Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019TJ0134

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2021.
AM κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Αποδοχές – Παραδεκτό – Προθεσμία υποβολής του αιτήματος περί κινήσεως της διαδικασίας συμβιβασμού – Βλαπτική πράξη – Αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας – Μετάθεση σε εξωτερικό γραφείο – Άρνηση χορηγήσεως της αποζημιώσεως – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως.
Υπόθεση T-134/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2021:119

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2021 ( *1 )

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Αποδοχές – Παραδεκτό – Προθεσμία υποβολής του αιτήματος περί κινήσεως της διαδικασίας συμβιβασμού – Βλαπτική πράξη – Αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας – Μετάθεση σε εξωτερικό γραφείο – Άρνηση χορηγήσεως της αποζημιώσεως – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση T‑134/19,

AM, εκπροσωπούμενος από τις L. Levi και A. Champetier, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπουμένης από την G. Faedo και τον M. Λοΐζου, επικουρούμενους από τον A. Dal Ferro, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα, αφενός, την ακύρωση των αποφάσεων της ΕΤΕπ της 30ής Ιουνίου και της 11ης Δεκεμβρίου 2017 καθώς και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, της αποφάσεως του Προέδρου της ΕΤΕπ της 20ής Νοεμβρίου 2018 περί επιβεβαιώσεως των αποφάσεων αυτών, με τις οποίες η ΕΤΕπ απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος να του χορηγηθεί αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων συνεπεία των εν λόγω αποφάσεων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, N. Półtorak και M. Stancu (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Οκτωβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Ο προσφεύγων-ενάγων, AM, προσελήφθη από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) την 1η Ιουνίου 2014 στο πλαίσιο του προγράμματος «Joint Assistance to Support Projects in European Regions» (Jaspers), βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου διάρκειας ενός έτους, η οποία ανανεώθηκε στη συνέχεια δύο φορές, αντιστοίχως, από την 1η Ιουνίου 2015 έως την 31η Μαΐου 2017, και ακολούθως από την 1η Ιουνίου 2017 έως την 31η Μαΐου 2020.

2

Από την έναρξη της πρώτης συμβάσεώς του με την ΕΤΕπ μέχρι τις 31 Μαρτίου 2017, τοποθετήθηκε στο εξωτερικό γραφείο της ΕΤΕπ στη Βιέννη (Αυστρία).

3

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Μαρτίου 2017 (στο εξής: απόφαση της 23ης Μαρτίου 2017), η ΕΤΕπ επιβεβαίωσε τη μετάθεση του προσφεύγοντος-ενάγοντος από το εξωτερικό γραφείο της Βιέννης σε εκείνο των Βρυξελλών (Βέλγιο) από την 1η Απριλίου 2017 μέχρι τη λήξη της ισχύουσας συμβάσεώς του, ήτοι μέχρι την 31η Μαΐου 2020.

4

Από τη δικογραφία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι υφίστανται δύο κείμενα της αποφάσεως αυτής.

5

Στο πρώτο κείμενο που διαβιβάστηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 23 Μαρτίου 2017, αναφέρεται ότι οι τοποθετήσεις στα εξωτερικά γραφεία διέπονται από το παράρτημα VII των διοικητικών διατάξεων που ισχύουν για το προσωπικό της ΕΤΕπ (στο εξής: διοικητικές διατάξεις).

6

Στο δεύτερο κείμενο της ίδιας αποφάσεως, το οποίο ο προσφεύγων‑ενάγων παρέλαβε στις 24 Μαρτίου 2017 και υπέγραψε στις 28 Μαρτίου 2017, αναφέρεται, αντιθέτως, ότι οι τοποθετήσεις αυτές διέπονται από το παράρτημα I των διατάξεων αυτών.

7

Στις 5 Ιουλίου 2017 η ΕΤΕπ κοινοποίησε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα νέα απόφαση, με ημερομηνία 30 Ιουνίου 2017 (στο εξής: απόφαση της 30ής Ιουνίου 2017), η οποία περιλάμβανε τους συμβατικούς και διοικητικούς όρους που ισχύουν για τη μετάθεσή του στις Βρυξέλλες και τον κάλεσε να την αποδεχθεί. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή διευκρίνιζε ότι η μετάθεση του προσφεύγοντος-ενάγοντος δεν ενέπιπτε ούτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1.4 των διοικητικών διατάξεων ούτε στο πεδίο εφαρμογής των ειδικών κανόνων που ισχύουν κατά το παράρτημα VII των διατάξεων αυτών και ότι, επομένως, ο προσφεύγων-ενάγων δεν εδικαιούτο να λάβει την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας. Ο προσφεύγων-ενάγων ουδέποτε προσυπέγραψε την εν λόγω απόφαση ώστε να την αποδεχθεί.

8

Στις 5 Οκτωβρίου 2017 ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε να κινηθεί διαδικασία συμβιβασμού, προκειμένου να προσβάλει την άρνηση να του χορηγηθεί η ως άνω αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 1.4 των εν λόγω διατάξεων.

