Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61985CJ0282

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 10ης Ιουλίου 1986.
    Comité de développement et de promotion du textile et de l'habillement (DEFI) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Παραδεκτό - Έννομο συμφέρον και νομιμοποίηση για την άσκηση της προσφυγής.
    Υπόθεση 282/85.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02469

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1986:316

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )

    της 10ης Ιουλίου 1986 ( *1 )

    Στην υπόθεση 282/85,

    Comité de développement et de promotion du textile et de l'habillement, υπό την επωνυμία DEFI, Παρίσι, εκπροσωπούμενη και επικουρούμενη από το δικηγόρο J.-P. Spitzer, δικηγόρο Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Α. May, 31, Grand-Rue,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της σύμβουλο G. Marenco, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από την

    Gesamtverband der Deutschen Textilindustrie — Gesamttextil, εκπροσωπούμενη από το δικηγορικό γραφείο Κολωνίας Herbert Meister, Peter Wiesner, Holger Wissel, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δικηγόρο Ε. Arendt, 34, rue Philippe-Il,

    παρεμβαίνουσα,

    που έχει ως αντικείμενο, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, να γίνει τύποις δεκτή η προσφυγή της Comité de développement et de promotion du textile et de l' habillement, με την οποία ζητείται η ακύρωση της απόφασης 85/380 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1985, περί σχεδίου ενισχύσεων στον τομέα κλωστοϋφαντουργικών-ενδυμάτων στη Γαλλία, χρηματοδοτούμενο μέσω φορολογίας υπέρ τρίτων ( ΕΕ L 217, σ. 20),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα )

    συγκείμενο από τους Τ. Koopmans, πρόεδρο τμήματος, Κ. Bahlmann, Ο. Due, T. F. Ο' Higgins και G. C. Rodriguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    ( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

    Σκεπτικό

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου 1985, η (γαλλική) επιτροπή αναπτύξεως και προωθήσεως ειδών κλωστοϋφαντουργίας και ενδύσεως (Comité français de développement et de promotion du textile et de l'habillement), υπό την επωνυμία DEFI, άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης 85/380 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1985, περί σχεδίου ενισχύσεων στον τομέα κλωστοϋφαντουργίας-ενδύσεως στη Γαλλία, χρηματοδοτούμενο μέσω φορολογίας υπέρ τρίτων ( ΕΕ L 217, σ. 20 ).

    2

    Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ενίσχυση στις επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας και ενδύσεως στη Γαλλία, που προβλέπεται με τα διατάγματα της 22ας Μαΐου 1984, 84-388, 84-389 και 84-390 [ JORF ( Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 25.5.1984, σσ. 1650-1652], είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης και ότι « η Γαλλική Δημοκρατία οφείλει να μη θέσει σε εφαρμογή το εν λόγω σχέδιο ενισχύσεων ».

    3

    Κατά της αποφάσεως, η οποία απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία, έχει ασκηθεί και άλλη προσφυγή ακυρώσεως, στις 20 Αυγούστου 1985 από τη γαλλική κυβέρνηση, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης, και φέρει τον αριθμό πρωτοκόλλου 259/85. Με την προσφυγή αυτή, η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει κυρίως ότι το εν λόγω σχέδιο ενισχύσεων προορίζεται να διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων νέων μεθόδων για τις επιχειρήσεις που καταβάλλουν προσπάθεια προσαρμογής ώστε να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό τρίτων χωρών όπου η αμοιβή εργασίας είναι χαμηλή και, επομένως, το σχέδιο ενισχύσεων έπρεπε να υπαχθεί στην παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ ), της Συνθήκης.

    4

    Με παρεμπίπτουσα αίτηση, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής της DEFI και το Δικαστήριο αποφάσισε να κρίνει την ένσταση αυτή χωρίς να προβεί σε συζήτηση επί της ουσίας.

