Υπόθεση T-65/98
Van den Bergh Foods Ltd
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Προσφυγή περί ακυρώσεως – Ανταγωνισμός – Άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) – Παγωτά προοριζόμενα για άμεση κατανάλωση – Εφοδιασμός των λιανοπωλητών με καταψύκτες – Ρήτρα περί αποκλειστικότητας – Εμπόδια για την είσοδο στην αγορά – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Άρθρο 222 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 295 ΕΚ)»
|
Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2003 |
|
|
|
|
|
|
|
Περίληψη της αποφάσεως
- 1..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Περιορισμός του ανταγωνισμού – Δίκτυο συμφωνιών διανομής που περιλαμβάνουν ρήτρα αποκλειστικότητας – Κριτήρια εκτιμήσεως – Δυνατότητα προσβάσεως στην αγορά – Συμφωνίες που έχουν σωρευτικά ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της αγοράς – Λαμβάνεται υπόψη το ειδικό οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι συμφωνίες αυτές – Συμφωνίες για τη διανομή παγωτών που προορίζονται για άμεση κατανάλωση και προβλέπουν ότι ο παραγωγός παρέχει καταψύκτες που
προορίζονται για τη συντήρηση των προϊόντων του και μόνο
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 1 (νυν άρθρο 81 § 1 ΕΚ)]
- 2..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Μη ύπαρξη κανόνα περί ελλόγου αιτίας στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 §§ 1 και 3 (νυν άρθρο 81 §§ 1 και 3 ΕΚ)]
- 3..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Απαγόρευση – Εξαίρεση – Προϋποθέσεις – Βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων – Εκτιμάται με γνώμονα το γενικό συμφέρον και όχι το συμφέρον των μερών της συμφωνίας
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 85 § 3 (νυν άρθρο 81 § 3 ΕΚ)]
- 4..
- Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Διαπίστωση υπάρξεως δεσπόζουσας θέσης λόγω κατοχής ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου αγοράς
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]
- 5..
- Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Έννοια
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]
- 6..
- Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Αντικειμενική έννοια, καλύπτουσα συμπεριφορές ικανές να επηρεάσουν τη δομή της αγοράς και αποβλέπουσες στην παρεμπόδιση διατηρήσεως
ή αναπτύξεως του ανταγωνισμού – Υποχρεώσεις της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως – Λειτουργία του ανταγωνισμού μόνο βάσει προσόντων
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]
- 7..
- Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά και δεσμεύει τους λιανοπωλητές μέσω συμφωνιών διανομής που περιέχουν ρήτρα
περί αποκλειστικότητας – Σύστημα διανομής που συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 86 (νυν άρθρο 82 ΕΚ)]
- 8..
- Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Θεμελιώδη δικαιώματα – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Περιορισμοί – Επιτρέπονται – Προϋποθέσεις – Περιορισμοί που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 3, στοιχείο ζ΄ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ), και άρθρα 85, 86 και 222 (νυν
άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 295 ΕΚ)]
- 9..
- Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση – Περιεχόμενο – Λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η πράξη
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190 (νυν άρθρο 253 ΕΚ)]
- 10..
- Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Προϋποθέσεις – Ανακοίνωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη μελλοντική χορήγηση εξαιρέσεως – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 3)
- 11..
- Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Εφαρμογή από τα εθνικά δικαστήρια – Διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων που αφορούν ίδια ή παρόμοια υπόθεση με αυτήν την οποία αφορά διοικητική διαδικασία
που διεξάγεται ενώπιον της Επιτροπής – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κοινοτικών κανόνων – Παραβίαση των αρχών της επικουρικότητας, της ειλικρινούς συνεργασίας και της ασφάλειας δικαίου – Δεν υφίσταται
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 85 και 86 (νυν άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)]
- 12..
- Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Αναλογικότητα – Ίση μεταχείριση – Περιεχόμενο – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι ένα δίκτυο συμφωνιών διανομής δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες ανταγωνισμού και ακυρώνεται
η ρήτρα αποκλειστικότητας που περιλαμβάνεται στις συμφωνίες αυτές – Εκτίμηση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων του δικτύου ως συνόλου – Παράβαση – Δεν υφίσταται
- 1.
