Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0112

Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2024.
PT Pelita Agung Agrindustri και PT Permata Hijau Palm Oleo κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Επιδοτήσεις – Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/2092 – Οριστικός αντισταθμιστικός δασμός – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 – Άρθρο 7 – Υπολογισμός του ύψους του οφέλους – Άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2 – Υποτιμολόγηση – Πίεση στις τιμές.
Υπόθεση C-112/23 P.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:899

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 17ης Οκτωβρίου 2024 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Επιδοτήσεις – Εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/2092 – Οριστικός αντισταθμιστικός δασμός – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1037 – Άρθρο 7 – Υπολογισμός του ύψους του οφέλους – Άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2 – Υποτιμολόγηση – Πίεση στις τιμές»

Στην υπόθεση C‑112/23 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 2023,

PT Pelita Agung Agrindustri, με έδρα τη Medan (Ινδονησία),

PT Permata Hijau Palm Oleo, με έδρα τη Medan,

εκπροσωπούμενες από τον J. Cornelis και τον F. Graafsma, advocaten,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Kienapfel και τον G. Luengo καθώς και από την P. Němečková,

καθής πρωτοδίκως,

European Biodiesel Board (EBB), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενο από την M.‑S. Dibling, avocate,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο του πρώτου τμήματος, προεδρεύοντα του εβδόμου τμήματος, M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο του πέμπτου τμήματος, και J. Passer (εισηγητή), δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η PT Pelita Agung Agrindustri και η PT Permata Hijau Palm Oleo ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 14ης Δεκεμβρίου 2022, PT Pelita Agung Agrindustri και PT Permata Hijau Palm Oleo κατά Επιτροπής (T‑143/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:811), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή τους με αίτημα την ακύρωση, κατά το μέρος που τις αφορά, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/2092 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2019, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας (ΕΕ 2019, L 317, σ. 42, στο εξής: επίδικος κανονισμός).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1037 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 55), το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις υπολογισμού», προβλέπει τα εξής:

«1.   Το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται ανά μονάδα του προϊόντος που επιδοτείται και εξάγεται προς την [Ευρωπαϊκή] Ένωση.

Κατά τον καθορισμό του εν λόγω ποσού, είναι δυνατό να αφαιρούνται τα ακόλουθα στοιχεία από τη συνολική επιδότηση:

α)

κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης·

β)

οι φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στο προϊόν κατά την εξαγωγή του στην Ένωση και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητάει μια τέτοια αφαίρεση, οφείλει να αποδείξει ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο.

2.   Όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

[…]»

3

Το άρθρο 8 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός της ζημίας», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση τόσο:

α)

του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών αυτών των εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην ενωσιακή αγορά· και

β)

των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

2.   Όσον αφορά τον όγκο των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους εν λόγω παράγοντες, ούτε ακόμη πλείονες εξ αυτών, δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

[…]»

Το ιστορικό της διαφοράς

4

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 2 έως 18 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Για τις ανάγκες της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το ιστορικό αυτό μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως.

5

Οι αναιρεσείουσες είναι ινδονησιακές εταιρίες που παράγουν βιοντίζελ και το εξάγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

6

Στις 19 Νοεμβρίου 2013 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1194/2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ 2013, L 315, σ. 2), με τον οποίο επιβλήθηκε οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις αναιρεσείουσες.

7

Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, PT Pelita Agung Agrindustri κατά Συμβουλίου (T‑121/14, EU:T:2016:500), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού αυτού κατά το μέρος που αφορούσαν την πρώτη από τις αναιρεσείουσες.

8

Στις 25 Ιανουαρίου 2018, στην έκθεση με τίτλο «Ευρωπαϊκή Ένωση – Μέτρα αντιντάμπινγκ επί του βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας» [WT/DS 480/R, στο εξής: έκθεση της ειδικής ομάδας «ΕΕ-βιοντίζελ (Ινδονησία)»], η ειδική ομάδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) προέβη, επιπλέον, στη διαπίστωση ότι η Ένωση είχε ενεργήσει κατά τρόπο μη συμβατό με πλείονες διατάξεις της γενικής συμφωνίας για τους τελωνειακούς δασμούς και το εμπόριο (ΓΣΔΕ) και της συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ) που περιέχονται στο παράρτημα 1 A της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3).

9

Κατόπιν καταγγελίας υποβληθείσας από το European Biodiesel Board (EBB), η Επιτροπή, με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 6 Δεκεμβρίου 2018 (ΕΕ 2018, C 439, σ. 16), κίνησε διαδικασία κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας.

10

Το προϊόν το οποίο αφορούσε η έρευνα είναι «μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων και/ή παραφινικά πετρελαϊκά κλάσματα gasoil που προέρχονται από σύνθεση και/ή υδρογονοκατεργασία, μη ορυκτής προέλευσης, κοινώς γνωστό ως “βιοντίζελ”, σε καθαρή μορφή ή σε μορφή μείγματος», καταγωγής Ινδονησίας (στο εξής: υπό εξέταση προϊόν).

11

Το βιοντίζελ που παράγεται στην Ινδονησία είναι κυρίως μεθυλεστέρας φοινικέλαιου (στο εξής: ΜΦ), ο οποίος προέρχεται από ακατέργαστο φοινικέλαιο (στο εξής: ΑΦ). Αντιθέτως, το βιοντίζελ που παράγεται στην Ένωση είναι κυρίως μεθυλεστέρας ελαιοκράμβης (στο εξής: ΜΕ) ο οποίος προέρχεται, όμως, και από άλλες πρώτες ύλες, περιλαμβανομένου του ΑΦ.

