EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62015CC0620

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe της 12ης Ιανουαρίου 2017.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2017:12

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE

της 12ης Ιανουαρίου 2017 ( 1 )

Υπόθεση C‑620/15

A‑Rosa FlussschiffGmbH

κατά

Union de recouvrement des cotisations de sécurité sociale et d’allocations familiales (Urssaf) d’Alsace, η οποία διαδέχθηκε την Urssaf du Bas-Rhin,

Sozialversicherungsanstalt des Kantons Graubünden

[αίτηση του Cour de cassation (Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Κοινωνική ασφάλιση — Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i) — Μέλη προσωπικού πλοίου που ανήκει σε επιχείρηση η οποία διενεργεί διεθνείς μεταφορές επιβατών — Ελβετικό υποκατάστημα — Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 — Άρθρο 12α, παράγραφος 1α — Πιστοποιητικό E 101 — Δεσμευτικό αποτέλεσμα»

I – Εισαγωγή

1.

Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει επανειλημμένως ότι το πιστοποιητικό E 101 ( 2 ), το οποίο χορηγείται από τον αρμόδιο φορέα ( 3 ) κράτους μέλους και βεβαιώνει την υπαγωγή ενός διακινούμενου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους αυτού, δεσμεύει τόσο τον αρμόδιο φορέα όσο και τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να μην μπορεί να υπαχθεί στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του τελευταίου αυτού κράτους μέλους ( 4 ).

2.

Στην κρινόμενη υπόθεση, το Cour de cassation (Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία), το οποίο δικάζει σε ολομέλεια, ερωτά κατ’ ουσίαν το Δικαστήριο αν η νομολογία αυτή μπορεί να ισχύσει σε περιπτώσεις στις οποίες ο αρμόδιος φορέας ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνουν ότι προδήλως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού E 101 ( 5 ).

3.

Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ μιας γερμανικής εταιρίας και των γαλλικών αρχών κοινωνικής ασφαλίσεως σχετικά με διορθωτική πράξη βεβαιώσεως για οφειλή άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ, στηριζόμενη στην εφαρμογή της γαλλικής κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, λόγω μη καταβολής από την εταιρία αυτή ασφαλιστικών εισφορών στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, για μισθωτούς εργαζομένους σε κρουαζιερόπλοια που εκτελούν δρομολόγια σε ποταμούς της Γαλλίας. Οι γαλλικές αρχές φρονούν ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι, δεδομένου ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεώς τους εργάζονταν σε πλοία που εκτελούσαν δρομολόγια αποκλειστικά εντός της Γαλλίας, υπάγονταν στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 ( 6 ), το οποίο καθιερώνει τον γενικό κανόνα ότι όποιο πρόσωπο ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ορισμένου κράτους μέλους υπόκειται στην κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία του κράτους αυτού.

4.

Η εταιρία, στηριζόμενη στα πιστοποιητικά E 101, με τα οποία βεβαιώνεται η υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο ελβετικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, διατείνεται ότι στην περίπτωσή τους πρέπει να εφαρμοστεί η ελβετική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τα πιστοποιητικά αυτά εκδόθηκαν από τον αρμόδιο ελβετικό φορέα βάσει της προβλεπόμενης στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του εν λόγω κανονισμού εξαιρέσεως, κατά την οποία το πρόσωπο που απασχολείται σε υποκατάστημα ως μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει δια ξηράς ή θαλάσσης, μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί διεθνείς μεταφορές επιβατών υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το υποκατάστημα αυτό.

5.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας των εν λόγω εργαζομένων προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 του κανονισμού 1408/71. Επομένως, το ζήτημα που τίθεται είναι εάν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο αρμόδιος φορέας ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να διατυπώσουν συναφώς εκτίμηση και, ενδεχομένως, να ανατρέψουν, κατ’ εξαίρεση, την εγκυρότητα του πιστοποιητικού E 101 που έχει εκδοθεί από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους.

6.

Το προδικαστικό ερώτημα εγείρει το λεπτό ζήτημα της εξισορροπήσεως, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, αφενός, των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ένωσης και, αφετέρου, της ανάγκης να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 1408/71. Το ζήτημα αυτό έχει λάβει διαστάσεις τα τελευταία χρόνια λόγω της ενοποιήσεως των αγορών εργασίας των κρατών μελών ( 7 ).

7.

Με τις προτάσεις αυτές θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι, υπό τις περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, δεν δικαιολογείται παρέκκλιση από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ώστε να αναγνωριστεί εξαίρεση από το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101.

II – Το νομικό πλαίσιο

Α   ‐ Ο κανονισμός 1408/71

8.

Το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Γενικοί κανόνες», το οποίο περιέχεται στον τίτλο II, «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», ορίζει στις παραγράφους 1 και 2, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«1.   […] [Τ]α πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)

το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους».

9.

Το άρθρο 14 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς», το οποίο περιέχεται στον ίδιο τίτλο, ορίζει στην παράγραφό του 2, στοιχείο αʹ, i), τα εξής:

«Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ισχύει, με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

[…]

2.

Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία η οποία προσδιορίζεται ως εξής:

α)

το πρόσωπο που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί, για λογαριασμό δικό της ή τρίτων διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, έχει δε την έδρα [της] στο έδαφος κράτους μέλους, υπόκειται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους. Πάντως:

i.

το πρόσωπο που απασχολείται σε υποκαταστήματα ή μόνιμη αντιπροσωπεία που διατηρεί η επιχείρηση αυτή στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα της, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το υποκατάστημα αυτό ή η μόνιμη αντιπροσωπεία».

10.

Το άρθρο 84α του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Σχέσεις μεταξύ των φορέων και των προσώπων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό», προβλέπει, στην παράγραφό του 3, τα εξής

«Σε περίπτωση δυσκολιών ερμηνείας ή εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που ενδέχεται να διακυβεύσουν τα δικαιώματα προσώπου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, ο φορέας του αρμόδιου κράτους ή του κράτους κατοικίας του ενδιαφερομένου έρχεται σε επαφή με τον φορέα ή τους φορείς του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών. Εφόσον η εύρεση λύσεως δεν είναι δυνατή εντός εύλογης προθεσμίας, οι ενδιαφερόμενες αρχές μπορούν να ζητήσουν την παρέμβαση της διοικητικής επιτροπής».

11.

Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 ( 8 ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2010 ( 9 ). Επομένως, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης εξακολουθούν να διέπονται ratione temporis από τον κανονισμό 1408/71 ( 10 ).

Β   ‐ Ο κανονισμός 574/72

12.

Το άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 ( 11 ), το οποίο περιέχεται στον τίτλο III που επιγράφεται «Εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού περί προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας», ορίζει στην παράγραφο 1α τα εξής:

«Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφοι 2 […], εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

[…]

Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, το μέλος του προσωπικού επιχείρησης διεθνών μεταφορών το οποίο ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται είτε η έδρα ή ο τόπος άσκησης της δραστηριότητας της επιχείρησης ή το υποκατάστημα ή η μόνιμη αντιπροσωπεία που τον απασχολεί είτε ο τόπος στον οποίο κατοικεί και απασχολείται κατά κύριο λόγο, ο φορέας που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού χορηγεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται ότι υπάγεται στη νομοθεσία του».

13.

Ο κανονισμός 574/72 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 987/2009 ( 12 ), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010 ( 13 ). Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης εξακολουθεί να εφαρμόζεται ratione temporis ο πρώτος κανονισμός ( 14 ).

Γ   ‐ Η Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

14.

Το άρθρο 8 της Συμφωνίας για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου (στο εξής: συμφωνία ΕΚ‑Ελβετίας) ( 15 ), με τίτλο «Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης», ορίζει στο στοιχείο βʹ τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα μέρη ρυθμίζουν, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ, τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης με στόχο να εξασφαλίσουν ιδίως: […]

β)

τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας».

15.

Το παράρτημα II της Συμφωνίας ΕΚ‑Ελβετίας, με τίτλο «Συντονισμός των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης», αναφέρει στο άρθρο 1 τα εξής:

«1.   Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εφαρμόζουν μεταξύ τους, στον τομέα του συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, τις κοινοτικές πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά […] όπως αυτές τροποποιήθηκαν από το τμήμα Α του παρόντος παραρτήματος ή από αντίστοιχους κανόνες.

2.   Ο όρος “κράτος(η) μέλος(η)” που εμφαίνεται στις πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στο τμήμα Α του παρόντος παραρτήματος θεωρείται ότι υποδηλώνει, εκτός από τα κράτη που καλύπτονται από τις εν λόγω κοινοτικές πράξεις, και την Ελβετία».

16.

Το τμήμα A του εν λόγω παραρτήματος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στους κανονισμούς 1408/71 και 574/72.

17.

Δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 883/2004 και του άρθρου 96, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 987/2009, οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 παραμένουν σε ισχύ και τα έννομα αποτελέσματά τους διατηρούνται για τους σκοπούς, μεταξύ άλλων, της συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας, καθ’ όσο χρόνο η συμφωνία αυτή δεν τροποποιηθεί συνεπεία της εκδόσεως των κανονισμών 883/2004 και 987/2009.

18.

Με την απόφαση 1/2012 της μικτής επιτροπής που συστάθηκε με τη Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας ( 16 ), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2012, το τμήμα A του παραρτήματος II της Συμφωνίας ενημερώθηκε και παραπέμπει πλέον στους κανονισμούς 883/2004 και 987/2009. Δεδομένου ότι τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης ήταν προγενέστερα του χρόνου κατά τον οποίον τέθηκε σε ισχύ η απόφαση αυτή, εξακολουθούν να εφαρμόζονται ratione temporis στη διαφορά οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 ( 17 ).

III – Η διαφορά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

19.

Η εταιρία A‑Rosa Flussschiff GmbH (στο εξής: A‑Rosa), εταιρία γερμανικού δικαίου με έδρα στη Γερμανία, διοργανώνει κρουαζιέρες σε ποταμούς της Ευρώπης. Η A‑Rosa διαθέτει υποκατάστημα στην Ελβετία, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται στον χειρισμό όλων των λειτουργικών, νομικών και διαχειριστικών ζητημάτων που αφορούν τα πλοία που πλέουν στους ποταμούς της Ευρώπης και στη διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού που απασχολείται στα πλοία αυτά. Η εταιρία δεν διαθέτει θυγατρική ή υποκατάστημα στη Γαλλία.

20.

Η A‑Rosa εκμεταλλεύεται, μεταξύ άλλων, δύο κρουαζιερόπλοια στη Γαλλία, στον Ροδανό και στον Σον, στα οποία απασχολούνται εποχιακά υπήκοοι κρατών μελών εκτός της Γαλλίας οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες ενδιαιτημάτων. Τα δύο πλοία πλέουν αποκλειστικά στα γαλλικά εθνικά ύδατα.

