Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C(2023)3513

    ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σχετικά με τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που παράγονται από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία

    C/2023/3513 final



    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ

    Η οδηγία για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές 1 (στο εξής: οδηγία) προωθεί τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών, υποχρεώνοντας τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών να είναι τουλάχιστον 14 % μέχρι το 2030.

    Τα βιοκαύσιμα και το βιοαέριο είναι τα συνηθέστερα ανανεώσιμα καύσιμα που καταναλώνονται στις μεταφορές. Μπορούν επίσης συχνά να παραχθούν στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας σε διυλιστήριο με την ανάμειξη πρώτων υλών βιολογικής προέλευσης και ορυκτών πρώτων υλών. Στις περιπτώσεις αυτές, και προκειμένου να υπολογιστεί η συμβολή των βιοκαυσίμων και του βιοαερίου στην επίτευξη του στόχου για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στον τομέα των μεταφορών, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται η αναλογία τους όταν αναμειγνύονται με ορυκτά καύσιμα. Οι μέθοδοι που περιγράφονται στην παρούσα νομική πράξη μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν από τα κράτη μέλη της ΕΕ για την επαλήθευση του μεριδίου των βιοκαυσίμων όταν αναμειγνύονται με ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/996 της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες για την επαλήθευση των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και των κριτηρίων χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής της χρήσης γης. 

    Το άρθρο 28 παράγραφος 5 της οδηγίας εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τον καθορισμό της μεθοδολογίας προσδιορισμού του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων που χρησιμοποιούνται στις μεταφορές και προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία.

    2.ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

    Λόγω του τεχνικού χαρακτήρα της, η παρούσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δεν χρειάστηκε να υποστηριχθεί από εκτίμηση επιπτώσεων, η οποία συνήθως απαιτείται μόνο για σημαντικές πρωτοβουλίες. 

    Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη βασίζεται στα αποτελέσματα διαφόρων διαβουλεύσεων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 28 παράγραφος 5 της οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων μίας συνεδρίασης της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τα ανανεώσιμα καύσιμα που διεξήχθη στις 25 Ιανουαρίου 2023 και μιας συνάντησης εργασίας με τα ενδιαφερόμενα μέρη που διεξήχθη στις 19 Ιουνίου 2020. 

    Το σχέδιο της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης δημοσιεύτηκε με σκοπό την υποβολή παρατηρήσεων από το κοινό στη διαδικτυακή πύλη για τη βελτίωση της νομοθεσίας από τις 22 Ιουνίου έως τις 20 Ιουλίου 2022. 

    3.ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΗΣ

    Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη διατυπώνεται σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 5 της οδηγίας, που εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον καθορισμό της μεθοδολογίας προσδιορισμού του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία.

    ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) …/... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    της 5.6.2023

    σχετικά με τη μεθοδολογία για τον προσδιορισμό του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που παράγονται από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, και ιδίως το άρθρο 28 παράγραφος 5,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)Η συνεπεξεργασία αναφέρεται συνήθως σε μονάδα διυλιστηρίου πετρελαίου που επεξεργάζεται πρώτες ύλες βιομάζας μαζί με ορυκτές πρώτες ύλες και τις μετατρέπει σε τελικά καύσιμα. Ωστόσο, η μεθοδολογία αυτή μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις εγκαταστάσεων επεξεργασίας βιορευστών και ορυκτού πετρελαίου ή σε εγκαταστάσεις συνεπεξεργασίας αποβλήτων βιολογικής και μη βιολογικής προέλευσης. Η πρώτη ύλη βιομάζας μπορεί, για παράδειγμα, να είναι λιπιδικό υλικό, όπως φυτικό έλαιο, ακατέργαστο ταλλέλαιο ή έλαιο πυρόλυσης, και η ορυκτή πρώτη ύλη προέρχεται συνήθως από αργό πετρέλαιο. Τα τελικά καύσιμα που παράγονται από ένα τέτοιο μείγμα πρώτων υλών είναι συνήθως καύσιμο ντίζελ, καύσιμο αεριωθουμένων, πετρέλαιο θέρμανσης, καύσιμο πλοίων, βενζίνη, συστατικά βενζίνης και ενίοτε αέριο προπανίου, συστατικό του υγροποιημένου αερίου πετρελαίου, ενώ μπορεί επίσης να περιέχονται μικρά κλάσματα άλλων προϊόντων. Καθοριστικό στοιχείο είναι ότι τα εν λόγω καύσιμα που υποβάλλονται σε συνεπεξεργασία περιέχουν ένα μερίδιο βιοκαυσίμων και βιοαερίων. Η περίπτωση μονάδας παραγωγής που χρησιμοποιεί βιομεθάνιο ως πρώτη ύλη που λαμβάνεται από τη διασυνδεδεμένη υποδομή, η οποία πιστοποιείται και εντοπίζεται μέσω του συστήματος ισοζυγίου μάζας της διασυνδεδεμένης υποδομής αερίου, δεν θεωρείται τύπος συνεπεξεργασίας κατά την έννοια του παρόντος κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού.

    (2)Για τους σκοπούς του παρόντος κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, ως βιοαέριο νοείται το αέριο που προέρχεται από την πρώτη ύλη βιομάζας και παράγεται από τη συνεπεξεργασία της εν λόγω πρώτης ύλης βιομάζας με ορυκτές πρώτες ύλες για τη μετατροπή τους σε τελικά υγρά και αέρια καύσιμα.

    (3)Προκειμένου να μπορεί το ανανεώσιμο μερίδιο των καυσίμων που παράγονται σε κοινή διαδικασία από βιομάζα και ορυκτές πρώτες ύλες να προσμετράται για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 και να συμβάλλει αποτελεσματικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ένωση, το άρθρο 28 παράγραφος 5 της εν λόγω οδηγίας απαιτεί από την Επιτροπή να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη για τον καθορισμό της μεθοδολογίας με την οποία θα προσδιορίζεται το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία.

    (4)Προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ του κόστους επαλήθευσης και της ακρίβειας των δοκιμών, η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη δίνει στους οικονομικούς φορείς τη δυνατότητα είτε να χρησιμοποιούν κοινή εναρμονισμένη μέθοδο δοκιμών, βασισμένη σε δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C), είτε να χρησιμοποιούν δικές τους μεθόδους δοκιμών, οι οποίες μπορεί να είναι ειδικές ανά εταιρεία ή ανά διεργασία. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή κοινής μεθόδου επαλήθευσης στην αγορά, οι οικονομικοί φορείς που χρησιμοποιούν μέθοδο διαφορετική από τις δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C) ως την κύρια μέθοδο δοκιμών θα πρέπει να διενεργούν τακτικά δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C) επί των εκροών προκειμένου να επαληθεύουν την ορθότητα της κύριας μεθόδου δοκιμών που χρησιμοποιούν. Επιπλέον, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους οικονομικούς φορείς να εξοικειωθούν με την εφαρμογή των δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) σε συνδυασμό με άλλη μέθοδο δοκιμών ως κύρια μέθοδο, επιτρέπεται κάποια ευελιξία όσον αφορά το αποδεκτό ποσοστό απόκλισης μεταξύ των αποτελεσμάτων τόσο των κύριων όσο και των δευτερευουσών δοκιμών επαλήθευσης κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της εν λόγω μεθοδολογίας.

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Κεφάλαιο I. Μέθοδοι προσδιορισμού του μεριδίου των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που παράγονται από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία

    Άρθρο 1

    Συνολική προσέγγιση και εφαρμογή επιλέξιμων μεθόδων

    1.Οι οικονομικοί φορείς που προβαίνουν σε συνεπεξεργασία βιομάζας μπορούν να αναπτύσσουν και να χρησιμοποιούν ειδική ανά εταιρεία ή ανά διεργασία μέθοδο δοκιμών προκειμένου να προσδιορίσουν το μερίδιο του βιολογικού περιεχομένου που βασίζεται στον άνθρακα, η οποία θα είναι προσαρμοσμένη στον ιδιαίτερο σχεδιασμό τους εργοστασίου τους και στο μείγμα πρώτων υλών που χρησιμοποιούν. Η εν λόγω κύρια μέθοδος δοκιμών βασίζεται είτε στο ισοζύγιο μάζας ή στο ενεργειακό ισοζύγιο, είτε σε μεθόδους απόδοσης, είτε σε δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C) [δηλ. ανίχνευση ραδιενεργού άνθρακα μέσω φασματομετρίας μάζας με επιταχυντή (AMS) ή μέτρησης με τη μέθοδο υγρού σπινθηρισμού (LSC)] επί των εκροών.

    2.Οι οικονομικοί φορείς θεωρούν το σύνολο του διυλιστηρίου, της εγκατάστασης επεξεργασίας βιορευστών και ορυκτού πετρελαίου ή της εγκατάστασης συνεπεξεργασίας εισροών αποβλήτων ως όρια συστήματος ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο δοκιμών. Η ανάμειξη καυσίμων που έχουν υποβληθεί σε συνεπεξεργασία με άλλα καύσιμα θεωρείται ότι εκτελείται εκτός των ορίων του συστήματος. Οι δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C) εκτελούνται προτού τα καύσιμα που παράγονται μέσω συνεπεξεργασίας αναμειχθούν με άλλα ορυκτά καύσιμα ή βιοκαύσιμα τα οποία δεν αποτελούσαν μέρος της συνεπεξεργασίας αυτής καθαυτής.

    3.Όταν οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν εκθέσεις για τα αποτελέσματα της συνεπεξεργασίας, παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με την ορθότητα και την ακρίβεια της χρησιμοποιούμενης μεθόδου δοκιμών. Οι οικονομικοί φορείς αιτιολογούν και αναφέρουν τυχόν ανακρίβειες στις μετρήσεις των ροών ή των τιμών θερμαντικής ισχύος στο πλαίσιο της κύριας μεθόδου δοκιμών που εφαρμόζουν. Οι οικονομικοί φορείς εφαρμόζουν την ίδια μέθοδο δοκιμών στις διάφορες μονάδες επεξεργασίας του ίδιου διυλιστηρίου, της εγκατάστασης επεξεργασίας βιορευστών και ορυκτού πετρελαίου ή της εγκατάστασης συνεπεξεργασίας εισροών αποβλήτων. Εάν οι μονάδες αυτές δεν είναι συνδεδεμένες και δεν υφίστανται ροές μεταξύ τους, οι οικονομικοί φορείς μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικές μεθόδους δοκιμών. Στην περίπτωση εγκαταστάσεων συνεπεξεργασίας εισροών από απόβλητα, η εν λόγω μεθοδολογία και η επαλήθευση μέσω δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) μπορούν να εφαρμοστούν μόνο εάν είναι δυνατόν να εξαχθεί αξιόπιστο και αντιπροσωπευτικό σύνολο δειγμάτων στο επίπεδο των εισροών το οποίο να επιτρέπει τον προσδιορισμό του βιολογικού περιεχομένου στις συνολικές εισροές.

    4.Οι οικονομικοί φορείς διασφαλίζουν ότι το όριο ανίχνευσης της επιλεγείσας μεθόδου δοκιμών καθιστά δυνατή την αποτελεσματική μέτρηση του αναμενόμενου μεριδίου βιοκαυσίμων ή βιοαερίων στη διεργασία.

    5.Όταν οι οικονομικοί φορείς υποβάλλουν εκθέσεις για τα αποτελέσματα της συνεπεξεργασίας χρησιμοποιώντας άλλη κύρια μέθοδο δοκιμών η οποία δεν βασίζεται σε δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C), χρησιμοποιούν τις δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C) επί των εκροών ως τακτική μέθοδο επαλήθευσης της ορθότητας των επιδόσεων του συστήματός τους και των αποτελεσμάτων της χρησιμοποιούμενης κύριας μεθόδου δοκιμών. Η επαλήθευση μέσω δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) είναι απαραίτητη για όλες τις εκροές για τις οποίες προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι περιέχουν βιολογικό περιεχόμενο που βασίζεται στον άνθρακα.

    6.Οι οικονομικοί φορείς τεκμηριώνουν με εμπεριστατωμένο τρόπο τις ποσότητες και τα είδη βιομάζας που εισέρχονται στην κοινή διαδικασία όταν η βιομάζα υποβάλλεται σε επεξεργασία με ορυκτά καύσιμα, καθώς και τις ποσότητες βιοκαυσίμων και βιοαερίων που παράγονται από την εν λόγω βιομάζα. Επιπλέον, οι οικονομικοί φορείς τεκμηριώνουν τις πληροφορίες αυτές με στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της κύριας μεθόδου δοκιμών ελέγχου που ορίζεται στην παράγραφο 1 και των αποτελεσμάτων της μεθόδου επαλήθευσης που ορίζεται στην παράγραφο 5 ή στο άρθρο 5 σε περίπτωση προσδιορισμού του μεριδίου υδρογόνου βιολογικής προέλευσης.

    Άρθρο 2

    Μέθοδος ισοζυγίου μάζας

    1.Εάν χρησιμοποιείται μέθοδος ισοζυγίου μάζας, ο οικονομικός φορέας διενεργεί την ανάλυση συνολικού ισοζυγίου μάζας επί της συνολικής μάζας εισροών και εκροών. Η μέθοδος ισοζυγίου μάζας διασφαλίζει ότι το βιολογικό περιεχόμενο όλων των εκροών είναι ανάλογο προς το βιολογικό περιεχόμενο των εισροών και ότι το μερίδιο βιογενούς υλικού που προσδιορίζεται από τα αποτελέσματα των δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) κατανέμεται σε κάθε εκροή. Εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής για κάθε εκροή οι οποίοι αντιστοιχούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια στο βιολογικό περιεχόμενο που μετράται μέσω των αποτελεσμάτων των δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C). Η εκροή λαμβάνει υπόψη την απώλεια μάζας στα απαέρια, στα υγρά βιομηχανικά λύματα και στα στερεά κατάλοιπα. Η μέθοδος ισοζυγίου μάζας περιλαμβάνει πρόσθετο αναλυτικό χαρακτηρισμό των πρώτων υλών και των προϊόντων, όπως τελικές και αδρές αναλύσεις των ροών μάζας του συστήματος.

    2.Εάν χρησιμοποιείται η μέθοδος ισοζυγίου μάζας ως η κύρια μέθοδος, οι οικονομικοί φορείς λαμβάνουν υπόψη κατά τον υπολογισμό την υγρασία και άλλες προσμείξεις εκτός των καυσίμων στις πρώτες ύλες τους και στις εκροές της οικείας διαδικασίας παραγωγής.

    Άρθρο 3

    Μέθοδος ενεργειακού ισοζυγίου

    1.Εάν χρησιμοποιείται μέθοδος ενεργειακού ισοζυγίου, το ενεργειακό μερίδιο του βιογενούς περιεχομένου σε όλες τις εκροές ενός σταδίου της συνεπεξεργασίας σε διυλιστήριο πετρελαίου προσδιορίζεται ως ίσο με το ενεργειακό μερίδιο του βιογενούς περιεχομένου στην εισροή του διυλιστηρίου. Η μέθοδος ενεργειακού ισοζυγίου καταγράφει το ενεργειακό περιεχόμενο της βιομάζας και των ορυκτών πρώτων υλών καθώς και την ενέργεια της διεργασίας που εισέρχεται στην εγκατάσταση συνεπεξεργασίας. Το ενεργειακό περιεχόμενο τόσο της βιομάζας όσο και των ορυκτών πρώτων υλών υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τη μάζα της πρώτης ύλης και την κατώτερη θερμαντική ισχύ της (LHV, μετρούμενη σε MJ ανά kg). Το βιολογικό κλάσμα, που υπολογίζεται ως η εισροή βιοενέργειας διαιρούμενη διά της συνολικής εισροής ενέργειας, εφαρμόζεται σε όλες τις εκροές καυσίμων που προκύπτουν από συνεπεξεργασία, προκειμένου να προσδιοριστεί το βιολογικό περιεχόμενο των παραγόμενων τελικών καυσίμων. Εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής για κάθε εκροή, οι οποίοι αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο στο βιολογικό περιεχόμενο που μετράται μέσω των αποτελεσμάτων των δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C).