Για να εξακριβωθεί αν ορισμένες συμφωνίες διανομής εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν
άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ) πρέπει να εξεταστεί αν το σύνολο των παρεμφερών συμβάσεων που έχουν συναφθεί εντός της αγοράς
αναφοράς και το σύνολο των λοιπών στοιχείων του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται οι συγκεκριμένες
συμφωνίες παρέχουν την ένδειξη ότι οι συμφωνίες αυτές έχουν σωρευτικά ως αποτέλεσμα τη στεγανοποίηση της αγοράς αυτής έναντι
των νέων ανταγωνιστών. Αν από την εξέταση αυτή προκύψει ότι δεν συμβαίνει αυτό, οι επιμέρους συμφωνίες που συναποτελούν τη
δέσμη συμφωνιών δεν επηρεάζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Αν αντιθέτως από
την εξέταση προκύψει ότι η πρόσβαση στην αγορά είναι δυσχερής, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατά πόσον οι συμφωνίες αυτές
συμβάλλουν στην παραγωγή του σωρευτικού αποτελέσματος, ενώ είναι σαφές ότι απαγορεύονται μόνο οι συμβάσεις που συμβάλλουν
σημαντικά στην ενδεχόμενη στεγανοποίηση της αγοράς. Κατά συνέπεια, οι συμβατικοί περιορισμοί που επιβάλλουν στους λιανοπωλητές αυτές οι συμφωνίες διανομής πρέπει να εξεταστούν
όχι μόνον καθαρά τυπικά από νομική άποψη, αλλά και σε συσχετισμό με το ειδικό οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, καθώς
και με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η αγορά αναφοράς και οι οποίες θα μπορούσαν, στην πράξη, να επιτείνουν τους περιορισμούς
αυτούς και να νοθεύσουν έτσι τη λειτουργία του ανταγωνισμού εντός της αγοράς αυτής, κατά παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος
1, της Συνθήκης. Συναφώς, στην περίπτωση που πρόκειται για ένα σύνολο συμφωνιών διανομής που έχει συνάψει ο παραγωγός παγωτών που προορίζονται
για άμεση κατανάλωση και πωλούνται σε ατομικές συσκευασίες και οι οποίες προβλέπουν ότι ο παραγωγός διαθέτει στους λιανοπωλητές,
δωρεάν ή έναντι συμβολικού μισθώματος, καταψύκτες των οποίων παρακρατεί την κυριότητα και των οποίων οι δαπάνες συντηρήσεως
τον βαρύνουν, υπό τον όρον ότι αυτοί θα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη διατήρηση των παγωτών του, ο συμβατικός αυτός
περιορισμός πρέπει να εξεταστεί σε συσχετισμό με το ειδικό οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι συμφωνίες αυτές. Κατά
συνέπεια, για να εξακριβωθεί αν οι συμφωνίες αυτές εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, λαμβάνονται
υπόψη η ενδεχόμενη ύπαρξη πραγματικής εξαρτήσεως των λιανοπωλητών λόγω της παρουσίας των καταψυκτών του παραγωγού στα σημεία
πωλήσεως, η δεσπόζουσα θέση που κατέχει ο παραγωγός στην αγορά αναφοράς, η ιδιαίτερη προτίμηση που δείχνουν ενδεχομένως οι
καταναλωτές για τη σειρά προϊόντων του, το γεγονός ότι στα συνήθη σημεία πωλήσεως υπάρχει στενότητα χώρου που δημιουργεί ορισμένα
προβλήματα, ότι η αποθήκευση μιας δεύτερης σειράς παγωτών ενέχει ορισμένα μειονεκτήματα και ορισμένους κινδύνους και ότι όλα
τα στοιχεία αυτά αποτελούν μέρος του οικονομικού πλαισίου των συμφωνιών αυτών. βλ. σκέψεις 2, 83-84, 91
- 2.
