Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61970CC0022
Opinion of Mr Advocate General Dutheillet de Lamothe delivered on 10 March 1971. # Commission of the European Communities v Council of the European Communities. # European Agreement on Road Transport. # Case 22-70.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Dutheillet de Lamothe της 10ης Μαρτίου 1971.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ευρωπαϊκή συμφωνία επί των οδικών μεταφορών.
Υπόθεση 22/70.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Dutheillet de Lamothe της 10ης Μαρτίου 1971.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ευρωπαϊκή συμφωνία επί των οδικών μεταφορών.
Υπόθεση 22/70.
Ελληνική ειδική έκδοση 1969-1971 00729
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1971:23
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ALAIN DUTHEILLET DE LAMOTHE
της 10ης Μαρτίου 1971 ( *1 )
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
Όπως γνωρίζει το Δικαστήριο, είναι η πρώτη φορά που υποβάλλεται σ' αυτό διαφορά, η οποία ανέκυψε σ' αυτή την περίεργη «οικογένεια», την οποία αποτελούν το Συμβούλιο των Υπουργών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η πρωτοτυπία και η ιδιαιτερότητα της διαφοράς αυτής δείχνουν τις άριστες σχέσεις που διατηρεί κατά βάθος το «ζευγάρι» αυτό, η γονιμότητα του οποίου αποδεικνύεται με περίπου 7000 κοινοτικούς κανονισμούς και μερικές χιλιάδες αποφάσεις ή οδηγίες, τις οποίες εξέδωσαν μαζί.
Η διαφορά αυτή ανέκυψε επ' ευκαιρία διαπραγματεύσεων οι οποίες διεξάγονταν με τρίτες χώρες, σε ένα τομέα ιδιαίτερα ευαίσθητο: τις συνθήκες εργασίας των πληρωμάτων των οχημάτων που πραγματοποιούν διεθνείς μεταφορές οδικώς.
Η υπόμνηση των μέχρι τώρα άκαρπων προσπαθειών προς επίλυση του ζητήματος αυτού σε διεθνές επίπεδο δείχνει αρκετά τις δυσκολίες που παρουσιάζει.
Το 1939, το Δ.Γ.Ε. πρότεινε μια σύμβαση.
Η σύμβαση αυτή δεν ίσχυσε ποτέ, διότι δεν επικυρώθηκε παρά μόνο από δύο χώρες.
Με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκε πάλι το 1951 η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, η οποία κατόρθωσε να επεξεργαστεί μια συμφωνία το 1954, αλλά αυτή η συμφωνία επίσης δεν ίσχυσε ποτέ, ελλείψει επικυρώσεως από αρκετό αριθμό κρατών.
Τότε ασχολήθηκε με το πρόβλημα η οικονομική επιτροπή για την Ευρώπη των Ηνωμένων Εθνών.
Αυτή πρότεινε, το 1962, προς υπογραφή στις κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών της Ευρώπης, μια ευρωπαϊκή συμφωνία περί της εργασίας των πληρωμάτων των οχημάτων που εκτελούν διεθνείς μεταφορές οδικώς, η οποία συνήθως αναφέρεται με το ακρωνύμιο «AETR».
Η συμφωνία αυτή υπεγράφη από 18 κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και οι Κυβερνήσεις των έξι κρατών μελών, αλλά ούτε και αυτή ίσχυσε ποτέ, ελλείψει των αναγκαίων επικυρώσεων.
Μετά το 1966, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα άρχισε να ασχολείται με το ζήτημα και έτσι ετοιμάστηκε ένα σχέδιο κοινοτικού κανονισμού.
Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα την προώθηση των διαπραγματεύσεων της Γενεύης.
Τον Ιούλιο του 1968, το Συμβούλιο εξέτασε μια πρόταση κοινοτικού κανονισμού που του υπέβαλε η Επιτροπή και προσδιόρισε τις προϋποθέσεις για κοινές ενέργειες των έξι κρατών στη Γενεύη, ώστε να επιτευχθεί τροποποίηση της AETR, ικανή να επιτρέψει αφενός, την επικύρωσή της από επαρκή αριθμό κρατών και, αφετέρου, την ευθυγράμμιση των αρχικών διατάξεων προς αυτές της προτάσεως κοινοτικού κανονισμού.