9

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 11ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2017), η ΕΤΕπ, αφενός, επανέλαβε την άρνησή της να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την εν λόγω αποζημίωση και, αφετέρου, τον ρώτησε εάν, καίτοι είναι πιθανόν η διαδικασία συμβιβασμού να μην καταλήξει σε ικανοποιητικό αποτέλεσμα, εμμένει στο αίτημά του περί κινήσεως της διαδικασίας αυτής.

10

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 20ής Δεκεμβρίου 2017, ο προσφεύγων-ενάγων επιβεβαίωσε το αίτημα αυτό και, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 8ης Ιανουαρίου 2018, η ΕΤΕπ το αποδέχθηκε και κίνησε τη διαδικασία συμβιβασμού.

11

Με την έκθεσή της της 12ης Ιουνίου 2018, η επιτροπή συμβιβασμού της ΕΤΕπ (στο εξής: επιτροπή συμβιβασμού) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η περίπτωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1.4 καθώς και του παραρτήματος VII των διοικητικών διατάξεων και ότι, ως εκ τούτου, ο προσφεύγων‑ενάγων έπρεπε να λάβει την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας από την 1η Απριλίου 2017.

12

Στις 6 Νοεμβρίου 2018 ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε καταγγελία λόγω κακοδιοικήσεως στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, για τον λόγο ότι δεν είχε ακόμη λάβει απόφαση από τον Πρόεδρο της ΕΤΕπ μετά την έκθεση της επιτροπής συμβιβασμού.

13

Στις 20 Νοεμβρίου 2018 ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την απόφασή του (στο εξής: απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018) να μην υιοθετήσει τα συμπεράσματα της εν λόγω επιτροπής, επιβεβαιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την άρνηση της ΕΤΕπ να του χορηγήσει την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Φεβρουαρίου 2019, ο προσφεύγων-ενάγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

15

Με χωριστό δικόγραφο της 7ης Μαρτίου 2019, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε την τήρηση ανωνυμίας, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό στις 17 Απριλίου 2019.

16

Η ΕΤΕπ κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 17 Μαΐου 2019.

17

O προσφεύγων-ενάγων κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στις 10 Ιουλίου 2019.

18

Η γραπτή διαδικασία περατώθηκε με την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως στις 22 Αυγούστου 2019.

19

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2019 ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως βάσει του άρθρου 106 του Κανονισμού Διαδικασίας.

20

Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως του Γενικού Δικαστηρίου, με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου ανέθεσε εκ νέου την υπόθεση σε νέα εισηγήτρια δικαστή, τοποθετημένη στο πρώτο τμήμα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

21

Κατόπιν προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος και προχώρησε στην προφορική διαδικασία.

22

Στις 3 Μαρτίου 2020 το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στην ΕΤΕπ, στις οποίες αυτή απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23

Στις 14 Απριλίου 2020, λόγω της συνεχιζόμενης υγειονομικής κρίσεως που συνδέεται με την COVID‑19, το Γενικό Δικαστήριο ρώτησε τους διαδίκους εάν, παρά την κρίση αυτή, επιθυμούσαν να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Στις 20 Απριλίου 2020 ο προσφεύγων-ενάγων απάντησε ότι εμμένει στο αίτημά του για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Στις 8 Μαΐου 2020 η ΕΤΕπ απάντησε ότι δεν επιθυμούσε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

24

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις της 30ής Ιουνίου και της 11ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις)·

εφόσον απαιτείται, να ακυρώσει την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018 περί επιβεβαιώσεως των αποφάσεων αυτών·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να καταβάλει την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας από την 1η Απριλίου 2017·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί της εν λόγω αποζημιώσεως με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, από την 1η Απριλίου 2017 μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να καταβάλει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη·

να καταδικάσει την ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα.

25

Η ΕΤΕπ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα.

Σκεπτικό

Επί του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής

26

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί την ακύρωση των δύο προσβαλλομένων αποφάσεων και, εφόσον απαιτείται, της αποφάσεως της 20ής Νοεμβρίου 2018 καθόσον απορρίπτει τα συμπεράσματα της επιτροπής συμβιβασμού και επιβεβαιώνει τις δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις.

27

Πρώτον, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι οι δύο προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν, αντιστοίχως, στις 30 Ιουνίου και στις 11 Δεκεμβρίου 2017, τον βλάπτουν, καθόσον με τις αποφάσεις αυτές η ΕΤΕπ αρνείται να του χορηγήσει αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας. Διευκρινίζει ότι στην απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2017 επαναλαμβάνεται η άρνηση που εξέφρασε η ΕΤΕπ στην απόφασή της της 30ής Ιουνίου 2017.

28

Συναφώς, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2017 είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως της 30ής Ιουνίου 2017, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο προσφεύγων, ο οποίος άσκησε την ένδικη προσφυγή του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, δικαιούται να προσβάλει είτε την επιβεβαιούμενη είτε την επιβεβαιωτική απόφαση ή και τις δύο (πρβλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Weißenfels κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Δεύτερον, όσον αφορά την απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ιδίως όσον αφορά τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους εφαρμοστέους στο προσωπικό της ΕΚΤ κανόνες, ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τύποις κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως αιτήσεως η οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασίας και με την οποία αμφισβητείται το κύρος βλαπτικής πράξεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως αυτής όταν τα ακυρωτικά αιτήματα, αυτά καθ’ εαυτά, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Teeäär κατά ΕΚΤ, T‑547/18, EU:T:2020:119, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιανουαρίου 2018, SE κατά Συμβουλίου, T‑231/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:3, σκέψη 21).

