Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003TJ0291

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 12ης Σεπτεμβρίου 2007.
Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano κατά Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση T-291/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 II-03081

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2007:255

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 ( *1 )

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ακυρότητας — Λεκτικό κοινοτικό σήμα GRANA BIRAGHI — Προστασία της ονομασίας προελεύσεως “grana padano” — Στερείται γενικού χαρακτήρα — Άρθρο 142 του κανονισμού (EK) 40/94 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 2081/92»

Στην υπόθεση T-291/03,

Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano, με έδρα το Desenzano del Garda (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Perani, P. Colombo και A. Schmitt, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. Aiello, avvocato dello Stato,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους M. Buffolo και O. Montalto,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Biraghi SpA, με έδρα το Cavallermaggiore (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους F. Antenucci, F. Giuggia, P. Mayer και J.-L. Schiltz, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 16ης Ιουνίου 2003 (υπόθεση R 153/2002-1), σχετικά με διαδικασία ακυρότητας μεταξύ Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano και Biraghi SpA,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Αυγούστου 2003,

έχοντας υπόψη τα απαντητικά υπομνήματα που κατέθεσαν η παρεμβαίνουσα και το ΓΕΕΑ στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Δεκεμβρίου 2003 και στις 17 Φεβρουαρίου 2004, αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις της προσφεύγουσας, του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, της 18ης Δεκεμβρίου 2003, παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29, 16 και 29 Ιανουαρίου 2004 αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη τη διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2004 με την οποία έγινε δεκτή η παρέμβαση της Ιταλικής Δημοκρατίας προς στήριξη των αιτημάτων της προσφεύγουσας,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα παρεμβάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας και τις επ’ αυτού παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16 Απριλίου και 21 Μαΐου 2004 αντιστοίχως,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Νομικό πλαίσιο

1

Το άρθρο 142 του κανονισμού (EK) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE 1993, L 11, σ. 1), στην ισχύουσα στα πλαίσια της παρούσας διαφοράς εκδοχή του, προβλέπει:

«Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου […] και ιδίως το άρθρο 14 αυτού.»

2

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 1992, για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων (EE L 208, σ. 1), στην ισχύουσα στα πλαίσια της παρούσας διαφοράς εκδοχή του, διευκρινίζει στο άρθρο 2 αυτού την έννοια της «ονομασίας προελεύσεως», υπό τους ακόλουθους όρους:

«2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

α)

“ονομασία προελεύσεως”: το όνομα μιας περιοχής, ενός συγκεκριμένου τόπου ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μιας χώρας, το οποίο χρησιμοποιείται στην περιγραφή ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου:

που κατάγεται από την περιοχή αυτή, τον συγκεκριμένο τόπο ή τη χώρα αυτή,

του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται κυρίως ή αποκλειστικά στο γεωγραφικό περιβάλλον που περιλαμβάνει τους φυσικούς και ανθρώπινους παράγοντες και του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία λαμβάνουν χώρα στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή·

[…]

3.   Θεωρούνται ωσαύτως ως ονομασίες προελεύσεως, ορισμένες παραδοσιακές, γεωγραφικές ή μη, ονομασίες οι οποίες περιγράφουν γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο καταγωγής μιας περιοχής ή ενός συγκεκριμένου τόπου, το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2, στοιχείο α’, δεύτερη περίπτωση.»

3

Το άρθρο 3 του κανονισμού 2081/92 ορίζει μεταξύ άλλων:

«1.   Οι ονομασίες που έχουν καταστεί κοινές δεν καταχωρίζονται.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ονομασία που έχει καταστεί κοινή» νοείται το όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τόπο ή στην περιοχή όπου το εν λόγω γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο έχει παραχθεί αρχικά ή εμπορευθεί, έχει πλέον καταστεί κοινό όνομα ενός γεωργικού προϊόντος ή ενός τροφίμου.

Για να διαπιστωθεί αν ένα όνομα έχει καταστεί κοινό, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες, και ιδίως:

η υφισταμένη κατάσταση στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το όνομα και στις περιοχές καταναλώσεως,

η κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη,

η οικεία, εθνική ή κοινοτική, νομοθεσία.»

4

Το άρθρο 13 του κανονισμού 2081/92 ορίζει μεταξύ άλλων:

«1.   Οι καταχωρισθείσες ονομασίες προελεύσεως προστατεύονται από:

α)

οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση εμπορική χρήση μιας καταχωρισμένης ονομασίας για προϊόντα που δεν καλύπτονται από την καταχώριση, εφόσον τα προϊόντα αυτά είναι συγκρίσιμα με τα προϊόντα που έχουν καταχωριστεί με την ονομασία αυτή ή εφόσον η χρήση αυτή αποτελεί εκμετάλλευση της φήμης της προστατευόμενης ονομασίας·

β)

κάθε αντιποίηση, απομίμηση ή υπαινιγμό, ακόμη και αν αναφέρεται η πραγματική καταγωγή του προϊόντος ή αν η προστατευόμενη ονομασία χρησιμοποιείται σε μετάφραση ή συνοδεύεται από εκφράσεις όπως: «είδος», «τύπος», «μέθοδος», «τρόπος», «απομίμηση» ή παρόμοιες·

γ)

οποιαδήποτε άλλη ψευδή ή απατηλή ένδειξη όσον αφορά την προέλευση, την καταγωγή, τη φύση ή τις ουσιαστικές ιδιότητες του προϊόντος, αναγραφόμενη στη συσκευασία ή στο περιτύλιγμα, στο διαφημιστικό υλικό ή σε έγγραφα που αφορούν το συγκεκριμένο προϊόν, καθώς και τη χρησιμοποίηση για τη συσκευασία του προϊόντος δοχείου που μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένη εντύπωση ως προς την καταγωγή του·

δ)

οποιαδήποτε άλλη πρακτική ικανή να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά την πραγματική καταγωγή του προϊόντος.

Όταν μια καταχωρισμένη ονομασία εμπεριέχει την ονομασία ενός γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου που θεωρείται κοινή, η χρήση αυτής της κοινής ονομασίας για το συγκεκριμένο γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο δεν θεωρείται ότι αντιτίθεται στα στοιχεία α’ ή β’ του πρώτου εδαφίου.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, στοιχεία α’ και β’, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν τα εθνικά μέτρα που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των ονομασιών που έχουν καταχωριστεί δυνάμει του άρθρου 17, για μια πενταετία, κατ’ ανώτατο όριο, από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της καταχωρίσεως […].

3.   Οι προστατευόμενες ονομασίες δεν μπορούν να [καταστούν] κοινές.»

5

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92 ορίζει ειδικότερα:

«Όταν μια ονομασία προελεύσεως ή μια γεωγραφική ένδειξη καταχωρίζεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η αίτηση καταχωρίσεως σήματος που αντιστοιχεί σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 και αφορά τον ίδιο τύπο προϊόντος απορρίπτεται, εφόσον η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία δημοσιεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2.

Τα σήματα που καταχωρίζονται κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου ακυρώνονται.»

6

Για τη θέσπιση των προβλεπομένων στον κανονισμό 2081/92 μέτρων, το άρθρο 15, παράγραφος 1, αυτού προβλέπει:

«Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή […]».

7

Το άρθρο 17 του κανονισμού 2081/92 προβλέπει ειδικότερα:

«1.   Εντός προθεσμίας έξι μηνών από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή ποιες από τις νομίμως προστατευόμενες ονομασίες τους ή, στα κράτη μέλη που δεν υπάρχει σύστημα προστασίας, ποιες από τις ονομασίες που έχουν καθιερωθεί με τη χρήση, επιθυμούν να καταχωρίσουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού […].

2.   Η Επιτροπή καταχωρίζει, με τη διαδικασία του άρθρου 15, τις αναφερόμενες στην πρώτη παράγραφο ονομασίες οι οποίες συμφωνούν με τα άρθρα 2 και 4. Το άρθρο 7 δεν εφαρμόζεται. Πάντως, οι κοινές ονομασίες δεν καταχωρίζονται.

[…]»

8

Το άρθρο 1 του κανονισμού (EK) 1107/96 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1996, σχετικά με την καταχώριση των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2081/92 του Συμβουλίου διαδικασία (EE L 148, σ. 1), ορίζει μεταξύ άλλων ότι «[ο]ι επωνυμίες που αναγράφονται στο παράρτημα, καταχωρίζονται ως προστατευόμενες γεωγραφικές ενδείξεις (ΠΓΕ) ή προστατευόμενες ονομασίες προελεύσεως (ΠΟΠ) δυνάμει του άρθρου 17 του κανονισμού […] 2081/92». Το παράρτημα του κανονισμού 1107/96 αφορά, στο σημείο A («Προϊόντα του παραρτήματος II της Συνθήκης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο»), υπό τις ενδείξεις «Τυριά», «Ιταλία», ιδίως τις ονομασίες «Grana Padano (ΠΟΠ)» και «Parmigiano Reggiano (ΠΟΠ)».