Το Μάρτιο του 1969, το Συμβούλιο δέχθηκε οριστικά την πρόταση του κανονισμού, που είχε εξετάσει τον Ιούλιο του 1968, και αυτή έγινε ο κανονισμός 543/69, ο οποίος δημοσιεύτηκε στις 28 Μαρτίου 1969, για να αρχίσει να ισχύει από την 1η Απριλίου 1969.
Ο κανονισμός αυτός προέβλεπε ότι ήταν εφαρμοστέος στις μεταφορές με οχήματα με πινακίδες ενός κράτους μέλους, από την 1η Οκτωβρίου 1969, στις δε μεταφορές με οχήματα με πινακίδες τρίτου κράτους, από την 1η Οκτωβρίου 1970.
Στο μεταξύ, στη Γενεύη, οι διαπραγματεύσεις για την επίτευξη των τροποποιήσεων που κρίνονταν επιθυμητές στην AETR προχωρούσαν ευνοϊκά, στο σύνολό τους.
Όμως, η Επιτροπή είχε εκφράσει, αμέσως μετά το 1968, επιφυλάξεις ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης.
Χωρίς ποτέ, και τούτο είναι σημαντικό, να διεκδικήσει για την ίδια το δικαίωμα να διεξαγάγει μόνη τις διαπραγματεύσεις στο όνομα της Κοινότητας, επίσης, χωρίς ποτέ να υποβάλει στο Συμβούλιο ρητές και συγκεκριμένες προτάσεις επί της υποθέσεως αυτής, η Επιτροπή, κάθε φορά που συζητείτο το ζήτημα, εξέφραζε ρητά την επιθυμία της να συνδεθεί στενότερα με τις διαπραγματεύσεις, ιδίως με την παρουσία στη Γενεύη των εμπειρογνωμόνων της, παράλληλα προς εκείνους των κρατών μελών. Όμως το Συμβούλιο, όπως φαίνεται, εκώφευσε.
Αυτή η διαφορά απόψεων επρόκειτο να έχει μία πολύ σοβαρότερη εξέλιξη, κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 1970, δηλαδή λίγες ημέρες πριν από τη συνάντηση που θα πραγματοποιείτο στη Γενεύη στις 2 και 3 Απριλίου με σκοπό να αποφασιστεί το οριστικό κείμενο της τροποποιημένης AETR.
Η Επιτροπή επανέλαβε, ακόμη εντονότερα, τις επιφυλάξεις και τις διαμαρτυρίες της κατά της διαδικασίας που ακολουθείτο κατά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη αυτής της συμφωνίας. Τότε το Συμβούλιο έλαβε μια απόφαση, από την οποία θα διαβάσω τα ουσιώδη μέρη, όπως προκύπτουν από τα πρακτικά, για τα οποία, αν και συντάχθηκαν αργότερα, δεν υπάρχει αμφισβήτηση:
«Διαδικασία της διαπραγμάτευσης
Το Συμβούλιο συμφωνεί επί του ότι, σύμφωνα με τη γραμμή που αποφασίστηκε κατά τη συνεδρίασή του στις 18/19 Ιουλίου 1968, οι διαπραγματεύσεις με τις τρίτες χώρες θα συνεχιστούν και θα συναφθούν από τα έξι κράτη μέλη, τα οποία θα είναι συμβαλλόμενα μέρη στην AETR. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και κατά τη σύναψη της συμφωνίας, τα κράτη μέλη θα ακολουθήσουν κοινή στάση, συντονίζοντας τις θέσεις τους κατά τη συνήθη διαδικασία, με στενή συνεργασία με τα κοινοτικά όργανα, η αντιπροσωπεία δε, η οποία ασκεί την προεδρία του Συμβουλίου, θα ενεργεί ως εκπρόσωπος.
Η Επιτροπή, επιβεβαιώνοντας τις επιφυλάξεις της επί της διαδικασίας αυτής, δηλώνει ότι θεωρεί τη θέση που έλαβε το Συμβούλιο ως μη σύμφωνη προς τη Συνθήκη.
Όσον αφορά την προσαρμογή του κανονισμού, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διατάξεις της AETR, το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι, για να παρασχεθεί η δυνατότητα στα κράτη μέλη να συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την AETR, ο κοινοτικός κανονισμός 543/69 έπρεπε να τροποποιηθεί εγκαίρως, πριν την 1η Οκτωβρίου 1970, κατά τρόπον ώστε να επιτρέπει τη συνύπαρξη μεταξύ των δύο ρυθμίσεων.