Η ύπαρξη του κανόνα περί ελλόγου αιτίας στο κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι η ερμηνεία
του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (νυν άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ) που δέχεται ότι οι συμφωνίες που συνεπάγονται
αναπόφευκτα κάποιο περιορισμό της ελευθερίας κινήσεων δεν οδηγούν κατ' ανάγκη σε περιορισμό του ανταγωνισμού δύσκολα συμβιβάζεται
με την κανονιστική δομή του άρθρου 85. Πράγματι, το άρθρο 85 της Συνθήκης προβλέπει ρητώς, στην παράγραφο 3, τη δυνατότητα εξαιρέσεως των συμφωνιών που περιορίζουν
τον ανταγωνισμό, όταν οι συμφωνίες αυτές πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, και κυρίως όταν είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση
ορισμένων σκοπών και δεν παρέχουν σε επιχειρήσεις τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού σε σχέση με μεγάλο μέρος των
σχετικών προϊόντων. Μόνον εντός του συγκεκριμένου πλαισίου αυτής της διατάξεως μπορεί να πραγματοποιηθεί η στάθμιση των υπέρ
και κατά του ανταγωνισμού πτυχών ενός περιορισμού. Το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης θα έχανε συνεπώς σε σημαντικό βαθμό
την πρακτική του αποτελεσματικότητα, αν η εξέταση αυτή έπρεπε να πραγματοποιηθεί ήδη στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος
1, της Συνθήκης. βλ. σκέψεις 106-107
- 3.
Η βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης (νυν
άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ), την πρώτη από τις τέσσερις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται συγχρόνως για να μπορεί να τύχει
εξαιρέσεως μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων που δεν ανταποκρίνεται στις απαγορεύσεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, δεν
μπορεί να συνίσταται σε οποιοδήποτε από τα πλεονεκτήματα που αποκομίζουν τα μέρη από τη συμφωνία όσον αφορά τις οικείες δραστηριότητες
παραγωγής ή διανομής. Η βελτίωση αυτή πρέπει συγκεκριμένα να παρέχει αισθητά αντικειμενικά πλεονεκτήματα, ικανά να αντισταθμίσουν
τα προβλήματα που δημιουργεί η συμφωνία στο επίπεδο του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να εξαιρεί τις συμφωνίες διανομής που, μολονότι παρέχουν οφέλη στα μέρη της συμφωνίας
από άποψη προγραμματισμού, οργανώσεως και διανομής των οικείων προϊόντων, ισχυροποιούν την επιχείρηση παραγωγής των προϊόντων
αυτών, η οποία κατέχει ήδη σημαντική θέση στην αγορά αναφοράς. Συγκεκριμένα, οι συμφωνίες αυτές δεν αυξάνουν, αλλά μειώνουν
τον ανταγωνισμό, διότι αποτελούν μείζονος σημασίας φραγμό για την είσοδο άλλων επιχειρήσεων στην αγορά, καθώς και για την
επέκταση των δραστηριοτήτων των υπαρχόντων ανταγωνιστών. βλ. σκέψεις 139-140
- 4.
Τα ιδιαιτέρως σημαντικά μερίδια αγοράς συνιστούν από μόνα τους, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, την απόδειξη της υπάρξεως δεσπόζουσας
θέσεως. Η κατοχή δηλαδή ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου αγοράς θέτει την επιχείρηση που κατέχει το μερίδιο αυτό για περίοδο
κάποιας διάρκειας, λόγω του όγκου παραγωγής και προσφοράς που αντιπροσωπεύει ─ενώ οι κάτοχοι αισθητά μικρότερων μεριδίων δεν
είναι σε θέση να ικανοποιήσουν γρήγορα τη ζήτηση που θα επιθυμούσε ενδεχομένως να εγκαταλείψει την κατέχουσα το σημαντικότερο
μερίδιο επιχείρηση─, σε θέση ισχύος που την καθιστά αναγκαστικό συμβαλλόμενο και, ήδη για τον λόγο αυτό, της εξασφαλίζει,
τουλάχιστον επί σχετικά μεγάλες περιόδους, την ανεξαρτησία συμπεριφοράς που χαρακτηρίζει τη δεσπόζουσα θέση. βλ. σκέψη 154
- 5.