12

Ο ΜΦ και ο ΜΕ ανήκουν αμφότεροι στην κατηγορία των μονοαλκυλεστέρων λιπαρών οξέων. Ο όρος «εστέρας» παραπέμπει στη μετεστεροποίηση φυτικών ελαίων, δηλαδή στην ανάμειξη του ελαίου με αλκοόλη, από την οποία παράγεται βιοντίζελ και, ως υποπροϊόν, γλυκερίνη. Ο όρος «μεθυλ-» αναφέρεται στη μεθανόλη, ήτοι στην αλκοόλη που χρησιμοποιείται συχνότερα στη διαδικασία αυτή. Οι μονοαλκυλεστέρες λιπαρών οξέων είναι γνωστοί και ως «μεθυλεστέρες λιπαρών οξέων» (στο εξής: FAME). Μολονότι ο ΜΦ και ο ΜΕ είναι αμφότεροι FAME, έχουν επίσης εν μέρει διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες και, κυρίως, διαφορετικό σημείο έμφραξης φίλτρου εν ψυχρώ (στο εξής: CFPP). Το CFPP είναι η θερμοκρασία στην οποία ένα καύσιμο προκαλεί έμφραξη στο φίλτρο καυσίμου επειδή ορισμένα συστατικά του καυσίμου κρυσταλλώνουν ή παγώνουν. Για τον ΜΕ, το CFPP μπορεί να είναι -14 βαθμοί Κελσίου (°C) ενώ για τον ΜΦ είναι περίπου 13 °C. Στην αγορά, το βιοντίζελ με συγκεκριμένο CFPP περιγράφεται συχνά ως FAME X, όπως FAME 0, για το βιοντίζελ με CFPP 0 °C, ή FAME 5, για το βιοντίζελ με CFPP 5 °C.

13

Η έρευνα για τις επιδοτήσεις και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2017 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2018 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η ανάλυση των χρήσιμων τάσεων για την εξακρίβωση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως το τέλος της περιόδου της έρευνας. Όπου κρίθηκε απαραίτητο, η Επιτροπή εξέτασε και στοιχεία μεταγενέστερα της περιόδου έρευνας.

14

Στις 12 Αυγούστου 2019 και στις 28 Νοεμβρίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε, αντίστοιχα, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2019/1344, για την επιβολή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας (ΕΕ 2019, L 212, σ. 1, στο εξής: προσωρινός κανονισμός), και, εν συνεχεία, τον επίδικο κανονισμό.

15

Η Επιτροπή έκρινε ότι η Ινδονησιακή Κυβέρνηση είχε στηρίξει τον κλάδο του βιοντίζελ μέσω επιδοτήσεων κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1, του κανονισμού 2016/1037. Διαπίστωσε ότι η εν λόγω στήριξη είχε παρασχεθεί μέσω ορισμένων προγραμμάτων. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για το Oil Palm Plantation Fund (Ταμείο καλλιεργειών παραγωγής φοινικέλαιου, στο εξής: OPPF), δημόσιο οργανισμό, που κατέβαλλε στους παραγωγούς βιοντίζελ οι οποίοι προμήθευαν με βιοντίζελ τις χαρακτηριζόμενες ως Petrofuel Entities εταιρίες τη διαφορά μεταξύ, αφενός, της τιμής αναφοράς του ορυκτού ντίζελ, την οποία κατέβαλλαν οι εν λόγω Petrofuel Entities, και, αφετέρου, της τιμής αναφοράς του βιοντίζελ, την οποία καθόριζε ο Υπουργός Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η Ινδονησιακή Κυβέρνηση, εφαρμόζοντας, μεταξύ άλλων, εξαγωγικούς περιορισμούς και έλεγχο των τιμών μέσω του ομίλου δημόσιων εταιριών PT Perkebunan Nusantara, είχε αναθέσει ή είχε δώσει εντολή στους παραγωγούς ΑΦ –πρώτης ύλης την οποία αγόραζαν οι παραγωγοί βιοντίζελ προς μεταποίησή της σε βιοντίζελ– να προμηθεύουν την εν λόγω πρώτη ύλη έναντι τιμήματος χαμηλότερου του κανονικού.

16

Στις αναιρεσείουσες επιβλήθηκε οριστικός αντισταθμιστικός δασμός με συντελεστή 18 %.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2020, οι αναιρεσείουσες άσκησαν προσφυγή για την ακύρωση του επίδικου κανονισμού κατά το μέρος που τις αφορά.

18

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν επτά λόγους ακυρώσεως. Στο πλαίσιο της εξέτασης των λόγων που προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, επιρροή ασκούν μόνον ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2016/1037 κατά τον προσδιορισμό της υποτιμολόγησης, και το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από πρόδηλη πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή λόγω της κατανομής των ποσών που κατέβαλε το OPPF στον συνολικό κύκλο εργασιών από τις πωλήσεις βιοντίζελ.

