Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61981CJ0133
Judgment of the Court of 26 May 1982. # Roger Ivenel v Helmut Schwab. # Reference for a preliminary ruling: Cour de cassation - France. # Brussels Convention - Place of performance of the obligations. # Case 133/81.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 1982.
Roger Ivenel κατά Helmut Schwab.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
Σύμβαση των Βρυξελλών: τόπος εκτελέσεως της ενοχής.
Υπόθεση 133/81.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 1982.
Roger Ivenel κατά Helmut Schwab.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Γαλλία.
Σύμβαση των Βρυξελλών: τόπος εκτελέσεως της ενοχής.
Υπόθεση 133/81.
Συλλογή της Νομολογίας 1982 -01891
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1982:199
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 26ΗΣ ΜΑΙΟΥ 1982. - ROGER IVENEL ΚΑΤΑ HELMUT SCHWAB. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ COUR DE CASSATION ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ). - ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ : ΤΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 133/81.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1982 σελίδα 01891
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00581
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00441
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00463
Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Σύμβαση περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως τών αποφάσεων — Ειδικές αρμοδιότητες — Δικαστήριο τού τόπου εκτελέσεως τής ενοχής εκ συμβάσεως — Αιτήματα βασιζόμενα επί διαφορετικών υποχρεώσεων πού απορρέουν από σύμβαση εργασίας — Ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη γιά τήν αρμοδιότητα τών δικαστηρίων — Ενοχή πού χαρακτηρίζει τήν επίδικη σύμβαση
( Σύμβαση τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 άρθρο 5 περίπτωση 1 )
Η ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη γιά τήν εφαρμογή τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 σέ περίπτωση αιτημάτων πού στηρίζονται επί διαφορετικών υποχρεώσεων πού απορ ρέουν από σύμβαση αντιπροσωπεύσεως , η οποία συνδέει εξηρτημένο εργαζόμενο πρός επιχείρηση , ειναι εκείνη πού χαρακτηρίζει τήν εν λόγω σύμβαση .
Στήν υπόθεση 133/81 ,
πού έχει ως αντικείμενο αίτηση τού Cour de cassation τής Γαλλίας πρός τό Δικαστήριο , δυνάμει τού πρωτοκόλλου τής 3ης Ιουνίου 1971 περί ερμηνείας υπό τού Δικαστηρίου τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , μέ τήν οποία ζητείται , στό πλαίσιο τής διαφοράς πού εκκρεμεί ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
ROGER IVENEL , Στρασβούργο ( Γαλλία ),
καί
HELMUT SCHWAB , Oettingen ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας ),
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως τών Βρυξελλών τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων καί εκτελέσεως τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων ,
1 Μέ απόφαση τής 2ας Απριλίου 1981 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 3 Ιουνίου , τό Cour de Cassation τής Γαλλίας υπέβαλε , δυνάμει τού πρωτοκόλλου τής 3ης Ιουνίου 1971 περί ερμηνείας υπό τού Δικαστηρίου τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τού Δικαστηρίου καί εκτελέσεως τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων ( εφ’ εξής : η σύμβαση ), προδικαστικό ερώτημα ως πρός τήν ερμηνεία τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως .
2 Τό ερώτημα αυτό ανέκυψε στό πλαίσιο διαφοράς μεταξύ τού Ivenel , κατοίκου Στρασβούργου , καί τής επιχειρήσεως Schwab Maschinenbau , εγκατεστημένης στό Oettingen τής Βαυαρίας , λόγω τής προβαλλομένης λύσεως συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως , η οποία προεκάλεσε τήν άσκηση αγωγής περί καταβολής προμηθειών , αποζημιώσεων λόγω απωλείας πελατείας καί λόγω μή τηρήσεως τής προθεσμίας απολύσεως , καθώς καί αποδοχών χρόνου αδείας .