Η δεσπόζουσα θέση είναι η θέση οικονομικής ισχύος που δίδει σε μια επιχείρηση τη δυνατότητα να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού
ανταγωνισμού στην αγορά αναφοράς και της προσφέρει, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα ανεξάρτητης συμπεριφοράς έναντι των
ανταγωνιστών της, των πελατών της και τελικά των καταναλωτών. βλ. σκέψη 154
- 6.
Η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως είναι αντικειμενική και αφορά τη συμπεριφορά συγκεκριμένης επιχειρήσεως κατέχουσας
δεσπόζουσα θέση, συμπεριφορά η οποία είναι σε θέση να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς όπου, λόγω ακριβώς της υπάρξεως της εν
λόγω επιχειρήσεως, ο βαθμός ανταγωνισμού είναι ήδη μειωμένος, και η οποία έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση, με την προσφυγή
σε μέσα διαφορετικά εκείνων που διέπουν τον φυσιολογικό ανταγωνισμό επί των προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών,
της διατηρήσεως του υφισταμένου ακόμα στην αγορά βαθμού ανταγωνισμού ή της αναπτύξεώς του. Κατά συνέπεια, το άρθρο 86 της
Συνθήκης (νυν άρθρο 82 ΕΚ) απαγορεύει σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση να εξαφανίσει ανταγωνιστική επιχείρηση και να
ενισχύσει έτσι τη θέση της καταφεύγοντας σε μέσα διαφορετικά από εκείνα που εμπίπτουν σε ανταγωνισμό μέσω των προσόντων. Η
επιβαλλόμενη με το άρθρο αυτό απαγόρευση δικαιολογείται επίσης από τη φροντίδα να μην προκληθεί ζημία στους καταναλωτές. Κατά συνέπεια, αν και η διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως δεν συνεπάγεται καθεαυτή καμία μομφή έναντι της οικείας
επιχειρήσεως, η επιχείρηση αυτή εντούτοις, ανεξάρτητα από τα αίτια δημιουργίας τέτοιας θέσεως, φέρει ιδιαίτερη ευθύνη να μην
βλάπτει με τη συμπεριφορά της την ύπαρξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. βλ. σκέψεις 157-158
- 7.
Το γεγονός ότι μια επιχείρηση παραγωγής προϊόντων που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά δεσμεύει de facto το 40 % των σημείων
πωλήσεως εντός της αγοράς αναφοράς μέσω συμφωνιών διανομής που περιέχουν ρήτρα περί αποκλειστικότητας, η οποία λειτουργεί
στην πραγματικότητα ως αποκλειστικότητα επιβαλλόμενη σε αυτά τα σημεία πωλήσεως, αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας
θέσης κατά την έννοια του άρθρου 86 της Συνθήκης (νυν άρθρου 82 ΕΚ). Συγκεκριμένα, σκοπός της ρήτρας αυτής είναι να εμποδίζονται
οι οικείοι λιανοπωλητές να πωλούν προϊόντα άλλων εταιριών ή να μειώνεται η δυνατότητά τους να προβαίνουν σε τέτοιες πωλήσεις,
μολονότι μάλιστα υπάρχει ζήτηση προϊόντων άλλων εταιριών, και να εμποδίζεται η πρόσβαση των ανταγωνιστών παραγωγών στην αγορά
αναφοράς. βλ. σκέψη 160
- 8.