19

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

20

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβλήθηκε ότι δεν ελήφθησαν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία για τον προσδιορισμό της υποτιμολόγησης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών σχετικά τόσο με την πρώτη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, η οποία συνίστατο στη σύγκριση των εισαγωγών ΜΦ καταγωγής Ινδονησίας με τις πωλήσεις ΜΦ παραγωγής της Ένωσης και κάλυπτε περίπου το 20 % του συνόλου των πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος (σκέψεις 33 έως 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), όσο και με τη δεύτερη μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίστατο στον συνυπολογισμό στις πωλήσεις βιοντίζελ παραγωγής της Ένωσης, που είχαν υποβληθεί σε σύγκριση με τις εισαγωγές καταγωγής Ινδονησίας, των πωλήσεων FAME 0 από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος και κάλυπτε το 55 % του συνόλου των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (σκέψεις 42 έως 52 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης), αλλά και με την τρίτη μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίστατο στη σύγκριση των εισαγωγών βιοντίζελ καταγωγής Ινδονησίας σε εθνικό επίπεδο με το σύνολο των πωλήσεων βιοντίζελ των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος (σκέψεις 53 έως 70 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης). Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβλήθηκε παράλειψη εξακρίβωσης της υποτιμολόγησης για το προϊόν του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του (σκέψεις 72 έως 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης) και εσφαλμένη εκτίμηση ότι είχε ασκηθεί πίεση στις τιμές (σκέψεις 83 έως 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης).

21

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, αφενός, στη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή, κατανέμοντας τα ποσά των επιδοτήσεων όχι μόνο στις πωλήσεις στην ινδονησιακή αγορά αλλά και στις εξαγωγικές πωλήσεις, ενήργησε συμμορφούμενη προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037 και την ανακοίνωσή της με τίτλο «Κατευθύνσεις για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού» (ΕΕ 1998, C 394, σ. 6), δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις αυτές χορηγούνταν ανεξάρτητα από τις παρασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες και δεν αποτελούσαν εξαγωγικές επιδοτήσεις. Αφετέρου, στη σκέψη 234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, όσον αφορά το επιχείρημα που είχε προβληθεί επικουρικώς κατά τη διοικητική διαδικασία από μία εκ των αναιρεσειουσών, σύμφωνα με το οποίο το ποσό των επιδοτήσεων έπρεπε να κατανεμηθεί στον συνολικό κύκλο εργασιών της που περιλάμβανε τόσο το βιοντίζελ όσο και τα λοιπά προϊόντα, η Επιτροπή δεν παρέβει την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει.

Αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

22

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό καθώς και να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας ή,

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο και να επιφυλαχθεί ως προς τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης όσο και της αναιρετικής διαδικασίας.

23

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

24

Το EBB συντάσσεται με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

25

Προς στήριξη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν έξι λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων οι πρώτοι τέσσερις αντλούνται από νομικά σφάλματα εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου κατά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2016/1037 καθώς και από παραμόρφωση των προσκομισθέντων ενώπιόν του σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ο πέμπτος αντλείται από παραμόρφωση από το Γενικό Δικαστήριο των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού και ο έκτος αντλείται, αφενός, από εσφαλμένη ερμηνεία της αιτιάσεως των αναιρεσειουσών σχετικά με παράβαση από την Επιτροπή της υποχρέωσης αιτιολογήσεως την οποία υπέχει και, αφετέρου, από νομικό σφάλμα κατά την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 7, παράγραφος 2.

Επί των τριών πρώτων λόγων αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

26

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, στις σκέψεις 85 έως 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037 και, αφετέρου, παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία. Πρώτον, αντί να βεβαιωθεί ότι η διαπιστωθείσα από την Επιτροπή πίεση στις τιμές ήταν «σημαντική», το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να εξετάσει αν υφίστατο απλή πίεση στις τιμές. Κατά τις αναιρεσείουσες, η διαφορά των 0,21 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ της μείωσης του κόστους παραγωγής κατά 4,35 % και της μείωσης των τιμών πωλήσεως εντός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά 4,56 %, τις οποίες επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν συνιστά σημαντική πίεση των τιμών. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι μεταξύ της περιόδου έρευνας και του μεταγενέστερου χρονικού διαστήματος δεν διαπιστώνεται πίεση στις τιμές, όπως προκύπτει από τον πίνακα που περιλαμβάνεται στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

27

Προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, επικυρώνοντας, στις σκέψεις 48 έως 51 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τη δεύτερη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, ερμήνευσε εσφαλμένα ή δεν έλαβε υπόψη τα πορίσματα της έκθεσης της ειδικής ομάδας «ΕΕ-βιοντίζελ (Ινδονησία)» τα οποία ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, σύμφωνα με τη νομολογία, να λαμβάνει υπόψη προς τους σκοπούς της ερμηνείας και της εφαρμογής της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Τα πορίσματα αυτά αφορούσαν προσαρμογή πανομοιότυπη με εκείνη που περιλήφθηκε στον επίδικο κανονισμό, με μόνη διαφορά ότι, στο πλαίσιο της έρευνας επί της οποίας καταρτίστηκε η συγκεκριμένη έκθεση, η τιμή των εισαγωγών από την Ινδονησία προσαρμόστηκε προς τα πάνω, ενώ, στον εν λόγω κανονισμό, η τιμή πώλησης του FAME 0 του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προσαρμόστηκε προς τα κάτω. Στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα ως άνω πορίσματα της ειδικής ομάδας συμπεραίνοντας ότι η κατάσταση της αγοράς είχε μεταβληθεί σε σύγκριση με την κατάσταση εκείνη που τα είχε δικαιολογήσει δεδομένου ότι, επί του παρόντος, η βιομηχανία της Ένωσης παράγει επίσης ΜΦ, οι αναιρεσείουσες σημειώνουν, αφενός, ότι το μερίδιο της παραγωγής ΜΦ στις πωλήσεις που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της δεύτερης μεθόδου υπολογισμού ανέρχεται μόνο σε ένα ποσοστό ίσο με 20 % και, αφετέρου, ότι η κατάσταση της αγοράς, ιδίως όσον αφορά το μερίδιο των πωλήσεων FAME 0 του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, δεν έχει μεταβληθεί. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε παραμόρφωση των πορισμάτων της ειδικής ομάδας ή, επικουρικώς, παρέλειψε να διευκρινίσει για ποιον λόγο το Γενικό Δικαστήριο δεν τα έλαβε υπόψη.