Ιστορικό της διαφοράς

9

Η Biraghi SpA κατέθεσε στις 2 Φεβρουαρίου 1998 ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού 40/94, αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού του λεκτικού σήματος GRANA BIRAGHI.

10

Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 29 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει της καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «τυρί, ειδικότερα τυρί από αγελαδινό γάλα, ώριμο τυρί, σκληρό τυρί, τυρί μεγάλου σχήματος, τυρί σε τεμάχια με ή χωρίς κρούστα, τυρί σε συσκευασία διαφόρων μεγεθών, τριμμένο και συσκευασμένο τυρί».

11

Το αιτηθέν σήμα καταχωρίστηκε στις 2 Ιουνίου 1999 και δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων της 26ης Ιουλίου 1999.

12

Η Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano (στο εξής: Consorzio ή προσφεύγουσα), υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση ακυρότητας του κοινοτικού σήματος GRANA BIRAGHI, δυνάμει του άρθρου 55 του κανονισμού 40/94. Ισχυρίστηκε ότι η καταχώριση του ως άνω σήματος αντέκειτο στην προστασία της ονομασίας προελεύσεως «grana padano» δυνάμει του κανονισμού 2081/92, καθώς και στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο ζ’, στο άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο α’, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α’, του κανονισμού 40/94, επικαλούμενη, όσον αφορά την τελευταία από τις ανωτέρω διατάξεις, την καταχώριση των προγενέστερων εθνικών και διεθνών σημάτων GRANA και GRANA PADANO.

13

Με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2001, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ έκανε δεκτό το αίτημα της Consorzio περί ακυρότητας στηριζόμενο στο άρθρο 14 του κανονισμού 2081/92.

14

Η Biraghi άσκησε στις 24 Ιανουαρίου 2002 κατά της ανωτέρω αποφάσεως προσφυγή, ισχυριζόμενη ότι ο όρος «grana» είναι γενικός και περιγραφικός.

15

Με απόφαση της 16ης Ιουνίου 2003 (υπόθεση R 153/2002-1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών έκανε δεκτή την προσφυγή της Biraghi ακυρώνοντας την απόφαση του τμήματος ανακοπών και απορρίπτοντας το αίτημα ακυρότητας του κοινοτικού σήματος GRANA BIRAGHI. Το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η λέξη «grana» ήταν γενική και περιγραφική μιας βασικής ποιότητας των επίδικων προϊόντων. Κατόπιν αυτού, με βάση το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, η ύπαρξη της ΠΟΠ «grana padano» ουδόλως παρεμπόδιζε την καταχώριση ως κοινοτικού σήματος του σημείου GRANA BIRAGHI.

Αιτήματα των διαδίκων

16

Η προσφεύγουσα υποστηριζόμενη από την Ιταλική Δημοκρατία, ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την καταχώριση του κοινοτικού σήματος GRANA BIRAGHI.

17

Το ΓΕΕΑ και η Biraghi ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

18

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα συμπλήρωσε τα αιτήματά της ζητώντας την καταδίκη του ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα. Με την ίδια ευκαιρία, το ΓΕΕΑ δήλωσε ότι, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη νομολογία του Πρωτοδικείου, του παρέχεται η δυνατότητα να συνταχθεί με τα αιτήματα της προσφεύγουσας, οπότε και ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επιπλέον, δήλωσε ότι δέχεται να φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Το Πρωτοδικείο έλαβε υπό σημείωση τις ανωτέρω δηλώσεις με τα πρακτικά της συνεδριάσεως.

Επί του παραδεκτού

Επί των αιτημάτων της προσφεύγουσας και του ΓΕΕΑ

19

Προκαταρκτικώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, μολονότι τα αιτήματα της προσφεύγουσας έχουν ως αντικείμενο, τύποις, την ακύρωση της καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος GRANA BIRAGHI, όπως προκύπτει σαφώς από το δικόγραφο της προσφυγής, και όπως επιβεβαιώθηκε κατά τη συνεδρίαση, η προσφεύγουσα επιδιώκει κατ’ ουσίαν, με την παρούσα προσφυγή, να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως με το αιτιολογικό ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε εσφαλμένα ότι η ύπαρξη της ονομασίας προελεύσεως «grana padano» δεν παρεμπόδιζε την καταχώριση του ως άνω σήματος.

20

Όσον αφορά τα αιτήματα του ΓΕΕΑ, πρέπει αναγνωριστεί ότι, με το απαντητικό υπόμνημά του, το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Φεβρουαρίου 2004, το ΓΕΕΑ, παράλληλα με το αίτημά του περί απορρίψεως της προσφυγής, υποστήριξε ότι το τμήμα προσφυγών δεν είχε εφαρμόσει ορθώς τα κριτήρια αξιολογήσεως του γενικού χαρακτήρα ενός από τους όρους που συνθέτουν την επίδικη ΠΟΠ και δήλωσε ότι επαφίεται συναφώς στην κρίση του Πρωτοδικείου.

21

Κατά τη συνεδρίαση, το ΓΕΕΑ δήλωσε ότι, υπό το φως των αποφάσεων του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T-107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ — Atofina Chemicals (BIOMATE) (Συλλογή 2004, σ. II-1845), της 25ης Οκτωβρίου 2005, T-379/03, Peek & Cloppenburg κατά ΓΕΕΑ (Cloppenburg) (Συλλογή 2005, σ. II-4633), και της 12ης Ιουλίου 2006, T-97/05, Rossi κατά ΓΕΕΑ — Marcorossi (MARCOROSSI) (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), δεν όφειλε να υπεραμύνεται συστηματικά όλων των αμφισβητούμενων αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών. Έτσι, συντάχθηκε με τα αιτήματα της προσφεύγουσας και ζήτησε την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

22

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ΓΕΕΑ δύναται, χωρίς να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς, να ζητήσει να γίνουν δεκτά, κατ’ επιλογήν, τα αιτήματα ενός από τους διαδίκους και να προβάλει ισχυρισμούς προς στήριξη των λόγων που προέβαλε ο διάδικος αυτός. Αντιθέτως, το ΓΕΕΑ δεν μπορεί να υποβάλει αυτοτελώς αιτήματα ακυρώσεως ή να προβάλει λόγους ακυρώσεως τους οποίους δεν έχουν προβάλει οι λοιποί διάδικοι [απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Μαΐου 2005, T-22/04, Reemark κατά ΓΕΕΑ — Bluenet (Westlife), Συλλογή 2005, σ. II-1559, σκέψη 18].

23

Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ εξέθεσε σαφώς τη βούλησή του να στηρίξει τα αιτήματα και τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα τόσο με το απαντητικό υπόμνημά του όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Με το απαντητικό υπόμνημά του, διευκρίνισε ρητώς ότι τύποις αίτημά του ήταν η απόρριψη της προσφυγής αποκλειστικά και μόνον επειδή θεωρούσε ότι ο κανονισμός 40/94 δεν του επέτρεπε να ζητήσει την ακύρωση αποφάσεως των τμημάτων προσφυγών. Δεδομένου ότι, για τους προεκτεθέντες στην προηγούμενη σκέψη λόγους και σύμφωνα με τη νομολογία που επικαλέστηκε το ΓΕΕΑ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ανάλυση αυτή δεν αντιστοιχεί στην ισχύουσα από απόψεως δικαίου κατάσταση, επιβάλλεται ο επαναχαρακτηρισμός των αιτημάτων του ΓΕΕΑ και η εκτίμηση ότι ζήτησε κατ’ ουσίαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της προσφεύγουσας. Με δεδομένο τον ανωτέρω επαναχαρακτηρισμό, δεν υφίσταται έλλειψη συνοχής μεταξύ των αιτημάτων και των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο με το απαντητικό υπόμνημα όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

24

Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, επιβάλλεται εν προκειμένω να εξεταστεί η νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπό το φως των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής, λαμβάνοντας υπόψη και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε το ΓΕΕΑ.

Επί των εγγράφων που προσκομίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου

25

Τα παραρτήματα 48 [απόφαση του Giurì di autodisciplina pubblicitaria (Εξεταστική επιτροπή περί αυτοπειθαρχίας σε ζητήματα διαφημίσεως) αριθ. 165/93, της 22ας Οκτωβρίου 1993], 50 (σημείωμα της Γενικής Διευθύνσεως Γεωργίας της Επιτροπής της 20ής Μαΐου 1997) και 51 (σημείωμα του Ιταλικού Υπουργείου Γεωργίας και Δασών αριθ. 64969 της 3ης Αυγούστου 1993) της προσφυγής, καθώς και τα παραρτήματα 1 έως 3 (αποσπάσματα ιστοσελίδων σχετικά με τη Valle Grana και το τυρί castelmagno, καθώς και αποσπάσματα από το Διαδίκτυο www.granapadano.com) του υπομνήματος παρεμβάσεως της Biraghi δεν προσκομίστηκαν κατά την ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασία.