30

Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή, κατ’ αναλογίαν, στην υπό κρίση υπόθεση.

31

Πράγματι, σχετικά με την προ της ασκήσεως προσφυγής διαδικασία που αφορά τις διαφορές μεταξύ της ΕΤΕπ και των μελών του προσωπικού της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 41 του κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ, όπως ίσχυε για τα μέλη του προσωπικού, όπως ο προσφεύγων-ενάγων, που εισήλθαν στην υπηρεσία στην ΕΤΕπ μετά την 1η Ιουλίου 2013 (στο εξής: κανονισμός του προσωπικού II), καθιστά υποχρεωτική την κίνηση της διαδικασίας συμβιβασμού πριν από την άσκηση προσφυγής βάσει της διατάξεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, SQ κατά ΕΤΕπ, T‑377/17, EU:T:2018:478, σκέψη 71).

32

Το συγκεκριμένο άρθρο έχει ως εξής:

«[Κ]άθε προσφυγή μέλους του προσωπικού κατά πράξεως της [ΕΤΕπ] η οποία μπορεί να το θίγει ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών.

Πριν από κάθε ένδικη προσφυγή, οι διαφορές […] αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής διαδικασίας φιλικού διακανονισμού ενώπιον της επιτροπής συμβιβασμού της [ΕΤΕπ], ανεξαρτήτως της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το αίτημα συμβιβασμού πρέπει να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη συντέλεση των πραγματικών περιστατικών ή την κοινοποίηση των πράξεων που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς.»

33

Επομένως, η διαδικασία συμβιβασμού έχει ως αντικείμενο να καταστεί δυνατός ο φιλικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ της ΕΤΕπ και των μελών του προσωπικού της και η απόφαση του Προέδρου της ΕΤΕπ με την οποία περατώνεται η διαδικασία αυτή αποτελεί απλώς προαπαιτούμενο της άσκησης ένδικης προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως προκύπτει και από τη νομολογία σχετικά με τις διαφορές που εμπίπτουν στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τους εφαρμοστέους στο προσωπικό της ΕΚΤ κανόνες η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 29 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αίτημα περί ακυρώσεως στρεφόμενο τύποις κατά της αποφάσεως του Προέδρου της ΕΤΕπ που περατώνει διαδικασία συμβιβασμού έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του δικαστή η βλαπτική πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας αυτής, εκτός από την περίπτωση που η εν λόγω απόφαση έχει διαφορετικό περιεχόμενο από την πράξη η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας συμβιβασμού. Πράγματι, όταν στην απόφαση αυτή γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η απόφαση αυτή τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική πράξη, η απόφαση αυτή συνιστά πράξη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, και μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί βλαπτική πράξη η οποία αντικαθιστά την προσβαλλόμενη πράξη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως της 20ής Νοεμβρίου 2018 δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, καθόσον με την εν λόγω απόφαση απλώς απορρίπτονται τα συμπεράσματα της εκθέσεως της επιτροπής συμβιβασμού της 12ης Ιουνίου 2018, βάσει, κατ’ ουσίαν, των ιδίων λόγων με εκείνους που έγιναν δεκτοί με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, παρέλκει η διατύπωση κρίσεως ειδικώς επί του αιτήματος αυτού. Ωστόσο, κατά την εξέταση της νομιμότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογία που μνημονεύεται στην απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη των προσβαλλομένων αποφάσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Teeäär κατά ΕΚΤ, T‑547/18, EU:T:2020:119, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιανουαρίου 2018, SE κατά Συμβουλίου, T‑231/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:3, σκέψη 22).

Επί του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής

35

Η ΕΤΕπ, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας, υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή είναι απαράδεκτη επειδή ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε το αίτημα περί κινήσεως της διαδικασίας συμβιβασμού μετά την παρέλευση της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 41, παράγραφος 3, του κανονισμού προσωπικού II.

36

Συναφώς, η ΕΤΕπ υποστηρίζει, κυρίως, ότι η ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας για την προσβολή της μη καταβολής της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας ήταν η 12η Απριλίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων-ενάγων έλαβε το πρώτο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του μετά τη μετάθεσή του στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών.

37

Συγκεκριμένα, καθόσον ο προσφεύγων-ενάγων είχε ήδη πληροφορηθεί από αυτό το εκκαθαριστικό σημείωμα τη μη καταβολή της αποζημιώσεως αυτής, η απόφαση της 30ής Ιουνίου 2017 αποτελεί απλώς επιβεβαίωση της θέσεως της διοικήσεως της ΕΤΕπ ως προς αυτόν και, συνεπώς, δεν συνιστά βλαπτική πράξη.

38

Επικουρικώς, η ΕΤΕπ θεωρεί ότι, ακόμη και στην πιο ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα περίπτωση που θα λαμβανόταν υπόψη ως dies a quo η ημερομηνία της αποφάσεως αυτής, προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων-ενάγων δεν τήρησε την τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 41, παράγραφος 3, του κανονισμού προσωπικού II για να προσφύγει στην επιτροπή συμβιβασμού.

39

Ο προσφεύγων-ενάγων αμφισβητεί το βάσιμο της ενστάσεως απαραδέκτου της ΕΤΕπ.

40

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι προθεσμίες για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και για την άσκηση προσφυγής κατά διοικητικής αποφάσεως αρχίζουν από την κοινοποίηση του μηνιαίου εκκαθαριστικού σημειώματος αποδοχών ή σύνταξης, εφόσον από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει σαφώς και για πρώτη φορά η ύπαρξη και το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής (βλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2020, ZF κατά Επιτροπής, T‑605/18, EU:T:2020:51, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Συναφώς, παρατηρείται ότι η νομολογία αυτή εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις στις οποίες από τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών κατά των οποίων είχαν ασκηθεί οι προσφυγές προέκυπτε η ύπαρξη και το περιεχόμενο αποφάσεων που είχαν αμιγώς χρηματικό αντικείμενο και μπορούσαν, ως εκ της φύσεώς τους, να αποτυπωθούν σε τέτοια εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών. Πράγματι, τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών κρίθηκαν ότι συνιστούν βλαπτικές πράξεις όταν αποτυπώνουν αποφάσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, την καταβολή του μισθού στον υπάλληλο, τους τόκους για αναδρομικές αποδοχές, την εφαρμογή διορθωτικού συντελεστή στις αποδοχές του υπαλλήλου, την επιστροφή των εξόδων ταξιδίου, το επίδομα αποδημίας, το ποσό των οικογενειακών επιδομάτων ή ακόμη τον καθορισμό της κλίμακας εισφορών των γονέων για τις υπηρεσίες παιδικού σταθμού (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2007, Van Neyghem κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑288/04, EU:T:2007:1, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Εν προκειμένω, μολονότι είναι αληθές ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τον Απρίλιο 2017 αποτύπωνε σε οικονομικούς όρους τα αποτελέσματα της αποφάσεως περί μεταθέσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών, εντούτοις ούτε η απόφαση αυτή ούτε, ακόμη λιγότερο, το εν λόγω εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών καθόριζαν με σαφήνεια τη θέση της ΕΤΕπ σχετικά με τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας.

43

Πράγματι, πρέπει, συναφώς, να γίνει δεκτό ότι, πρώτον, η παράλειψη αναγραφής αποζημιώσεως στο εκκαθαριστικό σημείωμα αποδοχών του ενδιαφερομένου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η Διοίκηση του αρνείται το σχετικό δικαίωμα (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, Canters κατά Επιτροπής, 159/86, EU:C:1988:432, σκέψη 7). Δεύτερον, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 5 και 6 ανωτέρω, ο προσφεύγων-ενάγων έλαβε δύο διαφορετικά κείμενα της αποφάσεως της 23ης Μαρτίου 2017, από τη σύγκριση των οποίων προκύπτει, όπως ορθώς επισημαίνει, αντίφαση όσον αφορά τις διατάξεις που εφαρμόζονται στη μετάθεσή του.

44

Υπό τις περιστάσεις αυτές και δεδομένου ότι η απόφαση της 30ής Ιουνίου 2017 είναι η πρώτη στην οποία αποτυπώνεται με σαφήνεια η άρνηση της ΕΤΕπ να χορηγήσει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση αυτή συνιστά την πρώτη βλαπτική πράξη για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη των προθεσμιών για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως και την άσκηση προσφυγής.

45

Πρέπει να διευκρινιστεί, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι ο διάδικος που επικαλείται την εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής σε σχέση με τις προθεσμίες που τάσσει η ισχύουσα νομοθεσία φέρει το βάρος αποδείξεως της ημερομηνίας κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, εν πάση περιπτώσει, εάν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα, της ημερομηνίας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, WL κατά ERCEA, T‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:852, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46

Εν προκειμένω, όμως, η ΕΤΕπ, η οποία φέρει αυτό το βάρος αποδείξεως, δεν αμφισβητεί ούτε τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος-ενάγοντος ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτός προσκόμισε περί του ότι η απόφαση της 30ής Ιουνίου 2017 του γνωστοποιήθηκε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 5ης Ιουλίου 2017.

47

Επομένως, εν προκειμένω, η προθεσμία για την υποβολή του αιτήματος συμβιβασμού υπολογίζεται από την 5η Ιουλίου 2017, ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα η απόφαση της 30ής Ιουνίου 2017. Συνεπώς, ο προσφεύγων-ενάγων, υποβάλλοντας στις 5 Οκτωβρίου 2017 το αίτημά του περί κινήσεως της διαδικασίας συμβιβασμού, τήρησε την προθεσμία του άρθρου 41, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού προσωπικού II.

48

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η ΕΤΕπ.

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

49

Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 1.4 των διοικητικών διατάξεων και του άρθρου 11 του παραρτήματος VII των ιδίων αυτών διατάξεων, ο δεύτερος, παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της προβλεψιμότητας του δικαίου καθώς και της αρχής της μέριμνας, ο τρίτος, παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, παράβαση του άρθρου 1.3 του κώδικα δεοντολογίας του προσωπικού της ΕΤΕπ καθώς και του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ο τέταρτος, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και της αρχής της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 1.4 των διοικητικών διατάξεων και του άρθρου 11 του παραρτήματος VII των διατάξεων αυτών

50

Πρώτον, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ελήφθη απόφαση περί μόνιμης μεταθέσεώς του στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών, δεδομένου ότι η απόφαση της 23ης Μαρτίου 2017 διευκρινίζει σαφώς ότι η τοποθέτησή του είναι προσωρινή.

51

Δεύτερον, ο προσφεύγων-ενάγων αμφισβητεί τη δοθείσα από την ΕΤΕπ ερμηνεία σχετικά με το άρθρο 1.4 των διοικητικών διατάξεων καθώς και το άρθρο 11 του παραρτήματος VII των διατάξεων αυτών, καθόσον η ΕΤΕπ εξαρτά τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας από την προϋπόθεση ότι το μέλος του προσωπικού θα επανέλθει στην έδρα της ΕΤΕπ στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο) μετά την τοποθέτησή του σε εξωτερικό γραφείο.

52

Επ’ αυτού, ο προσφεύγων-ενάγων διευκρινίζει ότι, για τη χορήγηση της αποζημιώσεως αυτής, το άρθρο 1.4 των εν λόγω διατάξεων προβλέπει ως μόνες προϋποθέσεις, αφενός, τη μετάθεση του μέλους του προσωπικού σε άλλο τόπο υπηρεσίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, προηγούμενη τοποθέτηση διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών. Επομένως, ο προσφεύγων-ενάγων ήταν επιλέξιμος για τη λήψη της εν λόγω αποζημιώσεως, καθόσον, αφενός, είχε μετατεθεί σε άλλο τόπο υπηρεσίας στο εσωτερικό της Ένωσης, ήτοι στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών, και, αφετέρου, είχε συμπληρώσει τουλάχιστον δώδεκα μήνες υπηρεσίας στον προηγούμενο τόπο υπηρεσίας, δεδομένου ότι είχε εργαστεί επί τρία έτη στο εξωτερικό γραφείο της Βιέννης.

53

Η ΕΤΕπ αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά, αντιτείνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι η αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας χορηγείται μόνο στα μέλη του προσωπικού τα οποία τοποθετούνται στα εξωτερικά γραφεία για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, μετά την προσωρινή αυτή τοποθέτηση σε ένα τέτοιο γραφείο, επανέρχονται στην έδρα της ΕΤΕπ, τούτο δε ακόμη και στην περίπτωση όπου ως «έδρα της ΕΤΕπ» θα έπρεπε να νοηθεί όχι μόνον η έδρα στο Λουξεμβούργο, αλλά και κάθε άλλος τόπος προσλήψεως ή εξωτερικό γραφείο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII των διοικητικών διατάξεων προκύπτει ότι, εάν το πρόσωπο που έχει τοποθετηθεί μονίμως σε εξωτερικό γραφείο ολοκληρώσει την υπηρεσία του στην ΕΤΕπ στο εν λόγω εξωτερικό γραφείο, δεν δικαιούται την εν λόγω αποζημίωση.

54

Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, ο οποίος τοποθετήθηκε μονίμως στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς του και χωρίς να υπάρχει προοπτική να επανέλθει στην έδρα της ΕΤΕπ μετά το πέρας της τοποθετήσεως αυτής.

55

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, πρέπει να καθοριστεί ποιες είναι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας σε περίπτωση μεταθέσεως σε εξωτερικό γραφείο της ΕΤΕπ εντός της Ένωσης και, ειδικότερα, εάν, όπως υποστηρίζει η ΕΤΕπ, η χορήγηση της αποζημιώσεως αυτής εξαρτάται επίσης από την επάνοδο του ενδιαφερομένου στην έδρα της ΕΤΕπ μετά το πέρας της τοποθετήσεως στο εν λόγω εξωτερικό γραφείο.

56

Καταρχάς, επισημαίνεται ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας σε περίπτωση μεταθέσεως σε εξωτερικό γραφείο της ΕΤΕπ εντός της Ένωσης διέπονται από το άρθρο 1.4 των διοικητικών διατάξεων.

57

Το άρθρο αυτό ορίζει τα εξής:

«Χορηγείται αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας στο μέλος του προσωπικού που μετατίθεται σε άλλο τόπο υπηρεσίας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάρκεια της τοποθετήσεως ορίζεται για χρονικό διάστημα από ένα έως τρία έτη και μπορεί να ανανεώνεται για χρονικό διάστημα ενός έτους, με μέγιστη συνολική διάρκεια πέντε έτη.

Η αποζημίωση καταβάλλεται από την ημερομηνία της πραγματικής μεταθέσεως και για την περίοδο της τοποθετήσεως. Για να δικαιούται την αποζημίωση αυτή, το μέλος του προσωπικού πρέπει να έχει [συμπληρώσει] τουλάχιστον δώδεκα μήνες υπηρεσίας στον προηγούμενο τόπο υπηρεσίας.

Σε περίπτωση μεταθέσεως στο Λουξεμβούργο, η αποζημίωση καταβάλλεται για χρονικό διάστημα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο.

[…]

Σε περίπτωση τοποθετήσεως σε γραφείο της [ΕΤΕπ] εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας χορηγείται υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος VII των [διοικητικών διατάξεων].»

58

Από τη γραμματική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι, όπως ορθώς επισημαίνει ο προσφεύγων-ενάγων, πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις ώστε να γεννάται δικαίωμα αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας σε περίπτωση μεταθέσεως σε εξωτερικό γραφείο της ΕΤΕπ εντός της Ένωσης, ήτοι, αφενός, η προϋπόθεση της μεταθέσεως σε άλλο τόπο υπηρεσίας στο εσωτερικό της Ένωσης για περίοδο από ένα έως πέντε έτη και, αφετέρου, η προϋπόθεση της συμπληρώσεως τουλάχιστον δώδεκα μηνών υπηρεσίας στον προηγούμενο τόπο υπηρεσίας. Επομένως, από το γράμμα του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι, εάν πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται την αποζημίωση αυτή καθ’ όλη την περίοδο τοποθετήσεώς του στο εξωτερικό γραφείο όπου μετατέθηκε.

59

Επομένως, διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι στο άρθρο αυτό δεν γίνεται καμία ρητή αναφορά στην προϋπόθεση περί προσωρινής τοποθετήσεως σε εξωτερικό γραφείο εντός της Ένωσης την οποία επικαλείται η ΕΤΕπ, σύμφωνα με την οποία, προκειμένου το μέλος του προσωπικού να δικαιούται την επίμαχη αποζημίωση, πρέπει, μετά το πέρας της περιόδου τοποθετήσεώς του στο εξωτερικό γραφείο, να επανέλθει στην έδρα της ΕΤΕπ.

60

Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, κατά την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον το γράμμα αλλά και το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση στην οποία περιλαμβάνεται η διάταξη (βλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, Caisse régionale de crédit agricole mutuel Alpes Provence κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑133/16 έως T‑136/16, EU:T:2018:219, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61

Όσον αφορά ιδίως το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 1.4 των διοικητικών διατάξεων διέπει μεν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας, πλην όμως το παράρτημα VII των διατάξεων αυτών είναι, αντιθέτως, εκείνο που περιέχει τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν για τα μέλη του προσωπικού που είναι τοποθετημένα στα εξωτερικά γραφεία της ΕΤΕπ. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, μολονότι η τελευταία παράγραφος του εν λόγω άρθρου 1.4 παραπέμπει ρητώς στο παράρτημα αυτό μόνο για τη μετάθεση σε εξωτερικό γραφείο εκτός του εδάφους της Ένωσης, εντούτοις το άρθρο 1 του εν λόγω παραρτήματος προβλέπει ρητώς ότι το παράρτημα αυτό εφαρμόζεται και στο προσωπικό που μετατίθεται σε εξωτερικό γραφείο της ΕΤΕπ εντός της Ένωσης, οι δε διάδικοι συμφωνούν, εξάλλου, ως προς την ερμηνεία αυτή. Επομένως, το άρθρο 1.4 των εν λόγω διατάξεων και, συνεπώς, οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της επίμαχης αποζημιώσεως σε περίπτωση μεταθέσεως σε εξωτερικό γραφείο της ΕΤΕπ εντός της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθούν στο πλαίσιο αυτό.

62

Ειδικότερα, το άρθρο 2 του παραρτήματος VII των διοικητικών διατάξεων, με τίτλο «Διάρκεια της τοποθετήσεως», προβλέπει τα εξής:

«Η τοποθέτηση σε εξωτερικό γραφείο έχει, κατ’ αρχήν, περιορισμένη χρονική διάρκεια τριών ετών. Η [ΕΤΕπ] μπορεί, κατά τη διακριτική της ευχέρεια και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να την παρατείνει μέχρι μέγιστη συνολική διάρκεια έξι ετών.

Κατά τη λήξη της προβλεπόμενης στην προηγούμενη παράγραφο τοποθετήσεως, το οικείο μέλος του προσωπικού οφείλει να επανέλθει στην έδρα της [ΕΤΕπ]. Επανέρχεται σε θέση ιδίου επιπέδου από υπηρεσιακής απόψεως (εάν η σύμβαση εργασίας του διέπεται από τον [κ]ανονισμό του προσωπικού I) ή του ιδίου βαθμού (εάν η σύμβαση εργασίας του διέπεται από τον [κ]ανονισμό του προσωπικού II) με εκείνη που κατείχε κατά το πέρας της τοποθετήσεώς του στο εξωτερικό γραφείο.»

63

Το άρθρο 11 του εν λόγω παραρτήματος ορίζει ότι το μέλος του προσωπικού που έχει τοποθετηθεί σε εξωτερικό γραφείο δικαιούται την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 1.4 των διοικητικών διατάξεων.

64

Επομένως, από τον συνδυασμό των άρθρων 2 και 11 του παραρτήματος VII των διοικητικών διατάξεων προκύπτει ότι τοποθέτηση σε εξωτερικό γραφείο δεν μπορεί να έχει διάρκεια μεγαλύτερη από εκείνη που προβλέπει η εφαρμοστέα ρύθμιση και, κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεως αυτής, το μέλος του προσωπικού που πληροί τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διοικητικές διατάξεις προϋποθέσεις δικαιούται την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας. Εξάλλου, προβλέπεται ότι, μετά το πέρας της τοποθετήσεως αυτής, το οικείο μέλος του προσωπικού πρέπει να επανέλθει στην έδρα της ΕΤΕπ.