28

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πορίσματα της έκθεσης της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ, της 25ης Σεπτεμβρίου 2013, με τίτλο «Κίνα – Μέτρα αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικά μέτρα για τα προϊόντα από κοτόπουλο αναπαραγωγής από τις Ηνωμένες Πολιτείες» (WT/DS 427/R), καθώς και άλλες αποφάσεις του ΠΟΕ και ορισμένες αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, καθόσον επικύρωσε, στο σημείο 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την τρίτη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης και επέβαλε στις αναιρεσείουσες, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την υποχρέωση να αποδείξουν ότι καθίστατο αναγκαία η προσαρμογή των τιμών. Συγκεκριμένα, από τις εν λόγω αποφάσεις του ΠΟΕ και από τις αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης προκύπτει ότι η υποχρέωση μέριμνας που βαρύνει την αρμόδια για την έρευνα αρχή, ώστε τα συγκρινόμενα προϊόντα να είναι συγκρίσιμα για τους σκοπούς του υπολογισμού της υποτιμολόγησης, είναι απόλυτη και δεν συνοδεύεται από καμία επιφύλαξη, οι δε αναιρεσείουσες δεν υπέχουν καμία πρόσθετη υποχρέωση αποδείξεως προκειμένου να καταδειχθεί ποιες προσαρμογές είναι αναγκαίες για τη εξασφάλιση δίκαιης σύγκρισης.

29

Η Επιτροπή και το EEB ζητούν την απόρριψη των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1037, ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει οπωσδήποτε αντικειμενική εξέταση, αφενός, του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην ενωσιακή αγορά και, αφετέρου, των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

31

Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οποιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση.

32

Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, κατά πάγια νομολογία στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, ειδικότερα, σε ζητήματα μέτρων εμπορικής άμυνας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων που οφείλουν να εξετάζουν, οπότε ο δικαστικός έλεγχος μιας τέτοιας ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των κανόνων της διαδικασίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη, της έλλειψης πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών και της έλλειψης καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Δεδομένου ότι η εξέταση της ύπαρξης υποτιμολόγησης και πίεσης στις τιμές είναι ένα περίπλοκο από οικονομικής άποψης ζήτημα για το οποίο ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21), δεν επιβάλλει ιδιαίτερη μέθοδο, η Επιτροπή διαθέτει συναφώς ευρεία εξουσία εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Επιτροπή κατά Hansol Paper, C‑260/20 P, EU:C:2022:370, σκέψη 99).

34

Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις 292 έως 300 του προσωρινού κανονισμού και από τις αιτιολογικές σκέψεις 234 έως 271 του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις τρεις μεθόδους που μνημονεύονται στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη σημαντικής υποτιμολόγησης στην Ένωση, λόγω των εισαγωγών βιοντίζελ από την Ινδονησία, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

35

Στις αιτιολογικές σκέψεις 301 και 325 έως 329 του προσωρινού κανονισμού καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 342 έως 351 του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχαν συμπιεστεί λόγω των επιδοτούμενων εισαγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι η αγορά βιοντίζελ είναι μια αγορά εμπορευμάτων ιδιαίτερα ευαίσθητη στις τιμές και ότι, σε μια τέτοια αγορά, μια υποτιμολόγηση της τάξεως του 10 % περίπου ασκεί στις τιμές σημαντική πίεση προς τα κάτω. Προσέθεσε ότι, λόγω αυτής της πίεσης στις τιμές, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τη μείωση του κόστους κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, διότι έπρεπε να μετακυλίσει πλήρως την εν λόγω μείωση στους πελάτες του προκειμένου να μην απολέσει ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, και ότι, κατά συνέπεια, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να βελτιώσει το μη ικανοποιητικό περιθώριο κέρδους του λόγω της πίεσης που άσκησαν στις τιμές οι σημαντικές ποσότητες φθηνών επιδοτούμενων εισαγωγών σε μια κατά τα άλλα ευνοϊκή συγκυρία για την αγορά.

36

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη δεύτερη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της έκθεσης της ειδικής ομάδας «ΕΕ-βιοντίζελ (Ινδονησία)» ή δεν διευκρίνισε για ποιον λόγο δεν την έλαβε υπόψη.

37

Στην έκθεση αυτή, η οποία αφορούσε τον δασμό αντιντάμπινγκ που είχε επιβληθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό 1194/2013, μνεία του οποίου έγινε στη σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως, η ειδική ομάδα του ΠΟΕ έκρινε, μεταξύ άλλων, στο σημείο 7.157, ότι, «[μ]ολονότι ενδέχεται ο ΜΦ ινδονησιακής προέλευσης και το αναμεμειγμένο βιοντίζελ με CFPP 0 [°C] να βρίσκονται αμφότερα σε ανταγωνισμό ως προς τις πωλήσεις στις εταιρίες που αναμειγνύουν το βιοντίζελ με ορυκτό ντίζελ, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι αρχές της [Ένωσης] δεν εξήγησαν αν η σύγκριση μεταξύ των πωλήσεων του ΜΦ και του αναμεμειγμένου βιοντίζελ με CFPP 0 [°C] είχε πραγματοποιηθεί σε κατάλληλο επίπεδο σύγκρισης, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο ΜΦ αποτελούσε εισροή για τα μείγματα, συμπεριλαμβανομένου του βιοντίζελ με CFPP 0 [°C]». Η ειδική ομάδα προσέθεσε, στο σημείο 7.158 της εν λόγω έκθεσης, ότι «[κ]αίτοι οι αρχές της [Ένωσης] προέβησαν σε προσαρμογή στην τιμή του ινδονησιακού ΜΦ προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα CFPP του ινδονησιακού βιοντίζελ και του βιοντίζελ της [Ένωσης], εντούτοις κρίνουμε ότι η προσαρμογή αυτή δεν αρκεί ώστε να ληφθεί υπόψη η πολυπλοκότητα των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ του ΜΦ και του αναμεμειγμένου βιοντίζελ με CFPP 0 [°C], δεδομένου ότι ο ινδονησιακός ΜΦ αποτελεί εισροή για το αναμεμειγμένο βιοντίζελ, συμπεριλαμβανομένου του αναμεμειγμένου βιοντίζελ με CFPP 0 [°C]».