26

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι παραιτείται από το αίτημά της τα παραρτήματα 48, 50 και 51, συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής της, να ληφθούν υπόψη εκ μέρους του Πρωτοδικείου. Εξάλλου, το ΓΕΕΑ δήλωσε ότι επαφίεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου.

27

Όπως προκύπτει από το άρθρο 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, τα μη προβληθέντα από τους διαδίκους ενώπιον των οργάνων του ΓΕΕΑ πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν πλέον να προβληθούν ούτε στο στάδιο της ασκούμενης προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο καλείται στην πραγματικότητα να εκτιμήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών ελέγχοντας την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το τελευταίο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα πραγματικά της στοιχεία που υποβλήθηκαν στο εν λόγω τμήμα. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να χωρήσει σε παρόμοιο έλεγχο, λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά στοιχεία προβαλλόμενα το πρώτον ενώπιόν του, εκτός αν έχει αποδειχθεί ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως τα ως άνω πραγματικά περιστατικά κατά τη διοικητική διαδικασία πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως εν προκειμένω [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul, Συλλογή, 2007, σ. I-2213, σκέψη 54, και του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T-247/01, eCopy κατά ΓΕΕΑ (ECOPY), Συλλογή 2002, σ. II-5301, σκέψη 46].

28

Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τα προαναφερθέντα έγγραφα, τα οποία παραπέμπουν σε πραγματικά περιστατικά μη περιελθόντα σε γνώση του τμήματος προσφυγών, προκειμένου να ελέγξει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94. Κατόπιν αυτού, αποκλείεται η συνεκτίμηση των εν λόγω εγγράφων, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η αποδεικτική ισχύς τους.

Επί της ουσίας

29

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, ένα και μοναδικό λόγο αντλούμενο από την παράβαση της διατάξεως του άρθρου 142 του κανονισμού 40/94 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 του κανονισμού 2081/92.

Επιχειρήματα των διαδίκων

30

Καταρχάς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι «grana» δεν είναι γενικός όρος, και τούτο λόγω του διακριτικού χαρακτήρα του ως απόρροιας της αναγνωρίσεως της ΠΟΠ «grana padano» τόσο σε εθνικό επίπεδο, δυνάμει του legge 125, Tutela delle denominazioni di origine e tipiche dei formaggi (νόμος 125, της 10ης Απριλίου 1954, σχετικά με την προστασία των ονομασιών προελεύσεως και τυπικών ονομασιών των τυριών) (GURI αριθ. 99, της 30ής Απριλίου 1954, σ. 1294, στο εξής: νόμος 125/54), όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, δυνάμει του κανονισμού 1107/96. Η σχετική αναγνώριση σημαίνει ότι όλοι οι παραγωγοί που επιθυμούν να κάνουν χρήση της ΠΟΠ «grana padano» πρέπει να τηρήσουν ειδικούς κανόνες, περιλαμβανόμενους στη συγγραφή υποχρεώσεων της ως άνω ΠΟΠ και προοριζόμενους να διασφαλίσουν την ποιότητα του πωλούμενου στο κοινό προϊόντος. Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η Biraghi, η οποία μέχρι το 1997 ήταν ένας από τους 200 παραγωγούς μέλη της Consorzio, δεν αποτελεί έκτοτε μέλος της, οπότε δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την ΠΟΠ «grana padano» και δεν είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τη σχετική συγγραφή υποχρεώσεων. Ο περιορισμός της χρήσεως του όρου «grana» στην ταυτοποίηση της ΠΟΠ «grana padano» επιβεβαιώνεται επίσης στο Decreto del Presidente della Repubblica, Modificazione al disciplinare di produzione del formaggio «Grana padano» (προεδρικό διάταγμα της 26ης Ιανουαρίου 1987 περί τροποποιήσεως της συγγραφής υποχρεώσεων σχετικά με το τυρί «Grana padano», GURI 137, της 15ης Ιουνίου 1987, σ. 4), δυνάμει του οποίου η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως της ενδείξεως «grana trentino» παρέχεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται στο σύνολό της η συγγραφή υποχρεώσεων παραγωγής της ΠΟΠ «grana padano».

31

Η προσφεύγουσα και η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζουν ότι ο όρος «grana» έχει γεωγραφική προέλευση, προκειμένου να περιγραφεί ένα μικρό υδάτινο ρεύμα, παραπόταμος του Πάδου, που διασχίζει κοιλάδα αποκαλούμενη ακριβώς Valle Grana. Η Ιταλική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η προστασία του όρου «g rana», προκειμένου να περιγραφεί τυρί δικαιούμενο ΠΟΠ, βρίσκει συνεπώς νομικό έρεισμα στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92.

32

Επίσης, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προστασία της ονομασίας «grana», ακόμη και χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «padano», είχε ήδη αναγνωριστεί πριν από τον κανονισμό 1107/96. Συναφώς, διευκρινίζει ότι τα πρακτικά της συσκέψεως της επιτροπής ρυθμίσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων, της 22ας Νοεμβρίου 1995, αναφέρουν ότι «τα κράτη μέλη [είχαν] διευκρινίσει ότι το άρθρο 13 [του κανονισμού 2081/92 ] [έπρεπε] να εφαρμόζεται για τις ακόλουθες ονομασίες: […], grana, padano, parmigiano, reggiano».

33

Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε τον γενικό χαρακτήρα ορισμένων απλώς τμημάτων σύνθετων ονομασιών προελεύσεως με την απόφασή του της 25ης Ιουνίου 2002, C-66/00, Bigi (Συλλογή 2002, σ. I-5917), όπου απέκλεισε τον γενικό χαρακτήρα της ονομασίας «parmesan», όπως επιδίωκε η Consorzio del Formaggio Parmigiano Reggiano.

34

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, με τη θέσπιση στην Ιταλία καθεστώτος των ονομασιών προελεύσεως, το γένος «grana» το οποίο υφίστατο εξ αρχής, υποδιαιρέθηκε σε δύο τύπους, και συγκεκριμένα στον τύπο grana padano και στον τύπο parmigiano reggiano, αμφότεροι επωφελούμενοι της ΠΟΠ. Ο πρώτος τύπος παράγεται στα κείμενα βορείως του Πάδου εδάφη, ενώ ο δεύτερος παράγεται στα κείμενα δυτικά του ιδίου ποταμού εδάφη.

35

Η προσφεύγουσα και η Ιταλική Δημοκρατία ισχυρίζονται ότι τυχόν ρητή αναγνώριση του γενικού χαρακτήρα του όρου «grana» και γενικευμένη χρήση, αδιακρίτως, του όρου θα αντέκειντο προς το περιεχόμενο του κανονισμού 2081/92, ειδικότερα δε του άρθρου 13, παράγραφος 1, αυτού, το οποίο απαγορεύει οποιαδήποτε χρήση ονομασιών, σημάτων, ονομάτων ή ενδείξεων δυναμένων να βλάψουν την υλοποίηση των στόχων που επιδιώκονται με την καταχώριση των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται δυνάμει του κανονισμού.

36

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 10 του νόμου 125/54 επιβάλλει ακόμα και ποινικές κυρώσεις για «κάθε χρήση ονομασιών προελεύσεως ή αναγνωρισμένων τυπικών ονομασιών διά μερικής αλλοιώσεως ή τροποποιήσεως, όπως με την προσθήκη, έστω εμμέσως, διορθωτικών όρων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο “τύπος” ο “τρόπος”, η “γεύση” ή κάτι παρεμφερές».

37

Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων και πλείονα σημειώματα περί διαπιστώσεως παραβάσεως τα οποία συνέταξε μεταξύ των ετών 1997 και 2000 το Ιταλικό Υπουργείο Γεωργίας και Δασών και τα οποία κοινοποιήθηκαν στους Ιταλούς παραγωγούς οι οποίοι επέθεταν παρανόμως επί των προϊόντων τους την ονομασία «grana». Η στάση αυτή δεν αναιρέθηκε με την απόφαση του Corte di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό της Ιταλίας) αριθ. 2562, της 28ης Νοεμβρίου 1989, σύμφωνα με την οποία η χρήση της ονομασίας «grana» δεν αποτελούσε αντικείμενο ιδιαίτερων περιορισμών, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη απόφαση εξεδόθη πριν από τη θέσπιση των ονομασιών προελεύσεως με τον κανονισμό 2081/92.

