EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0377

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 5ης Οκτωβρίου 2006.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
Παράβαση κράτους μέλους - Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων - Μη εκκαθαρισμένα δελτία TIR - Παράλειψη ή καθυστέρηση καταβολής των αντιστοίχων ιδίων πόρων.
Υπόθεση C-377/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-09733

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2006:638

Υπόθεση C-377/03

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Βασιλείου του Βελγίου

«Παράβαση κράτους μέλους — Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων — Μη εκκαθαρισμένα δελτία TIR — Παράλειψη ή καθυστέρηση καταβολής των αντιστοίχων ιδίων πόρων»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα C. Stix-Hackl της 26ης Ιανουαρίου 2006 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 5ης Οκτωβρίου 2006 

Περίληψη της αποφάσεως

1.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Αντικείμενο της διαφοράς — Καθορισμός κατά τη διάρκεια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας

(Άρθρο 226 ΕΚ)

2.     Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — Κοινοτική διαμετακόμιση — Μεταφορές πραγματοποιούμενες υπό την κάλυψη δελτίου TIR

(Κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρα 454 § 2 και 455 § 2)

3.     Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Βεβαίωση και απόδοση εκ μέρους των κρατών μελών

(Κανονισμός 1150/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

4.     Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Βεβαίωση και απόδοση εκ μέρους των κρατών μελών

(Κανονισμός 1150/2000 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 3, στοιχείο β΄, και 17)

1.     Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, μολονότι τα αιτήματα της προσφυγής δεν μπορούν, καταρχήν, να επεκταθούν και πέραν των παραβάσεων που μνημονεύονται στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης και στο έγγραφο οχλήσεως, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς την αναγνώριση παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το αρχικό κείμενο μιας κοινοτικής πράξεως, τροποποιηθείσας ή καταργηθείσας ακολούθως, και οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με νέες διατάξεις. Αντιθέτως, το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να επεκταθεί σε υποχρεώσεις που απορρέουν από νέες διατάξεις, αντίστοιχες των οποίων δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο της εν λόγω πράξεως, διότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία θα έθιγε το νομότυπο της διαπιστώνουσας την παράβαση διαδικασίας.

(βλ. σκέψη 34)

2.     Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 454, παράγραφος 2, και 455, παράγραφος 1, του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, και του άρθρου 11 της τελωνειακής συμβάσεως για τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων με δελτία TIR προκύπτει ότι η απαίτηση πληρωμής της τελωνειακής οφειλής πρέπει, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως, να αποστέλλεται, καταρχήν, το αργότερο τρία έτη από της ημερομηνίας χρεώσεως του δελτίου TIR, η δε προθεσμία αυτή παρατείνεται σε τέσσερα έτη σε περίπτωση διά δόλου επιτευχθείσας εξοφλήσεως. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο 455, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού αποβλέπει στην εξασφάλιση της ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής των διατάξεων περί εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής προς τον σκοπό της ταχείας και αποτελεσματικής αποδόσεως των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, η κοινοποίηση της παραβάσεως ή της παρατυπίας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν, ήτοι μόλις οι τελωνειακές αρχές λάβουν γνώση της εν λόγω παραβάσεως ή παρατυπίας και, επομένως, ενδεχομένως, πολύ πριν από την εκπνοή των μεγίστων προθεσμιών, αντιστοίχως, του ενός έτους και, σε περίπτωση δόλου, των δύο ετών, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR. Για τους ίδιους λόγους, η απαίτηση πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, της Συμβάσεως TIR πρέπει να αποστέλλεται μόλις οι τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να προβούν στην αποστολή της και, επομένως, ενδεχομένως, πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των δύο ετών από της κοινοποιήσεως της παραβάσεως ή της παρατυπίας στους ενδιαφερομένους.

(βλ. σκέψεις 68-70)

3.     Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να βεβαιώσουν μια απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων αφ’ ης στιγμής οι τελωνειακές τους αρχές είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη και, ως εκ τούτου, να προβούν στη λογιστική καταχώριση των εν λόγω απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1150/2000, για την εφαρμογή της αποφάσεως 94/728 για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων.

Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να διαπιστώνουν τις απαιτήσεις, έστω και αν τις αμφισβητούν, άλλως υπάρχει κίνδυνος διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας της Κοινότητας από τη συμπεριφορά κράτους μέλους.

Υπό τις συνθήκες αυτές, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 6 του κανονισμού 1150/2000 το κράτος μέλος που δεν προβαίνει στη λογιστική καταχώριση της τελωνειακής οφειλής εντός της προθεσμίας της παραγράφου 3 της διατάξεως αυτής από της αποστολής των απαιτήσεων πληρωμής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, της συμβάσεως TIR, η οποία προϋποθέτει ότι οι τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από την εν λόγω οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη.

(βλ. σκέψεις 75-77)

4.     Παραβαίνει την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000, για την εφαρμογή της αποφάσεως 94/728 για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποδίδει στην Επιτροπή τους ιδίους πόρους σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν το κράτο μέλος που αποφασίζει μονομερώς να καταχωρίσει τις βεβαιωθείσες απαιτήσεις από πράξεις TIR στη λογιστική Β αντί να τις εγγράψει στη λογιστική Α, μέχρι του ανωτάτου ορίου εγγυήσεως που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του καθεστώτος TIR, χωρίς οι επίμαχες απαιτήσεις να έχουν αμφισβητηθεί εμπροθέσμως από τον εγγυοδοτικό οργανισμό και να μπορούν να υποστούν μεταβολές συνεπεία αντιδικίας και χωρίς να υποβάλει στην Επιτροπή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στην Επιτροπή και παρά τις αντιρρήσεις της.

(βλ. σκέψεις 82, 89, 92-93, 95, 105 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 5ης Οκτωβρίου 2006 (*)

«Παράβαση κράτους μέλους – Ίδιοι πόροι των Κοινοτήτων – Μη εκκαθαρισμένα δελτία TIR – Παράλειψη ή καθυστέρηση καταβολής των αντιστοίχων ιδίων πόρων»

Στην υπόθεση C-377/03,

με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 9 Σεπτεμβρίου 2003,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους G. Wilms και C. Giolito, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

κατά

Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπουμένου από την E. Dominkovits και τους A. Goldman και M. Wimmer, επικουρούμενους από τον B. van de Walle de Ghelcke, avocat,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, N. Colneric, J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), M. Ilešič και E. Levits, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl

γραμματέας: K. Sztranc Slawiczek, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαΐου 2005,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Με την προσφυγή της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου:

–       μη εκκαθαρίζοντας κανονικά ορισμένα έγγραφα διαμετακομίσεως (δελτία TIR), με συνέπεια να μην έχουν καταχωριστεί ορθώς οι αντίστοιχοι ίδιοι πόροι ούτε να έχουν αποδοθεί στην Επιτροπή εμπροθέσμως,

–       μη ανακοινώνοντας στην Επιτροπή όλα τα λοιπά μη αμφισβητούμενα ποσά δασμών που έτυχαν ανάλογης αντιμετωπίσεως (καταχώριση στη λογιστική Β αντί της καταχωρίσεως στη λογιστική Α) σχετικά με τη μη εκκαθάριση δελτίων TIR εκ μέρους των βελγικών τελωνειακών αρχών από το έτος 1996 και μετά,

–       αρνούμενο να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί των ποσών που οφείλει στην Επιτροπή,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 9, 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 130, σ. 1), ο οποίος, από 31ης Μαΐου 2000, κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ L 155, σ. 1), με το ίδιο αντικείμενο.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Σύμβαση TIR

2       Η τελωνειακή σύμβαση για τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων με δελτία TIR (στο εξής: Σύμβαση TIR) υπογράφηκε στη Γενεύη (Ελβετία) στις 14 Νοεμβρίου 1975. Το Βασίλειο του Βελγίου είναι συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση αυτή, όπως και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία την ενέκρινε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2112/78 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978 (JO L 252, σ. 1). Η εν λόγω σύμβαση άρχισε να ισχύει έναντι της Κοινότητας στις 20 Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 31, σ. 13).

3       Η Σύμβαση TIR προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι για τα εμπορεύματα που μεταφέρονται υπό το καθεστώς TIR, το οποίο εγκαθιδρύει, δεν απαιτείται καταβολή ή παρακατάθεση εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών στα τελωνεία διελεύσεως.

4       Προς τον σκοπό της εφαρμογής των διευκολύνσεων αυτών, η Σύμβαση TIR επιβάλλει να συνοδεύονται τα εμπορεύματα, καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς τους, από ενιαίο έγγραφο, το δελτίο TIR, που χρησιμεύει για τον έλεγχο του νομοτύπου της μεταφοράς. Επιβάλλει επίσης να πραγματοποιούνται οι μεταφορές υπό την εγγύηση οργανισμών εγκεκριμένων από τα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου άρθρου 6.

5       Έτσι, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR προβλέπει τα ακόλουθα:

«Έκαστον συμβαλλόμενον μέρος δύναται, συμφώνως προς τους όρους και τας εγγυήσεις ας ήθελε καθορίσει, να εξουσιοδοτή οργανισμούς διά την έκδοσιν των δελτίων TIR, είτε απ’ ευθείας, είτε μέσω αντιστοίχων οργανισμών ως και να παρέχη εγγύησιν.»

6       Το δελτίο TIR αποτελείται από μια σειρά διπλοτύπων που περιλαμβάνουν ένα απόκομμα αριθ. 1 και ένα απόκομμα αριθ. 2, με τα αντίστοιχα στελέχη, στα οποία περιέχονται όλες απαραίτητες πληροφορίες. Ένα ζεύγος αποκομμάτων χρησιμοποιείται για κάθε έδαφος από το οποίο διέρχεται το εμπόρευμα. Κατά την έναρξη της μεταφοράς, το στέλεχος αριθ. 1 κατατίθεται στο τελωνείο προελεύσεως· η εκκαθάριση πραγματοποιείται μόλις επιστραφεί το στέλεχος αριθ. 2 από το τελωνείο εξόδου που βρίσκεται στο ίδιο τελωνειακό έδαφος. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται για κάθε έδαφος από το οποίο διέρχεται το εμπόρευμα, με τη χρησιμοποίηση των διαφόρων ζευγών αποκομμάτων του ιδίου δελτίου.

7       Τα δελτία TIR τυπώνονται και διανέμονται από την International Road Transport Union (Διεθνή Ένωση Οδικών Μεταφορών, στο εξής: IRU), που εδρεύει στη Γενεύη. Η παράδοση στους χρήστες γίνεται από τους εγγυοδοτικούς οργανισμούς κάθε κράτους μέλους που είναι εξουσιοδοτημένοι προς τούτο από τις διοικητικές αρχές των συμβαλλομένων μερών. Το δελτίο TIR χορηγείται από τον εγγυοδοτικό οργανισμό της χώρας προελεύσεως, ενώ η παρεχόμενη εγγύηση καλύπτεται από την IRU και από ασφαλιστικό όμιλο εγκατεστημένο στην Ελβετία (στο εξής: ασφαλιστικός όμιλος).

8       Το άρθρο 8 της Συμβάσεως TIR ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Ο εγγυοδοτικός οργανισμός αναλαμβάνει την υποχρέωσιν καταβολής των απαιτητών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και φόρων προσηυξημένων, εάν συντρέχη περίπτωσις, με τους τόκους υπερημερίας, οι οποίοι θα έδει να καταβληθούν, δυνάμει των τελωνειακών νόμων και κανονισμών της χώρας εις την οποίαν θα απεκαλύπτετο ανωμαλία τις αφορώσα εις την μεταφοράν διά δελτίου TIR. Ούτος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον μετά των οφειλετών των ως άνω προβλεπομένων ποσών εις την πληρωμήν των ποσών τούτων.

2. Όταν οι νόμοι και οι κανονισμοί συμβαλλομένου τινός μέρους δεν προβλέπουν την πληρωμήν εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και φόρων, επί των εις την ως άνω παράγραφον 1 προβλεπομένων περιπτώσεων, ο εγγυοδοτικός οργανισμός αναλαμβάνει να καταβάλη, υπό τους ιδίους όρους, ποσόν ίσον προς το ύψος των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών και φόρων, προσηυξημένον, εάν συντρέχη περίπτωσις, διά τόκων υπερημερίας.

3. Έκαστον συμβαλλόμενον μέρος καθορίζει, κατά δελτίον TIR, το μέγιστον ύψος των ποσών τα οποία δύνανται να απαιτηθούν εκ του εγγυοδοτικού οργανισμού, βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 ανωτέρω.

4. Ο εγγυοδοτικός οργανισμός είναι υπεύθυνος έναντι των αρχών της χώρας ένθα κείται το τελωνείον προελεύσεως, από του χρόνου αποδοχής του δελτίου TIR υπό του τελωνείου. Εις τας εν συνεχεία χώρας διελεύσεως, διαρκούσης μιας πράξεως μεταφοράς εμπορευμάτων υπό το καθεστώς TIR, η ευθύνη αύτη άρχεται από της εισαγωγής των εμπορευμάτων [...].

5. Η ευθύνη του εγγυοδοτικού οργανισμού καλύπτει ουχί μόνον τα εν τω δελτίω TIR απαριθμούμενα εμπορεύματα, αλλ’ ωσαύτως και τα εμπορεύματα άτινα, καίτοι μη απαριθμούμενα εν τω δελτίω ήθελον ανευρεθή εις το εσφραγισμένον τμήμα του οδικού οχήματος ή εις το εσφραγισμένον εμπορευματοκιβώτιον. Η τοιαύτη ευθύνη εις ουδέν έτερον εμπόρευμα εκτείνεται.

6. Προς καθορισμόν των εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αναφερομένων δασμών και φόρων, αι εις το δελτίον TIR διαλαμβανόμεναι ενδείξεις των εμπορευμάτων ισχύουν μέχρις αποδείξεως περί του εναντίου.

7. Οσάκις τα εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αναφερόμενα ποσά καθίστανται απαιτητά, αι αρμόδιαι αρχαί οφείλουν, όπως κατά το μέτρον του δυνατού, απαιτούν την πληρωμήν τούτων από το πρόσωπον ή τα πρόσωπα τα οποία είναι αμέσως οφειλέται των εν λόγω ποσών, προ της προβολής απαιτήσεως προς τον εγγυοδοτικόν οργανισμόν.»

9       Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της Συμβάσεως TIR:

«1. Επί περιπτώσεως μη εξοφλήσεως δελτίου TIR ή επί εξοφλήσεως γενομένης μετ’ επιφυλάξεως, αι αρμόδιαι αρχαί δεν έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τον εγγυοδοτικόν οργανισμόν την πληρωμήν των εις τας παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 8 αναφερομένων ποσών, εάν εντός προθεσμίας ενός έτους από της ημερομηνίας χρεώσεως του δελτίου TIR υπό των αρχών τούτων, αύται δεν εγνωστοποίησαν εγγράφως τον οργανισμόν περί της μη εξοφλήσεως ή της μετά επιφυλάξεων εξοφλήσεως. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται και επί περιπτώσεως εξοφλήσεως επιτευχθείσης αντικανονικώς ή διά δόλου, οπότε η προθεσμία είναι δύο έτη.

2. Η απαίτησις πληρωμής των εν παραγράφοις 1 και 2 του άρθρου 8 αναφερομένων ποσών απευθύνεται προς τον εγγυοδοτικόν οργανισμόν ουχί ενωρίτερον από της παρελεύσεως τριών μηνών από της ημερομηνίας καθ’ ην ο εν λόγω οργανισμός ειδοποιήθη ότι δεν εξωφλήθη το δελτίον, ότι τούτο εξωφλήθη μετ’ επιφυλάξεων ή ότι η εξόφλησις επετεύχθη κατά αντικανονικόν τρόπον ή διά δόλου, ουχί δε βραδύτερον των δύο ετών από της αυτής ως άνω ημερομηνίας. Ουχ’ ήττον, επί περιπτώσεων αίτινες ήχθησαν ενώπιον της δικαιοσύνης εντός της ανωτέρω προθεσμίας των δύο ετών, η απαίτησις πληρωμής απευθύνεται εντός προθεσμίας ενός έτους από της ημερομηνίας καθ’ ην η δικαστική απόφασις καθίσταται εκτελεστή.

3. Διά την καταβολήν των απαιτητών ποσών παρέχεται εις τον εγγυοδοτικόν οργανισμόν προθεσμία τριών μηνών υπολογιζομένη από της ημερομηνίας της προς τούτον απευθυνθείσης απαιτήσεως προς πληρωμήν. Ο οργανισμός δικαιούται επιστροφής των καταβληθέντων ποσών, εάν εντός δύο ετών από της ημερομηνίας της απαιτήσεως πληρωμής διαπιστωθή κατά τρόπον ικανοποιούντα τας τελωνειακάς αρχάς, ότι ουδεμία διεπράχθη ανωμαλία καθ’ όσον αφορά εις την υπό κρίσιν πράξιν μεταφοράς.»

 Η κοινοτική τελωνειακή νομοθεσία

10     Το άρθρο 451 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), που ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1994, ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 91, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και γ΄, και το άρθρο 163, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του [κοινοτικού τελωνειακού] κώδικα, η μεταφορά εμπορεύματος από ένα σημείο του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας σε άλλο σημείο αυτού πραγματοποιείται:

–       υπό καθεστώς διεθνούς μεταφοράς των εμπορευμάτων βάσει των δελτίων TIR (σύμβαση TIR),

–       βάσει των δελτίων ΑΤΑ (σύμβαση ΑΤΑ),

το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας θεωρείται, όσον αφορά τον τρόπο χρήσης των δελτίων TIR ή ΑΤΑ για τους σκοπούς της μεταφοράς αυτής, ότι αποτελεί ενιαίο έδαφος.

[...]»

11     Το άρθρο 454 του εκτελεστικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της σύμβασης TIR και της σύμβασης ΑΤΑ σχετικά με την [ευθύνη] των εγγυοδοτικών οργανισμών κατά τη χρησιμοποίηση ενός δελτίου TIR ή δελτίου ΑΤΑ.

2.      Όταν διαπιστώνεται, κατά τη διάρκεια ή επ’ ευκαιρία μιας μεταφοράς που πραγματοποιείται υπό την κάλυψη δελτίου TIR, ή μιας πράξης διαμετακόμισης που πραγματοποιείται υπό την κάλυψη δελτίου ΑΤΑ, ότι διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος, η είσπραξη των δασμών και των άλλων, ενδεχομένως, απαιτητών επιβαρύνσεων πραγματοποιείται από αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις, υπό την επιφύλαξη ασκήσεως ποινικής διώξεως

3.      Όταν δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί το έδαφος στο οποίο διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία, θεωρείται ότι αυτή διεπράχθη στο κράτος μέλος όπου διεπιστώθη, εκτός εάν, εντός προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 455 παράγραφος 1, δεν αποδεικνύεται, κατά τρόπο ικανοποιητικό για τις τελωνειακές αρχές, η κανονικότητα της πράξης ή ο τόπος όπου η παράβαση ή η παρατυπία πράγματι διεπράχθη.

[…]»

12     Το άρθρο 455, παράγραφοι 1 και 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Όταν διαπιστωθεί ότι, κατά τη διάρκεια ή με την ευκαιρία μεταφοράς βάσει δελτίου TIR ή πράξης διαμετακόμισης βάσει δελτίου ΑΤΑ, διαπράττεται παράβαση ή παρατυπία, οι τελωνειακές αρχές κοινοποιούν αυτήν την παράβαση ή παρατυπία στον κάτοχο του δελτίου TIR ή του δελτίου ΑΤΑ και στον εγγυοδοτικό οργανισμό, μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο άρθρο 11, παράγραφος 1, της σύμβασης TIR ή στο άρθρο 6, παράγραφος 4, της σύμβασης ΑΤΑ.

2.      Η απόδειξη για την κανονικότητα της πράξης διαμετακόμισης υπό την κάλυψη δελτίου TIR ή δελτίου ΑΤΑ, κατά την έννοια του άρθρου 454, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, πρέπει να προσκομίζεται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται, ανάλογα με την περίπτωση, στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της σύμβασης TIR και στο άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της σύμβασης ΑΤΑ.»

13     Από την 1η Ιανουαρίου 1992 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1993, ίσχυαν, αφενός, το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 719/91 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1991, σχετικά με τη χρήση στην Κοινότητα των δελτίων TIR και των δελτίων ΑΤΑ ως εγγράφων διαμετακόμισης (ΕΕ L 78, σ. 6), το κείμενο του οποίου είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημο με εκείνο του άρθρου 454, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού, και, αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1593/91 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1991, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του κανονισμού 719/91 (ΕΕ L 148, σ. 11), που έχει την ίδια διατύπωση με εκείνη του άρθρου 455, παράγραφοι 1 και 2, του εκτελεστικού κανονισμού.

14     Το άρθρο 457 του εκτελεστικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για την εφαρμογή του άρθρου 8 παράγραφος 4 της σύμβασης TIR, σε περίπτωση που μια αποστολή εισέρχεται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας ή αρχίζει σε τελωνείο αναχώρησης το οποίο βρίσκεται στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ο εγγυοδοτικός οργανισμός καθίσταται ή είναι υπεύθυνος ενώπιον των τελωνειακών αρχών κάθε κράτους μέλους από το έδαφος του οποίου διέρχεται η αποστολή TIR, μέχρις ότου εξέλθει από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, ή μέχρι το τελωνείο προορισμού που βρίσκεται στο έδαφος αυτό.»

 Το καθεστώς των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων

15     Το άρθρο 2 του κανονισμού 1552/89, που περιέχεται στον τίτλο Ι ο οποίος επιγράφεται «Γενικές διατάξεις», ορίζει τα ακόλουθα:

«1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ θεωρείται ως βεβαιωθείσα όταν η αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους ανακοινώσει το οφειλόμενο ποσό στον οφειλέτη. Η ανακοίνωση αυτή πραγματοποιείται μόλις ο οφειλέτης γίνει γνωστός και το ποσό της απαίτησης μπορεί να υπολογιστεί από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές, αφού τηρηθούν όλες οι εφαρμοστέες εν προκειμένω κοινοτικές διατάξεις.

[…]»

16     Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε από 14ης Ιουλίου 1996 με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) 1355/96 του Συμβουλίου, της 8ης Ιουλίου 1996 (ΕΕ L 175, σ. 3), το περιεχόμενο του οποίου επανελήφθη στο άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000, που προβλέπει τα εξής:

«1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώρηση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη.

2. Η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία λογιστικής καταχώρησης που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία.

[…]»

17     Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1552/89, το οποίο περιέχεται στον τίτλο ΙΙ που επιγράφεται «Λογιστική καταχώρηση των ιδίων πόρων» (νυν άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1150/2000), ορίζει τα εξής:

«1.      Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.

2.      α)     Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία [συνήθως αποκαλούμενα “λογιστική Α”], υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β΄ της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.

         β)     Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτές καμία ασφάλεια, καταχωρούνται, εντός της προθεσμίας του στοιχείου α΄, σε χωριστά λογιστικά βιβλία [συνήθως αποκαλούμενα “λογιστική Β”]. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί και καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.»

18     Το άρθρο 9 των κανονισμών 1552/89 και 1150/2000, το οποίο περιέχεται στον τίτλο ΙΙΙ που επιγράφεται «Απόδοση των ιδίων πόρων», έχει ως ακολούθως:

«1.      Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στο λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για το σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στον οργανισμό που έχει ορίσει.

Δεν καταβάλλονται έξοδα για το λογαριασμό αυτό.

2.      Τα εγγεγραμμένα ποσά μετατρέπονται από την Επιτροπή και εμφανίζονται στα λογιστικά της βιβλία […]».

19     Το άρθρο 10, παράγραφος 1, των κανονισμών, αντιστοίχως, 1552/89 και 1150/2000, που περιέχεται στον ίδιο τίτλο ΙΙΙ, ορίζει τα εξής:

«Αφού αφαιρεθεί το 10 % του ποσού των ιδίων πόρων για έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, [των αποφάσεων, αντιστοίχως, 88/376 και 94/728], η εγγραφή των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄ [των αποφάσεων αυτών] διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2.

Πάντως για τις απαιτήσεις που βάσει [των άρθρων, αντιστοίχως, 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄] καταχωρούνται [στη λογιστική Β], η εγγραφή πρέπει να γίνει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί τον μήνα της είσπραξης των απαιτήσεων.»

20     Το άρθρο 11 των κανονισμών 1552/89 και 1150/2000, το οποίο επίσης περιέχεται στον εν λόγω τίτλο ΙΙΙ, προβλέπει τα ακόλουθα:

«Κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δημιουργεί, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, την υποχρέωση καταβολής τόκων με επιτόκιο ίσο προς το επιτόκιο που εφαρμόζεται κατά την ημέρα της λήξης στη χρηματαγορά του οικείου κράτους μέλους για τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις, προσαυξημένο κατά 2 μονάδες. Το επιτόκιο αυτό αυξάνεται κατά 0,25 μονάδες κατά μήνα καθυστέρησης. Το αυξημένο κατ’ αυτό τον τρόπο επιτόκιο εφαρμόζεται για όλη την περίοδο υπερημερίας.»

21     Το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, των ίδιων κανονισμών, το οποίο περιέχεται στον τίτλο VII που επιγράφεται «Διατάξεις περί του ελέγχου», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα σύμφωνα με το άρθρο 2 έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.      Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα έσοδα μόνον εάν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας. Εξάλλου, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να μη θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής τα σχετικά ποσά εφόσον αποδεικνύεται, μετά από διεξοδική εξέταση όλων των στοιχείων της εν λόγω περίπτωσης, ότι είναι οριστικά αδύνατον να εισπράξουν τα οφειλόμενα για λόγους πέραν της ευθύνης τους. […]»

 Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

22     Οι υπάλληλοι της Επιτροπής προέβησαν σε έλεγχο των παραδοσιακών ιδίων πόρων στο Βέλγιο από τις 18 έως τις 22 Νοεμβρίου 1996, καθώς και από την 1η έως τις 5 Δεκεμβρίου 1997. Από τις συναφείς εκθέσεις ελέγχου προκύπτει ότι διαπιστώθηκαν, στο πλαίσιο του καθεστώτος της τελωνειακής διαμετακομίσεως, ανωμαλίες όσον αφορά τη βεβαίωση, τη λογιστική καταχώριση και την απόδοση των ιδίων πόρων, καθώς και την εφαρμογή του καθεστώτος TIR. Οι ανωμαλίες αυτές οφείλονταν σε περιπτώσεις παραλείψεως ή καθυστερήσεως της καταβολής των ιδίων πόρων στην Επιτροπή λόγω μη τηρήσεως των κανόνων λογιστικής καταχωρίσεως του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1552/89.

23     Όσον αφορά τον έλεγχο για το έτος 1996, οι μνημονευόμενες στην έκθεση ελέγχου ανωμαλίες επισημάνθηκαν εκ νέου από την Επιτροπή στις βελγικές αρχές με έγγραφο της 12ης Μαΐου 1999. Όσον αφορά τον έλεγχο για το έτος 1997, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι βελγικές αρχές δεν είχαν προβεί σε καμία λογιστική καταχώριση για τους φακέλους που απαριθμούνται στις πίνακες 1 και 2 της εκθέσεως ελέγχου όσον αφορά τα μη εκκαθαρισμένα δελτία TIR για τα βεβαιωθέντα ποσά, τα οποία καλύπτονταν από εγγυήσεις και δεν αποτελούσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως. Τα εν λόγω ποσά καταχωρίστηκαν στη λογιστική Β μετά τον έλεγχο της Επιτροπής, με την αιτιολογία ότι ο εγγυοδοτικός οργανισμός αμφισβήτησε τις απαιτήσεις πληρωμής που του απεστάλησαν.

24     Θεωρώντας ότι οι εν λόγω οφειλές δεν αμφισβούνταν από τον οφειλέτη, η Επιτροπή ζήτησε, με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2000, να καταχωριστούν τα προμνησθέντα ποσά στη λογιστική Α. Επιπλέον, ζητήθηκε από τις βελγικές αρχές να προσκομίσουν, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1995 μέχρι 1ης Δεκεμβρίου 1997, κατάσταση όλων των μη εκκαθαρισμένων δελτίων TIR μαζί με τις ενδείξεις όσον αφορά τη βεβαίωση και τη λογιστική αντιμετώπισή τους. Τους ζητήθηκε επίσης να καταχωρίσουν αυτεπαγγέλτως κάθε εγγυημένο και μη αμφισβητούμενο ποσό στη λογιστική Α.

25     Με την από 12 Φεβρουαρίου 2001 απάντησή τους όσον αφορά τον έλεγχο του έτους 1996 και την από 31 Μαΐου 2000 απάντησή τους όσον αφορά τον έλεγχο του έτους 1997, οι βελγικές αρχές αμφισβήτησαν τις αιτιάσεις της Επιτροπής.

26     Μη πεισθείσα από τα επιχειρήματα του Βασιλείου του Βελγίου, η Επιτροπή, στις 23 Οκτωβρίου 2001, απηύθυνε στο κράτος μέλος αυτό έγγραφο οχλήσεως, με το οποίο εξέθεσε εκ νέου τη θέση της και κάλεσε τις βελγικές αρχές να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί του θέματος. Οι βελγικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 2002 αμφισβητώντας και πάλι την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

27     Μη ικανοποιηθείσα από την απάντηση αυτή, το εν λόγω όργανο απηύθυνε στις 26 Ιουνίου 2002 αιτιολογημένη γνώμη στο Βασίλειο του Βελγίου και το κάλεσε να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη εντός δύο μηνών από της παραλαβής της. Οι βελγικές αρχές απάντησαν με έγγραφο της 6ης Σεπτεμβρίου 2002, εμμένοντας στη θέση τους.

28     Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29     Το Βασίλειο του Βελγίου διαρκούσης της διαδικασίας υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ισχυρισμούς αντλούμενους από παράβαση των διατάξεων του κανονισμού 1150/2000, οι οποίες στηρίζονται στον κανονισμό 1552/89, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1355/96 που ισχύει από τις 14 Ιουλίου 1996. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι στον βαθμό που δεν στηρίζονται στις διατάξεις του κανονισμού 1552/89 υπό την αρχική τους διατύπωση, οι οποίες είχαν εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, καθόσον οι προσκλήσεις προς εξόφληση για όλα τα επίδικα δελτία TIR εκδόθηκαν πριν από τις 14 Ιουλίου 1996.

30     Δεύτερον, η προσφυγή στερείται πλέον αντικειμένου και είναι, συνεπώς, απαράδεκτη, στο μέτρο που αφορά την καθυστερημένη καταχώριση ποσών στη λογιστική Β. Συγκεκριμένα, η καταχώριση αυτή έγινε αμέσως μετά την κοινοποίηση, εκ μέρους της Επιτροπής, της εκθέσεως ελέγχου, ήτοι πριν από την αποστολή της αιτιολογημένης γνώμης. Επομένως, η έλλειψη τέτοιας καταχωρίσεως δεν μπορούσε πλέον να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως.

31     Όσον αφορά τον πρώτο λόγο απαραδέκτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προϋποθέσεις γενέσεως δικαιώματος των Κοινοτήτων επί τελωνειακής οφειλής παρέμειναν οι ίδιες πριν και μετά την κωδικοποίηση που πραγματοποιήθηκε με τον κανονισμό 1150/2000, καθόσον οι διατάξεις του κανονισμού 1552/89, όπως τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 1355/96, δεν επηρεάζουν τις επίμαχες στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς διατάξεις. Την άποψη αυτή συμμερίζεται εξάλλου και το Βασίλειο του Βελγίου, το οποίο αναγνωρίζει ότι το άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000 προβλέπει τέσσερις προϋποθέσεις ταυτόσημες με τις του άρθρου 2 του κανονισμού 1552/89. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου είναι, κατά την Επιτροπή, αβάσιμος.

32     Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μερικού απαραδέκτου της προσφυγής, στο μέτρο που αυτή αφορά την καθυστερημένη καταχώριση ποσών στη λογιστική Β, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, για τις περισσότερες από τις 33 επίδικες περιπτώσεις, οι βελγικές αρχές δεν είχαν καταχωρίσει κανένα ποσό ούτε στη λογιστική Β ούτε, κατά μείζονα λόγο, στη λογιστική Α κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 1996. Τα επίμαχα ποσά περιελήφθησαν στη λογιστική Β μόλις τον Δεκέμβριο του 1997. Δεδομένου ότι το Βασίλειο του Βελγίου αρνείται να κοινοποιήσει τους λοιπούς ανάλογους φακέλους, δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις στις οποίες δεν υπήρξε λογιστική καταχώριση. Επιπλέον, η λανθασμένη καταχώριση στη λογιστική Β, αντί της καταχωρίσεως στη λογιστική Α, είχε ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη καταχώριση, οπότε οφείλονται τόκοι υπερημερίας.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

33     Όσον αφορά τον πρώτο λόγο απαραδέκτου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη παραβάσεως στο πλαίσιο προσφυγής του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας που ισχύει κατά την εκπνοή της τασσομένης εκ μέρους της Επιτροπής στο οικείο κράτος μέλος προθεσμίας προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C-61/94, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1996, σ. I-3989, σκέψη 42, και της 9ης Νοεμβρίου 1999, C-365/97, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1999, σ. I-7773, σκέψη 32).

34     Μολονότι τα αιτήματα της προσφυγής δεν μπορούν, καταρχήν, να επεκταθούν και πέραν των παραβάσεων που μνημονεύονται στο διατακτικό της αιτιολογημένης γνώμης και στο έγγραφο οχλήσεως, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει παραδεκτώς την αναγνώριση παραβάσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το αρχικό κείμενο μιας κοινοτικής πράξεως, τροποποιηθείσας ή καταργηθείσας ακολούθως, και οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με νέες διατάξεις. Αντιθέτως, το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να επεκταθεί σε υποχρεώσεις που απορρέουν από νέες διατάξεις, αντίστοιχες των οποίων δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο της εν λόγω πράξεως, διότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία θα έθιγε το νομότυπο της διαπιστώνουσας την παράβαση διαδικασίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, C-363/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2003, σ. I-5767, σκέψη 22).

35     Κατά συνέπεια, παραδεκτώς ζητεί η Επιτροπή να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 9, 10 και 11 του κανονισμού 1150/2000.

36     Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο απαραδέκτου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι υπάρχει άρρηκτη σχέση μεταξύ της υποχρεώσεως βεβαιώσεως των ιδίων πόρων της Κοινότητας, της υποχρεώσεως εμπρόθεσμης πιστωτικής εγγραφής στον λογαριασμό της Επιτροπής και, τέλος, της υποχρεώσεως καταβολής τόκων υπερημερίας (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Μαΐου 1991, C-96/89, Συλλογή 1991, σ. I-2461, σκέψη 38).

37     Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία η αιτίαση της Επιτροπής περί εσφαλμένης λογιστικής καταχωρίσεως της τελωνειακής οφειλής και περί καθυστερημένης αποδόσεως των αντιστοίχων ιδίων πόρων είναι βάσιμη, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην έχουν αρθεί όλες οι συνέπειες της παραβάσεως κατά την εκπνοή της προθεσμία που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, ειδικότερα η καταβολή τόκων υπερημερίας κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1150/2000. Κατά συνέπεια, εξακολουθεί να υπάρχει συμφέρον στην, ενδεχόμενη, αναγνώριση της προβαλλομένης παραβάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-104/02, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2005, σ. I-2689, σκέψεις 45 και 46).

38     Επιπλέον, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στη σκέψη 47 της προμνησθείσας αποφάσεως της 12ης Ιουνίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας, η μη τήρηση από κράτος μέλος υποχρεώσεως επιβαλλομένης από κανόνα κοινοτικού δικαίου συνιστά, αυτή καθεαυτή, παράβαση, δεν ασκεί δε επιρροή ο ισχυρισμός ότι αυτή η μη τήρηση δεν είχε αρνητικές συνέπειες, όπως και ο ισχυρισμός ότι δεν συνεπαγόταν πλεονεκτήματα για το εν λόγω κράτος μέλος.

39     Επομένως, και αυτός ο λόγος απαραδέκτου είναι απορριπτέος.

 Επί της ουσίας

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από παρατυπίες στην επεξεργασία ορισμένων δελτίων TIR, με αποτέλεσμα ορισμένοι ίδιοι πόροι να μη καταχωριστούν ορθώς στη λογιστική ούτε να αποδοθούν εμπροθέσμως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

40     Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τους ελέγχους που πραγματοποίησαν στο Βέλγιο τον Νοέμβριο του 1996 και τον Δεκέμβριο του 1997, οι υπάλληλοι της Επιτροπής παρατήρησαν ανωμαλίες όσον αφορά τη βεβαίωση, τη λογιστική καταχώριση και την απόδοση ιδίων πόρων καθώς και όσον αφορά την εφαρμογή του κοινοτικού καθεστώτος διαμετακομίσεως TIR, σε σχέση με πράξεις διαμετακομίσεως, η χρέωση των οποίων από τα βελγικά τελωνεία αναγόταν στα έτη 1992 έως 1994.

41     Για τις ανωμαλίες που διαπιστώθηκαν το 1996, επί 33 πράξεων TIR που δεν είχαν εκκαθαριστεί, οι βελγικές αρχές δεν προέβησαν, σε 20 περιπτώσεις, στην καταχώριση των βεβαιωθεισών απαιτήσεων στη λογιστική Β παρά ένα έτος μετά τον έλεγχο τον οποίο διενήργησαν οι υπάλληλοι τις Επιτροπής. Επιπλέον, σε δύο περιπτώσεις, δεν υπήρχε λογιστική καταχώριση της τελωνειακής οφειλής, δεδομένου ότι οι τελωνειακές αρχές δεν είχαν προβεί εμπροθέσμως στις απαιτούμενες ανακοινώσεις, ήτοι, αντιστοίχως, στην ανακοίνωση περί μη εξοφλήσεως του δελτίου TIR προς τον εγγυοδοτικό οργανισμό και την ειδοποίηση προς τον οφειλέτη και/ή τον εγγυοδοτικό οργανισμό προς εξόφληση της οφειλής. Όσον αφορά τις δύο αυτές περιπτώσεις, οι βελγικές αρχές δέχτηκαν την καταβολή ορισμένου ποσού, προσαυξημένου με τόκους υπερημερίας, στον λογαριασμό της Επιτροπής, δεν πραγματοποίησαν όμως την καταβολή.

42     Σε άλλες περιπτώσεις, ενώ τα δελτία TIR, που είχαν χρεωθεί το 1993, καλύπτονταν από εγγύηση, οι βελγικές αρχές καταχώρισαν τα αντίστοιχα ποσά στη λογιστική Α μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1552/89 [νυν άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1150/2000] και αφού τα εν λόγω ποσά τούς καταβλήθηκαν από τον εγγυοδοτικό οργανισμό τον Αύγουστο του 1999. Σύμφωνα με τα άρθρα 455 του εκτελεστικού κανονισμού και 11 της Συμβάσεως TIR, οι βελγικές αρχές όφειλαν να βεβαιώσουν τους εν λόγω ιδίους πόρους το αργότερο 15 μήνες μετά τη χρέωση των δελτίων TIR και να τους καταχωρίσουν στη λογιστική Α το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα μετά τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκαν οι απαιτήσεις.

43     Τέλος, όσον αφορά διάφορα δελτία TIR συνολικού ύψους άνω των 156 εκατομμυρίων βελγικών φράγκων (BEF), τα οποία επίσης καλύπτονταν από εγγύηση και δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο αμφισβητήσεως εκ μέρους του οφειλέτη, οι βελγικές αρχές δεν καταχώρισαν τα αντίστοιχα ποσά στη λογιστική Α λόγω του ότι, κατόπιν της κινήσεως διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του εγγυοδοτικού οργανισμού, ο τελευταίος είχε ασκήσει έφεση. Με την ευκαιρία αυτή, ζητήθηκε από τις βελγικές αρχές να ευθυγραμμίσουν γενικώς τη θέση τους όσον αφορά τη λογιστική αντιμετώπιση των μη εκκαθαρισμένων δελτίων TIR με τους κανόνες που υπενθυμίζονται στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως και να καταχωρίζουν αυτεπαγγέλτως κάθε εγγυημένο και μη αμφισβητούμενο ποσό στη λογιστική Α, και τούτο εντός των προθεσμιών τις οποίες προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία.

44     Κατά τον έλεγχο που πραγματοποίησαν το 1997, οι υπάλληλοι της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι οι βελγικές αρχές δεν είχαν προβεί σε καμία λογιστική καταχώριση για τους φακέλους που περιλαμβάνονταν στους πίνακες 1 και 2 της σχετικής εκθέσεως όσον αφορά τα μη εκκαθαρισμένα δελτία TIR, μολονότι επρόκειτο για βεβαιωθέντα ποσά, καλυπτόμενα από εγγυήσεις και μη αμφισβητούμενα από τον οφειλέτη. Σε χρόνο μεταγενέστερο του ελέγχου αυτού, οι βελγικές αρχές καταχώρισαν τα εν λόγω ποσά στη λογιστική Β επικαλούμενες την προσφυγή που είχε ασκήσει ο εγγυοδοτικός οργανισμός κατά των μέτρων εξαναγκασμού που του είχαν επιβληθεί.

45     Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, προσάπτει στο Βασίλειο του Βελγίου ότι βεβαίωσε τις απαιτήσεις ένα έτος μετά τους ελέγχους που διεξήγαγε η Επιτροπή, ενώ οι αρχές αυτού του κράτους μέλους είχαν λάβει γνώση των παρατυπιών πολύ πριν από τους εν λόγω ελέγχους· ότι δεν καταχώρισε να συναφή ποσά στη λογιστική Α, μολονότι τα ποσά αυτά ήταν εγγυημένα και δεν αποτελούσαν αντικείμενο αμφισβητήσεως, πριν από την εκπνοή της υποχρεωτικής προθεσμίας καταχωρίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1150/2000· ότι δεν κατέβαλε τα ποσά αυτά στην Επιτροπή σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού· ότι δεν κατέβαλε το ποσό που αντιστοιχούσε σε δύο περιπτώσεις παραβάσεως τις οποίες αναγνώρισαν οι εν λόγω αρχές και ότι δεν της κοινοποίησε τα στοιχεία που αφορούσαν άλλους ανάλογους φακέλους.

46     Η Επιτροπή απορρίπτει τις εξηγήσεις που παρέχει η Βελγική Κυβέρνηση προς δικαιολόγηση των ανωμαλιών και των καθυστερήσεων όσον αφορά την καταχώριση που διαπιστώθηκαν κατά τους εν λόγω δύο ελέγχους. Κατά την Επιτροπή, οι καθυστερήσεις αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ τις προθεσμίες του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1150/2000, όσον αφορά τόσο την καταχώριση στη λογιστική Α όσο και την καταχώριση στη λογιστική Β. Η καθυστέρηση της καταχωρίσεως στη λογιστική Α είχε ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη απόδοση των συναφών ιδίων πόρων και, ως εκ τούτου, οφείλονται τόκοι υπερημερίας.

47     Το επιχείρημα των βελγικών αρχών, ότι η έλλειψη προθεσμίας, τόσο στο κοινοτικό όσο και στο βελγικό δίκαιο, εντός της οποίας πρέπει να αμφισβητηθεί η τελωνειακή οφειλή δικαιολογεί τη δυνατότητα υποβολής ενστάσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας την οποία προβλέπει για την καταχώριση αυτής της οφειλής ο κανονισμός 1150/2000, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, μια τέτοια συλλογιστική θα είχε ως συνέπεια την εκμηδένιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, που αποσκοπεί στη διασφάλιση της καλής λειτουργίας του συστήματος των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων. Κατά την Επιτροπή, ο αυτοματισμός τον οποίο προβλέπει το άρθρο 11 όσον αφορά την καταβολή τόκων υπερημερίας έχει εφαρμογή άπαξ και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος καθυστερεί τη λογιστική καταχώριση.

48     Εξάλλου, η απλή παράλειψη καταβολής των οφειλομένων δασμών δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως «αμφισβήτηση» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1150/2000, καθόσον ο οφειλέτης μπορεί να παρέλειψε την εξόφληση της οφειλής για άλλο λόγο, π.χ. από λάθος ή επειδή λησμόνησε να το πράξει. Οι βελγικές αρχές δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι οι βεβαιωθείσες απαιτήσεις αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβητήσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωση της οφειλής.

49     Επί του κατά πόσον πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δασμοί που αποτέλεσαν το αντικείμενο ελέγχου το 1997 καλύπτονταν από συνολική εγγύηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εγγυήσεις επαρκούν, τουλάχιστον μερικώς, προς κάλυψη των εν λόγω οφειλών. Δεν γίνεται καμία διάκριση αναλόγως του είδους της εγγυήσεως, οπότε και τα συγκεκριμένα ποσά, που καλύπτονταν από εγγύηση, έπρεπε να καταχωριστούν στη λογιστική Α και να αποδοθούν στην Επιτροπή εμπροθέσμως.

50     Η Επιτροπή αρνείται επίσης να δεχθεί ότι η απλή αμφισβήτηση εκ μέρους των εγγυοδοτικών οργανισμών μπορεί να δικαιολογήσει την καταχώριση των εν λόγω ποσών στη λογιστική Β. Όσον αφορά τους φακέλους TIR που μνημονεύονται στην έκθεση που αφορά τον έλεγχο του Νοεμβρίου 1996, οι προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1150/2000 δεν πληρούνταν ούτε ως προς τα δελτία TIR για τα οποία οι βελγικές αρχές εξόφλησαν εν τω μεταξύ τις απαιτήσεις ούτε για εκείνα τα οποία παραμένουν καταχωρισμένα στη λογιστική Β. Εξάλλου, το ίδιο ισχύει και για ορισμένο αριθμό από τους φακέλους TIR τους οποίους αφορά η σχετική με τον έλεγχο του 1997 έκθεση. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι βελγικές αρχές όφειλαν, σύμφωνα με τα άρθρα 455 του εκτελεστικού κανονισμού και 11 της Συμβάσεως TIR, να βεβαιώσουν τους επίμαχους ιδίους πόρους το αργότερο 15 μήνες (12 + 3) μετά τη χρέωση των οικείων δελτίων TIR και να τους καταχωρίσουν στη λογιστική Α εμπροθέσμως, καθόσον επρόκειτο για ποσά καλυπτόμενα από εγγύηση και μη αμφισβητούμενα από τον οφειλέτη.

51     Κατά την Επιτροπή, η εκ μέρους του εγγυοδοτικού οργανισμού αμφισβήτηση αφορούσε πρωτίστως την εκ μέρους της ανάληψη των οφειλών και όχι το κύρος τους. Εν πάση περιπτώσει, αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι καθοριστική εν προκειμένω, καθόσον έγινε μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω απαιτήσεις έπρεπε να καταχωριστούν στη λογιστική Α και να αποδοθούν στην Επιτροπή.

52     Η Βελγική Κυβέρνηση περιορίζεται στην επίκληση ενδεχομένων καταστάσεων χωρίς να διευκρινίζει ποιος ή ποιοι ήταν οι λόγοι της αμφισβητήσεως των απαιτήσεων εκ μέρους του εγγυοδοτικού οργανισμού, μολονότι το βάρος αποδείξεως αυτών των λόγων φέρουν οι αρχές αυτού του κράτους μέλους. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο οργανισμός αυτός αμφισβήτησε τις εν λόγω απαιτήσεις απλώς ασκώντας προσφυγή κατά της κλητεύσεώς του η οποία έγινε πολλούς μήνες –αν όχι ένα έτος– μετά την αποστολή της ειδοποιήσεως πληρωμής. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι τα ποσά που καλύπτονταν από την εγγύηση TIR και δεν αμφισβητούνταν έπρεπε να έχουν καταχωριστεί στη λογιστική Α και, συνεπώς, να έχουν αποδοθεί στην Επιτροπή πολύ πριν από την καταγγελία της συμβάσεως αντασφαλίσεως από τον ασφαλιστικό όμιλο.

53     Όσον αφορά τις απαιτήσεις που πήγαζαν από τους φακέλους που εξετάστηκαν κατά τον έλεγχο του 1996, η Επιτροπή εμμένει στο ότι καθοριστικής σημασίας είναι η ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας TIR και παροχής της εγγυήσεως. Δεδομένου ότι, κατά την ημερομηνία κατά την οποία οι δασμοί αυτοί έπρεπε να αποδοθούν στην Επιτροπή, οι φάκελοι αυτοί δεν αποτελούσαν αντικείμενο καμίας αμφισβητήσεως, τα ποσά αυτά έπρεπε να καταχωριστούν στη λογιστική Α. Το γεγονός ότι οι εν λόγω φάκελοι επανεξετάστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας διαιτησίας την οποία κίνησε η IRU κατά του ασφαλιστικού ομίλου ουδόλως μετέβαλε τον μη αμφισβητούμενο χαρακτήρα των απαιτήσεων κατά τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν απαιτητές. Όσον αφορά τις απαιτήσεις που πήγαζαν από τους φακέλους που εξετάστηκαν κατά τον έλεγχο του 1997, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της λύσεως της συμβάσεως ασφαλίσεως εκ μέρους του εν λόγω ομίλου, στο μέτρο που, για όλους τους εν λόγω φακέλους, είχε παρασχεθεί εγγύηση στο πλαίσιο του καθεστώτος TIR και η λύση της συμβάσεως αντασφαλίσεως δεν έθιξε την εγγύηση αυτή.

54     Ο κανονισμός 1150/2000 δεν κάνει διάκριση μεταξύ «γνησίων» και «μη γνησίων», «προσωπικών» ή «εμπραγμάτων» ασφαλειών. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν το είδος ασφάλειας που απαιτούν, υπό τη μόνη προϋπόθεση η εγγύηση αυτή να είναι πραγματική και επαρκής, διότι άλλως εναπόκειται στα κράτη μέλη, και όχι στην Κοινότητα, να υποστεί τις συνέπειες.

55     Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η λογιστική εγγραφή των ιδίων πόρων κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού 1150/2000 συνδέεται άρρηκτα με τη βεβαίωσή τους, η οποία δεν προϋποθέτει ότι τα οικεία ποσά έχουν εισπραχθεί, αλλ’ απλώς ότι έχουν χρεωθεί. Η υποχρέωση λογιστικής εγγραφής των ποσών υφίσταται ακόμα και αν τα κράτη αυτά δεν έχουν εισπράξει τα εν λόγω ποσά.

56     Η Επιτροπή παρατηρεί, τέλος, ότι οι βελγικές αρχές φαίνεται να ισχυρίζονται ότι οι 72 επίμαχοι φάκελοι αφορούσαν περιπτώσεις απάτης. Όμως, διαθέτει πληροφοριακά στοιχεία μόνο για τις 33 περιπτώσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο της εκθέσεως ελέγχου του 1996. Η Επιτροπή ζήτησε από τις βελγικές αρχές, για όλες τις άλλες ανάλογες περιπτώσεις, να της αποδώσουν τα οικεία ποσά. Οι βελγικές αρχές δεν διαβίβασαν όλες τις ζητηθείσες κατά τους διενεργηθέντες ελέγχους πληροφορίες και παρέβησαν, ως εκ τούτου, την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας την οποία υπέχουν.

57     Οι βελγικές αρχές υποστήριξαν επίσης ότι δεν ήθελαν να θέσουν σε κίνδυνο την ποινική έρευνα στις περιπτώσεις απάτης, κινώντας διαδικασία εισπράξεως. Οι εν λόγω αρχές επιχειρούν να δικαιολογήσουν με τον τρόπο αυτό, με βάση το άρθρο 11, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR, το ότι, για όλους τους φακέλους, εφαρμόστηκε παρατεταμένη κατά δύο έτη προθεσμία για την ανακοίνωση της μη εκκαθαρίσεως. Όμως, για 31 από τους 33 ελεγχθέντες φακέλους, η ανακοίνωση των βελγικών αρχών προς τον εγγυοδοτικό οργανισμό έγινε εντός πολύ βραχύτερης προθεσμίας, κυμαινομένης μεταξύ μιας ημέρας και μερικών μηνών. Εξάλλου, η υποτιθέμενη επιθυμία να μη διαταραχθεί η ποινική έρευνα δεν δικαιολογεί παρατεταμένη αδράνεια των βελγικών αρχών ως προς την είσπραξη των ποσών από τον οφειλέτη ή τον εγγυοδοτικό οργανισμό. Η διετής προθεσμία στην οποία αναφέρονται οι βελγικές αρχές ισχύει μόνον υπέρ του εγγυοδοτικού οργανισμού ο οποίος μπορεί να αποδείξει το νομότυπο της διαμετακομίσεως TIR εντός αυτής της παρατεταμένης προθεσμίας, ενώ στις σχέσεις με τον οφειλέτη έχει εφαρμογή η προθεσμία ενός έτους.