38

Συναφώς, προκύπτει ασφαλώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η υπεροχή των συναπτομένων από την Ένωση διεθνών συμφωνιών έναντι των διατάξεων του παράγωγου δικαίου απαιτεί η ερμηνεία των τελευταίων να συνάδει, στο μέτρο του δυνατού, προς τις εν λόγω συμφωνίες (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή του γενικού διεθνούς δικαίου περί υποχρέωσης τήρησης των συμβατικών δεσμεύσεων (pacta sunt servanda), η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Συμβάσεως της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1155, σ. 331), συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, να λάβει υπόψη την ερμηνεία των διαφόρων διατάξεων της συμφωνίας αυτής από το όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube, C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40

Εν προκειμένω, μολονότι η έκθεση της ειδικής ομάδας «ΕΕ-βιοντίζελ (Ινδονησία)» αφορούσε άλλη περίοδο έρευνας και άλλη πράξη των αρμόδιων αρχών, περιείχε δε τη δική της αιτιολογία με αποτέλεσμα τα πορίσματα της συγκεκριμένης έκθεσης να μην μπορούν να εφαρμοσθούν αυτά καθεαυτά στην υπό κρίση υπόθεση, εντούτοις η εν λόγω έκθεση αφορούσε το ίδιο προϊόν, με προέλευση την ίδια τρίτη χώρα. Συνεπώς, τα ανωτέρω πορίσματα ενδέχεται να ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της εξέτασης του επίδικου κανονισμού.

41

Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα λαμβάνοντας υπόψη, στις σκέψεις 42 έως 52 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την έκθεση της ειδικής ομάδας «ΕΕ-βιοντίζελ (Ινδονησία)» και κρίνοντας, ειδικότερα, πρώτον, ότι η Επιτροπή ορθώς είχε τονίσει, στις αιτιολογικές σκέψεις 251 και 252 του επίδικου κανονισμού, ότι η διάρθρωση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ο οποίος παρήγε πλέον επίσης ΜΦ, είχε υποστεί αλλαγές και ότι, ως εκ τούτου, η κατάσταση της αγοράς είχε μεταβληθεί σε σχέση με εκείνη λόγω της οποίας είχε διενεργηθεί η ανάλυση που περιέχεται στη συγκεκριμένη έκθεση και, δεύτερον, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 254 και 297 του επίδικου κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε λάβει δεόντως υπόψη στην ανάλυσή της τόσο τη χρήση του ΜΦ και του FAME 0 όσο και τις σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων.

42

Συγκεκριμένα, αφενός, μολονότι ορθώς οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι η δεύτερη μέθοδος υπολογισμού της υποτιμολόγησης δεν αφορούσε μόνο τη σύγκριση του εισαγόμενου από την Ινδονησία ΜΦ με τον ΜΦ που παράγεται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, η οποία καλυπτόταν άλλωστε ήδη από την πρώτη μέθοδο υπολογισμού, εντούτοις δεν είναι προδήλως εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι το γεγονός, το οποίο επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η βιομηχανία της Ένωσης παράγει πλέον επίσης ΜΦ αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο ακόμη και στο πλαίσιο της ανάλυσης των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ του παραγόμενου από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής FAME 0 και του εισαγομένου ΜΦ, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 297 του προσωρινού κανονισμού της οποίας το περιεχόμενο υπομνήσθηκε στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το FAME 0 περιλαμβάνει συχνά ΜΦ κατά ποσοστό έως και 20 %.

43

Αφετέρου, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή εξήγησε, στον προσωρινό και στον επίδικο κανονισμό, γιατί θεωρούσε ότι η σύγκριση μεταξύ των πωλήσεων του ΜΦ και των πωλήσεων του FAME 0 είχε κριθεί πρόσφορη. Πλην όμως, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν την ορθότητα των εξηγήσεων αυτών, αλλά παραπέμπουν απλώς στην έκθεση της ειδικής ομάδας «ΕΕ-βιοντίζελ (Ινδονησία)», στην οποία η ομάδα αυτή επέκρινε την έλλειψη τέτοιων εξηγήσεων κατά την έρευνα βάσει της οποίας καταρτίστηκε η έκθεση αυτή.

44

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την τρίτη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, στο πλαίσιο της οποίας η Επιτροπή συνέκρινε όλες τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς με όλες τις πωλήσεις βιοντίζελ των παραγωγών της Ένωσης χωρίς προσαρμογή της τιμής, επισημαίνεται ότι ούτε το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037 ούτε κάποια άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού αναφέρουν ότι η Επιτροπή οφείλει να προβαίνει σε τέτοιες προσαρμογές για τον προσδιορισμό της ζημίας.