38

Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία συντάσσεται κατ’ ουσίαν με τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας προσθέτοντας ότι ο όρος «grana» μπορεί να θεωρηθεί ως σύνθετος τύπος που χρησιμοποιούν όλοι οι καταναλωτές για την περιγραφή του τυριού grana padano. Παρατηρεί επίσης ότι, με την αίτησή της περί καταχωρίσεως της ονομασίας «grana padano» σύμφωνα με την προβλεπομένη στο άρθρο 17 του κανονισμού 2081/92 διαδικασία, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε αποκλείσει, με παραπεμπόμενη υποσημείωση, την προστασία οποιουδήποτε από τους όρους που αποτελούν τμήμα της ως άνω ονομασίας. Επομένως, εκτιμά ότι πρέπει να συμπεραίνεται ότι και μόνον ο όρος «grana» προστατεύεται και του επιφυλάσσεται ο χαρακτηρισμός ΠΟΠ.

39

Το ΓΕΕΑ υπογραμμίζει ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 2081/92 διευκρινίζει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα όνομα έχει καταστεί κοινό, πρέπει να ληφθούν υπόψη πλείονες παράγοντες και να χωρήσει μεταξύ άλλων η μελέτη της υφιστάμενης καταστάσεως στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το όνομα καθώς και στα άλλα κράτη μέλη. Απαιτείται επίσης να χωρήσει μελέτη της συμπεριφοράς και της γνώμης του κοινού αναφοράς. Συναφώς, το ΓΕΕΑ υπενθυμίζει, αφενός, ότι η διοργάνωση δημοσκοπήσεων είναι ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί συνηθέστερα η Επιτροπή και τα κράτη μέλη και, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 76 του κανονισμού 40/94, το επιληφθέν τμήμα προσφυγών θα μπορούσε να είχε ζητήσει τη γνώμη της Επιτροπής και των εθνικών αρχών.

40

Το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι προφανώς το τμήμα προσφυγών δεν συμβουλεύθηκε τις αρμόδιες ιταλικές ή κοινοτικές αρχές ούτε προέβη σε εμπεριστατωμένη εξέταση της ιταλικής αγοράς και των αγορών των άλλων κρατών μελών. Το τμήμα προσφυγών στηρίχθηκε μάλλον στην εξέταση των ιταλικών λεξικών που χρησιμοποιούνται συνήθως και των ερευνών που πραγματοποίησε στο Διαδίκτυο.

41

Επιπλέον, το ΓΕΕΑ υπογραμμίζει ότι το ίδιο το τμήμα προσφυγών, επικαλούμενο την EnciclopediaZanichelli, το Dizionario della lingua italiana Le Monnier και το Vocabolario della lingua italianaZingarelli, σημείωσε ότι, για τον Ιταλό καταναλωτή, ο όρος «grana» δεν παραπέμπει μόνο σε «ψημένο, σκληρό και ημιλιπαρό, τυρί», αλλά και σε τυρί που εμφανίζει το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι «προέρχεται από τυπικές ζώνες της Αιμιλίας και της Λομβαρδίας». Το γεγονός ότι τα χρησιμοποιηθέντα λεξικά κάνουν λόγο για συγκεκριμένη περιοχή αρκεί αφ’ εαυτού για να αποκλειστεί ο γενικός χαρακτηρισμός του όρου «grana».

42

Εξάλλου, το γεγονός ότι ορισμένα από τα ως άνω λεξικά καθώς και συνταγές αναφέρονται εναλλακτικώς στους όρους «grana» ή «grana padano» φαίνεται μάλλον να ενισχύει την άποψη ότι για τον Ιταλό καταναλωτή ο όρος «grana» είναι συνώνυμος του «grana padano».

43

Το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92, αφ’ ης στιγμής καταχωρίστηκε, μια ΠΟΠ δεν μπορεί να καταστεί κοινή ονομασία. Έτσι, ενόσω η Επιτροπή ή οι αρμόδιες, κοινοτικές ή εθνικές, δικαιοδοτικές αρχές δεν αποφάσισαν ότι μία ΠΟΠ κατέστη γενική, τα όργανα του ΓΕΕΑ θα όφειλαν να θεωρούν την καταχώριση της συγκεκριμένης ΠΟΠ ως έγκυρη και άξια προστασίας.

44

Η Biraghi υποστηρίζει ότι ο όρος «grana» είναι γενικός και περιγράφει έναν τύπο τυριού αργής ωριμάνσεως, ημιλιπαρού, ψημένου, σκληρού και κοκκώδους. Κυριολεκτικώς, ο όρος αυτός αναφέρεται στην κοκκώδη σύσταση της μάζας του τυριού ώστε το όνομα να λαμβάνεται ακριβώς χάρη στο ως άνω χαρακτηριστικό γνώρισμα, και δεν περιγράφει γεωγραφική ζώνη ή περιοχή συγκεκριμένης προελεύσεως αυτή καθεαυτή. Συναφώς, η Biraghi ισχυρίζεται ότι στη Valle Grana παράγεται μόνον το τυρί castelmagno, το οποίο προστατεύεται ως ΠΟΠ.

45

Εξάλλου, η Biraghi παρατηρεί ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Bigi, στην οποία αναφέρθηκε η προσφεύγουσα, αφορούσε σύνθετη ονομασία, αποτελούμενη από δύο όρους, κάθε ένας εκ των οποίων αναφερόταν σε τόπους παραγωγής: «parmigiano» για το παραγόμενο στη συνορεύουσα με την πόλη της Πάρμας ζώνη, «reggiano» για το παραγόμενο στη ζώνη της πόλεως Reggio της Αιμιλίας.

46

Η Biraghi ισχυρίζεται επίσης ότι το κοκκώδους μάζας τυρί αποκαλούνταν «grana» πολύ πριν από την ίδρυση των πρώτων τυροκομείων περί τα μέσα του XIX αιώνα, όπως εξηγεί άλλωστε η ίδια η προσφεύγουσα σε μία από τις δημοσιεύσεις της, όπου αναγνωρίζει ότι το τυρί grana παρήχθη για πρώτη φορά περί το 1135 και το όνομά του, το οποίο χρησιμοποιούνταν ήδη το 1750, είχε εμπνευστεί από την κοκκώδη όψη της μάζας του.

47

Η Biraghi αμφισβητεί ότι, με τη θέσπιση του καθεστώτος των ΠΟΠ, στην Ιταλία, το τυρί grana υποδιαιρείται σε δύο είδη του αυτού γένους, ήτοι το grana padano και στο parmigiano reggiano, τα οποία απολαύουν, αμφότερα, ονομασίας ΠΟΠ. Προσθέτει ότι ο όρος «grana» δεν περιγράφει ούτε ένα τρίτο είδος τυριού, διαφορετικού από τις οικείες ΠΟΠ. Αντιθέτως, ο όρος «grana» περιγράφει το ίδιο γένος τυριού, σκληρού και κοκκώδους, στον οποίο εμπίπτουν τόσο το grana Biraghi όσο και τα προαναφερθέντα δύο απολαύοντα ονομασίας ΠΟΠ. Έτσι, το γεγονός ότι ειδικοί κανόνες προεβλέφθησαν για την παραγωγή και την εμπορία των grana padano και parmigiano reggiano δεν σημαίνει ότι το τυρί grana δεν υφίσταται πλέον.

48

Από νομοθετικής απόψεως, η Biraghi παρατηρεί ότι η απόφαση 96/536/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1996, για την κατάρτιση του πίνακα των προϊόντων με βάση το γάλα για τα οποία δόθηκε άδεια στα κράτη μέλη να παραχωρήσουν μεμονωμένες ή γενικές παρεκκλίσεις δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/46/ΕΟΚ, καθώς και για τον χαρακτήρα των παρεκκλίσεων που εφαρμόζονται κατά την παρασκευή των προϊόντων αυτών (EE L 230, σ. 12), μνημονεύει μεταξύ άλλων το «Dansk Grana» και το «Romonte — Typ Grana».

49

Η Biraghi ισχυρίζεται ότι το τυρί grana ως γένος επιβεβαιώνεται πολλαπλώς στην εργογραφία και με τα λεξικά, με τις αποφάσεις περί απορρίψεως των αιτήσεων καταχωρίσεως των σημάτων Grana Piemontese και Grana Reale που εξέδωσε το Ufficio Italiano Brevetti e Marchi (Ιταλικό Γραφείο Εφευρέσεων και Σημάτων), με την υπ’ αριθ. 1 εγκύκλιο της 4ης Ιανουαρίου 1999, της επαγγελματικής ενώσεως Assolatte, η οποία προβλέπει στο παράρτημά της τρεις κατηγορίες grana, ήτοι τα grana padano, parmiggiano reggiano και «λοιπά grana», καθώς και από το γεγονός ότι η τελευταία αυτή κατηγορία χρησιμοποιείται επίσης από την Istituto Nazionale di Statistica (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ISTAT) για τις απογραφές της.

50

Η Biraghi υποστηρίζει, σε αντίθεση προς την προσφεύγουσα και την Ιταλική Δημοκρατία, ότι καταχωρισμένη ως ΠΟΠ ονομασία, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10 του νόμου 125/54 και του άρθρου 13 του κανονισμού 2081/92, είναι αποκλειστικά η σύνθετη ονομασία «grana padano» και όχι και ο όρος «grana». Συγκεκριμένα, κατά την Biraghi, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, ο όρος «grana», δεν θα μπορούσε, ως έχων χαρακτήρα γένους, να καταχωριστεί μόνος τους ως ΠΟΠ.

