέσεως προς την οδηγία με την επέκταση και στους έγγαμους άνδρες της προϋποθέσεως του φέροντος τα οικογενειακά βάρη, η οποία, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), εφαρμόζεται μόνο στις έγγαμες γυναίκες.

    γ)

    Περιορισμένη τροποποίηση του WWV, με αντικείμενο την αντικατάσταση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), από κανόνα δικαίου κατά τον οποίο το ποσό της παροχής βάσει του WWV θα αποτελούσε παράλληλα και συνάρτηση των εισοδημάτων που ενδεχομένως εισφέρει ο σύζυγος στην οικογένεια. Η λύση αυτή θα ενσωμάτωνε κατ' άλλο τρόπο στον κανόνα αυτό το δικαιολογητικό λόγο στον οποίο στηρίζεται η προϋπόθεση ως προς τον φέροντα τα οικογενειακά βάρη.

    δ)

    Περιορισμένη τροποποίηση του WWV, με αντικείμενο την κατάργηση του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ). Η λύση αυτή θα επέβαλλε κάποιες άλλες επιλογές ως προς το μεταβατικό καθεστώς και τη χρηματοδότηση. Με τη λύση αυτή θα αύξανε ο αριθμός όσων θα είχαν δικαίωμα για παροχές βάσει του WWV. Προκειμένου να καλυφθούν οι πρόσθετες δαπάνες που θα προέκυπταν ( και οι οποίες υπολογίζονται σε 450 εκατομμύρια φιορίνια ετησίως), θα έπρεπε να ληφθούν διάφορα μέτρα ως προς τη χρηματοδότηση, εντός ή εκτός του πλαισίου του WWV. Η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι κατ' αυτό τον τρόπο θα δημιουργούνταν πολύ περισσότερες δυνατότητες για την προσαρμογή του WWV προς την οδηγία, πράγμα που σημαίνει και πάλι ότι η οδηγία δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα.

    Κατά την ολλανδική κυβέρνηση πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Η απάντηση στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική.

    Γ — Παρατηρήσεις της Επιτροπής

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 189 της Συνθήκης, η υποχρέωση επιτεύξεως του αποτελέσματος που επιδιώκεται με την οδηγία επιβάλλει στο κράτος μέλος να λάβει εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί για τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προσαρμογή της νομοθεσίας του προκειμένου να επιτύχει το αποτέλεσμα αυτό ( τη μεταφορά δηλαδή της οδηγίας στο εσωτερικό του δίκαιο). Κατά την Επιτροπή, το εθνικό δικαστήριο που εκδικάζει αίτηση πολίτη ο οποίος έχει συμμορφωθεί με τις διατάξεις της οδηγίας και ζητεί να μην εφαρμοστεί μια εθνική διάταξη που είναι ασυμβίβαστη προς την προαναφερθείσα οδηγία, η οποία πάντως δεν έχει μεταφερθεί εμπρόθεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους, πρέπει να δεχθεί την εν λόγω αίτηση, εφόσον η επίμαχη υποχρέωση είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και επαρκώς σαφής. Προς στήριξη της απόψεώς της, η Επιτροπή παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα στην απόφαση Van Duyn, της 4ης Δεκεμβρίου 1974 (41/74, Jurispr. 1974, σ. 1349) και στην απόφαση Ratti, της 5ης Απριλίου 1979 ( 148/78, Jurispr. 1979, σ. 1629). Ισχυρίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ δίδει τον ορισμό της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της οδηγίας αποτελεί τον επιδιωκόμενο στόχο. Στο ανωτέρω άρθρο η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ορίζεται ως απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα (σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση ). Κατά την Επιτροπή, αν συνδυαστεί η κατ' αυτό τον τρόπο οριζόμενη απαγόρευση διακρίσεων με την υποχρέωση επιτεύξεως του αποτελέσματος που διακηρύσσεται στα άρθρα 1 και 8, παράγραφος 1, πρέπει κατ' ανάγκη να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4 επιβάλλει στα κράτη μέλη, όσον αφορά το συσχετισμό με την οικογενειακή κατάσταση, μία σαφή, ακριβή και απόλυτη απαγόρευση, για την εφαρμογή της οποίας δεν διαθέτουν καμία διακριτική ευχέρεια. Η εν λόγω δυνατότητα απευθείας επικλήσεως σημαίνει τουλάχιστον ότι οι γυναίκες που βλάπτονται από το ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο εθνικό σύστημα μπορούν, αφότου λήξει η προθεσμία που έχει ταχθεί για την εφαρμογή της οδηγίας, να αντιταχθούν σε κάθε περίπτωση εφαρμογής εκ νέου της ασυμβίβαστης προς το άρθρο 4 εθνικής διατάξεως. Ελλείψει εθνικών διατάξεων που να καθορίζουν τις σχετικές λεπτομέρειες προσαρμογής, η αναφερόμενη στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του WWV έγγαμη γυναίκα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει τις παροχές υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τον έγγαμο άνδρα και πάντως χωρίς να γίνεται συσχετισμός με την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη.