65

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του παραρτήματος VII των διοικητικών διατάξεων επάνοδος στην έδρα της ΕΤΕπ δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας, αλλά αποτελεί απλώς το λογικό επακόλουθο της λήξεως της περιόδου προσωρινής τοποθετήσεως σε εξωτερικό γραφείο για τα μέλη του προσωπικού των οποίων η σύμβαση δεν έληξε και τα οποία μετά το πέρας της περιόδου αυτής οφείλουν να επανέλθουν στην έδρα της ΕΤΕπ. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει εξάλλου την εγγύηση ότι στο τέλος της εν λόγω περιόδου τα οικεία μέλη του προσωπικού επανέρχονται σε θέση του ιδίου επιπέδου από υπηρεσιακής απόψεως ή του ιδίου βαθμού με εκείνη που κατείχαν κατά το πέρας της τοποθετήσεώς τους στο εξωτερικό γραφείο.

66

Ασφαλώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι το παράρτημα VII των διοικητικών διατάξεων έχει εφαρμογή, όπως διευκρινίζει το πρώτο του άρθρο, «στα μέλη του προσωπικού της [ΕΤΕπ] που είναι τοποθετημένα σε εξωτερικό γραφείο εντός ή εκτός της Ένωσης», εντούτοις καμία διάταξη του παραρτήματος αυτού και καμία διάταξη εν γένει δεν ρυθμίζει την περίπτωση μέλους του προσωπικού, όπως ο προσφεύγων-ενάγων, του οποίου η σύμβαση ορισμένου χρόνου λήγει με το πέρας της τοποθετήσεώς του σε εξωτερικό γραφείο.

67

Εντούτοις, έστω και αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη σχετική διάταξη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της ΕΤΕπ ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, μια τέτοια μετάθεση πρέπει να θεωρηθεί μόνιμη, με αποτέλεσμα να μην έχει εφαρμογή το άρθρο 1.4 των διοικητικών διατάξεων.

68

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η παραδοχή στην οποία στηρίζεται το επιχείρημα αυτό, ήτοι ο μόνιμος χαρακτήρας της μεταθέσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος, είναι εσφαλμένη.

69

Επισημαίνεται συναφώς ότι από την απόφαση της 23ης Μαρτίου 2017, ανεξαρτήτως του κειμένου που διαβιβάσθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, προκύπτει σαφώς ότι, πρώτον, η μετάθεση του προσφεύγοντος-ενάγοντος στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών ίσχυε μέχρι τη λήξη της συμβάσεώς του, ήτοι μέχρι την 31η Μαΐου 2020· δεύτερον, σε περίπτωση παρατάσεως της συμβάσεως αυτής, έπρεπε να επανεξετασθούν οι όροι της τοποθετήσεως αυτής· τρίτον, οι τοποθετήσεις στα εξωτερικά γραφεία της ΕΤΕπ έχουν μέγιστη διάρκεια έξι ετών και δεν μπορούν να παραταθούν πέραν της διάρκειας της τρέχουσας συμβάσεως.

70

Επομένως, διαπιστώνεται ότι η πραγματική διάρκεια της τοποθετήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στο εξωτερικό γραφείο των Βρυξελλών αντιστοιχούσε, όπως προέβλεπε η απόφαση της 23ης Μαρτίου 2017, σε συγκεκριμένη περίοδο εκτεινόμενη από την 1η Απριλίου 2017 έως την 31η Μαΐου 2020.

71

Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνεται ότι όχι μόνον η μετάθεση σε εξωτερικό γραφείο βάσει των σχετικών διοικητικών διατάξεων δεν μπορεί να θεωρηθεί, ως εκ της φύσεώς της, «μόνιμη», δεδομένου ότι, από την αρχή, έχει την περιορισμένη μέγιστη διάρκεια που προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις, αλλά, ακόμη και στην περίπτωση που μέλος του προσωπικού της ΕΤΕπ τοποθετείται σε τέτοιο γραφείο για περίοδο της οποίας η λήξη συμπίπτει με τη λήξη της συμβάσεώς του ορισμένου χρόνου, όπως εν προκειμένω, το εν λόγω μέλος του προσωπικού είναι επιλέξιμο για τη λήψη της εν λόγω αποζημιώσεως, εφόσον πληροί τις δύο σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 1.4 των διοικητικών διατάξεων οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 58 ανωτέρω.

72

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ΕΤΕπ, αρνούμενη να χορηγήσει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας, παραβίασε το άρθρο 1.4 των διοικητικών διατάξεων.

73

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

74

Ως εκ τούτου, και χωρίς να χρειάζεται να κριθούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε ο προσφεύγων-ενάγων προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα αυτό και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις καθόσον με αυτές απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τη χορήγηση της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας.

Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

75

Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, την αποκατάσταση της προβαλλόμενης υλικής ζημίας που απορρέει από τη μη καταβολή της αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας από την 1η Απριλίου 2017 και, αφετέρου, την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την προβαλλόμενη ηθική βλάβη, που απορρέει από την αδράνεια της ΕΤΕπ να ολοκληρώσει τη διαδικασία συμβιβασμού.

Επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της προβαλλόμενης υλικής ζημίας και της καταβολής τόκων υπερημερίας

76

Με το πρώτο αίτημά του περί αποζημιώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, κατ’ ουσίαν, αποζημίωση ύψους 36045,60 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσό της οφειλομένης αποζημιώσεως γεωγραφικής κινητικότητας από την 1η Απριλίου 2017 μέχρι τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής. Το ποσό αυτό πρέπει να προσαυξηθεί κατά 1567,20 ευρώ για κάθε επιπλέον μήνα.

77

Με το δεύτερο αίτημά του περί αποζημιώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί την καταβολή τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων με το επιτόκιο της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες επί των ποσών που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 76 ανωτέρω.

78

Αρκεί συναφώς να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το θεσμικό ή λοιπό όργανο ή οργανισμός των οποίων η πράξη εκηρύθχη άκυρη οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως. Με τα αιτήματα αυτά, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ να του καταβάλει ποσό το οποίο θα του οφείλεται βάσει της αποφάσεως την οποία θα πρέπει να λάβει η ΕΤΕπ σε εκτέλεση της παρούσας ακυρωτικής αποφάσεως.

79

Επομένως, καθόσον τα εν λόγω αιτήματα είναι πρόωρα, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, ZS κατά ΕΤΕπ, T‑659/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:281, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Επί του αιτήματος καταβολής χρηματικής ικανοποίησης για την προβαλλόμενη ηθική βλάβη

80

Με το τρίτο αίτημά του περί αποζημιώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ δεν εξέδωσε την απόφασή του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της εκθέσεως της επιτροπής συμβιβασμού, γεγονός το οποίο μπορεί να στοιχειοθετήσει την ευθύνη της ΕΤΕπ.

81

Επ’ αυτού, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι, πέραν της ήδη δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως που αντιμετώπιζε λόγω του ότι δεν ελάμβανε την αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας, η αβεβαιότητα που οφειλόταν στο ότι ο Πρόεδρος της ΕΤΕπ δεν εξέδωσε απόφαση σε συνέχεια της εκθέσεως αυτής, γεγονός το οποίο τον υποχρέωσε εξάλλου να προσφύγει στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, του προξένησε ηθική βλάβη την οποία εκτιμά σε 2000 ευρώ.

82

Η ΕΤΕπ αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

83

Συναφώς υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση μιας παράνομης πράξης συνιστά, αυτή καθ’ εαυτήν, πρόσφορη και, καταρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ο προσφεύγων-ενάγων αποδεικνύει ότι η ηθική βλάβη που υπέστη δύναται να διαχωριστεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση και δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως με την εν λόγω ακύρωση (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, BZ κατά Επιτροπής, T‑336/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:210, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Bodson κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T‑504/16 και T‑505/16, EU:T:2017:603, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84

Περαιτέρω, από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως που ασκείται από υπάλληλο ή μέλος του προσωπικού, η στοιχειοθέτηση της ευθύνης του θεσμικού οργάνου προϋποθέτει την πλήρωση τριών προϋποθέσεων οι οποίες αφορούν τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, το υποστατό της προβαλλομένης ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλομένης ζημίας. Οι τρεις προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης είναι σωρευτικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι, εφόσον δεν πληρούται μία εξ αυτών, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του θεσμικού οργάνου. Εξάλλου, το δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης δεν υποχρεούται να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές με καθορισμένη σειρά (βλ. διάταξη της 11ης Ιουνίου 2020, Vanhoudt κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, T‑294/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:264, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85

Εν προκειμένω, η ηθική βλάβη που επικαλείται ο προσφεύγων-ενάγων οφείλεται, κατ’ ουσίαν, στο αίσθημα αβεβαιότητας που προκλήθηκε από την υπερβολική καθυστέρηση του Προέδρου της ΕΤΕπ να εκδώσει την απόφαση για την περάτωση της διαδικασίας συμβιβασμού.

86

Όμως, μολονότι η εν λόγω ηθική βλάβη μπορεί να θεωρηθεί ότι δύναται να διαχωρισθεί από την παρανομία επί της οποίας στηρίχθηκε η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων, ήτοι την παράβαση του άρθρου 1.4 των διοικητικών διατάξεων, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν περιέχει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο ως προς την έκταση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων.

87

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί.

88

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν καθόσον με αυτές απορρίφθηκε το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος να του χορηγηθεί αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας και η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

Επί των δικαστικών εξόδων

89

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΕΤΕπ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) της 30ής Ιουνίου και της 11ης Δεκεμβρίου 2017 καθόσον με αυτές απορρίφθηκε το αίτημα του AM να του χορηγηθεί αποζημίωση γεωγραφικής κινητικότητας.

 

2)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή‑αγωγή.

 

3)

Η ΕΤΕπ φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο AM.

 

Kanninen

Półtorak

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Μαρτίου 2021.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top