Το δικαίωμα ιδιοκτησίας αποτελεί μεν μία από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, αλλά δεν είναι απόλυτο και πρέπει να
εξετάζεται σε σχέση προς τη λειτουργία του εντός της κοινωνίας. Επομένως, μπορούν να επιβάλλονται περιορισμοί στην άσκηση
του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι προς σκοπούς γενικού συμφέροντος
τους οποίους επιδιώκει η Κοινότητα και δεν συνιστούν, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση
που να θίγει την ίδια την υπόσταση των αναγνωριζόμενων συναφώς δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι το άρθρο 3, στοιχείο ζ΄, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ) προβλέπει
ότι η δράση της Κοινότητας, προς τον σκοπό επιτεύξεως των σκοπών της, περιλαμβάνει ένα καθεστώς που εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό
μέσα στην εσωτερική αγορά και ότι, κατά συνέπεια, η εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (νυν άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)
συνιστά ένα από τα ζητήματα κοινοτικού δημόσιου συμφέροντος, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών, κατ' εφαρμογήν των άρθρων
αυτών, στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί δεν είναι υπέρμετροι και δεν θίγουν
την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος αυτού. Για τον λόγο αυτό, μπορεί να επιβληθεί στον κατέχοντα δεσπόζουσα θέση παραγωγό παγωτών που προορίζονται για άμεση κατανάλωση
η υποχρέωση να μη θέτει ως προϋπόθεση της παροχής καταψυκτών στους λιανοπωλητές την ταυτόχρονη ύπαρξη στη σχετική συμφωνία
μιας ρήτρας αποκλειστικότητας που να τους απαγορεύει να χρησιμοποιούν τους καταψύκτες αυτούς για προϊόντα άλλων παραγωγών.
βλ. σκέψεις 170-171
- 9.
Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εξαρτάται από τη φύση της επίδικης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου
εκδόθηκε η πράξη αυτή. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη αμφιλεγόμενο η συλλογιστική του κοινοτικού
οργάνου, προκειμένου αφενός να παρέχονται στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση αυτή είναι βάσιμη
ή, ενδεχομένως, ενέχει πλημμέλειες που του επιτρέπουν να αμφισβητήσει το κύρος της και αφετέρου να δίδεται στον κοινοτικό
δικαστή η δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της πράξεως. Η αιτιολογία αυτή δεν απαιτείται πάντως να διασαφηνίζει
όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία της υποθέσεως, εφόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις
του άρθρου 190 της Συνθήκης (νυν άρθρου 253 ΕΚ) πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και των συμφραζομένων,
καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. βλ. σκέψη 176
- 10.
Αξίωση προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, έχει κάθε
ιδιώτης που βρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του έχει δημιουργήσει, παρέχοντάς του
συγκεκριμένες εγγυήσεις, βάσιμες προσδοκίες. Τούτο δεν συμβαίνει όταν η Επιτροπή, με ανακοίνωση που εκδίδει κατ' εφαρμογήν του άρθρου 19, παράγραφος 3, του κανονισμού
17, εκφράζει καταρχήν την πρόθεσή της να λάβει θετική στάση έναντι ορισμένων συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων για τις οποίες
είχε γνωστοποιήσει προηγουμένως ορισμένες αιτιάσεις, οπότε τα μέρη τις αναθεώρησαν, και καλεί όλους τους ενδιαφερόμενους τρίτους
να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Η εν λόγω ανακοίνωση αποτελεί απλώς την αρχική θέση
της Επιτροπής, που είναι ενδεχόμενο να μεταβληθεί, κυρίως κατόπιν της διατυπώσεως παρατηρήσεων από τρίτους. Κατά συνέπεια,
οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν να πιστεύουν δικαιολογημένα, κατόπιν της δημοσιεύσεως και μόνον της εν λόγω ανακοινώσεως,
ότι η Επιτροπή θα τους χορηγήσει, κατ' εφαρμογήν της εν λόγω ανακοινώσεως, την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 85, παράγραφος
3, της Συνθήκης (νυν άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι μεταβολές που έχουν επέλθει στις συμφωνίες δεν έχουν αποφέρει
τα αναμενόμενα αποτελέσματα, μπορεί να κινήσει νέα διαδικασία και να διατυπώσει, με νέα γνωστοποίηση αιτιάσεων, νέες αντιρρήσεις
ως προς τις συμφωνίες αυτές. Εξάλλου, η Επιτροπή, ακόμη και αν χορηγήσει εξαίρεση, έχει την εξουσία, και μάλιστα την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 8,
παράγραφος 3, του κανονισμού 17, να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την εξαίρεση αυτή, εφόσον διαπιστώσει ότι οι εξαιρεθείσες
συμφωνίες παράγουν ορισμένα αποτελέσματα που είναι ασυμβίβαστα με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης
προϋποθέσεις. βλ. σκέψεις 192, 194-195
- 11.