Λαμβανομένης υπόψη αυτής της ανάγκης και προς το σκοπό της βελτίωσης της εφαρμογής των κοινωνικών ρυθμίσεων και για την επέκταση των κοινωνικών ρυθμίσεων σε όλη την Ευρώπη, το Συμβούλιο … καλεί την Επιτροπή να του υποβάλλει σε εύθετο χρόνο τις προτάσεις που θα επιτρέπουν τις αναγκαίες προσαρμογές του κανονισμού 543/69 προς την AETR.»
Με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει αυτήν ακριβώς την απόφαση.
Πριν αρχίσω να την εξετάζω, σημειώνω απλώς δύο γεγονότα που συνέβησαν από το Μάρτιο του 1970:
— |
αφενός, οι διαπραγματεύσεις της Γενεύης κατέληξαν στις 2 και 3 Απριλίου 1970 σε ένα σχέδιο συμφωνίας, το οποίο προτάθηκε έως την 1η Απριλίου 1971 στα κράτη προς υπογραφή, |
— |
αφετέρου, σύμφωνα με τις ενδείξεις που παρασχέθηκαν προ ολίγων ημερών κατά την προφορική διαδικασία, τέσσερα από τα κράτη μέλη έχουν ήδη υπογράψει αυτή τη συμφωνία, και άλλα εξάλλου την έχουν, ίσως, υπογράψει μετά την προφορική διαδικασία της 11ης Φεβρουαρίου, τούτο όμως το αγνοώ. |
I — |
Το Συμβούλιο αντιτείνει κατά της προσφυγής αυτής «in limine litis» δύο ενστάσεις απαραδέκτου. Πιστεύω ότι είναι ορθό, ότι η προσφυγή της Επιτροπής θέτει πρόβλημα παραδεκτού, το οποίο όμως συνδέεται στην πραγματικότητα, κατά τη γνώμη μου, τόσο στενά με ορισμένα σημεία της ίδιας της ουσίας της υπόθεσης, ώστε δύσκολα να μπορεί να διαχωριστεί από αυτήν. |
Α — |
Για να το προσδιορίσω, θεωρώ ότι πρέπει καταρχήν να τεθούν κατά μέρος τα σημεία που, κατά τη γνώμη μου, δεν έχουν παρά μικρή μόνο σημασία. Αυτά είναι δύο τον αριθμό: αφενός το εκπρόθεσμο και, αφετέρου, οι δυσκολίες που θα μπορούσαν να ανακύψουν στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ερμηνεία του όρου «πράξη», που χρησιμοποιεί το άρθρο 173 της Συνθήκης, το οποίο επικαλέστηκε η Επιτροπή, προσφεύγοντας ενώπιον του Δικαστηρίου.
|
Β — |
Η βάσει του άρθρου 173 αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δεν του προσδίδει την ιδιότητα του «διαιτητή-συμφιλιωτή» μεταξύ των άλλων οργάνων της Κοινότητας, ούτε το επιφορτίζει να εκδίδει «συμβουλευτικές γνώμες», όπως αυτές που μπορεί να εκδίδει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το άρθρο αυτό, από την άποψη που ενδιαφέρει εδώ, απονέμει αρμοδιότητα στο Δικαστήριο να ελέγχει αν οι πράξεις, που μπορεί να εκδίδει το Συμβούλιο των Υπουργών ως όργανο της Κοινότητας, είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της Συνθήκης. Όμως, από δεκαετίας έχει διαμορφωθεί μια πρακτική, θα έλεγα ένα έθιμο, βάσει του οποίου το Συμβούλιο των Υπουργών της ΕΟΚ έχει καταστεί όργανο που καλείται συνεχώς να ασκεί δύο ειδών λειτουργίες. Το Συμβούλιο της ΕΟΚ είναι, αφενός, και κυρίως βέβαια, το κοινοτικό εκείνο όργανο για το οποίο η Συνθήκη έχει προβλέψει την ύπαρξη, τις εξουσίες και τους τρόπους παρέμβασής του. Συνιστά, όμως, επίσης το πλαίσιο εντός του οποίου οι υπουργοί των κυβερνήσεων των έξι κρατών μελών διασκέπτονται και καθορίζουν την αρχή και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των όσων συμφωνούν να πράξουν από κοινού. Κατά τη χρησιμοποιούμενη από πολλούς συγγραφείς έκφραση, το Συμβούλιο είναι άλλοτε όργανο της Κοινότητας συσταθέν μεταξύ των έξι κρατών, άλλοτε δε όργανο της συλλογικότητας την οποία απαρτίζουν τα έξι αυτά κράτη (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Φεβρουαρίου 1970, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, Recueil XVI — 1970, σ. 