    Άρθρο 4

    Μέθοδοι απόδοσης

    1.Όταν χρησιμοποιείται μέθοδος απόδοσης, οι οικονομικοί φορείς μπορούν να χρησιμοποιούν μία από τις δύο μεθόδους που περιγράφονται κατωτέρω για να προσδιορίσουν έναν συντελεστή απόδοσης που θα εφαρμόζεται στην κοινή διεργασία παραγωγής καυσίμων:

    α)Μέθοδος απόδοσης Α. Οι αποδόσεις των διαφόρων προϊόντων παρατηρούνται και καταγράφονται πρώτα όταν οι μονάδες επεξεργασίας λειτουργούν μόνο με καθαρή ορυκτή πρώτη ύλη ή για συγκεκριμένες εφαρμογές (π.χ. περιορισμένες συγκεντρώσεις) σε μονάδες πιλοτικής κλίμακας που είναι αντιπροσωπευτικές των μονάδων εμπορικής κλίμακας. Στη συνέχεια, προστίθεται ένα ποσοστό πρώτων υλών βιομάζας στη ροή εισροής, και παρατηρείται και καταγράφεται η αυξητική επίδραση στις αποδόσεις. Στη συνέχεια, το βιολογικό περιεχόμενο αντιστοιχίζεται σε κάθε προϊόν κατ’ αναλογία προς την αύξηση της παραγωγής του. Κάθε συντελεστής απόδοσης ισχύει μόνο για τις εισροές αναφοράς και τις συνθήκες διεργασίας αναφοράς για τις οποίες είχε οριστεί ο συγκεκριμένος συντελεστής απόδοσης. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να ορίζουν διαφορετικούς συντελεστές απόδοσης για διαφορετικές διεργασίες και συνθήκες λειτουργίας. Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, δύνανται να ορίζουν τους συντελεστές απόδοσης που πρέπει να χρησιμοποιούν οι οικονομικοί φορείς στο έδαφός τους. Εάν χρησιμοποιούνται διαφορετικοί συντελεστές απόδοσης, διενεργείται δοκιμή ραδιενεργού άνθρακα (14C) κάθε φορά που χρησιμοποιείται νέος συντελεστής απόδοσης, και ελέγχεται και, εάν χρειάζεται, επικαιροποιείται η συσχέτιση μεταξύ των εισροών αναφοράς και των συνθηκών διεργασίας αναφοράς.

    β)Μέθοδος απόδοσης Β. Η μέθοδος αυτή καθορίζει τη σχέση μεταξύ των βιολογικών εισροών και των βιολογικών εκροών μιας μονάδας συνεπεξεργασίας. Ο συντελεστής μετατροπής προσδιορίζεται με τη χρήση διαφόρων παρτίδων πρώτων υλών υπό γνωστές συνθήκες συνεπεξεργασίας, συμπεριλαμβανομένου του πλήρους χαρακτηρισμού των εισροών και των εκροών του συστήματος. Αφού προσδιοριστεί αυτή η συσχέτιση του συντελεστή απόδοσης, ο συντελεστής μπορεί να εφαρμοστεί σε βιογενείς πρώτες ύλες του ίδιου τύπου και της ίδιας ποιότητας που χρησιμοποιούνται στην ίδια μονάδα συνεπεξεργασίας η οποία λειτουργεί υπό τις ίδιες συνθήκες λειτουργίας.

    2.Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να χρησιμοποιούν μεθόδους απόδοσης ως κύρια μέθοδο μόνον εάν το σύστημα διατηρείται υπό συνθήκες λειτουργίας αναφοράς που καθορίζονται από τους ίδιους, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ποιότητα των πρώτων υλών. Εάν οι οικονομικοί φορείς χρησιμοποιούν μέθοδο απόδοσης, χρησιμοποιούν τη δοκιμή ραδιενεργού άνθρακα (14C) ως μέθοδο ελέγχου για την επαλήθευση του συντελεστή απόδοσης της μεθόδου τουλάχιστον κάθε φορά που αλλάζουν τις συνθήκες λειτουργίας αναφοράς και σύμφωνα με το άρθρο 6.

    3.Ο οικονομικός φορέας αποδεικνύει τη συνεχή λειτουργία της μονάδας υπό γνωστές συνθήκες συνεπεξεργασίας υποβάλλοντας σε δοκιμή ραδιενεργού άνθρακα (14C) κάθε συγκεκριμένη βιολογική εισροή, για τον υπολογισμό του ειδικού συντελεστή μετατροπής της.

    Άρθρο 5

    Καθορισμός του μεριδίου του υδρογόνου βιολογικής προέλευσης

    1.Εάν στο πλαίσιο του συστήματος παραγωγής υποβάλλεται σε συνεπεξεργασία ανανεώσιμο υδρογόνο βιολογικής προέλευσης, οι οικονομικοί φορείς τεκμηριώνουν και παρέχουν στοιχεία σχετικά με την προέλευση του υδρογόνου, καθώς και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το υδρογόνο που εισέρχεται στη μονάδα υδρογονοκατεργασίας ή σε άλλη μονάδα συνεπεξεργασίας:

    α)δεν έχει προσμετρηθεί αλλού ως ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή προσμέτρηση· και

    β)έχει ενσωματωθεί στο τελικό καύσιμο και δεν χρησιμοποιείται απλώς για την απομάκρυνση των προσμείξεων.

    2.Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να χρησιμοποιούν κοινή στοιχειακή ανάλυση διυλιστηρίου, όπως δοκιμή CHN (άνθρακα, υδρογόνου, αζώτου) για τον ποσοτικό προσδιορισμό της περιεκτικότητας του υλικού σε υδρογόνο πριν και μετά την υδρογονοκατεργασία ως τρόπο τεκμηρίωσης τυχόν αύξησης της περιεκτικότητας του καυσίμου σε υδρογόνο. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να υπολογίζουν κάθε τέτοια αύξηση ως πρόσθετο βιοκαύσιμο ή βιοαέριο στις εκροές. Η βιολογική προέλευση του υδρογόνου που χρησιμοποιείται στην υδρογονοκατεργασία ή στη συνεπεξεργασία πιστοποιείται από τον προμηθευτή ή τους ίδιους τους οικονομικούς φορείς, σε περίπτωση που είναι επίσης παραγωγοί πριν από τη χρήση.

    Κεφάλαιο II. Επαλήθευση της ορθότητας των ισχυρισμών των οικονομικών φορέων σχετικά με το μερίδιο των βιοκαυσίμων και των βιοαερίων για μεταφορές που προκύπτουν από την επεξεργασία βιομάζας με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία

    Άρθρο 6

    Ειδικές απαιτήσεις για τις δοκιμές ραδιενεργού άνθρακα (14C)

    1.Κατά τη διενέργεια δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C), οι οικονομικοί φορείς εφαρμόζουν τη μέθοδο της φασματομετρίας μάζας με επιταχυντή (AMS). Ωστόσο, μπορούν εναλλακτικά να εφαρμόζουν τη μέτρηση με τη μέθοδο του υγρού σπινθηρισμού (LSC), εάν το βιολογικό μερίδιο αναμένεται να είναι τουλάχιστον 1 % κατ’ όγκο και εάν το δείγμα είναι κατάλληλο για την εν λόγω μέθοδο δοκιμών, ιδίως όσον αφορά τα σωματίδια που περιέχονται στο υγρό.

    2.Οι οικονομικοί φορείς μεριμνούν ώστε, κατά τη διενέργεια δοκιμής ραδιενεργού άνθρακα (14C), ο τύπος της επιλεχθείσας δοκιμής ραδιενεργού άνθρακα (14C) να καθιστά δυνατή την αξιόπιστη ανίχνευση και ποσοτικοποίηση του βιολογικού μεριδίου. Παρέχουν λεπτομέρειες σχετικά με την ορθότητα και την ακρίβεια των αποτελεσμάτων.

    3.Με τη δοκιμή ραδιενεργού άνθρακα (14C) ποσοτικοποιείται επίσης τυχόν απώλεια άνθρακα βιογενούς προέλευσης λόγω της διαδικασίας αφαίρεσης οξυγόνου από τη βιογενή πρώτη ύλη, συγκρίνοντας τον βιογενή και τον ορυκτό άνθρακα στις εισροές και στα προϊόντα εκροής.

    4.Εάν η δοκιμή ραδιενεργού άνθρακα (14C), όταν χρησιμοποιείται ως δεύτερη μέθοδος δοκιμών επαλήθευσης του βιολογικού περιεχομένου σε μια εκροή, δείχνει απόκλιση άνω του 1 % σε απόλυτες τιμές σε σύγκριση με τα αποτελέσματα της κύριας μεθόδου που χρησιμοποιεί ο οικονομικός φορέας, οι τιμές της δοκιμής ραδιενεργού άνθρακα (14C) θεωρούνται έγκυρες. Κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της εν λόγω μεθοδολογίας, οι οικονομικοί φορείς μπορούν να εφαρμόσουν αυξημένη απόκλιση της τάξης του 3 % αντί του 1 % σε απόλυτες τιμές, ωσότου τελειοποιήσουν το σύστημα των μεθόδων δοκιμών που εφαρμόζουν. Επιπλέον, ο οικονομικός φορέας επανεξετάζει τις κύριες μεθόδους δοκιμών που εφαρμόζει προκειμένου να διορθώσει τυχόν σφάλματα του συστήματος που προκαλούν την εν λόγω απόκλιση και, αντίστοιχα, βαθμονομεί τη μέθοδο δοκιμών, εάν χρειάζεται.