    Προς στήριξη της απόψεώς της η Επιτροπή παραπέμπει στη νομολογία του Δικαστηρίου, και ειδικότερα στην απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982 (8/81, Becker, Συλλογή 1982, σ. 53, και συγκεκριμένα σκέψη 29 ) κατά την οποία η υποχρέωση επιτεύξεως ορισμένου αποτελέσματος, που απορρέει από το άρθρο 189 της Συνθήκης, θα έχανε τελείως την αποτελεσματικότητά της, αν επιτρεπόταν στα κράτη μέλη να εξουδετερώσουν με τις παραλείψεις τους ακόμα και τα αποτελέσματα εκείνα που ορισμένες διατάξεις μιας οδηγίας μπορούν να παραγάγουν λόγω του περιεχομένου τους. Αναγκαία συνέπεια της ανωτέρω αποφάσεως είναι ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται την οδηγία για να αποκρούσουν την εφαρμογή των νομοθετημάτων που δεν έχουν προσαρμοστεί προς το κοινοτικό δίκαιο. Κατά την Επιτροπή αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι οι ιδιώτες αντλούν από την κοινοτική νομοθεσία το δικαίωμα να αντιτάξουν ορισμένη συμπεριφορά έναντι του κράτους μέλους' αναφέρει δε ότι το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την επιλογή των μέσων εμποδίζει, ακόμη και μετά τη λήξη της προθεσμίας εκτελέσεως, την προβολή οποιασδήποτε αξιώσεως εκ μέρους των ιδιωτών έναντι των κρατών μελών ως προς τον τρόπο εκτελέσεως της υποχρεώσεως εφαρμογής της οδηγίας.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ακριβώς με την απόφαση Becker κατέστη σαφές ότι το γεγονός ότι οι οδηγίες αφήνουν στα κράτη μέλη την επιλογή του τύπου και των μέσων για την επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος δεν εμποδίζει το να είναι μια οδηγία απαλλαγμένη αιρέσεων και επαρκώς σαφής. Όσον αφορά την ανάγκη θεσπίσεως μεταβατικής διατάξεως, που αναφέρεται στο τρίτο ερώτημα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η απάντηση περιέχεται στο σημείο 47 του σκεπτικού της αποφάσεως Becker, δεδομένου μάλιστα ότι η προθεσμία για την προσαρμογή στην προκειμένη περίπτωση ήταν εξαετής. Οι συνέπειες του γεγονότος ότι η οδηγία δεν εφαρμόστηκε εμπρόθεσμα πρέπει να βαρύνουν τη διοίκηση, χωρίς αυτό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα απευθείας επικλήσεως της οδηγίας.

    Κατά συνέπεια η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα 1. Κατά τη γνώμη της, οι περιστάσεις που απαριθμούνται στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα δεν επηρεάζουν καθόλου τη δυνατότητα απευθείας επικλήσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ.