21.

Στις 7 Ιουνίου 2007, η A‑Rosa υποβλήθηκε σε αιφνίδιο έλεγχο στα δύο αυτά πλοία, κατόπιν του οποίου οι γαλλικοί φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως διαπίστωσαν παρατυπίες στην ασφαλιστική κάλυψη 90 περίπου μισθωτών εργαζομένων που παρείχαν υπηρεσίες ενδιαιτημάτων στα δύο πλοία. Οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί και απασχολούνταν από το ελβετικό υποκατάστημα της εταιρίας, δυνάμει συμβάσεων εργασίας διεπόμενων από το ελβετικό δίκαιο.

22.

Κατά τους ελέγχους αυτούς, η A‑Rosa προσκόμισε ένα πρώτο σύνολο πιστοποιητικών E 101 για το έτος 2007, τα οποία είχαν χορηγηθεί στις 6 Σεπτεμβρίου 2007 από τον Sozialversicherungsanstalt des Kantons Graubünden (ασφαλιστικό φορέα του καντονίου του Graubünden, Ελβετία, στο εξής: ελβετικός φορέας) και βεβαίωναν την υπαγωγή των εν λόγω εργαζομένων στο ελβετικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71.

23.

Στις 22 Οκτωβρίου 2007, η Union de recouvrement des cotisations de sécurité sociale et d’allocation familiales du Bas-Rhin [υπηρεσία εισπράξεως ασφαλιστικών εισφορών και οικογενειακών επιδομάτων του Κάτω Ρήνου] (στο εξής: Urssaf du Bas-Rhin) κοινοποίησε στην A‑Rosa διορθωτική πράξη βεβαιώσεως για οφειλή ύψους 2024123 ευρώ, μαζί με τόκους υπερημερίας, λόγω μη καταβολής εισφορών στο γαλλικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων για τους εν λόγω εργαζομένους για το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2007.

24.

Στις 7 Ιουλίου 2008, η A‑Rosa αμφισβήτησε τη διορθωτική πράξη βεβαιώσεως ενώπιον του tribunal des affaires de sécurité sociale du Bas Rhin (δικαστηρίου κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών του Κάτω Ρήνου, Γαλλία), το οποίο απέρριψε την προσφυγή με απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2011. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι η δραστηριότητα της εταιρίας στη Γαλλία είχε συνήθη, σταθερό και συνεχή χαρακτήρα και, αφετέρου, ότι η προσκόμιση εκ μέρους του εργοδότη των πιστοποιητικών E 101 δεν δικαιολογούσε την ακύρωση της επίδικης διορθωτικής πράξεως βεβαιώσεως.

25.

Στις 10 Μαρτίου 2011, η A‑Rosa άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του cour d’appel de Colmar (εφετείου Colmar, Γαλλία). Η Urssaf d’Alsace, η οποία διαδέχθηκε την Urssaf du Bas-Rhin, ζήτησε από το εν λόγω δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να επικυρώσει την απόφαση του tribunal des affaires de sécurité sociale du Bas‑Rhin [δικαστηρίου κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών του Κάτω Ρήνου], της 9ης Φεβρουαρίου 2011.

26.

Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 2011, επιγραφόμενο «Αίτηση ανακλήσεως των πιστοποιητικών E 101 που χορηγήθηκαν σε πρόσωπα απασχολούμενα από την εταιρία [A‑Rosa] στη Γαλλία», η Urssaf du Bas-Rhin ζήτησε από τον ελβετικό φορέα να ανακαλέσει τα πιστοποιητικά E 101, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Εφόσον η δραστηριότητα των πλοίων ασκείται σε μόνιμη και αποκλειστική βάση στη Γαλλία, έπρεπε να υποβληθούν περιοδικές δηλώσεις στους γαλλικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας για τους εργαζομένους που προσλαμβάνονται ειδικά για να απασχοληθούν εντός του πλοίου.

[…]

Δεδομένου ότι τα πλοία έπλεαν αποκλειστικά στα γαλλικά εσωτερικά ύδατα, το [άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71] που διέπει τις διεθνείς μεταφορές επιβατών δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των εργαζομένων της εταιρίας αυτής.

Κατά συνέπεια, τα πιστοποιητικά E 101 που χορηγήθηκαν για τους εργαζομένους αυτούς δεν έπρεπε να έχουν εκδοθεί βάσει του [άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71]».

27.

Με έγγραφο της 18ης Αυγούστου 2011, απευθυνόμενο στην Urssaf du Bas-Rhin, ο ελβετικός φορέας ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής ( 18 ):

«Η επιχείρηση [A‑Rosa] προσφέρει ταξίδια με κρουαζιερόπλοιο στον Δούναβη, στον Ροδανό/Σον και στον Ρήνο. Η εταιρία ασκεί επιπλέον σημαντικές εμπορικές δραστηριότητες στην Ελβετία. Η ελβετική θυγατρική στο Chur ασχολείται με το σύνολο των δραστηριοτήτων που αφορούν την εκμετάλλευση των κρουαζιερόπλοιων. Η πρόσληψη του προσωπικού πραγματοποιείται επίσης από την ελβετική θυγατρική στο Chur.

Τα πλοία που ταξιδεύουν στον Δούναβη και στον Ροδανό διασχίζουν διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η [A‑Rosa] υποστηρίζει επιπλέον ότι το προσωπικό του πλοίου επίσης απασχολείται εκ περιτροπής σε διάφορα πλοία και δρομολόγια. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από την [A‑Rosa] πληρούν κατ’ αρχήν τις προϋποθέσεις του [άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71].

Επιστήσαμε την προσοχή της επιχειρήσεως [A‑Rosa] στο γεγονός ότι, δυνάμει του διατάξεων του [άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71], οι ειδικές νομικές ρυθμίσεις που αφορούν τους εργαζομένους εφαρμόζονται μόνον εφόσον αυτοί εργάζονται για επιχείρηση διεθνών μεταφορών στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών. Αν τα πρόσωπα ασκούν πράγματι τη δραστηριότητά τους σε πλοία αποκλειστικώς εντός της γαλλικής επικράτειας, έχουν εφαρμογή οι γαλλικές νομικές διατάξεις βάσει της αρχής του τόπου ασκήσεως της δραστηριότητας (κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71).

Ζητήσαμε ήδη από την επιχείρηση [A‑Rosa] […] να υπολογίσει τις ασφαλιστικές εισφορές [σύμφωνα] με το δίκαιο της αντίστοιχης χώρας για τα πρόσωπα που εργάζονται αποκλειστικά σε ένα κράτος της [Ευρωπαϊκής Ένωσης].

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πραγματικών περιστατικών και δεδομένου ότι όλες οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίστηκαν και καταβλήθηκαν στην Ελβετία το 2007 για τα πρόσωπα σε σχέση με τα οποία υποβάλατε αίτηση ανακλήσεως, σας καλούμε να μην προβείτε σε αναδρομική διορθωτική υπαγωγή της ασφαλίσεως στις γαλλικές νομικές διατάξεις».

28.

Κατά τη διαδικασία ενώπιον του cour d’appel de Colmar [εφετείο Κολμάρ], η A‑Rosa προσκόμισε ένα δεύτερο σύνολο πιστοποιητικών E 101, για τα έτη 2005 και 2006, τα οποία χορηγήθηκαν από τον ελβετικό αρμόδιο φορέα στις 14 Μαΐου 2012, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, i), του κανονισμού 1408/71.

29.

Με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, το cour d’appel απέρριψε ουσιαστικά την έφεση της A‑Rosa. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα πιστοποιητικά E 101 που είχε προσκομίσει η εταιρία δεν την απάλλασσαν από τις υποχρεώσεις της έναντι του γαλλικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, στο οποίο έπρεπε να υπαχθούν οι εν λόγω εργαζόμενοι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71. Σε σχέση με την εξαίρεση που προβλέπεται από το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού αυτού, το εν λόγω δικαστήριο διατύπωσε την ακόλουθη εκτίμηση:

«[…] Αφενός, […] οι προσκομισθείσες βεβαιώσεις E 101 δεν συσχετίστηκαν με τις θέσεις εργασίας που όντως καλύφθηκαν στα πλοία Luna και Stella, ενώ δεν αναφέρεται καν το όνομα των πλοίων αυτών.

Αφετέρου και επιπροσθέτως, η εκκαλούσα εταιρία δεν αποδεικνύει ότι απασχόλησε το συγκεκριμένο προσωπικό για καθήκοντα πέραν των υπηρεσιών ενδιαιτημάτων στα πλοία της Luna και Stella. Όπως διευκρινίζει η ίδια, εκμεταλλευόταν τα δύο αυτά κρουαζιερόπλοια μόνον στον Ροδανό και στον Σον από τον Απρίλιο έως τον Νοέμβριο και τα διατηρούσε ελλιμενισμένα στη Λυών κατά τη χειμερινή περίοδο.

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η πελατεία της προσελκυόταν από το εξωτερικό και οι συμβάσεις μεταξύ της εκκαλούσας εταιρίας και των πελατών συνάπτονταν εκτός γαλλικού εδάφους, οι μεταφορές προσώπων διά της ποτάμιας οδού, στις οποίες απασχολείται το συγκεκριμένο προσωπικό, διενεργούνταν μόνον εντός των εθνικών συνόρων και δεν έχουν διεθνή χαρακτήρα.

Στην εκκαλούσα εταιρία χορηγήθηκαν, βεβαίως, πιστοποιητικά E 101 βάσει του [άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71], ωστόσο η ίδια φρόντισε να μην διευκρινίσει ούτε τον τόπο παροχής της εργασίας ούτε τα πλοία στα οποία απασχολούνταν το προσωπικό. Διατήρησε επομένως τη δυνατότητα να απασχολεί το προσληφθέν προσωπικό σε διεθνείς μεταφορές, μεταξύ άλλων και σε πλοία τα οποία, κατά δήλωσή της, εκμεταλλεύεται στον Ρήνο και στον Δούναβη, και δεν υφίσταται λόγος αμφισβητήσεως της εγκυρότητας των πιστοποιητικών E 101 που προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση.

Ωστόσο, δεδομένου ότι το εν λόγω προσωπικό απασχολήθηκε στην πραγματικότητα αποκλειστικώς σε κρουαζιέρες εντός της Γαλλίας, η εκκαλούσα εταιρία δεν μπορεί να υπαχθεί στις εξαιρέσεις που προβλέπονται για τις διεθνείς μεταφορές προσώπων».

30.

Από την απόφαση του cour d’appel de Colmar της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 προκύπτει ότι η Urssaf d’Alsace προσεπικάλεσε τον ελβετικό φορέα, ο οποίος, όμως, δεν παρέστη και δεν εκπροσωπήθηκε.

31.