57). Αυτή η διττή φύση των λειτουργιών έχει συγχρόνως και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Τα πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος γενικά, είναι βέβαια. Ευτυχώς το Συμβούλιο των Υπουργών των έξι κρατών δεν περιορίζεται στην άσκηση μόνο των αρμοδιοτήτων που του απονέμονται περιοριστικά από τη Συνθήκη, αλλά επιζητεί, επ' ευκαιρία των διασκέψεών του, την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των Έξι. Εξάλλου, ιστορικά, αυτός ο τρόπος παρέμβασης του Συμβουλίου συχνά αποτέλεσε τη βάση για σημαντικά «βήματα προς τα εμπρός» από ευρωπαϊκής απόψεως, αρκεί δε να υπενθυμίσω μόνο, για παράδειγμα, τις διάφορες αποφάσεις του 1960, 1962 και 1963, που επέτρεψαν την επιτάχυνση, σε σχέση με το ρυθμό που είχε αρχικά προβλεφθεί από τη Συνθήκη, της πραγματοποίησης ορισμένων από τους σκοπούς της. Όμως τα μειονεκτήματα δεν πρέπει να παραβλεφθούν. Το ένα είναι σχετικά ασήμαντο, μολονότι στην πρακτική είναι πολύ ενοχλητικό. Η διαφορά μεταξύ των πράξεων που εκδίδει το Συμβούλιο, ως όργανο της Κοινότητας, και των αποφάσεών του, ως οργάνου διασκέψεως μεταξύ των κρατών μελών, συνήθως δεν προσδιορίζεται ποτέ καθαρά από τη μορφή τους. Ασφαλώς, οι νομικές υπηρεσίες προσπαθούν να επιφυλάσσουν για την πρώτη κατηγορία παρεμβάσεων τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 189 της Συνθήκης:«κανονισμοί», «αποφάσεις», «οδηγίες» κ.τ.λ. και να δίδουν διαφορετικές ονομασίες στη δεύτερη «αποφάσεις» (résolutions), «δηλώσεις προθέσεως», «πρωτόκολλα» ή «συμφωνίες», υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις όπου η σύγχυση είναι πλήρης, ιδίως για ορισμένες αποφάσεις-délibérations που χαρακτηρίζονται ως αποφάσεις-décisions. Δεν πρέπει ασφαλώς να επιδεικνύεται υπερβολική τυπολατρεία και θα ήταν παράλογη παραδείγματος χάρη η απαίτηση, οι υπουργοί των κυβερνήσεων των έξι να μεταβαίνουν από την αίθουσα του Συμβουλίου στο προσωπικό γραφείο του εν ενεργεία προέδρου, όταν παύουν να ενεργούν ως κοινοτική αρχή, ή να έχουν σε όλες τις περιπτώσεις δύο διαφορετικές ημερήσιες διατάξεις. Εντούτοις, μπορεί να διατυπωθεί η ευχή για λίγο περισσότερη σαφήνεια στη διαδικασία και την ορολογία. Ως προς αυτό, η δημοσίευση του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποσαφήνιση αυτή. Αυτή η ευχή είναι ακόμη περισσότερο σφο δρή διότι υπάρχει δικαιολογημένα ο φόβος πέρα από την ορολογική σύγχυση, να κα ταλήξει αυτό σε παραγνώριση των αρμο διοτήτων και των διαδικασιών που προβλέ πονται από τη Συνθήκη. Αυτό είναι το δεύτερο μειονέκτημα της ακολουθούμενης πρακτικής και το οποίο είναι πολύ σοβαρότερο από το πρώτο. Εγείρεται, πράγματι, το ερώτημα μήπως το Συμβούλιο των Υπουργών εκδίδει μερικές φορές, υπό προϋποθέσεις και με διαδικασίες διαφορετικές από τις προβλεπόμενες από τη Συνθήκη, πράξεις τις οποίες θα έπρεπε να εκδώσει ως όργανο της Κοινότητας, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις εξουσίες της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου ή της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής. Στο Κοινοβούλιο υψώθηκαν φωνές για να διαδηλώσουν ότι πράγματι αυτό ενίοτε συμβαίνει. Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι ένα σημείο που το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει κάθε φορά που αμφισβητείται ενώπιόν του απόφαση-délibération του Συμβουλίου. Όμως, σ' αυτό ακριβώς έγκειται η ουσία της δυσκολίας που προκύπτει από την υπό κρίση υπόθεση και είναι αυτή η οποία, όπως θα το αναφέρω σε λίγο, πρέπει να οδηγήσει στην ταυτόχρονη εξέταση του παραδεκτού και ορισμένων θεμάτων επί της ουσίας. Πιστεύω ότι συμβαίνει το ένα από τα δύο:
Στην πρώτη περίπτωση, η προσφυγή είναι παραδεκτή, διότι η υπό κρίση απόφαση-déliberation είναι απόφαση του Συμβουλίου, το οποίο ενήργησε ως κοινοτικό όργανο. Στη δεύτερη περίπτωση, η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι πράξη κοινοτικής αρχής, αλλά απόφαση του Συμβουλίου, το οποίο ενήργησε ως όργανο της συλλογικότητας των κρατών μελών. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα οδηγήσει το Δικαστήριο στο να συναγάγει ορισμένες αρχές περί της κοινοτικής αρμοδιότητας σε θέματα διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, αυτό δε το ερώτημα θα εξετάσω τώρα. |
II — |
|
III — |
Ίσως όμως το Δικαστήριο θεωρήσει ότι πρέπει να ακολουθηθεί μέθοδος ερμηνείας, τολμηρότερη από αυτήν που προτείνω, παρά τις αντιρρήσεις που μόλις υπογράμμισα, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, στο τελευταίο μέρος των προτάσεων αυτών, θα εξετάσω συνοπτικά ποια θα ήταν τα προβλήματα που θα ανέκυπταν ενώπιον του Δικαστηρίου, αν τούτο έκρινε ότι η προσφυγή αυτή της Επιτροπής είναι παραδεκτή. |
Α — |
Αν κρίνει το Δικαστήριο ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη της AETR εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 116 [ης Συνθήκης, δηλαδή αν κρίνει ότι οι γενικοί όροι του άρθρου αυτού υπερισχύουν [ης θέσης του στη Συνθήκη, για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του, πιστεύω παρά ταύτα ότι θα όφειλε να αποφανθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την παραβιάζει. Πράγματι, το άρθρο αυτό καθιερώνει δύο διαφορετικά συστήματα, ανάλογα με το αν έχει εκπνεύσει ή όχι η μεταβατική περίοδος της Συνθήκης. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, «τα κράτη μέλη συνεννοούνται μεταξύ τους για να συντονίσουν τη δράση τους και να υιοθετήσουν, κατά το δυνατόν, ενιαία στάση». Αυτό ακριβώς έπραξαν κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου το Μάρτιο του 1969. Ασφαλώς, το Μάρτιο του 1970, η μεταβατική περίοδος είχε λήξει πριν από κάτι λιγότερο από τρεις μήνες. Όμως οι διαπραγματεύσεις για την AETR είχαν ουσιαστικά περατωθεί, αφού το τελικό κείμενο της AETR υιοθετήθηκε στη Γενεύη στις 2 και 3 Απριλίου 1970, ήτοι λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες μετά την προσβαλλόμενη απόφαση. Αραγε, το τέλος της μεταβατικής περιόδου είχε ως αποτέλεσμα να έχουν εφαρμογή στις διαπραγματεύσεις αυτές οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 116, κατά το οποίο η από κοινού δράση των κρατών μελών, μετά τη μεταβατική περίοδο, δεν μπορεί να αποφασιστεί από το Συμβούλιο, παρά κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής; Δεν το πιστεύω και θεωρώ αντίθετα ότι, σε τόσο λεπτές διαπραγματεύσεις, η από κοινού δράση των κρατών μελών, αφού ανελήφθη και έφτασε σχεδόν σε πέρας πριν από το τέλος της μεταβατικής περιόδου, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 116, παράγραφος 2, έπρεπε να συνεχιστεί με την ίδια μορφή και ότι οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 116 εφαρμόζονται μόνο για τις από κοινού ενέργειες που ανελήφθησαν μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 1970 (πρβλ. όμοια απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1969, JO της 29ης Δεκεμβρίου 1969, L 326, σ. 39). |