    Δ — Παρατηρήσεις της βρετανικής κυβερνήσεως

    Η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως προκειμένου να κρίνει αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ περιέχει υποχρεώσεις σαφείς, ακριβείς και απαλλαγμένες αιρέσεων. Κρίνει δε ότι μια συγκεκριμένη διάταξη οδηγίας μπορεί να έχει ή να μην έχει άμεσο αποτέλεσμα ανάλογα με τις περιστάσεις στις οποίες εφαρμόζεται. Η βρετανική κυβέρνηση προβαίνει σε παραλληλισμό με το άρθρο 119, για το οποίο το Δικαστήριο δέχτηκε στην υπόθεση 43/75 ( Defrenne, Jurispr. 1976, σ. 445 ), ότι μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες μπορεί να μην έχει.

    Η βρετανική κυβέρνηση κρίνει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ έχει άμεσο αποτέλεσμα. Το άρθρο αυτό αφορά την άμεση δυσμενή διάκριση που στηρίζεται στο φύλο και στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεν παρέχει καμιά διακριτική εξουσία στο κράτος μέλος ως προς τον καθορισμό του τρόπου εκτελέσεως της υποχρεώσεως. Πάντως η βρετανική κυβέρνηση τονίζει ότι η εφαρμογή της οδηγίας δεν είναι πάντοτε επαρκώς σαφής ώστε να συνεπάγεται πάντοτε την αναγνώριση άμεσου αποτελέσματος. Είναι δυνατόν να υπάρξουν άλλες υποθέσεις στις οποίες είτε η δυσμενής διάκριση να είναι έμμεση είτε τα κράτη μέλη να διαθέτουν κάποια διακριτική εξουσία ως προς τον καθορισμό του τρόπου εκτελέσεως της υποχρεώσεως.

    Η βρετανική κυβέρνηση δεν κατέθεσε παρατηρήσεις ως προς το δεύτερο και τρίτο ερώτημα.

    Τ. F. O'Higgins

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 4ης Δεκεμβρίου 1986 ( *1 )

    Στην υπόθεση 71/85,

    η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Gerechtshof της Χάγης προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

    Ολλανδικού Δημοσίου

    και

    Federatie Nederlandse Vakbeweging,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Υ. Galmot, Κ. Κακούρη, Τ. F. O'Higgins και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Τ. Koopmans, Ο. Due, U. Everling, Κ. Bahlmann, R. Joliét, J. C. Moitinho de Almeida και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η αιτούσα, Federatie Nederlandse Vakbeweging, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία από το δικηγόρο J. J. Μ. de Laat,

    η καθής, η ολλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον Ι. Verkade, Secretaris-Generaal του Υπουργείου Εξωτερικών, και από τον Η. Siblesz κατά την προφορική διαδικασία,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη και την προφορική διαδικασία από τον J. Currall, μέλος της νομικής υπηρεσίας της, και το δικηγόρο F. Herbert,

    η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από τον R. Ricks, του Treasury Solicitor's Department,

    την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 6ης Μαρτίου 1986,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουλίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    1

    Με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Μαρτίου 1985, το Gerechtshof της Χάγης υπέβαλε, βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), με τα οποία ζητεί να μάθει αν η διάταξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι παρήγε άμεσα αποτελέσματα στις Κάτω Χώρες από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, ημερομηνία κατά την οποία τα κράτη μέλη έπρεπε να έχουν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την οδηγία.