Στις 21 Οκτωβρίου 2013, η A‑Rosa άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour de cassation [Ακυρωτικού Δικαστηρίου], το οποίο, δικάζοντας σε ολομέλεια, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Δεσμεύει το αποτέλεσμα που συνεπάγεται το πιστοποιητικό E 101, το οποίο εκδίδεται, σύμφωνα με τα άρθρα 11, παράγραφος 1, και 12α, παράγραφος 1α, του κανονισμού 574/72 […], από τον φορέα που ορίζεται από την αρχή του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως παραμένει εφαρμοστέα στην περίπτωση του μισθωτού, αφενός, τους φορείς και τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και, αφετέρου, τα δικαστήρια του εν λόγω κράτους μέλους, όταν διαπιστώνεται ότι οι συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας του μισθωτού προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των κανόνων του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71, με τους οποίους εισάγονται εξαιρέσεις;»

32.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η A‑Rosa, η Urssaf d’Alsace, η Βελγική και η Τσεχική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Γαλλική και η Κυπριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Οκτωβρίου 2016, η A‑Rosa, η Urssaf d’Alsace, η Βελγική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία και η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

IV – Νομική εκτίμηση

A   ‐ Εισαγωγικές παρατηρήσεις

33.

Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το δεσμευτικό αποτέλεσμα που αναγνωρίζει γενικά η νομολογία του Δικαστηρίου στο πιστοποιητικό E 101 ( 19 ) ισχύει έναντι του αρμόδιου φορέα και των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής, σε περίπτωση που διαπιστωθεί από αυτά ότι οι συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας του εργαζομένου προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71.

34.

Προς στήριξη της αιτήσεώς του, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το ζήτημα αυτό ανακύπτει πλέον σε μεγάλο αριθμό διαφορών, λόγω της διεθνοποιήσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της εφαρμογής στρατηγικών ελαχιστοποιήσεως των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, οι οποίες είναι ικανές να υπονομεύσουν τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της λειτουργίας του υγιούς και ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Εξάλλου, από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η εξεταζόμενη αίτηση έπεται της εκδόσεως δύο άλλων αποφάσεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στις 11 Μαρτίου 2014 από το ποινικό τμήμα του Cour de cassation [Ακυρωτικού Δικαστηρίου] και στις οποίες δεν έγινε δεκτό, στο πλαίσιο των σχετικών ποινικών δικών, το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 που χορηγήθηκε από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους ( 20 ).

35.

Επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα επίμαχα πιστοποιητικά Ε 101 χορηγήθηκαν από τον ελβετικό φορέα βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71, δηλαδή βάσει της εξαιρέσεως που ισχύει για πρόσωπα που αποτελούν μέλη προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί διεθνείς μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων ( 21 ). Ως εκ τούτου, το ερώτημα που θέτει το αιτούν δικαστήριο σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 τίθεται εν προκειμένω μόνον σε σχέση με τη διάταξη αυτήν. Πράγματι, το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 δεν υπερβαίνει το περιεχόμενο του πιστοποιητικού αυτού. Φρονώ, επομένως, ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά στην πραγματικότητα αυτή τη διάταξη και όχι άλλες εξαιρέσεις που προβλέπονται από το εν λόγω άρθρο ( 22 ).

36.

Στη συνέχεια, είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι το αιτούν δικαστήριο δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι συντρέχει εν προκειμένω απάτη ή κατάχρηση δικαιώματος εκ μέρους της A‑Rosa ή των εν λόγω εργαζομένων, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν η Urssaf d’Alsace και η Γαλλική Κυβέρνηση ( 23 ). Επομένως, η ανάλυση που ακολουθεί στηρίζεται στην παραδοχή ότι με το προδικαστικό ερώτημα δεν ζητούνται διευκρινίσεις ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της σχετικής με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 νομολογίας του Δικαστηρίου επί περιπτώσεων καταχρήσεως δικαιώματος ή απάτης ( 24 ).

37.

Αντιθέτως, εκτιμώ ότι, με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν ο αρμόδιος φορέας ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να μη λάβουν υπόψη το πιστοποιητικό E 101, με συνέπεια να υπαχθεί ο εργαζόμενος στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους αυτού, σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, στις οποίες ο φορέας αυτός ή τα δικαστήρια αυτά διαπιστώνουν μεν ότι οι συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας του εργαζομένου προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της διατάξεως βάσει της οποίας χορηγήθηκε το πιστοποιητικό E 101, εν προκειμένω του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71, πλην όμως, παρά τη διαπίστωση αυτή, ο φορέας που εξέδωσε το πιστοποιητικό δεν προβαίνει σε ανάκληση ή ακύρωσή του ( 25 ).

38.

Από τη δικογραφία προκύπτει συναφώς ότι, στην επίδικη υπόθεση, προηγήθηκε ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των γαλλικών αρχών και του ελβετικού φορέα που εξέδωσε τα πιστοποιητικά E 101, με αντικείμενο την ανάκλησή τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο ελβετικός φορέας παραδέχθηκε στις γαλλικές αρχές ότι το εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί επί των εν λόγω εργαζομένων, εάν αυτοί ασκούσαν πράγματι τη δραστηριότητά τους σε πλοία που έπλεαν αποκλειστικά στη γαλλική επικράτεια ( 26 ).

39.

Ωστόσο, ο ελβετικός φορέας δεν προέβη σε καμιά συγκεκριμένη εκτίμηση ως προς το αν και κατά πόσον οι εν λόγω εργαζόμενοι ενέπιπταν σε αυτή την κατηγορία, ώστε να κρίνει, χωριστά για καθένα από τα πιστοποιητικά αυτά, αν έπρεπε να τα ανακαλέσει ή να τα ακυρώσει. Αντιθέτως, ο εν λόγω φορέας ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να μην προβούν σε αναδρομική διορθωτική υπαγωγή της ασφαλίσεως στις διατάξεις του γαλλικού δικαίου, ωστόσο το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε σιωπηρώς από τις αρχές αυτές. Πράγματι, η διορθωτική πράξη βεβαιώσεως που κοινοποιήθηκε στην A‑Rosa προϋπέθετε ακριβώς τη διενέργεια τέτοιας διορθώσεως με αναδρομικό αποτέλεσμα ( 27 ). Εν ολίγοις, ο διάλογος μεταξύ των γαλλικών αρχών και του ελβετικού φορέα δεν κατέστησε δυνατή την επίλυση των ζητημάτων που είχαν ανακύψει στην επίδικη υπόθεση και ιδίως του ζητήματος της ανακλήσεως των πιστοποιητικών E 101 και των διορθώσεων που θα έπρεπε να γίνουν συναφώς.

40.

Το βασικό ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρινομένης υποθέσεως είναι ο προσδιορισμός της εθνικής αρχής που είναι σε τελική ανάλυση αρμόδια, σε μια τέτοια περίπτωση, να κρίνει την εγκυρότητα του πιστοποιητικού E 101 και, ως εκ τούτου, να καθορίσει ποια είναι η εφαρμοστέα κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου εργαζομένου, δυνάμει των διατάξεων του τίτλου II του κανονισμού 1408/71. Έχει ο φορέας που εκδίδει το πιστοποιητικό E 101 πάντοτε τον τελευταίο λόγο όσον αφορά τη δεσμευτική ισχύ του πιστοποιητικού αυτού; Ή πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναγνωρίζεται στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής, ή τουλάχιστον στα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού, η δυνατότητα να μην λαμβάνουν υπόψη το πιστοποιητικό E 101, σε περίπτωση ο φορέας που το εξέδωσε δεν προέβη στην ανάκληση ή στην ακύρωσή του;

Β   ‐ Οι προτεινόμενες απαντήσεις

41.

Η A‑Rosa, η Τσεχική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Κυπριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή προτείνουν να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το πιστοποιητικό E 101 έχει δεσμευτική ισχύ ακόμη και σε περιπτώσεις όπως η επίδικη, στην οποία ο αρμόδιος φορέας ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώνουν ότι οι συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας του εργαζομένου προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71. Κατά τους εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αρχής γενομένης με την απόφαση FTS ( 28 ), προκύπτει ότι μόνον ο φορέας που χορήγησε το πιστοποιητικό E 101, εν προκειμένω ο ελβετικός φορέας, είναι αρμόδιος να αποφασίσει την ακύρωση ή τη μη εφαρμογή του πιστοποιητικού αυτού, μέσω της ανακλήσεώς του, αν διαπιστώσει ότι αυτό χορηγήθηκε εσφαλμένα.

42.

Αντιθέτως, η Urssaf d’Alsace και η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνουν κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο να παρεκκλίνει από τη νομολογία αυτή και να αναγνωρίσει στον αρμόδιο φορέα και στα δικαστήρια του κράτους μέλους τη δυνατότητα να μην λαμβάνουν υπόψη το πιστοποιητικό E 101, όταν προδήλως δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως βάσει της οποίας αυτό χορηγήθηκε. Οι μετέχοντες στη διαδικασία αυτοί στηρίζονται, πρώτον, στις αδυναμίες που κατά τη γνώμη τους εμφανίζουν οι προβλεπόμενες με τον κανονισμό 1408/71 διαδικασίες διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά τη δυνατότητα αποτελεσματικής προστασίας του κράτους μέλους υποδοχής, σε περίπτωση μη συνεργασίας του κράτους που εξέδωσε το πιστοποιητικό E 101 ή σε περίπτωση διαφωνίας με αυτό. Δεύτερον, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία προβάλλουν τη σημασία που προσδίδει, στο πλαίσιο διαφορετικών υποθέσεων, η νομολογία του Δικαστηρίου στην πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ ( 29 ).

43.

Η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί ότι, στην περίπτωση την οποία αφορά το εξεταζόμενο προδικαστικό ερώτημα, δεν είναι αναγκαία η παρέκκλιση από τη νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να αναγνωριστεί στον αρμόδιο φορέα και στα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής η δυνατότητα να μη λαμβάνουν υπόψη το πιστοποιητικό E 101, διότι το ζητούμενο είναι απλώς να διαπιστωθεί, prima facie, ότι το πιστοποιητικό χορηγήθηκε για δραστηριότητα διαφορετική από εκείνη που ασκεί ο εργαζόμενος τον οποίον αφορά το πιστοποιητικό.

Γ   ‐ Επί των κανόνων συγκρούσεως που προβλέπονται από τον κανονισμό 1408/71 και από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101

44.

Προτού εξετάσω το ζήτημα της ενδεχόμενης παρεκκλίσεως από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω τα κύρια χαρακτηριστικά του συστήματος κανόνων συγκρούσεως που καθιερώνουν οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71, καθώς και το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η νομολογία αυτή.

45.