51

Συναφώς, η Biraghi διευκρινίζει ότι το ζήτημα της χρήσεως του όρου «grana» χωρίς τον επιθετικό προσδιορισμό «padano» τέθηκε ήδη στην Ιταλία από το Corte di Cassazione, με την απόφασή του 2562, της 28ης Νοεμβρίου 1989, με την οποία κρίθηκε ότι, «ενώ το τυρί grana padano απολαύει της αναγνωρίσεως προελεύσεως και, ως εκ τούτου, της προστασίας, σε ποινικό επίπεδο, έναντι καταχρηστικής χρήσεως της ονομασίας, το απλώς αποκαλούμενο “grana” τυρί δεν αναγνωρίζεται, με την ισχύουσα νομοθεσία, ως τυρί τύπος, μολονότι η χρήση της ανωτέρω ονομασίας […] δεν αποτελεί αντικείμενο ειδικών περιορισμών και δεν συνιστά παράβαση του νόμου [125/54]». Η Biraghi προσθέτει επίσης ότι το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 9ης Ιουνίου 1998, C-129/97 και C-130/97, Chiciak και Fol (Συλλογή 1998, σ. I-3315), σχετικά με την ΠΟΠ «époisses de Bourgogne», διευκρίνισε ότι, «οσάκις πρόκειται για “σύνθετη” ονομασία προελεύσεως [η οποία καταχωρίστηκε δυνάμει της προβλεπόμενης στο άρθρο 17 του κανονισμού 2081/92 απλοποιημένης διαδικασίας], το γεγονός ότι δεν υφίσταται για [την ως άνω ονομασία] ένδειξη υπό μορφή παραπομπής στο κάτω μέρος της σελίδας του παραρτήματος του κανονισμού [1107/96], βεβαιώνουσα ότι δεν έχει ζητηθεί η καταχώριση για ένα από τα τμήματα της ονομασίας αυτής συνεπάγεται ότι προστατεύεται καθένα από τα τμήματα από τα οποία αυτή αποτελείται.» Η προστασία των γενικών ονομασιών αποκλείστηκε επίσης από το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 10ης Νοεμβρίου 1992, C-3/91, Exportur (Συλλογή 1992, σ. I-5529), και της 7ης Μαΐου 1997, C-321/94 έως C-324/94, Pistre κ.λπ. (Συλλογή 1907, σ. I-2343).

52

Υπό το φως των στοιχείων αυτών, η Biraghi εκτιμά ότι η χρήση του γενικού όρου «grana» δεν συνιστά παράβαση ούτε του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/92, ούτε της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως σε θέματα ονομασιών προελεύσεως. Συγκεκριμένα, ο νόμος 125/54 απαγορεύει όλες τις χρήσεις ονομασιών προελεύσεως διά της αλλοιώσεως ή τροποποιήσεως με τη χρήση όρων όπως «τύπος», «χρήση», «γεύση», όχι όμως την απλή χρήση γενικού όρου όπως «grana».

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

53

Το άρθρο 142 του κανονισμού 40/94 προβλέπει ότι δεν θίγονται οι διατάξεις του κανονισμού 2081/92, και ειδικότερα του άρθρου 14 αυτού.

54

Το άρθρο 14 του κανονισμού 2081/92 ορίζει ότι η αίτηση καταχωρίσεως ενός σήματος το οποίο αντιστοιχεί σε μία από τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 13 και αφορά την ίδια κατηγορία προϊόντος απορρίπτεται, εφόσον η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος υποβάλλεται μετά την ημερομηνία δημοσιεύσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2. Τα καταχωριζόμενα κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως σήματα ακυρώνονται.

55

Εξ αυτού έπεται ότι το ΓΕΕΑ οφείλει να εφαρμόσει τον κανονισμό 40/94 κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται η χορηγούμενη στις ΠΟΠ με τον κανονισμό 2081/92 προστασία.

56

Επομένως, το ΓΕΕΑ οφείλει να αρνηθεί την καταχώριση οποιουδήποτε σήματος που θα τελούσε σε μια από τις περιγραφόμενες στο άρθρο 13 του κανονισμού 2081/92 καταστάσεις, αν δε το σήμα έχει ήδη καταχωριστεί, να αναγνωρίσει την ακυρότητά του.

57

Εξάλλου, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92, οι προστατευόμενες ονομασίες δεν μπορούν να καταστούν κοινές, αφετέρου, το γεγονός ότι ο κανονισμός 1107/96 δεν περιλαμβάνει διευκρίνιση υπό μορφή παραπομπής σε υποσημείωση επεξηγηματική του ότι η καταχώριση του όρου «grana» δεν ζητείται δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι προστατεύεται κάθε ένα από τα εμπλεκόμενα στην ονομασία «grana padano» μέρη (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Chiciak και Fol, σκέψη 39).

58

Το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2081/92 ορίζει περαιτέρω ότι, «όταν μια καταχωρισμένη ονομασία περιέχει την ονομασία ενός γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου που θεωρείται κοινή, η χρήση της κοινής αυτής ονομασίας για το συγκεκριμένο γεωργικό προϊόν ή τρόφιμο δεν θεωρείται ότι αντιτίθεται στα στοιχεία α’ ή β’ του πρώτου εδαφίου». Εξ αυτού έπεται ότι, οσάκις η ΠΟΠ απαρτίζεται από πλείονα στοιχεία, το ένα εκ των οποίων συνιστά την ένδειξη γένους ενός γεωργικού προϊόντος η τροφίμου, η χρήση της γενικής αυτής ονομασίας σε καταχωρισμένο σήμα πρέπει να θεωρείται ως συνάδουσα προς το άρθρο 13, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α’ ή β’, του κανονισμού 2081/92, οπότε είναι απορριπτέα η θεμελιωμένη στην ΠΟΠ αίτηση ακυρώσεως.

59

Συναφώς, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Chiciak και Fol (σκέψη 38), στο κοινοτικό σύστημα καταχωρίσεως που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2081/92, τα αφορώντα την προστασία που πρέπει να παρέχεται στα διάφορα στοιχεία που συνθέτουν μια ονομασία ζητήματα, ιδίως το αν πρόκειται για γενική ονομασία ή προστατευόμενη έναντι των κατά το άρθρο 13 του κανονισμού πρακτικών συνιστώσα, αποτελούν αντικείμενο εκτιμήσεως η οποία χωρεί με βάση εμπεριστατωμένη ανάλυση του συγκεκριμένου πραγματικού πλαισίου.

60

Συναφώς, πρέπει να διαπιστωθεί, προκαταρκτικώς, ότι το τμήμα προσφυγών ήταν αρμόδιο να προβεί στην εν λόγω ανάλυση και, ενδεχομένως, να αρνηθεί την προστασία της αποτελούσας γένος συνιστώσας μιας ΠΟΠ. Πράγματι, αφ’ ης στιγμής δεν πρόκειται για αναγνώριση της ακυρότητας μιας ΠΟΠ αφ’ εαυτής, το γεγονός ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2081/92 αποκλείει την προστασία των γενικών ονομασιών που περιλαμβάνονται σε μια ΠΟΠ εξουσιοδοτεί το τμήμα προσφυγών να ελέγξει αν ο επίδικος όρος συνιστά όντως γενική ονομασία ενός γεωργικού προϊόντος ή τροφίμου.

61

Παρόμοια ανάλυση προϋποθέτει την επαλήθευση ορισμένου αριθμού προϋποθέσεων, ώστε να απαιτείται, σε μεγάλο βαθμό, επισταμένη γνώση τόσον ειδικών στοιχείων αφορώντων το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2001, C-269/99, Carl Kühne κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I-9517, σκέψη 53), όσο και της υφιστάμενης σε άλλα κράτη μέλη καταστάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 1999, C-289/96, C-293/96 και C-299/96, Danemark κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-1541, σκέψη 96).

62

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τμήμα προσφυγών όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυση του συνόλου των παραγόντων που δύνανται να προσδιορίσουν τον ως άνω χαρακτήρα γένους.

63

Αφού προηγουμένως ορίζει ότι οι καταστάσες κοινές ονομασίες δεν επιδέχονται καταχώριση, το άρθρο 3, του κανονισμού 2081/92 προβλέπει ότι, για να διαπιστωθεί αν ένα όνομα έχει καταστεί όνομα γένους, λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες και ιδίως η υφιστάμενη κατάσταση στο κράτος μέλος από το οποίο προέρχεται το όνομα καθώς εκείνη εντός των ζωνών καταναλώσεως, η κατάσταση που επικρατεί σε άλλα κράτη μέλη και η συναφής εθνική κοινοτική νομοθεσία.

