EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0338

Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991.
Organisationen Danske Slagterier ενεργούσα για λογαριασμό της Jydske Andelsslagteriers Konservesfabrik AmbA (Jaka) κατά Landbrugsministeriet.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Østre Landsret - Δανία.
Ανωτέρα βία - Διακοπή προμηθεύσεως λόγω απεργίας.
Υπόθεση C-338/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02315

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:192

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-338/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομοθετικό πλούσιο

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ) 3183/80 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1980, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/022, σ. 66), εκδόθηκε από την Επιτροπή βάσει εξουσιοδοτήσεως προκύπτουσας κυρίως από τα άρθρα 12, παράγραφος 2,15, παράγραφος 5, 16, παράγραφος 6, και 24 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2727/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των σιτηρών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/013, σ. 158), και των αντιστοίχων διατάξεων των λοιπών κανονισμών περί της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα των γεωργικών προϊόντων. Δυνάμει του άρθρου του 1, οι διατάξεις του κανονισμού 3183/80 εφαρμόζονται, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπουν παρεκκλίσεις, επί όλων των πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού που εκδίδονται στο πλαίσιο των κοινών οργανώσεων αγοράς.

Το ζήτημα της ανωτέρας βίας ρυθμίζεται από τις διατάξεις του μέρους 6 του τίτλου III του κανονισμού 3183/80. Ειδικότερα, το άρθρο 36 ορίζει:

« 1.

Εφόσον η εισαγωγή ή η εξαγωγή δεν δύναται να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού λόγω ανωτέρας βίας, ο δικαιούχος του πιστοποιητικού ζητεί είτε την παράταση του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού, είτε την ακύρωση του πιστοποιητικού από τον αρμόδιο εκδόσαντα οργανισμό του κράτους μέλους και φέρει την απόδειξη των περιστάσεων που θεωρούνται ανωτέρας βίας.

2.

Αίτηση παρατάσεως του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού, που έχει κατατεθεί μετά περισσότερες από τριάντα ημέρας από της λήξεως της προθεσμίας ισχύος του πιστοποιητικού, δεν γίνεται δεκτή.

3.

Εφόσον επικαλεσθεί κάποιος περίσταση που θεωρείται περίπτωση ανωτέρας βίας και έχει σχέση με τη χώρα προελεύσεως, εφόσον πρόκειται για εισαγωγή ή, με τη χώρα προορισμού, εφόσον πρόκειται για εξαγωγή, η περίσταση αυτή δεν δύναται να γίνει δεκτή παρά εάν η χώρα προελεύσεως ή προορισμού είχαν επισημανθεί εγκαίρως στον οργανισμό που έχει εκδώσει το πιστοποιητικό ή σε άλλον επίσημο οργανισμό του ιδίου κράτους μέλους.

Η ένδειξη της χώρας προελεύσεως ή προορισμού θεωρείται ότι έχει ανακοινωθεί εγκαίρως, εάν τη στιγμή της ανακοινώσεως η δήλωση της επικαλουμενης περιπτώσεως ανωτέρας βίας δεν ήταν ακόμα δυνατό να προβλεφθεί από τον αιτούντα.

4.

Ο αρμόδιος οργανισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αποφασίζει εάν η προβαλλομενη περίσταση αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας. »

Το άρθρο 37 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

« 1.

Εφόσον η προβαλλόμενη περίσταση αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, ο αρμόδιος οργανισμός του κράτους μέλους που εκδίδει το πιστοποιητικό αποφασίζει, είτε ότι ακυρώνεται η υποχρέωση εισαγωγής ή εξαγωγής αποδεσμευομένης της ασφαλείας, είτε ότι η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού παρατείνεται κατά το διάστημα που κρίνεται αναγκαίο λόγω της προβαλλομένης περιστάσεως η παράταση δύναται να λάβει χώρα μετά τη λήξη ισχύος του τίτλου. Η απόφαση του αρμοδίου οργανισμού δύναται να είναι διάφορος από την απόφαση την οποία έχει ζητήσει ο δικαιούχος του πιστοποιητικού. Στην περίπτωση κατά την οποία ζητάται η ακύρωση πιστοποιητικού που φέρει εκ των προτέρων καθορισμό και η οποία έχει κατατεθεί μετά από περισσότερες από τριάντα ημέρες από της λήξεως ισχύος του πιστοποιητικού, ο αρμόδιος οργανισμός δύναται να αποφασίσει, αντί της ακυρώσεως, την παράταση της διάρκειας ισχύος του πιστοποιητικού, εάν το ποσοστό που καθορίζεται εκ των προτέρων, περιλαμβανομένων και των πιθανών προσαρμογών, είναι κατώτερο από το ποσοστό της ημέρας στην περίπτωση καταβολής του ποσού ή ανώτερο από το ποσοστό της ημέρας στην περίπτωση εισπράξεως του ποσού.

2.

Η απόφαση ακυρώσεως ή παρατάσεως προορίζεται στην ποσότητα του προϊόντος που δεν έγινε δυνατό να εισαχθεί ή να εξαχθεί λόγω περιπτώσεως ανωτέρας βίας.

3.

Η ενδεχόμενη παράταση του πιστοποιητικού αποτελεί το αντικείμενο θεωρήσεως του εκδίδοντος οργανισμού που τίθεται στο πιστοποιητικό και, ενδεχομένως, στα αποσπάσματά του, και των αναγκαίων προσαρμογών.

4.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 9, παράγραφος 1, σε περίπτωση παρατάσεως της διάρκειας ισχύος πιστοποιητικού που περιέχει καθορισμό εκ των προτέρων, τα δικαιώματα που απορρέουν από το πιστοποιητικό είναι αμεταβίβαστα· εντούτοις, εφόσον το δικαιολογεί η περίπτωση ανωτέρας βίας, επιτρέπεται η μεταβίβαση εφόσον ζητείται τον ίδιο χρόνο που ζητείται και η παράταση.

5.

Το κράτος μέλος το οποίο αντικαθιστά ο αρμόδιος οργανισμός αναφέρει στην Επιτροπή την περίπτωση ανωτέρας βίας, η οποία πληροφορεί σχετικά άλλα κράτη μέλη. »

Από την 1η Ιανουαρίου 1989, ο κανονισμός 3183/80 έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3719/88 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 1988, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 331, σ. 1 ). Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού αυτού περιλαμβάνουν διατάξεις περίπου ανάλογες προς αυτές των αντιστοίχων άρθρων του καταργηθέντος κανονισμού.

2. Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

Η δανική εταιρία Jydske Andelsslagteriers Konservesfabrik Amb Α (στο εξής: Jaka), που ανήκει από κοινού σε τρία σφαγεία κείμενα στην Γιουτλάνδη, ασχολείται με την παρασκευή κονσερβών. Εξάγει ιδίως ζαμπόν κυρίως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Λαμβάνει τις πρώτες της ύλες κυρίως από τα τρία σφαγεία που είναι και οι ιδιοκτήτες της, έναντι των οποίων η Jaka δεσμεύεται με την υποχρέωση να αγοράζει την παραγωγή τους.

Η Jaka έχει στις Ηνωμένες Πολιτείες έναν σταθερό πελάτη προς τον οποίον εξάγει διαρκώς κονσέρβες ζαμπόν. Ο πελάτης αυτός αγοράζει ό,τι η Jaka εξάγει στην αμερικανική αγορά σε τιμές που έχουν καθοριστεί μεταξύ των συμβαλλομένων για μια ορισμένη περίοδο. Για να μπορεί ακριβώς η Jaka να είναι βέβαιη ότι οι τιμές της έχουν καλώς υπολογιστεί χρησιμοποιεί ευρέως πιστοποιητικά περιέχοντα προκαθορισμό επιστροφών εξαγωγής. Οι αιτήσεις για πιστοποιητικά υποβάλλονται κατά νόμο στο Landbrugsministeriet (δανικό Υπουργείο Γεωργίας) το οποίο διαχειρίζεται, στις αρχές κάθε μήνα, τους κοινοτικούς μηχανισμούς παρεμβάσεως κατά τρόπο ώστε η καθορισμένη ποσότητα να αντιστοιχεί στις εξαγωγές που έχουν προβλεφθεί για τον τελευταίο μήνα της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού.

Έτσι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1985, η Jaka υπέβαλε αιτήσεις για πιστοποιητικά στις 2 Ιανουαρίου, στις 5 Φεβρουαρίου και την 1η Μαρτίου. Επί πλέον, υπέβαλε αίτηση, στις 25 Φεβρουαρίου 1985, για το αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς της κυρίας δίκης πιστοποιητικό το οποίο αφορούσε 700000 χλγρ. προϊόντων ζαμπόν και του οποίου η ισχύς έληγε στις 31 Μαΐου 1985. Η πρόσθετη αυτή αίτηση οφείλετο στο γεγονός ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις του σχετικού τομέα είχαν καθιερώσει, όσον αφορά τις εξαγωγές με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένα σύστημα εκουσίων ποσοστόσεων, πλην όμως ήταν φανερό, κατά τα τέλη Φεβρουαρίου, ότι το σύστημα αυτό δεν θα διατηρούνταν και ότι οι συντελεστές επιστροφών παρουσίαζαν τάση μειώσεως. Πράγματι, οι συντελεστές αυτοί παρουσίαζαν, κατά το πρώτο εξάμηνο του 1985, την ακόλουθη εξέλιξη:

από τις 9 Ιανουαρίου 1985: 3,11 δανικές κορώνες ( DKR ) ανά χλγρ·

από τις 22 Μαρτίου 1985: 1,13 DKR ανά χλγρ·

από τις 14 Μαΐου 1985: 0,50 DKR ανά χλγρ.

Κατά τους πρώτους μήνες του 1985, άρχισαν διαπραγματεύσεις στη Δανία, μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σχετικά με την ανανέωση συλλογικών συμβάσεων που αφορούσαν το 80 ο/ο των μισθωτών και έληγαν, στις περισσότερες περιπτώσεις, την 1η Μαρτίου 1985. Σύμφωνα με τη δανική νομοθεσία, όταν μια συλλογική σύμβαση εκπνέει και δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, μπορούν να κηρυχθούν απεργίες ή ανταπεργίες υπό την προϋπόθεση ότι προηγείται μία πρώτη και στη συνέχεια μία δεύτερη προαναγγελία με την οποία διευκρινίζονται οι σχετικοί κλάδοι και θέσεις απασχολήσεως. Σύμφωνα με τον νόμο 559 της 21ης Δεκεμβρίου 1971, σχετικά με τη διευθέτηση εργασιακών συγκρούσεων, ο οριζόμενος από το κράτος μεσολαβητής μπορεί να επιβάλει την αναστολή των απεργιών και, κατόπιν διαπραγματεύσεως με τους κοινωνικούς εταίρους, να τους υποβάλει σχετική πρόταση την οποία αυτοί υποχρεούνται να διαβιβάσουν στα μέλη τους. Στην περίπτωση που η διαφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων παρατείνεται, το Folketing (Δανικό Κοινοβούλιο) μπορεί να παρατείνει, με ορισμένες τροποποιήσεις, τις λήγουσες συμβάσεις.

Στις 13 Φεβρουαρίου 1985, η κύρια δανική οργάνωση μισθωτών, η Landsorganisationen (στο εξής: LO), κατέθεσε στην Dansk Arbejdsgiverforening (Συνομοσπονδία Δανών Εργοδοτών, στο εξής: DA ), μια πρώτη προαναγγελία απεργίας η οποία ακολουθήθηκε, στις 21 Φεβρουαρίου, από δεύτερη προαναγγελία. Οι απεργίες επρόκειτο ν' αρχίσουν στις 4 Μαρτίου 1985, αλλ' αναβλήθηκαν από τον κρατικό μεσολαβητή ο οποίος συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους μέχρι τις 21 Μαρτίου 1985. Κατά την ημερομηνία εκείνη, ο μεσολαβητής έκρινε ότι οι διαφορές μεταξύ των εταίρων ήταν τόσο μεγάλες ώστε δεν ήταν σκόπιμο να υποβάλει πρόταση διευθετήσεως. Κατά συνέπεια, από τις 24 Μαρτίου 1985, άρχισαν οι απεργίες και οι ανταπεργίες για τις οποίες είχε γίνει προαναγγελία.