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της Federatie Nederlandse Vakbeweging ( ολλανδικής ομοσπονδίας συνδικάτων, στο εξής: FNV ) και του Ολλανδικού Δημοσίου. Η FNV ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Ολλανδικό Δημόσιο ενήργησε παρανόμως επειδή εξακολούθησε να διατηρεί σε ισχύ ή δεν έπαυσε να εφαρμόζει μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984 το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), του Wet Werkloosheidsvoorziening (ολλανδικού νόμου περί αρωγής των ανέργων, στο εξής: WWV ), κατά το οποίο « δεν έχει δικαίωμα παροχών η εργαζόμενη η οποία, αν και έγγαμη, δεν θεωρείται ότι φέρει τα οικογενειακά βάρη, βάσει των διατάξεων που εκδίδει ο αρμόδιος υπουργός αφού ζητήσει τη γνώμη της Centrale Commissie, και δεν τελεί σε μόνιμη διάσταση με το σύζυγό της ». Η FNV υποστηρίζει ότι οι έγγαμες γυναίκες οι οποίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη δεν δικαιούνταν επιδόματα ανεργίας απέκτησαν το δικαίωμα αυτό βάσει των διατάξεων του WWV σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7 ( στο εξής: η οδηγία ).

    3

    Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), του WWV αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας.

    4

    Από το φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι η ολλανδική κυβέρνηση είχε αρχικά την πρόθεση να συνδυάσει τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο με τη συγχώνευση του WWV και του Werkloosheidswet ( νόμου περί ασφαλίσεως κατά της ανεργίας, στο εξής: WW), στο πλαίσιο ευρείας μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Η εν λόγω μεταρρύθμιση θα επέφερε την κατάργηση της προϋποθέσεως ως προς την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη.

    5

    Όταν φάνηκε ότι η συγχώνευση αυτή δεν ήταν δυνατό να γίνει πριν τις 23 Δεκεμβρίου 1984, η κυβέρνηση κατέθεσε ένα νομοσχέδιο μεταβατικού χαρακτήρα, με το οποίο τροποποιούνταν το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), του WWV και με το οποίο επιδιωκόταν να επεκταθεί στους άρρενες ανέργους η προϋπόθεση ως προς την ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη · το εν λόγω νομοσχέδιο απορρίφθηκε από την Κάτω Βουλή στις 13 Δεκεμβρίου 1984. Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 1984, ο υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Εργασίας ανήγγειλε στον πρόεδρο της Κάτω Βουλής την κατάθεση νέου νομοσχεδίου, του οποίου οι διατάξεις επρόκειτο να ισχύσουν αναδρομικώς από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 προκειμένου να εφαρμοστεί εμπρόθεσμα η οδηγία. Από το Κοινοβούλιο ζητήθηκε να το εγκρίνει πριν την 1η Μαρτίου 1985 (νομοσχέδιο 18849, που κατατέθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1985 ).

    6

    Εξάλλου, ο υφυπουργός, με εγκύκλιο της 21ης Δεκεμβρίου 1984, κατέστησε γνωστό στις αρμόδιες αρχές ότι οι επίμαχες διατάξεις του WWV θα εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται μέχρι την έκδοση του τροποποιητικού νόμου που θα ίσχυε αναδρομικώς.

    7

    Η αιτούσα, η οποία κατά το καταστατικό της προασπίζει τα συμφέροντα των εργαζομένων και των οικογενειών τους, υπέβαλε ενώπιον του προέδρου του Arrondissementsrechtbank της Χάγης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά του Ολλανδικού Δημοσίου, ζητώντας να υποχρεωθεί το Δημόσιο να μην εφαρμόζει ή τουλάχιστον να καταστήσει ανενεργό το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), του WWV όσον αφορά την έννοια του φέροντος τα οικογενειακά βάρη μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η νέα νομοθεσία. Με Διάταξη της 17ης Ιανουαρίου 1985 ο πρόεδρος υποχρέωσε το Ολλανδικό Δημόσιο να τροποποιήσει το επίμαχο άρθρο 13 πριν την 1η Μαρτίου 1985. Τόσο το Δημόσιο όσο και η FNV άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως.