64

Τα ίδια κριτήρια πρέπει να ισχύουν για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2081/92. Πράγματι, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο, ο ορισμός της εννοίας «ονομασία που έχει καταστεί κοινή», τον οποίο δίδει το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού, ισχύει επίσης και για τις ονομασίες που ήσαν ανέκαθεν ονομασίες γένους (προπαρατεθείσα απόφαση Danemark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 80).

65

Έτσι, οι νομικής, οικονομικής, τεχνικής, ιστορικής, πολιτιστικής και κοινωνικής τάξεως δείκτες, οι οποίοι επιτρέπουν να χωρήσει η απαιτούμενη εμπεριστατωμένη ανάλυση, είναι μεταξύ άλλων η συναφής εθνική ή κοινοτική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της ιστορικής εξελίξεώς τους, η αντίληψη του μέσου καταναλωτή ως προς την υποτιθέμενη κοινή ονομασία, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το παγκοίνως γνωστό όνομα εξακολουθεί να συνδέεται με το ώριμο παραδοσιακό τυρί που παρασκευάζεται σε συγκεκριμένη εδαφική περιοχή ως συνέπεια του γεγονότος ότι δεν χρησιμοποιείται κοινώς σε άλλες περιοχές του κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το γεγονός ότι ένα προϊόν έχει παραχθεί νομίμως υπό την επίδικη ονομασία στη χώρα προελεύσεως της ίδιας αυτής ονομασίας χωρίς να τηρούνται οι παραδοσιακές μέθοδοι παραγωγής, το γεγονός ότι παρόμοιες ενέργειες διήρκησαν επί μακρόν, η ποσότητα προϊόντων που φέρουν την επίδικη ονομασία και έχουν παρασκευαστεί πέραν των παραδοσιακών μεθόδων έναντι της ποσότητας προϊόντων που έχουν παρασκευαστεί σύμφωνα με τις εν λόγω μεθόδους, το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν τα φέροντα την επίδικη ονομασία και παρασκευασθέντα πέραν των παραδοσιακών μεθόδων προϊόντα έναντι του μεριδίου της αγοράς που κατέχουν τα παρασκευασθέντα σύμφωνα με τις εν λόγω μεθόδους προϊόντα, το γεγονός ότι τα παρασκευασθέντα πέραν των παραδοσιακών μεθόδων προϊόντα έχουν τέτοια εμφάνιση ώστε να παραπέμπουν στους τόπους παραγωγής των παρασκευασθέντων σύμφωνα με τις εν λόγω μεθόδους προϊόντων, η προστασία της επίδικης ονομασίας μέσω διεθνών συμφωνιών και ο αριθμός των κρατών μελών τα οποία επικαλούνται ενδεχομένως τον υποτιθέμενο χαρακτήρα γένους της επίδικης ονομασίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Danemark κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 95, 96, 99 και 101· προπαρατεθείσα απόφαση Bigi, σκέψη 20, και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-465/02 και C-466/02, Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-9115, σκέψεις 75, 77, 78, 80, 83, 86, 87, 93 και 94).

66

Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να λαμβάνονται υπόψη (προπαρατεθείσα απόφαση Δανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 85 έως 87), κατά την εξέταση του χαρακτήρα γένους μιας ονομασίας, σφυγμομέτρηση των καταναλωτών, προκειμένου να καταγραφεί η αντίληψή τους περί της επίδικης ονομασίας, ή γνωμοδότηση της επιτροπής η οποία συνεστήθη με την απόφαση 93/53/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1992, περί συστάσεως επιστημονικής επιτροπής για τις ονομασίες προελεύσεως, τις γεωγραφικές ενδείξεις και τις βεβαιώσεις ιδιοτυπίας (EE 1993, L 13, σ. 16 ), η οποία αντικαταστάθηκε έκτοτε από την επιστημονική ομάδα εμπειρογνωμόνων για τις ονομασίες προελεύσεως, τις γεωγραφικές ενδείξεις και τα εγγυημένα παραδοσιακά ιδιότυπα προϊόντα, ομάδα η οποία συγκροτήθηκε με την απόφαση 2007/71/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2006 (EE 2007, L 32, σ. 177 ). Η ως άνω επιτροπή, απαρτιζόμενη από επαγγελματίες που διαθέτουν υψηλά προσόντα στο νομικό και γεωργικό τομέα, έχει ως αποστολή να εξετάζει, μεταξύ άλλων, τον χαρακτήρα γένους των ονομασιών.

67

Τέλος, μπορούν να λαμβάνονται υπόψη άλλα στοιχεία, ιδίως, ο ορισμός μιας ονομασίας ως ονομασίας γένους των Codex alimentarius (για την ενδεικτική αξία των κανόνων του Codex alimentarius, βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1988, 286/86, Deserbais, Συλλογή 1988, σ. 4907, σκέψη 15, και της 5ης Δεκεμβρίου 2000, C-448/98, Guimont, Συλλογή 2000, σ. I-10663, σκέψη 32) και το ότι η ονομασία περιλαμβάνεται στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα II της διεθνούς συμβάσεως για τη χρήση των ονομασιών προελεύσεως και ονομασιών τυριών, η οποία υπογράφηκε στη Stresa την 1η Ιουνίου 1951, καθόσον το γεγονός ότι η ονομασία αυτή περιλαμβάνεται επιτρέπει τη χρήση της σε κάθε υπογράψασα τη σύμβαση χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι κανόνες παραγωγής και ότι μνημονεύεται η χώρα παραγωγής, ενώ η δυνατότητα αυτή δεν περιορίζεται στους παραγωγούς της αντίστοιχης γεωγραφικής ζώνης (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Ruiz-Jarabo Colomer επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-9118, σκέψη 168).

68

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών αγνόησε τα θεσπιζόμενα με την κοινοτική σε θέματα ΠΟΠ κριτήρια, τα οποία εξαγγέλλονται στο άρθρο 3 του κανονισμού 2081/92.

69

Πράγματι, δεν έλαβε υπόψη του κανένα από τα στοιχεία τα οποία, κατά την προμνησθείσα ανωτέρω στις σκέψεις 65 έως 67 νομολογία, επιτρέπουν να χωρήσει η απαιτούμενη ανάλυση του ενδεχομένως κοινού χαρακτήρα μιας ονομασίας ή ενός από τα στοιχεία που τη συνθέτουν, ενώ ουδόλως αναφέρθηκε σε σφυγμομετρήσεις των καταναλωτών ή στη γνώμη εμπειρογνωμόνων επί του θέματος, ούτε ζήτησε πληροφοριακά στοιχεία από τα κράτη μέλη και από την Επιτροπή, η οποία θα μπορούσε με τη σειρά της να φέρει το ζήτημα ενώπιον της προπαρατεθείσας επιστημονικής επιτροπής, ενώ είχε, όπως υπογραμμίζει ορθά το ΓΕΕΑ, τη δυνατότητα να το πράξει δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, και του άρθρου 76 του κανονισμού 40/94.

70

Τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση συνίστανται απλώς σε αποσπάσματα λεξικών και έρευνες στο Διαδίκτυο που διεξήγαγε αυτεπαγγέλτως το τμήμα προσφυγών.

71

Η συχνότητα εμφανίσεως ενός όρου στο Διαδίκτυο δεν είναι αποδεικτική του χαρακτήρα γένους μιας ονομασίας. Επιπλέον, όλοι οι ορισμοί του «grana» που δίδουν τα λεξικά στα οποία αναφέρθηκε το τμήμα προσφυγών παραπέμπουν στον τόπο παραγωγής του grana padano, ήτοι σε ζώνη της κοιλάδας του Πάδου. Επομένως, και σε αντίθεση προς όσα εκτίμησε το τμήμα προσφυγών, τα λεξικά αυτά καταδεικνύουν μάλλον ότι η ονομασία «grana» χρησιμοποιείται στην ιταλική γλώσσα ως σύντμηση του grana padano και ότι η ονομασία «grana» συνδέεται εν τοις πράγμασι και στις συνειδήσεις με την προέλευση εκ του Πάδου του ως άνω προϊόντος, όπως επυρρωννύουν τα δύο γερμανικά λεξικά τα οποία παρατίθενται στα σημεία 50 και 51 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όσον αφορά τον ορισμό που δίδεται στην Enciclopedia Treccani, στερείται λυσιτέλειας στον βαθμό όπου ανάγεται στο 1949, ήτοι ημερομηνία προγενέστερη τόσο του κανονισμού 1107/96 όσο και του νόμου 125/54, με τον οποίο αναγνωρίζεται για πρώτη φορά η ονομασία «grana padano» ως ΠΟΠ.

72

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν το τμήμα προσφυγών είχε λάβει δεόντως υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα και είχε εφαρμόσει τα θεσπισθέντα με τη νομολογία του Δικαστηρίου κριτήρια, θα όφειλε να συναγάγει ότι η απόδειξη του χαρακτήρα γένους της ονομασίας «grana» δεν είχε προκύψει επαρκώς κατά νόμο.