Καίτοι δεν αφορούσαν τα σφαγεία και την παρασκευή κονσερβών της Jaka, οι απεργίες επηρέασαν ωστόσο τις επιχειρήσεις που διασφάλιζαν τη μεταφορά ζώων μέχρι τα σφαγεία, τη μεταφορά κρεάτων από τα σφαγεία καθώς και τον καθαρισμό των τελευταίων. Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος για τον οποίο τα σφαγεία, συμπεριλαμβανομένων των τριών ιδιοκτητών της Jaka, αναγκάστηκαν να κλείσουν και, επομένως, να διακόψουν τις παραδόσεις τους προς τη Jaka. Καίτοι σε απεργίες που είχαν κηρυχθεί κατά τη διάρκεια προηγουμένων διαπραγματεύσεων τα συνδικάτα είχαν επιτρέψει να εξαιρεθούν ορισμένοι τομείς, και συγκεκριμένα ο τομέας της μεταφοράς ζώων από τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις μέχρι τα σφαγεία, κάτι τέτοιο δεν συνέβη όσον αφορά τις απεργίες του Μαρτίου 1985. Τέτοια εξαίρεση δεν μπορούσε να επιτραπεί παρά μόνο στο πλαίσιο της δεύτερης προαναγγελίας απεργίας ή κατόπιν αιτήσεως που θα υποβαλλόταν μεταγενέστερα από τους εκπροσώπους των ιδιοκτητών γεωργικών εκμεταλλεύσεων.

Κατόπιν τούτου, η Jaka βρέθηκε με περιορισμένα αποθέματα και δεν μπόρεσε να προβεί σε αγορές προς αντικατάσταση των 60000 χλγρ. που της έλειπαν. Έτσι, αναγκάστηκε να διακόψει περί την 1η Απριλίου 1985 τις δραστηριότητες της λόγω ελλείψεως πρώτων υλών. Για να παύσουν οι απεργίες που έπλητταν ζωτικούς τομείς της κοινωνίας, το Folketing ψήφισε τον νόμο 123 της 31ης Μαρτίου 1985, δυνάμει του οποίου οι συλλογικές συμβάσεις παρατάθηκαν, με ορισμένες τροποποιήσεις, για δύο χρόνια. Εξάλλου, καθιερώθηκε μια ειδική υποχρέωση κοινωνικής γαλήνης, οπότε οι υφιστάμενες απεργίες και ανταπεργίες κατέστησαν, από την έναρξη ισχύος του νόμου, την 1η Απριλίου 1985, παράνομες.

Μόλις από τις 15 Απριλίου 1985 κατέστη δυνατό να επαναρχίσει η προοδευτική λειτουργία του εργοστασίου της Jaka, καθώς ξανάρχισε και η εργασία στα σφαγεία. Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε, η Jaka δεν μπόρεσε να παραγάγει την ποσότητα κονσερβών που ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση, εντός των προθεσμιών, της υποχρεώσεώς της για εξαγωγή σύμφωνα με το προαναφερθέν πιστοποιητικό εξαγωγής. Όπως προκύπτει από πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της κύριας δίκης, αν δεν είχε γίνει η απεργία, η παραγωγική ικανότητα της Jaka θα είχε επαρκέσει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της καθώς και των άλλων συμβατικώς αναληφθεισών δεσμεύσεων. Αντιθέτως, μετά την κήρυξη της απεργίας, ήταν αδύνατο να είχε συμπληρωθεί, πριν από τον Ιούλιο, η παραγωγή που προοριζόταν για εξαγωγή στο πλαίσιο του επιμάχου πιστοποιητικού, και αυτό έστω και αν είχε εντατικοποιηθεί κατόπιν μιας εξαιρετικά έντονης προσπα θειας στο πλαίσιο του υφισταμένου εξοπλισμού. Σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η Jaka δεν μπορούσε να προμηθευτεί πρώτες ύλες ή τελικά προϊόντα από τρίτους.

Η απεργία υποχρέωσε τη Γενική Διεύθυνση Κοινοτικών Υποθέσεων του Landbrugsministeriet να παρατείνει την ισχύ των πιστοποιητικών εξαγωγής με προκαθορισμό επιστροφής που έληγαν κατά τα τέλη Μαρτίου 1985, με αποτέλεσμα η σχετική παράταση να ισχύσει μέχρι διάφορες ημερομηνίες, κατά τον Απρίλιο, όσον αφορά την πλειονότητα των πιστοποιητικών, και μέχρι διάφορες ημερομηνίες, κατά τον Μάιο, όσον αφορά ορισμένα άλλα πιστοποιητικά, αλλά σε καμιά περίπτωση πέραν του Μαΐου 1985. Στις 3 Ιουνίου 1985, η Jaka ζήτησε την παράταση, μέχρι τις 12 Ιουλίου, της διάρκειας ισχύος του προαναφερθέντος πιστοποιητικού. Η αρμόδια γενική διεύθυνση, κρίνοντας ότι τα αποτελέσματα της απεργίας δεν μπορούσαν να διαρκέσουν επί τόσο χρόνο, απέρριψε την αίτηση αυτή με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 1985. Ωστόσο, ενόψει των περιστάσεων, έπαυσαν να υφίστανται οι απορρέουσες από το πιστοποιητικό υποχρεώσεις και η εγγύηση αποδεσμεύθηκε. Στη συνέχεια, η γενική διεύθυνση αναγνώρισε ότι επρόκειτο για λάθος, διότι μόνο λόγω ανωτέρας βίας είναι δυνατή η εξαφάνιση των υποχρεώσεων και η αποδέσμευση της εγγυήσεως. Εντούτοις, η απόφαση περί αποδεσμεύσεως της εγγυήσεως δεν ανακλήθηκε λόγω του ότι, σύμφωνα με τη διοικητική πρακτική στη Δανία, μια πράξη των αρχών που έχει εκδοθεί προς όφελος ενός ιδιώτη δεν μπορεί να τροποποιηθεί κατά δυσμενή γι' αυτόν τρόπο. Με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 1985, η Jaka υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί μη παρατάσεως της ισχύος του πιστοποιητικού. Ωστόσο, στις 2 Οκτωβρίου 1985, ο Δανός υπουργός Γεωργίας επιβεβαίωσε την απόφαση του.

Κατόπιν της αρνήσεως που συνάντησε στις 14 Ιουνίου 1985 η αίτηση της περί παρατάσεως, η Jaka αποφάσισε να εξαγάγει τα εμπορεύματά της υπό την κάλυψη άλλων πιστοποιητικών προκαθορισμού επιστροφών. Στις 26 Ιουλίου 1985, ολοκλήρωσε την εξαγωγή των κονσερβών που έπρεπε να εξαχθούν δυνάμει του επιμάχου πιστοποιητικού. Δεδομένου ότι η ισχύς του εν λόγω πιστοποιητικού δεν παρατάθηκε, η Jaka έλαβε μόνο την επιστροφή των 0,50 DKR ανά χλγρ. ζαμπόν που ίσχυε μετά τις 14 Μαΐου. Η εν λόγω εταιρία ισχυρίζεται ότι η σχετική ζημία της ανέρχεται σε 1321984,30 DKR. Πρέπει ακόμα να προστεθεί ότι στις 5 Νοεμβρίου 1985 η Jaka επεξέτεινε μέχρι τις 26 Ιουλίου 1985 τον χρόνο παρατάσεως που είχε ζητήσει με την πρώτη της αίτηση ώστε να καλυφθεί η οριστική ημερομηνία εξαγωγής.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1987, η Organisationen Danske Slagterier (Επαγγελματική Ένωση Δανικών Σφαγείων, στο εξής: ODS) προσέφυγε, ενεργώντας κατ' εντολήν της Jaka, ενώπιον του Østre Landsret κατά του Landbrugsministeriet, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η Jaka εμποδίστηκε, λόγω ανωτέρας βίας, να πραγματοποιήσει τις εξαγωγές που προβλέπονταν από το επίμαχο πιστοποιητικό, ότι, όπως ήταν επόμενο, ο υπουργός ήταν υποχρεωμένος να παρατείνει την ισχύ του πιστοποιητικού αυτού μέχρι τις 26 Ιουλίου 1985 και ότι η πραγματοποιηθείσα τον Ιούλιο του 1985 εξαγωγή παρείχε στη Jaka δικαίωμα για τις επιστροφές εξαγωγής που είχαν καθοριστεί από το πιστοποιητικό. Η ODS ζήτησε επίσης την καταβολή τόκων από 26 Ιουλίου 1985. Το Landbrugsministeriet ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής αμφισβητώντας την ύπαρξη περιπτώσεως ανωτέρας βίας καθώς και την υποχρέωση παρατάσεως της διαρκείας ισχύος του πιστοποιητικού.

3. Τα προδικαστικά ερωτήματα

Με Διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 1989, το Østre Landsret αποφάσισε την αναστολή της ενώπιόν του διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

« 1)

Πρέπει τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας όταν ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως, η οποία έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού, παύει λόγω νόμιμης απεργίας σε άλλες επιχειρήσεις, εφόσον από την προαναγγελία απεργίας, που είχε ήδη γίνει κατά τον χρόνο υποβολής από την επιχείρηση της αιτήσεως για πιστοποιητικό, φαίνεται ότι η απεργία θα άρχιζε κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, πλην όμως ήταν δυνατό η απεργία να μην έχει επιπτώσεις στην εν λόγω επιχείρηση, ληφθέντος υπόψη ότι τέτοιο ενδεχόμενο μπορούσε, π.χ., να προκύψει από την επανάληψη των διαπραγματεύσεων που θα κατέληγαν σε συμφωνία, από την αναβολή της απεργίας, από το γεγονός ότι, κατ' εξαίρεση, η απεργία δεν αφορούσε ούτε τη μεταφορά ζώων μέχρι την επιχείρηση ούτε την παραλαβή των προϊόντων της, καθώς και από νόμιμη παρέμβαση για την παρεμπόδιση της απεργίας;

2)

Συνεπάγονται τα άρθρα 36 και 37 περιορισμό του χρόνου διαρκείας των αποτελεσμάτων μιας απεργίας η οποία μπορεί να εξομοιωθεί προς ανωτέρα βία, μετά την άρση της διενέξεως, σε περίπτωση όπου η παραγωγική ικανότητα της επιχειρήσεως έχει πλήρως χρησιμοποιηθεί τόσο κατά τον χρόνο ενάρξεως της απεργίας όσο και στη συνέχεια, όπου δεν είναι δυνατή η προσφυγή σε τρίτους για την αγορά των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για την παραγωγή της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου της απεργίας και όπου ούτε η πώληση τελικών προϊόντων σε τρίτους είναι πλέον δυνατή τόσο κατά τη διάρκεια της απεργίας όσο και μετά τη λήξη αυτής;

3)

Είναι δυνατόν να συναχθούν από τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου στοιχεία που να διευκρινίζουν ποια κριτήρια πρέπει ο αρμόδιος οργανισμός να λαμβάνει υπόψη όταν αποφασίζει, σε περίπτωση ανωτέρας βίας και κατ' εφαρμογήν του άρθρου 37, την εξάλειψη της υποχρεώσεως για εξαγωγή και την αποδέσμευση της εγγύησης ή την παράταση, κατόπιν αιτήσεως του εξαγωγέα, του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού προκαθορισμού;

4)

Μπορεί ο αρμόδιος οργανισμός να ασκεί τη διακριτική του εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη σπουδαιότητα των διαφόρων στοιχείων που πρέπει να έχει, σύμφωνα με την απάντηση στο ερώτημα 3, υπόψη όταν λαμβάνει την απόφαση του; »

4. Η διαδικασία

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ODS, αιτούσα της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Allan Philip, δικηγόρο Κοπεγχάγης, η Δανική Κυβέρνηση, και κυρίως το Landbrugsministeriet, καθής της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενη από τον Jørgen Molde, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Ole Fentz, Kammeradvokaten στο Υπουργείο Γεωργίας, και τον Søren Skov Knudsen, δικηγόρο Κοπεγχάγης, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Johannes Føns Buhl, νομικό σύμβουλο.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Ζήτησε ωστόσο από την Επιτροπή να καταθέσει ένα έγγραφο, πράγμα που το εν λόγω όργανο έπραξε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

1. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα

Σύμφωνα με την ODS, αιτούσα της κύριας δίκης, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία ότι η απεργία υπάγεται στις ασυνήθεις και απρόβλεπτες εξωτερικές περιστάσεις επί των οποίων οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να ασκήσουν καμιά επιρροή και οι οποίες καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων. Ασφαλώς ο κανονισμός 3183/80 δεν καθορίζει ούτε την έννοια της ανωτέρας βίας ούτε αναφέρει χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπως γινόταν με άλλους προηγούμενους κανονισμούς [ βλ., π.χ., τον κανονισμό 102/64/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1964, περί των πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής για τα σιτηρά, τα μεταποιημένα με βάση τα σιτηρά προϊόντα, το ρύζι, τα θραύσματα και τα μεταποιημένα με βάση το ρύζι προϊόντα (JO 1964, 126, σ. 2125) τον κανονισμό 473/67/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 1967, περί των πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής για τα σιτηρά, τα μεταποιημένα με βάση τα σιτηρά προϊόντα, το ρύζι, τα θραύσματα και τα μεταποιημένα με βάση το ρύζι προϊόντα (JO 1967, 204, σ. 16)]. Ωστόσο, η απεργία ήδη περιλαμβανοταν μεταξύ των γεγονότων που μπορούν να θεωρηθούν ως περίπτωση ανωτέρας βίας στο άρθρο 8 του κανονισμού 102/64 και στο άρθρο 9 του κανονισμού 473/67.