58     Κατά το Βασίλειο του Βελγίου, η υπό κρίση διαφορά οφείλεται στη διαρθρωτική κρίση που γνώρισε το καθεστώς μεταφορών με δελτία TIR κατά τα έτη 1995 έως 1997, λόγω του ότι ο ασφαλιστικός όμιλος κατήγγειλε, στο τέλος του 1994, την ασφαλιστική σύμβαση με την IRU και τους εγγυοδοτικούς οργανισμούς και αρνείται έκτοτε να καταβάλει τις τελωνειακές οφειλές που γεννήθηκαν πριν από το τέλος του 1994. Όλοι οι φάκελοι αυτοί υπήχθησαν στη διαδικασία διαιτησίας που κίνησε η IRU κατά του ασφαλιστικού ομίλου για να επιτύχει δικαστικώς την πληρωμή των οφειλομένων ποσών. Το διαιτητικό δικαστήριο έχει εκδώσει αποφάσεις, επί του ενός τρίτου περίπου από τις 3 000 περιπτώσεις απάτης, υπέρ του εν λόγω ασφαλιστικού ομίλου, ο οποίος δεν ευθύνεται πλέον προς πληρωμή των τελωνειακών οφειλών που γεννήθηκαν πριν από το τέλος του 1994. Η IRU έχει ασκήσει έφεση.

59     Όσον αφορά τα μη εκκαθαρισμένα δελτία TIR που χρεώθηκαν από τα βελγικά τελωνεία, δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί η οικειοθελής πληρωμή από τον οφειλέτη ή από τον βελγικό εγγυοδοτικό οργανισμό, καθόσον ο τελευταίος δεν δέχθηκε καμία από τις απαιτήσεις που απορρέουν από δελτίο TIR. Δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να επιφέρει μεταβολές στο ύψος των απαιτήσεων, η καταχώριση των επιδίκων ποσών στη λογιστική Β είναι σύμφωνη με την κοινοτική νομοθεσία.

60     Εξαιρέσει δύο δελτίων TIR ως προς τα οποία το Βασίλειο του Βελγίου παραδέχθηκε το εκπρόθεσμο της απαιτήσεως πληρωμής, η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι η βεβαίωση της απαιτήσεως δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 1550/2000. Οι απαιτούμενες για τη βεβαίωση αυτή προϋποθέσεις πληρούνταν μόνον από της ημερομηνίας κατά την οποία ο εγγυοδοτικός οργανισμός κλήθηκε να πληρώσει. Αντίθετα προς την Επιτροπή, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, ορίζει σαφώς ότι το κράτος μέλος οφείλει να αποστείλει την αίτησή του προς πληρωμή στον εγγυοδοτικό οργανισμό το αργότερο 3 έτη (1 + 2) μετά τη χρέωση του δελτίου TIR, εκτός αν πρόκειται, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, για εκκαθάριση η οποία επιτεύχθηκε διά δόλου ή αντικανονικά και για την οποία η ανώτατη προθεσμία είναι 4 (2 + 2) έτη. Για όλα τα επίδικα δελτία TIR, τα οποία εκκαθαρίστηκαν διά δόλου ή αντικανονικά, η βεβαίωση της απαιτήσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας μετά από μακρές έρευνες προς καθορισμό του ποσού και της ταυτότητας των υποχρέων, απαραίτητης για την εν λόγω βεβαίωση, έγινε σε χρόνο κατά τον οποίο ο παλαιός ασφαλιστικός όμιλος δεν εκπλήρωνε πλέον τις υποχρεώσεις του.

61     Η Βελγική Κυβέρνηση είναι επίσης της γνώμης ότι, αφενός, δεν αρκεί για την εγγραφή στη λογιστική Α να έχει συσταθεί εγγύηση, ανεξαρτήτως του είδους της, και, αφετέρου, η εγγραφή στη λογιστική Β είναι δυνατή ακόμα και αν ο δικαιούχος του δελτίου TIR δεν αμφισβητεί τυπικά την τελωνειακή οφειλή.

62     Στον βαθμό που σκοπός του άρθρου 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1552/89 είναι να αποφευχθεί η υποχρέωση του κράτους μέλους να επιβαρυνθεί το ίδιο με τους μη εισπραχθέντες δασμούς, η εγγύηση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής θα πρέπει να μπορεί να λειτουργήσει εντός της προθεσμίας που προβλέπει η διάταξη. Σε όλες τις περιπτώσεις, η κοινοποίηση της απαιτήσεως πληρωμής απεστάλη στον εγγυοδοτικό οργανισμό πριν από τον μήνα Ιούλιο του 1996, για όλα δε τα επίδικα δελτία TIR αυτή η προθεσμία για να εγγραφεί το ποσό της τελωνειακής οφειλής στη λογιστική των ιδίων πόρων έληγε σε χρόνο κατά τον οποίο ο ασφαλιστικός όμιλος είχε ήδη καταγγείλει τη σύμβαση αντασφαλίσεως. Επομένως, η εγγραφή των ποσών αυτών στη λογιστική Β ήταν δεόντως δικαιολογημένη μέχρι την πραγματική είσπραξη, αν και εφόσον αυτή επιτευχθεί, της εγγυήσεως.

63     Εν πάση περιπτώσει, η διάκριση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή όσον αφορά την εγγραφή στη λογιστική Β, αναλόγως του αν η αίτηση προς πληρωμή αμφισβητείται από τον άμεσο οφειλέτη ή από τον εγγυοδοτικό οργανισμό, δεν είναι βάσιμη. Εξάλλου, η άποψη του οργάνου αυτού σύμφωνα με την οποία η αμφισβήτηση πρέπει να γίνει γραπτώς εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας εγγραφής στη λογιστική των ιδίων πόρων (πρώτη μέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα της βεβαιώσεως) αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο και, ειδικότερα, στον κανονισμό 1552/89 και στη Σύμβαση TIR.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

64     Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 49 έως 51 των προτάσεών της, η πρώτη αιτίαση της προσφυγής περιλαμβάνει πλείονα σκέλη. Πρώτον, ζητείται να αναγνωριστεί ότι οι βελγικές αρχές παρέλειψαν να προβούν στις προβλεπόμενες ανακοινώσεις όσον αφορά τις τελωνειακές οφειλές που αφορούν δύο από τα δελτία TIR τα οποία αφορά η παρούσα διαδικασία (βλ. σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως) και, ως εκ τούτου, να αναγνωριστεί η μη αμφισβητούμενη παράβαση εκ μέρους του Βασιλείου του Βελγίου των υποχρεώσεων που υπέχει από τον κανονισμό 1150/2000. Δεύτερον, ζητείται από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει, υπό το φως των αποτελεσμάτων δύο ελέγχων των ιδίων πόρων τους οποίους πραγματοποίησε η Επιτροπή σχετικά με άλλες πράξεις μεταφοράς εμπορευμάτων υπό την κάλυψη δελτίων TIR που χρεώθηκαν κατά τα έτη 1992 έως 1994, ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, το Βασίλειο του Βελγίου, αφενός, προέβη σε καθυστερημένη λογιστική εγγραφή των ιδίων πόρων που προέρχονταν από μη κανονικώς εξοφληθέντα δελτία TIR και, αφετέρου, καταχώρισε τους εν λόγω ιδίους πόρους στη λογιστική Β αντί να τους περιλάβει στη λογιστική Α, με συνέπεια οι ίδιοι πόροι να μην αποδοθούν ή να αποδοθούν καθυστερημένα στην Επιτροπή. Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι τα ποσά των απαιτήσεων που αφορούσαν τα δελτία TIR που χρεώθηκαν κατά τα έτη 1992 έως 1994, και τα οποία αφορά η υπό κρίση προσφυγή, καταχωρίστηκαν στη λογιστική Β ένα έτος μετά τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν το 1996 και το 1997.

65     Πρέπει εκ προοιμίου να παρατηρηθεί ότι αυτό το σκέλος της πρώτης αιτιάσεως είναι βάσιμο, στο μέτρο που η Βελγική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι δεν προέβη εμπροθέσμως στις ανακοινώσεις που επιβάλλει η τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τις οφειλές που είχαν σχέση με δύο από τα δελτία TIR τα οποία αφορά η παρούσα διαδικασία, πράγμα που είχε ως συνέπεια την παραγραφή αυτής της τελωνειακής οφειλής και, ως εκ τούτου, τη μη τήρηση των εκ του κανονισμού 1150/2000 υποχρεώσεων.

–       Επί του ισχυρισμού περί καθυστερημένης λογιστικής εγγραφής των απαιτήσεων

66     Σύμφωνα με το άρθρο 454, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, αν διαπιστώνεται ότι, κατά τη διάρκεια ή επ’ ευκαιρία μεταφοράς υπό την κάλυψη δελτίου TIR, διεπράχθη παράβαση ή παρατυπία εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους, η είσπραξη των δασμών και άλλων ενδεχομένως απαιτητών επιβαρύνσεων πραγματοποιείται από αυτό το κράτος μέλος σύμφωνα με τις κοινοτικές ή εθνικές διατάξεις, υπό την επιφύλαξη ασκήσεως ποινικής διώξεως. Στην περίπτωση αυτή, δυνάμει του άρθρου 455, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, οι τελωνειακές αρχές κοινοποιούν αυτή την παράβαση ή παρατυπία στον κάτοχο του δελτίου TIR και στον εγγυοδοτικό οργανισμό εντός της προθεσμίας την οποία προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR, ήτοι εντός έτους από της ημερομηνίας χρεώσεως του δελτίου TIR από τις αρχές αυτές σε περίπτωση μη εξοφλήσεως. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται στα δύο έτη σε περίπτωση εξοφλήσεως επιτευχθείσας αντικανονικώς ή διά δόλου.

67     Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, της Συμβάσεως TIR, η απαίτηση προς πληρωμή αποστέλλεται στον εγγυοδοτικό οργανισμό το νωρίτερο τρεις μήνες από της κοινοποιήσεως της μη εξοφλήσεως ή της επιτευχθείσας αντικανονικώς ή διά δόλου εξοφλήσεως και το αργότερο δύο έτη από της ίδιας αυτής ημερομηνίας, πλην των περιπτώσεων οι οποίες έφθασαν στα δικαστήρια εντός της προμνησθείσας προθεσμίας των δύο ετών, οπότε η απαίτηση προς πληρωμή αποστέλλεται εντός προθεσμίας ενός έτους από της ημερομηνίας κατά την οποία η δικαστική απόφαση καθίσταται εκτελεστή.

68     Από τη συνδυασμένη ανάγνωση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η απαίτηση πληρωμής της τελωνειακής οφειλής πρέπει, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως, να αποστέλλεται, καταρχήν, το αργότερο τρία έτη από της ημερομηνίας χρεώσεως του δελτίου TIR, η δε προθεσμία αυτή παρατείνεται σε τέσσερα έτη σε περίπτωση διά δόλου επιτευχθείσας εξοφλήσεως.

69     Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 455, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού αποβλέπει στην εξασφάλιση της ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής των διατάξεων περί εισπράξεως της τελωνειακής οφειλής προς τον σκοπό της ταχείας και αποτελεσματικής αποδόσεως των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (βλ., κατ’ αναλογίαν, ιδίως προμνησθείσα απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, C-460/01, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2005, σ. Ι-2613, σκέψεις 60, 63, 69 και 70), η κοινοποίηση της παραβάσεως ή της παρατυπίας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να γίνεται το ταχύτερο δυνατόν, ήτοι μόλις οι τελωνειακές αρχές λάβουν γνώση της εν λόγω παραβάσεως ή παρατυπίας και, επομένως, ενδεχομένως και όπως εν προκειμένω σε τουλάχιστον 31 περιπτώσεις, πολύ πριν από την εκπνοή των μεγίστων προθεσμιών, αντιστοίχως, του ενός έτους και, σε περίπτωση δόλου, των δύο ετών, τις οποίες προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR.

70     Για τους ίδιους λόγους, η απαίτηση πληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, της Συμβάσεως TIR πρέπει να αποστέλλεται μόλις οι τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να προβούν στην αποστολή της και, επομένως, ενδεχομένως και όπως εν προκειμένω στις περισσότερες των περιπτώσεων που αφορούν τον έλεγχο του έτους 1996, σχετικά με τις οποίες η Επιτροπή διαθέτει τις κατάλληλες πληροφορίες, έπρεπε να αποσταλεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας των δύο ετών από της κοινοποιήσεως της παραβάσεως ή της παρατυπίας στους ενδιαφερομένους, ήτοι από τον Φεβρουάριο του 1995.

71     Στο μέτρο που η Επιτροπή δεν ζητεί να αναγνωριστεί παράβαση των διατάξεων της Συμβάσεως TIR και των διατάξεων του εκτελεστικού κανονισμού, αλλά παράβαση του άρθρου 6 του κανονισμού 1150/2000, που αφορά τη λογιστική εγγραφή των ιδίων πόρων, πρέπει να εξεταστεί αν, προβαίνοντας στη λογιστική εγγραφή των επιδίκων ποσών ένα έτος μετά τους ελέγχους που πραγματοποίησε η Επιτροπή το 1996 και 1997, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τη διάταξη αυτή.

72     Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν λογαριασμούς των ιδίων πόρων στο Δημόσιο Ταμείο ή στον οργανισμό που εκείνα ορίζουν. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 3, στοιχεία α΄ και β΄, του ίδιου άρθρου , τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταχωρίζουν τις απαιτήσεις «που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2» του ίδιου κανονισμού, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση, είτε στη λογιστική Α, όταν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, είτε στη λογιστική Β.

73     Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 4, του κανονισμού 1150/2000, η απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων «βεβαιώνεται» άπαξ και πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπει η τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη «λογιστική καταχώριση» του ποσού της απαιτήσεως και την «ανακοίνωσή» του στον οφειλέτη. Η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη «βεβαίωση» που προβλέπει η παράγραφος 1 είναι η ημερομηνία της «λογιστικής καταχωρίσεως» που προβλέπει η τελωνειακή νομοθεσία.

74     Όσον αφορά τη «λογιστική καταχώριση» και την «ανακοίνωση» του ποσού της απαιτήσεως στον οφειλέτη, το άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000 παραπέμπει στην τελωνειακή νομοθεσία, δηλαδή στον εκτελεστικό κανονισμό, στη Σύμβαση TIR και στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας). Πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται ως «ανακοίνωση» κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού 1150/2000 η απαίτηση πληρωμής που αποστέλλεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, της Συμβάσεως TIR.

75     Όπως παρατήρησε το Δικαστήριο στη σκέψη 59 της αποφάσεως της 15ης Νοεμβρίου 2005, C-392/02, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 2005, σ. Ι-9811), από τα άρθρα 217, 218 και 221 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι οι προμνησθείσες προϋποθέσεις πληρούνται όταν οι τελωνειακές αρχές διαθέτουν τα αναγκαία στοιχεία και, επομένως, είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 71, και Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 80). Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να διαπιστώνουν τις απαιτήσεις, έστω και αν τις αμφισβητούν, άλλως υπάρχει κίνδυνος διαταράξεως της δημοσιονομικής ισορροπίας της Κοινότητας από τη συμπεριφορά κράτους μέλους (προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 60).

76     Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να βεβαιώσουν μια απαίτηση των Κοινοτήτων επί των ιδίων πόρων αφ’ ης στιγμής οι τελωνειακές τους αρχές είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από τελωνειακή οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη (προμνησθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Δανίας, σκέψη 61), και, ως εκ τούτου, να προβούν στη λογιστική καταχώριση των εν λόγω απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1150/2000.

77     Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι βελγικές αρχές δεν προέβησαν στη λογιστική καταχώριση της τελωνειακής οφειλής παρά ένα έτος μετά τους ελέγχους τους οποίους πραγματοποίησε η Επιτροπή το 1996 και το 1997 και ότι οι σχετικές απαιτήσεις πληρωμής, η αποστολή των οποίων προϋποθέτει ότι οι βελγικές τελωνειακές αρχές ήταν σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών που προκύπτουν από την εν λόγω οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη, απεστάλησαν πολύ πριν από τους εν λόγω ελέγχους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η λογιστική καταχώριση, η οποία έπρεπε να διενεργηθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1150/2000, συγκεκριμένα από της αποστολής των απαιτήσεων πληρωμής, διενεργήθηκε προδήλως καθυστερημένα.

–       Επί του ισχυρισμού περί εσφαλμένης καταχωρίσεως των απαιτήσεων στη λογιστική Β

78     Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στη σκέψη 66 της προμνησθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Δανίας, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1150/2000, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στους βεβαιωθέντες δασμούς σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού να αποδίδονται στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή μόνον αν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή προκύπτει ότι είναι οριστικώς αδύνατο να προβούν στην είσπραξη για λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογιστούν.

79     Όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση των ιδίων πόρων, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1150/2000 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καταχωρίζουν στη λογιστική Α τις απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το προμνησθέν άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19ης ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας καταχωρίσεως στη λογιστική Β, εντός της ίδιας προθεσμίας, των βεβαιωθεισών απαιτήσεων που «δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί» και για τις οποίες «δεν έχει συσταθεί καμία ασφάλεια», καθώς και των απαιτήσεων που έχουν βεβαιωθεί και «καλύπτονται από εγγυήσεις [και οι οποίες] αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας».

80     Προς απόδοση των ιδίων πόρων, το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000 προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος πιστώνει το ποσό των ιδίων πόρων στον λογαριασμό που έχει ανοιγεί προς τούτο στο όνομα της Επιτροπής σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 της τελευταίας αυτής διατάξεως, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα εισπράξεως, η λογιστική εγγραφή των ιδίων πόρων διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού, πλην των απαιτήσεων που καταχωρίζονται στη λογιστική Β κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, αυτού του κανονισμού και των οποίων η λογιστική εγγραφή πρέπει να διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα της «είσπραξης».

81     Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που οι απαιτήσεις τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία «αμφισβητούνταν» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1150/2000, τα εν λόγω ποσά μπορούσαν εγκύρως να εγγραφούν στη λογιστική Β.

82     Ασφαλώς, όπως ορθώς υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, οι εγγυοδοτικοί οργανισμοί, οι οποίοι, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον κάτοχο του δελτίου TIR για την καταβολή των απαιτητών δασμών, μπορούν, όπως και ο εν λόγω κάτοχος, να αμφισβητήσουν τους ίδιους τους δασμούς (βλ., υπό την έννοια αυτή, όσον αφορά την απόδειξη του τόπου διαπράξεως της παρατυπίας, απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, C-78/01, BGL, Συλλογή 2003, σ. I‑9543, σκέψεις 50 έως 53). Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διαφορές στις οποίες αναφέρεται η Βελγική Κυβέρνηση αφορούν την εκτέλεση των εγγυήσεων και όχι την ύπαρξη ή το ύψος των επιδίκων απαιτήσεων. Όμως, η Βελγική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1150/2000, ήτοι ότι οι επίδικοι στην παρούσα διαδικασία δασμοί αμφισβητήθηκαν από τους εν λόγω οργανισμούς εμπροθέσμως και μπορούν να υποστούν μεταβολές συνεπεία αντιδικίας.

83     Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αφετέρου, ότι οι επίδικοι μη εισπραχθέντες δασμοί μπορούσαν εγκύρως να καταχωριστούν στη λογιστική Β, καθόσον δεν καλύπτονταν ουσιαστικά από εγγυήσεις υπό την έννοια του προμνησθέντος άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1150/2000. Ισχυρίζεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της χρεωκοπίας, από το 1993 και εντεύθεν, του συστήματος εγγυήσεων επί του οποίου στηρίζεται το καθεστώς διαμετακομίσεως υπό την κάλυψη δελτίου TIR, λόγω της αρνήσεως του ασφαλιστικού ομίλου να καταβάλει τα σχετικά ποσά στους βελγικούς εγγυοδοτικούς οργανισμούς, οι εν λόγω εγγυήσεις δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν λόγω αφερεγγυότητας της τριτεγγυήσεως, οπότε οι εν λόγω δασμοί έπρεπε να καταχωριστούν στη λογιστική Β ως μη εγγυημένες απαιτήσεις.

84     Πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του εγγυοδοτικού οργανισμού που προβλέπεται στο πλαίσιο της συμβάσεως TIR διέπονται, ταυτόχρονα, από την εν λόγω Σύμβαση, από το κοινοτικό δίκαιο και από τη διεπόμενη από το βελγικό δίκαιο σύμβαση εγγυήσεως που έχει συνάψει ο οργανισμός αυτός με το Βασίλειο του Βελγίου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσα απόφαση BGL, σκέψη 45).

85     Δυνάμει του άρθρου 193 του τελωνειακού κώδικα, η εγγύηση που ζητείται προς εξασφάλιση της καταβολής τελωνειακής οφειλής μπορεί να συσταθεί με τριτεγγύηση και, σύμφωνα με το άρθρο 195 του ίδιου κώδικα, ο τριτεγγυητής οφείλει να αναλαμβάνει εγγράφως την ευθύνη να καταβάλει αλληλεγγύως με τον οφειλέτη το εγγυημένο ποσό της τελωνειακής οφειλής όταν αυτή καταστεί απαιτητή.

86     Όσον αφορά, ειδικότερα, τη μεταφορά εμπορευμάτων υπό την κάλυψη δελτίων TIR, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 91, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της Συμβάσεως TIR προκύπτει ότι, με τη σύμβαση εγγυήσεως, οι εγγυοδοτικοί οργανισμοί αναλαμβάνουν ωσαύτως την υποχρέωση να καταβάλουν τους δασμούς που οφείλονται από τους οφειλέτες και ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους εν λόγω οφειλέτες για την καταβολή των εν λόγω ποσών, έστω και αν, δυνάμει της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν, κατά το μέτρο του δυνατού, να απαιτούν την πληρωμή από το πρόσωπο που είναι άμεσος οφειλέτης προτού προβάλουν απαίτηση προς τον εγγυοδοτικό οργανισμό.

87     Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η εγγύηση που παρέχεται από τους εγγυοδοτικούς οργανισμούς στο πλαίσιο μιας πράξεως TIR εμπίπτει στην έννοια της «εγγυήσεως» κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1150/2000.