    8

    Επειδή το Gerechtshof της Χάγης, το οποίο επελήφθη της εφέσεως, έκρινε ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν είναι σαφές, ανέβαλε τη δίκη και υπέβαλε τρία προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, τα οποία έχουν ως εξής:

    « 1)

    Έχει το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ άμεσο αποτέλεσμα από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 και συνάγεται από το άρθρο αυτό ότι από την ημέρα αυτή δεν εφαρμόζεται πλέον το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ), του ολλανδικού Wet Werkloosheidsvoorziening (νόμου περί αρωγής των ανέργων) και ότι οι γυναίκες, στις οποίες δεν καταβάλλονταν παροχές βάσει της διατάξεως αυτής, απέκτησαν δικαίωμα παροχών από την ημέρα αυτή;

    2)

    'Εχει αποφασιστική σημασία από την άποψη αυτή το γεγονός ότι το Ολλανδικό Δημόσιο, εκτός από τη δυνατότητα πλήρους καταργήσεως της διατάξεως που αναφέρεται στο πρώτο ερώτημα, είχε και άλλες δυνατότητες να εκτελέσει την οδηγία, όπως τη δυνατότητα να επιβάλει, παράλληλα με την κατάργηση της διατάξεως αυτής, αυστηρότερες προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος παροχών και να περιορίσει το δικαίωμα παροχών για τους άνεργους κάτω των 35 ετών προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις συνέπειες της καταργήσεως αυτής;

    3)

    'Εχει σημασία σχετικά ότι η κατάργηση της επίδικης διατάξεως καθιστά αναγκαία τη θέσπιση μεταβατικής διατάξεως και ότι υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών λύσεων; »

    9

    Από το φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο ιβ ), του WWV καταργήθηκε, αναδρομικώς από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, με το νόμο της 24ης Απριλίου 1985, Stbl. ( Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών ) 230, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1985. Ο νόμος διευκρινίζει ότι η κατάργηση της προϋποθέσεως ως προς τον φέροντα τα οικογενειακά βάρη δεν εφαρμόζεται στους εργαζόμενους οι οποίοι κατέστησαν άνεργοι πριν τις 23 Δεκεμβρίου 1984. Επιπλέον, προκειμένου να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση του συστήματος παροχών βάσει του WWV, ο νόμος ελαττώνει το χρόνο χορηγήσεως των παροχών αυτών για τους άνεργους — άρρενες ή θήλεις — κάτω των 35 ετών.

    10

    Επομένως, αφότου τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 24ης Απριλίου 1985 οι άρρενες και θήλεις άνεργοι υπόκεινται στο ίδιο καθεστώς, ακόμη και για την περίοδο μεταξύ της 23ης Δεκεμβρίου 1984 και της ανωτέρω ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του νόμου · εννοείται πάντως ότι οι διαφορές που στηρίζονται στην ιδιότητα του φέροντος τα οικογενειακά βάρη εξακολουθούν να επηρεάζουν το δικαίωμα παροχών για όσους κατέστησαν άνεργοι πριν τις 23 Δεκεμβρίου 1984.

    11

    Όσον αφορά τη διεξοδική παρουσίαση της επιχειρηματολογίας των διαδίκων, το Δικαστήριο παραπέμπει στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση που επισυνάπτεται στην παρούσα απόφαση.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    12

    Με το πρώτο ερώτημα το Gerechtshof ζητεί κατ' ουσία να μάθει αν βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας γεννώνται δικαιώματα υπέρ των ιδιωτών, και μάλιστα από τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με την οδηγία, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, ερωτά αν οι έγγαμες γυναίκες που κατά την εθνική νομοθεσία δεν δικαιούνταν τα σχετικά επιδόματα απέκτησαν από την ημερομηνία αυτή τα δικαιώματα αυτά υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους άνδρες.

    13

    Υπενθυμίζεται ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία διατυπώνεται μεταξύ άλλων στην απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982 (Becker, 8/81, Συλλογή σ. 53), σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς ακριβείς κατά το περιεχόμενό τους, οι ιδιώτες μπορούν, μολονότι δεν έχουν ληφθεί εμπροθέσμως εκτελεστικά μέτρα, να τις επικαλούνται έναντι οποιασδήποτε εθνικής διατάξεως που δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία · οι ιδιώτες μπορούν ακόμη να τις επικαλούνται εφόσον οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να προσδιορίσουν δικαιώματα που οι ίδιοι μπορούν να προβάλουν έναντι του κράτους.