Β — |
Μια ανάλογη συλλογιστική με οδηγεί να προτείνω επίσης στο Δικαστήριο να απορρίψει, επί της ουσίας, την προσφυγή της Επιτροπής, εάν κρίνει ότι η έκδοση του κανονισμού 543/69 είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά στην Κοινότητα αρμοδιότητας προς διαπραγμάτευση και σύναψη με τα τρίτα κράτη συμφωνιών στον τομέα των μεταφορών, υπό τους προβλεπόμενους στο άρθρο 228 όρους. Επ' αυτού του σημείου θεωρώ ότι, λαμβανομένων υπόψη των πάντα δύσκολων συνθηκών, υπό τις οποίες διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις για τέτοιες διεθνείς συμφωνίες, η ανανέωση που θα συνιστούσε, κατά την ενδεχόμενη κρίση του Δικαστηρίου, η έκδοση ενός κοινοτικού κανονισμού, δεν θα έπρεπε να έχει αποτελέσματα παρά μόνο για τις μελλοντικές και όχι για τις ήδη διεξαγόμενες διαπραγματεύσεις. Όμως, σε ποιο σημείο βρίσκονταν οι διαπραγματεύσεις της AETR κατά την έκδοση του κανονισμού 543/69; Σε αρκετά προχωρημένο ασφαλώς. Πράγματι, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ένα πρώτο σχέδιο της AETR είχε ήδη συνταχθεί το 1962, ότι οι μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις δεν είχαν ως αποτέλεσμα την επεξεργασία νέας συμφωνίας, αλλά μόνο να επιφέρουν ορισμένες τροποποιήσεις, επιτρέπουσες, αφενός, τη συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών ώστε η συμφωνία να μπορέσει να τεθεί σ' εφαρμογή, αφετέρου δε, μετά τον Ιούλιο του 1968, την εναρμόνιση ορισμένων διατάξεων, αναφερόμενων στη συμφωνία αυτή, με ένα νομοθετικό κείμενο που είχε ήδη εξετάσει το Συμβούλιο και το οποίο επρόκειτο να εκδοθεί το Μάρτιο του 1969, ως κανονισμός 543/69. Επομένως, θα ήταν κατά τη γνώμη μου υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι αυτές οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες ήταν στο τελικό τους στάδιο, έπρεπε να εγκαταλειφθούν ή να ανατραπούν πλήρως μετά την έκδοση, το Μάρτιο του 1969, του κανονισμού 543/69 και ότι έπρεπε, κατά την ημερομηνία αυτή, να διακοπούν οι συζητήσεις με τις τρίτες χώρες και τα κράτη μέλη, για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των τρίτων χωρών, διαπραγματεύσεις που θα ήταν ασφαλώς εντελώς διαφορετικής φύσεως, σε σχέση με τις προηγούμενες διαπραγματεύσεις. Έτσι, πιστεύω ότι το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν και, ακόμη, ότι είχαν προχωρήσει αρκετά, πριν από το τέλος της μεταβατικής περιόδου, ή πριν από την έκδοση του κοινοτικού κανονισμού, έχει ως αποτέλεσμα ότι, από όποια άποψη και αν εξεταστεί, το Συμβούλιο μπορούσε να αφήσει να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις την προηγουμένη της τελικής τους κατάληξης, σύμφωνα με τους όρους υπό τους οποίους είχαν αρχίσει να διεξάγονται. Τούτο θα εξηγούσε, ίσως, δύο ιδιαιτερότητες αυτής της υπόθεσης, οι οποίες παραμένουν σχετικά μυστηριώδεις:
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, αν η AETR τεθεί σε εφαρμογή το 1972, και αν ορισμένες από τις διατάξεις της είναι ασυμβίβαστες προς την κοινοτική νομοθετική ρύθμιση, όπως θα ισχύει τότε, η Επιτροπή θα μπορούσε τότε να κάνει χρήση των εξουσιών που της παρέχει το άρθρο 169 της Συνθήκης. |
Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί, κατ' αρχήν ως απαράδεκτη, και, επικουρικά, ως αβάσιμη.
( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.