88     Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της Συμβάσεως TIR, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν το μέγιστο ύψος, ανά δελτίο TIR, των ποσών που μπορούν να απαιτηθούν από τον εγγυοδοτικό οργανισμό.

89     Επομένως, όπως παραδέχεται εξάλλου η Επιτροπή, οι βεβαιωθείσες απαιτήσεις που αφορούν πράξεις TIR πρέπει, καταρχήν, να καταχωρίζονται στη λογιστική Α και να αποδίδονται στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού 1150/2000 μέχρι του ανωτάτου ορίου εγγυήσεως που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του καθεστώτος TIR, έστω και αν, ενδεχομένως, το ποσό της τελωνειακής οφειλής υπερβαίνει το εν λόγω ποσό.

90     Η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με την καθιέρωση της λογιστικής Β, η οποία αποσκοπεί, εκτός από το να παράσχει στην Επιτροπή, σύμφωνα με την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1150/2000, τη δυνατότητα να παρακολουθεί καλύτερα τις ενέργειες των κρατών μελών σχετικά με την είσπραξη των ιδίων πόρων, και στο να λαμβάνεται υπόψη και ο οικονομικός κίνδυνος στον οποίο εκτίθενται.

91     Δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία της Βελγικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία η κρίση του καθεστώτος TIR, που οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος εγγυήσεως επί του οποίου στηρίζεται το καθεστώς αυτό, είχε ως συνέπεια να μην είναι πλέον, από το 1993 και εντεύθεν, εγγυημένες στην πράξη οι επίδικες απαιτήσεις, οπότε τα αντίστοιχα ποσά έπρεπε να καταχωριστούν στη λογιστική Β.

92     Χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσον το σύστημα εγγυήσεως που καθιερώνει η Σύμβαση TIR δεν λειτουργούσε πλέον σωστά από την κρίσιμη περίοδο και εντεύθεν, φαίνεται ότι, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, η μονομερής απόφαση των βελγικών αρχών να καταχωρίσουν τις εν λόγω απαιτήσεις στη λογιστική Β συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000 να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποδίδουν στην Επιτροπή τους ιδίους πόρους υπό τους όρους που προβλέπει ο κανονισμός αυτός.

93     Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 17, παράγραφος 1, συνιστά ειδική έκφραση των επιταγών της ειλικρινούς συνεργασίας που απορρέουν από το άρθρο 10 ΕΚ και σύμφωνα με τις οποίες, αφενός, τα κράτη μέλη οφείλουν να θέτουν στην κρίση της Επιτροπής τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, ιδίως απόφαση της 2ας Ιουλίου 2002, C-499/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2002, σ. I-6031, σκέψη 24) και, αφετέρου, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικά μέτρα διατηρήσεως έναντι των αντιρρήσεων, επιφυλάξεων ή όρων που ενδεχομένως διατυπώνει η Επιτροπή (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαΐου 1981, 804/79, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1981, σ. 1045, σκέψη 32). Όμως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Βασίλειο του Βελγίου ενήργησε μονομερώς, χωρίς να υποβάλει στην Επιτροπή τα προβλήματα που αντιμετώπισε κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, και τούτο ακόμα και μετά την εκ μέρους της διατύπωση αντιρρήσεων.

94     Η υποχρέωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθόσον, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο στη σκέψη 54 της προμνησθείσας αποφάσεως Επιτροπή κατά Δανίας, τα ελλειμματικά έσοδα από έναν ίδιο πόρο πρέπει να αντισταθμίζονται είτε από άλλον ίδιο πόρο είτε με προσαρμογή των δαπανών.

95     Εξάλλου, η Βελγική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί λόγο ανωτέρας βίας υπό την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000. Κατά πάγια νομολογία, η έννοια της «ανωτέρας βίας» πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα ξένες προς τον επικαλούμενο την ανωτέρα βία περιστάσεις, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρά την επιδειχθείσα επιμέλεια (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 1987, 145/85, Denkavit, Συλλογή 1987, σ. 565, σκέψη 11). Όμως, με τη μονομερή απόφασή του να καταχωρίσει τις επίδικες απαιτήσεις στη λογιστική Β χωρίς να υποβάλει το πρόβλημα στην Επιτροπή και παρά τις αντιρρήσεις της, το Βασίλειο του Βελγίου προδήλως δεν επέδειξε την προσήκουσα επιμέλεια ώστε να αποφύγει τις συνέπειες της περιστάσεως ανωτέρας βίας τις οποίες επικαλείται.

96     Η καθυστερημένη και εσφαλμένη καταχώριση των απαιτήσεων στη λογιστική Β είχε ως συνέπεια την καθυστερημένη εγγραφή των συναφών ιδίων πόρων στον λογαριασμό της Επιτροπής, η οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 του κανονισμού 1150/2000, πρέπει να διενεργείται εντός της ίδιας προθεσμίας με εκείνη που προβλέπεται για την καταχώριση των εν λόγω απαιτήσεων στη λογιστική Α κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού.

97     Υπό το φως όλων των ανωτέρω σκέψεων, τα διάφορα σκέλη της πρώτης αιτιάσεως είναι βάσιμα.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από την παράλειψη ανακοινώσεως στην Επιτροπή άλλων ποσών τα οποία κακώς καταχωρίστηκαν στη λογιστική Β

98     Διαπιστώνεται, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε αυτό το αίτημά της ούτε με το δικόγραφο της προσφυγής ούτε με το υπόμνημα απαντήσεως και, αφετέρου, ότι με τα αιτήματά της η Επιτροπή ζητεί να αναγνωριστεί παράβαση μόνον των άρθρων 6, 9, 10 και 11 του κανονισμού 1150/2000.

99     Υπό τις συνθήκες αυτές, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από μη καταβολή τόκων υπερημερίας επί των ποσών που οφείλονται στην Επιτροπή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

100   Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον οι βελγικές αρχές δεν έχουν αποδώσει ακόμα μεγάλο μέρος των οφειλομένων ποσών και τα ποσά που αποδόθηκαν τέθηκαν στη διάθεσή της καθυστερημένα, οφείλονται τόκοι υπερημερίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000. Κατά την Επιτροπή, οι εν λόγω τόκοι αφορούν ολόκληρο το ποσό που καλύπτει η εγγύηση και το οποίο έπρεπε να καταχωριστεί στη λογιστική Α.

101   Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι, στον βαθμό που, όσον αφορά 66 δελτία που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, οι βελγικές αρχές δεν είχαν ακόμα τη δυνατότητα να προβούν πραγματικά στην είσπραξή τους, η προθεσμία αποδόσεως των δασμών αυτών στις Κοινότητες δεν άρχισε ακόμα να τρέχει, οπότε δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα τόκων υπερημερίας. Εξάλλου, οι δασμοί που εισπράχθηκαν το 1999, κατόπιν της καταβολής τους από τον ασφαλιστικό όμιλο, αποδόθηκαν στην Επιτροπή εντός των προβλεπομένων προθεσμιών. Επικουρικώς, η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπολογίζει λανθασμένα τους εν λόγω τόκους υπερημερίας, καθόσον, επί των έξι επιδίκων δελτίων TIR των οποίων η εγγύηση εκτελέστηκε από τον ασφαλιστικό όμιλο το 1999, το Βελγικό Δημόσιο έχει στην πραγματικότητα καταβάλει πλέον του οφειλομένου ποσού, ενώ η Επιτροπή φαίνεται να θεωρεί ότι το βασικό ποσό που χρησιμεύει για τον υπολογισμό των τόκων υπερημερίας είναι το ποσό που κατέβαλε το Βελγικό Δημόσιο και όχι το ποσό που όφειλε να καταβάλει.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

102   Δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000, κάθε εκπρόθεσμη εγγραφή στον λογαριασμό που τηρείται κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού δημιουργεί, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας για όλη την περίοδο της καθυστερήσεως. Αυτοί οι τόκοι υπερημερίας είναι απαιτητοί ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο η εγγραφή αυτών των ιδίων πόρων στον λογαριασμό της Επιτροπής έγινε εκπρόθεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκέψη 91).

103   Κατά συνέπεια, η παράλειψη εγγραφής ή οι καθυστερημένες εγγραφές των ιδίων πόρων στον λογαριασμό της Επιτροπής που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως γεννούν, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 11 του κανονισμού 1150/2000, δικαίωμα επί τόκων υπερημερίας, τη μη καταβολή των οποίων δεν αμφισβητεί το Βασίλειο του Βελγίου, οπότε η τρίτη αιτίαση είναι βάσιμη.

104   Λαμβανομένου υπόψη ότι, με την υπό κρίση προσφυγή, η Επιτροπή δεν επιδιώκει να αποδείξει παράβαση ως προς κάθε ένα από τα δελτία TIR που απαρίθμησε ενώπιον του Δικαστηρίου και ελλείψει αιτήματος στηριζομένου σε αριθμητικά στοιχεία, δεν χρειάζεται, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, να προσδιοριστεί το ποσό των οφειλομένων τόκων υπερημερίας.

105   Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου:

–       παραλείποντας να προβεί στη λογιστική εγγραφή ή προβαίνοντας σε καθυστερημένη εγγραφή των ιδίων πόρων που απορρέουν από δελτία TIR που δεν έχουν εξοφληθεί κανονικά, καταχωρίζοντας τους πόρους αυτούς στη λογιστική Β αντί να τους εγγράψει στη λογιστική Α, με συνέπεια τη μη εμπρόθεσμη απόδοση των συναφών ιδίων πόρων στην Επιτροπή,

–       αρνούμενο να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί των ποσών που οφείλει στην Επιτροπή,

παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 9, 10 και 11 του κανονισμού 1150/2000, ο οποίος, από 31ης Μαΐου 2000, κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό 1552/89, με το ίδιο αντικείμενο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

106   Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Επιτροπή ζήτησε να καταδικαστεί το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα, το δε τελευταίο ηττήθηκε κατά τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του, το Βασίλειο του Βελγίου πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Παραλείποντας να προβεί στη λογιστική εγγραφή ή προβαίνοντας σε καθυστερημένη εγγραφή των ιδίων πόρων που απορρέουν από δελτία TIR που δεν έχουν εξοφληθεί κανονικά, καταχωρίζοντας τους πόρους αυτούς στη λογιστική Β αντί να τους εγγράψει στη λογιστική Α, με συνέπεια τη μη εμπρόθεσμη απόδοση των συναφών ιδίων πόρων στην Επιτροπή,

αρνούμενο να καταβάλει τόκους υπερημερίας επί των ποσών που οφείλει στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ,

το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6, 9, 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 94/728/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, ο οποίος, από 31ης Μαΐου 2000, κατάργησε και αντικατέστησε τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) 1552/89 του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 1989, για την εφαρμογή της απόφασης 88/376/ΕΟΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων, με το ίδιο αντικείμενο.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3)      Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top