73

Μεταξύ των παραγόντων αυτών καταλέγονται, πρωτίστως, η κατάσταση από νομοθετικής απόψεως σχετικά με την προστασία της ονομασίας «grana padano» στην Ιταλία, καθώς και η ιστορική εξέλιξή της.

74

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η νομοθετική αναγνώριση της ονομασίας «grana» ανάγεται στο Regio Decreto Legge αριθ. 1177, Disposizioni integrative della disciplina della produzione e della vendita dei formaggi (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα αριθ. 1177, της 17ης Μαΐου 1938, περί διατάξεων συμπληρωματικών της κανονιστικής ρυθμίσεως περί της παραγωγής και της πωλήσεως των τυριών, GURI 179, της 8ης Αυγούστου 1938). Στο ως άνω διάταγμα, το οποίο καθορίζει την ελάχιστη περιεκτικότητα των διαφόρων ιταλικών τυριών σε λιπαρά, μνημονεύονται τα grana parmigiano-reggiano, grana lodigiano, grana emiliano, grana lombardo και grana veneto. Το ως άνω διάταγμα είναι αποκαλυπτικό του γεγονότος ότι το grana παραγόταν σε πλείονες ζώνες της κοιλάδας του Πάδου, σε γειτνίαση της Πάρμας και του Reggio Αιμιλίας, του Lodi, της Αιμιλίας, της Λομβαρδίας και της περιοχής της Βενετίας. Αντιθέτως, δεν μνημονεύεται εκεί η ονομασία «grana padano».

75

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλες οι ανωτέρω ζώνες περιλαμβάνονται στην περιοχή παραγωγής είτε του parmigiano reggiano (Πάρμα, Reggio Αιμιλίας, Μόδενα, Μπολώνια δυτικά του Reno και Μάντοβα ανατολικά του Πάδου), είτε του grana padano (Πιεμόντε, Λομβαρδία, Αιμιλία-Ρομανία, Βενετία και επαρχία του Trento).

76

Εν συνεχεία της εγκαθιδρύσεως του πρώτου καθεστώτος ονομασιών προελεύσεως στην Ιταλία με τον νόμο 125/54 και το Decreto del Presidente della Repubblica 1269, Riconoscimento delle denominazioni circa i metodi di lavorazione, caratteristiche merceologiche e zone di produzione dei formaggi (προεδρικό διάταγμα 1269, της 30ής Οκτωβρίου 1955, περί αναγνωρίσεως ονομασιών ως προς τις μεθόδους επεξεργασίας, τα εμπορικά χαρακτηριστικά και τις ζώνες παραγωγής των τυριών), GURI 295, της 22ας Δεκεμβρίου 1955, σ. 4401), καθεστώτος με το οποίο αναγνωρίστηκε η ονομασία προελεύσεως «grana padano», το τυρί parmigiano reggiano απώλεσε την ιδιότητά του ως grana, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του, ενώ όλα τα υπόλοιπα τυριά grana αναγνωρίστηκαν ως φέροντα την ονομασία «padano».

77

Το γεγονός ότι η ιταλική νομοθεσία του 1938 αναφέρει διάφορα τυριά grana (parmigiano-reggiano, lodigiano, emiliano, lombardo και veneto), όλα παραγόμενα στη ζώνη της κοιλάδας του Πάδου, χωρίς, πάντως, να αναφέρεται το grana padano, καθώς και το γεγονός ότι η μεταγενέστερη νομοθεσία εισήγαγε την ονομασία «grana padano», εγκαταλείποντας όμως τις προγενέστερες ονομασίες, είναι ενδεικτικά του ότι το grana είναι τυρί παραγόμενο παραδοσιακά σε πολυάριθμες ζώνες της κοιλάδας του Πάδου και ως εκ τούτου ταυτίστηκε, σε κάποια χρονική στιγμή, από τον Ιταλό νομοθέτη με τον όρο «padano», προς απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου και υπαγωγή υπό μία και μόνον επωνυμία όλων των προερχομένων από την κοιλάδα του Πάδου προγενέστερων διαφορετικών ονομασιών.

78

Ο επιθετικός προσδιορισμός «padano» δεν θεσπίστηκε, επομένως, για να περιοριστεί η έκταση εφαρμογής της ΠΟΠ σε ορισμένα αποκλειστικά τυριά grana, αλλά κυρίως για να τα υπαγάγει υπό την ίδια υψηλή προστασία την οποία είχε παράσχει αρχικά η ιταλική νομοθεσία, ακολούθως δε ο κανονισμός 2081/92. Εξ αυτού προκύπτει ότι η εξέλιξη του ιταλικού κανονιστικού πλαισίου είναι ενδεικτική του ότι η ονομασία «grana» δεν είναι κοινή.

79

Κανένα από τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε η Biraghi δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση των ως άνω σκέψεων. Πρώτον, όσον αφορά την ύπαρξη της ονομασίας «grana trentino», πρέπει να διαπιστωθεί ότι το προεδρικό διάταγμα περί τροποποιήσεως της συγγραφής υποχρεώσεων του τυριού grana padano, το οποίο επικαλέστηκε η Biraghi, ενέκρινε την προσθήκη της εκφράσεως «trentino» (προερχόμενο από το Trento) για το τυρί grana padano που παράγεται στο έδαφος της επαρχίας του Trento. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύει, αν μη τι άλλο, την άποψη ότι επιτρέπεται να αποκαλείται ένα τυρί «grana» αποκλειστικά εφόσον παράγεται σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων του grana padano.

80

Δεύτερον, καίτοι η εγκύκλιος της ενώσεως Assolatte αναφέρεται σαφώς στην ύπαρξη «άλλων τυριών grana», πέραν του grana padano, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τον συνημμένο στην εν λόγω εγκύκλιο πίνακα, τα ως άνω «άλλα τυριά grana» εξάγονταν προς άλλες χώρες πλην των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ιδίως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, την Κροατία, τη Σλοβενία, η οποία κατά την ημερομηνία στην οποία αναφέρονται τα συγκεκριμένα δεδομένα, ήτοι το 1999, δεν ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Όσον αφορά το τυρί που προοριζόταν προς εξαγωγή προς χώρες όπου η ονομασία «grana» δεν απολάμβανε καμιάς ειδικής νομοθετικής προστασίας, το συναφές επιχείρημα είναι αλυσιτελές, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της εδαφικότητας που αναγνώρισε το Δικαστήριο στον τομέα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας με την προαναφερθείσα απόφασή του Exportur (σκέψη 12). Το ίδιο ισχύει και για τα στοιχεία τα οποία επεξεργάστηκε η ISTAT και επικαλέστηκε η Biraghi, τα οποία δεν ασκούν επιρροή δεδομένου ότι δεν αναφέρουν την αγορά προορισμού των «άλλων τυριών grana».

81

Τρίτον, υποστηρίζοντας ότι ο όρος «grana» δεν περιγράφει γεωγραφική ζώνη ως τοιαύτη, η Biraghi επιδιώκει κατ’ ουσίαν να καταδείξει ότι η ονομασία «grana» σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να απολαύει της χορηγούμενης με τον κανονισμό 2081/92 προστασίας, δεδομένου ότι δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της ονομασίας προελεύσεως που δίδεται στο άρθρο 2 του κανονισμού. Στερείται σημασίας το αν η ονομασία «grana» οφείλεται στο γεγονός ότι το τυρί που περιγράφει έχει κοκκώδη υφή ή ακόμη και το γεγονός ότι αρχικά κατασκευαζόταν στη Valle Grana, οπότε, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92, μια ΠΟΠ μπορεί επίσης να συνίσταται σε παραδοσιακή και μη γεωγραφική ονομασία, περιγραφική ενός τροφίμου προερχομένου από μια περιοχή ή ένα συγκεκριμένο τόπο που εμφανίζουν ομοιογενείς φυσικούς παράγοντες ώστε να οριοθετούν την περιοχή των τόπων σε σχέση προς τις όμορες ζώνες (προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, σκέψεις 46 έως 50). Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι το τυρί grana προέρχεται από την περιφέρεια της κοιλάδας του Πάδου. Υπό την έννοια αυτή, πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2081/92 προϋποθέσεις.

82

Τέταρτον, η παραπομπή στην προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, που αποπειράται η Biraghi προκειμένου να στηρίξει την άποψή της, στερείται παντελώς λυσιτελείας στον βαθμό κατά τον οποίο το Δικαστήριο δεν ψέγει το ενδεχόμενο μια μη γεωγραφική ονομασία να αποτελέσει ενδεχομένως ΠΟΠ, αλλά αμφισβητεί απλώς την έκταση της ζώνης παραγωγής της μη γεωγραφικής ονομασίας «φέτα». Επί τη βάσει της ίδιας αυτής σκέψεως, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Biraghi ότι στη Valle Grana παράγεται μόνο τυρί castelmagno. Ομοίως, πρέπει να μην γίνει δεκτή η αναφορά της Biraghi στην προπαρατεθείσα απόφαση Pistre κ.λπ., καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 35 αυτής, η εν λόγω απόφαση αφορά ονομασία (όρος) μη πληρούσα τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ως καλύπτουσα ονομασία προελεύσεως κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 2081/92, στον βαθμό που δεν υφίσταται άμεσος δεσμός μεταξύ της ποιότητας ή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του προϊόντος και της ειδικής γεωγραφικής προελεύσεώς του.