Επισημαίνω, κατ’ αρχάς, ότι, μολονότι ο κανονισμός 1408/71 έχει ως αποκλειστικό σκοπό την καθιέρωση ενός συστήματος συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ( 30 ), οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται από αυτόν δεσμεύουν υποχρεωτικά τα κράτη μέλη ( 31 ). Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού αυτού, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), συνιστούν ένα πλήρες και ενιαίο σύστημα κανόνων συγκρούσεως δικαίων, σκοπός του οποίου είναι η υπαγωγή των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγονται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι περιπλοκές που μπορούν να προκύψουν από αυτήν ( 32 ).

46.

Η γενική αυτή αρχή της εφαρμογής μίας μόνο εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας καθιερώνεται με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, το οποίο προβλέπει ότι τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους ( 33 ).

47.

Το πιστοποιητικό E 101 σκοπό έχει να εξασφαλίσει τον σεβασμό της αρχής αυτής, ώστε να αποτρέπεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η σύγκρουση αρμοδιοτήτων που απορρέει από αποκλίνουσες εκτιμήσεις ως προς το ποια κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία είναι εφαρμοστέα ( 34 ). Συναφώς, το πιστοποιητικό E 101 συμβάλλει στην εδραίωση της ασφάλειας δικαίου των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ένωσης ( 35 ) και, ως εκ τούτου, στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εντός της Ένωσης, η οποία αποτελεί και τον επιδιωκόμενο από τον κανονισμό 1408/71 σκοπό ( 36 ).

48.

Όσον αφορά τα έννομα αποτελέσματα του πιστοποιητικού E 101, κατά πάγια νομολογία, για όσο διάστημα δεν ανακαλείται ή δεν κηρύσσεται ανίσχυρο, το πιστοποιητικό αυτό δεσμεύει τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής, υπό την έννοια ότι ο φορέας αυτός οφείλει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι ο εργαζόμενος για τον οποίον έχει εκδοθεί υπόκειται ήδη στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους όπου είναι εγκαταστημένη η επιχείρηση που τον απασχολεί. Επομένως, ο φορέας αυτός δεν μπορεί να υπαγάγει τον εν λόγω εργαζόμενο στο δικό του σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ( 37 ). Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι το πιστοποιητικό E 101 δεσμεύει και τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής, τα οποία, συνεπώς, δεν είναι αρμόδια να ελέγχουν την εγκυρότητα ενός πιστοποιητικού E 101 όσον αφορά την επαλήθευση της συνδρομής των στοιχείων βάσει των οποίων αυτό χορηγήθηκε ( 38 ).

49.

Επομένως, οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, καθιερώνουν όχι μόνον ένα σύστημα κανόνων συγκρούσεως δικαίων, αλλά, παράλληλα, και ένα σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών ( 39 ), υπό την έννοια ότι ο φορέας που εκδίδει το πιστοποιητικό E 101 είναι ο μόνος αρμόδιος να εκτιμά την εγκυρότητά του και να προσδιορίζει, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε σε απάντηση αιτήματος που υποβάλλεται από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους, εάν, βάσει των πληροφοριών που έχει συγκεντρώσει σχετικά με την πραγματική κατάσταση του εργαζομένου, το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να ανακληθεί ή να ακυρωθεί και, ως εκ τούτου, να μην δεσμεύει πλέον τους αρμόδιους φορείς και τα δικαστήρια των λοιπών κρατών μελών ( 40 ).

50.

Η σταθερή ερμηνεία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο φορέας που εκδίδει το πιστοποιητικό E 101 είναι αποκλειστικά αρμόδιος να εκτιμά την εγκυρότητά του ( 41 ) δεν οφείλεται σε τυπολατρική προσέγγιση, αλλά στηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, στην ανάγκη να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της εφαρμογής μίας μόνο εθνικής νομοθεσίας, η οποία καθιερώνεται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Πράγματι, τυχόν αναγνώριση παράλληλης αρμοδιότητας στο κράτος μέλος υποδοχής θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα τον κίνδυνο λήψεως αντιφατικών αποφάσεων όσον αφορά την εφαρμοστέα νομοθεσία σε μια δεδομένη υπόθεση και, ως εκ τούτου, τον κίνδυνο να υπαχθεί ο εργαζόμενος σε δύο συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, με όλες τις συνακόλουθες συνέπειες, μεταξύ των οποίων η υποχρέωση του εργαζομένου να καταβάλει διπλές εισφορές ( 42 ). Εξάλλου, ο εργαζόμενος δεν θα είχε στη διάθεσή του κανένα ένδικο βοήθημα για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο ( 43 ).

51.

Ο κίνδυνος λήψεως αντιφατικών αποφάσεων δεν είναι, κατά την άποψή μου, καθόλου αμελητέος, δεδομένης της πολυπλοκότητας της σχετικής νομοθεσίας και των αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων στις υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως. Όπως καταδεικνύει η επίδικη υπόθεση, το ζήτημα της εφαρμοστέας νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποκλινουσών απόψεων, ακόμη και στην περίπτωση που ο αρμόδιος φορέας ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής εκτιμήσουν ότι η περίπτωση του εργαζομένου προδήλως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως βάσει της οποίας εκδόθηκε το πιστοποιητικό E 101 ( 44 ).

52.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ήδη καταβληθείσες εισφορές είναι δυνατόν να αναζητηθούν, ενδεχόμενη υπαγωγή του εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους υποδοχής θα μπορούσε να προκαλέσει ανασφάλεια δικαίου για τον εργαζόμενο. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, όταν πρόκειται για νομοθεσία που μπορεί να έχει οικονομικές συνέπειες, η επιταγή περί ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που η νομοθεσία αυτή τους επιβάλλει ( 45 ). Επιπλέον, μια τέτοια αναζήτηση θα συνεπαγόταν εκ των πραγμάτων διοικητικές ή νομικές επιπλοκές, πράγμα που είναι αντίθετο προς τον γενικό σκοπό του κανονισμού 1408/71, σκοπό συνιστάμενο στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ένωσης ( 46 ).

53.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις ισχύουν, κατά τη γνώμη μου, τόσο για τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής όσο και για τα δικαστήρια του κράτους μέλους αυτού. Πράγματι, οι συνέπειες για τον ενδιαφερόμενο εργαζόμενο είναι εξίσου σοβαρές αν, μετά το πέρας ένδικης διαδικασίας, κριθεί ότι το πιστοποιητικό E 101 δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ( 47 ).

54.

Επιπλέον, φρονώ ότι η αναγνώριση στα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής της δυνατότητας να μην λαμβάνουν υπόψη πιστοποιητικό E 101 προερχόμενο από άλλο κράτος μέλος είναι προφανώς ασύμβατη με τη γενική αρχή κατά την οποία οι αποφάσεις των αρχών ενός κράτους μέλους ελέγχονται από τα δικαστήρια του κράτους αυτού ( 48 ). Πράγματι, το πιστοποιητικό E 101, στο μέτρο που βεβαιώνει την υπαγωγή του εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους του φορέα που το εξέδωσε, πρέπει να θεωρείται ως πράξη του εν λόγω κράτους μέλους ( 49 ).

55.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου η σχετική με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 στηρίζεται σε γενικού περιεχομένου εκτιμήσεις συνδεόμενες με τις αρχές και τους σκοπούς που διέπουν τους κανόνες συγκρούσεως του κανονισμού 1408/71. Επομένως, τυχόν παρέκκλιση από τη νομολογία αυτή δεν είναι δυνατή, παρά μόνον εάν αποδειχθεί ότι είναι πράγματι αναγκαία για την ορθή εφαρμογή των εν λόγω κανόνων.

56.

Τα ανωτέρω ισχύουν κατά μείζονα λόγο διότι, κατά την αναθεώρηση του νομικού πλαισίου για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε να κωδικοποιήσει τη νομολογία του Δικαστηρίου τη σχετική με την ερμηνεία του δεσμευτικού αποτελέσματος του πιστοποιητικού E 101, διατηρώντας την αποκλειστική αρμοδιότητα του εκδόντος φορέα να εκτιμά την εγκυρότητα του πιστοποιητικού αυτού ( 50 ).

57.

Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση ( 51 ), η αναγνώριση από το Δικαστήριο στον αρμόδιο φορέα ή στα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής της δυνατότητας να μην λαμβάνουν υπόψη πιστοποιητικό E 101 το οποίο έχει εκδοθεί από τον αρμόδιο φορέα άλλου κράτους μέλους, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, θα αποτελούσε αναμφίβολα παρέκκλιση από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, μια τέτοια εξαίρεση από το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101 θα συνεπαγόταν παρέκκλιση από την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών, όπως αυτή έχει καθιερωθεί με την εν λόγω νομολογία.

58.

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα εξετάσω τα δύο κύρια επιχειρήματα που προβάλλουν η Urssaf d’Alsace και η Γαλλική Κυβέρνηση προς στήριξη της προτάσεώς τους να αναγνωριστεί εξαίρεση από το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101, και συγκεκριμένα, αφενός, το επιχείρημα περί αδυναμιών των προβλεπόμενων με τον κανονισμό 1408/71 διαδικασιών διαλόγου και συνδιαλλαγής, όσον αφορά τη δυνατότητα του κράτους μέλους υποδοχής να επιτύχει, με ένα αποτελεσματικό μέσο, την ανάκληση του πιστοποιητικού E 101 (τμήμα Δ), και, αφετέρου, το επιχείρημα περί προλήψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ, η σημασία της οποίας έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου σε άλλες υποθέσεις (τμήμα E) ( 52 ).

Δ   ‐ Επί των διαδικασιών διαλόγου και συνδιαλλαγής που προβλέπονται με τον κανονισμό 1408/71

59.

Ο αρμόδιος φορέας ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής δεσμεύονται βεβαίως από το πιστοποιητικό E 101, ωστόσο ο κανονισμός 1408/71 προβλέπει διαδικασία για την ανάκληση ή την ακύρωση του πιστοποιητικού αυτού από τον φορέα που το εξέδωσε σε περιπτώσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, στις οποίες διαπιστώνεται ότι προδήλως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς του.

60.

Η διαδικασία αυτή στηρίζεται στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και δεσμεύει τόσο το κράτος μέλος υποδοχής όσο και το κράτος που έχει εκδώσει το πιστοποιητικό E 101.

61.

Αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επιβάλλει στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους υποδοχής να κινήσει διαδικασία διαλόγου με τον φορέα που έχει εκδώσει το πιστοποιητικό E 101, όταν ο φορέας αυτός φρονεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού ( 53 ). Κατά την άποψή μου, το ίδιο ισχύει ιδίως όταν, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής φρονεί ότι το πιστοποιητικό δεν είναι πλήρες ( 54 ). Σε μια τέτοια περίπτωση, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας συνεπάγεται ότι ο φορέας που εξέδωσε το πιστοποιητικό πρέπει να μπορεί να προβεί σε διόρθωση του πιστοποιητικού ή, αν χρειαστεί, και σε ανάκλησή του.

62.

