Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61984CJ0105
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 11 July 1985. # Foreningen af Arbejdsledere i Danmark v A/S Danmols Inventar, in liquidation. # Reference for a preliminary ruling: Vestre Landsret - Denmark. # Safeguarding of employees rights in the event of transfers of undertakings. # Case 105/84.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 1985.
Foreningen af Arbejdsledere i Danmark κατά πτωχεύσασας εταιρίας A/S Danmols Inventar.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vestre Landsret - Δανία.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
Υπόθεση 105/84.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 1985.
Foreningen af Arbejdsledere i Danmark κατά πτωχεύσασας εταιρίας A/S Danmols Inventar.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vestre Landsret - Δανία.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
Υπόθεση 105/84.
Συλλογή της Νομολογίας 1985 -02639
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1985:331
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 11ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1985. - FORENINGEN AF ARBEJDSLEDERE I DANMARK ΚΑΤΑ ΠΤΩΧΕΥΣΑΣΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ A/S DANMOLS INVENTAR. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ VESTRE LANDSRET - ΔΑΝΙΑ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 105/84.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1985 σελίδα 02639
Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 . Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων — Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων — Οδηγία 77/187 — Πεδίο εφαρμογής — Μεταβίβαση επιχειρήσεως μετά την παύση των πληρωμών — Περιλαμβάνεται
( Οδηγία του Συμβουλίου 77/187 , άρθρο 1 , παράγραφος 1 )
2 . Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων — Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων — Οδηγία 77/187 — Πεδίο εφαρμογής — Εργαζόμενοι που δεν απασχολούνται , οικειοθελώς , από τον εκδοχέα — Αποκλείονται
( Οδηγία του Συμβουλίου 77/187 , άρθρο 3 , παράγραφος 1 )
3 . Κοινωνική πολιτική — Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων — Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων — Οδηγία 77/187 — Εργαζόμενος — Έννοια — Προσδιορισμός σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο
1 . Το άρθρο 1 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , δεν έχει εφαρμογή στη μεταβίβαση επιχειρήσεως , εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως όταν ο εκχωρητής κηρύχτηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως , εξυπακουομένου ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση για την οποία πρόκειται περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία , χωρίς πάντως να θίγεται η ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν στη μεταβίβαση αυτή , κατά τρόπο αυτόνομο , τις αρχές της οδηγίας . Αντίθετα , το γεγονός και μόνο ότι η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως , εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως επήλθε μετά την παύση των πληρωμών της εκχωρήτριας εταιρίας δεν είναι αρκετό για να αποκλειστούν οι πιο πάνω πράξεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187 .
2 . Το άρθρο 3 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προσώπων που υπήρξαν μεν εργαζόμενοι απασχολούμενοι από τον εκχωρητή κατά το χρόνο της μεταβίβασης , δεν συνεχίζουν όμως , με τη δική τους θέληση , να απασχολούνται ως εργαζόμενοι από τον εκδοχέα .
3 . O όρος « εργαζόμενος » , σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας 77/187 , έχει την έννοια ότι αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο προστατεύεται στο σχετικό κράτος μέλος , ως εργαζόμενος , βάσει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας . Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν αυτό συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση .
Στην υπόθεση 105/84 ,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Vestre Landsret , προς το Δικαστήριο , κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης EOK , με την οποία ζητείται , στο πλαίσιο διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Foreningen af Arbejdsledere i Danmark ( δανικό συνδικαλιστικό όργανο στελεχών επιχειρήσεων ), ως πληρεξούσιου του Hans Erik Mikkelsen ,
και
Πτωχεύσασας εταιρίας A/S Danmols Inventar ,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 , περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών , σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων , εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( EE ειδ . έκδ . 05/003 , σ . 171 ),
1 Με αίτηση της 10ης Απριλίου 1984 , που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Απριλίου του 1984 , το Vestre Landsret υπέβαλε , δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης , δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 , περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών , σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων , εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ( EE ειδ . έκδ . 05/003 , σ . 171 ).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο δίκης που κίνησε το Foreningen af Arbejdsledere i Danmark ( δανικό συνδικαλιστικό όργανο των στελεχών επιχειρήσεων ), ως πληρεξούσιος του Hans Erik Mikkelsen , κατά της πτωχεύσασας εταιρίας A/S Danmols Inventar .
3 O Mikkelsen εργαζόταν στην εταιρία A/S Danmols Inventar ως προϊστάμενος παραγωγής . Στις 3 Σεπτεμβρίου 1981 , η εταιρία αυτή ανήγγειλε παύση των πληρωμών της και προέβη στην απόλυση του Mikkelsen , από τις 31 Δεκεμβρίου 1981 .
4 Στις 19 Οκτωβρίου 1981 , η επιχείρηση μεταβιβάστηκε , στην εταιρία Danmols Inventar-og Moebelfabrik A/S , εταιρία υπό σύσταση , της οποίας ο Mikkelsen έγινε συνιδιοκτήτης , κατέχοντας το 33 % των μετοχών και το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική συνέλευση , και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου . Στη νέα εταιρία , ο Mikkelsen εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντά του ως προϊστάμενος παραγωγής , προσφέροντας την ίδια εργασία και λαμβάνοντας τον ίδιο μισθό , όπως και πριν τη μεταβίβαση .
5 Όταν , στις 2 Δεκεμβρίου 1981 , η εταιρία A/S Danmols Inventar κηρύχτηκε σε πτώχευση , ο Mikkelsen ανήγγειλε κατά της πτωχευτικής περιουσίας πίστωση που αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως ίση προς δύο μηνών μισθούς , από την 1η Νοεμβρίου μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1981 , λόγω πρόωρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας , καθώς και προς το επίδομα αδείας για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι 31 Οκτωβρίου 1981 .
6 Με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1982 , το Skifteret ( πτωχευτικό δικαστήριο ) έκρινε ότι ο Mikkelsen δεν μπορούσε να προβάλει καμία αξίωση έναντι της πτωχευτικής περιουσίας για το λόγο ότι « σύμφωνα με τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου περί μεταβιβάσεως επιχειρήσεων , και ιδίως της οδηγίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που αποτελεί το υπόβαθρό του , καθώς και από την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου , το άρθρο 2 του νόμου αυτού πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι ο εκχωρητής μιας επιχείρησης απαλλάσσεται όλων των υποχρεώσεων που υπέχει έναντι των μισθωτών της επιχείρησης , δεδομένου ότι το σύνολο των εν λόγω υποχρεώσεων μεταβιβάζεται στον εκδοχέα » . O περί ου ο λόγος δανικός νόμος , δηλαδή ο νόμος 111 της 21ης Μαρτίου 1979 , περί της νομικής καταστάσεως των μισθωτών σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων , θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 .
7 H οδηγία αυτή , που εκδόθηκε βάσει , ιδίως , του άρθρου 100 της Συνθήκης , αφορά , σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις , « την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους » . Για το σκοπό αυτό , στο άρθρο της 3 , παράγραφος 1 , προβλέπει , μεταξύ άλλων , τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση , στο δε άρθρο 4 , παράγραφος 1 , την προστασία των ενδιαφερόμενων εργαζομένων έναντι απολύσεως από τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα , απλώς και μόνο λόγω της μεταβιβάσεως . Εξάλλου , το άρθρο 6 της οδηγίας υποχρεώνει τον εκχωρητή και τον εκδοχέα να πληροφορούν τους εκπροσώπους των εργαζομένων που θίγονται από μία μεταβίβαση . Τέλος , το άρθρο 7 ορίζει ότι η οδηγία « δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εισάγουν διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους » .
8 Το Vestre Landsret , το οποίο εκδικάζει την υπόθεση κατ’ έφεσιν , έκρινε ότι η απόφαση που επρόκειτο να εκδοθεί εξαρτιόταν από την ερμηνεία της οδηγίας 77/187 . Κατόπιν αυτού , ανέστειλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα :
« O όρος ‛‛ εργαζόμενος ’’ , που αναφέρεται στην οδηγία του Συμβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 1977 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών , σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων , εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων , έχει την έννοια ότι αρκεί ο ενδιαφερόμενος να υπήρξε εργαζόμενος απασχοληθείς από τον εκχωρητή ή πρέπει ο ενδιαφερόμενος να απασχολείται επίσης ως εργαζόμενος και από τον εκδοχέα ;
Στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει επίσης να έχει την ιδιότητα του εργαζομένου που απασχολείται από τον εκδοχέα , πρέπει ένα πρόσωπο που κατέχει το 50 % των μετοχών της εταιρίας για την οποία πρόκειται να θεωρηθεί ότι ανήκει στους ‛‛ εργαζόμενους ’’ τους οποίους αφορά η οδηγία ; »
Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 77/187 σε περίπτωση παύσεως πληρωμών
9 Δεδομένου ότι η μεταβίβαση της επιχειρήσεως για την οποία πρόκειται έγινε μετά την παύση των πληρωμών της εκχωρήτριας εταιρίας αλλά πριν από την κήρυξή της σε πτώχευση , επιβάλλεται να τονιστεί πρώτα η απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985 ( Abels , 135/83 , Συλλογή 1985 , σ . 479 ), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι :
« Το άρθρο 1 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 , δεν έχει εφαρμογή στη μεταβίβαση επιχειρήσεως , εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως όταν ο εκχωρητής κηρύχτηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως , εξυπακουομένου ότι η επιχείρηση ή η εγκατάσταση για την οποία πρόκειται περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία , χωρίς πάντως να θίγεται η ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν στη μεταβίβαση αυτή , κατά τρόπο αυτόνομο , τις αρχές της οδηγίας . Πάντως , η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στη μεταβίβαση επιχειρήσεως σε άλλο επιχειρηματικό φορέα , όταν γίνεται στο πλαίσιο διαδικασίας παρόμοιας με τη διαδικασία του ‛‛ surseance van betaling ’’ ( προληπτικού της πτωχεύσεως συμβιβασμού ) » .
10 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι το γεγονός και μόνο ότι η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως , εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως επήλθε μετά την παύση των πληρωμών της εκχωρήτριας εταιρίας δεν είναι αρκετό για να αποκλειστούν οι πιο πάνω πράξεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187 . Επομένως , η οδηγία αυτή εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεως , όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο της 1 , παράγραφος 1 , και η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας ή σε στάδιο προγενέστερο της έναρξης ενδεχόμενης διαδικασίας κηρύξεως πτωχεύσεως .
Επί του πρώτου ερωτήματος
11 Με το πρώτο ερώτημα , το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί κατ’ ουσίαν , αν το άρθρο 3 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 , έχει την έννοια ότι αφορά επίσης τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώ σεων προσώπων που υπήρξαν εργαζόμενοι απασχολούμενοι από τον εκχωρητή κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως , αλλά οι οποίοι δεν εξακολουθούν να απασχολούνται ως εργαζόμενοι από τον εκδοχέα .
12 Οι διάδικοι στην κύρια δίκη και η Επιτροπή συμφωνούν ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση . Αυτό απορρέει τόσο από γλωσσολογική όσο και τελολογική ερμηνεία της οδηγίας . Πράγματι , από το ίδιο το κείμενο της εν λόγω διατάξεως συνάγεται ότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται παρά μόνο σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη , δηλαδή όταν ο ενδιαφερόμενος συνεχίζει να εργάζεται στον εκδοχέα . Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το αντικείμενο της οδηγίας το οποίο είναι η διασφάλιση της συνέχισης της εργασιακής σχέσης του εργαζομένου έναντι αυτού που αποκτά την επιχείρηση .
13 Σχετικά , πρέπει να τονιστεί ότι , σύμφωνα με το άρθρο 3 , παράγραφος 1 , πρώτο εδάφιο , της προαναφερθείσας οδηγίας « τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως , κατά την έννοια του άρθρου 1 , παράγραφος 1 , μεταβιβάζονται , εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής , στον εκδοχέα » . Το δεύτερο , όμως , εδάφιο της ίδιας παραγράφου ορίζει ότι « τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι ο εκχωρητής παραμένει και μετά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως , κατά την έννοια του άρθρου 1 , παράγραφος 1 , και παράλληλα προς τον εκδοχέα , υπεύθυνος ως προς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση » . Εξάλλου , σύμφωνα με το άρθρο 3 , παράγραφος 2 , « ο εκδοχέας διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί από συλλογική σύμβαση κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί έχουν προβλεφθεί για τον εκχωρητή , μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της έναρξης της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως » .
14 Από την άποψη αυτή , πρέπει , επίσης , να τονιστεί το άρθρο 4 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 , κατά το οποίο « η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως , εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκασταστάσεως δεν συνιστά , αυτή καθαυτή , λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα » , παρόλο που η διάταξη αυτή « δεν εμποδίζει απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς , τεχνικούς ή οργανώσεως που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχολήσεως » .
15 Οι διατάξεις αυτές , θεωρούμενες στο σύνολό τους , δείχνουν ότι η οδηγία έχει ως στόχο την εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του εργοδότη , επιτρέποντάς τους να παραμείνουν στην υπηρεσία του εκδοχέα υπό όρους ίδιους με αυτούς που είχαν συμφωνήσει με τον εκχωρητή . H οδηγία αποβλέπει , όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 7ης Φεβρουα ρίου 1985 ( Wendelboe , 19/83 , Συλλογή 1985 , σ . 462 ), στη διασφάλιση , χωρίς μεταβολή κατά το μέτρο του δυνατού , της συνέχειας της εργασιακής σχέσης με τον εκδοχέα , υποχρεώνοντας ιδίως τον τελευταίο να διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί με συλλογική σύμβαση ( άρθρο 3 , παράγραφος 2 ) και προστατεύοντας τους εργαζομένους από απολύσεις που αιτιολογούνται απλώς και μόνο από το γεγονός της μεταβίβασης ( άρθρο 4 , παράγραφος 1 ).
16 Εντούτοις , η προστασία αυτή , στη διασφάλιση της οποίας αποβλέπει η οδηγία , στερείται αντικειμένου όταν ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος , ύστερα από απόφαση που λαμβάνει ελεύθερα , δεν συνεχίζει , μετά τη μεταβίβαση , την εργασιακή του σχέση με το νέο φορέα της επιχείρησης . Αυτό συμβαίνει όταν ο εργαζόμενος για τον οποίο πρόκειται καταγγέλλει , με τη δική του θέληση , από την ημερομηνία της μεταβίβασης , τη σύμβαση ή την εργασιακή σχέση ή όταν η σύμβαση αυτή ή η εργασιακή σχέση τερματίζεται , από την ημερομηνία της μεταβίβασης , δυνάμει συμφωνίας που συνάπτεται ελεύθερα μεταξύ του εργαζομένου και του εκχωρητή ή του εκδοχέα της επιχείρησης . Επομένως , σε παρόμοια περίπτωση , πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 3 , παράγραφος 1 , της οδηγίας δεν εφαρμόζεται .
17 Για τους λόγους αυτούς , όσον αφορά το πρώτο ερώτημα , πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 , πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προσώπων που υπήρξαν μεν εργαζόμενοι απασχολούμενοι από τον εκχωρητή κατά το χρόνο της μεταβίβασης , δεν συνεχίζουν όμως , με τη δική τους θέληση , να απασχολούνται ως εργαζόμενοι από τον εκδοχέα .
Επί του δεύτερου ερωτήματος
18 Το δεύτερο ερώτημα αποβλέπει κατ’ ουσίαν στο να διευκρινιστεί η έννοια του όρου « εργαζόμενος » σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας 77/187 .
