EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61981CJ0095

Απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 1982.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Εξάρτηση της προπληρωμής εισαγομένων εμπορευμάτων από τη σύσταση εγγυήσεως.
Υπόθεση 95/81.

Συλλογή της Νομολογίας 1982 -02187

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1982:216

61981J0095

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 9ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1982. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΛΗΡΩΜΗΣ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 95/81.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 02187


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Ισοζύγιο πληρωμών — Διατάξεις τής συνθήκης — Άρθρο 104 — Σημασία — Εξουσίες τών Κρατών μελών — Όρια

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 104 )

2 . Ελευθέρα κυκλοφορία τών εμπορευμάτων — Παρεκκλίσεις — Άρθρο 36 τής συνθήκης — Στενή ερμηνεία — Πεδίο εφαρμογής

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 36 )

3 . Ελευθέρα κυκλοφορία τών εμπορευμάτων — Ποσοτικοί περιορισμοί — Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος — Εμπορεύματα εισαγόμενα από άλλα Κράτη μέλη — Προπληρωμή σέ αλλοδαπό νόμισμα — Σύσταση εγγυήσεως ή παροχή τραπεζικής εγγυήσεως — Εφαρμογή σέ πράξεις χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα — Δέν επιτρέπεται

( Συνθήκη ΕΟΚ , άρθρο 30 )

Περίληψη


1 . Τό πέδιο εφαρμογής τού άρθρου 104 τής συνθήκης πρέπει νά εκτιμηθεί υπό τό φώς τού συστήματος τού κεφαλαίου περί ισοζυγίου πληρωμών στό σύνολό του . Στό πλαίσιο τού κεφαλαίου αυτού , τό άρθρο 104 περιορίζεται νά αναφέρει τούς γενικότερους στόχους τής οικονομικής πολιτικής , πού τά Κράτη μέλη πρέπει νά ασκούν , λαμβανομένου υπ’ όψη τού οτι ανήκουν στήν Κοινότητα . Δέν δύναται , επομένως , νά γίνει επίκλησή του γιά νά γίνει παρέκκλιση από τίς άλλες διατάξεις τής συνθήκης .

2 . Τό άρθρο 36 πρέπει νά ερμηνεύεται στενά καί οι εξαιρέσεις πού απαριθμεί δέν δύνανται νά επεκταθούν σέ άλλες περιπτώσεις απ’ αυτές πού προβλέπονται περιοριστικώς· τό άρθρο 36 αναφέρεται σέ περιπτώσεις πού δέν έχουν οικονομικό χαρακτήρα .

3 . Συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος μέ ποσοτικό περιορισμό , κατά τήν έννοια τού άρθρου 30 τής συνθήκης , η εθνική ρύθμιση πού απαιτεί από ολους τούς εισαγωγείς εμπορευμάτων πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη τήν σύσταση εγγυήσεως ή τήν παροχή τραπεζικής εγγυήσεως , ποσού ίσου πρός τό 5 % τής αξίας τών εμπορευμάτων , οταν η πληρωμή διενεργείται εκ τών προτέρων , ενώ ο ορος «προπληρωμές» αφορά όχι μόνον τίς πληρωμές πού έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα , αλλά καί τίς συνήθεις καί τρέχουσες πληρωμές κατά τίς ενδοκοινοτικές συναλλαγές .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 95/81 ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ , εκπροσωπουμένη από τόν Rolf Waegenbaur , νομικό σύμβουλο , επικουρούμενο από τόν Giuliano Marenco , μέλος τής νομικής υπηρεσίας τής Επιτροπής τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων , μέ αντίκλητο στό Λουξεμβούργο τόν Oreste Montalto , μέλος τής νομικής της υπηρεσίας , κτίριο Jean Monnet , Kirchberg ,

προσφεύγουσα ,

κατά

ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , διά τού αντιπροσώπου της Arnaldo Squillante , εκπροσωπουμένου καί επικουρουμένου από τόν Ennio Viola , avvocato dello stato , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο τήν ιταλική πρεσβεία ,

καθ’ ης ,

υποστηριζομένης από

τήν ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ , εκπροσωπουμένη από τόν G . Guillaume , διευθυντή τής νομικής υπηρεσίας τού Υπουργείου Εξωτερικών , επικουρούμενο από τόν A . Carnelutti , Secretaire des affaires etrangeres , μέ τόπο επιδόσεων στό Λουξεμβούργο τήν γαλλική πρεσβεία ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


πού έχει ως αντικείμενο νά αναγνωρισθεί οτι η Ιταλική Δημοκρατία , διατηρώντας τίς διατάξεις πού υποχρεώνουν τούς εισαγωγείς νά συνιστούν εγγύηση γιά τίς προπληρωμές πού σχετίζονται μέ τήν εισαγωγή εμπορευμάτων , παρέβη τίς υποχρεώσεις πού υπέχει εκ τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ δικόγραφο πού κατέθεσε στήν γραμματεία τού Δικαστηρίου στίς 24 Απριλίου 1981 , η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήσκησε , δυνάμει τού άρθρου 169 τής συνθήκης ΕΟΚ , προσφυγή , μέ τήν οποία ζητείται νά ανα- γνωρισθεί οτι η Ιταλική Δημοκρατία , εξαρτώντας τήν προπληρωμή εμπορευμάτων πού πρόκειται νά εισαχθούν από τήν σύσταση εγγυήσεως ή από τήν παροχή τραπεζικής εγγυήσεως , παρέβη τίς υποχρεώσεις πού υπέχει εκ τής συνθήκης ΕΟΚ .

2 Η Επιτροπή θεωρεί οτι η ιταλική ρύθμιση , η οποία αφορά τίς προπληρωμές εμπορευμάτων πού πρόκειται νά εισαχθούν , συνιστά παράβαση τού άρθρου 30 τής συνθήκης , καθώς καί παράβαση τών δύο οδηγιών πού εθέσπισε τό Συμβούλιο περί εφαρμογής τού άρθρου 67 τής συνθήκης : 1η οδηγία τής 11ης Μα ΐου 1960 ( ΕΕ ειδ . έκδ . 10/001 , σ . 4 ), η οποία συνεπληρώθη καί ετροποποιήθη από τήν δευτέρα οδηγία τής 18ης Δεκεμβρίου 1982 ( GU L 8 τής 22ας Ιανουαρίου 1963 , σ . 62 ).

3 Η αμφισβητουμένη ρύθμιση στηρίζεται στό άρθρο 1 τού ιταλικού νόμου 1126 τής 20ής Ιουλίου 1952 περί συμπληρωματικών διατάξεων επί νομισματικών θεμάτων καί θεμάτων εξωτερικού εμπορίου ( Gazzetta Ufficiale αριθ . 206 τής 5ης Αυγούστου 1952 ), τό οποίο ορίζει οτι :

«Οι προπληρωμές τών πρός εισαγωγή εμπορευμάτων εξαρτώνται από τήν εκ μέρους τού εισαγωγέως σύσταση εγγυήσεως υπέρ τού Ufficio Italiano dei Cambi ( ιταλική υπηρεσία συναλλάγματος ).

Άν δέν συνεστήθη εγγύηση δυνάμει τής προηγουμένης παραγράφου , πρέπει επίσης νά συσταθεί εγγύηση καί στήν περίπτωση πού η Τράπεζα τής Ιταλίας ή οι τράπεζες πού ειναι εξουσιοδοτημένες νά λειτουργούν ως υποκαταστήματά της , χορηγούν στόν εισαγωγέα έγγραφα , τά οποία τού επιτρέπουν νά διαθέσει τά πρός εισαγωγή εμπορεύματα .

Τό ποσό τής εγγυήσεως καθορίζεται μέ απόφαση τού Υπουργού Εξωτερικού Εμπορίου .

Η σύσταση εγγυήσεως δύναται νά αντικατασταθεί από τήν παροχή τραπεζικής εγγυήσεως.»

4 Τό κείμενο αυτό συνεπληρώθη από τό άρθρο μόνο τού νόμου 162 τής 2ας Απριλίου 1962 ( Gazzetta Ufficiale αριθ . 111 τής 30ής Απριλίου 1962 ), τό οποίο ορίζει οτι :

«Ο Υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου δύναται νά καθορίσει μέ απόφαση τό ανώτατο οριο τής αξίας τών πρός εισαγωγή εμπορευμάτων , γιά τά οποία δέν ειναι αναγκαία η σύσταση εγγυήσεως ή η παροχή τραπεζικής εγγυήσεως , πού αναφέρονται στίς προηγούμενες παραγράφους.»

5 Η υπ’ αριθ . V/2 206600/104 εγκύκλιος τού Υπουργού Εξωτερικού Εμπορίου , τής 25ης Ιουνίου 1976 , διευκρινίζει οτι η επιφορτισμένη μέ τήν διεκπεραίωση τής πράξεως τράπεζα οφείλει νά καταθέσει τό ποσόν τής εγγυήσεως σέ άτοκο τρεχούμενο λογαριασμό στό όνομα τού εισαγωγέως . Ο λογαριασμός αυτός ειναι δεσμευμένος υπέρ τού Ufficio Italiano dei Cambi .

6 Κατά τό άρθρο 3 τής υπουργικής αποφάσεως τής 7ης Αυγούστου 1978 ( Gazzetta Ufficiale αριθ . 220 τής 8ης Αυγούστου 1978 ) περί κανόνων πού αφορούν τίς πληρωμές σέ συνάλλαγμα καί τίς νομισματικές σχέσεις μέ τήν αλλοδοπή , η εν λόγω σύσταση εγγυήσεως ή παροχή τραπεζικής εγγυήσεως καθορίζεται στό 5 % τού αντιτίμου σέ λιρέτες τής πληρωμής πού πρόκειται νά διενεργηθεί εκ τών προτέρων καί απαιτείται γιά τίς εισαγωγές αξίας άνω τών 10 εκατομμυρίων λιρετών .

7 Τέλος , σύμφωνα μέ τό άρθρο 4 τού προαναφερθέντος νόμου τής 20ής Ιουλίου 1952 , οταν δέν προσκομισθεί η απόδειξη οτι η εισαγωγή επραγματοποιήθη εντός τών ταχθεισών προθεσμιών , οι οποίες μέ τήν υπουργική απόφαση τής 20ής Ιανουαρίου 1973 ( Gazzetta Ufficiale αριθ . 19 τής 23ης Ιανουαρίου 1973 ) ειχαν ορισθεί σέ 30 ημέρες από τής διενεργείας τής προπληρωμής καί παρετάθησαν σέ 120 ημέρες μέ τήν υπουργική απόφαση τής 28ης Σεπτεμβρίου 1980 ( Gazzetta Ufficiale αριθ . 267 τής 29ης Σεπτεμβρίου 1980 ), ο Υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου διατάσσει τήν κατάπτωση τού συνόλου ή μέρους τής εγγυήσεως ή προβαίνει στήν δι’ εκτελέσεως είσπραξη τού ποσού τής τραπεζικής εγγυήσεως υπέρ τού δημοσίου .

8 Μέ τόν ορο «εισαγωγή» οι ιταλικές αρχές εννοούν όχι τήν πραγματική άφιξη τών προϊόντων στό ιταλικό έδαφος , αλλά τήν θέση τών εισαγομένων προϊόντων σέ κυκλοφορία μετά τήν διεκπεραίωση τών τελωνειακών διατυπώσεων πού ειναι αναγκαίες γιά τήν πράξη αυτή καί κάθε πληρωμή θεωρείται ως γενομένη «εκ τών προτέρων» εν σχέσει πρός τήν ιταλική ρύθμιση περί συναλλάγματος , οταν διενεργείται πρίν τό εμπόρευμα τεθεί στήν διάθεση τού αγοραστού γιά νά τό προωθήσει σύμφωνα μέ τόν προορισμό γιά τόν οποίο τό εισήγαγε στήν Ιταλία .

9 Η Επιτροπή , θεωρώντας οτι η εν λόγω ρύθμιση στό σύνολό της συνιστά παράβαση τού άρθρου 30 τής συνθήκης καί τών οδηγιών πού εθέσπισε τό Συμβούλιο πρός εφαρμογή τού άρθρου 67 περί ελευθέρας κινήσεως τών κεφαλαίων , απηύθυνε , στίς 17 Ιουλίου 1980 , επιστολή πρός τήν ιταλική κυβέρνηση κινώντας τήν διαδικασία πού προβλέπει τό άρθρο 169 , 1η παράγραφος , τής συνθήκης ΕΟΚ . Δεδομένου οτι η ιταλική κυβέρνηση δέν απήντησε στήν ανωτέρω επιστολή , η Επιτροπή τής απηύθυνε , στίς 28 Ιανουαρίου 1981 , αιτολογημένη γνώμη . Μέ τήν εν λόγω γνώμη εζητήθη από τήν Ιταλική Δημοκρατία νά λάβει μέτρα γιά νά συμμορφωθεί πρός αυτήν εντός προθεσμίας ενός μηνός . Επειδή η ιταλική κυβέρνηση δέν συνεμορφώθη , η Επιτροπή ήσκησε , στίς 23 Απριλίου 1981 , τήν υπό κρίση προσφυγή . Μέ διάταξη τής 16ης Σεπτεμβρίου 1981 έγινε δεκτή η αίτηση τής γαλλικής κυβερνήσεως περί παρεμβάσεως πρός μερική υποστήριξη τής ιταλικής κυβερνήσεως .

10 Η Επιτροπή θεωρεί τήν ιταλική ρύθμιση ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοτικό περιορισμό , πού απαγορεύεται από τό άρθρο 30 τής συνθήκης . Κατ’ αυτήν , λαμβανομένου υπ’ όψη οτι οι προπληρωμές αποτελούν τόν κανόνα στό διεθνές εμπόριο , η υποχρέωση καταθέσεως ενός ποσού , ως εγγυήσεως , σέ άτοκο λογαριασμό ή παροχής τραπεζικής εγγυήσεως , οταν τό τίμημα τών εισαγομένων στήν Ιταλία προϊόντων καταβάλλεται πρίν από τό χρονικό σημείο τής θέσεώς τους σέ κυκλοφορία , εν συνδυασμώ μέ τήν υποχρέωση εισαγωγής τών εν λόγω εμπορευμάτων εντός τής οριζομένης μέ υπουργική απόφαση προθεσμίας καί μέ τήν κατάπτωση τής εγγυήσεως σέ περίπτωση υπερβάσεως τής προθεσμίας αυτής , επιβάλλουν στόν εισαγωγέα ιδιαίτερες επιβαρύνσεις , πού δέν βαρύνουν τίς εθνικές συναλλαγές καί οι οποίες τελικώς έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα , καθώς ωθούν τούς επιχειρηματίες στό νά ασκούν εμπορία στό εσωτερικό τής χώρας .

11 Η Επιτροπή αναφέρει , εξ άλλου , οτι η οδηγία της 70/50 τής 22ας Δεκεμβρίου 1969 , πού στηρίζεται στίς διατάξεις τού άρθρου 33 , παράγραφος 7 , περί καταργήσεως τών μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς επί τών εισαγωγών πού δέν αναφέρονται σέ άλλες διατάξεις , οι οποίες εθεσπίσθησαν δυνάμει τής συνθήκης ΕΟΚ ( JO L 13 τής 19ης Ιανουαρίου 1970 , σ . 29 ), χαρακτηρίζει ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς , τά μέτρα πού καθιστούν δυσχερέστερες ή επαχθέστερες τίς εισαγωγές εν σχέσει πρός τήν διάθεση τής εθνικής παραγωγής καί ιδίως τά μέτρα πού εξαρτούν μόνον τήν εισαγωγή από τήν κατάθεση εγγυήσεως ή προκαταβολής ( άρθρο 2 , παράγραφος 3 , υπό α ).

12 Όσον αφορά τήν αιτίαση πού αφορά τήν παράβαση τών οδηγιών περί ελευθέρας κινήσεως κεφαλαίων , η Επιτροπή ισχυρίζεται οτι τό άρθρο 1 τής πρώτης οδηγίας ελευθέρωσε τίς κινήσεις κεφαλαίων , πού αναφέρονται στό παράρτημα Ι , κατάλογος Α . Στόν κατάλογο αυτό , μετά τίς τροποποιήσεις πού επέφερε η δεύτερη οδηγία , αναφέρεται :

«Χορήγηση καί εξόφληση πιστώσεων συνδεδεμένων μέ εμπορικές συναλλαγές , στίς οποίες συμμετέχει κάτοικος , βραχυπροθέσμων καί μακροπροθέσμων.»

13 Οι πληρωμές , ομως , πού διενεργούνται πρό τής παραδόσεως τών εμπορευμάτων συμπεριλαμβάνονται στίς πράξεις αυτές πού έχουν ελευθερωθεί άνευ ορων· η ιταλική ρύθμιση , η οποία τίς δυσχεραίνει , αντιβαίνει , επομένως , πρός τήν υποχρέωση ελευθερώσεως .

14 Η ιταλική κυβέρνηση αντιπαραθέτει πολλά επιχειρήματα έναντι τών αιτιάσεων αυτών . Υποστηρίζει κατ’ αρχάς οτι η αμφισβητουμένη ρύθμιση δέν εμπίπτει στό άρθρο 30 , αλλά στίς διατάξεις τών άρθρων 104 καί 106 , παράγραφος 2 . Ισχυρίζεται περαιτέρω οτι , ακόμη καί άν η ρύθμιση αυτή πρέπει νά θεωρηθεί οτι εμπίπτει στό άρθρο 30 , εν τούτοις δικαιολογείται βάσει τού άρθρου 36 .

15 Πρώτον , κατά τήν ιταλική κυβέρνηση , η αμφισβητουμένη ρύθμιση υπάγεται αποκλειστικώς στόν νομισματικό τομέα . Η ορισθείσα προθεσμία καί η κατάθεση εγγυήσεως ή η παροχή τραπεζικής εγγυήσεως πού προβλέπονται από τήν εν λόγω ρύθμιση έχουν ως μόνο σκοπό να αποφευχθούν οι κερδοσκοπικές πράξεις εις βάρος τού εθνικού νομίσματος καί η έλλειψη εξισορροπήσεως τού ισοζυγίου πληρωμών . Τά μέτρα αυτά δέν εμπίπτουν , επομένως , στήν απαγόρευση τού άρθρου 30 καί υπάγονται στό άρθρο 104 τής συνθήκης , κατά τό οποίο «κάθε Κράτος μέλος ασκεί τήν αναγκαία οικονομική πολιτική γιά νά εξασφαλίσει τήν εξισορρόπηση τού συνολικού ισοζυγίου πληρωμών του καί νά διατηρήσει τήν εμπιστοσύνη στό νόμισμά του» .

16 Τό πεδίο εφαρμογής τής διατάξεως πού επεκαλέσθη η ιταλική κυβέρνηση πρέπει νά εκτιμηθεί υπό τό φώς τού συστήματος τού κεφαλαίου περί ισοζυγίου πληρωμών στό σύνολό του . Στό πλαίσιο τού κεφαλαίου αυτού , τό άρθρο 104 περιορίζεται νά αναφέρει τούς γενικότερους στόχους τής οικονομικής πολιτικής , πού τά Κράτη μέλη πρέπει νά ασκούν , λαμβανομένου υπ’ όψη τού οτι ανήκουν στήν Κοινότητα . Δέν δύναται , επομένως , νά γίνει επίκλησή του γιά νά γίνει παρέκκλιση από τίς άλλες διατάξεις τής συνθήκης .

17 Επιβάλλεται , εξ άλλου , η παρατήρηση οτι τά άρθρα 108 καί 109 τής συνθήκης προβλέπουν ειδικές διαδικασίες διαβουλεύσεως , αμοιβαίας συνδρομής καί , ενδεχομένως , προστατευτικών μέτρων πρός αποφυγή δυσχερειών στό ισοζύγιο πληρωμών . Στήν περίπτωση αυτή , πάντως , πρόκειται γιά κοινοτικές διαδικασίες , πού αποκλείουν μονομερείς παρεμβάσεις τών Κρατών μελών , εκτός άν πρόκειται γιά προληπτικά μέτρα καί υπό συνθήκες , πού δέν υπεστηρίχθη οτι συνέτρεχαν στήν προκειμένη περίπτωση . Τά Κράτη μέλη ομως παραμένουν ελεύθερα νά χρησιμοποιήσουν ολα τά μέσα γιά νά εξακριβώσουν οτι οι πληρωμές πρός τήν αλλοδαπή δέν αφορούν παρά μόνο πραγματικές εμπορικές πράξεις , αλλά πάντοτε υπό τόν ορο οτι τά μέσα αυτά δέν παρακωλύουν τήν ελευθερία τού ενδοκοινοτικού εμπορίου , οπως αυτή ορίζεται στήν συνθήκη .

18 Από τά ανωτέρω συνάγεται οτι δέν δύναται νά γίνει δεκτή η άποψη τής ιταλικής κυβερνήσεως , κατά τήν οποία τό άρθρο 104 επιτρέπει , αυτό καί μόνο , παρέκκλιση από τίς διατάξεις τού άρθρου 30 τής συνθήκης .

19 Κατά τήν επ’ ακροατηρίου συζήτηση , η ιταλική κυβέρνηση προέβαλε ενα δεύτερο επιχείρημα , υποστηρίζοντας οτι τά αμφισβητούμενα ιταλικά μέτρα δέν εμπίπτουν στά άρθρα 30 καί 36 παρά μόνον «κατ’ αναλογία» , επειδή , κατ’ αυτήν , τά εν λόγω μέτρα εντάσσονται στίς λεπτομέρειες εκτελέσεως μιάς οικονομικής πράξεως συναφούς πρός τήν εισαγωγή καί δέν συνιστούν ποσοτικούς περιορισμούς , αλλά περιορισμούς πληρωμών , πού εμπίπτουν στό άρθρο 106 , παράγραφος 2 , τό οποίο ορίζει :

«Κατά τό μέτρο πού η κυκλοφορία τών εμπορευμάτων καί τών υπηρεσιών καί οι κινήσεις κεφαλαίων υπόκεινται μόνο στούς περιορισμούς τών σχετικών πληρωμών , οι περιορισμοί αυτοί καταργούνται προοδευτικώς εφαρμόζοντας αναλόγως τίς διατάξεις τών κεφαλαίων πού αναφέρονται στήν κατάργηση τών ποσοτικών περιορισμών στήν ελευθέρωση τών υπηρεσιών καί στήν ελεύθερη κυκλοφορία τών κεφαλαίων.»

20 Από τήν διατύπωση τού εν λόγω άρθρου καί ιδίως από τό σημείο οπου αναφέρεται «η κατ’ αναλογία εφαρμογή» , η ιταλική κυβέρνηση συνάγει τό συμπέρασμα οτι τό άρθρο 36 δέν πρέπει νά ερμηνευθεί συσταλτικά , κατά τήν παγία νομολογία τού Δικαστηρίου επ’ αυτού τού θέματος , αλλά πέραν τού γράμματός του , λαμβανομένου υπ’ όψη τού ιδιαιτέρου συμφέροντος τού κράτους , πού συνδέεται μέ τήν προστασία τού νομίσματός του καί τήν εξισορρόπηση τού ισοζυγίου πληρωμών του , στόχους πού η επιδίωξή τους υπάγεται στήν αρμοδιότητα τών Κρατών μελών , δυνάμει τού άρθρου 104 τής συνθήκης .

21 Η επιχειρηματολογία τής ιταλικής κυβερνήσεως δέν ανταποκρίνεται στήν λειτουργία τού άρθρου 106 εντός τού συστήματος τής συνθήκης . Σύμφωνα μέ τίς δύο πρώτες παραγράφους τού εν λόγω άρθρου , τά Κράτη μέλη αναλαμβάνουν τήν υποχρέωση νά επιτρέψουν , τό αργότερο κατά τήν λήξη τής μεταβατικής περιόδου , τίς πληρωμές πού συνδέονται μέ τήν κυκλοφορία εμπορευμάτων· οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν , μέ τόν τρόπο αυτό , στήν εξασφάλιση τής πραγματικής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων , επιτρέποντας ολες τίς χρηματικές μεταφορές πού ειναι αναγκαίες γιά τόν σκοπό αυτό . Η παράγραφος 2 , πού αφορά κυρίως τήν μεταβατική περίοδο , ορίζει οτι η ελευθέρωση τών πληρωμών πρέπει νά ακολουθήσει τόν ίδιο ρυθμό μέ τήν ελευθέρωση τής κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων καί υπό ανάλογες συνθήκες . Επειδή η διάταξη αυτή έχει ως μόνο σκοπό τήν μεταφορά στόν τομέα τών πληρωμών , μεταξύ άλλων , τών αρχών περί καταργήσεως τών ποσοτικών περιορισμών , κατά τό μέτρο πού οι εμπορικές ανταλλαγές δέν υπόκεινται παρά μόνον σέ περιορισμούς τών σχετικών πληρωμών , δέν επιτρέπει τήν επιβολή ορων πού περιορίζουν τίς πληρωμές , οι οποίες έχουν ελευθερωθεί δυνάμει τής πρώτης παραγράφου .

22 Από τά ανωτέρω προκύπτει οτι η αμφισβητουμένη εν προκειμένω ιταλική ρύθμιση δέν εμπίπτει στίς διατάξεις τού άρθρου 106 , παράγραφος 2 .

23 Υπό τίς συνθήκες αυτές , επιβάλλεται η εξέταση , άν τά μέτρα πού ετέθησαν σέ ισχύ μέ τήν αμφισβητουμένη ρύθμιση αντιβαίνουν πρός τό άρθρο 30 .

24 Όπως κατ’ επανάληψη εδέχθη τό Δικαστήριο , αρκεί , γιά τήν εφαρμογή τής απαγορεύσεως ολων τών μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοτικούς περιορισμούς επί τών εισαγωγών , τά εν λόγω μέτρα νά ειναι ικανά νά παρακωλύσουν τίς ανταλλαγές μεταξύ τών Κρατών μελών αμέσως ή εμμέσως , πραγματικώς ή δυνητικώς .

25 Επιβάλλεται η διαπίστωση οτι τά αμφισβητούμενα μέτρα , παρ’ ολον οτι ελήφθησαν μέ σκοπό τήν καταπολέμηση τής κερδοσκοπίας επί τού νομίσματος , δέν συνιστούν ειδική ρύθμιση πρός επίτευξη τού στόχου αυτού , αλλά γενική ρύθμιση , η οποία αφορά τό σύνολο τών ενδοκοινοτικών συναλλαγών πού η πληρωμή τους διενεργείται εκ τών προτέρων . Πράγματι , κατά τό μέτρο πού η ιταλική κυβέρνηση περιλαμβάνει σ’αυτήν τίς πληρωμές πού διενεργούνται μέσω πιστωτικών εγγράφων , ήτοι οικονομικού μηχανισμού πού συνήθως χρησιμοποιείται γιά τίς εισαγωγές προϊόντων σέ ορισμένους τομείς τού εμπορίου , αναφέρεται σέ εναν τρόπο πληρωμής πού χρησιμοποιείται συνήθως στό διεθνές εμπόριο . Μέ τόν τρόπο αυτό τά αμφισβητούμενα μέτρα πλήττουν όχι μόνον τίς πράξεις κερδοσκοπίας , αλλά καί τίς συνήθεις εμπορικές συναλλαγές καί συνεπάγονται , εφ’ οσον καθιστούν δυσχερέστερες ή επαχθέστερες τίς συναλλαγές , περιοριστικά αποτελέσματα επί τής ελευθέρας κυκλοφορίας τών εμπορευμάτων . Γιά τούς ανωτέρω λόγους καί κατά τό μέτρο πού επιφέρουν τά ανωτέρω αποτελέσματα , τά αμφισβητούμενα μέτρα αντιβαίνουν πρός τό άρθρο 30 .