83

Πέμπτον, η απόφαση 96/536, η οποία μνημονεύει το δανικό τυρί «Dansk Grana» και το γερμανικό «Romonte — Typ Grana», εκδόθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 92/46/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1992, σχετικά με τη θέσπιση των υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και την εμπορία νωπού γάλακτος, θερμικά επεξεργασμένου γάλακτος και προϊόντων με βάση το γάλα (EE L 268, σ. 1). Στον βαθμό κατά τον οποίο η απόφαση 96/536 αποσκοπεί αποκλειστικά στο να επιτραπούν παρεκκλίσεις από την τήρηση των θεσπισθέντων με την οδηγία 92/46 υγειονομικών κανόνων, ουδεμία δύναται να ασκεί επιρροή επί της προστασίας ενός δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας όπως είναι η προστατευόμενη ονομασία προελεύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, σκέψη 96). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η σχετική αναφορά καταδεικνύει τον χαρακτήρα γένους της ονομασίας «grana» στη Δανία και στη Γερμανία, η διεύρυνση ενός τέτοιου συμπεράσματος, ώστε να καλυφθεί το σύνολο του κοινοτικού εδάφους ή τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα του, είναι αδύνατη. Επιπλέον, η απόφαση 96/536 αναφέρεται στο δανικό grana και σε γερμανικό τυρί για το οποίο διευκρινίζεται ότι είναι «τύπου» grana, γεγονός που εξυπονοεί ότι στη Δανία και στη Γερμανία η ονομασία «grana», χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, διατήρησε σε κάθε περίπτωση τη συνεκδοχή της «grana padano» (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία και Δανία κατά Επιτροπής, σκέψη 92). Τέλος, η απόφαση 96/536, στην οποία αναφέρεται η Biraghi, χρονολογείται από το 1996, όταν τα κράτη μέλη μπορούσαν ακόμα να επικαλούνται την προβλεπομένη στο άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 2081/92 παρέκκλιση, η οποία τους επέτρεπε να διατηρούν τα εθνικά συστήματα, σύμφωνα με τα οποία επιτρεπόταν η χρήση των καταχωρισμένων ονομασιών δυνάμει του άρθρου 17 επί πενταετή κατά ανώτατο όριο χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού.

84

Έκτον, η απόφαση του Corte di cassazione της 28ης Νοεμβρίου 1989 εκδόθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης και μνημονεύει ρητώς ότι η απαλλαγή του κατηγορουμένου ήταν συνέπεια του ότι κατά τη χρονική εκείνη στιγμή δεν προβλεπόταν ποινική κύρωση σε περίπτωση μη ενδεδειγμένης χρήσεως της ονομασίας «grana». Επιπλέον, η ως άνω απόφαση εκδόθηκε πριν από την έναρξη ισχύος των κανονισμών 2081/92 και 1107/96, ήτοι προτού το επίπεδο προστασίας των ΠΟΠ προσδιοριστεί σε κοινοτικό επίπεδο. Τέλος, όπως προκύπτει από πλείονα πρακτικά, εκ μέρους του Ispettorato centrale repressione frodi (Κεντρική υπηρεσία καταστολής της απάτης) του ιταλικού Υπουργείου Γεωργίας και Δασών, περί βεβαιώσεως απάτης, τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα και όλα τα μεταγενέστερα της αποφάσεως του Corte di cassazione και του κανονισμού 1107/96, οι ιταλικές αρχές προβαίνουν συστηματικά στην κατάσχεση των τυριών που φέρουν μόνον την ένδειξη «grana» εκτιμώντας ότι παρόμοια πρακτική συνιστά προσβολή της ΠΟΠ «grana padano» όπως αυτή προστατεύεται από τον κανονισμό 1107/96.

85

Τέλος, ούτε τα λεξικά στα οποία παραπέμπει η Biraghi είναι λυσιτελή. Πράγματι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Biraghi, παρατηρείται ότι, ναι μεν το Dictionnaire des fromages Larousse ορίζει τα τυριά grana ως «ιταλικά τυριά με (ορισμένα) κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα», πάντως, διευκρινίζει στη συνέχεια ότι, σύμφωνα με ορισμένους ιταλικούς νόμους, δόθηκε ο ορισμός της ονομασίας με τη διάκριση των τυριών που παράγονται σε ορισμένες επαρχίες (parmigiano reggiano) από εκείνα που παράγονται σε ορισμένες άλλες επαρχίες (grana padano), οπότε ενισχύεται η αντίθετη άποψη από εκείνη περί χαρακτήρα γένους της ονομασίας «grana». Αντιθέτως, κανένα συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από τον Guide du fromage Androuët-Stock, ο οποίος δεν αναφέρει καν το τυρί grana padano.

86

Εξάλλου, το ιταλικό νομοθετικό πλαίσιο δεν ήταν ο μόνος δείκτης που διέθετε το τμήμα προσφυγών προκειμένου να αποκλείσει τον χαρακτήρα γένους της ονομασίας «grana». Πράγματι, είχε γνώση του γεγονότος ότι κανένα κράτος μέλος δεν ήγειρε το ζήτημα του υποτιθέμενου χαρακτήρα γένους της ονομασίας «grana» ενώπιον της επιτροπής ρυθμίσεως την οποία είχε συμβουλευθεί η Επιτροπή προς θέσπιση του κανονισμού 1107/96. Επιπλέον, δεν του είχε προσκομιστεί καμία απόδειξη περί της διαθέσεως στο εμπόριο εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τυριού αποκαλούμενου «grana».

87

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωσή του να ενημερώνεται αυτεπαγγέλτως επί του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 2005, T-318/03, Atomic Austria κατά ΓΕΕΑ — Fabricas Agrupadas de Muñecas de Onil (ATOMIC BLITZ), Συλλογή 2005, σ. II-1319, σκέψη 35], το τμήμα προσφυγών θα μπορούσε επίσης να λάβει υπόψη τις ισχύουσες εθνικές νομοθεσίες περί μεταφοράς της διεθνούς συμβάσεως σχετικά με τη χρήση των ονομασιών προελεύσεως και ονομασιών τυριών, η οποία προαναφέρθηκε, και των διμερών διεθνών συμβάσεων προστασίας της ονομασίας «grana».

88

Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το τμήμα προσφυγών δεν ήταν σε θέση να συναγάγει ότι η καταχώριση του σήματος GRANA BIRAGHI δεν συνιστούσε προσβολή της ΠΟΠ «grana padano» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2081/92.

89

Κατόπιν αυτού, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι βάσιμη καθόσον το τμήμα προσφυγών έκρινε πεπλανημένα ότι η ονομασία «grana» ήταν ονομασία γένους και ότι η ύπαρξη της ΠΟΠ «grana padano» δεν παρεμπόδιζε την καταχώριση του σήματος GRANA BIRAGHI κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού 2081/92. Επομένως, επιβάλλεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

90

Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

91

Κατά τη συνεδρίαση, η προσφεύγουσα ζήτησε την καταδίκη του ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

92

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ο νικήσας διάδικος προέβαλε παρόμοιο αίτημα μόλις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση δεν αποτελεί εμπόδιο για την αποδοχή του αιτήματός του [απόφαση του Δικαστηρίου της 29ής Μαρτίου 1979, 113/77, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/I σ. 669· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1990, T-64/89, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-367, σκέψη 79, και της 16ης Νοεμβρίου 2006, T-278/04, Jabones Pardo κατά ΓΕΕΑ — Quimi Romar (YUKI), μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 75].

93

Δεδομένου ότι η απόφαση του τμήματος προσφυγών πρέπει να ακυρωθεί και το ΓΕΕΑ πρέπει υπό την έννοια αυτή να θεωρηθεί ως ηττηθείς διάδικος, υπό την επιφύλαξη των αιτημάτων του, το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με τα αιτήματά της. Οι παρεμβαίνοντες διάδικοι φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 16ης Ιουνίου 2003 (υπόθεση R 153/2002-1).

 

2)

Το ΓΕΕΑ φέρει, πέραν των εξόδων του, και τα έξοδα της Consorzio per la tutela del formaggio Grana Padano.

 

3)

Η Ιταλική Δημοκρατία και η Biraghi SpA φέρουν εκάστη τα δικαστικά έξοδά τους.

 

Legal

Wiszniewska-Białecka

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

E. Coulon

Ο Πρόεδρος

H. Legal


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top