19 Με το ερώτημα αυτό , το εθνικό δικαστήριο εύχεται να του δοθεί η δυνατότητα να εκτιμήσει αν η κατοχή από ένα πρόσωπο σημαντικού μέρους των μετοχών μιας εταιρίας , της οποίας το εν λόγω πρόσωπο είναι , επιπλέον , πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου , συμβιβάζεται ή όχι με την ιδιότητα του εργαζομένου στην ίδια εταιρία , κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας .
20 Σχετικά με το ζήτημα αυτό , η εφεσείουσα στην κύρια δίκη υποστηρίζει ότι ο όρος « εργαζόμενος » είναι συνώνυμος του όρου « μισθωτός » . O όρος αυτός αφορά πρόσωπο που είναι στην υπηρεσία ενός εργοδότη , υποκείμενο στις οδηγίες και τις δια ταγές του . Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση κάποιου ο οποίος εργάζεται για λογαριασμό μιας επιχείρησης της οποίας κατέχει σημαντικό ποσοστό των εταιρικών μεριδίων .
21 Αντίθετα , το εφεσίβλητο στην κύρια δίκη ισχυρίζεται ότι η έννοια του όρου « εργαζόμενος » , σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας 77/187 , δεν αποκλείει την εκ μέρους του ενδιαφερομένου κατοχή μετοχών ή τη συμμετοχή του , ως μέλους , στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας από την οποία απασχολείται , υπό τον όρο να μην κατέχει δεσπόζουσα θέση στο διοικητικό αυτό συμβούλιο .
22 Καταρχάς , η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο όρος « εργαζόμενος » , κατά την έννοια της οδηγίας 77/187 , πρέπει να προσδιοριστεί επί κοινοτικού επιπέδου . Όσον αφορά το περιεχόμενο του όρου αυτού , η Επιτροπή φρονεί ότι περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο το οποίο , έναντι μισθού , εργάζεται για λογαριασμό τρίτου , ως προς το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξαρτήσεως . O ορισμός αυτός δεν αποκλείει τη δυνατότητα να μπορεί ένα πρόσωπο , παρόλο που κατέχει ένα ορισμένο μέρος , έστω σημαντικό , των μετοχών της επιχείρησης , να θεωρηθεί ως εργαζόμενος κατά την έννοια της οδηγίας . Αντιθέτως , η οδηγία δεν αφορά την περίπτωση που η θέση εντός της επιχειρήσεως του ενδιαφερομένου είναι τέτοια ώστε να μην υφίσταται πλέον σχέση εξαρτήσεως μεταξύ απασχολουμένου και εργοδότη .
23 Δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία 77/187 δεν προσδιορίζει ρητώς την έννοια του όρου « εργαζόμενος » . Επομένως , προκειμένου να διασαφηνιστεί η σημασία του όρου αυτού , πρέπει να γίνει προσφυγή στις γενικώς αναγνωρισμένες ερμηνευτικές αρχές , με αφετηρία τη συνήθη έννοια που πρέπει να αποδοθεί στον όρο αυτό , στο πλαίσιο του συνόλου των διατάξεων και έχοντας υπόψη τις ενδείξεις που μπορεί να απορρέουν από κοινοτικά κείμενα και κοινές έννοιες των νομοθετικών συστημάτων των κρατών μελών .
24 Σχετικά με το ζήτημα αυτό , πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο , ιδίως στην απόφαση της 23ης Μαρτίου 1982 ( Levin , 53/81 , Συλλογή σ . 1035 ), έκρινε ήδη ότι ο όρος « εργαζόμενος » , όπως χρησιμοποιείται στη Συνθήκη , δεν δύναται να οριστεί διά παραπομπής στις νομοθεσίες των κρατών μελών , αλλά έχει κοινοτική έννοια . Άλλως , οι περί ελευθέρας κυκλοφορίας των εργαζομένων κοινοτικοί κανόνες θα απέβαιναν μάταιοι , διότι το περιεχόμενο των όρων αυτών θα μπορούσε να οριστεί και να τροποποιηθεί μονομερώς , χωρίς έλεγχο εκ μέρους των οργάνων της Κοινότητας , από τις εθνικές νομοθεσίες , οι οποίες θα είχαν έτσι τη δυνατότητα να αποκλείσουν , κατά το δοκούν , ορισμένες κατηγορίες προσώπων από την εφαρμογή της Συνθήκης .
25 Επομένως , πρέπει να εξεταστεί αν ανάλογοι συλλογισμοί ισχύουν και για τον προσδιορισμό αυτού του όρου στο πλαίσιο της οδηγίας 77/187 . H τελευταία αποσκοπεί , σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις , στην εξασφάλιση της διατήρησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής επιχειρηματικού φορέα , προβλέποντας για το σκοπό αυτό , ιδίως , ότι μεταβιβάζονται από τον εκχωρητή προς τον εκδοχέα τα δικαιώματα των εργαζομένων που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή εργασιακή σχέση ( άρθρο 3 ) και εξασφαλίζοντας την προστασία των εργαζομένων έναντι απολύσεως οφειλόμενης αποκλειστικά και μόνο στη μεταβίβαση της επιχείρησης ( άρθρο 4 ).
26 Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η οδηγία 77/187 αποσκοπεί σε μερική μόνο εναρμόνιση του εν λόγω θέματος , επεκτείνοντας , ως προς τα κυριότερα σημεία , και στην περίπτωση επίσης της μεταβίβασης μιας επιχείρησης , την προστασία την οποία εξασφαλίζει στους εργαζομένους , κατά τρόπο αυτόνομο , το δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών . Επομένως , μολονότι στόχος της οδηγίας αυτής είναι να εξασφαλιστεί , στο μέτρο του δυνατού , αμετάβλητη η συνέχιση της σύμβασης εργασίας ή της εργασιακής σχέσης με τον εκδοχέα ώστε οι εργαζόμενοι που θίγονται από τη μεταβίβαση της επιχείρησης να μη βρεθούν σε δυσμενέστερη θέση , αποκλειστικά και μόνο λόγω της μεταβίβασης αυτής , εντούτοις , η οδηγία αυτή δεν αποβλέπει στη θέσπιση ενός ενιαίου επιπέδου προστασίας για το σύνολο της Κοινότητας βάσει κοινών κριτηρίων .
27 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι επίκληση των διατάξεων της οδηγίας 77/187 δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο από πρόσωπα τα οποία προστατεύονται , κατά οποιονδήποτε τρόπο , ως εργαζόμενοι δυνάμει των κανόνων του δικαίου του σχετικού κράτους μέλους . Στην περίπτωση αυτή , η οδηγία διασφαλίζει ώστε τα απορρέοντα από τη σύμβαση εργασίας ή την εργασιακή σχέση δικαιώματά τους να μην αποδυναμώνονται λόγω της μεταβιβάσεως .
28 Επομένως , στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι ο όρος « εργαζόμενος » , σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας 77/187 , έχει την έννοια ότι αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο προστατεύεται στο σχετικό κράτος μέλος , ως εργαζόμενος , βάσει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας . Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση .
Επί των δικαστικών εξόδων
29 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο , δεν αποδίδονται . Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου , σ· αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πέμπτο τμήμα ),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Vestre Landsret , με απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 , αποφαίνεται :
1 ) Το άρθρο 3 , παράγραφος 1 , της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου , της 14ης Φεβρουαρίου 1977 , πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προσώπων που υπήρξαν μεν εργαζόμενοι απασχολούμενοι από τον εκχωρητή κατά το χρόνο της μεταβίβασης , δεν συνεχίζουν όμως , με τη δική τους θέληση , να απασχολούνται ως εργαζόμενοι από τον εκδοχέα .
2 ) O όρος « εργαζόμενος » σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας 77/187 έχει την έννοια ότι αφορά κάθε πρόσωπο το οποίο προστατεύεται στο σχετικό κράτος μέλος , ως εργαζόμενος , βάσει της εθνικής εργατικής νομοθεσίας . Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν αυτό συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση .