EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61980CJ0155

Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1981.
Διαδικασία σχετική με χρηματικές ποινές κατά Sergius Oebel.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Amtsgericht Wiesbaden - Γερμανία.
Απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας στα αρτοποιεία.
Υπόθεση 155/80.

Συλλογή της Νομολογίας 1981 -01993

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1981:177

61980J0155

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 14ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1981. - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ ΚΑΤΑ SERGIUS OEBEL. - (ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ AMTSGERICHT ΤΟΥ WIESBADEN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ). - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΑ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 155/80.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1981 σελίδα 01993
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα 00171
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα 00177
Ισπανική ειδική έκδοση σελίδα 00545


Περίληψη
Διάδικοι
Αντικείμενο της υπόθεσης
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


1 . Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Διάκριση λόγω ιθαγενείας — Απαγόρευση — Έκταση

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 7 )

2 . Ελευθέρα κυκλοφορία τών εμπορευμάτων — Ποσοτικοί περιορισμοί επί τών εξαγωγών — Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος — Έννοια — Κανονιστική ρύθμιση ερειδομένη επί αντικειμενικών κριτηρίων καί μή εισάγουσα διακρίσεις μεταξύ εσωτερικού καί εξωτερικού εμπορίου — Αποκλεισμός

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρο 34 )

3 . Ελευθέρα κυκλοφορία τών εμπορευμάτων — Ποσοτικοί περιορισμοί — Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος — Κανονιστική ρύθμιση απαγορεύουσα τήν νυκτερινή εργασία στά αρτοποιεία — Παραδεκτό

( Συνθήκη ΕΟΚ άρθρα 30 καί 34 )

Περίληψη


1 . Η αρχή τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων πού αναφέρεται στό άρθρο 7 τής συνθήκης ΕΟΚ , δέν παραβιάζεται από μία κανονιστική ρύθμιση , η οποία δέν εφαρμόζεται αναλόγως μέ τήν ιθαγένεια τών επιχειρήσεων αλλά σέ συνάρτηση μέ τόν τόπο τής εγκαταστάσεώς τους . Επομένως δέν υφίσταται παράβαση τού άρθρου 7 ακόμη καί οταν ενα Κράτος μέλος δημιουργεί , μέ νομοθετική διάταξη πού δέν εισάγει διακρίσεις λόγω ιθαγενείας , μέ άμεσο ή έμμεσο τρόπο , κατάσταση θίγουσα τήν ανταγωνιστική ικανότητα τών επιχειρηματιών , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι στό έδαφός τους εν σχέσει μέ επιχειρηματίες εγκατεστημένους σ’ άλλα Κράτη μέλη .

2 . Τό άρθρο 34 τής συνθήκης ΕΟΚ αφορά τά εθνικά μέτρα , πού έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα νά περιορίσουν ειδικώς τά ρεύματα τών εξαγωγών καί νά επιβάλουν μέ αυτό τόν τρόπο μία διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ τού εσωτερικού εμπορίου Κράτους μέλους καί τού εξαγωγικού του εμπορίου , ουτως ωστε νά διασφαλίσουν ιδιαίτερο πλεονέκτημα στήν εθνική παραγωγή ή στήν εσωτερική αγορά τού ενδιαφερομένου κράτους .

Αυτή δέν ειναι προδήλως η περίπτωση κανονιστικής ρυθμίσεως οπως η προκειμένη , η οποία ανάγεται στήν οικονομική καί κοινωνική πολιτική καί πού εφαρμόζεται σέ συνάρτηση μέ αντικειμενικά κριτήρια στό σύνολο τών επιχειρήσεων ορισμένου τομέως , οι οποίες ειναι εγκατεστημένες στό εθνικό έδαφος , χωρίς νά δημιουργεί μία οιαδήποτε διαφορά μεταχειρίσεως λόγω τής ιθαγενείας τών επιχειρηματιών καί χωρίς νά εισάγει διάκριση μεταξύ τού εμπορίου στό εσωτερικό τού ενδιαφερομένου κράτους καί τού εξαγωγικού εμπορίου .

3 . Τά άρθρα 30 καί 34 τής συνθήκης ΕΟΚ δέν αντιτίθενται σέ μία εθνική κανονιστική ρύθμιση , η οποία απαγορεύει τήν παραγωγή καί τήν νύκτα πρίν από ορισμένη πρωινή ωρα τών προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής καθώς καί τήν μεταφορά καί διανομή τών προϊόντων αυτών στούς ατομικούς καταναλωτές καί στά σημεία λιανικής πωλήσεως .

Διάδικοι


Στήν υπόθεση 155/80

πού έχει ως αντικείμενο αίτηση πρός τό Δικαστήριο , τού Amtsgericht τού Wiesbaden , κατ’ εφαρμογή τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ μέ τήν οποία ζητείται στό πλαίσιο διαδικασίας πού εκκρεμεί ενώπιον τού αιτούντος δικαστηρίου , σχετικής μέ χρηματικές ποινές κατά

SERGIUS OEBEL ,

Αντικείμενο της υπόθεσης


η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 7 , 30 καί 34 τής συνθήκης ΕΟΚ ,

Σκεπτικό της απόφασης


1 Μέ διάταξη τής 22ας Απριλίου 1980 , πού περιήλθε στό Δικαστήριο στίς 2 Ιουλίου 1980 , τό Amtsgericht τού Wiesbaden υπέβαλε , δυνάμει τού άρθρου 177 τής συνθήκης ΕΟΚ , δύο προδικαστικά ερωτήματα ως πρός τήν ερμηνεία τών άρθρων 7 , 30 καί 34 τής συνθήκης ΕΟΚ , γιά νά δυνηθεί νά εγκρίνει άν μία εθνική κανονιστική ρύθμιση πού αφορά τήν νυκτερινή εργασία στά αρτοποιεία καί ζαχαροπλαστεία συμβιβάζεται μέ τό κοινοτικό δίκαιο .

2 Τά ερωτήματα αυτά ανέκυψαν μέσα στό πλαίσιο διώξεως γιά παράβαση τού άρθρου 5 τού γερμανικού νόμου περί διαρκείας τού χρόνου εργασίας στά αρτοποιεία καί ζαχαροπλαστεία ( Gesetz ueber die Arbeitszeit in Baeckereien und Konditoreien ), οπως ίσχυε στίς 23 Ιουλίου 1969 .

3 Τό άρθρο 5 παράγραφος 1 τού ανωτέρω νόμου προβλέπει κυρίως οτι απαγορεύεται , εκτός ορισμένων εξαιρέσεων , κατά τίς εργάσιμες ημέρες η νυκτερινή εργασία γιά τήν παραγωγή προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής μεταξύ 22ας καί 4ης ωρας . Τό άρθρο 5 παράγραφος 5 απαγορεύει τήν μεταφορά προϊόντων αρτοποιίας ή ζαχαροπλαστικής γιά διανομή στούς καταναλωτές ή στά σημεία πωλήσεως , μεταξύ 22ας καί 5.45 ωρας . Κατά τήν γερμανική κυβέρνηση , η εν λόγω απαγόρευση δέν αφορά τήν μεταφορά καί τήν παράδοση σέ χονδρεμπόρους , σέ μεσάζοντες , οπως λχ . σέ εμπόρους άρτου , σέ διανομείς προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής ή σέ αποθήκες πού ανήκουν στήν επιχείρηση .

4 Σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις τών διαδίκων στήν δίκη , ιδίως τής γερμανικής κυβερνήσεως , η επίδικη νομοθεσία έχει γιά πρωταρχικό σκοπό τήν προστασία τών εργαζομένων σέ μικρές καί μεσαίες επιχειρήσεις αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής , οι οποίες δέν διαθέτουν ικανό προσωπικό γιά νά δυνηθούν νά οργανώσουν τήν εργασία ανά ομάδες , από τήν συνεχή νυκτερινή εργασία πού δύναται νά βλάψει τήν υγεία τους . Η επέκταση τής απαγορεύσεως στίς μεγάλες επιχειρήσεις τού τομέως , οι οποίες ειναι ικανές νά οργανώσουν τήν εργασία ανά ομάδες , έχει ως αντικείμενο τήν προστασία τών βιοτεχνικών επιχειρήσεων από τόν βιομηχανικό ανταγωνισμό .

5 Θεωρώντας οτι η εν λόγω νομοθεσία δυνατόν νά ειναι ασυμβίβαστη πρός τό κοινοτικό δίκαιο κατά τό οτι έχει ως αποτέλεσμα ν’ αποκλείει τήν έγκαιρη διανομή νωπών προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής στά ομορα τής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας τής Γερμανίας Κράτη μέλη καί νά δημιουργεί έτσι στρέβλωση τού ανταγωνισμού μέσα στό πλαίσιο τής Κοινότητος , τό Amtsgericht τού Wiesbaden υπέβαλε τ’ ακόλουθα ερωτήματα :

«1 . Τό άρθρο 7 τής συνθήκης ΕΟΚ πρέπει επίσης νά ληφθεί υπό τήν έννοια οτι υφίσταται παράβαση τής απαγορεύσεως διακρίσεως οταν ενα Κράτος μέλος τής Κοινότητος δημιουργεί , μέ νομοθετική διάταξη , μία κατάσταση πού θίγει σημαντικά τήν ανταγωνιστική ικανότητα τών ιδίων του υπηκόων , εν σχέσει μέ τούς υπηκόους τών άλλων Κρατών μελών , στόν ίδιο επαγγελματικό τομέα ;

2 . Τά άρθρα 30 καί 34 τής συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ληφθούν υπό τήν έννοια οτι τά αποτελέσματα , πού προκύπτουν από τήν παράγραφο 5 τού γερμανικού νόμου περί διαρκείας τής εργασίας στά αρτοποιεία καί ζαχαροπλαστεία , μέσα στό πλαίσιο τής εξαγωγής καί εισαγωγής νωπών προϊόντων τού τομέως , πρέπει νά θεωρηθούν ως μέτρα ισοδύναμα πρός ποσοτικό περιορισμό επί τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών;»

Επί τού πρώτου ερωτήματος

6 Όπως προκύπτει από τίς σκέψεις τής διατάξεως περί παραπομπής , τό πρώτο ερώτημα αποβλέπει στό νά κριθεί άν μία κανονιστική ρύθμιση Κράτους μέλους η οποία , σέ ορισμένες περιοχές ομορες άλλων Κρατών μελών στά οποία δέν υπάρχει παρομοία κανονιστική ρύθμιση , συνεπάγεται στρεβλώσεις τού ανταγωνισμού εις βάρος τών επιχειρηματιών πού ειναι εγκατεστημένοι στό έδαφος τού πρώτου κράτους , πρέπει νά θεωρηθεί οτι εισάγει διακρίσεις κατά τήν έννοια τού άρθρου 7 τής συνθήκης .

7 Όπως έχει δεχθεί επανειλημμένως τό Δικαστήριο , τελευταία δέ μέ τήν απόφασή του τής 30ής Νοεμβρίου 1978 ( Bussone , 31/78 , Rec . 1978 , σ . 2446 ) η αρχή τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων πού αναφέρεται στό άρθρο 7 δέν παραβιάζεται από μιά κανονιστική ρύθμιση , η οποία δέν εφαρμόζεται αναλόγως μέ τήν ιθαγένεια τών επιχειρηματιών , αλλά σέ συνάρτηση μέ τόν τόπο τής εγκαταστάσεώς τους .

8 Από τά ανωτέρω επεται οτι μία εθνική κανονιστική ρύθμιση , η οποία δέν εισάγει διακρίσεις μεταξύ τών υποκειμένων σ’ αυτήν , μέ άμεσο ή έμμεσο τρόπο λόγω τής ιθαγενείας , δέν ειναι αντίθετη πρός τό άρθρο 7 ακόμα καί οταν θίγει τήν ανταγωνιστική ικανότητα τών επιχειρηματιών , οι οποίοι υπόκεινται σ’ αυτήν .

9 Εξ άλλου , οπως έχει δεχθεί τό Δικαστήριο μέ τήν απόφασή του τής 3ης Ιουλίου 1979 ( van Dam , 185 εως 204/78 , Rec . 1979 , σ . 2361 ) δέν δύναται νά λογισθεί ως αντίθετη πρός τήν αρχή τής απαγορεύσεως τών διακρίσεων η εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας εκ μόνου τού λόγου οτι , δήθεν , άλλα Κράτη μέλη εφαρμόζουν διατάξεις λιγότερο αυστηρές .

10 Συνεπώς στό πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση οτι τό άρθρο 7 τής συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ληφθεί υπό τήν έννοια οτι δέν απαγορεύει παρά μόνο τίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας τών επιχειρηματιών . Επομένως , δέν υφίσταται παράβαση τού άρθρου 7 ακόμα καί οταν ενα Κράτος μέλος δημιουργεί , μέ νομοθετική διάταξη πού δέν εισάγει διακρίσεις λόγω ιθαγενείας , μέ άμεσο ή έμμεσο τρόπο , κατάσταση θίγουσα τήν ανταγωνιστική ικανότητα τών επιχειρηματιών , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι στό έδαφός του εν σχέσει μέ επιχειρηματίες εγκατεστημένους σ’ άλλα Κράτη μέλη .

Επί τού δευτέρου ερωτήματος

11 Μέ τό δεύτερο ερώτημα , ο εθνικός δικαστής επιθυμεί νά πληροφορηθεί άν τ’ αποτελέσματα πού συνεπάγεται μία εθνική νομοθεσία περί τών ωρών παραγωγής στά αρτοποιεία καί ζαχαροπλαστεία , οπως η επίμαχη γερμανική νομοθεσία , εν σχέσει μέ τήν εξαγωγή καί εισαγωγή νωπών προϊόντων τού τομέως , πρέπει νά θεωρηθούν ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός ποσοτικό περιορισμό επί τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών , κατά τήν έννοια τών άρθρων 30 καί 34 τής συνθήκης .

Όσον αφορά τόν περιορισμό παραγωγής

12 Δέν ειναι δυνατόν ν’ αμφισβητηθεί οτι η απαγόρευση παραγωγής πρίν από τήν 4η πρωινή ωρα στόν τομέα τής αρτοποιίας καί τής ζαχαροπλαστικής , συνιστά θεμιτή επιλογή οικονομικής καί κοινωνικής πολιτικής , σύμφωνη πρός τούς επιδιωκομένους από τήν συνθήκη στόχους γενικού συμφέροντος . Πράγματι , η απαγόρευση αυτή αποσκοπεί στήν βελτίωση τών ορων εργασίας σέ εναν τομέα προδήλως ευαίσθητο πού χαρακτηρίζεται , εξ επόψεως διαδικασίας παραγωγής , από ιδιαιτερότητες , οι οποίες συνδέονται τόσο μέ τήν ποιότητα τών προϊόντων , οσο καί μέ τίς συνήθειες τών καταναλωτών .

13 Οι περιστάσεις αυτές εξηγούν τό οτι πολλά Κράτη μέλη τής Κοινότητος , καθώς καί ορισμένος αριθμός τρίτων κρατών έχουν υποβάλει τήν νυκτερινή παραγωγή σ’ αυτό τόν τομέα σέ παρόμοιες ρυθμίσεις . Πρέπει σχετικά μ’ αυτό νά επισημανθεί ιδίως η σύμβαση αριθ . 20 τής Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας , τής 8ης Ιουνίου 1925 , πού αφορά τήν νυκτερινή εργασία στά αρτοποιεία καί η οποία απαγορεύει , υπό τήν επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων , τήν νυκτερινή παραγωγή άρτου , προϊόντων ζαχαροπλαστικής καί παρομοίων προϊόντων .

14 Ο κατηγορούμενος τής κυρίας δίκης υπεστήριξε οτι η απαγόρευση παραγωγής προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής πρό τής 4ης πρωινής ωρας συνιστά εμπόδιο γιά τίς εξαγωγές , πού απαγορεύεται από τό άρθρο 34 τής συνθήκης . Αυτό ισχύει ιδίως γιά τά προϊόντα , τά οποία πρέπει νά διανεμηθούν νωπά εγκαίρως γιά τό πρωινό καί πού πρέπει επομένως νά παραχθούν κατά τήν νύκτα τήν αμέσως προηγουμένη τής ημέρας πωλήσεως .

15 Πάντως , οπως έχει ήδη δεχθεί τό Δικαστήριο μέ τήν απόφασή του τής 8ης Νοεμβρίου 1979 ( Groenveld , 15/79 , Rec . 1979 , σ . 3409 ) τό άρθρο 34 αφορά τά εθνικά μέτρα πού έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα νά περιορίσουν ειδικώς τά ρεύματα τών εξαγωγών καί νά επιβάλουν μ’ αυτό τόν τρόπο μία διαφορά μεταχειρίσεως μεταξύ τού εσωτερικού εμπορίου Κράτους μέλους καί τού εξαγωγικού του εμπορίου , κατά τρόπο ωστε νά διασφαλίσουν ιδιαίτερο πλεονέκτημα στήν εθνική παραγωγή ή στήν εσωτερική αγορά τού ενδιαφερομένου κράτους .

16 Αυτή δέν ειναι προφανώς η περίπτωση κανονιστικής ρυθμίσεως οπως η προκειμένη , η οποία ανάγεται στήν οικονομική καί κοινωνική πολιτική καί πού εφαρμόζεται σέ συνάρτηση μέ αντικειμενικά κριτήρια στό σύνολο τών επιχειρήσεων ορισμένου τομέως , οι οποίες ειναι εγκατεστημένες στό εθνικό έδαφος , χωρίς νά δημιουργεί μιά οιαδήποτε διαφορά μεταχειρίσεως λόγω τής ιθαγενείας τών επιχειρηματιών καί χωρίς νά εισάγει διάκριση μεταξύ τού εσωτερικού καί τού εξαγωγικού εμπορίου τού ενδιαφερομένου κράτους .

Όσον αφορά τόν περιορισμό μεταφοράς καί διανομής

17 Ο κατηγορούμενος τής κυρίας δίκης αμφισβητεί επίσης τήν απαγόρευση μεταφοράς καί παραδόσεως τών προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής στούς καταναλωτές καί στά σημεία πωλήσεως πρίν από τίς 5.45 τό πρωί , η οποία συνάπτεται μέ τήν κανονιστική ρύθμιση τής νυκτερινής παραγωγής , καί η οποία αμφισβητήθη ενώπιον τού εθνικού δικαστού . Ισχυρίζεται οτι η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος πρός περιορισμούς ταυτοχρόνως επί τών εισαγωγών καί τών εξαγωγών εξ αιτίας τού γεγονότος οτι εμποδίζει , αφ’ ενός , τούς κατασκευαστές , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι στά άλλα Κράτη μέλη , νά παραδίδουν εγκαίρως προϊόντα ζαχαροπλαστικής στούς καταναλωτές καί στά σημεία πωλήσεως στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας καί , αφ’ ετέρου , τούς κατασκευαστές πού ειναι εγκατεστημένοι στήν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία τής Γερμανίας νά προβαίνουν σέ έγκαιρη παράδοση στά άλλα Κράτη μέλη .

18 Κατά τήν γερμανική κυβέρνηση , η απαγόρευση μεταφοράς καί παραδόσεως πρίν από τίς 5.45 έχει ως μόνο σκοπό τήν διασφάλιση τής τηρήσεως τής απαγορεύσεως τής νυκτερινής παραγωγής η οποία , διαφορετικά , θά διέφευγε τήν αποτελεσματική επιτήρηση τών αρμοδίων αρχών . Ειναι απαραίτητη η επέκταση τής απαγορεύσεως αυτής καί στά προϊόντα προελεύσεως τών άλλων Κρατών μελών διότι σέ αντίθετη περίπτωση οι παραγωγοί πού ειναι εγκατεστημένοι στό γερμανικό έδαφος θά μειονεκτούσαν έναντι τού ξένου ανταγωνισμού , πράγμα πού θά ηταν αντίθετο πρός τήν αρχή τής ίσης μεταχειρίσεως . Κατά συνέπεια , η εξαίρεση τών προϊόντων προελεύσεως άλλων Κρατών μελών από τήν απαγόρευση αυτή θά εμπόδιζε όχι μόνο τήν διατήρησή της ως πρός τά εθνικά προϊόντα αλλά επίσης καί τήν διατήρηση τής κανονιστικής ρυθμίσεως τού χρόνου παραγωγής .

19 Εν προκειμένω πρέπει νά διευκρινισθεί οτι τό περιοριστικό αποτέλεσμα μιάς κανονιστικής ρυθμίσεως ως πρός τόν χρόνο μεταφοράς καί παραδόσεως τών προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής , πού συμπληρώνει τήν κανονιστική ρύθμιση τού χρόνου παραγωγής τών προϊόντων αυτών , πρέπει νά εκτιμηθεί λαμβανομένου υπ’ όψη τού πεδίου εφαρμογής της .

20 Άν μιά τέτοια κανονιστική ρύθμιση περιορίζεται στήν μεταφορά εν όψει τής παραδόσεως σέ μεμονωμένους καταναλωτές καί σέ σημεία λιανικής πωλήσεως , χωρίς αυτό νά θίγει τήν μεταφορά καί τήν παράδοση σέ αποθήκες ή σέ μεσάζοντες , δέν δύναται νά επιφέρει τόν περιορισμό τών εισαγωγών ή τών εξαγωγών μεταξύ Κρατών μελών . Σ’ αυτή τήν περίπτωση , οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές παραμένουν πράγματι δυνατές , ανά πάσα στιγμή , υπό τήν μόνη επιφύλαξη οτι η παράδοση στούς καταναλωτές καί στό λιανικό εμπόριο περιορίζεται μέ τόν ίδιο τρόπο γιά ολους τούς παραγωγούς ανεξαρτήτως τού τόπου εγκαταστάσεώς τους . Υπό τίς περιστάσεις αυτές , μιά τέτοια κανονιστική ρύθμιση δέν ειναι αντίθετη πρός τά άρθρα 30 καί 34 τής συνθήκης .

21 Στό δεύτερο ερώτημα πρέπει επομένως νά δοθεί η απάντηση οτι τά άρθρα 30 καί 34 τής συνθήκης ΕΟΚ δέν αντιτίθενται σέ μιά εθνική κανονιστική ρύθμιση , η οποία απαγορεύει τήν παραγωγή κατά τήν νύκτα , πρίν από ορισμένη πρωινή ωρα , προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής , καθώς καί τήν μεταφορά καί παράδοση τών προϊόντων αυτών σέ μεμονωμένους καταναλωτές καί σέ σημεία λιανικής πωλήσεως .

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί τών δικαστικών εξόδων

22 Τά έξοδα στά οποία υπεβλήθησαν η γερμανική κυβέρνηση , η γαλλική κυβέρνηση καί η Επιτροπή , οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στό Δικαστήριο , δέν αποδίδονται . Δοθέντος οτι η διαδικασία , ως πρός τούς διαδίκους τής κυρίας δίκης , έχει τόν χαρακτήρα παρεμπίπτοντος πού ανέκυψε ενώπιον τού εθνικού δικαστηρίου , σ’ αυτό εναπόκειται νά αποφανθεί επί τών δικαστικών εξόδων .

Διατακτικό


Διά ταύτα

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί τών ερωτημάτων πού τού υπεβλήθησαν από τό Amtsgericht τού Wiesbaden μέ διάταξη τής 22ας Απριλίου 1980 , αποφαίνεται :

1 ) Τό άρθρο 7 τής συνθήκης ΕΟΚ πρέπει νά ληφθεί υπό τήν έννοια οτι δέν απαγορεύει παρά μόνο τίς διακρίσεις λόγω τής ιθαγενείας τών επιχειρηματιών . Επομένως δέν υφίσταται παράβαση τού άρθρου 7 ακόμα καί οταν ενα Κράτος μέλος δημιουργεί , μέ νομοθετική διάταξη πού δέν εισάγει διακρίσεις λόγω ιθαγενείας μέ άμεσο ή έμμεσο τρόπο , κατάσταση θίγουσα τήν ανταγωνιστική ικανότητα τών επιχειρηματιών , οι οποίοι ειναι εγκατεστημένοι στό έδαφός τους εν σχέσει μέ επιχειρηματίες εγκατεστημένους σ’ άλλα Κράτη μέλη .

2)Τά άρθρα 30 καί 34 τής συνθήκης ΕΟΚ δέν αντιτίθενται σέ μία εθνική κανονιστική ρύθμιση , η οποία απαγορεύει τήν παραγωγή κατά τήν νύκτα πρίν από ορισμένη πρωινή ωρα , προϊόντων αρτοποιίας καί ζαχαροπλαστικής , καθώς καί τήν μεταφορά καί παράδοση τών προϊόντων αυτών σέ μεμονωμένους καταναλωτές καί σέ σημεία λιανικής πωλήσεως .

Επάνω