Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων

Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων

 

ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (EKT/1999/4)

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ;

  • Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 2532/98 και (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4) θεσπίζουν το πλαίσιο με βάση το οποίο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δύναται να επιβάλει κυρώσεις* υπό τη μορφή προστίμων* ή περιοδικών χρηματικών ποινών* σε οποιεσδήποτε επιχειρήσεις* οι οποίες δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νομικές πράξεις της ΕΚΤ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE) στους διάφορους τομείς αρμοδιότητας της ΕΚΤ.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ

Όρια για τα πρόστιμα / περιοδικές χρηματικές ποινές που η ΕΚΤ δύναται να επιβάλει ως συνέπεια μιας παράβασης*

  • Το ανώτατο όριο για πρόστιμα σε επιχειρήσεις είναι 500 000 ευρώ, ή, σε περίπτωση που οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί αφορούν τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚT, το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, ή 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης.
  • Το ανώτατο όριο για περιοδικές χρηματικές ποινές είναι 10 000 ευρώ ανά ημέρα παράβασης, ή, σε περίπτωση που οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί αφορούν τα εποπτικά καθήκοντα της ΕKT, 5 % του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών ανά ημέρα παράβασης. Περιοδικές χρηματικές ποινές μπορούν να επιβληθούν για μέγιστο διάστημα 6 μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης επιβολής των εν λόγω κυρώσεων.

Δημοσίευση

  • Η ΕΚΤ δημοσιεύει οποιαδήποτε απόφαση επιβολής κυρώσεων στον δικτυακό της τόπο της μετά την κοινοποίηση. Η δημοσίευση της απόφασης είναι ανωνυμοποιημένη εάν ενδέχεται:
    • να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή μια ποινική έρευνα σε εξέλιξη·
    • να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση·
    • να οδηγήσει στη δημοσίευση εμπιστευτικών πληροφοριών που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο έννομα δημόσια συμφέροντα για την ασφάλεια, όπως την ασφάλεια και την προστασία της ακεραιότητας των τραπεζογραμματίων του ευρώ ή την ασφαλή διαχείριση κινδύνων στον κυβερνοχώρο ή επιχειρησιακών κινδύνων για συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών* (βλέπε σύνοψη).
  • Όταν οι προαναφερθείσες συνθήκες ενδέχεται να εξαλειφθούν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η δημοσίευση δύναται να αναβληθεί για την εν λόγω περίοδο. Ωστόσο, στην περίπτωση της δημοσίευσης εμπιστευτικών πληροφοριών που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο έννομα δημόσια συμφέροντα για την ασφάλεια, η ΕΚΤ δύναται να επιλέξει να μην δημοσιεύσει μια απόφαση σχετικά με την επιβολή κύρωσης όταν κρίνει ότι ο κίνδυνος για τα έννομα δημόσια συμφέροντα για την ασφάλεια ενδέχεται να μην μετριαστεί με τη δημοσίευση των σχετικών αποφάσεων ανωνυμοποιημένα ή αναβάλλοντας τη δημοσίευσή τους.
  • Εάν εκκρεμεί προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με απόφαση επιβολής κύρωσης, η ΕΚΤ δημοσιεύει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της εν λόγω προσφυγής και την έκβασή της στον επίσημο δικτυακό της τόπο.
  • Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται παραμένουν διαθέσιμες για τουλάχιστον 5 χρόνια.

Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη

Κατά την εξέταση του ενδεχόμενου επιβολής κύρωσης, η ΕΚΤ ενεργεί με βάση την αρχή της αναλογικότητας και λαμβάνει υπόψη:

  • την καλή πίστη και τον βαθμό ειλικρίνειας της οικείας επιχείρησης, καθώς και τον βαθμό προσπάθειας και συνεργασίας που έχει επιδείξει η επιχείρηση ή, από την άλλη, τυχόν εσκεμμένη απάτη·
  • τη σοβαρότητα των συνεπειών της παράβασης·
  • την επανάληψη, τη συχνότητα ή τη διάρκεια της παράβασης·
  • τα οφέλη που απέφερε η παράβαση στην επιχείρηση·
  • το οικονομικό μέγεθος της επιχείρησης·
  • τυχόν προηγούμενες κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην επιχείρηση για την ίδια παράβαση από άλλες αρμόδιες αρχές.

Διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων

  • Η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση παραβάσεων πρέπει να λαμβάνεται από την ΕΚΤ, ενεργώντας με δική της πρωτοβουλία ή βάσει σχετικής πρότασης που της απευθύνει η εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους της ΕΕ στη δικαιοδοσία του οποίου διαπράχθηκε η εικαζόμενη παράβαση.
  • Η ίδια απόφαση μπορεί να ληφθεί, με δική της πρωτοβουλία ή βάσει σχετικής πρότασης που της απευθύνεται εκ μέρους της ΕΚΤ, από την εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου διαπράχθηκε η εικαζόμενη παράβαση.
  • Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση δίνεται προθεσμία τουλάχιστον 30 ημερών, προκειμένου να παρουσιάσει την υπεράσπισή της.
  • Η εκτελεστική επιτροπή εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για την επιβολή ή μη επιβολή κυρώσεων στην επιχείρηση.
  • Εντός 30 ημερών από τη λήψη της απόφασης, η επιχείρηση δύναται να ζητήσει επανεξέταση της απόφασης από το διοικητικό συμβούλιο. Εάν δεν ληφθεί απόφαση εντός 2 μηνών, η απόφαση καθίσταται οριστική.
  • Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να ζητήσει από την οικεία επιχείρηση, την εκτελεστική επιτροπή ή την αρμόδια εθνική κεντρική τράπεζα να παρέχουν πρόσθετες πληροφορίες για την επανεξέταση της απόφασης της εκτελεστικής επιτροπής. Το διοικητικό συμβούλιο δύναται να τροποποιήσει την απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής και να τροποποιήσει το ποσό της επιβληθείσας κύρωσης, τους λόγους που οδήγησαν σε κάποια παράβαση, καθώς και εάν και σε ποιον βαθμό θα δημοσιευτεί η κύρωση.
  • Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση κοινοποιείται το συμπέρασμα και το δικαίωμα δικαστικού ελέγχου.
  • Η διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων πρέπει να εκκινηθεί εντός ενός έτους αφότου καταστεί γνωστή η ύπαρξη της παράβασης στην ΕΚΤ ή στην εθνική κεντρική τράπεζα της δικαιοδοσίας όπου προέκυψε η παράβαση και, σε κάθε περίπτωση, εντός πέντε ετών από την ημερομηνία που έγινε η παράβαση. Επιπλέον, το δικαίωμα λήψης απόφασης για την επιβολή κύρωσης σχετικά με μια παράβαση λήγει εντός ενός έτους από την απόφαση εκκίνησης της διαδικασίας.
  • Ειδικοί κανόνες ισχύουν για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ, μετά την ολοκλήρωση μιας έρευνας, ενημερώνει την οικεία επιχείρηση, ορίζει μια εύλογη προθεσμία για την υποβολή εγγράφων και δύναται να την προσκαλέσει σε προφορική ακρόαση. Το εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ προτείνει ένα σχέδιο απόφασης στο διοικητικό συμβούλιο. Μετά την έγκριση, η απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί από το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης.
  • Η προθεσμία για τις κυρώσεις που επιβάλλονται από την ΕΚΤ στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών καθηκόντων της είναι τα πέντε έτη. Μπορεί να διακοπεί και να παραταθεί από ενέργειες της ΕΚΤ για τους σκοπούς των διαδικασιών.

ΑΠΟ ΠΟΤΕ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ;

  • Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2532/98 εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 1999, με εξαίρεση το άρθρο 6 παράγραφος 2, που εφαρμόζεται από τις 27 Νοεμβρίου 1998.
  • Το άρθρο 6 παράγραφος 2 επέτρεψε στην ΕΚΤ να θεσπίσει κανονισμούς προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τους όρους με τους οποίους μπορούν να επιβάλλονται κυρώσεις, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές για τον συντονισμό και την εναρμόνιση των διαδικασιών σε σχέση με τη διαδικασία σε περίπτωση παραβάσεων.
  • Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/1999 (ΕΚΤ/1999/4) εφαρμόζεται από τις 23 Σεπτεμβρίου 1999.

ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 34.3 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που θεσπίζονται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ΕΚΤ δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές σε επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της. Οι κανονισμοί αποσκοπούν να διασφαλίσουν μια ομοιόμορφη προσέγγιση όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων στους διάφορους τομείς αρμοδιότητας της ΕΚΤ, καθώς και να θεσπίσουν τις αρχές και τις διαδικασίες σχετικά με την επιβολή των κυρώσεων αυτών.

Για περισσότερες πληροφορίες, βλέπε:

ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Κυρώσεις. Πρόστιμα και περιοδικές χρηματικές ποινές.
Πρόστιμο. Ένα κατ’ αποκοπή χρηματικό ποσό που μια επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει ως κύρωση.
Περιοδικές χρηματικές ποινές. Χρηματικά ποσά, τα οποία, σε περίπτωση διαρκούς παράβασης, μια επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλλει είτε ως κύρωση είτε με σκοπό να εξαναγκάσει τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να συμμορφωθούν με τους εποπτικούς κανονισμούς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ.
Επιχειρήσεις. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, εξαιρουμένων των δημοσίων προσώπων στο πλαίσιο της άσκησης των δημόσιων εξουσιών τους, τα οποία υπόκεινται στις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τους κανονισμούς και τις αποφάσεις της ΕΚΤ.
Παράβαση. Οποιαδήποτε παράλειψη εκ μέρους μιας επιχείρησης να εκπληρώσει υποχρέωση που απορρέει από τους κανονισμούς ή τις αποφάσεις της ΕΚΤ.
Συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών. Συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών, όπως το TARGET2, είναι συστήματα πληρωμών που δίνουν στις τράπεζες της ΕΕ τη δυνατότητα να μεταφέρουν χρήματα μεταξύ τους σε συνεχή χρόνο (βλ. σύνοψη).

ΒΑΣΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Κανονισμός (EK) αριθ. 2532/98 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για επιβολή κυρώσεων (ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 4–7).

Οι διαδοχικές τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕK) αριθ. 2532/98 έχουν ενσωματωθεί στο αρχικό κείμενο. Αυτή η ενοποιημένη απόδοση αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης.

Κανονισμός (EK) αριθ. 2157/1999 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, σχετικά με τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την επιβολή κυρώσεων (EKT/1999/4) (ΕΕ L 264 της 12.10.1999, σ. 21–26).

Βλέπε την ενοποιημένη απόδοση.

ΣΥΝΑΦΗ ΚΕΙΜΕΝΑ

Απόφαση (ΕΕ) 2021/1815 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 7ης Οκτωβρίου 2021, σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού κυρώσεων που επιβάλλονται λόγω μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών και με συναφείς υποχρεώσεις (ΕΚΤ/2021/45) (ΕΕ L 367 της 15.10.2021, σ. 4–8).

Απόφαση (ΕΕ) 2017/2097 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των κυρώσεων σε περιπτώσεις παράβασης των απαιτήσεων επίβλεψης για τα συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών (ΕΚΤ/2017/35) (ΕΕ L 299 της 16.11.2017, σ. 31–33).

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 795/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τις απαιτήσεις επίβλεψης για τα συστημικώς σημαντικά συστήματα πληρωμών (ΕΚΤ/2014/28) (ΕΕ L 217 της 23.7.2014, σ. 16–30).

Βλέπε την ενοποιημένη απόδοση.

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1–50).

Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63–89).

τελευταία ενημέρωση 06.10.2023

Top