Ομοίως, τα κράτη μέλη θεωρούν την απεργία ως γεγονός ικανό να δημιουργήσει περίπτωση ανωτέρας βίας, όπως καταδεικνύεται και από την αναγνώριση περί της οποίας γίνεται μνεία στο άρθρο 20, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 193/75 της Επιτροπής, της 17ης Ιανουαρίου 1975, περί κοινών λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/011, σ. 161 ).

Εν προκειμένω, οι δανικές αρχές θεώρησαν την εν λόγω απεργία ως περίπτωση ανωτέρας βίας, εφόσον η ισχύς ορισμένων πιστοποιητικών προκαθορισμού της αιτούσας και άλλων εξαγωγέων παρατάθηκε μέχρι τον Μάιο του 1985. Ακόμα και όσον αφορά το επίμαχο πιστοποιητικό, η άρνηση παρατάσεως του μετά τις 31 Μαΐου 1985 αιτιολογήθηκε από το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να επεκταθούν μετά την ημερομηνία αυτή τα αποτελέσματα της εργασιακής συγκρούσεως της ανοίξεως, πράγμα που δεικνύει ότι, μέχρι τις 31 Μαΐου, η απεργία θεωρούνταν ως περίπτωση ανωτέρας βίας. Το πρώτο ερώτημα του Østre Landsret προϋποθέτει επίσης ότι η απεργία μπορεί να αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας και ζητείται με αυτό να διευκρινιστεί αν υφίστανται υποκειμενικές περιστάσεις ικανές να αποκλείσουν την περίπτωση ανωτέρας βίας στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση. Αντιθέτως, δεν αμφισβητείται ότι το γεγονός είναι απολύτως ξένο προς τον βαρυνόμενο με την υποχρέωση, δεδομένου ότι η Jaka ουδόλως μπορούσε να επηρεάσει την κηρυχθείσα απεργία.

Τέλος, το γεγονός ότι η απεργία μπορεί να αποτελεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, περίπτωση ανωτέρας βίας προκύπτει και από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1988, 70/86, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1988, σ. 3545, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz στην ίδια υπόθεση).

Προκειμένου περί των υποκειμενικών περιστάσεων που επιτρέπουν την επίκληση περιπτώσεως ανωτέρας βίας, πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα αν η Jaka όφειλε να δείξει μεγαλύτερη επαγρύπνηση όταν, κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1985, υπέβαλε την αίτηση της για πιστοποιητικό προκαθορισμού της επιστροφής πιστεύοντας ότι η κατάσταση θα είναι σταθερή όσον αφορά τους εφοδιασμούς. Ειδικότερα, τίθεται το ερώτημα αν η Jaka έπρεπε τότε να θεωρήσει ότι η απεργία ήταν τόσο πιθανή ώστε να μην μπορεί να υπολογίζει ότι θα μπορούσε να πετύχει παραγωγή ανάλογη προς τη συνήθη.

Για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο πρώτο ερώτημα, είναι ανάγκη να εξεταστεί το δανικό σύστημα συλλογικών συμβάσεων καθώς και η λειτουργία του. Κατά τα τελευταία είκοσι έτη, δηλαδή κατά τις δέκα τελευταίες διαπραγματεύσεις διετών συμβάσεων, ο νομοθέτης επενέβη στο 40% των περιπτώσεων είτε για να σταματήσει ήδη κηρυχθείσες απεργίες είτε για να εμποδίσει την κήρυξη τους, ενώ έγιναν απεργίες όσον αφορά το 30°/ο των περιπτώσεων. Σε όλες, πλην δύο, από τις περιπτώσεις, ο μεσολαβητής έκανε χρήση του δικαιώματός του να μεταθέσει για αργότερα την ημερομηνία ενάρξεως απεργίας που είχε αποτελέσει το αντικείμενο προαναγγελίας. Στη μία από τις δύο περιπτώσεις όπου δεν υπήρξε αναβολή, έγινε απεργία, ενώ στην άλλη η σύμβαση συνάφθηκε χωρίς να κηρυχθεί απεργία.

Η Jaka αποτελεί μέλος της Ενώσεως Γεωργικών Εργοδοτών (στο εξής: SALA), η οποία είχε συνάψει σύμβαση'με την ένωση (εργαζομένων) στον τομέα της διατροφής και της καταναλώσεως, η οποία έληγε στις 31 Μαρτίου 1985. Λαμβανομένων υπόψη τόσο του τομέα που καλυπτόταν από τη σύμβαση μεταξύ της DA και της LO όσο και τον τομέα που διεπόταν από τη σύμβαση μεταξύ της SALA και της Ενώσεως του τομέα διατροφής και καταναλώσεως, μπορούσαν να ξεσπάσουν απεργίες οποιαδήποτε στιγμή μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 1ης Ιουνίου, υπό την επιφύλαξη ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, ο νομοθέτης δεν επενέβαινε για να εμποδίσει την απεργία.

Η προαναγγελία αυτή παύσεως εργασίας κατά τον χρόνο ανανεώσεως των συμβάσεων αποτελεί σύνηθες φαινόμενο και έχει καταστεί αναγκαία από το γεγονός ότι ot συλλογικές διαπραγματεύσεις τερματίζονται ως επί το πλείστον την τελευταία ακριβώς στιγμή πριν από τη λήξη της συμβάσεως. Επομένως, για να είναι δυνατή η κήρυξη απεργίας κατά τη λήξη της συμβάσεως, πρέπει η προαναγγελία να έχει γίνει καθόν χρόνον εκκρεμούν ακόμα οι διαπραγματεύσεις. Κατά τα 30 τελευταία έτη, όλες οι διαπραγματεύσεις για συλλογικές συμβάσεις συνοδεύονταν και από προαναγγελία απεργίας. Εξάλλου, απαγορεύεται η παροχή πληροφοριών σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο του μεσολαβητικού οργάνου, οπότε οι εξαγωγείς πρέπει να αρκούνται, για την εκτίμηση της πιθανότητας απεργίας, στις φήμες. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμα και αυτός που επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επαγρύπνηση και προνοητικότητα δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα την κήρυξη μιας απεργίας. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον χρόνο των προαναγγελιών, η απεργία δεν είναι ούτε βέβαιη ούτε καν λίαν πιθανή, οπότε είναι αδύνατο να προβλεφθούν ποιες θα είναι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ακόμα η ημερομηνία ενάρξεως και η διάρκεια της απεργίας.

Επομένως, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Jaka δεν έδωσε σημασία στις προαναγγελίες απεργίας όταν ζήτησε, όπως συνήθιζε, πιστοποιητικά περιέχοντα προκαθορισμό επιστροφών. Πράγματι, οι πληροφορίες που είχε όσον αφορά την πιθανότητα απεργίας ήταν τόσο αβέβαιες ώστε θα αποτελούσε ανευθυνότητα εκ μέρους της να αρνηθεί εκ του λόγου αυτού παραγγελίες. Αφενός, η Jaka, ως μη αποτελούσα μέλος της DA, δεν μπορούσε να έχει άμεσες πληροφορίες. Αφετέρου, ο δανικός τύπος δεν αποτελεί όργανο ενημερώσεως αρκετά έγκυρο για τον προσανατολισμό των ενεργειών των επιχειρήσεων.

Θα ήταν απολύτως αυθαίρετο να προσδοθεί αποφασιστική σημασία στις ημερομηνίες των προαναγγελιών απεργίας, δηλαδή τις 13 και 21 Φεβρουαρίου. Τόσο πριν όσο και μετά την προαναγγελία, οι επιχειρηματίες γνωρίζουν ότι διεξάγονται διαπραγματεύσεις και ότι αυτές μπορεί να έχουν κατάληξη την απεργία. Αν ήταν δυνατό ο εισαγωγέας που υπέβαλε την αίτηση του μία ημέρα πριν από την ημερομηνία προαναγγελίας να εξασφαλίζεται έναντι της αλλαγής του συντελεστή των επιστροφών, ενώ άλλοι εξαγωγείς, που έλαβαν παραγγελίες μετά την ημερομηνία εκείνη, να μην έχουν αυτήν τη δυνατότητα, αυτό θα συνεπαγόταν στρέβλωση των όρων ανταγωνισμού. Η απλή γνώση του ότι μπορεί να κηρυχθεί απεργία δεν αρκεί για να αποκλειστεί η εφαρμογή των διατάξεων περί ανωτέρας βίας. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν αδύνατο για τους Δανούς εξαγωγείς γεωργικών προϊόντων να επιτυγχάνουν προκαθορισμό επί μια περίοδο που μπορεί να εκτείνεται από τον Δεκέμβριο του προηγουμένου της εκπνοής των συμβάσεων έτους μέχρι τον Μάρτιο ή τον Ιούνιο του επομένου έτους.

Ουδεμία υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κυρίας δίκης και της καταστάσεως επί της οποίας αποφάνθηκε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση 70/86. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η απεργία μπορούσε σαφώς να έχει προβλεφθεί λόγω των προηγουμένων απεργιών και της αναγγελίας νέων απεργιών. Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η πραγματοποίηση απεργίας δεν ήταν περισσότερο πιθανή απ' ό,τι συμβαίνει συνήθως επ' ευκαιρία συλλογικών διαπραγματεύσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν οι θέσεις του δανικού Υπουργείου Γεωργίας των οποίων συνέπεια θα ήταν να καθίστανται οι προκαθορισμοί αδύνατοι στην πράξη από το τέλος του έτους που προηγείται της ανανεώσεως των συμβάσεων. Αντιθέτως, επιβάλλεται να θεωρηθεί ότι οι επιχειρηματίες πρέπει να επαγρυπνούν ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζουν αν, κατά το χρονικό σημείο της υποβολής μιας αιτήσεως για χορήγηση πιστοποιητικού με προκαθορισμό, οι πιθανότητες κηρύξεως απεργίας είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερες απ' ό,τι στο πλαίσιο της συνήθους εξελίξεως των συλλογικών συμβάσεων.

“ Οπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι κανόνες που προβλέπουν την απώλεια της εγγυήσεως σε περίπτωση μη πραγματοποιήσεως των προγραμματισθεισών, σύμφωνα με το πιστοποιητικό, συναλλαγών δεν συμβιβάζονται με την αρχή της αναλογικότητας παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι δυνατή η επίκληση των περιπτώσεων ανωτέρας βίας (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 11/70, Internationale Handelsgesellschaft, Sml. 1970, σ. 235, και 25/70, Köster, Smi. 1970, σ. 259' απόφαση της 29ης Απριλίου 1982, 147/81, Merkur, Συλλογή 1982, σ. 1389 ). Από την ανάλυση των δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων που εμπλέκονται στις περιπτώσεις προκαθορισμού καταδεικνύεται ότι η αρχή της αναλογικότητας αποκλείει την αυστηρή εκτίμηση της ανωτέρας βίας όσον αφορά τόσο τις πλέον σημαντικές τεχνικές πτυχές του συστήματος προκαθορισμού, την εκτίμηση του βαθμού επαγρυπνήσεως και των θυσιών που πρέπει να απαιτούνται από κάθε επιχειρηματία, όσο και τα εμπόδια στην ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου που ανακύπτουν εν προκειμένω. Πράγματι, θεωρείται δεδομένο ότι σχετικές με την εκτίμηση της ανωτέρας βίας απαιτήσεις πρέπει να είναι λιγότερο αυστηρές όταν η ανάγκη διασφαλίσεως ενός δημοσίου συμφέροντος είναι λιγότερο έντονη.