Ο χρόνος χορηγήσεως του πιστοποιητικού επίσης δεν ασκεί επιρροή στην υποχρέωση του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους υποδοχής να διαλέγεται με τον φορέα που το εξέδωσε, σε περίπτωση που κρίνει ότι υπάρχει λόγος ανακλήσεως του πιστοποιητικού E 101 ( 55 ). Υπενθυμίζεται ότι το πιστοποιητικό E 101, καίτοι είναι προτιμότερο να χορηγείται πριν την έναρξη της περιόδου την οποίαν αφορά, μπορεί να χορηγείται και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής ή και μετά τη λήξη της ( 56 ). Το συμπέρασμα αυτό απορρέει από το γεγονός ότι το πιστοποιητικό δεν δημιουργεί αφ’ εαυτού ορισμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, αλλά βεβαιώνει απλώς την υπαγωγή του εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του φορέα που το εξέδωσε για την περίοδο για την οποία εκδόθηκε.

63.

Αφετέρου, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας επιβάλλει στον φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό Ε 101 να προβαίνει στην ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που έχουν σημασία για την εφαρμογή των κανόνων βάσει των οποίων προσδιορίζεται η εφαρμοστέα κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία και, ως εκ τούτου, να εγγυάται την ακρίβεια των περιλαμβανομένων στο πιστοποιητικό Ε 101 στοιχείων ( 57 ). Στο πλαίσιο αυτό, απόκειται στον αρμόδιο φορέα να επανεξετάζει το βάσιμο της χορηγήσεως του πιστοποιητικού Ε 101 και, εν ανάγκη, να το ανακαλεί, όταν ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους υποδοχής εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών στα οποία αυτό στηρίζεται και, ως εκ τούτου, την ακρίβεια των περιλαμβανομένων σε αυτό στοιχείων, ιδίως για τον λόγο ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 14 του κανονισμού 1408/71 ( 58 ).

64.

Αν δεν επιτευχθεί λύση μεταξύ των αρμοδίων φορέων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το άρθρο 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στη διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων (στο εξής: διοικητική επιτροπή) ( 59 ). Δυνάμει του άρθρου 81, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, η επιτροπή αυτή είναι επιφορτισμένη, μεταξύ άλλων, με την αντιμετώπιση όλων των διοικητικών ή ερμηνευτικών ζητημάτων που απορρέουν από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού ( 60 ).

65.

Σε περίπτωση που η διοικητική επιτροπή δεν κατορθώσει να συμβιβάσει τις απόψεις των εμπλεκόμενων φορέων σχετικά με την νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα σε μια ορισμένη περίπτωση, η δυνατότητα που απομένει για το κράτος μέλος υποδοχής, με την επιφύλαξη τυχόν μέσων έννομης προστασίας που προβλέπονται στο κράτος μέλος του φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό ( 61 ), είναι να κινήσει κατά του κράτους μέλους αυτού διαδικασία κατά παραλείψεως δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ ( 62 ). Πρέπει να προσθέσω ότι μια τέτοια διαδικασία μπορεί να κινηθεί και από την Επιτροπή ( 63 ). Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η κίνηση διαδικασίας κατά παραλείψεως έναντι του κράτους που εξέδωσε τα πιστοποιητικά E 101 αποκλειόταν, διότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν είναι κράτος μέλος της Ένωσης. Αντιθέτως, η συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στη μικτή επιτροπή η οποία έχει συσταθεί δυνάμει της συμφωνίας αυτής και είναι ακριβώς επιφορτισμένη να αποφασίζει ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν σε περίπτωση σοβαρών δυσχερειών οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως ( 64 ).

66.

Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθεί η λήψη αντιφατικών αποφάσεων από τους αρμόδιους φορείς ή τα δικαστήρια των διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμοστέα επί ορισμένης περιπτώσεως νομοθεσία, γεγονός που θα διακύβευε σημαντικά την ασφάλεια δικαίου των ενδιαφερομένων εργαζομένων και, ως εκ τούτου, θα έθιγε την ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εσωτερικό της Ένωσης, οι διαδικασίες διαλόγου και συνδιαλλαγής που προβλέπονται από τον κανονισμό 1408/71 αποκλείουν οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια εκ μέρους του αρμόδιου φορέα και των δικαστηρίων του κράτους μέλους υποδοχής.

67.

Η Urssaf d’Alsace και η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι τέτοιες μονομερείς ενέργειες είναι αναγκαίες σε περιπτώσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, στις οποίες, μολονότι έχει διαπιστωθεί ότι προδήλως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως του πιστοποιητικού E 101, ο φορέας που το εξέδωσε δεν προβαίνει στην ανάκλησή του.

68.

Το επιχείρημα όμως αυτό δεν μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς στην κρινόμενη υπόθεση προκειμένου να δικαιολογήσει εξαίρεση από το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101.

69.

Πράγματι, εκτιμώ ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι προβλεπόμενες με τον κανονισμό 1408/71 διαδικασίες δεν είναι ικανές να εξασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή των κανόνων συγκρούσεως που προβλέπονται κατά τον κανονισμό αυτόν, ακόμη και σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, εφόσον βεβαίως οι διαδικασίες αυτές όντως εφαρμοστούν μέχρι τέλους από τους αρμόδιους φορείς των εμπλεκόμενων κρατών μελών. Διαπιστώνεται συναφώς ότι, στην εξεταζόμενη υπόθεση, οι γαλλικές αρχές δεν εξάντλησαν τα μέσα έννομης προστασίας που τους παρέχει ο κανονισμός 1408/71.

70.

Πρώτον, οι γαλλικές αρχές, καίτοι κίνησαν πράγματι διαδικασία διαλόγου με τον αρμόδιο ελβετικό φορέα, ζητώντας του να ανακαλέσει τα επίμαχα πιστοποιητικά E 101, ωστόσο εγκατέλειψαν τον διάλογο αυτόν μετά την απάντηση του εν λόγω φορέα στις 18 Αυγούστου 2011, όπως επιβεβαίωσε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

71.

Με την απάντηση αυτή, ο ελβετικός φορέας, αφενός, επιβεβαίωσε, κατά τη γνώμη μου, τη θέση των γαλλικών αρχών όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71, αναγνωρίζοντας ότι η διάταξη αυτή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στους εν λόγω εργαζομένους, αν αυτοί ασκούσαν όντως τη δραστηριότητά τους σε πλοία που έπλεαν αποκλειστικά εντός της γαλλικής επικράτειας. Αφετέρου, όμως, ο φορέας αυτός δεν προέβη σε ανάκληση ή ακύρωση των αμφισβητούμενων πιστοποιητικών E 101, ούτε εκτίμησε κατά τρόπο συγκεκριμένο, για καθένα από τα πιστοποιητικά αυτά, αν, κατόπιν των διαπιστώσεων των γαλλικών αρχών, έπρεπε να τα ανακαλέσει ή να τα ακυρώσει ( 65 ). Επιπλέον, ο ελβετικός φορέας ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να μην προβούν σε αναδρομική διόρθωση, πράγμα που δεν έγινε δεκτό ( 66 ).

72.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι διάφορα ζητήματα παρέμειναν ανεπίλυτα μετά το πέρας του διαλόγου μεταξύ των γαλλικών αρχών και του ελβετικού φορέα. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι φορείς αυτοί να είχαν καταλήξει σε συμφωνία, αν ο διάλογος είχε συνεχιστεί.

73.

Επισημαίνω επιπλέον ότι οι γαλλικές αρχές άρχισαν τον διάλογο με τον φορέα που εξέδωσε το πιστοποιητικό, τριάμισι έτη μετά την κοινοποίηση στην A‑Rosa της πράξεως βεβαιώσεως καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών προς το γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Πράγματι, οι αρχές αυτές υπήγαγαν μονομερώς τους εν λόγω εργαζομένους στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι αυτοί υπάγονταν ήδη στο ελβετικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ( 67 ).

74.

Δεύτερον, στην επίμαχη υπόθεση δεν διερευνήθηκε η δυνατότητα προσφυγής στη διοικητική επιτροπή, κατά το άρθρο 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, προκειμένου να συμβιβαστούν οι απόψεις των γαλλικών αρχών και του ελβετικού φορέα. Μολονότι οι αποφάσεις της επιτροπής αυτής δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα ( 68 ), δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είχε βρεθεί λύση υπό την αιγίδα της.

75.

Από τα ανωτέρω έπεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν καθιστούν εμφανείς τυχόν αδυναμίες των προβλεπόμενων με τον κανονισμό 1408/71 διαδικασιών, δεδομένου ότι οι διαδικασίες αυτές δεν τηρήθηκαν στην εξεταζόμενη υπόθεση. Εξάλλου, φρονώ ότι δεν υπάρχει νομική βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί το Δικαστήριο για να δεχθεί, σε γενικότερο επίπεδο, ότι οι διαδικασίες αυτές είναι συνολικά ακατάλληλες να εξασφαλίσουν την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού.

76.

Δεν απορρίπτω βεβαίως την άποψη ότι η βελτίωση των διαδικασιών που έχουν καθιερωθεί στο πλαίσιο του κανονισμού 1408/71 θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου ΙΙ του εν λόγω κανονισμού ( 69 ). Ωστόσο, το ζήτημα αυτό άπτεται ουσιαστικά της αρμοδιότητας του νομοθέτη της Ένωσης. Διαπιστώνεται συναφώς ότι ήδη έχουν επέλθει ορισμένες αλλαγές ( 70 ) και ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί σήμερα αντικείμενο συζητήσεως κατά τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο ( 71 ).

77.

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω, εκτιμώ ότι τα επιχειρήματα της Urssaf d’Alsace και της Γαλλικής Κυβερνήσεως σχετικά με τυχόν αδυναμίες των διαδικασιών του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν να προβληθούν λυσιτελώς, ώστε να δικαιολογηθεί εξαίρεση από το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101.

Ε   ‐ Η νομολογία για την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ

78.

Η Urssaf d’Alsace και η Γαλλική Κυβέρνηση επικαλούνται τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία στους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών περιλαμβάνεται και η πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους των επιχειρήσεων που παρέχουν στους αποσπασμένους εργαζομένους τους αμοιβές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό, καθόσον ο σκοπός αυτός εμπεριέχει εκείνον της προστασίας των εργαζομένων μέσω της καταπολεμήσεως του κοινωνικού ντάμπινγκ ( 72 ).

79.