    5.Η συχνότητα διενέργειας της κύριας μεθόδου δοκιμών, καθώς και της μεθόδου δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) όταν αυτή χρησιμοποιείται ως δεύτερη μέθοδος δοκιμών επαλήθευσης, καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας και της μεταβλητότητας των κύριων παραμέτρων της συνεπεξεργασίας, ώστε να διασφαλίζεται ότι, ανά πάσα στιγμή, οι ισχυρισμοί ως προς το βιολογικό περιεχόμενο αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά τους μερίδια. Οι οικονομικοί φορείς εκτελούν τον υπολογισμό του μεριδίου βιολογικού περιεχομένου τουλάχιστον για κάθε παρτίδα ή φορτίο. Εκτός εάν εφαρμόζεται μέθοδος με την οποία μπορούν να χαρτογραφηθούν οι συνθήκες λειτουργίας που σχετίζονται με την περιεκτικότητα της εκροής σε άνθρακα για κάθε παρτίδα ή φορτίο, η μέθοδος δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) χρησιμοποιείται κάθε φορά που υπάρχει μεταβολή κατά περισσότερο από 5 %, σε σύγκριση με τις βασικές συνθήκες, στη σύνθεση της πρώτης ύλης όσον αφορά το μερίδιο των βιογενών εισροών ή την ποσότητα των εισροών υδρογόνου και καταλύτη στη συνολική μάζα, τις παραμέτρους της διεργασίας ως προς τη θερμοκρασία διεργασίας σε απόλυτες τιμές [K] ή την πίεση της διεργασίας σε απόλυτες τιμές [Pa] ή τη σύνθεση του προϊόντος. Ως βάση για την αξιολόγηση των παραμέτρων της σύνθεσης του προϊόντος παρέχεται στοιχειακή ανάλυση του άνθρακα, του οξυγόνου και του αζώτου, καθώς και ανάλυση της περιεκτικότητας σε νερό και στερεά. Σε όλες τις περιπτώσεις, η μέθοδος δοκιμών ραδιενεργού άνθρακα (14C) διενεργείται τουλάχιστον ανά τετράμηνο.

    Άρθρο 7

    Τήρηση αρχείων, έλεγχος διεργασιών, λογιστικός έλεγχος και υποβολή εκθέσεων για τις αποκλίσεις

    1.Όταν οι οικονομικοί φορείς ισχυρίζονται ότι υπάρχει συγκεκριμένο μερίδιο βιοκαυσίμων ή βιοαερίων στο καύσιμο που διαθέτουν στην αγορά, τηρούν δείγματα επί δύο τουλάχιστον έτη, καθώς και αρχεία των δεδομένων μετρήσεων και των υπολογισμών. Οι οικονομικοί φορείς παρέχουν στους οργανισμούς πιστοποίησης και στους ελεγκτές τους πλήρη πρόσβαση στα εν λόγω δείγματα, αρχεία και άλλα στοιχεία. Οι οικονομικοί φορείς καταρτίζουν λεπτομερή περιγραφή της κύριας μεθόδου δοκιμών που χρησιμοποίησαν, συμπεριλαμβανομένης ένδειξης για την ορθότητα και την ακρίβειά της που επαληθεύτηκε επίσης με την εφαρμογή της δοκιμής ραδιενεργού άνθρακα (14C), συνοδευόμενη από διαδικασία για την εφαρμογή της.

    2.Προκειμένου να αποφευχθούν οι κίνδυνοι αποκλίσεων και να διευκολυνθεί η εκ των υστέρων επαλήθευση του ελέγχου που αφορά την ακρίβεια των ισχυρισμών των διυλιστηρίων ή άλλων εγκαταστάσεων συνεπεξεργασίας σχετικά με το βιολογικό μερίδιο των καυσίμων τους, οι οικονομικοί φορείς εφαρμόζουν συνολικό σύστημα ισοζυγίου μάζας που υποδεικνύει το βιογενές μερίδιο εισροών και εκροών. Εκτελούν αυτόν τον υπολογισμό του ισοζυγίου μάζας παράλληλα με την κύρια μέθοδο δοκιμών, προκειμένου να ελέγξουν και να συγκρίνουν τα αποτελέσματα και των δύο μεθόδων αξιολόγησης του βιολογικού μεριδίου στα παραγόμενα τελικά καύσιμα.

    3.Εάν, εντός των ορίων του διυλιστηρίου ή άλλης εγκατάστασης συνεπεξεργασίας, οι οικονομικοί φορείς αναμειγνύουν τις εκροές της συνεπεξεργασίας με άλλα καύσιμα, χρησιμοποιούν σύστημα ισοζυγίου μάζας που επιτρέπει την ανάμειξη παρτίδων καυσίμων που παράγονται από βιομάζα —τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία με ορυκτά καύσιμα σε κοινή διαδικασία— με άλλα καύσιμα, παρέχοντας παράλληλα επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα μεγέθη των παρτίδων, σύμφωνα με το άρθρο 30 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001.

    4.Τυχόν αποκλίσεις που εντοπίζονται από τους ελεγκτές των οργανισμών πιστοποίησης στα μερίδια βιοκαυσίμων ή βιοαερίων στο καύσιμο που διαθέτουν οι οικονομικοί φορείς στην αγορά αντιμετωπίζονται ως μείζονος σημασίας περιπτώσεις μη συμμόρφωσης και κοινοποιούνται αμέσως στα εθελοντικά καθεστώτα ή άλλα καθεστώτα πιστοποίησης που επαληθεύουν τη συμμόρφωση του καυσίμου που προκύπτει από βιομάζα με τα κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου που ορίζονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 2 έως 7 και παράγραφος 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001.

    5.Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν επίσης να επαληθεύουν τους ισχυρισμούς των οικονομικών φορέων σχετικά με το μερίδιο των βιοκαυσίμων ή των βιοαερίων στα καύσιμα που διαθέτουν στην αγορά χρησιμοποιώντας τις μεθόδους που αναφέρονται στα άρθρα 6 και 7 του παρόντος κανονισμού. Τυχόν αποκλίσεις που εντοπίζονται ως αποτέλεσμα των εν λόγω ελέγχων κοινοποιούνται αμέσως στον οργανισμό πιστοποίησης και στο εθελοντικό καθεστώς ή άλλο καθεστώς πιστοποίησης που έχουν πιστοποιήσει τους ισχυρισμούς.

    6.Σε περίπτωση τέτοιων κοινοποιήσεων που πραγματοποιούνται είτε από τους οργανισμούς πιστοποίησης είτε από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, το οικείο καθεστώς πιστοποίησης υποχρεούται να λάβει άμεσα μέτρα διερευνώντας την υπόθεση. Εάν η διερεύνησή του επιβεβαιώσει τα πορίσματα του οργανισμού πιστοποίησης ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, το καθεστώς πιστοποίησης αντιμετωπίζει τις αποκλίσεις ως μείζονος σημασίας περίπτωση μη συμμόρφωσης και αναστέλλει αμέσως το πιστοποιητικό του οικονομικού φορέα.

    7.Προκειμένου να αποκατασταθεί η ακρίβεια των ισχυρισμών, ως βάση για τον επανυπολογισμό των ισχυρισμών χρησιμοποιούνται οι χαμηλότερες τιμές που καθορίζονται από τους ελέγχους. Επιπλέον, τα καθεστώτα πιστοποίησης παροτρύνουν τον οικονομικό φορέα να επανεξετάσει τις μεθόδους δοκιμών του προκειμένου να διορθώσει, μεταξύ άλλων, τυχόν σφάλματα του συστήματος που προκαλούν τέτοιες αποκλίσεις.

    8.Η αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνει ο οικονομικός φορέας επικυρώνεται μέσω άλλου ελέγχου που διενεργεί ο οργανισμός πιστοποίησης προτού αρθεί η αναστολή του πιστοποιητικού του.

    Κεφάλαιο III Τελικές διατάξεις

    Άρθρο 8

    Έναρξη ισχύος

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 5.6.2023

       Για την Επιτροπή

       Η Πρόεδρος
       Ursula VON DER LEYEN

    (1)    Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82).
    Top