Εν προκειμένω, καθώς δεν υφίστατο κανένας κίνδυνος απάτης ή καταχρήσεως, το κύριο συμφέρον της Κοινότητας συνίστατο στην ύπαρξη ασφαλών πληροφοριών όσον αφορά την εξαγωγή και την εισαγωγή γεωργικών προϊόντων. Το σύστημα προκαθορισμού καθιστά δυνατή την εκούσια συνεργασία των επιχειρηματιών, πράγμα που ωστόσο συνεπάγεται ότι η επιχείρηση αναλαμβάνει τη δέσμευση εξαγωγής άλλως υφίσταται κίνδυνος να απολέσει τη συσταθείσα εγγύηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η νομολογία του Δικαστηρίου είναι λιγότερο αυστηρή όσον αφορά την τήρηση των διατυπώσεων όταν ο σκοπός έχει κατ' ουσίαν επιτευχθεί (απόφαση της 15ης Μαΐου 1974, 186/73, Norddeutsches Viehund Fleischkontor, Smi. 1974, σ. 533 της 28ης Μαΐου 1974, 3/74, Pfützenreuter, Smi. 1974, σ. 589 και, σε διαφορετική αλληλουχία, η απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1986, 21/85, Maas, Συλλογή 1986, σ. 3537). Αντιθέτως, η εκτίμηση του Δικαστηρίου είναι αυστηρή όταν πρόκειται για τη διασφάλιση διαφορετικών σκοπών όπως, ιδίως, η πρόληψη απατών ή εκτροπών των μηχανισμών της γεωργικής πολιτικής.

Σε μια κατάσταση όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, το μόνο πράγμα που έχει, σύμφωνα με το δημόσιο συμφέρον, αποφασιστική σημασία είναι ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος ανέλαβε τη δέσμευση εξαγωγής ενεργεί δραστήρια για την πραγματοποίηση των εξαγωγών του και επαγρυπνεί όσον αφορά το ενδεχόμενο της απεργίας. Υπό αυτή την έννοια πρέπει να νοηθούν και οι αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η έννοια της ανωτέρας βίας πρέπει να είναι αρκετά ελαστική ώστε να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γεγονός που συνέβη αλλά και ο βαθμός επαργυπνήσεως του ενδιαφερομένου, τα μέτρα που αυτός έλαβε για να αποφευχθούν οι επιζήμιες λόγω του γεγονότος αυτού συνέπειες καθώς και οι θυσίες στις οποίες το πρόσωπο αυτό όφειλε εν προκειμένω να υποβληθεί (οι προαναφερθείσες αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Internationale Handelsgesellschaft και Köster, και της 29ης Απριλίου 1982, Merkur). Επιπλέον, κατά την εφαρμογή των κανόνων περί ανωτέρας βίας πρέπει να αποφεύγεται ο ανώφελος επηρεασμός του διεθνούς εμπορίου.

Είναι προφανές ότι η εκτίμηση της ανωτέρας βίας δεν πρέπει να καθίσταται αυστηρότερη προκειμένου να επιτυγχάνονται στόχοι άσχετοι με την οργάνωση της οικείας αγοράς, όπως η μείωση του κόστους της κοινής γεωργικής πολιτικής. Καίτοι δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί αν οι δανικές αρχές πράγματι επιδίωκαν εν προκειμένω έναν τέτοιο στόχο, η άποψη τους συνεπάγεται για τους εξαγωγείς δυσανάλογες θυσίες. Εξάλλου, το Landbrugsministeriet δεν υπήρξε συνεπές προς την άποψη του, εφόσον λόγω ακριβώς της απεργίας δέχθηκε την παράταση μέχρι τα τέλη Μαΐου της ισχύος πολλών πιστοποιητικών εξαγωγής. Εξάλλου, αν η κήρυξη απεργίας ήταν τόσο πιθανή ώστε να θεωρηθεί ότι θα εμποδιζόταν η ομαλή πραγματοποίηση των σχετικών με την εξαγωγή πράξεων, οι ίδιες οι αρχές όφειλαν να σταματήσουν να εκδίδουν πιστοποιητικά προκαθορισμού ώστε να μη δημιουργηθούν στους φορολογουμένους προσδοκίες οι οποίες δεν θα μπορούσαν να ευοδωθούν.

Κατά βάθος, η στάση των δανικών αρχών οφείλεται στην αβεβαιότητα που υφίστατο, πράγμα που πρέπει να καταλογιστεί στην Επιτροπή, σχετικά με την εφαρμογή της εννοίας της ανωτέρας βίας. Αφενός, οι περιπτώσεις που είναι δυνατό να συνιστούν ανωτέρα δεν απαριθμούνται πλέον στον κανονισμό 3183/80 αφετέρου, η Επιτροπή δεν επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να της γνωστοποιούν τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας ούτε η ίδια εκπλήρωσε την υποχρέωση της να ενημερώνει σχετικώς τα κράτη μέλη όπως προβλέπεται από το άρθρο 37, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι υπεύθυνες για την εφαρμογή του κανονισμού εθνικές αρχές έμειναν αβοήθητες, με κίνδυνο μεταγενέστερης υπαναχωρήσεως στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ακολουθηθεί, από δανικής πλευράς, μια ασύνετη, αβέβαιη και ασυνεπής εφαρμογή της εννοίας της ανωτέρας βίας περί της οποίας γίνεται μνεία στον κανονισμό, θύμα δε της εφαρμογής αυτής υπήρξε η Jaka. Είναι εξάλλου αληθές ότι η άποψη που εκφράστηκε από το δανικό Υπουργείο Γεωργίας κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης αποτελεί εκ των υστέρων δικαιολόγηση της αυθαίρετης συμπεριφοράς της Διευθύνσεως Κοινοτικών Υποθέσεων.

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα του Østre Landsret πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

« Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι υφίσταται ανωτέρα βία όταν ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως που έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού διακόπτεται λόγω νόμιμης απεργίας σε άλλη επιχείρηση, έστω και αν κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η επιχείρηση αυτή υπέβαλε αίτηση για πιστοποιητικό προκαθορισμού, είχε αναγγελθεί ότι θα κηρυσσόταν απεργία κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, εκτός αν κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως αυτής πιθανολογούνταν, για συγκεκριμένους λόγους, ότι η απεργία θα είχε συνέπειες για την επιχείρηση. »

Η Δανική Κυβέρνηση, και κυρίως το Landbrugsministeriet, καθής της κύριας δίκης, ισχυρίζεται ότι, καίτοι τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 δεν ορίζουν σε ποιες περιπτώσεις υφίσταται ανωτέρα βία, με την πλούσια εν προκειμένω νομολογία του Δικαστηρίου έχουν εισαχθεί σχετικά κριτήρια. Εξάλλου, η νομολογία αυτή επαναλαμβάνεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής C(88) 1696 περί της ανωτέρας βίας στο ευρωπαϊκό γεωργικό δίκαιο (ΕΕ 1988, C 259, σ. 10) και μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

α)

η έννοια της ανωτέρας βίας προϋποθέτει περιστάσεις άσχετες προς τον ενδιαφερόμενο, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι οποίες δεν συνιστούν, στο πλαίσιο των εμπορικών συναλλαγών, συνήθη κίνδυνο·

β)

η περίσταση αυτή πρέπει να έχει συνέπειες που δεν μπορούν, παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια, να αποφευχθούν εκτός αν ληφθούν μέτρα που απαιτούν υπερβολικές θυσίες.

Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τον χρόνο που η επιχείρηση υπέβαλε αίτηση, όφειλε ήδη να γνωρίζει ότι, δεδομένου ότι είχε γίνει και η δεύτερη προαναγγελία, θα κηρυσσόταν απεργία λίγες μέρες αργότερα, εκτός αν επιτυγχανόταν συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ή επενέβαιναν οι αρχές. Σε μια τέτοια κατάσταση, η κήρυξη απεργίας δεν είναι πλέον ούτε ασυνήθης ούτε απρόβλεπτη. Αντιθέτως, πρόκειται για συνήθη εμπορικό κίνδυνο, τον οποίο μια επιχείρηση ενδέχεται να θελήσει να αναλάβει. Εν προκειμένω, αποκλείεται η κατάσταση να εμπίπτει στην ανωτέρα βία, έννοια η οποία αποτελεί εξαίρεση από τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο και πρέπει να ερμηνεύεται στενώς.

Η αβεβαιότητα σχετικά με την κήρυξη απεργιών ως προς τις οποίες έχει γίνει προαναγγελία δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε η κατάσταση αυτή να έχει τον χαρακτήρα ανωτέρας βίας. Έπρεπε να είναι σαφές ότι θα ξεσπούσαν σημαντικές κοινωνικές συγκρούσεις και, δεδομένου ότι η δεύτερη προαναγγελία δεν προέλβεπε εξαίρεση όσον αφορά τις μεταφορές ζώων, η Jaka όφειλε να είναι προετοιμασμένη για το ενδεχόμενο ότι η απεργία θα είχε συνέπειες ως προς αυτήν. Επιπλέον, η Jaka, δεδομένου ότι δεν ήταν γεωργός, δεν μπορούσε να ζητήσει να εξαιρεθούν από την απεργία οι μεταφορές ζώων. Ομοίως δεν είχε καμιά δυνατότητα να ζητήσει νομοθετική επέμβαση σχετικά με την απεργία, πράγμα που είναι γενικώς προφανές πριν η απεργία, λόγω της διαρκείας της, μεταβληθεί σε πρόβλημα της κοινωνίας.

Το επιχείρημα της αιτούσας της κύριας δίκης, ότι δηλαδή, σε περίπτωση που η απεργία δεν θεωρούνταν ως ανωτέρα βία, υπήρχε κίνδυνος ο προκαθορισμός της επιστροφής να μείνει αχρησιμοποίητος αν κηρυχθεί απεργία, είναι άνευ σημασίας. Με τη νομολογία του το Δικαστήριο έχει σαφώς αποστασιοποιηθεί από τέτοιες αποκλειστικά οικονομικής φύσεως θεωρήσεις που είναι ξένες προς την παραδοσιακή έννοια της ανωτέρας βίας. Μόνο ο κοινοτικός νομοθέτης είναι αρμόδιος να προβλέψει, ενδεχομένως, ευρύτερη προστασία των συμφερόντων των επιχειρήσεων.

Κατόπιν τούτου, η δανική κυβέρνηση προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

« Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας όταν, λόγω μιας νόμιμης σε άλλη επιχείρηση απεργίας, παύει ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως που έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού εφόσον η προαναγγελία απεργίας που είχε ήδη γίνει κατά τον χρόνο της υποβολής από την επιχείρηση της αιτήσεως για πιστοποιητικό συνεπαγόταν ότι η απεργία θα κηρυσσόταν κατά την περίοδο ισχύος του πιστοποιητικού, έστω και αν ήταν δυνατό να μην έχει η απεργία επιπτώσεις όσον αφορά την εν λόγω επιχείρηση. »

Κατά την Επιτροπή, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όσον αφορά την ερμηνεία της εννοίας της ανωτέρας βίας που εφαρμόζεται στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ότι η απώλεια της εγγυήσεως που παρέχεται από τον δικαιούχο ενός πιστοποιητικού έναντι του προκαθορισμού του ποσού της επιστροφής ή έναντι της παρεμβάσεως την οποία μπορεί να αξιώσει, δεν έχει τον χαρακτήρα προστίμου ή κυρώσεως. Το σύστημα εγγυοδοσίας διασφαλίζει την ελεύθερη από τον κάτοχο ενός πιστοποιητικού αναλαμβανόμενη δέσμευση. Το σύστημα αυτό είναι σύμφωνο προς τα άρθρα 40, παράγραφος 3, και 43 της Συνθήκης και αποτελεί το ενδεδειγμένο μέτρο για την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως των αγορών των γεωργικών προϊόντων.