Οι μετέχοντες στη διαδικασία αυτοί υποστηρίζουν ότι, κατ’ αναλογίαν, ο σκοπός της προλήψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ δικαιολογεί την εξαιρετική περίπτωση να μην δεσμεύει το πιστοποιητικό E 101 τον αρμόδιο φορέα ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής. Η Urssaf d’Alsace υποστηρίζει συναφώς ότι ορισμένοι εθνικοί φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως «δεν τηρούν τους κανόνες», καθώς δεν διεξάγουν τον παραμικρό έλεγχο προτού εκδώσουν τα πιστοποιητικά E 101 που τους ζητούν οι εργοδότες. Ομοίως, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, ορισμένοι φορείς ή αρχές του κράτους εκδόσεως των πιστοποιητικών E 101 συχνά εκδίδουν ως μη όφειλαν τέτοια πιστοποιητικά, ασκώντας έτσι ένα είδος αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των λοιπών κρατών μελών.

80.

Διαπιστώνεται ότι η σχετική νομολογία αφορά το ζήτημα του αν, ελλείψει σχετικής εναρμονίσεως ( 73 ), σκοποί όπως αυτοί της προλήψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ, μπορούν να θεωρηθούν ως επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος ικανοί να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εντός της Ένωσης.

81.

Στο πλαίσιο της κρινομένης υποθέσεως, τους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία δεν δικαιολογούν τόσο οι ενέργειες κάποιων επιχειρήσεων, όσο η παράλειψη εκ μέρους άλλων κρατών μελών να καθιερώσουν επαρκείς ελέγχους για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των κανόνων συγκρούσεως που προβλέπονται από τις διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71.

82.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα περί αθέμιτου ανταγωνισμού και κοινωνικού ντάμπινγκ που θίγουν η Urssaf d’Alsace και η Γαλλική Κυβέρνηση θα μπορούσε πράγματι να επιλυθεί με μόνη την τήρηση από τα κράτη μέλη των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον κανονισμό 1408/71. Όπως, όμως, εκτέθηκε ανωτέρω, οι διαδικασίες διαλόγου και συνδιαλλαγής που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός σκοπό έχουν ακριβώς να εξασφαλίσουν την τήρηση αυτή εκ μέρους των κρατών μελών ( 74 ).

83.

Υπό το πρίσμα της διαπιστώσεως αυτής, εκτιμώ ότι οι σκοποί της προλήψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού και του κοινωνικού ντάμπινγκ δεν μπορούν να προβληθούν λυσιτελώς στην κρινόμενη υπόθεση, προκειμένου να δικαιολογηθεί εξαίρεση από το δεσμευτικό αποτέλεσμα του πιστοποιητικού E 101.

84.

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, όπως ανέφερε η Επιτροπή, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης δεσμεύουν τα κράτη μέλη ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης μη συμμορφώσεως των άλλων κρατών μελών προς τις υποχρεώσεις που υπέχουν ( 75 ). Επομένως, ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να λαμβάνει μονομερώς διορθωτικά ή προστατευτικά μέτρα που έχουν ως σκοπό να αντιμετωπίσουν τη μη τήρηση, από άλλο κράτος μέλος, κανόνων του δικαίου της Ένωσης ( 76 ). Σε διαφορετική περίπτωση, θα διακυβευόταν το σύστημα κανόνων συγκρούσεως που καθιερώνει ο κανονισμός 1408/71.

85.

Εν κατακλείδι, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένων των στοιχείων της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ανάλυση που προηγήθηκε στις προτάσεις αυτές δεν αφορά τις περιπτώσεις καταχρήσεως δικαιώματος ή απάτης εκ μέρους του εργαζομένου ή του εργοδότη του ( 77 ). Δεν μπορεί, επομένως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να χρειαστεί στο μέλλον να παρασχεθούν διευκρινίσεις ως προς αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογίας περί δεσμευτικού αποτελέσματος του πιστοποιητικού E 101 στις περιπτώσεις στις οποίες έχει διαπιστωθεί τέτοια κατάχρηση δικαιώματος ή απάτη.

V – Πρόταση

86.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour de cassation (Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) ως εξής:

Για όσο χρόνο δεν ανακαλείται ή δεν κηρύσσεται ανίσχυρο από τον φορέα που το εξέδωσε, το πιστοποιητικό Ε 101, που χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 12α, παράγραφος 1α, του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, και με το οποίο βεβαιώνεται η υπαγωγή μισθωτού εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους αυτού, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ο αρμόδιος φορέας και τα δικαστήρια του κράτους μέλους υποδοχής οφείλουν να το λαμβάνουν υπόψη, ακόμη και αν διαπιστώσουν ότι οι συνθήκες ασκήσεως της δραστηριότητας του εν λόγω μισθωτού προδήλως δεν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της τελευταίας αυτής διατάξεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Το πιστοποιητικό E 101, με τίτλο «Βεβαίωση για την εφαρμοστέα νομοθεσία», αντιστοιχεί σε έντυπο το οποίο έχει συνταχθεί από τη διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων, στην οποία αναφέρεται ο τίτλος IV του κανονισμού 1408/71. Βλ. απόφαση αριθ. 202 της διοικητικής επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2005, σχετικά με τα υποδείγματα των εντύπων, των αναγκαίων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου (E 001, E 101, E 102, Ε 103, Ε 104, Ε 106, Ε 107, Ε 108, Ε 109, Ε 112, Ε 115, Ε 116, Ε 117, Ε 118, Ε 120, Ε 121, Ε 123, Ε 124, Ε 125, Ε 126 και Ε 127) (2006/203/ΕΚ) (ΕΕ 2006, L 77, σ. 1). Από 1ης Μαΐου 2010, και βάσει των νέων κανονισμών (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1) και (ΕΚ) 987/2009, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), το πιστοποιητικό E 101 μετονομάστηκε σε έγγραφο A1.

( 3 ) Όσον αφορά τον όρο «αρμόδιος φορέας», βλ. το άρθρο 1, στοιχείο ιεʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1390/81 του Συμβουλίου, της 12ης Μαΐου 1981 (ΕΕ 1981, L 143, σ. 1), τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ 1998, L 209, σ. 1) και τον κανονισμό (ΕΚ) 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 2004, L 100, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71).

( 4 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C-202/97, EU:C:2000:75), της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C-178/97, EU:C:2000:169), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C-2/05, EU:C:2006:69).

( 5 ) Το ζήτημα αυτό αποτελεί το αντικείμενο και άλλων υποθέσεων, οι οποίες εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του Δικαστηρίου. Βλ., μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις C‑474/16, Belu Dienstleistung και Nikless, C‑359/16. Βλ. επίσης, συναφώς, τις υποθέσεις Altun κ.λπ., καθώς και C‑356/15, Επιτροπή κατά Βελγίου.

( 6 ) Βλ. υποσημείωση 3.

( 7 ) Το 2012 και το 2013, ο συνολικός αριθμός των εκδοθέντων πιστοποιητικών A1 (του νέου εγγράφου που αντικατέστησε το πιστοποιητικό E 101) ανερχόταν σε 1,53 εκατομμύριο και 1,74 εκατομμύριο αντίστοιχα. Ειδικότερα, ο αριθμός πιστοποιητικών A1 τα οποία χορηγήθηκαν σε πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη αυξήθηκε σημαντικά, από 168279 το 2010 σε 370124 το 2013, δηλαδή κατά 120 % την περίοδο εκείνη. Βλ. Pacolet, J., και De Wispelaere, F., Posting of workers – Report on A1 portable documents issued in 2012 and 2013, το οποίο εκδόθηκε από την Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2014, σ. 8.

( 8 ) Βλ. υποσημείωση 2. Είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες που εφαρμόζονται στα πρόσωπα που εργάζονται στον τομέα των διεθνών μεταφορών δεν επαναλαμβάνονται στον κανονισμό αυτό. Τα πρόσωπα αυτά καλύπτονται πλέον από τη διάταξη του άρθρου 13 του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τα πρόσωπα που εργάζονται σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη. Βλ. πρακτικό οδηγό της Επιτροπής, του Δεκεμβρίου 2013, για την εφαρμοστέα νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και την Ελβετία, σ. 24 και 31.

( 9 ) Βλ. άρθρο 91 του κανονισμού 883/2004 και άρθρο 97 του κανονισμού 987/2009.

( 10 ) Βλ., επίσης, κατωτέρω, σημεία 13, 17 και 18 των προτάσεων αυτών.

( 11 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 138), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ 2005, L 117, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 574/72).

( 12 ) Βλ. υποσημείωση 2.

( 13 ) Βλ. άρθρο 96, παράγραφος 1, του κανονισμού 987/2009.

( 14 ) Βλ., επίσης, σημεία 11, 17 και 18 των προτάσεων αυτών.

( 15 ) Συμφωνία η οποία υπεγράφη στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 1999 και εγκρίθηκε εν ονόματι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σχετικά με τη συμφωνία επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας– της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2002, για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ 2002, L 114, σ. 1).

( 16 ) Απόφαση 1/2012, της 31ης Μαρτίου 2012, που αντικαθιστά το παράρτημα II της εν λόγω συμφωνίας για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ 2012, L 103, σ. 51).

( 17 ) Βλ., επίσης, το παράρτημα II, τμήμα A, σημεία 3 και 4, της Συμφωνίας ΕΚ‑Ελβετίας, στην τροποποιημένη μορφή του, το οποίο εξακολουθεί να παραπέμπει στους κανονισμούς 1408/71 και 574/72, όσον αφορά υποθέσεις του παρελθόντος.

( 18 ) Η Γαλλική Κυβέρνηση προσκόμισε μετάφραση του πρωτότυπου κειμένου της επιστολής αυτής από τη γερμανική γλώσσα.

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75), της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C‑178/97, EU:C:2000:169), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C‑2/05, EU:C:2006:69).

( 20 ) Αποφάσεις 1078 (FR:CCASS:2014:CR01078) και 1079 (FR:CCAS:2014:CR01079) της 11ης Μαρτίου 2014. Με τις αποφάσεις αυτές, το ποινικό τμήμα του Cour de cassation [Ακυρωτικού Δικαστηρίου] καταδίκασε για αδήλωτη εργασία μία βρετανική και μία ισπανική εταιρία αεροπορικών μεταφορών, παρόλο που είχαν προσκομίσει πιστοποιητικά E 101, με τα οποία βεβαιωνόταν η υπαγωγή των εργαζομένων για τους οποίους επρόκειτο στα συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων άλλων κρατών μελών. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε ανάγκη προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο.

( 21 ) Βλ. σημεία 22 και 28 των προτάσεων αυτών.

( 22 ) Ειδικότερα, θεωρώ ότι η κρινόμενη υπόθεση δεν αφορά τις εξαιρέσεις του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, σχετικά με τους εργαζομένους που έχουν αποσπαστεί στο έδαφος άλλων κρατών μελών.

( 23 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Urssaf d’Alsace υποστήριξε ότι, στην εξεταζόμενη υπόθεση, η απάτη είχε διαπιστωθεί από όλα τα γαλλικά δικαστήρια. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει με τις γραπτές της παρατηρήσεις ότι είναι πιθανόν η εταιρία A‑Rosa να απέκρυψε το γεγονός ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι εργάζονταν σε ένα μόνον κράτος μέλος κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος χορηγήσεως των πιστοποιητικών, δηλαδή μετά τον έλεγχο της Urssaf, με σκοπό να αποφύγει την υπαγωγή των εργαζομένων υπηκόων κρατών μελών της Ένωσης στη γαλλική νομοθεσία. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση αυτή, το γαλλικό Cour des comptes (Ελεγκτικό Συνέδριο) είχε εκτιμήσει ότι η απάτη που συνδέεται με τους μη δηλωμένους αποσπασμένους εργαζομένους προκαλεί στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως απώλειες κοινωνικών εισφορών της τάξεως των 380 εκατομμυρίων ευρώ.

( 24 ) Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το εθνικό δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 27).

( 25 ) Θα ήθελα να επισημάνω ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι διάδικοι της κύριας δίκης και οι παρεμβαίνοντες ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν εκφράσει διαφορετικές απόψεις όσον αφορά το αν η κατάσταση των εν λόγω εργαζομένων εμπίπτει στο άρθρο 14 του κανονισμού 1408/71. Η A‑Rosa υποστηρίζει ότι η περίπτωση των εργαζομένων εμπίπτει τόσο στην παράγραφο 1 όσο και στην παράγραφο 2 του άρθρου 14 και ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί προκειμένου να εργαστούν σε όλα τα κρουαζιερόπλοια της εταιρίας, ανεξαρτήτως του δρομολογίου τους. Αντιθέτως, η Urssaf d’Alsace είναι της γνώμης ότι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω καμία από τις δύο αυτές παραγράφους και τη γνώμη της συμμερίζεται και η Ιρλανδία. Η Επιτροπή, από την πλευρά της, συμμερίζεται την ανάλυση των γαλλικών δικαστηρίων όσον αφορά την πρόδηλη αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71. Αντιθέτως, εκτιμά ότι εσφαλμένως το αιτούν δικαστήριο στήριξε το προδικαστικό του ερώτημα στην παραδοχή ότι οι εργαζόμενοι προδήλως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού. Τέλος, η Κυπριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, εφόσον τα πιστοποιητικά E 101 χορηγήθηκαν από τον αρμόδιο φορέα, τεκμαίρεται ότι εκδόθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία και ανταποκρίνονται στις πραγματικές συνθήκες.

( 26 ) Βλ. σημείο 27 των προτάσεων αυτών.

( 27 ) Η πράξη βεβαιώσεως καθυστερούμενων ασφαλιστικών οφειλών που κοινοποιήθηκε στην A‑Rosa στις 22 Οκτωβρίου 2007 αφορούσε το χρονικό διάστημα από 1ης Απριλίου 2005 έως 30 Σεπτεμβρίου 2007. Βλ. σημείο 23 των προτάσεων αυτών.

( 28 ) Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75).

( 29 ) Οι εν λόγω διάδικοι προβάλλουν και ένα τρίτο επιχείρημα, το οποίο αφορά την ανάγκη καταπολεμήσεως της καταχρήσεως δικαιώματος και της απάτης. Δεδομένου ότι από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει, εν προκειμένω, κατάχρηση δικαιώματος ή απάτη, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση του επιχειρήματος αυτού στην εξεταζόμενη υπόθεση. Βλ., συναφώς, ανωτέρω, σημείο 36 των προτάσεων αυτών.

( 30 ) Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1408/71 και απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, Derouin (C‑103/06, EU:C:2008:185, σκέψη 20).

( 31 ) Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 52).

( 32 ) Βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 33 ) Βλ. σημείο 8 των προτάσεων αυτών. Βλ., όσον αφορά την αρχή της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, Hoogstad (C‑269/15, EU:C:2016:802, σκέψεις 35 και 36), καθώς και την όγδοη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού.

( 34 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Calle Grenzshop Andresen (C‑425/93, EU:C:1995:12, σημείο 60).

( 35 ) Από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 12α, παράγραφος 1α, του κανονισμού 574/72 προκύπτει ότι το άρθρο αυτό προστέθηκε για λόγους ασφάλειας δικαίου. Βλ. αιτιολογική έκθεση της προτάσεως που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 647/2005 για την τροποποίηση του κανονισμού 574/72 [COM(2003) 468 τελικό, σημείο 2]. Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Bouman (C‑114/13, EU:C:2015:81, σκέψη 27).

( 36 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C‑2/05, EU:C:2006:69, σκέψη 20). Βλ., επίσης, τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, καθώς και απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, Allard (C‑249/04, EU:C:2005:329, σκέψη 31).

( 37 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 55), της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψη 42), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C‑2/05, EU:C:2006:69, σκέψη 26). Βλ., επιπλέον, απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 14ης Δεκεμβρίου 2004, Tsomakas Athanasios m.fl. κατά Staten v/Rikstrygdeverket (E‑3/04, EFTA Court Report 2004, σ. 95, σκέψη 31), η οποία εξομοιώνει τα πιστοποιητικά E 101 με ισοδύναμες επίσημες δηλώσεις («equivalent official statements»). Καίτοι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αποφανθεί ρητώς επί του δεσμευτικού χαρακτήρα του πιστοποιητικού Ε 101 που χορηγείται βάσει της εξαιρέσεως του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, έχει, ωστόσο, διευκρινίσει ότι η σχετική νομολογία του αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες τα πιστοποιητικά E 101 χορηγήθηκαν δυνάμει των διατάξεων του τίτλου III του κανονισμού 574/72 για εργαζομένους που εμπίπτουν στον τίτλο II του κανονισμού 1408/71, χωρίς να προβαίνει σε καμιά διάκριση μεταξύ των διατάξεων που περιέχονται στον τίτλο αυτόν. Βλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Bouman (C‑114/13, EU:C:2015:81, σκέψη 26), καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, X και van Dijk (C‑72/14 και C‑197/14, EU:C:2015:564, σκέψη 43).

( 38 ) Βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C‑2/05, EU:C:2006:69, σκέψεις 30 έως 32).

( 39 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση FTS (C‑202/97, EU:C:1999:33, σημείο 60).

( 40 ) Τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών έχουν λάβει υπόψη τους τη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 2ας Ιουνίου 2003 του Cour de cassation (Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βέλγιο), στην υπόθεση S.02.0039.N, και την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2006 του Bundesgerichtshof (Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γερμανία), στην υπόθεση 1 StR 44/06.

( 41 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψεις 53 έως 55), της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψεις 40 έως 42), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C-2/05, EU:C:2006:69, σκέψεις 24 έως 26 και 30 έως 32). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Bouman (C‑114/13, EU:C:2015:81, σκέψεις 26 και 27), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, X και van Dijk (C‑72/14 και C‑197/14, EU:C:2015:564, σκέψεις 40 και 41).

( 42 ) Ο κίνδυνος αυτός συγκεκριμενοποιήθηκε πράγματι στην εξεταζόμενη υπόθεση, καθώς οι γαλλικές αρχές υπήγαγαν τους εν λόγω εργαζομένους στο γαλλικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, μολονότι αυτοί υπάγονταν ήδη στο ελβετικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Βλ., συναφώς, σημείο 73 των προτάσεων αυτών.

( 43 ) Ο εργαζόμενος μπορεί, βεβαίως, να ασκήσει τις ένδικες και διοικητικές προσφυγές που προβλέπονται στα εν λόγω κράτη μέλη, ωστόσο υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο να βρεθεί τελικώς αντιμέτωπος με δύο αντίθετες οριστικές αποφάσεις.

( 44 ) Βλ. υποσημείωση 25 των προτάσεων αυτών.

( 45 ) Βλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1987, Δανία κατά Επιτροπής (348/85, EU:C:1987:552, σκέψη 19).

( 46 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Calle Grenzshop Andresen (C‑425/93, EU:C:1995:12, σημείο 61), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση FTS (C‑202/97, EU:C:1999:33, σημείο 53).

( 47 ) Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας M. Szpunar στις προτάσεις του στην υπόθεση Bouman (C‑114/13, EU:C:2014:123, σημείο 30), ο περιορισμός του δικαστικού ελέγχου εκ μέρους του κράτους μέλους υποδοχής δικαιολογείται από λόγους ασφάλειας δικαίου.

( 48 ) Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. Jacobs στην υπόθεση FTS (C‑202/97, EU:C:1999:33, σημείο 60). Η ίδια σκέψη θα μπορούσε να εξηγήσει τον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1), μεταξύ άλλων, των φορολογικών και διοικητικών υποθέσεων, καθώς και της ευθύνης του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii). Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.

( 49 ) Στο πλαίσιο αυτό, το πιστοποιητικό E 101 αποτελεί την έκφραση της νομικής εκτιμήσεως του αρμόδιου εκδίδοντος φορέα για την πραγματική κατάσταση, δηλαδή της εκτιμήσεως κατά την οποία η κατάσταση του εργαζομένου τον οποίον αφορά το πιστοποιητικό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από τον τίτλο II του κανονισμού 1408/71. Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα C. O. Lenz στην υπόθεση Calle Grenzshop Andresen (C‑425/93, EU:C:1995:12, σημείο 59).

( 50 ) Βλ. άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009, με τίτλο «Νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος», το οποίο, στην παράγραφο 1, προβλέπει ότι τα έγγραφα που εκδίδονται από τον φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανονισμών 883/2004 και 987/2009, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν. Βλ., επίσης, την αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 987/2009, στην οποία γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, στη νομολογία του Δικαστηρίου και στις αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής. Υπενθυμίζεται ότι το νέο κανονιστικό πλαίσιο δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην εξεταζόμενη υπόθεση. Βλ. σημεία 11. 13, 17 και 18 των προτάσεων αυτών.

( 51 ) Βλ. σημείο 43 των προτάσεων αυτών.

( 52 ) Βλ. ανωτέρω, σημείο 42 των προτάσεων αυτών.

( 53 ) Βλ., επίσης, άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 987/2009, το οποίο προβλέπει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της εγκυρότητας ενός εγγράφου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στον φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο φορέας που εξέδωσε το πιστοποιητικό επανεξετάζει τους λόγους εκδόσεως του εγγράφου και, ανάλογα με την περίπτωση, το ανακαλεί. Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 987/2009 δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στην εξεταζόμενη υπόθεση. Βλ. σημείο 13 των προτάσεων αυτών.

( 54 ) Τόσο η Urssaf d’Alsace όσο και η Γαλλική Κυβέρνηση προέβαλαν το γεγονός ότι τα επίμαχα πιστοποιητικά E 101 δεν ανέφεραν το όνομα των πλοίων για τα οποία προσελήφθησαν οι εν λόγω εργαζόμενοι ούτε τον τόπο όπου θα παρείχαν τις υπηρεσίες τους.

( 55 ) Στην απόφαση περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε το γεγονός ότι, στην εξεταζόμενη υπόθεση, τα πιστοποιητικά E 101 εκδόθηκαν από τον ελβετικό φορέα σε δύο στάδια και, ως ένα βαθμό, με αναδρομική ισχύ.