Μολονότι τα άρθρα 85, παράγραφος 1, και 86 της Συνθήκης (νυν άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 82 ΕΚ) παράγουν άμεσα αποτελέσματα
στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και παρέχουν απευθείας στους πολίτες δικαιώματα τα οποία οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά δικαστήρια,
τούτο δεν σημαίνει πάντως ότι η Επιτροπή χάνει το δικαίωμά της να λαμβάνει θέση επί ορισμένης υποθέσεως, έστω και αν η ίδια
ή παρόμοια υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον ενός ή περισσότερων εθνικών δικαστηρίων, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι ενδέχεται να επηρεαστεί
το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, πρώτον, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα για την έκδοση αποφάσεων εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος
3, της Συνθήκης, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, και, δεύτερον, μπορεί επίσης να εκδίδει οποτεδήποτε
ατομικές αποφάσεις για την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης, παρά το γεγονός ότι είναι συναρμόδια με τα εθνικά δικαστήρια
για την εφαρμογή των άρθρων 85, παράγραφος 1, και 86 της Συνθήκης, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία έχει ήδη εκδοθεί
απόφαση εθνικού δικαστηρίου επί συμφωνίας ή πρακτικής και η αναμενόμενη απόφαση της Επιτροπής έρχεται σε σύγκρουση με την
εν λόγω δικαστική απόφαση. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει παραβίαση των αρχών της επικουρικότητας, της ειλικρινούς συνεργασίας και της ασφάλειας δικαίου,
όταν η Επιτροπή, κατόπιν εξετάσεως αφενός της αιτήσεως εξαιρέσεως μιας συμφωνίας και αφετέρου ορισμένων καταγγελιών που της
έχουν υποβληθεί σε σχέση με την ίδια αυτή συμφωνία, εκδίδει απόφαση σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού,
έστω και αν έχουν υποβληθεί στην κρίση των εθνικών δικαστηρίων ή των αρμόδιων για τον ανταγωνισμό εθνικών αρχών παράλληλες
υποθεσεις, στις οποίες τίθενται ζητήματα παρόμοια με τα ζητήματα που επιλύει η εν λόγω απόφαση. Εξάλλου, υπό τις συνθήκες
αυτές, η έκδοση αποφάσεως από την Επιτροπή είναι ενδεδειγμένη για τη διασφάλιση της συντονισμένης εφαρμογής των κοινοτικών
κανόνων ανταγωνισμού στις διάφορες μορφές συμφωνιών σε ολόκληρη την Κοινότητα. βλ. σκέψεις 197-199
- 12.
Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων δεν πρέπει να βαίνουν πέραν των ορίων αυτού που
είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων απαγορεύει
την ίδια μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων ή τη διαφορετική μεταχείριση όμοιων καταστάσεων. Δεν αντιβαίνει στις ανωτέρω αρχές η απόφαση που εκδίδει η Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης
(νυν άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ) και με την οποία επιβάλλει σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά των παγωτών που
προορίζονται για άμεση κατανάλωση την άμεσης ισχύος απαγόρευση συνεχίσεως της πρακτικής της που συνίσταται στη δέσμευση των
λιανοπωλητών με συμφωνίες παραχωρήσεως της χρήσεως καταψυκτών, οι οποίοι όμως μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την πώληση
των προϊόντων της εν λόγω επιχειρήσεως, εφόσον το σύνολο των συμβάσεων αυτών συμβάλλει σημαντικά, σε συνδυασμό με το σύνολο
των ομοειδών συμβάσεων που ισχύουν εντός της αγοράς αναφοράς, περιλαμβανομένων των συμβάσεων που συνάπτουν άλλοι προμηθευτές,
στην παρεμπόδιση εισόδου στην αγορά των νέων εγχώριων και αλλοδαπών ανταγωνιστών. βλ. σκέψεις 201, 203-205