Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61984CJ0235

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1986.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
    Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
    Υπόθεση 235/84.

    Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02291

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1986:303

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 10ης Ιουλίου 1986 ( *1 )

    Στην υπόθεση 235/84,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Armando Toledano Laredo και τον Enrico Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γ. Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, κτίριο Jean Monnet,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων την ιταλική πρεσβεία στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα αναγκαία μέτρα προς πλήρη συμμόρφωση της με τις διατάξεις της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Τ. Koopmans, U. Everling και R. Joliét, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Y. Galmot και Κ. Κακούρη, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

    γραμματέας: D. Louterman, υπάλληλος διοικήσεως

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 1986,

    εκδίδει την ακόλουθη

    ΑΠΟΦΑΣΗ

    ( Το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται )

    Σκεπτικό

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Σεπτεμβρίου 1984, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη θεσπίζοντας εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα αναγκαία μέτρα προς πλήρη συμμόρφωσή της με τις διατάξεις της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

    2

    Η οδηγία 77/187, η οποία θεσπίστηκε βάσει, ιδίως, του άρθρου 100 της Συνθήκης, αποβλέπει, σύμφωνα με τις αιτιολογικές της σκέψεις, στην « προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και ιδιαίτερα... ( στην ) εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους ». Στόχος της είναι να εξασφαλίσει, κατά το δυνατόν, τη συνέχιση της σχέσεως εργασίας με τον εκδοχέα χωρίς μεταβολή.

    3

    Ειδικότερα, η οδηγία προβλέπει, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση, στο δε άρθρο 3, παράγραφος 2, τη διατήρηση από τον εκδοχέα, μετά τη μεταβίβαση, των όρων εργασίας που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση. Πάντως, δυνάμει της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, οι προαναφερθείσες παράγραφοι 1 και 2 « δεν εφαρμόζονται επί των δικαιωμάτων των εργαζομένων για παροχές λόγω γήρατος, ανικανότητας ή επιζώντων βάσει συμπληρωματικών συστημάτων επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής προνοίας που ισχύουν εκτός των νομίμων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών». Όσον αφορά τα δικαιώματα αυτά, το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ορίζει ότι:

    « τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, ως και των ατόμων που έχουν ήδη εγκαταλείψει την επιχείρηση του εκχωρητή κατά τη στιγμή της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, όσον αφορά τα κεκτημένα δικαιώματα τους ή εκείνα που πρόκειται να αποκτηθούν για παροχές λόγω γήρατος, περιλαμβανομένων των παροχών προς επιζώντες βάσει των συμπληρωματικών συστημάτων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ».

    4

    Το άρθρο 6 της οδηγίας επιβάλλει, εξάλλου, στον εκχωρητή και τον εκδοχέα ορισμένα καθήκοντα πληροφορήσεως και διαβουλεύσεως όσον αφορά τους εργαζόμενους που θίγονται από τη μεταβίβαση. Οι οφειλόμενες πληροφορίες αφορούν τους λόγους της μεταβιβάσεως και τις συνέπειες της για τους εργαζόμενους αυτούς, καθώς και τα μέτρα που προβλέπεται να ληφθούν όσον αφορά τους εργαζόμενους οι πληροφορίες αυτές πρέπει να γνωστοποιούνται στους εκπροσώπους των θιγομένων εργαζομένων εγκαίρως, κατά πάσα δε περίπτωση προτού οι εργαζόμενοι αυτοί θιγούν άμεσα ως προς τις συνθήκες απασχολήσεως της εργασίας από τη μεταβίβαση ( παράγραφος 1 ). Αν ο εκχωρητής και ο εκδοχέας προτίθενται να λάβουν μέτρα όσον αφορά τους εργαζομένους τους, είναι, επιπλέον, υποχρεωμένοι να προβαίνουν εγκαίρως σε διαβουλεύσεις για τα μέτρα αυτά με τους αντιστοίχους εκπροσώπους των εργαζομένων τους προς το σκοπό αναζητήσεως συμφωνίας ( παράγραφος 2 ).

    5

    Δυνάμει του άρθρου 8, τα κράτη μέλη είχαν υποχρέωση να συμμορφωθούν με την οδηγία εντός προθεσμίας δύο ετών από την κοινοποίηση της. Δεδομένου ότι η οδηγία κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία στις 16 Φεβρουαρίου 1977, η προθεσμία αυτή έληξε στις 16 Φεβρουαρίου 1979.

    6

    Η Επιτροπή φρονεί ότι η ιταλική νομοθεσία δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία αυτή ως προς δύο σημεία. Αφενός, η ισχύουσα νομοθεσία δεν εξασφαλίζει την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των πρώην εργαζομένων για παροχές γήρατος βάσει συμπληρωματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αφετέρου, δεν επιβάλλει στον εκχωρητή και τον εκδοχέα την υποχρέωση πληροφορήσεως των εκπροσώπων των θιγομένων εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς, όπως οφείλει βάσει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, μετά από αλληλογραφία με την ιταλική κυβέρνηση και αφού διατύπωσε αιτιολογημένη γνώμη υπό την έννοια του άρθρου 169, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης, άσκησε την παρούσα προσφυγή λόγω παραβάσεως, η οποία στηρίζεται στις δύο προαναφερθείσες αιτιάσεις.

    Επί της εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/187

    7

    Όσον αφορά, πρώτον, τον ισχυρισμό περί παραλείψεως της πλήρους μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/187, δεν αμφισβητείται ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν θέσπισε ειδικούς κανόνες για την εφαρμογή της εν λόγω κοινοτικής διατάξεως. Οι διάδικοι όμως διαφωνούν ως προς το αν η ήδη υφιστάμενη ιταλική έννομη τάξη μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη.

    8

    Η ιταλική κυβέρνηση παραπέμπει σχετικά σε δύο διατάξεις του ιταλικού Αστικού Κώδικα, ήτοι στα άρθρα 2112 και 2117, τα οποία κατά την άποψη της, σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί στα άρθρα αυτά από το Corte suprema di cassazione, εξασφαλίζουν στους εργαζόμενους προστασία τουλάχιστον ίση με εκείνη που απαιτεί η οδηγία. Οι διατάξεις αυτές έχουν ως εξής:

    « Άρθρο 2112 — Μεταβίβαση επιχειρήσεως

    Σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, αν ο μεταβιβάσας δεν καταγγείλει εγκαίρως τη σύμβαση εργασίας, η σύμβαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει με το νέο κύριο, ο δε εργαζόμενος διατηρεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχαιότητα που έχει κτηθεί πριν από τη μεταβίβαση.

    Ο αποκτών ευθύνεται εις ολόκληρον με τον μεταβιβάσαντα για όλες τις υφιστάμενες κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως απαιτήσεις του εργαζομένου λόγω της παρασχεθείσας εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απορρέουν από την καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του μεταβιβάσαντος, εφόσον ο νέος κύριος γνώριζε την ύπαρξη των απαιτήσεων αυτών κατά τη μεταβίβαση ή εφόσον οι απαιτήσεις αυτές προκύπτουν από τα βιβλία της μεταβιβασθείσας επιχείρησης ή από το βιβλιάριο εργασίας.

    ... »

    « Άρθρο 2117 — Ειδικά ταμεία προνοίας ή αντιλήψεως

    Τα ειδικά ταμεία προνοίας και αντιλήψεως που έχουν συσταθεί από τον επιχειρηματία, έστω και χωρίς εισφορά των εργαζομένων, δεν μπορούν να παρεκτραπούν του σκοπού τους και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγκαστικής εκτελέσεως εκ μέρους των πιστωτών του επιχειρηματία ή του εργαζομένου. »

    9

    Η ιταλική κυβέρνηση διευκρινίζει ότι το άρθρο 2112 θεσπίζει κατά γενικό τρόπο την υποκατάσταση του παλαιού από το νέο κύριο της επιχειρήσεως στη σύμβαση εργασίας. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, δυνάμει παγίας νομολογίας, και όσον αφορά τα δικαιώματα που απορρέουν από συμπληρωματικά συστήματα κοινωνικής προνοίας, δεδομένου ότι τα συστήματα αυτά δημιουργούν δικαιώματα υπέρ των εργαζομένων στο πλαίσιο της εργασιακής τους σχέσης με τον επιχειρηματία. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η ιταλική κυβέρνηση αναφέρεται σε πολλές αποφάσεις του Corte suprema di cassazione, τα κείμενα των οποίων διαβίβασε στο Δικαστήριο. Από τη νομολογία αυτή φαίνεται ότι οι παροχές που οφείλονται βάσει συμπληρωματικών συστημάτων κοινωνικής προνοίας αποτελούν γνήσιες εργατικές απαιτήσεις και ότι η διατήρηση αυτών των συστημάτων με τον εκδοχέα εξασφαλίζεται ως στοιχείο της συμβάσεως εργασίας, χωρίς να εξετάζεται αν τα εν λόγω ταμεία έχουν δημιουργηθεί στα πλαίσια της επιχειρήσεως ή εκτός των πλαισίων αυτών.

    10

    Όσον αφορά το άρθρο 2117, η ιταλική κυβέρνηση εξηγεί ότι η διάταξη αυτή εισάγει πρόσθετη εγγύηση υπέρ των εργαζομένων ή των πρώην εργαζομένων, η οποία αποβλέπει στην εξασφάλιση της καταβολής των οφειλομένων στους εργαζομένους ποσών.

    11

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς αυτούς με την αιτιολογία, ιδίως, ότι δεν υφίσταται επαρκώς σαφής και παγιωμένη νομολογία η οποία να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που επικαλείται η ιταλική κυβέρνηση και στις απαιτήσεις όσον αφορά παροχές βάσει συμπληρωματικών συστημάτων ασφαλείας γήρατος ή επιζώντων.

    12

    Όσον αφορά το άρθρο 2112 του Αστικού Κώδικα, η Επιτροπή κρίνει ότι αποκλείει τα συμπληρωματικά συστήματα προνοίας που έχουν συσταθεί εκτός του πλαισίου της επιχειρήσεως υπό μορφή, ταμείων με ανεξάρτητη νομική υπόσταση διότι, στην περίπτωση αυτή, τα δικαιώματα επί των παροχών δεν αντιτάσσονται στον εργοδότη ή στην επιχείρηση, αλλά σε πρόσωπο τρίτο όσον αφορά την εργασιακή σχέση.

    13

    Το άρθρο 2117, κατά την Επιτροπή, έχει ασφαλώς ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της ικανοποιήσεως των πιστωτών της ίδιας της επιχειρήσεως από τα ειδικά ταμεία προνοίας. Η διάταξη αυτή, εντούτοις, δεν εξασφαλίζει τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση κατά την οποία ο νέος επιχειρηματίας δεν προτίθεται να διατηρήσει το εν λόγω συμπληρωματικό σύστημα προνοίας.

    14

    Επομένως, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την έκταση της προαναφερθείσας εθνικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, ως προς το αν, δυνάμει της νομοθεσίας αυτής, τα δικαιώματα των εργαζομένων και των πρώην εργαζομένων που απορρέουν από συμπληρωματικά συστήματα προνοίας θεωρούνται σε όλες τις περιπτώσεις ως δικαιώματα που γεννώνται από τη σχέση εργασίας, με συνέπεια να μεταβιβάζονται, για το λόγο αυτό, ακέραια από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας. Η κρίση επ' αυτού του ζητήματος εξαρτάται από την εφαρμογή στην πράξη των εν λόγω εθνικών διατάξεων, ιδίως από τα αρμόδια δικαστήρια. Η ιταλική κυβέρνηση προσκόμισε πλούσια σχετική νομολογία. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί τις αμφιβολίες της, ειδικότερα δε δεν προσκόμισε νομολογία σύμφωνη με τους ισχυρισμούς της και δεν ανέφερε καμία συγκεκριμένη περίπτωση στην οποία να μη διαφυλάχθηκαν τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων εργαζομένων σε όλη την έκταση τους στο βαθμό που ορίζει η οδηγία.

    15

    Υπό τις συνθήκες αυτές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε νομικώς επαρκή απόδειξη περί του ότι η ιταλική έννομη τάξη δεν εξασφαλίζει πλήρως την προστασία που θεσπίζει το άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 77/187.

    16

    Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

    Επί της εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 77/187

    17

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραλείψεως της πλήρους μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 77/187, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το ιταλικό δίκαιο θεσπίζει ορισμένες διαδικασίες πληροφορήσεως των εκπροσώπων των εργαζομένων και διαβουλεύσεως με αυτούς σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Τέτοιες διαδικασίες προβλέπονται, αφενός, από συλλογικές συμβάσεις και, αφετέρου, από το νόμο 215 της 26ης Μαΐου 1978 περί κανόνων προς διευκόλυνση της κινητικότητας των εργαζομένων και κανόνων περί ταμείων αρωγής των ανέργων.

    18

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι πράξεις αυτές δεν εξασφαλίζουν γενική και ανεπιφύλακτη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία. Πράγματι, το πεδίο εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και στις οργανώσεις εργοδοτών ή επιχειρήσεων καθώς και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που μετέχουν στις συμβάσεις αυτές. Ως προς το νόμο 215 της 26ης Μαΐου 1978, αυτός αποτελεί εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση και έχει, για το λόγο αυτό, περιορισμένο πεδίο εφαρμογής.