( 56 ) Βλ. απόφαση της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψη 53). Βλ., επίσης, σημείο 6 της αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2000, για την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, του άρθρου 14α, παράγραφος 1, και του άρθρου 14β, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71 (2001/891/ΕΚ) (ΕΕ 2001, L 329, σ. 73). Βλ., επίσης, σημείο 1 της αποφάσεως αριθ. 126 της διοικητικής επιτροπής, της 17ης Οκτωβρίου 1985, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου 14α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14β, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ 1986, C 141, σ. 3), από το οποίο προκύπτει ότι ο φορέας στον οποίον αναφέρονται τα άρθρα 11 και 11α του κανονισμού 574/72 υποχρεούται να εκδίδει βεβαίωση για την εφαρμοστέα νομοθεσία (έντυπο E101), ακόμη και αν η χορήγηση της βεβαιώσεως αυτής ζητείται μετά την έναρξη της δραστηριότητας που ασκείται στο έδαφος κράτους διαφορετικού από το αρμόδιο.

( 57 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 51). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επιπλέον ότι η εφαρμογή του συστήματος καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου που καθιερώνει ο κανονισμός 1408/71 εξαρτάται μόνο από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, van Delft κ.λπ.,C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 52). Όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Format Urządzeniai Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2012:606, σκέψεις 45 και 46), από την οποία προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι ο αρμόδιος φορέας υποχρεούται να στηρίζει τις διαπιστώσεις του στην πραγματική κατάσταση του μισθωτού εργαζομένου και, αν παραστεί ανάγκη, να αρνηθεί να χορηγήσει το πιστοποιητικό E 101.

( 58 ) Βλ. συναφώς απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 56). Βλ., επίσης, σημείο 7, στοιχεία αʹ και γʹ, της αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής, όπ.π. Καίτοι η απόφαση αυτή δεν έχει ευθεία εφαρμογή στην εξεταζόμενη υπόθεση λόγω του ότι τα επίμαχα πιστοποιητικά E 101 χορηγήθηκαν βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, σημείο i), του κανονισμού 1408/71, διάταξη την οποία δεν αφορά η απόφαση αυτή, η εν λόγω απόφαση αριθ. 181 αποτυπώνει σε μεγάλο βαθμό τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία ισχύει για όλες τις περιπτώσεις στις οποίες χορηγείται πιστοποιητικό E 101 δυνάμει των διατάξεων του τίτλου III του κανονισμού 574/72. Βλ., συναφώς, υποσημείωση 37 των προτάσεων αυτών.

( 59 ) Βλ., επίσης, σημείο 9 της αποφάσεως αριθ. 181 της διοικητικής επιτροπής, όπ.π., και αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 57), της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψη 44), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, HerboschKiere (C‑2/05, EU:C:2006:69, σκέψη 28).

( 60 ) Σύμφωνα με το άρθρο 80, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, οι αποφάσεις της διοικητικής επιτροπής σε ζητήματα ερμηνείας του κανονισμού λαμβάνονται μόνον ομόφωνα.

( 61 ) Βλ., επίσης, άρθρο 81, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, από το οποίο προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της διοικητικής επιτροπής δεν θίγει το δικαίωμα των αρχών, φορέων και ενδιαφερομένων προσώπων να προσφεύγουν στις διαδικασίες και στα δικαστήρια που προβλέπονται από τις νομοθεσίες των κρατών μελών, τον κανονισμό αυτόν και τη Συνθήκη.

( 62 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 58), της 30ής Μαρτίου 2000, Banks κ.λπ. (C‑178/97, EU:C:2000:169, σκέψη 45), και της 26ης Ιανουαρίου 2006, Herbosch Kiere (C‑2/05, EU:C:2006:69, σκέψη 29).

( 63 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής ανέφερε ότι, εξ όσων γνωρίζει, κανένα κράτος μέλος δεν έχει ζητήσει ποτέ από την Επιτροπή να κινήσει διαδικασία κατά παραλείψεως εναντίον άλλου κράτους μέλους για τον λόγο ότι οι φορείς του τελευταίου δεν τήρησαν την υποχρέωσή τους να διασφαλίσουν την ακρίβεια των στοιχείων στα πιστοποιητικά E 101. Η διαπίστωση αυτή εκπλήσσει, αν ληφθούν υπόψη τα σημαντικά εθνικά συμφέροντα που φαίνεται να διακυβεύονται, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις ιδίως της Urssaf d’Alsace και της Γαλλικής Κυβερνήσεως.

( 64 ) Βλ. άρθρο 14, ιδίως την παράγραφο 2, της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας.

( 65 ) Βλ. σημεία 27, 38 και 39 των προτάσεων αυτών. Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, βλ. απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, Kik (C‑266/13, EU:C:2015:188, σκέψη 59), όπου το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εξαίρεση αυτή αφορά τα πρόσωπα που ασκούν εργασία πλανόδιας ουσιαστικά φύσεως, η οποία πραγματοποιείται υπό τέτοιες συνθήκες ώστε να μη συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο.

( 66 ) Επισημαίνω ότι οι κανονισμοί 1408/71 και 574/72 δεν παρέχουν κανένα στοιχείο σχετικά με τις διορθώσεις που πρέπει να γίνουν σε περίπτωση ανακλήσεως ή ακυρώσεως ενός πιστοποιητικού E101. Βλ., συναφώς, τον πρακτικό οδηγό της Επιτροπής, όπ.π., σ. 36 έως 37, από τον οποίον προκύπτει ότι «[ε]άν οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν στο στάδιο του αρχικού προσδιορισμού της εφαρμοστέας νομοθεσίας δεν ήταν εκ προθέσεως εσφαλμένες, τότε οι αλλαγές που προκύπτουν από την επανεξέταση τίθενται σε ισχύ από την τρέχουσα ημερομηνία».

( 67 ) Βλ. σημεία 21 έως 26 των προτάσεων αυτών.

( 68 ) Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διοικητική επιτροπή δεν έχει την εξουσία να εκδίδει πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα και οι αποφάσεις της επιτροπής αυτής δεν υποχρεώνουν τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως να ακολουθήσουν ορισμένες μεθόδους ή να υιοθετήσουν ορισμένη ερμηνεία, όταν προβαίνουν στην εφαρμογή κανόνων της Ένωσης. Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1981, Romano (98/80, EU:C:1981:104, σκέψη 20), και της 8ης Ιουλίου 1992, Knoch (C‑102/91, EU:C:1992:303, σκέψη 52).

( 69 ) Πρωτίστως, θεωρώ ότι ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας των αποφάσεων που εκδίδονται από τη διοικητική επιτροπή δηλώνει μια αδυναμία του ισχύοντος συστήματος και αποκλείει, εξάλλου, εκ των προτέρων τη δυνατότητα των δικαστηρίων της Ένωσης να ελέγχουν το βάσιμο των αποφάσεων της επιτροπής αυτής.

( 70 ) Βλ., ιδίως, το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, σύμφωνα με το οποίο η διοικητική επιτροπή αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, όπως ορίζεται στις Συνθήκες, με εξαίρεση την περίπτωση που εγκρίνει το καταστατικό της, καθώς και την απόφαση A1 της διοικητικής επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 2009, σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2010, C 106, σ. 1), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010. Βλ., επίσης, απόφαση H5 της διοικητικής επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2010, σχετικά με τη συνεργασία για την καταπολέμηση της απάτης και του σφάλματος στο πλαίσιο των κανονισμών 883/2004 του Συμβουλίου και 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (ΕΕ 2010, C 149, σ. 5).

( 71 ) Βλ., συναφώς, σημείο 9 του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με το κοινωνικό ντάμπινγκ στην Ευρωπαϊκή Ένωση [2005/2255(INI)] [P8_TA‑PROV(2016)0346], όπου επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, σε συνεννόηση με αυτές του κράτους αποστολής, πρέπει να μπορούν να ελέγχουν την αξιοπιστία του εντύπου Α1, σε περίπτωση που υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το υποστατό της αποσπάσεως. Βλ., επίσης, τη σχετική έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου, της 18ης Αυγούστου 2016 (A8‑0255/2016).

( 72 ) Γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά στις αποφάσεις της 23ης Νοεμβρίου 1999, Arblade κ.λπ. (C‑369/96 και C‑376/96, EU:C:1999:575, σκέψη 38), της 3ης Απριλίου 2008, Rüffert (C‑346/06, EU:C:2008:189, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 7ης Οκτωβρίου 2010, dos Santos Palhota κ.λπ. (C‑515/08, EU:C:2010:589, σκέψεις 47 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑577/10, EU:C:2012:814, σκέψη 45), και της 3ης Δεκεμβρίου 2014, De Clercq κ.λπ. (C‑315/13, EU:C:2014:2408, σκέψη 69). Γίνεται επίσης αναφορά στην απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Dafeki (C‑336/94, EU:C:1997:579), στη σκέψη 21 της οποίας το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όταν πρόκειται για διαδικασία σχετική με αξίωση παροχών σε διακινούμενο εργαζόμενο που έχει ιθαγένεια κράτους μέλους, οι αρμόδιοι εθνικοί φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως και τα δικαστήρια των κρατών μελών δεσμεύονται από τα πιστοποιητικά προσωπικής καταστάσεως και τις συναφείς πράξεις που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, εκτός αν υπάρχουν συγκεκριμένες και σοβαρές ενδείξεις ότι το περιεχόμενό τους στην υπό εξέταση ατομική περίπτωση είναι ανακριβές.

( 73 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 1997, Dafeki (C‑336/94, EU:C:1997:579, σκέψη 16), της 7ης Οκτωβρίου 2010, dos Santos Palhota κ.λπ. (C‑515/08, EU:C:2010:589, σκέψη 25), και της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑577/10, EU:C:2012:814, σκέψη 43 και 44).

( 74 ) Βλ. σημεία 59 έως 66 των προτάσεων αυτών.

( 75 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1976, Επιτροπή κατά Ιταλίας (52/75, EU:C:1976:29, σκέψη 11), στην οποία το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Συνθήκη δεν περιορίστηκε στη δημιουργία αμοιβαίων υποχρεώσεων μεταξύ των διαφόρων υποκειμένων δικαίου στα οποία εφαρμόζεται, αλλά καθιέρωσε μια νέα έννομη τάξη, η οποία ρυθμίζει τις εξουσίες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εν λόγω υποκειμένων, καθώς και τις αναγκαίες διαδικασίες για τη διαπίστωση και τιμώρηση όλων των παραβάσεων.

( 76 ) Βλ. απόφαση της 23ης Μαΐου 1996, Hedley Lomas (C‑5/94, EU:C:1996:205, σκέψη 20).

( 77 ) Βλ. σημείο 36 των προτάσεων αυτών. Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς. Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Top