3 Τό επιληφθέν τής αιτήσεως Conseil de Prud’hommes τού Στρασβούργου απέρριψε τίς δύο ενστάσεις αναρμοδιότητος πού προέβαλε ο Schwab . Εστήριξε τήν καθ’ υλην αρμοδιότητά του επί τού γεγονότος οτι , κατ’ αυτό , η μεταξύ τών συμβαλλομένων σύμβαση έπρεπε νά θεωρηθεί ως σύμβαση εργασίας . Όσον αφορά τήν κατά τόπον αρμοδιότητά του , εθέωρησε οτι , σύμφωνα μέ τό άρθρο 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως , τό πρόσωπο πού έχει τήν κατοικία του στό έδαφος άλλου συμβαλλομένου Κράτους μέλους δύναται νά εναχθεί , επί διαφοράς εκ συμβάσεως , ενώπιον τού Δικαστηρίου τού τόπου οπου εξετελέσθη ή πρέπει νά εκτελεσθεί η ενοχή καί οτι ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη εν προκειμένω ειναι εκείνη τής παροχής εργασίας εκ μέρους τού αντιπροσώπου , ο οποίος ειχε τά γραφεία του στό Στρασβούργο , οπου συνεκέντρωνε τίς παραγγελίες καί απέστελλε τίς εντολές .
4 Τό Cour d’Appel τού Colmar , πού επελήφθη τής ασκηθείσης από τόν Schwab , εφέσεως , επεκύρωσε τήν απόφαση τού Conseil de Prud’hommes κατά τό μέρος πού εδέχθη οτι υφίστατο σύμβαση εργασίας , τήν εξηφάνισε ομως λόγω κατά τόπον αναρμοδιότητος . Τό Cour d’Appel εθεώρησε πράγματι οτι ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη γιά τήν εφαρμογή τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως ειναι εκείνη πού συνιστά τήν βάση τής αγωγής· εν προκειμένω , η σχετική ενοχή ειναι εκείνη , η οποία έχει ως αντικείμενο τήν καταβολή τών προμηθειών καί λοιπών αποζημιώσεων πού απαιτεί ο Schwab , τών οποίων ποσών η καταβολή πρέπει νά γίνει στήν κατοικία τού οφειλέτου καί όχι τού δικαιούχου .
5 Ο Ivenel ήσκησε αναίρεση κατά τής εν λόγω αποφάσεως , υποστηρίζοντας οτι τό Cour d’Appel παρεβίασε κατ’αυτόν τόν τρόπο τό άρθρο 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως .
6 Τό Cour de Cassation , αφού επανέλαβε τούς λόγους πού εδέχθη τό Cour d’Appel γιά νά καταλήξει στήν κρίση οτι τά γαλλικά δικαστήρια δέν ηταν αρμόδια στήν προκειμένη περίπτωση , έκρινε εν τούτοις οτι αφού στήν διαφορά πού αφορά τήν εκτέλεση συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως , συνεπαγομένης αμοιβαίες υποχρεώσεις , ορισμένες τουλάχιστον έπρεπε νά εκπληρωθούν στήν Γαλλία , κατά τήν έννοια τού προαναφερθέντος άρθρου 5 περίπτωση 1 δημιουργεί πρόβλημα ερμηνείας . Ανέβαλε , λοιπόν τήν έκδοση τής οριστικής αποφάσεώς του , προκειμένου νά ζητήσει από τό Δικαστήριο νά αποφανθεί επί τής ερμηνείας πού πρέπει νά δοθεί στήν εν λόγω διάταξη .
7 Πρέπει νά παρατηρηθεί οτι , οπως ήδη επεσήμανε τό Δικαστήριο , ειδικότερα στήν απόφαση τής 6ης Οκτωβρίου 1976 ( Tessili , 12/76 , Rec . σ . 1473 ), ο «τόπος οπου εξετελέσθη ή πρέπει νά εκτελεσθεί η ενοχή» κατά τήν έννοια τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως , καθορίζεται σύμφωνα μέ τό δίκαιο πού διέπει τήν επίδικη ενοχή κατά τούς κανόνες συγκρούσεως αρμοδιοτήτων πού εφαρμόζει τό επιληφθέν δικαστήριο .
8 Τό υποβληθέν από τό εθνικό δικαστήριο ερώτημα αποβλέπει στό νά διευκρινισθεί ποία ειναι η επίδικη ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη κατά τήν έννοια αυτού τού ορισμού , οταν η αγωγή τής οποίας επιλαμβάνεται ο δικαστής στηρίζεται επί διαφορετικών ενοχών , πού απορρέουν από τήν ίδια σύμβαση αντιπροσωπεύσεως , τήν οποία τά δικαστήρια τής ουσίας εχαρακτήρισαν ως σύμβαση εργασίας .
9 Μέ τήν απόφασή του τής 6ης Οκτωβρίου 1976 ( De Bloos , 14/76 , Rec . σ . 1497 ), τό Δικαστήριο διευκρίνισε ήδη οτι η ενοχή , κατ’ αποκλειστικότητα κατά τήν έννοια τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως , σέ περίπτωση αγωγής στηριζομένης επί συμβάσεως πωλήσεως κατ’ αποκλειστικότητα συναφθείσης μεταξύ δύο εμπορικών επιχειρήσεων , ειναι εκείνη πού αποτελεί τήν βάση τής αγωγής . Τό ζήτημα πού ανέκυψε στήν παρούσα υπόθεση συνίσταται στό άν πρέπει νά εφαρμοσθεί τό αυτό κριτήριο επί τών περιπτώσεων , οι οποίες εμφανίζουν τά χαρακτηριστικά πού περιγράφει τό εθνικό δικαστήριο .
10 Τό ανωτέρω ζήτημα πρέπει νά εξετασθεί υπό τό φώς τών ειδικών στόχων τής συμβάσεως , καθώς καί τής γενικής οικονομίας τών διατάξεών της .
11 Η θέσπιση ειδικών κανόνων αρμοδιότητος , οπως τών προβλεπομένων στά άρθρα 5 καί 6 τής συμβάσεως , δικαιολογείται κυρίως από τήν σκέψη οτι υφίσταται στενή σχέση πού συνδέει τήν ένδικη διαφορά καί τό δικαστήριο πού καλείται νά αποφανθεί επ’ αυτής . Η έκθεση πού συνέταξε η επιτροπή εμπειρογνωμόνων , η οποία επεξεργάσθη τό κείμενο τής συμβάσεως ( JO 1979 , C 59 , σ . 1 ) τονίζει τήν εν λόγω σχέση αναφέροντας μεταξύ άλλων οτι τό δικαστήριο τού τόπου οπου εξετελέσθη ή πρέπει νά εκτελεσθεί η ενοχή παρουσιάζει ενδιαφέρον οσον αφορά αγωγές περί εισπράξεως αμοιβών , δεδομένου οτι ο δανειστής , στήν περίπτωση αυτή , θά έχει τήν δυνατότητα επιλογής μεταξύ τών δικαστηρίων τού κράτους οπου έχει τήν κατοικία του ο εναγόμενος , δυνάμει τής γενικής διατάξεως τού άρθρου 2 τής συμβάσεως , καί τού δικαστηρίου ετέρου κράτους , στήν δικαστική περιφέρεια τού οποίου εξετελέσθη η παροχή , ιδίως οταν , κατά τό εφαρμοστέο δίκαιο , η ενοχή περί καταβολής πρέπει νά εκτελεσθεί στόν τόπο τής παροχής τών υπηρεσιών .
12 Η προμνησθείσα έκθεση επικαλείται περαιτέρω τούς λόγους γιά τούς οποίους οι συντάκτες τής συμβάσεως δέν έκριναν σκόπιμο νά συμπεριλάβουν στήν σύμβαση διάταξη μέ τήν οποία νά θεσπίζεται αποκλειστική αρμοδιότης επί θεμάτων συμβάσεων εργασίας . Κατά τήν εν λόγω έκθεση , θά ηταν ευκταίο , στό μέτρο τού δυνατού , οι σχετικές διαφορές νά φέρονται ενώπιον τού δικαστηρίου τού κράτους , τό δίκαιο τού οποίου νά διέπει τήν σύμβαση , ενώ , κατά τόν χρόνο συντάξεως τής συμβάσεως , διεξήγοντο εργασίες εναρμονίσεως τής εφαρμογής τών κανόνων τού εργατικού δικαίου εντός τών Κρατών μελών τής Κοινότητος . Η έκθεση καταλήγει οτι πρός τό παρόν οι υφιστάμενες διατάξεις τής συμβάσεως , οπως τά άρθρα 2 περί τού δικαστηρίου τού τόπου κατοικίας τού εναγομένου καί 5 περίπτωση 1 περί τού δικαστηρίου τού τόπου εκτελέσεως τής ενοχής , δύνανται νά ικανοποιήσουν τά σχετικά επί τού θέματος συμφέροντα .
13 Πρέπει νά σημειωθεί οτι στίς 19 Ιουνίου 1980 ετέθη πρός υπογραφή από τά Κράτη μέλη σύμβαση περί τού εφαρμοστέου δικαίου επί τών ενοχών εκ συμβάσεως ( JO 1980 , L 266 , σ . 1 ). Τό άρθρο 6 τής εν λόγω συμβάσεως προβλέπει οτι η σύμβαση εργασίας διέπεται , σέ περίπτωση μή επιλογής τού εφαρμοστέου δικαίου , από τό δίκαιο τής χώρας οπου ο εργαζόμενος , εις εκτέλεση τής συμβάσεως , εκπληρώνει συνήθως τήν εργασία του , εκτός άν από τό σύνολο τών περιστάσεων προκύπτει οτι η σύμβαση εργασίας εμφανίζει στενότερους δεσμούς μέ τρίτη χώρα .
14 Η σχετική μέ τήν σύμβαση περί τού εφαρμοστέου δικαίου επί τών ενοχών συμβάσεως έκθεση εμπειρογνωμόνων ( JO 1980 , C 282 , σ . 1 ) διευκρινίζει επ’ αυτού οτι η θέσπιση ειδικού κανόνος συγκρούσεως αρμοδιοτήτων επί θεμάτων συμβάσεων εργασίας απέβλεπε στό νά προσφέρει κατάλληλη κανονιστική ρύθμιση επί θεμάτων οπου τά συμφέροντα ενός τών συμβαλλομένων δέν τίθενται στό ίδιο επίπεδο μέ εκείνα τού αντισυμβαλλομένου καί νά εξασφαλίσει μέσω τής εν λόγω ρυθμίσεως τή δέουσα προστασία τού συμβαλλομένου εκείνου , ο οποίος από κοινωνικοοικονομικής απόψεως πρέπει νά θεωρηθεί ως ασθενέστερος στήν συμβατική σχέση .
15 Από τήν ανωτέρω ανάπτυξη προκύπτει οτι επί συμβατικών θεμάτων τό άρθρο 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως αποβλέπει ειδικότερα στήν καθιέρωση τής αρμοδιότητος τού δικαστηρίου τού κράτους πού ευρίσκεται σέ στενή σχέση μέ τήν διαφορά· οτι σέ περίπτωση συμβάσεως πού αφορά παροχή εξηρτημένης εργασίας , η εν λόγω σχέση συνίσταται ιδίως στό εφαρμοστέο επί τής συμβάσεως δίκαιο , καί οτι σύμφωνα μέ τήν εξέλιξη τών κανόνων συγκρούσεως αρμοδιοτήτων επί τού θέματος αυτού , τό εν λόγω δίκαιο καθορίζεται από τήν υποχρέωση πού χαρακτηρίζει τήν υπό κρίση σύμβαση καί πού συνήθως συνίσταται στήν εκτέλεση τής εργασίας .
16 Από τήν εξέταση τών διατάξεων τής συμβάσεως προκύπτει οτι οι τελευταίες , καθιερώνοντας ειδικές ή μάλλον αποκλειστικές αρμοδιότητες επί θεμάτων ασφαλειών , πωλήσεως μέ δόσεις καί μισθώσεως ακινήτων , αναγνωρίζουν οτι η ρύθμιση τής αρμοδιότητος τών δικαστηρίων διαπνέεται καί αυτή από τήν μέριμνα παροχής τής προσηκούσης προστασίας στό συμβαλλόμενο μέρος πού ειναι εξ απόψεως κοινωνικής τό ασθενέστερο .
17 Η απάντηση πού πρέπει νά δοθεί στό υποβληθέν ερώτημα πρέπει νά λάβει υπ’ όψη τά ανωτέρω στοιχεία .
18 Σέ περίπτωση οπως η προκειμένη , οπου ο δικαστής επιλαμβάνεται αιτημάτων πού αναφέρονται σέ υποχρεώσεις απορρέουσες από σύμβαση αντιπροσωπεύσεως , ορισμένες από τίς οποίες αφορούν τίς οφειλόμενες στόν εργαζόμενο αποδοχές από επιχείρηση εγκατεστημένη σέ ενα κράτος καί ορισμένες άλλες τίς αποζημιώσεις πού στηρίζονται επί τού τρόπου κατά τόν οποίο εξετελέσθη η εργασία σέ άλλο κράτος , πρέπει οι διατάξεις τής συμβάσεως νά ερμηνευθούν κατά τέτοιο τρόπο , ωστε τό επιληφθέν δικαστήριο νά μή υποχρεωθεί νά κηρυχθεί αρμόδιο μέν επί ορισμένων αιτημάτων , αλλ’ αναρμόδιο δέ επί ορισμένων άλλων .
19 Τέτοιο αποτέλεσμα θά ευρίσκετο ακόμη ολιγότερο σέ συμφωνία μέ τούς στόχους καί τήν γενική οικονομία τής συμβάσεως , αφού πρόκειται περί συμβάσεως αφορώσης τήν παροχή εξηρτημένης εργασίας γιά τήν οποία , κατά κανόνα , τό εφαρμοστέο δίκαιο περιλαμβάνει διατάξεις πού προστατεύουν τόν εργαζόμενο καί ειναι συνήθως τό δίκαιο τού τόπου εκτελέσεως τής εργασίας πού συνιστά καί τήν χαρακτηρίζουσα τήν σύμβαση παροχή .
20 Από τό σύνολο τών ανωτέρω σκέψεων προκύπτει οτι η ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη γιά τήν εφαρμογή τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως υποχρεώσεων πού απορρέουν από σύμβαση αντιπροσωπεύσεως , η οποία συνδέει εξηρτημένο εργαζόμενο πρός επιχείρηση , ειναι εκείνη πού χαρακτηρίζει τήν εν λόγω σύμβαση .
Επί τών δικαστικών εξόδων
21 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθη η Επιτροπή τών Ευρωπαϊκών Κοινοτή- των , η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις ενώπιον τού Δικαστηρίου , δέν αποδίδονται . Δεδομένου οτι η παρούσα διαδικασία έχει ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος τό οποίο ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .
Διά ταύτα
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
κρίνοντας επί τού ερωτήματος πού τού υπέβαλε τό Cour de Cassation τής Γαλλίας , μέ απόφαση τής 2ας Απριλίου 1981 , αποφαίνεται οτι :
Η ενοχή πού πρέπει νά ληφθεί υπ’ όψη γιά τήν εφαρμογή τού άρθρου 5 περίπτωση 1 τής συμβάσεως τής 27ης Σεπτεμβρίου 1968 περί αρμοδιότητος τών δικαστηρίων , καί εκτελέσεως τών αποφάσεων επί αστικών καί εμπορικών υποθέσεων , σέ περίπτωση αιτημάτων πού στηρίζονται επί διαφορετικών υποχρεώσεων πού απορρέουν από σύμβαση αντιπροσωπεύσεως , η οποία συνδέει εξηρτημένο εργαζόμενο πρός επιχείρηση , ειναι εκείνη πού χαρακτηρίζει τήν εν λόγω σύμβαση .