Ο κανονισμός 3183/80 περιλαμβάνει, στα άρθρα του 36 και 37, λεπτομερείς διατάξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα που πρέπει να συνεπάγεται μια περίπτωση ανωτέρας βίας. Αντιθέτως, οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου ένα γεγονός να μπορεί να θεωρηθεί ως ανωτέρα βία έχουν διευκρινιστεί μόνο από τη νομολογία του Δικαστηρίου, αρχής γενομένης με την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1968, 4/68, Schwarzwaldmilch (Smi. 1965-1968, σ. 527 ). Η ερμηνεία της εννοίας της ανωτέρας βία που έδωσε το Δικαστήριο ελάχιστα μεταβλήθηκε στη συνέχεια, οπότε ο ορισμός που δόθηκε με την προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Internationale Handelsgesellschaft, εξακολουθεί γενικώς να ισχύει. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της ανωτέρας βίας που περιλαμβάνεται στους γεωργικούς κανονισμούς λαμβάνει υπόψη τις σχέσεις δημοσίου δικαίου που υφίστανται μεταξύ των επιχειρηματιών και των εθνικών διοικητικών αρχών καθώς και τον σκοπό των κανόνων. Η έννοια αυτή χαρακτηρίζεται από αρκετή ελαστικότητα όσον αφορά όχι μόνο τη φύση του προβαλλομένου γεγονότος, αλλά επίσης και την επιμέλεια που ο επιχειρηματίας έπρεπε να επιδείξει προκειμένου να το αντιμετωπίσει καθώς και το μέγεθος των θυσιών στις οποίες θα όφειλε εν προκειμένω να υποβληθεί.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της, η έννοια αυτή περιλαμβάνει ένα αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή ασυνήθεις καταστάσεις άσχετες προς τον επιχειρηματία, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή αναπόφευκτες συνέπειες παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια.

Αφενός, όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο, το Δικαστήριο ουδέποτε χρειάστηκε να αποφανθεί κατά τρόπο λίαν συγκεκριμένο επί του ζητήματος αυτού. Κάνει ωστόσο διάκριση μεταξύ συνήθων και μη συνήθων εμπορικών κινδύνων. Το ασύνηθες γεγονός αποτελεί κάτι τo απρόβλεπτο ή τουλάχιστον το τόσο λίγο πιθανό ώστε ένας συνετός επιχειρηματίας να πιστεύει ότι ο κίνδυνος πραγματοποιήσεως του είναι αμελητέος ( π.χ. κεραυνός, πάγωμα καναλιών, αποκλεισμός δρόμων που είναι συνήθως ελεύθεροι). Για να είναι ένα γεγονός άσχετο με τον επιχειρηματία πρέπει να είναι ανεξάρτητο της βουλήσεως του ( φυσικά φαινόμενα, μέτρα λαμβανόμενα από τις δημόσιες αρχές, ζαφνική απεργία). Πράξεις, έστω και δόλιες, διαπραττόμενες από αντισυμβαλλομένους δεν θεωρούνται ανεξάρτητες της βουλήσεως του επιχειρηματία, εφόσον καθήκον του είναι να επιλέγει' τους εμπορικούς του εταίρους και να τους υποχρεώνει, μέσω συμβάσεως, να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τις υποχρεώσεις τους.

Αφετέρου, το υποκειμενικό στοιχείο προϋποθέτει την υποχρέωση κάποιας προβλέψεως της προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των συνεπειών ενός τυχαίου γεγονότος διά της λήψεως όλων των αναγκαίων μέτρων αποκλειομένων αυτών που απαιτούν υπερβολικές θυσίες. Ο επιχειρηματίας οφείλει ιδίως να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη των συναλλαγών και να αντιδρά αμέσως μόλις διαπιστώνει ανωμαλίες στην ανάγκη, πρέπει να αναζητεί άλλους προμηθευτές ή άλλες αγορές για τα εμπορεύματά του. Τέλος, υποχρεούται να διασφαλίζεται για την περίπτωση της απώλειας σημαντικών εγγράφων και να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των νομίμων προθεσμιών.

Εφαρμοζομένων στην υπό κρίση περίπωση των κριτηρίων που έχουν κατ' αυτόν τον τρόπο εισαχθεί με τη νομολογία, το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της αιτήσεως για το πιστοποιητικό, είχε γίνει η προαναγγελία της απεργίας, αυτό σημαίνει ότι ελλείπει ένα από τα αντικειμενικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να υφίσταται περίπτωση ανωτέρας βίας. Σε μια τέτοιου είδους κατάσταση, είναι φυσικό ο επιχειρηματίας, πριν ζητήσει πιστοποιητικό προκαθορισμού της επιστροφής, να εξασφαλίζεται έναντι των συνεπειών από την κήρυξη μιας αναγγελθείσας απεργίας.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο πρώτο ερώτημα:

« Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας όταν ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως που έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού παύει λόγω νόμιμης απεργίας σε άλλη επιχείρηση εφόσον, κατά την ημερομηνία που η πρώτη επιχείρηση ζήτησε το πιστοποιητικό, είχε γίνει η σχετική προαναγγελία σύμφωνα με την οποία η απεργία θα κηρυσσόταν κατά την περίοδο ισχύος του πιστοποιητικού. »

2. Όσον αφορά ro δεύνερο ερώτημα

Η ODS θεωρεί ότι το πρόβλημα της διαρκείας των συνεπειών μιας καταστάσεως ανωτέρας βίας αποτελεί καθαρά πραγματικό ζήτημα. Πρόκειται απλώς για θέμα αποδείξεως επί του οποίου πρέπει να αποφανθεί το εθνικό δικαστήριο. Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι επιβάλλεται ο καθορισμός από τον νομοθέτη ορίων όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα μιας περιπτώσεως ανωτέρας βίας. Το γράμμα του άρθρου 37, παράγραφος 1, ναι μεν παρέχει στον οργανισμό παρεμβάσεως εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την αναγκαία διάρκεια παρατάσεως, πλην όμως δεν παρέχει τη δυνατότητα να προβάλλεται άρνηση παρατάσεως αν αποδεικνύεται ότι λόγω της καταστάσεως ανωτέρας βίας είναι αναγκαίες πρόσθετες προθεσμίες. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι λοιπές, όσον αφορά τις εξαγωγές του, υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει ένας επιχειρηματίας και οι οποίες μπορούν να τον υποχρεώσουν να ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες από το πιστοποιητικό προκαθορισμού εξαγωγές εντός προθεσμίας μεγαλύτερης από αυτήν που απαιτούνταν θεωρητικώς.

'Ετσι, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να είναι:

«Δεν υφίσταται ειδικός περιορισμός όσον αφορά τη διάρκεια κατά την οποία μπορούν να αναγνωριστούν σε μια τερματισθείσα απεργία αποτελέσματα ανωτέρας βίας. Τα αποτελέσματα αυτά της ανωτέρας βίας πρέπει να διαρκούν για όσο διάστημα είναι αναγκαίο προκειμένου μια επιχείρηση να μπορέσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σχετικά με τις εξαγωγές στο πλαίσιο πιστοποιητικού προκαθορισμού, λαμβανομένου υπόψη και των λοιπών υποχρεώσεων της επιχειρήσεως οι οποίες πρέπει να συνυπολογίζονται στην ίδια αλληλουχία. »

Η Δανική Κυβέρνηση, αφού υπογραμμίζει ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο πρώτο ερώτημα υπό το πνεύμα που αυτή προτείνει, παρέλκει η απάντηση στα λοιπά ερωτήματα, ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, μία από τις προϋποθέσεις της ανωτέρας βίας είναι ότι οι επιζήμιες συνέπειες δεν θα μπορούσαν, παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια, να αποφευχθούν παρά με υπερβολικές Ουσίες. Επομένως, επιχείρηση που προγραμμάτισε να κάνει χρήση όλων των παραγωγικών της ικανοτήτων προκειμένου να επκληρώσει τις σχετικές με εξαγωγές υποχρεώσεις της, χωρίς να μπορεί να προβεί σε υποκατάστατες αγορές, έχει η ίδια αποκλείσει κάθε δυνατότητα αντιδράσεως σε σχέση με αναγγελθείσα απεργία και, επομένως, δεν πληροί τις θεσπισμένες από το Δικαστήριο προϋποθέσεις.

Εξάλλου, ο προκαθορισμός επιτρέπει στις επιχειρήσεις να εξασφαλίζονται όσον αφορά τον συντελεστή επιστροφής που θα ισχύει κατά τον χρόνο της μεταγενέστερης εξαγωγής και να ορίζουν έτσι εκ των προτέρων τις τιμές τους όσον αφορά την εν λόγω μεταγενέστερη εξαγωγή. Στο πλαίσιο μιας καταστάσεως κατά την οποία έχει προαναγγελθεί η κήρυξη απεργίας, η επιχείρηση που θέλει να διασφαλιστεί έναντι του κινδύνου απεργίας μπορεί να μη ζητήσει προκαθορισμό και να προσθέσει σχετική ρήτρα στις συμβάσεις της πωλήσεως κατά τρόπον ώστε να μπορεί να καθορίσει τις τιμές βάσει των επιστροφών που πράγματι θα λάβει. Μια άλλη δυνατότητα που προκύπτει από τη νομολογία είναι η σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως. Όπως ωστόσο προκύπτει, ειδικότερα από την απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1974, 158/72, Kampffmeyer (Smi. 1974, σ. 101), η συγκεκριμένη εκτίμηση του αν μια επιχείρηση έχει επιδείξει την αναγκαία επιμέλεια απόκειται στα εθνικά δικαστήρια.

Η Δανική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:

« Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια απεργία δεν μπορεί να συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας μετά τη λήξη της συγκρούσεως παρά μόνο για την περίοδο που συνεπάγεται αποτελέσματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν έστω και αν ένας επιχειρηματίας είχε επιδείξει όλη την επιμέλεια που απαιτείται από έναν συνήθη προσεκτικό έμπορο. Τα εθνικά δικαστήρια είναι αυτά που πρέπει να αποφαίνονται επί του ζητήματος αν ο κάτοχος του πιστοποιητικού επέδειξε την επιμέλεια που αναμένεται από ένα συνετό και επιμελή έμπορο, λαμβανομένου υπόψη όλων των σχετικών με την περίπτωση του πραγματικών και νομικών περιστατικών. »

Η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 3183/80 επιβάλλει στον κάτοχο πιστοποιητικού την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη περιστάσεων που δικαιολογούν την παράταση του χρόνου ισχύος λόγω γεγονότων που δεν μπορούν να καταλογιστούν σ' αυτόν και που αποτελούν περίπτωση ανωτέρας βίας. Το άρθρο 37 παρέχει στους αρμοδίους οργανισμούς των κρατών μελών την εξουσία να κρίνουν αν πρέπει να δοθεί παράταση σ' ένα πιστοποιητικό προκαθορισμού. Υπό το καθεστώς της προγενέστερης κοινοτικής νομοθεσίας, ένα τέτοιο σύστημα κρίθηκε νόμιμο από το Δικαστήριο με την απόφαση του της 17ης Δεκεμβρίου 1970, 30/70, Otto Scheer (Smi. 1970, σ. 275 ).

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τους εθνικούς οργανισμούς πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα να τίθενται οι επιχειρηματίες σε κατάσταση ανάλογη προς αυτή που θα υφίστατο αν δεν είχει ανακύψει κατάσταση ανωτέρας βίας. Στην περίπτωση απεργίας, η παράταση μπορεί να έχει διάρκεια μεγαλύτερη απ' αυτήν της απεργίας προκειμένου, εν ανάγκη, να ληφθούν υπόψη οι καθυστερήσεις που θα μπορούσε να συνεπάγεται η απεργία όσον αφορά την επανέναρξη της παραγωγής. Αποκλείεται οποιαδήποτε παράταση υπερβαίνουσα την καθοριζομένη βάσει των κριτηρίων αυτών διάρκεια.

Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση:

« Ο κάτοχος του πιστοποιητικού οφείλει να αποδείξει ότι για λόγους που δεν μπορούν να καταλογιστούν σ' αυτόν συνέβησαν γεγονότα που αποτελούν περίπτωση ανωτέρας βίας καθώς και να προβάλει πειστικά επιχειρήματα σχετικά με το πόσο μπορεί να διαρκέσει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί νομίμως να γίνεται επίκληση των αποτελεσμάτων της ανωτέρας βίας. »

3. Όσον αφορά το νρίνο και τέταρτο ερώτημα

Η ODS παρατηρεί ότι το σύννομο της επιλογής στην οποία προβαίνουν οι δανικές αρχές μεταξύ της ακυρώσεως του πιστοποιητικού και της παρατάσεως του χρόνου ισχύος αυτού πρέπει να μπορεί να υποβάλλεται στον έλεγχο των δανικών δικαστηρίων. Εφόσον δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ουδεμία ένδικη προστασία παρέχεται στους πολίτες, δεδομένου ότι, σε παρόμοια περίπτωση, ευθεία προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν είναι δυνατή.