    14

    Η νομολογία αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι ο καταρχήν αποκλεισμός της δυνατότητας επικλήσεως, εκ μέρους των ενδιαφερομένων προσώπων, της υποχρεώσεως που επιβάλλει η οδηγία δεν θα συμβιβαζόταν προς τη δεσμευτικότητα που προσδίδει στην οδηγία το άρθρο 189. Το Δικαστήριο συνάγει από τα ανωτέρω ότι το κράτος μέλος που δεν έλαβε εμπρόθεσμα τα εκτελεστικά μέτρα που ορίζει η οδηγία δεν μπορεί να αντιτάξει στους ιδιώτες το γεγονός ότι το ίδιο δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία.

    15

    Το Gerechtshof ζητεί να μάθει αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει αυτό το χαρακτήρα και κατά συνέπεια αν από το εν λόγω άρθρο γεννήθηκαν δικαιώματα για τους ιδιώτες στις Κάτω Χώρες μεταξύ της 23ης Δεκεμβρίου 1984, ημερομηνία κατά την οποία η οδηγία έπρεπε να έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, και της ημερομηνίας κατά την οποία εκδόθηκε η νέα σχετική εθνική νομοθεσία.

    16

    Στο πρώτο άρθρο της επίδικης οδηγίας διατυπώνεται ως εξής ο σκοπός της: « Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία καλείται στο εξής “ αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ”. »

    17

    Όπως έκρινε πρόσφατα το Δικαστήριο με την απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986 ( Drake, 150/85, Συλλογή 1986, σ. 1995), ο σκοπός που διατυπώνεται στο πρώτο άρθρο της οδηγίας 79/7 εξειδικεύεται, όσον αφορά την υλοποίηση του, με το άρθρο 4, παράγραφος 1, που απαγορεύει κάθε διάκριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως που να στηρίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, και ιδιαίτερα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και τους όρους υπαγωγής στα συστήματα αυτά.

    18

    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν ληφθεί υπόψη ο σκοπός της εν λόγω οδηγίας και το περιεχόμενό της, το άρθρο 4, παράγραφος 1, εξεταζόμενο καθαυτό, απαγορεύει γενικά και κατηγορηματικά κάθε διάκριση που να στηρίζεται στο φύλο. Επομένως η διάταξη είναι επαρκώς σαφής προκειμένου να την επικαλούνται οι πολίτες και να την εφαρμόζουν τα δικαστήρια. Εντούτοις, απομένει να εξεταστεί αν η απαγόρευση των διακρίσεων την οποία διακηρύσσει μπορεί να θεωρηθεί ως απαλλαγμένη αιρέσεων, δεδομένου ότι το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει ορισμένες παρεκκλίσεις, ενώ κατά το άρθρο 5 τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν ορισμένα μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου.

    19

    Όσον αφορά καταρχάς το άρθρο 7, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εν λόγω διάταξη παρέχει απλώς την ευχέρεια στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ορισμένους σαφώς συγκεκριμένους τομείς, αλλά δεν επιβάλλει κανέναν όρο για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά το άρθρο 4 της οδηγίας. Επομένως το άρθρο 7 δεν έχει σημασία εν προκειμένω.

    20

    Όσον αφορά το άρθρο 5, το οποίο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λάβουν « τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως », δεν μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενό του ότι προβλέπει όρους από τους οποίους εξαρτά την απαγόρευση των διακρίσεων. Πράγματι, το άρθρο 5 ναι μεν παρέχει διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη ως προς τα μέσα, προβλέπει όμως σαφώς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί με τα μέσα αυτά, δηλαδή την κατάργηση όλων των διατάξεων που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    21

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν παρέχει καθόλου στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εξαρτήσουν από όρους ή να περιορίσουν την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, η διάταξη δε αυτή είναι επαρκώς σαφής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε, εφόσον δεν έχουν ληφθεί εθνικά εκτελεστικά μέτρα, οι ιδιώτες να μπορούν να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, προκειμένου να αποκρούσουν την εφαρμογή κάθε εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης προς το εν λόγω άρθρο.