45

Ασφαλώς, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1037, ο προσδιορισμός της ζημίας προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση.

46

Εντούτοις, επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες δεν αποδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, μετά την υπενθύμιση, στη σκέψη 57, της έκθεσης της ειδικής ομάδας του ΠΟΕ που μνημονεύθηκε στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, ότι η απόφαση της Επιτροπής να μην προβεί σε προσαρμογές των τιμών στο πλαίσιο της τρίτης μεθόδου υπολογισμού είχε στηριχθεί σε αντικειμενικά στοιχεία, ήτοι στην πολυπλοκότητα των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των βιοντίζελ διαφορετικών επιπέδων CFPP, τη διαφορά στις συνθήκες της αγοράς για τα βιοντίζελ διαφορετικών επιπέδων CFPP και την απουσία άμεσης συσχέτισης μεταξύ του επιπέδου CFPP και της τιμής.

47

Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, των οποίων την ακρίβεια δεν αμφισβητούν οι αναιρεσείουσες όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η τρίτη μέθοδος υπολογισμού της υποτιμολόγησης, η οποία συγκρίνει, χωρίς προσαρμογή, το σύνολο των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος με το σύνολο των πωλήσεων βιοντίζελ στην Ένωση και εντάσσεται, άλλωστε, στο πλαίσιο μιας σύνθετης εκτίμησης που περιλαμβάνει δύο άλλες μεθόδους υπολογισμού, δεν προκύπτει ότι είναι προδήλως αντίθετη προς την απαίτηση αντικειμενικής εξέτασης την οποία προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1037.

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί, επιπλέον, να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο, όπως πράττουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ότι κακώς έκρινε, στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, εναπέκειτο στις αναιρεσείουσες να αποδείξουν ότι οι προσαρμογές τις οποίες ζητούσαν ήταν, εν προκειμένω, αναγκαίες.

49

Όσον αφορά, κατά τρίτον, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών σχετικά με την εξέταση, από την Επιτροπή και εν συνεχεία από το Γενικό Δικαστήριο, του ζητήματος αν οι επιδοτούμενες εισαγωγές είχαν ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, επισημαίνεται ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037 προκύπτει ότι τεκμαίρεται ότι η σημαντική υποτιμολόγηση επιφέρει το αποτέλεσμα αυτό.

50

Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη αυτή, προς τον σκοπό του προσδιορισμού της ζημίας, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει, όσον αφορά την επίδραση στις τιμές, «κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον οι εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οιονδήποτε τρόπο, σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση».

51

Επομένως, εφόσον διαπιστωθεί σημαντική υποτιμολόγηση, η διαπίστωση αυτή αρκεί ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές του επίμαχου προϊόντος έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ή την παρεμπόδιση, σε σημαντικό βαθμό, της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση.

52

Κατά συνέπεια, στον βαθμό που, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 36 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα στο πλαίσιο της εξέτασης της δεύτερης και της τρίτης μεθόδου υπολογισμού της υποτιμολόγησης, με αποτέλεσμα να πρέπει να κριθεί βάσιμο το συμπέρασμα της Επιτροπής, στην αιτιολογική σκέψη 271 του επίδικου κανονισμού, ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας είχαν προκαλέσει σημαντική υποτιμολόγηση στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών σχετικά με την εξέταση, από την Επιτροπή και εν συνεχεία από το Γενικό Δικαστήριο, του κατά πόσον οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής υπέστησαν συμπίεση λόγω των επιδοτούμενων εισαγωγών δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να ευδοκιμήσουν.

53

Εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβλεψε το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037, το οποίο αναπαρήγαγε πιστά στη σκέψη 27 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο, στις σκέψεις 84 και 308 της ίδιας απόφασης, για «σημαντική πίεση προς τα κάτω στις τιμές».

54

Δεύτερον, το γεγονός ότι, το οποίο επικαλούνται κατά κύριο λόγο οι αναιρεσείουσες, μεταξύ του 2017 και της περιόδου έρευνας η διαφορά μεταξύ της μείωσης του κόστους παραγωγής (κατά 4,35 %) και της μείωσης των τιμών πώλησης στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής (κατά 4,56 %) ήταν μόνον της τάξεως των 0,21 ποσοστιαίων μονάδων δεν αποδεικνύει προδήλως παραμόρφωση από το Γενικό Δικαστήριο των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του.

55

Ειδικότερα, όπως επισημαίνουν η Επιτροπή και το EBB, από τους πίνακες 9 και 14 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει, πρώτον, ότι το μερίδιο αγοράς των παραγωγών της Ένωσης μειώθηκε από 91,6 % το 2017 σε 81,5 % κατά την περίοδο έρευνας, μείωση η οποία συνέπεσε με την αιφνίδια αύξηση των επιδοτούμενων εισαγωγών κατά την ίδια περίοδο, και, δεύτερον, ότι η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ανήλθε σε 0,8 % του κύκλου εργασιών το 2017 και κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου έρευνας.

56

Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, δεν είναι προδήλως εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος είχαν ως συνέπεια τη σημαντική συμπίεση των τιμών ή την παρεμπόδιση, σε σημαντικό βαθμό, της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση.

57

Κατά συνέπεια, ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

58

Κατά τις αναιρεσείουσες, δεδομένου ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι αναιρέσεως καταδεικνύουν ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς επικύρωσε τη δεύτερη και την τρίτη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, πρέπει να απορριφθεί η διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον «υπολόγισε την υποτιμολόγηση κατ’ αρχάς για το 20 %, εν συνεχεία για το 55 % και τελικώς για το σύνολο των πωλήσεων των παραγωγών της Ένωσης» και δεν εφάρμοσε, ως εκ τούτου, καμία παρέκταση βάσει των διαπιστώσεων που στηρίζονταν στο 20 % των πωλήσεων της Ένωσης. Επιπλέον, κατά τις αναιρεσείουσες, έστω και αν το Δικαστήριο επικυρώσει τη δεύτερη μέθοδο υπολογισμού, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1037 κρίνοντας, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι «[α]κόμη και αν γίνει δεκτό ότι κακώς η Επιτροπή βασίστηκε στην τρίτη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών επίσης δεν μπορεί να ευδοκιμήσει» δεδομένου ότι «με τη χρήση δύο άλλων μεθόδων η Επιτροπή μπόρεσε να αξιολογήσει τη σημασία της υποτιμολόγησης για το 55 % των πωλήσεων των παραγωγών της Ένωσης, ήτοι την πλειονότητα των πωλήσεων, η οποία είναι αντιπροσωπευτική της κατάστασης στο σύνολο της αγοράς». Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου καθώς και, κατ’ αναλογίαν, από το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κανονισμού 2016/1036 προκύπτει ότι μια υποτιμολόγηση κατά μόνον 7,4 % αφορώσα το ήμισυ των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, χωρίς το έτερο ήμισυ των πωλήσεων αυτών να έχει ληφθεί υπόψη, δεν συνιστά αντικειμενική βάση στηριζόμενη σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία ώστε να διαπιστωθεί συνολική υποτιμολόγηση ή συνολική επίδραση στις τιμές.

59

Η Επιτροπή και το EEB αμφισβητούν την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

60

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως εξαρτάται πλήρως από το βάσιμο του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως. Ειδικότερα, ο συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στην παραδοχή, την οποία προβάλλουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς επικύρωσε το βάσιμο της δεύτερης και της τρίτης μεθόδου υπολογισμού της υποτιμολόγησης.

61

Συνεπώς, στον βαθμό που ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, πρέπει να απορριφθεί επίσης ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

62

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία κρίνοντας στη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι «οι επιδοτήσεις χορηγούνταν ανεξάρτητα από τις παρασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες», διαπίστωση η οποία οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της μεθόδου κατανομής του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037 ήταν νομικώς ορθή. Συγκεκριμένα, κατά τις αναιρεσείουσες, από τις σκέψεις 189 και 220 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στο Γενικό Δικαστήριο είχαν προσκομιστεί αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι οι πληρωμές δυνάμει του προγράμματος του OPPF είχαν πραγματοποιηθεί με βάση τις ποσότητες που είχαν μεταφερθεί ή παραδοθεί από τις αναιρεσείουσες.

63

Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν επίσης ότι η ρύθμιση, στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθύνσεις για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού», ότι «[ό]σον αφορά τις μη εξαγωγικές επιδοτήσεις, οι συνολικές πωλήσεις (εγχώριες και εξαγωγικές) πρέπει κανονικά να χρησιμοποιηθούν ως παρονομαστής, δεδομένου ότι αυτές οι επιδοτήσεις χορηγούνται τόσο για εγχώριες όσο και για εξαγωγικές πωλήσεις» ουδόλως αναιρεί την έλλειψη δυνατότητας εφαρμογής κατανομής βασιζόμενης στο «επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος», αφού η Επιτροπή δεν μπορεί να παρεκκλίνει, στο πλαίσιο αυτό, από ρύθμιση υπέρτερης τυπικής ισχύος, εν προκειμένω το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037.

64

Η Επιτροπή και το EEB ζητούν την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65

Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037, όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις παρασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

66

Με την επιχειρηματολογία τους, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την επικύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της συνδρομής, εν προκειμένω, της προϋπόθεσης στην οποία ερείδεται η συγκεκριμένη διάταξη.

67

Συναφώς, υπενθυμίζεται ωστόσο ότι, κατά πάγια νομολογία, εάν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο αναιρέσεως και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα είναι περιορισμένη κατ’ αναίρεση, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, στην αναιρετική διαδικασία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε σε σχέση με τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, BSH κατά EUIPO,C‑43/15 P, EU:C:2016:837, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Πλην όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με το οποίο να επιδιώκεται, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, να αμφισβητηθεί η συνδρομή της προϋπόθεσης στην οποία ερείδεται το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή έκανε ρητή αναφορά στη συνδρομή της εν λόγω προϋπόθεσης στις αιτιολογικές σκέψεις 194 έως 196 του επίδικου κανονισμού, απαντώντας σε επιχείρημα άλλου ενδιαφερόμενου μέρους.

69

Αντιθέτως, στα σημεία 132 έως 135 του δικογράφου της προσφυγής τους, οι αναιρεσείουσες υποστήριξαν απλώς ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα καθόσον κατένειμε τις πληρωμές από το OPPF στον συνολικό κύκλο εργασιών τους από βιοντίζελ, εκτιμώντας οι ίδιες ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη το επιχείρημά τους ότι οι πληρωμές αυτές μπορούσαν να κατανεμηθούν μόνο στις πωλήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στην εγχώρια αγορά και όχι στις εξαγωγές προς την Ένωση, διότι μόνον εκείνες οι πωλήσεις είχαν δικαιολογήσει τις εν λόγω πληρωμές.

70

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν, αφενός, να προσάψουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι στήριξε την εξέταση του πρωτοδίκως προβαλλόμενου πέμπτου λόγου ακυρώσεως στη συνδρομή, εν προκειμένω, της προϋπόθεσης για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως και, αφετέρου, να προβάλουν επιχειρήματα αντλούμενα από την έλλειψη συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής, για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου.

71

Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

72

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το δικόγραφο της προσφυγής τους κρίνοντας, στη σκέψη 228 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι είχαν υποστηρίξει «ότι, παραλείποντας να απαντήσει, με τον [επίδικο] κανονισμό, στο επιχείρημά τους ότι το ποσό της επιδότησης έπρεπε να έχει κατανεμηθεί στον συνολικό κύκλο εργασιών τους, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει». Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από το σημείο 134 του δικογράφου της προσφυγής, η αιτίαση των αναιρεσειουσών σχετικά με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής δεν αφορούσε την κατανομή των πωλήσεων αυτών στον συνολικό κύκλο εργασιών, αλλά την κατανομή των πληρωμών από το OPPF στις πωλήσεις προς την Ένωση.

73

Επιπλέον, το επικουρικώς προβαλλόμενο επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, αν οι πληρωμές που εισπράχθηκαν μόνο για τις πωλήσεις βιοντίζελ στην εγχώρια αγορά της Ινδονησίας μπορούν να κατανεμηθούν στις εξαγωγικές πωλήσεις βιοντίζελ «επειδή το χρήμα είναι αντικαταστατό», τότε η κατανομή των πληρωμών αυτών πρέπει να γίνει επί όλων των πωλήσεων, δεν αποτελεί απλώς επιχείρημα επί της διαδικασίας αλλά επιχείρημα επί της ουσίας. Συναφώς, λαμβανομένης υπόψη της αξιολογικής φύσης του όρου «προσήκουσα» στο γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037, το Γενικό Δικαστήριο, καταλήγοντας, στη σκέψη 227 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στη διαπίστωση ότι «η προσέγγιση που συνίσταται στη συνεκτίμηση του συνολικού κύκλου εργασιών των πωλήσεων βιοντίζελ [ήταν] κατάλληλη και [ότι], επομένως, δεν προ[έκυπτε] ότι [ήταν] προδήλως πεπλανημένη», χωρίς μάλιστα να ερευνήσει αν ή γιατί συνέβαινε αυτό, ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως το εν λόγω άρθρο 7, παράγραφος 2.

74

Η Επιτροπή και το EEB αμφισβητούν την ως άνω επιχειρηματολογία.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

75

Όπως επισημαίνουν οι αναιρεσείουσες στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, το οποίο συνοψίζεται στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, από το σημείο 134 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η αιτίαση των αναιρεσειουσών σχετικά με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής αφορούσε, πράγματι, την κατανομή των πληρωμών από το OPPF στις πωλήσεις προς την Ένωση και όχι το γεγονός ότι δεν είχαν κατανεμηθεί στον συνολικό κύκλο εργασιών, στον οποίο περιλαμβάνονταν τόσο το βιοντίζελ όσο και τα λοιπά προϊόντα.

76

Πλην όμως, το Γενικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την τελευταία αυτή περίσταση, εξέτασε και εν συνεχεία απέρριψε, στις σκέψεις 228 έως 234 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την αιτίαση σχετικά με παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως.

77

Υπενθυμίζεται, εντούτοις, ότι, εάν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παράβαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό για άλλους νομικούς λόγους, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί (απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής,C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78

Παρά το σφάλμα που επισημάνθηκε στη σκέψη 76 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε επαρκώς και ορθώς επί της ουσίας των δύο επιχειρημάτων επί των οποίων στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς, πρώτον, στη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις χορηγούνταν ανεξάρτητα από τις παρασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, η Επιτροπή, κατανέμοντας τα ποσά των επιδοτήσεων αυτών στον συνολικό κύκλο εργασιών που είχε πραγματοποιηθεί από τις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος, ήτοι του βιοντίζελ, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, συμμορφώθηκε προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037. Επιπλέον, επίσης ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 231 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, από την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψης 81 του προσωρινού κανονισμού, η ανάλυση του οποίου επιβεβαιώθηκε με τον επίδικο κανονισμό, προκύπτει ότι η κατανομή πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037, το οποίο προβλέπει την κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του «συγκεκριμένου προϊόντος», το οποίο είναι, εν προκειμένω, το βιοντίζελ.

79

Συγκεκριμένα, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2016/1037 προκύπτει ότι, όσον αφορά την περίπτωση την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης πρέπει να καθορίζεται με κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης σε συνάρτηση με το επίπεδο της παραγωγής, των πωλήσεων ή των εξαγωγών του «συγκεκριμένου προϊόντος», αποκλειομένων επομένως άλλων προϊόντων πωλούμενων από τις οικείες επιχειρήσεις. Περαιτέρω, δεν είναι προδήλως εσφαλμένο να θεωρηθεί, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 226 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι τα ποσά που κατέβαλε το OPPF δεν είχαν αντίκτυπο μόνον στην εγχώρια ινδονησιακή αγορά, αλλά συνιστούσαν στήριξη των παραγωγών βιοντίζελ και μπορούσαν επίσης να τους προσπορίσουν όφελος σε σχέση με τις εξαγωγικές πωλήσεις.

80

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί και ο έκτος λόγος αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

81

Βάσει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

82

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

83

Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, φέρουν, πέραν των δικαστικών τους εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και το EBB, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και του EBB.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Οι PT Pelita Agung Agrindustri και PT Permata Hijau Palm Oleo φέρουν, πέραν των δικαστικών τους εξόδων, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το European Biodiesel Board.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top