Προκειμένου, περί της εξουσίας εκτιμήσεως που το άρθρο 37 παρέχει στους εθνικούς οργανισμούς, η ODS διατείνεται πρώτον ότι η επιλογή στην οποία προβαίνει ο οργανισμός δεν είναι απολύτως ελεύθερη, ώστε να μπορεί ο αρμόδιος οργανισμός να ενεργεί ανεξέλεγκτα. Αντιθέτως, η επιλογή αυτή πρέπει να ασκείται εντός στενών ορίων και λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων των επιχειρηματιών. Πράγματι, ο κύριος σκοπός που οι Κοινότητες επιδιώκουν με το σύστημα των πιστοποιητικών προκαθορισμού, δηλαδή η πρόβλεψη της εξελίξεως της αγοράς, επιτυγχάνεται εφόσον έχει οριστικώς αναληφθεί η υποχρέωση εξαγωγής. Σε μια κατάσταση ανωτέρας βίας, το μόνο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το συμφέρον του επιχειρηματία. Συγκεκριμένα, αν το εν λόγω πρόσωπο σκοπεύει να εξαγάγει και επομένως επιθυμεί παράταση του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού του, μια ευνοϊκή ως προς το αίτημα αυτό απόφαση επιτρέπει εξέλιξη της αγοράς σύμφωνη προς αυτήν που προβλεπόταν κατά τον χρόνο του εκ των προτέρων καθορισμού.

Η αρχή της χρηστής διοικήσεως απαγορεύει στους οργανισμούς παρεμβάσεως να έχουν ως γνώμονα, όσον αφορά τις επιλογές τους, θεωρήσεις άσχετες προς τον επιδιωκόμενο από την εν λόγω ρύθμιση σκοπό. 'Ετσι, δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, εν τω μεταξύ, ο συντελεστής επιστροφής μειώθηκε και ότι η επιβάρυνση του δημοσίου θα είναι μικρότερη σε περίπτωση ακυρώσεως. Προς πρόληψη καταχρήσεων εξουσίας, πρέπει, όταν ο εξαγωγέας ζητεί παράταση, να μην μπορεί ο αρμόδιος οργανισμός να επιλέγει την ακύρωση παρά μόνο για ιδιαίτερα επιτακτικούς λόγους.

To γεγονός ότι, σε περίπτωση που παρατείνεται η διάρκεια ισχύος ενός πιστοποιητικού προκύπτει επιστροφή μεγαλύτερη αυτής της οποίας δικαιούνται άλλοι εξαγωγείς, δεν μπορεί να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Πράγματι, ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι συμφυές με το σύστημα του προκαθορισμού και αποδεικνύεται σωστό, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε παρατάσεως, κάθε φορά που ο συντελεστής της επιστροφής μειώνεται. Εν πάση περιπτώσει, ο συντελεστής αφορά συγκεκριμένες ποσότητες, πράγμα που εμποδίζει τον επιχειρηματία να εκμεταλλευθεί καταχρηστικώς ενδεχόμενο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Γενικώς, στην αλληλουχία αυτή, θεωρήσεις σχετικές με τον ανταγωνισμό σπανίως ασκούν κάποια επιρροή.

Το επιχείρημα του Landbrugsministeriet κατά το οποίο μπορεί πάντοτε, αν υποτεθεί ότι υφίσταται ανωτέρα βία, να επιλέγεται η ακύρωση του πιστοποιητικού, είναι απαράδεκτο διότι, στην πραγματικότητα, ζήτημα επιλογής μεταξύ ακυρώσεως και παρατάσεως δεν αντιμετωπίστηκε από τις δανικές αρχές, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίστατο ανωτέρα βία, και διότι πραγματική συνέπεια της θέσεως αυτής είναι να μη δίδεται ποτέ παράταση αλλά να επέρχεται πάντοτε ακύρωση.

Δεύτερον, ο αρμόδιος οργανισμός δεν είναι σε θέση να εκτιμά ελεύθερα την αντίστοιχη σπουδαιότητα των θεωρήσεων από τις οποίες πρέπει κατά νόμον να διαπνέεται. Βάση της αποφάσεως του πρέπει να αποτελεί το συμφέρον των εξαγωγών και των εξαγωγέων. Σκοπός της προβλέψεως του άρθρου 37, κατά την οποία η απόφαση δεν πρέπει κατ' ανάγκη να είναι αυτή που ζητείται από τον κάτοχο του πιστοποιητικού, είναι να έχει τη δυνατότητα ο εθνικός οργανισμός να υποχρεώνει τον επιχειρηματία να εκπληρώνει την αρχική του πρόθεση για εξαγωγή έστω και αν, στη συνέχεια, μια τέτοια πράξη δεν παρουσιάζει πλέον κανένα γι' αυτόν ενδιαφέρον. Αυτό επιτρέπει να εξασφαλίζεται ότι, στο μέτρο του δυνατού, η εξέλιξη της αγοράς αντιστοιχεί στις προβλέψεις που υφίσταντο όταν χορηγήθηκε πιστοποιητικό προκαθορισμού.

Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 εφαρμόζονται επί όλων των πιστοποιητικών εισαγωγής και εξαγωγής για γεωργικά προϊόντα. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία τους μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τύπο του σχετικού πιστοποιητικού προκειμένου να λαμβάνεται ιδίως υπόψη ο επιδιωκόμενος από το πιστοποιητικό σκοπός. Επίσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένες διατάξεις προγενέστερες του κανονισμού 3183/80 οι οποίες έχουν πλέον καταργηθεί, όπως αυτές των προαναφερθέντων κανονισμών 102/64 και 473/67. Σύμφωνα με τους κανονισμούς αυτούς, όταν η αιτία της ανωτέρας βίας είναι μακράς σχετικώς διαρκείας, καίτοι η επικρατούσα αρχή ήταν να ακυρώνεται το πιστοποιητικό, ήταν ωστόσο δυνατή, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, και η παράταση του χρόνου ισχύος του. Αντιθέτως, αν επρόκειτο για περιπτώσεις ανωτέρας βίας μικρότερης διάρκειας, όπως μια απεργία, καίτοι η αρχή ήταν να δίδεται παράταση, ήταν ωστόσο δυνατή, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, και η ακύρωση. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι ανάλογο προς το συμφέρον του κατόχου του πιστοποιητικού, αλλά με δυνατότητα προσαρμογής της αποφάσεως προς το εν λόγω συμφέρον όταν, σε ειδικές περιπτώσεις, αυτό δεν εναρμονίζεται με τον κανόνα αρχής του κανονισμού.

Προφανώς, οι γενικές διατάξεις του κανονισμού 3183/80, καίτοι ανταποκρίνονται στην ανάγκη απλοποιήσεως, έχουν ωστόσο αφήσει άθικτη την αρχή του σεβασμού του συμφέροντος του κατόχου του πιστοποιητικού. Κατά συνέπεια, οι αρχές υποχρεούνται να ασκούν την εξουσία τους εκτιμήσεως κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται όσο το δυνατό καλύτερα υπόψη, σε κάθε συγκεκριμένη περίσταση, το συμφέρον του εξαγωγέα, χωρίς να θίγονται σοβαρώς άλλα συμφέροντα.

Κατόπιν των ανωτέρω, η ODS προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα:

« Προκειμένου, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 37 του κανονισμού 3183/80, να αποφασιστεί, σε περίπτωση ανωτέρας βίας, αν πρέπει η υποχρέωση για εξαγωγή να παύσει να υφίσταται και η εγγύηση να αποδεσμευθεί ή αν επιβάλλεται η παράταση του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού προκαθορισμού, ο αρμόδιος οργανισμός δεν διαθέτει διακριτική εξουσία εκτιμήσεως εφόσον στην απόφαση του πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του εξαγωγέα ενώ ταυτόχρονα ο οργανισμός αυτός πρέπει να μεριμνά όσο το δυνατό περισσότερο ώστε η αγορά να εξελίσσεται όπως προβλεπόταν κατά τον χρόνο του προκαθορισμού. Η βασική αρχή πρέπει να είναι ότι, σε περίπτωση που η εξαγωγή είναι δυνατή, με την απόφαση πρέπει να παρατείνεται ο χρόνος ισχύος του πιστοποιητικού προκαθορισμού. Ο αρμόδιος οργανισμός δεν πρέπει να παρασύρεται από θεωρήσεις οικονομικής φύσεως. »

Η Δανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο κανονισμός 3183/80 δεν καθορίζει τα κριτήρια που πρέπει να πρυτανεύουν όσον αφορά την επιλογή, από τους αρμοδίους οργανισμούς, μεταξύ παρατάσεως και ακυρώσεως. Ωστόσο, από το άρθρο 37, παράγραφος 1, συνάγεται ότι η εξέλιξη της αγοράς αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα. Πράγματι, οι αρμόδιοι οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν το χρόνο ισχύος ενός πιστοποιητικού εφόσον κάτι τέτοιο είναι οικονομικώς επωφελές για την Κοινότητα, έστω και όταν ο κάτοχος του πιστοποιητικού έχει υποβάλει αίτηση ακυρώσεως μετά την πάροδο 30ημερών από την εκπνοή του χρόνου ισχύος και έχει, σύμφωνα με τον νόμο, απωλέσει λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας το σχετικό δικαίωμα.

Η διάταξη αυτή αποτελεί την έκφραση γενικότερης αρχής, η οποία επιβάλλει να αποφεύγεται, αφενός, ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του κατόχου του πιστοποιητικού και, αφετέρου, η απρόβλεπτη απώλεια για την Κοινότητα. Ειδικότερα, η παράταση του χρόνου ισχύος ενός πιστοποιητικού μπορεί να έχει ως συνέπεια για τον κάτοχό του τη λήψη υψηλότερου ποσού επιστροφής σε χρόνο κατά τον οποίο οι τιμές έχουν αυξηθεί στην παγκόσμια αγορά, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα απαράδεκτη στρέβλωση του ανταγωνισμού ως προς τους ανταγωνιστές της σχετικής επιχειρήσεως.

Εφόσον η επιλογή μεταξύ της ακυρώσεως και της παρατάσεως επιβάλλεται να γίνεται βάσει συνολικής εκτιμήσεως των εξελίξεων στην οικεία αγορά, πρέπει και οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να ασκούν την εξουσία τους εκτιμήσεως όσον αφορά τη σπουδαιότητα των διαφόρων στοιχείων. Επιπλέον, δικαιολογημένα οι εν λόγω αρχές δίδουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα στα δεδομένα της αγοράς και τα συμφέροντα της Κοινότητας παρά στην κατάσταση ενός μεμονωμένου εξαγωγέα. Ο τελευταίος πρέπει να τυγχάνει, σε περίπτωση ανωτέρας βίας, μιας δίκαιης, όχι όμως και κατ' ανάγκη πλήρους, αποζημιώσεως.

Η Δανική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει τις ακόλουθες απαντήσεις στο τρίτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα:

« Ο αρμόδιος εθνικός οργανισμός πρέπει να προβεί σε συνολική εκτίμηση της εξελίξεως στην οικεία αγορά όταν λόγω μιας περιπτώσεως ανωτέρας βίας οφείλει να λάβει απόφαση σχετικά με το ζήτημα αν πρέπει να παύσουν να υφίστανται οι υποχρεώσεις για εξαγωγή και να αποδεσμευτεί η εγγύηση ή να παραταθεί ο χρόνος ισχύος του πιστοποιητικού προκαθορισμού. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο κάτοχος του πιστοποιητικού δεν πρέπει να αποκομίσει αδικαιολόγητα κέρδη ως συνέπεια της μεταβολής του συντελεστή των επιστροφών, ότι δεν πρέπει να υφίστανται στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και ότι η Κοινότητα δεν πρέπει να επιβαρυνθεί με έξοδα που δεν έχουν γίνει εν προκειμένω προς το συμφέρον της. Ο αρμόδιος εθνικός οργανισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του εξουσία όσον αφορά την εκτίμηση της σπουδαιότητας των διαφόρων στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τη συνολική εκτίμηση της εξελίξεως της οικείας αγοράς. »

Η Επιτροπή υπενθυμίζει κατ' αρχάς ότι η ρήτρα περί ανωτέρας βίας αποτελεί συγκεκριμένη εκδήλωση της αρχής της αναλογικότητας που αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου (η προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970,

Στη συνέχεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, σχετικά με την επιλογή μεταξύ ακυρώσεως και παρατάσεως, ο εθνικός οργανισμός πρέπει να στηρίζει την απόφαση του επί της εκτιμήσεως των κινδύνων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που είναι δυνατό να προκύπτουν από την τροποποίηση των όρων του πιστοποιητικού καθώς και επί του συμβιβαστού με τις αρχές της κοινής γεωργικής πολιτικής προς τις οποίες αντίκειται η χορήγηση αδικαιολογήτως υψηλών επιστροφών. Σκοπός των διατάξεων του άρθρου 37 είναι να αποφεύγονται αποφάσεις των εθνικών οργανισμών ευνοούσες συστηματικά τους επιχειρηματίες.

Τέλος, οι εθνικοί οργανισμοί διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη σπουδαιότητα των διαφόρων στοιχείων στα οποία πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή όταν λαμβάνεται η απόφαση επί της αιτήσεως περί τροποποιήσεως πιστοποιητικού για λόγους ανωτέρας βίας. Ο όρος ανωτέρα βία αποτελεί έννοια ανεξάρτητη των σχετικών με τις συμβάσεις εθνικών διατάξεων και έχει, στο κοινοτικό δίκαιο, ειδικό περιεχόμενο που μπορεί να χρησιμεύει για τη διασφάλιση της τηρήσεως των θεμελιωδών αρχών του δικαίου αυτού όπως, ειδικότερα, της αναλογικότητας ( απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 122/78, Buitoni, Smi. 1979, σ. 677 ) και της κοινοτικής προτιμήσεως (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1978, 6/78, Union française de céréales, Smi. 1978, σ. 1675).

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, καίτοι το κοινοτικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες σχετικά με τη διεξαγωγή αποδείξεων, από την έκφραση «λόγω ανωτέρας βίας» καταφαίνεται ότι το βάρος της αποδείξεως φέρουν οι επιχειρηματίες που την επικαλούνται. Εφόσον πρόκειται για εξαίρεση, η διεξαγωγή αποδείξεων πρέπει να υπόκειται σε προϋποθέσεις εξίσου αυστηρές με αυτές από τις οποίες διέπεται η απόδειξη της εκπληρώσεως μιας υποχρεώσεως. Κατά συνέπεια, κατά γενικό κανόνα, απαιτούνται αδιάσειστες γραπτές αποδείξεις.

Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, στο τρίτο και τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση:

« Σε περίπτωση παρατάσεως του χρόνου ισχύος ή ακυρώσεως, λόγω ανωτέρας βίας, ενός πιστοποιητικού, ο αρμόδιος για την έκδοση του πιστοποιητικού οργανισμός οφείλει να διασφαλίζει την τήρηση των θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου και να λαμβάνει κυρίως μέριμνα ώστε η σχετική τροποποίηση να μην προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Ο αρμόδιος οργανισμός μπορεί να ασκεί την εξουσία του εκτιμήσεως όσον αφορά τη σπουδαιότητα των διαφόρων στοιχείων επί των οποίων ερείδεται η επίκληση ανωτέρας βίας από τον κάτοχο πιστοποιητικού στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου και ενόψει των απαιτήσεων του δικαίου αυτού όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων. »

G. F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 7ης Μαΐου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-338/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Østre Landsret προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρ-μογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Organisationen Danske Slagterier, ενεργούσα κατ' εντολήν της εταιρίας Jaka, Jydske Andelsslagteriers Konservesfabrik AmbA,

και

Landbrugsministeriet,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 36 και 37 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3183/80 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1980, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/022, σ. 66),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins και J. C. Moitinho de Almeida, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Gré-visse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: V. Di Bucci, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Organisationen Danske Slagterier, εκπροσωπούμενη από τον Ailan Philip, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

η Δανική Κυβέρνηση, και κυρίως το Landbrugsministeriet, εκπροσωπούμενα από τον Jørgen Molde, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τον Ole Fentz, Kammeradvokaten στο Landbrugsministeriet, και από τον Søren Skov Knudsen, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Johannes Føns Buhl, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν η Organisationen Danske Slagterier, η Δανική Κυβέρνηση, και κυρίως το Landbrugsministeriet, και η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 22ας Ιανουαρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Οκτωβρίου 1989, το Østre Landsret υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 36 και 37 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3183/80 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1980, περί κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/022, σ. 66 ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Organisationen Danske Slagterier (στο εξής: ODS), ενεργούσας κατ' εντολήν της εταιρίας Jaka, Jydske Andelsslagteriers Konservesfabrik Amb Α (στο εξής: Jaka) και του Landbrugsministeriet (δανικό Υπουργείο Γεωργίας, στο εξής: Υπουργείο), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος ενός πιστοποιητικού εξαγωγής με προκαθορισμό επιστροφής.

3

Δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 3183/80:

« Εφόσον η εισαγωγή ή η εξαγωγή δεν δύνανται να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού λόγω ανωτέρας βίας, ο δικαιούχος του πιστοποιητικού ζητά είτε την παράταση του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού, είτε την ακύρωση του πιστοποιητικού από τον αρμόδιο εκδόσαντα οργανισμό του κράτους μέλους και φέρει την απόδειξη των περιστάσεων που θεωρούνται ανωτέρας βίας. »

Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου διευκρινίζει ότι ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 αρμόδιος οργανισμός αποφασίζει αν η προβαλλόμενη περίσταση αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας.

4

Το άρθρο 37, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

« Εφόσον η προβαλλόμενη περίσταση αποτελεί περίπτωση ανωτέρας βίας, ο αρμόδιος οργανισμός του κράτους μέλους που εκδίδει το πιστοποιητικό αποφασίζει, είτε ότι ακυρώνεται η υποχρέωση εισαγωγής ή εξαγωγής αποδεσμευομένης της ασφαλείας, είτε ότι η διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού παρατείνεται κατά το διάστημα που κρίνεται αναγκαίο λόγω της προβαλλομένης περιστάσεως η παράταση δύναται να λάβει χώρα μετά τη λήξη ισχύος του τίτλου. Η απόφαση του αρμοδίου οργανισμού δύναται να είναι διάφορος από την απόφαση την οποία έχει ζητήσει ο δικαιούχος του πιστοποιητικού. Στην περίπτωση κατά την οποία ζητάται η ακύρωση πιστοποιητικού που φέρει εκ των προτέρων καθορισμό και η οποία έχει κατατεθεί μετά από περισσότερες από τριάντα ημέρες από της λήξεως ισχύος του πιστοποιητικού, ο αρμόδιος οργανισμός δύναται να αποφασίσει, αντί της ακυρώσεως, την παράταση της διάρκειας ισχύος του πιστοποιητικού, εάν το ποσοστό που καθορίζεται εκ των προτέρων, περιλαμβανομένων και των πιθανών προσαρμογών, είναι κατώτερο από το ποσοστό της ημέρας στην περίπτωση καταβολής του ποσού ή ανώτερο από το ποσοστό της ημέρας στην περίπτωση εισπράξεως του ποσού. »

5

Η Jaka παράγει και εξάγει κυρίως κονσέρβες ζαμπόν που παρασκευάζονται από πρώτες ύλες τις οποίες προμηθεύεται συνήθως από τρία δανικά σφαγεία (στο εξής: σφαγεία ), τα οποία είναι ταυτόχρονα και εταίροι της εταιρίας αυτής. Η Jaka χρησιμοποιεί, συνήθως, όσον αφορά τις εκτός της Κοινότητας εξαγωγές της, πιστοποιητικά με προκαθορισμό επιστροφών.

6

Στις 25 Φεβρουαρίου 1985, η Jaka ζήτησε από το Υπουργείο πιστοποιητικό με προκαθορισμό για 700 τόνους προϊόντων που έχουν ως βάση το ζαμπόν. Το πιστοποιητικό της χορηγήθηκε στις 4 Μαρτίου 1985, με ισχύ μέχρι τις 31 Μαΐου 1985.

7

Πριν από την υποβολή της αιτήσεως για το πιστοποιητικό αυτό, στις 13 και 21 Φεβρουαρίου 1985, η Εθνική Ένωση Δανικών Συνδικάτων είχε σύμφωνα με τον νόμο προβεί δυο φορές στην προαναγγελία της απεργίας που επρόκειτο να γίνει στις 4 Μαρτίου 1985, και αυτό στο πλαίσιο των επικείμενων διαπραγματεύσεων για την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που έληγαν την 1η Μαρτίου 1985 και αφορούσαν το 80 °/ο περίπου των μισθωτών στη Δανία.

8

Ο μεσολαβητής που ορίστηκε από το Κράτος ζήτησε την αναστολή των προαναγγελ-θεισών απεργιών και διεξήγαγε συνομιλίες με τις εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις μέχρι τις 21 Μαρτίου. Δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες άρχισαν, από τις 24 Μαρτίου 1985, απεργίες. Μολονότι δεν αφορούσαν ούτε τη Jaka ούτε τα σφαγεία, οι διαπραγματεύσεις και οι απεργίες είχαν ως αποτέλεσμα την παράλυση των μεταφορών προς και από τα σφαγεία καθώς και την αδυναμία καθαρισμού αυτών, πράγμα που είχε ως συνέπεια το κλείσιμο τους και τη διακοπή των παραδόσεων. Κατόπιν τούτου η Jaka αναγκάστηκε να σταματήσει, την 1η Απριλίου 1985, την παραγωγή για να την ξαναρχίσει, προοδευτικώς, μόλις στις 15 Απριλίου.

9

Κατά τον μετά την 15η Απριλίου χρόνο, η Jaka δεν μπόρεσε να παραγάγει εγκαίρως την ποσότητα κονσερβών που ήταν αναγκαία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της για εξαγωγή που απέρρεαν από το πιστοποιητικό του οποίου η ισχύς έληγε στις 31 Μαΐου 1985. Όπως προέκυψε από πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, καίτοι η παραγωγική ικανότητα της Jaka θα αρκούσε για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών αν δεν είχε κηρυχθεί η απεργία, εντούτοις, μετά την έναρξη της και ενόψει των λοιπών δεσμεύσεων για πωλήσεις, η Jaka δεν μπορούσε να εξασφαλίσει παρά για τις 5 Ιουλίου 1985, το νωρίτερο, την παραγωγή των κονσερβών που καλύπτονταν από το εν λόγω πιστοποιητικό.

10

Στις 3 Ιουνίου 1985 η Jaka ζήτησε παράταση μέχρι τις 12 Ιουλίου του χρόνου ισχύος του εν λόγω πιστοποιητικού. Η αίτηση απορρίφθηκε από το Υπουργείο στις 14 Ιουνίου με την αιτιολογία ότι η απεργία δεν μπορούσε να έχει τόσο διαρκή αποτελέσματα. Εντούτοις, κατόπιν σχετικής αποφάσεως των αρχών, η οποία αναγνωρίστηκε μεταγενέστερα ως εσφαλμένη, οι υποχρεώσεις που απέρρεαν από το πιστοποιητικό προκαθορισμού έπαυσαν να υφίστανται και η εγγύηση αποδεσμεύθηκε. Στις 26 Ιουλίου 1985 η Jaka ολοκλήρωσε την εξαγωγή των κονσερβών που αποτελούσαν το αντικείμενο του πιστοποιητικού.

11

Μετά την απόρριψη διοικητικής ενστάσεως που υπέβαλε στο Υπουργείο, η ODS, ενεργώντας για λογαριασμό της Jaka, προσέφυγε στο Østre Landsret ζητώντας να αναγνωριστεί ότι οι επίμαχες εξαγωγές είχαν εμποδιστεί λόγω ανωτέρας βίας, ότι το Υπουργείο όφειλε να παρατείνει τον χρόνο ισχύος του επιμάχου πιστοποιητικού και ότι οι πραγματοποιηθείσες τον Ιούλιο του 1985 εξαγωγές παρείχαν στη Jaka δικαίωμα προς είσπραξη των προκαθορισμένων επιστροφών.

12

Υπό αυτές ακριβώς τις συνθήκες, το Østre Landsret ανέστειλε την ενώπιον του διαδικασία και υπέβαλε στο δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Πρέπει τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας όταν ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως, η οποία έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού, παύει λόγω νόμιμης απεργίας σε άλλες επιχειρήσεις, εφόσον από την προαναγγελία απεργίας, που είχε ήδη γίνει κατά τον χρόνο υποβολής από την επιχείρηση της αιτήσεως για πιστοποιητικό, φαίνεται ότι η απεργία θα άρχιζε κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, πλην όμως ήταν δυνατό η απεργία να μην έχει επιπτώσεις στην εν λόγω επιχείρηση, ληφθέντος υπόψη ότι τέτοιο ενδεχόμενο μπορούσε, π. χ., να προκύψει από την επανάληψη των διαπραγματεύσεων που θα κατέληγαν σε συμφωνία, από την αναβολή της απεργίας, από το γεγονός ότι, κατ' εξαίρεση, η απεργία δεν αφορούσε ούτε τη μεταφορά ζώων μέχρι την επιχείρηση ούτε την παραλαβή των προϊόντων της, καθώς και από νόμιμη παρέμβαση για την παρεμπόδιση της απεργίας;

2)

Συνεπάγονται τα άρθρα 36 και 37 περιορισμό του χρόνου διαρκείας των αποτελεσμάτων μιας απεργίας η οποία μπορεί να εξομοιωθεί προς ανωτέρα βία, μετά την άρση της διενέξεως, σε περίπτωση όπου η παραγωγική ικανότητα της επιχειρήσεως έχει πλήρως χρησιμοποιηθεί τόσο κατά τον χρόνο ενάρξεως της απεργίας όσο και στη συνέχεια, όπου δεν είναι δυνατή η προσφυγή σε τρίτους για την. αγορά των πρώτων υλών που είναι αναγκαίες για την παραγωγή της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου της απεργίας και όπου ούτε η πώληση τελικών προϊόντων σε τρίτους είναι πλέον δυνατή τόσο κατά τη διάρκεια της απεργίας όσο και μετά τη λήξη αυτής;

3)

Είναι δυνατόν να συναχθούν από τις σχετικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου στοιχεία που να διευκρινίζουν ποια κριτήρια πρέπει ο αρμόδιος οργανισμός να λαμβάνει υπόψη όταν αποφασίζει, σε περίπτωση ανωτέρας βίας και κατ' εφαρ-μογήν του άρθρου 37, την εξάλειψη της υποχρεώσεως για εξαγωγή και την αποδέσμευση της εγγύησης ή την παράταση, κατόπιν αιτήσεως του εξαγωγέα, του χρόνου ισχύος του πιστοποιητικού προκαθορισμού;

4)

Μπορεί ο αρμόδιος οργανισμός να ασκεί τη διακριτική του εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη σπουδαιότητα των διαφόρων στοιχείων που πρέπει να έχει, σύμφωνα με την απάντηση στο ερώτημα 3, υπόψη όταν λαμβάνει την απόφαση του; »

13

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς της κυρίας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

14

Πρέπει κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η συσταθείσα από τη Jaka εγγύηση αποδεσμεύθηκε λόγω σφάλματος των δανικών αρχών και ότι, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το δανικό δίκαιο απαγορεύει την κατά τρόπο δυσμενή για τον ιδιώτη τροποποίηση αποφάσεως εμπίπτουσας στη διακριτική εξουσία της διοικήσεως οπότε η απόφαση περί αποδεσμεύσεως της εγγυήσεως δεν θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Ωστόσο, δεδομένου ότι κανένα ερώτημα δεν υποβλήθηκε ούτε όσον αφορά τα αποτελέσματα της αποδεσμεύσεως της εγγυήσεως ούτε όσον αφορά το ζήτημα αν είναι αντίθετος προς το κοινοτικό δίκαιο ένας εθνικός κανόνας όπως ο περιγραφείς κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, ουδείς λόγος συντρέχει να εξεταστούν τα θέματα αυτά.

Επί του πρώτου ερωτήματος

15

Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η έννοια της ανωτέρας βίας δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο στους διαφόρους τομείς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, πρέπει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής να προσδιορίζεται σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρόκειται να παραγάγει τα αποτελέσματά της.

16

Όσον αφορά ειδικότερα τις διατάξεις των άρθρων 36 και 37 του προαναφερθέντος κανονισμού 3183/80, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, έστω και αν η έννοια της ανωτέρας βίας δεν περιορίζεται σ' αυτήν της απόλυτης αδυναμίας, συνεπάγεται ωστόσο ότι η μη επέλευση του επιμάχου γεγονότος οφείλεται σε περιστάσεις άσχετες προς αυτόν που τις επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, των οποίων οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια ( βλ. ιδίως την απόφαση της 10 Ιουλίου 1990, C-334/87, Ελλάς κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2849).

17

Απεργία που κηρύχθηκε σε επιχειρήσεις πλην της του κατόχου του πιστοποιητικού εισαγωγής πρέπει να θεωρηθεί ως περίσταση άσχετη προς τον ενδιαφερόμενο κατά το μέτρο που το εν λόγω πρόσωπο ουδεμία μπορούσε να ασκήσει επιρροή όσον αφορά την επέλευση των γεγονότων που αποτέλεσαν την αιτία της διακοπής εργασίας.

18

Όσον αφορά, αντιθέτως, τις άλλες περιστάσεις που αναφέρονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί ότι απεργία της οποίας προηγήθηκε η από τον νόμο προβλεπόμενη προαναγγελία και σχετικά με την οποία ανακοινώθηκε ότι μπορούσε να επεκταθεί σε τομείς επηρεάζοντες τις δραστηριότητες του κατόχου του πιστοποιητικού δεν αποτελεί γεγονός ασύνηθες ή απρόβλεπτο.

19

Ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, η ODS ισχυρίζεται ότι μια προαναγγελία απεργίας που έγινε δύο φορές, ενόψει διαπραγματεύσεων για την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων στη Δανία, δεν αρκεί για να θεωρηθεί η απεργία ως πιθανή, δεδομένου ότι η προαναγγελία της αποτελεί σύνηθες φαινόμενο και καθίσταται αναγκαία από το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις σχεδόν πάντοτε τερματίζονται ελάχιστο χρόνο πριν από τη λήξη της ισχύουσας συλλογικής συμβάσεως.

20

Πρέπει ωστόσο να αναγνωριστεί ότι, ενόψει των στοιχείων που παρασχέθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να καταστήσει ασυνήθη ή απρόβλεπτη την κήρυξη απεργίας που επηρεάζει μεγάλους τομείς της εθνικής οικονομίας ή έχει επιπτώσεις για τον κάτοχο του πιστοποιητικού. Πράγματι, όπως προκύπτει, καίτοι κατά τις δεκατρείς τελευταίες φορές που έγιναν διαπραγματεύσεις για την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων στη Δανία τα συνδικάτα πάντοτε προ-ανήγγειλαν απεργίες, μόνο σε τρεις περιπτώσεις πράγματι επακολούθησε διακοπή εργασίας.

21

Ομοίως στερείται αποφασιστικής σημασίας η δυνατότητα περί της οποίας έκανε μνεία το αιτούν δικαστήριο να μην έχει η απεργία — λόγω επαναλήψεως των διαπραγματεύσεων, αναβολής της ή προβλέψεως κάποιας εξαιρέσεως όσον αφορά τις μεταφορές ζώων ή τροφίμων — επιπτώσεις για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση. Όπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση του της 11ης Ιουλίου 1968, 4/68, Schwarzwaldmilch (Sml. 1965-1968, σ. 527), θεωρείται ως ασύνηθες το γεγονός που ένας συνετός και επιμελής έμπορος θα έπρεπε να θεωρήσει ως μη πιθανό. “ Ομως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει όταν η εξαφάνιση των αποτελεσμάτων μιας απεργίας, που αυτή καθαυτή είναι προβλέψιμη, εξαρτάται από την επέλευση άλλων γεγονότων ασχέτων προς τη βούληση του οικείου επιχειρηματία και αβέβαιων όπως αποδεικνύεται από τη δανική συνδικαλιστική πρακτική περί της οποίας έγινε μνεία κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας.

22

Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υποστήριξε και ο γενικός εισαγγελέας στις παραγράφους 23 και 24 των προτάσεων του, ότι, σε περίπτωση όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, ένας επιχειρηματίας μπορούσε να αποφύγει τις συνέπειες της απεργίας αποφεύγοντας να ζητήσει πιστοποιητικό εξαγωγής με προκαθορισμό επιστροφής και λαμβάνοντας τις επιστροφές στο ποσοστό που θα ίσχυε την ημέρα της εξαγωγής.

23

Το επιχείρημα του ODS ότι μια τέτοια λύση εμποδίζει στην πραγματικότητα τους Δανούς εξαγωγείς να επωφελούνται από τη δυνατότητα να ζητούν πιστοποιητικά με προκαθορισμό επιστροφής δεν είναι πειστικό. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. την απόφαση της 26ης Απριλίου 1988, 316/86, Krücken, Συλλογή 1988, σ. 2213 ), η δυνατότητα αυτή παρέχεται χάριν της ασφαλείας δικαίου στις συναλλαγές, οι οποίες πρέπει να μπορούν να διενεργούνται επί γνωστών στον επιχειρηματία βάσεων και να του διασφαλίζουν μια αντιστοιχία μεταξύ της διεθνούς και της κοινοτικής τιμής. Ο σκοπός μιας τέτοιας συνολικής εγγυήσεως είναι να προστατεύεται ο επιχειρηματίας από μια δυσμενή και απρόβλεπτη εξέλιξη κατά τον χρόνο που είναι έτοιμος να συνάψει μια σύμβαση χωρίς ωστόσο να του παρέχεται η δυνατότητα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, να επωφελείται από μια δυσμενή εξέλιξη. Εφόσον οι επιχειρηματίες αντλούν έτσι σημαντικά πλεονεκτήματα από το σύστημα προκαθορισμών, είναι δικαιολογημένο να φέρουν και τους εξ αυτών απορρέοντες κινδύνους.

24

Κατά συνέπεια, πρέπει να αναμένεται ότι ένας επιχειρηματίας ο οποίος, ενόψει των περιστάσεων που αφορούν την επιχείρηση του, της καταστάσεως της αγοράς ή ακόμα γεγονότων οικονομικής ή κοινωνικής φύσεως ασχέτων προς τις δραστηριότητες του, δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη της σωστής διεκπεραιώσεως της εξαγωγής που έχει σχεδιάσει, θα αποφύγει να ζητήσει τον προκαθορισμό επιστροφής. Αν, αντιθέτως, αποφασίσει να επιδιώξει το σχετικό όφελος, θα φέρει και τον κίνδυνο, σε περίπτωση που η εξαγωγή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, των συνεπειών που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία και ιδίως της απωλείας της εγγυήσεως. Εξ αυτού έπεται ότι ολόκληρο το σύστημα των πιστοποιητικών εξαγωγής γεωργικών προϊόντων στηρίζεται στην αντίληψη ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επιχειρηματίες μπορεί δικαιολογημένα να εμποδίζονται να ζητήσουν τον προκαθορισμό λόγω περιστάσεων οι οποίες είναι άσχετες προς αυτούς, υπό τον όρον ότι οι περιστάσεις αυτές δεν είναι ασυνήθεις ή απρόβλεπτες.

25

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα του Østre Landsret πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού 3183/80 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συντρέχει ανωτέρα βία όταν ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως, η οποία έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού, παύει λόγω νόμιμης απεργίας σε άλλες επιχειρήσεις, εφόσον από την προαναγγελία της απεργίας, που είχε ήδη γίνει κατά τον χρόνο της εκ μέρους της επιχειρήσεως υποβολής της αιτήσεως για πιστοποιητικό, καταφαινόταν ότι η απεργία θα άρχιζε κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, πλην όμως ήταν δυνατό να μη γίνει η απεργία ή να μην έχει επιπτώσεις για την εν λόγω επιχείρηση.

26

Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, τα λοιπά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου καθίστανται άνευ αντικειμένου.

Επί των δικαστικών εξόδων

27

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η οποία υπέβαλε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται ν' αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με Διάταξη της 8ης Σεπτεμβρίου 1989, το Østre Landsret, αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 36 και 37 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3183/80 της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1980, περί των κοινών τρόπων εφαρμογής του καθεστώτος πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν συντρέχει ανωτέρα βία όταν ο εφοδιασμός σε πρώτες ύλες μιας επιχειρήσεως, η οποία έχει λάβει πιστοποιητικό προκαθορισμού, παύει λόγω νόμιμης απεργίας σε άλλες επιχειρήσεις, εφόσον από την προαναγγελία της απεργίας, που είχε ήδη γίνει κατά τον χρόνο της εκ μέρους της επιχειρήσεως υποβολής της αιτήσεως για πιστοποιητικό, καταφαινόταν ότι η απεργία θα άρχιζε κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του πιστοποιητικού, πλην όμως ήταν δυνατό να μη γίνει η απεργία ή να μην έχει επιπτώσεις για την εν λόγω επιχείρηση.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Κακούρης

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

Top