    22

    Επομένως, μέχρις ότου η κυβέρνηση του κράτους μέλους λάβει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα, οι γυναίκες έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως και υπαγωγής στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση το καθεστώς αυτό εξακολουθεί να αποτελεί, εφόσον η εν λόγω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί, το μόνο νόμιμο σύστημα αναφοράς.

    23

    Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως που στηρίζεται στο φύλο σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ήταν δυνατό να ζητηθεί, εφόσον δεν είχε εκτελεσθεί η οδηγία, από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, προκειμένου να αποκρουσθεί η εφαρμογή κάθε εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης προς το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1. Ελλείψει εθνικών μέτρων εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου, οι γυναίκες έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως και υπαγωγής στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση · το καθεστώς αυτό εξακολουθεί να αποτελεί, εφόσον η παραπάνω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί, το μόνο νόμιμο σύστημα αναφοράς.

    Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

    24

    Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα του Gerechtshof, με τα οποία ερωτάται αν το κράτος μέλος, προκειμένου να προσαρμόσει την έννομη τάξη του προς τις αρχές της οδηγίας, μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους εκτός από την πλήρη κατάργηση της ασυμβίβαστης διατάξεως, και συγκεκριμένα αν είναι αναγκαία η θέσπιση μεταβατικής ρυθμίσεως, αρκεί να παρατηρηθεί, όπως άλλωστε έχει κρίνει το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982 ( Becker, 8/81, Συλλογή σ. 53), ότι το κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί το γεγονός ότι οι οδηγίες τού αφήνουν τη δυνατότητα επιλογής του τύπου και των μέσων με τα οποία θα επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, για να στερήσει από κάθε έννομο αποτέλεσμα τις διατάξεις εκείνες της οδηγίας των οποίων η εφαρμογή μπορεί να ζητηθεί δικαστικώς παρά το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί στο σύνολό της.

    25

    Επομένως στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν τη διακριτική εξουσία που διαθέτουν ως προς την επιλογή των μέσων για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, την οποία προβλέπει η οδηγία 79/7, προκειμένου να στερήσουν από κάθε έννομο αποτέλεσμα το άρθρο 4, παράγραφος 1, του οποίου η εφαρμογή μπορεί να ζητηθεί δικαστικώς παρά το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    26

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 13ης Μαρτίου 1985 το Gerechtshof της Χάγης,

    αποφαίνεται:

     

    1)

    Η εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως που στηρίζεται στο φύλο σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, ήταν δυνατό να ζητηθεί, εφόσον δεν είχε εκτελεσθεί η οδηγία, από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, προκειμένου να αποκρουσθεί η εφαρμογή κάθε εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης προς το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1. Ελλείψει εθνικών μέτρων εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου, οι γυναίκες έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως και υπαγωγής στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση' το καθεστώς αυτό εξακολουθεί να αποτελεί, εφόσον η παραπάνω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί, το μόνο νόμιμο σύστημα αναφοράς.

     

    2)

    Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν τη διακριτική εξουσία που διαθέτουν ως προς την επιλογή των μέσων για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, την οποία προβλέπει η οδηγία 79/7, προκειμένου να στερήσουν από κάθε έννομο αποτέλεσμα το άρθρο 4, παράγραφος 1, του οποίου η εφαρμογή μπορεί να ζητηθεί δικαστικώς παρά το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί στο σύνολό της.

     

    Mackenzie Stuart

    Galmot

    Κακούρης

    O'Higgins

    Schockweiler

    Bosco

    Koopmans

    Due

    Everling

    Bahlmann

    Joliét

    Moitinho de Almeida

    Rodríguez Iglesias

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Δεκεμβρίου 1986.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος

    Α. J. Mackenzie Stuart


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω