Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2007/140/20

    Υπόθεση C-174/07: Προσφυγή της 30ής Μαρτίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

    ΕΕ C 140 της 23.6.2007, p. 12–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    23.6.2007   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 140/12


    Προσφυγή της 30ής Μαρτίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

    (Υπόθεση C-174/07)

    (2007/C 140/20)

    Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: E. Traversa και M. Afonso)

    Καθής: Ιταλικής Δημοκρατίας

    Αιτήματα της προσφεύγουσας

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, επεκτείνοντας με το άρθρο 2, παράγραφος 44, του νόμου αριθ. 350 της 24ης Δεκεμβρίου 2003 (legge finanziaria 2004, δημοσιονομικός νόμος του 2004) και για το 2002 την ισχύ της φορολογικής αμνηστίας που προβλέπουν τα άρθρα 8 και 9 του νόμου αριθ. 289 της 27ης Δεκεμβρίου 2002 (legge finanziaria 2003, δημοσιονομικός νόμος του 2003) και προβλέποντας ρητώς και γενικώς την παραίτηση από τον έλεγχο των φορολογητέων πράξεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το φορολογικό έτος 2002, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α', γ' και δ' και από τα άρθρα 193 έως 273 του τίτλου XIo της οδηγίας 2006/112/ΕΚ (1) του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, με τα οποία καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν, από 1ης Ιανουαρίου 2007, τα άρθρα 2 και 22 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ (2) του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση), σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ·

    να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

    Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

    1.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει την ύπαρξη της διττής υποχρεώσεως που επιβάλλει στα κράτη μέλη ο κοινοτικός νομοθέτης: αυτά δεν πρέπει απλώς να θεσπίζουν όλες τις εθνικές νομοθετικές πράξεις εσωτερικού δικαίου που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, αλλά να λαμβάνουν και όλα τα αναγκαία διοικητικά μέτρα για να εξασφαλίζουν την εκ μέρους των υποκειμένων στον ΦΠΑ τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία αυτή και, κατ' αρχάς, την τήρηση της υποχρεώσεως καταβολής του φόρου που οφείλεται μετά τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου. Η επιβαλλόμενη από τον κοινοτικό νομοθέτη εναρμόνιση του ΦΠΑ θα στερούνταν ουσίας και πρακτικής χρησιμότητας, αν οι εθνικές φορολογικές αρχές δεν όφειλαν να προβούν σε αποτελεσματικές πράξεις επαληθεύσεως και ελέγχου για να εξασφαλίσουν την «αντίστοιχη είσπραξη του φόρου σε όλα τα κράτη μέλη», όπως διευκρινίζει η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της έκτης οδηγίας.

    2.

    Οι κανόνες που θεσπίστηκαν με τα άρθρα 8 και 9 του ιταλικού νόμου 289/2002 βαίνουν κατά πολύ πέραν της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νομοθέτης στα κράτη μέλη για τη διενέργεια διοικητικών πράξεων. Συγκεκριμένα, αντί να χρησιμοποιήσει την εν λόγω διακριτική ευχέρεια για να καταστήσει αποτελεσματικότερους τους φορολογικούς ελέγχους, το Ιταλικό Κράτος, με τον προαναφερθέντα νόμο, προέβη σε πραγματική, γενική, ενιαία και εκ των προτέρων παραίτηση από οποιαδήποτε ενέργεια ελέγχου και επαλήθευσης στον τομέα του ΦΠΑ, παραβαίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 22 της έκτης οδηγίας και παραβιάζοντας, κατ' επέκταση, τη γενική υποχρέωση του άρθρου 2, ήτοι της υποβολής στον ΦΠΑ όλων των φορολογητέων πράξεων. Ο Ιταλός νομοθέτης παρέσχε σε όλους του υποκειμένους στον ΦΠΑ που υπάγονται στη φορολογική του αρμοδιότητα τη δυνατότητα να απαλλαγούν τελείως, για μια σειρά φορολογικών περιόδων, από το ενδεχόμενο οποιουδήποτε φορολογικού ελέγχου. Το σημαντικό αυτό πλεονέκτημα μπορεί να χορηγηθεί στον φορολογούμενο μέσω της καταβολής κατ' αποκοπή ποσού που ουδεμία πλέον έχει σχέση με τον ΦΠΑ που θα όφειλε να καταβάλει επί της τιμής των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο φορολογούμενος κατά την οικεία φορολογική περίοδο.

    3.

    Αυτός ο ριζικός «διαχωρισμός» μεταξύ του φορολογικού χρέους, αν αυτό υπολογιστεί σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες περί ΦΠΑ, και του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στο πλαίσιο του «condono tombale» (της εκ των υστέρων διευθέτησης των φορολογικών χρεών μέσω της πληρωμής κατ' αποκοπή ποσού, στο εξής: φορολογικός συμβιβασμός) καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανής στην περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει καν υποβάλει φορολογική δήλωση. Ο φορολογούμενος μπορεί να διευθετήσει την κατάστασή του για κάθε φορολογικό έτος, καταβάλλοντας 1 500 ευρώ, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ή 3 000 ευρώ, εφόσον πρόκειται για εταιρία. Η απουσία οποιουδήποτε δεσμού με τη φορολογική βάση των πράξεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν (αλλά δεν δηλώθηκαν) χαρακτηρίζει επίσης τον μηχανισμό του «φορολογικού συμβιβασμού» που πραγματοποιείται με την υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης. Το ποσό το οποίο οφείλει ο φορολογούμενος που σκοπεύει να επικαλεστεί τον μηχανισμό αυτό υπολογίζεται βάσει ποσοστού (2 %) επί του ΦΠΑ που θα οφειλόταν για τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν σε κάθε φορολογικό έτος (ή επί του ΦΠΑ επί των αγορών που κακώς αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου).

    4.

    Αυτή η γενική εκ των προτέρων παραίτηση από κάθε πράξη ελέγχου είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στην εύρυθμη λειτουργία του κοινού συστήματος του ΦΠΑ. Ειδικότερα, έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει τη διαφορετική, όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ, μεταχείριση επιχειρήσεων που πραγματοποιούν όμοιες πράξεις. Συγκεκριμένα, οποιαδήποτε εξαίρεση από τον κανόνα της πραγματικής επιβολής και εισπράξεως του ΦΠΑ ισοδυναμεί, αφενός, με σοβαρή ζημία εις βάρος τόσο των ιταλικών επιχειρήσεων όσο και των επιχειρήσεων των άλλων κρατών μελών που υπάγονται στο σύνηθες σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας και, αφετέρου, με σοβαρή παραβίαση της αρχής του «υγιούς ανταγωνισμού» εντός της κοινής αγοράς, η οποία καθιερώνεται με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της έκτης οδηγίας.


    (1)  ΕΕ L 347, σ. 1.

    (2)  ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ.49.


    Top