    19

    Η ιταλική κυβέρνηση δεν αμφισβητεί τους πραγματικούς ισχυρισμούς της Επιτροπής. Τόνισε μόνο, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ακριβώς οι πλέον διαδεδομένες και σημαντικές συλλογικές συμβάσεις είναι εκείνες οι οποίες αναγνωρίζουν, από πολλά έτη, το δικαίωμα πληροφορήσεως στους εργαζόμενους και οργανώνουν τις ενδεδειγμένες διαδικασίες υπέρ των ενδιαφερομένων εργαζομένων και ότι, εξάλλου, ανάλογες υποχρεώσεις απορρέουν από το νόμο 215 της 26ης Μαΐου 1978 όσον αφορά τις επιχειρήσεις που έχουν κηρυχθεί σε κατάσταση κρίσεως.

    20

    Ενόψει των παρατηρήσεων αυτών, θα πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985 ( 143/83, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1985, σ. 427 ), επιτρέπεται ασφαλώς στα κράτη μέλη να εμπιστευθούν πρωτίστως στους κοινωνικούς εταίρους τη φροντίδα της πραγματοποιήσεως των στόχων κοινωνικής πολιτικής που επιδιώκει ορισμένη οδηγία στον τομέα αυτό. Ωστόσο, η ευχέρεια αυτή δεν τα απαλλάσσει από την υποχρέωση να διασφαλίσουν υπέρ όλων των εργαζομένων της Κοινότητας την προβλεπόμενη από την οδηγία προστασία σε όλη της την έκταση. Επομένως, η εγγύηση του κράτους πρέπει να εκδηλώνεται σε όλες τις περιπτώσεις ελλείψεως αποτελεσματικής προστασίας διασφαλιζόμενης κατ' άλλο τρόπο.

    21

    Από τις ίδιες τις δηλώσεις της ιταλικής κυβερνήσεως προκύπτει ότι μόνο ορισμένες συλλογικές συμβάσεις προβλέπουν διαδικασίες πληροφορήσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων τους οποίους αφορά η μεταβίβαση επιχειρήσεως. Οι συμβάσεις αυτές, καίτοι είναι διαδεδομένες και σημαντικές, δεν καλύπτουν παρά συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και, λόγω του συμβατικού τους χαρακτήρα, δημιουργούν υποχρεώσεις μόνο στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων, μελών της συγκεκριμένης συνδικαλιστικής οργανώσεως, και των εργοδοτών ή επιχειρήσεων που δεσμεύονται από τις συμβάσεις αυτές.

    22

    Είναι εξάλλου βέβαιο ότι ο νόμος 215 της 26ης Μαΐου 1978 δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις της οδηγίας, δεδομένου ότι εφαρμόζεται μόνο στις επιχειρήσεις που κηρύσσονται « σε κατάσταση κρίσεως » με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και ως προς τις οποίες αντιμετωπίζεται προοπτική εξυγιάνσεως διά μεταβιβάσεως.

    23

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ιταλική Δημοκρατία όφειλε να θεσπίσει τα κατάλληλα νομοθετικά, κανονιστικά ή διοικητικά μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι τους οποίους ενδεχομένως αφορά η μεταβίβαση επιχειρήσεως και οι οποίοι δεν καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις απολαύουν της προστασίας που προβλέπεται από το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας.

    24

    Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να γίνει δεκτό, όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής, ότι η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα αναγκαία μέτρα προς πλήρη συμμόρφωση της προς το άρθρο 6, παράγραφοι Ι και 2, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    25

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Πάντως, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει τα δικαστικά έξοδα εν όλω ή εν μέρει σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση οι διάδικοι ηττήθηκαν μερικώς, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν.

     

    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφαίνεται:

     

    1)

    Η Ιταλική Δημοκρατία, παραλείποντας να θεσπίσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα αναγκαία μέτρα προς πλήρη συμμόρφωση της προς το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171 ), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη.

     

    2)

    Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

     

    3)

    Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

     

    Mackenzie Stuart

    Koopmans

    Everling

    Joliet

    Bosco

    Galmot

    Κακούρης

    Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 1986.

    Ο γραμματέας

    Ρ. Heim

    Ο πρόεδρος.

    Α. J. Mackenzie Stuart


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Επάνω