26 Η ιταλική κυβέρνηση υποστηρίζει επί πλέον οτι , ακόμη καί άν η αμφισβητουμένη ρύθμιση αντέβαινε πρός τό άρθρο 30 , εν τούτοις , δικαιολογείται βάσει τού άρθρου 36 εκ λόγων δημοσίας τάξεως . Πράγματι , τά ληφθέντα μέτρα έχουν ως στόχο τήν προστασία ζωτικού συμφέροντος τού κράτους , τήν προστασία τού νομίσματός του , πού θά ετίθετο σέ κίνδυνο , άν δέν υπήρχε η αμφισβητουμένη ρύθμιση .

27 Πρέπει νά τονισθεί οτι , κατά παγία νομολογία τού Δικαστηρίου , τό άρθρο 36 ερμηνεύεται στενά καί οτι οι εξαιρέσεις πού απαριθμεί δέν δύνανται νά επεκταθούν σέ άλλες περιπτώσεις απ’ αυτές πού προβλέπονται περιοριστικώς καί , επί πλέον , οτι τό άρθρο 36 αναφέρεται σέ περιπτώσεις πού δέν έχουν οικονομικό χαρακτήρα .

28 Η αμφισβητουμένη ιταλική ρύθμιση συνιστά , επομένως , μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά τό άρθρο 30 τής συνθήκης , υπό τήν έννοια οτι απαιτεί από ολους τούς εισαγωγείς εμπορευμάτων πού προέρχονται από άλλα Κράτη μέλη τήν σύσταση εγγυήσεως ή τήν παροχή τραπεζικής εγγυήσεως , ποσού ίσου πρός τό 5 % τής αξίας τών εμπορευμάτων , οταν η πληρωμή διενεργείται εκ τών προτέρων , ενώ ο ορος «προπληρωμές» αφορά όχι μόνον τίς πληρωμές πού έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα , αλλά καί τίς συνήθεις καί τρέχουσες πληρωμές κατά τίς ενδοκοινοτικές συναλλαγές .

29 Η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη , συνεπώς , τίς υποχρεώσεις πού υπέχει εκ τού ανωτέρω άρθρου .

30 Δεδομένου οτι η αμφισβητουμένη ιταλική ρύθμιση αντιβαίνει πρός τό άρθρο 30 τής συνθήκης , δέν παρίσταται ανάγκη νά εξετασθεί άν ειναι ενδεχομένως σύμφωνη μέ τίς δύο οδηγίες , πού εθέσπισε τό Συμβούλιο πρός εφαρμογή τού άρθρου 67 περί ελευθέρας κινήσεως τών κεφαλαίων .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

31 Κατά τό άρθρο 69 , παράγραφος 2 , τού κανονισμού διαδικασίας , ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στά δικαστικά έξοδα , άν υπεβλήθη σχετικό αίτημα .

32 Στήν προκειμένη περίπτωση , επειδή η ιταλική κυβέρνηση ηττήθη οσον αφορά τούς κυρίους ισχυρισμούς της , πρέπει νά καταδικασθεί στά δικαστικά έξοδα , πλήν τών εξόδων πού προεκλήθησαν από τήν παρέμβαση , τά οποία βαρύνουν τήν γαλλική κυβέρνηση .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνει καί αποφασίζει :

1 ) Απαιτώντας από ολους τούς εισαγωγείς εμπορευμάτων , προελεύσεως άλλων Κρατών μελών , τήν σύσταση εγγυήσεως ή τήν παροχή τραπεζικής εγγυήσεως , ποσού ίσου πρός τό 5 % τής αξίας τών εμπορευμάτων , οταν η πληρωμή διενεργείται εκ τών προτέρων , ενώ ο ορος «προπληρωμές» αφορά όχι μόνο τίς πληρωμές πού έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα , αλλά καί τίς συνήθεις καί τρέχουσες πληρωμές κατά τίς ενδοκοινοτικές συναλλαγές , η Ιταλική Δημοκρατία παρέβη τίς υποχρεώσεις πού υπέχει εκ τών άρθρων 30 καί 36 τής συνθήκης .

2)Καταδικάζει τήν ιταλική κυβέρνηση στά δικαστικά έξοδα .

3)Η γαλλική κυβέρνηση φέρει τά ίδια αυτής έξοδα .

Επάνω