    5

    Σημειωτέον ότι τα προαναφερθέντα διατάγματα 84-389 και 84-390 μεταρρύθμισαν ορισμένους φόρους υπέρ τρίτων που επιβάλλονται κυρίως επί των πωλήσεων προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας και ειδών ενδύσεως, με εξαίρεση τις πωλήσεις προϊόντων καταγωγής άλλων χωρών μελών ή που είχαν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία σε ένα από τα κράτη μέλη. Σύμφωνα με τα πρώτα άρθρα των διαταγμάτων, το προϊόν των φόρων αυτών κατανέμεται μεταξύ των ενισχύσεων στις επιχειρήσεις, των συλλογικών δραστηριοτήτων προωθήσεως, του Ινστιτούτου Κλωστοϋφαντουργικών Προϊόντων της Γαλλίας και των τεχνικών κέντρων του οικείου τομέα. Ενόψει της κατανομής αυτής, το προϊόν των φόρων μεταβιβάζεται στην DEFI που συστάθηκε με το τρίτο προαναφερθέν διάταγμα, δηλαδή το διάταγμα 84-388.

    6

    Το έρεισμα του τελευταίου αυτού διατάγματος βρίσκεται στο νόμο 78-654, της 22ας Ιουνίου 1978, περί των επαγγελματικών επιτροπών οικονομικής αναπτύξεως [JORF (Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 27.6.1978, σ. 2463]. Κατά το πρώτο άρθρο του νόμου αυτού, μπορούν να συσταθούν « σε κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας... με διάταγμα κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Conseil d'État ( Συμβουλίου της Επικρατείας ) και γνώμης των ενδιαφερομένων αντιπροσωπευτικών επαγγελματικών οργανώσεων, κοινωφελή ιδρύματα στα οποία έχει προσδοθεί νομική προσωπικότητα, αποκαλούμενα επαγγελματικές επιτροπές ... ». Κατά το άρθρο 2 του νόμου, οι επιτροπές αυτές έχουν ως σκοπό « να οργανώνουν την εξέλιξη των παραγωγικών δομών για να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα τους, να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων προφανούς συλλογικού συμφέροντος, μη παρεμποδίζοντας τον ανταγωνισμό και διευκολύνοντας την εξέλιξη αυτή, να αυξάνουν την παραγωγικότητα, να βελτιώνουν την προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς, να προβαίνουν σε κάθε μελέτη που αφορά τους οικείους τομείς δραστηριότητας και να δημοσιεύουν τα αποτελέσματα της στα πλαίσια του επαγγελματικού κλάδου και να ευνοούν κάθε πρωτοβουλία η οποία εμφανίζει προφανές ενδιαφέρον για το σύνολο του επαγγελματικού κλάδου ». Κατά το άρθρο 3 του νόμου, οι επιτροπές αυτές διοικούνται από συμβούλιο αποτελούμενο από μέλη τα οποία διορίζονται από τον αρμόδιο υπουργό και από τα οποία τα δύο τρίτα τουλάχιστον εκπροσωπούν τον ή τους ενδιαφερόμενους επαγγελματικούς κλάδους. Τέλος, δυνάμει του άρθρου 4, ο κυβερνητικός επίτροπος, ο οποίος εκπροσωπεί τον υπουργό στις επιτροπές, μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση των αποφάσεων των επιτροπών αυτών, μέχρις ότου αποφασίσει ο υπουργός.

    7

    Επαναλαμβάνοντας τα κύρια αυτά σημεία, το διάταγμα 84-388 περιγράφει τους σκοπούς, τα μέσα δράσης και τη δομή της DEFI. 'Ετσι, κατά το πρώτο άρθρο του διατάγματος, η DEFI έχει ως σκοπό

    « 1)

    να ενθαρρύνει την έρευνα, την καινοτομία και την ανανέωση των βιομηχανικών και εμπορικών δομών στις κλωστοϋφαντουργίες και στις βιομηχανίες ενδύσεως'

    2)

    να προωθεί στις βιομηχανίες αυτές τη βελτίωση των συνθηκών καταρτίσεως του προσωπικού και της παραγωγής, διαχειρίσεως και εμπορίας

    3)

    να προβαίνει σε οικονομικές και κοινωνικές μελέτες που ενδιαφέρουν τις βιομηχανίες αυτές και να δημοσιεύει τα αποτελέσματά τους ·

    4)

    να ευνοεί κάθε πρωτοβουλία που ενδιαφέρει το σύνολο των οικείων επαγγελματικών κλάδων

    5)

    να συμβάλλει στη χρηματοδότηση των προγραμμάτων που ανταποκρίνονται στους προσανατολισμούς αυτούς αποφασίζοντας την κατανομή των εσόδων της μεταξύ των ενισχύσεων στις επιχειρήσεις, των συλλογικών δραστηριοτήτων προωθήσεως και των τεχνικών κέντρων που παρεμβαίνουν στις βιομηχανίες αυτές ·

    6)

    να επαγρυπνεί για τη συνοχή των δραστηριοτήτων των οργανισμών συλλογικού συμφέροντος που απολαύουν των οικονομικών της ενισχύσεων. »

    8

    Το διάταγμα ορίζει ότι η DEFI διοικείται από διοικητικό συμβούλιο δεκαπέντε μελών, που διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας, από τα οποία δέκα κατόπιν κοινής προτάσεως των επαγγελματικών ενώσεων και πέντε που επιλέγει ο υπουργός. Η θητεία των μελών του εν λόγω συμβουλίου μπορεί να λήξει οποτεδήποτε με απόφαση του υπουργού, ενδεχομένως κατόπιν γνώμης των επαγγελματικών ενώσεων· το συμβούλιο ορίζει τους κανόνες οργανώσεως και θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό ο οποίος μπορεί να τεθεί σε ισχύ μόνο μετά από έγκριση του κυβερνητικού επιτρόπου. Οι αποφάσεις του συμβουλίου καθίστανται αυτοδικαίως εκτελεστές αν ο κυβερνητικός επίτροπος δεν ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας που έχει εντός δεκαπέντε ημερών ή αν η αρνησικυρία αυτή δεν επικυρωθεί από τον Υπουργό Βιομηχανίας εντός προθεσμίας ενός μηνός. Η DEFI υπόκειται στον οικονομικό και δημοσιονομικό έλεγχο του κράτους και καταρτίζει κατ' έτος κατάσταση προβλεπομένων εσόδων και εξόδων που διαβιβάζεται προς έγκριση στην κυβέρνηση.

    9

    Από το φάκελο προκύπτει ότι στις 18 Απριλίου 1985 η γαλλική κυβέρνηση διαβίβασε στην Επιτροπή έγγραφο με το οποίο κοινοποίησε, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, τις λεπτομέρειες παρεμβάσεως της DEFI. Με το έγγραφο αυτό διασαφηνιζόταν ότι η DEFI είχε την πρόθεση να διαθέσει « ενιαίο κονδύλιο 150 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων... για την προνομιακή μείωση επιτοκίων κατά 6 μονάδες για τις πιστώσεις που χορήγησε το 1985 το εμπορικό τραπεζικό σύστημα για ορισμένες επενδύσεις » των εν λόγω βιομηχανιών, και ότι η γαλλική κυβέρνηση κατέστησε γνωστό στην DEFI ότι « δεν θα παρείχε την κατά τις κανονιστικές διατάξεις έγκριση της σε απόφαση χορηγήσεως προνομιακών δανείων παρά μόνο μετά την κοινοποίηση σχεδίου σύμφωνου με τις διατάξεις της Συνθήκης ». Μετά την εν λόγω κοινοποίηση η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση 85/380.

    10

    Η Επιτροπή φρονεί ότι η DEFI δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής ή, τουλάχιστον, ότι το συμφέρον της συγχέεται με το συμφέρον του γαλλικού κράτους και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση δεν « την αφορά » κατά την έννοια του άρθρου 173, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Σε τελευταία ανάλυση, η DEFI αποτελεί μόνο μεσολαβητή μέσω του οποίου το κράτος αποφασίζει για την κατανομή των ενισχύσεων που χορηγεί. Σχετικά, η Επιτροπή βασίζεται κυρίως στην ανάλυση της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία συνιστά τη βάση της δημιουργίας της DEFI. Πράγματι, η DEFI οφείλει τη γέννηση της, την αποστολή της και τα μέσα δράσεως της στην κανονιστική αυτή ρύθμιση, εφόσον οι κύριοι πόροι της είναι οι υπέρ τρίτων φόροι που επιβάλλονται με την κανονιστική ρύθμιση, τα οικονομικά της ελέγχονται από το κράτος και οι αποφάσεις της είναι στην πραγματικότητα προτάσεις οι οποίες καθίστανται εκτελεστές μετά τη λήξη προθεσμιών που επιτρέπουν στις εποπτεύουσες αρχές να παρέμβουν.

    11

    Για τους ίδιους αυτούς λόγους, η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως της DEFI. Για να αναγνωριστεί μια τέτοια ιδιότητα, το άρθρο 173 της Συνθήκης απαιτεί ένα ελάχιστο αυτονομίας και ευθύνης που, εν πάση περιπτώσει, η DEFI δεν έχει στον τομέα των ενισχύσεων.

    12

    Τέλος, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη σχετικά από την παρεμβαίνουσα Gesamtverband der Deutschen Textilindustrie (Γενική Ομοσπονδία των Γερμανικών Βιομηχανιών Κλωστοϋφαντουργίας ), προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση δεν αφορά την DEFI άμεσα και προσωπικά κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερη παράγραφος: όχι μόνο η απόφαση δεν αφορά καθόλου την DEFI, αλλά ούτε και τη θίγει λόγω ορισμένων ειδικών ιδιοτήτων ή πραγματικής καταστάσεως που να τη χαρακτηρίζουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, να την εξατομικεύουν κατά τρόπο ανάλογο με εκείνο του αποδέκτη, όπως δέχεται το Δικαστήριο με την από 15 Ιουλίου 1963 απόφαση του ( Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Rec. σ. 199 ).

    13

    Η DEFI αμφισβητεί ότι είναι μεσολαβητής του γαλλικού κράτους. Στην πραγματικότητα, η DEFI είναι πλήρως αυτόνομη έναντι της γαλλικής διοικήσεως· λαμβάνει τις αποφάσεις της χωρίς να αναφέρεται στην τελευταία και είναι πλήρως υπεύθυνη. Σήμερα, το διοικητικό συμβούλιο της DEFI ελέγχεται πλήρως από εκπροσώπους των επαγγελματιών και η παρουσία ενός κυβερνητικού επιτρόπου στο συμβούλιο συνιστά απλώς το αντιστάθμισμα στο γεγονός ότι το κράτος βοήθησε την DEFI με τα μέσα καταναγκασμού που διαθέτει για την είσπραξη των φόρων υπέρ τρίτων. Εξάλλου, καίτοι η γαλλική διοίκηση διαθέτει περιορισμένο δικαίωμα αρνησικυρίας ως προς τις αποφάσεις της DEFI, το δικαίωμα αυτό δεν ασκήθηκε ποτέ μέχρι τώρα.

    14

    Επιπλέον, η DEFI θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση την αφορά άμεσα και προσωπικά. Αφενός, η απόφαση αυτή την εμποδίζει να ασκεί ορισμένα από τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί, αφετέρου, θίγει τα ειδικά συμφέροντα μιας κατηγορίας υποκειμένων δικαίου, των οποίων η DEFI είναι επιφορτισμένη να υπερασπίζεται τα συλλογικά συμφέροντα. Επειδή δεν μπορεί να παρέμβει στη δίκη μεταξύ της γαλλικής κυβερνήσεως και της Επιτροπής, και επειδή δεν διαθέτει κανένα άλλο μέσο παροχής έννομης προστασίας κατά της επίδικης αποφάσεως, η απόρριψη της υπό κρίση προσφυγής ως απαράδεκτης θα ισοδυναμούσε με αρνησιδικία έναντι της DEFI.

    15

    Κατά το άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο μόνον αν η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και προσωπικά. Εφόσον η επίδικη απόφαση απευθύνθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία, πρέπει να εξεταστεί αν η απόφαση αφορά την DEFI άμεσα και προσωπικά.

    16

    Σχετικά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η DEFI δεν είναι ο τελικός δικαιούχος της επίδικης ενισχύσεως, αλλά οφείλει να την καταβάλλει σε επιχειρήσεις που προβαίνουν σε ορισμένες επενδύσεις. Εφόσον η DEFI εκπροσωπεί τα συμφέροντα αυτών των επιχειρηματιών, πρέπει να υπομνηστεί ότι το καθεστώς ενισχύσεως δεν καθορίζει τις επιχειρήσεις υπέρ των οποίων θα καταβληθεί η ενίσχυση και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση της Επιτροπής αφορά κάθε επιχείρηση που είναι σε θέση να υποβάλει σχετική αίτηση, όπως εξίσου αφορά όλους τους άλλους επιχειρηματίες του οικείου τομέα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν αναγνωρίζει δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής σε έναν οργανισμό που είναι επιφορτισμένος με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των επιχειρηματιών αυτών (βλέπε κυρίως την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1962, Confédération nationale des producteurs de fruits et légumes και λοιποί κατά Συμβουλίου, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 16 και 17/62, Rec. σ. 901 ).

    17

    Κατά την προφορική διαδικασία, η DEFI υποστήριξε ότι ως οργανισμός sui generis δεν εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ενδεχόμενων δικαιούχων, αλλά ίδια συμφέροντα. Αφενός, έχει συμφέρον στο να είναι σε θέση να εκπληρώσει τους σκοπούς που της έχουν ανατεθεί με την περιγραφόμενη πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, αφετέρου, έθεσε στον εαυτό της ως σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση όλου του τομέα, περιλαμβανομένης της ύφανσης, της κλωστοϋφαντουργικής παραγωγής, της ένδυσης, της διανομής και της μόδας, προκειμένου να τον προσαρμόσει στις συνθήκες της αγοράς, στην οποία ασκείται ο ανταγωνισμός των τρίτων χωρών, κυρίως της Άπω Ανατολής.

    18

    Επί του σημείου αυτού, πρέπει πάντως να γίνει δεκτό ότι οι σκοποί που περιγράφονται με την εν λόγω κανονιστική ρύθμιση ανατέθηκαν στην DEFI από τη γαλλική κυβέρνηση και ότι, δυνάμει της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως, η γαλλική κυβέρνηση έχει αναμφισβήτητα την εξουσία να καθορίζει τη διαχείριση και την πολιτική της DEFI και, επομένως, να καθορίζει επίσης τα συμφέροντα που ο οργανισμός αυτός οφείλει να προασπίζεται. Επίσης, η DEFI δεν απέδειξε κατά τι τα συμφέροντα που θεωρεί ως δικά της διακρίνονται από το ενδιαφέρον που εκφράζει το γαλλικό κράτος στον εκσυγχρονισμό και στην αναδιάρθρωση ενός σημαντικού τομέα της εθνικής οικονομίας.

    19

    Πρέπει εξάλλου να υπομνηστεί ότι η ίδια η γαλλική κυβέρνηση άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως και ότι προβάλλει ακριβώς τους ίδιους σκοπούς με εκείνους που αναφέρονται από την DEFI. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για αρνησιδικία έναντι των συμφερόντων τα οποία η DEFI ισχυρίζεται ότι προασπίζεται.

    20

    Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι η DEFI δεν απέδειξε ότι συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 173, δεύτερη παράγραφος, της Συνθήκης. Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    21

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα Gesamtverband der Deutschen Textilindustrie.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

     

    2)

    Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα Gesamtverband der Deutschen Textilindustrie.

     

    Koopmans

    Bahlmann

    Due

    O'Higgins

    Rodríguez Iglesias

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 1986.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος

    T. Koopmans


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω