EUR-Lex Aċċess għal-liġi tal-Unjoni Ewropea

Lura għall-paġna ewlenija ta' EUR-Lex

Dan id-dokument hu mislut mis-sit web tal-EUR-Lex

Dokument E2011C0206

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 206/11/COL, της 29ης Ιουνίου 2011 , για το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων (Ισλανδία)

ΕΕ L 323 της 22.11.2012, p. 20–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Status legali tad-dokument Fis-seħħ

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2011/206/oj

22.11.2012   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 323/20


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 206/11/COL

της 29ης Ιουνίου 2011

για το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων (Ισλανδία)

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΕΖΕΣ

Εχοντασ υποψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 61 και το πρωτόκολλο 26,

Εχοντασ υποψη τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, και ιδίως το άρθρο 24,

Εχοντασ υποψη το άρθρο 1 του μέρους Ι και το άρθρο 7 παράγραφος 5 του πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου (εφεξής «πρωτόκολλο 3»),

Εχοντασ υποψη την απόφαση της Αρχής της 14ης Ιουλίου 2004 σχετικά με τις διατάξεις εφαρμογής που αναφέρονται στο άρθρο 27 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 (1),

Αφου καλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 (2) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 2008, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (εφεξής «η Αρχή») και οι ισλανδικές αρχές διεξήγαγαν συζητήσεις προ της κοινοποίησης σχετικά με τη θέσπιση καθεστώτος για την αγορά ενυπόθηκων δανείων (εφεξής «Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων»). Στο πλαίσιο αυτό, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν στην Αρχή τρεις επιστολές με ημερομηνία 14ης Οκτωβρίου 2008 (περιστατικό αριθ. 494902), 3ης Νοεμβρίου 2008 (περιστατικό αριθ. 496979) και 3ης Δεκεμβρίου 2008 (περιστατικό αριθ. 500670).

Στις 27 Μαΐου 2009, οι ισλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Αρχή το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων (περιστατικό αριθ. 519720).

Με επιστολή της 25ης Ιουνίου 2009 (περιστατικό αριθ. 520515) και με ηλεκτρονικό μήνυμα της 29ης Ιουνίου 2009 (περιστατικό αριθ. 523605), η Αρχή ζήτησε από τις ισλανδικές αρχές να υποβάλουν πρόσθετες πληροφορίες. Οι ισλανδικές αρχές απάντησαν με επιστολή στις 27 Ιουλίου 2009 (περιστατικό αριθ. 525671) και στις 28 Αυγούστου 2009 (περιστατικό αριθ. 528493).

Η υπόθεση συζητήθηκε επίσης μέσω τηλεφωνικής διάσκεψης μεταξύ της Αρχής και των ισλανδικών αρχών την 1η Ιουλίου 2009 και εκ νέου την 4η Νοεμβρίου 2009 στο πλαίσιο της συνεδρίασης με θέμα το πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων στην Ισλανδία.

Με επιστολή της 16ης Νοεμβρίου 2009 (περιστατικό αριθ. 536644), η Αρχή ζήτησε πληροφορίες σε συνέχεια των συζητήσεων. Οι ισλανδικές αρχές απάντησαν στις 25 Νοεμβρίου 2009 (περιστατικό αριθ. 538088).

Με επιστολή της 10ης Μαρτίου 2010 (περιστατικό αριθ. 548915), η Αρχή πληροφόρησε τις ισλανδικές αρχές ότι είχε αποφασίσει να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, σχετικά με το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων.

Η απόφαση αριθ. 76/10/COL της Αρχής για κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2010 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ (3). Η Αρχή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις αλλά δεν έλαβε καμία σχετική παρατήρηση.

Με επιστολή που παρελήφθη στις 3 Μαΐου 2010, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση αριθ. 76/10/COL της Αρχής για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (περιστατικά αριθ. 555824 και αριθ. 555999).

Οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν πρόσθετες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης γνώμης εμπειρογνωμόνων, στις 25 Μαΐου 2010 (περιστατικά αριθ. 558177 και αριθ. 558531).

Την 1η Ιουνίου 2010, η υπόθεση συζητήθηκε από την Αρχή και τις ισλανδικές αρχές κατά τη συνεδρίαση με θέμα το πρόγραμμα κρατικών ενισχύσεων στην Ισλανδία.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

2.1.   Ιστορικό του φακέλου

Ως αποτέλεσμα των αναταράξεων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές το 2008 και το 2009, ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ισλανδίας αντιμετώπισαν έλλειψη ρευστότητας και δυσκολίες εξεύρεσης πιστώσεων. Οι ισλανδικές αρχές, αντιδρώντας στην κρίση, υιοθέτησαν σειρά μέτρων με σκοπό την εξασφάλιση της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ισλανδία.

Ένα από τα μέτρα αυτά ήταν η θέσπιση του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, στο πλαίσιο του οποίου η στεγαστική υπηρεσία της Ισλανδίας «Ταμείο Στεγαστικής Χρηματοδότησης» (Housing Financing Fund - εφεξής «HFF», στα ισλανδικά Íbúðalánasjóður) εξουσιοδοτείται να αναλάβει ενυπόθηκα δάνεια από ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ισλανδίας λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα ομόλογα του HFF, μια μορφή μόνιμης ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων. Εν συνεχεία, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ομόλογα του HFF ως εξασφάλιση για να λάβει δάνεια σε μετρητά από την Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας (4).

Γενικός στόχος του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων είναι η παροχή ρευστών διαθεσίμων σε επιλέξιμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και η εξασφάλιση της διαθεσιμότητας δανείων στη στεγαστική αγορά (και ως εκ τούτου η προστασία των συμφερόντων των ιδιοκτητών ακινήτων) (5).

Οι ισλανδικές αρχές εξήγησαν ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων αποτελεί συνέχεια προηγούμενου καθεστώτος που ενέκρινε η Αρχή στις 27 Μαρτίου 2009 (απόφαση αριθ. 168/09/COL), βάσει του οποίου το HFF εξουσιοδοτήθηκε να παρεμβαίνει εξ ονόματος του ισλανδικού κράτους στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης αναχρηματοδοτώντας προσωρινώς ενυπόθηκα δάνεια («Προσωρινό Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων») (6). Στο πλαίσιο του Προσωρινού Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, μπορούσε να γίνει ανταλλαγή υποθηκών σε προσωρινή βάση. Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων επιτρέπει τη μόνιμη ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων. Τα ενυπόθηκα δάνεια που υπάγονται στο Προσωρινό Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων πρέπει να επιστραφούν στον δικαιούχο πριν από τη σύναψη οιασδήποτε συμφωνίας ανταλλαγής βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων.

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων απευθύνεται άμεσα κατά κύριο λόγο σε μικρά ταμιευτήρια, τα οποία, για να έχουν πρόσβαση σε ρευστά διαθέσιμα, εξαρτώνται από άλλα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που επίσης αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (7). Τα ταμιευτήρια αυτά παρέχουν κυρίως παραδοσιακές τραπεζικές υπηρεσίες στις τοπικές κοινότητες (ιδιώτες, εταιρικούς πελάτες και τοπικές αρχές), των οποίων αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα. Σε πολλές περιοχές της χώρας, τα ταμιευτήρια αποτελούν τα μόνα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν (8).

2.2.   Νομική βάση

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων βασίζεται στο κεφάλαιο V του νόμου αριθ. 125/2008, της 6ης Οκτωβρίου 2008, για τις εκταμιεύσεις του δημόσιου ταμείου λόγω εκτάκτων περιστάσεων στη χρηματοπιστωτική αγορά κ.λπ. (εφεξής «νόμος περί εκτάκτων περιστάσεων») (9), ο οποίος τροποποίησε, μεταξύ άλλων, τον νόμο αριθ. 44/1998 περί στεγαστικών θεμάτων (εφεξής «στεγαστικός νόμος»). Περισσότερες λεπτομέρειες παρέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1081/2008, της 26ης Νοεμβρίου 2008, για την εξουσιοδότηση του Ταμείου Στεγαστικής Χρηματοδότησης (Housing Financing Fund) να προβαίνει σε αγορές ομολόγων εξασφαλισμένων με υποθήκες επί κατοικιών τα οποία εκδίδονται από χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (εφεξής ο «κανονισμός»). Ο κανονισμός εκδόθηκε και άρχισε να ισχύει στις 27 Νοεμβρίου 2008.

Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο του HFF εξέδωσε κανόνες για την αγορά ενυπόθηκων δανείων από χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (εφεξής «συμπληρωματικοί κανόνες») (10). Μετά την έγκρισή τους από τον υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι συμπληρωματικοί κανόνες δημοσιεύθηκαν στις 15 Ιανουαρίου 2009 και άρχισαν να ισχύουν αυθημερόν. Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων άρχισε επίσης να ισχύει την ίδια ημέρα.

2.3.   Αιτήσεις βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων

Βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, τα επιλέξιμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να υποβάλουν αίτηση ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων (ενυπόθηκων δανείων) με το HFF. Η ανταλλαγή συνεπάγεται τη μόνιμη ανάληψη από το HFF των ενυπόθηκων δανείων («χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων») του αιτούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος με αντάλλαγμα τα υφιστάμενα ομόλογα του HFF, τα οποία μεταβιβάζονται στο αιτούν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Κάθε τράπεζα, ταμιευτήριο και πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ισλανδία βάσει του νόμου αριθ. 161/2002 περί χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, μπορεί να υποβάλει αίτηση ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων. Τη δυνατότητα αυτή έχουν επίσης οι θυγατρικές και τα υποκαταστήματα ξένων τραπεζών που έχουν εγκατασταθεί στην Ισλανδία.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να υποβάλουν την αίτησή τους γραπτώς, περιλαμβάνοντας σε αυτήν πληροφορίες για το κατ’ εκτίμηση ύψος του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων που επιθυμούν να ανταλλάξουν με το HFF. Σε αυτή τη βάση, το HFF διαπραγματεύεται με το αιτούν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τους όρους της συναλλαγής. Σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία αυτή είναι ο προσδιορισμός της αξίας των ενυπόθηκων δανείων (βλέπε τμήμα 2.4 κατωτέρω). Εφόσον η αίτηση γίνει δεκτή, το HFF αναλαμβάνει το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων από το αιτούν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χωρίς να χρειάζεται να ζητήσει άδεια για τη μεταβίβαση από τον οφειλέτη (δανειολήπτη).

Μετά την ανταλλαγή των περιουσιακών στοιχείων, το HFF αναλαμβάνει τον ρόλο του δανειστή έναντι του δανειολήπτη του ενυπόθηκου δανείου, υπό την αίρεση της επίσημης μεταβίβασης των πράξεων σύστασης της υποθήκης.

Οι ισλανδικές αρχές πληροφόρησαν την Αρχή ότι στο διάστημα 22 Οκτωβρίου 2008 έως 18 Δεκεμβρίου 2008, τα ακόλουθα επτά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υπέβαλαν αιτήσεις ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων: Keflavik Savings Bank, BYR Savings Bank, Bolungarvik Savings Bank, Ólafsfjarðar Saving Bank, Mýrasýsla Saving Bank, Höfðhverfinga Saving Bank και SPRON.

Η Keflavik Savings Bank, η BYR Savings Bank και η Bolungarvik Savings Bank υπέγραψαν συμφωνία ανταλλαγής με το HFF στις 23 Μαρτίου 2009, στις 20 Μαΐου 2009, και στις 3 Ιουλίου 2009 και στις 5 Αυγούστου 2009 (11) αντιστοίχως.

Η πρώτη συμφωνία που υπεγράφη βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων αφορούσε τη μεταβίβαση ενυπόθηκων δανείων και υπεγράφη στις 23 Μαρτίου 2009 μεταξύ του HFF και της Keflavik Savings Bank με συνολική αξία ISK 9 959 972 471,00 (12). Οι συμφωνίες με την BYR Savings Bank και την Bolungarvik Savings Bank ήταν αξίας ISK 2 707 559 690,00, και ISK 477 141 823,00 και ISK 425 924 422,00, αντιστοίχως.

Οι αιτήσεις των υπόλοιπων τεσσάρων προαναφερόμενων τραπεζών απορρίφθηκαν.

2.4.   Αποτίμηση των ενυπόθηκων δανείων και των ομολόγων του HFF βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων

Βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, το HFF οφείλει να ακολουθήσει διάφορα στάδια για την αποτίμηση της αξίας του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων ενός αιτούντος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και των ομολόγων του HFF που πρόκειται να ανταλλαγούν.

Το άρθρο 3 του κανονισμού (13) και το άρθρο 6 (14) των συμπληρωματικών κανόνων προβλέπουν ότι το HFF «αποτιμά την αξία των ομολόγων που προσφέρονται στο Ταμείο» και ότι «η λογιστική αξία του δανείου λαμβάνεται κατά κανόνα ως βάση για τον προσδιορισμό της τιμής τους».Με άλλα λόγια, το ίδιο το HFF πραγματοποιεί «εσωτερική» αποτίμηση της αξίας των ενυπόθηκων δανείων. Η αποτίμηση αυτή βασίζεται στη λογιστική αξία των δανείων.

2.4.1.   Επιλογή των ενυπόθηκων δανείων από το HFF  (15)

Πριν προβεί στην εκτίμηση της αξίας ενός χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων, το HFF εξετάζει εάν έχει οιοδήποτε συμφέρον να αναλάβει τα δάνεια αυτά. Προς τον σκοπό αυτόν, το HFF εκτιμά την αξία των δανείων με κριτήριο το ιστορικό πληρωμών του οφειλέτη, τον δείκτη δανείου-αξίας του ενυπόθηκου δανείου, τυχόν περιπτώσεις μη εξόφλησης, καθώς και τους συμβατικούς όρους του ενυπόθηκου δανείου. Με βάση τα κριτήρια αυτά, το HFF χωρίζει τα δάνεια σε τρεις κατηγορίες:

α)

μη αθετηθέντα ενυπόθηκα δάνεια που πληρούν όλους τους γενικούς όρους περί δανείων του HFF·

β)

άλλα μη αθετηθέντα ενυπόθηκα δάνεια που δεν πληρούν όλους τους γενικούς όρους περί δανείων του HFF·

γ)

αθετηθέντα ενυπόθηκα δάνεια.

Τα ενυπόθηκα δάνεια που εμπίπτουν στις δύο πρώτες κατηγορίες είναι επιλέξιμα για ανταλλαγή βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων. Ωστόσο, τα ενυπόθηκα δάνεια της κατηγορίας γ) είναι επιλέξιμα μόνον εάν δεν ισχύει για αυτά υποχρέωση αναγκαστικής είσπραξης και όλα τα τέλη και οι δαπάνες έχουν εξοφληθεί πριν από την ανταλλαγή.

2.4.2.   Καθορισμός της αξίας των ενυπόθηκων δανείων από το HFF

Το άρθρο 3 του κανονισμού και το άρθρο 6 των συμπληρωματικών κανόνων ορίζουν ότι το HFF οφείλει να καθορίσει την τιμή αγοράς των ενυπόθηκων δανείων βάσει της αγοραίας αξίας τους. Ωστόσο, το άρθρο 6 προβλέπει επίσης ότι το HFF πρέπει να υπολογίζει την αγοραία αξία του βάσει της λογιστικής αξίας των ενυπόθηκων δανείων (λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο πρόωρης εξόφλησης, τις επιχειρησιακές δαπάνες και άλλους παράγοντες). Το τελευταίο αυτό στοιχείο επιβεβαιώθηκε στην Αρχή από τις ισλανδικές αρχές (16). Οι ισλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν επίσης ότι η λογιστική αξία κάθε μεμονωμένου δανείου είναι το αρχικό κεφάλαιο του δανείου που χορηγήθηκε στον δανειολήπτη χωρίς μειώσεις της αξίας του (17). Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής στο Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων πρέπει να δηλώσουν στο HFF τη λογιστική αξία κάθε μεμονωμένου δανείου (18).

2.4.3.   Προσδιορισμός από το HFF του πιστωτικού κινδύνου και του «πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας»

Το τρίτο στάδιο αφορά τον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου που ενέχουν τα συγκεκριμένα ενυπόθηκα δάνεια. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού και με το άρθρο 5 των συμπληρωματικών κανόνων, το HFF εφαρμόζει προς τον σκοπό αυτόν ένα μοντέλο πιστωτικού κινδύνου που έχει καταρτίσει η KPMG Iceland, βάσει του οποίου η εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου των χαρτοφυλακίων ενυπόθηκων δανείων πραγματοποιείται βάσει του διεθνούς προτύπου της Βασιλείας ΙΙ για την εκτίμηση του κεφαλαιακού κινδύνου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Για να γίνει η εκτίμηση αυτή, η αναμενόμενη ζημία υπολογίζεται ως το γινόμενο τριών παραγόντων: της πιθανότητας μη εξόφλησης, της ποσοστιαίας ζημίας σε περίπτωση μη εξόφλησης και της έκθεσης στον κίνδυνο μη εξόφλησης. Καθεμία από αυτές τις μεταβλητές εκτιμάται για κάθε ενυπόθηκο δάνειο χωριστά και για κάθε έτος διάρκειας του δανείου.

Το μοντέλο αυτό βασίζεται, αφενός, σε σειρά παραμέτρων που έχουν σχεδιαστεί για την εκτίμηση της πιθανής πιστωτικής ζημίας για κάθε δάνειο χωριστά και, αφετέρου, σε σειρά μακροοικονομικών παραγόντων που είναι πιθανό να επηρεάσουν τα ενυπόθηκα δάνεια. Για την εκτίμηση των μεμονωμένων δανείων χρησιμοποιούνται ως παράμετροι: i) ο δείκτης δανείου-αξίας, και ii) το ιστορικό πληρωμών. Η μακροοικονομική ανάλυση αποτελεί μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη (έως το 2014) των τιμών των ακινήτων, του πληθωρισμού, της εξέλιξης των μισθών και άλλων παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάσουν κατά γενικό τρόπο το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων. Μετά το 2014, λαμβάνεται ως βάση ένα ενιαίο ύψος πιστωτικής ζημίας βάσει των ιστορικών δεδομένων.

Μετά τον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου από το HFF, η αξία του κινδύνου αυτού δεν αφαιρείται αμέσως από τη λογιστική αξία. Η αξία του πιστωτικού κινδύνου χρησιμοποιείται μόνο για τον προσδιορισμό της αξίας των ομολόγων τα οποία θα λάβει το αιτούν χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της ανταλλαγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού και με το άρθρο 6 των συμπληρωματικών κανόνων, το HFF χρησιμοποιεί τον αναμενόμενο πιστωτικό κίνδυνο για τον καθορισμό ενός «πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας». Αυτό σημαίνει ότι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα αρχικά θα λάβει μόνον ομόλογα του HFF τα οποία αντιστοιχούν στο 80% κατ’ ανώτατο όριο του αθροίσματος της λογιστικής αξίας των δανείων που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων. Το πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας μπορεί να υπερβεί το 20 %, αναλόγως της εκτιμώμενης ζημίας εν σχέσει προς το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων, και θα αυξηθεί κατά το ποσό της εν λόγω εκτιμώμενης ζημίας (άρθρο 5 των συμπληρωματικών κανόνων). Το πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας είναι πάντοτε υψηλότερο από την εκτιμώμενη ζημία. Στην πράξη, το HFF υπολογίζει το πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας προσθέτοντας ένα επιπλέον 10% στην εκτιμώμενη ζημία.

Περίπου οκτώ έως δέκα χρόνια μετά την αρχική συμφωνία, αξιολογείται η απόδοση του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου δανείων κατά τη δεδομένη περίοδο. Επιπλέον, υπολογίζεται τότε και ο προβλεπόμενος πιστωτικός κίνδυνος του χαρτοφυλακίου. Αναλόγως των δύο αυτών στοιχείων, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα λάβει πρόσθετα ομόλογα του HFF μέχρι ποσού που αντιστοιχεί στην αξία του πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας. Με άλλα λόγια, εάν μετά από οκτώ έως δέκα χρόνια ο κίνδυνος επέλθει εν μέρει μόνον, δηλ. εάν οι πραγματικές ζημίες είναι κατώτερες εκείνων που είχαν προβλεφθεί κατά τη στιγμή της συμφωνίας, το HFF θα μεταβιβάσει ομόλογα μέχρι ποσού που αντιστοιχεί στην αξία του πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας μείον τις πραγματικές ζημίες, υπό την επιφύλαξη του προβλεπόμενου πιστωτικού κινδύνου. Ωστόσο, εάν ο πιστωτικός κίνδυνος επέλθει πλήρως, δηλ. εάν προκύψουν όντως όλες οι αναμενόμενες ζημίες, το HFF δεν θα μεταβιβάσει πρόσθετα ομόλογα στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Τέλος, σε περίπτωση που οι πραγματικές ζημίες υπερβούν το πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας, οι ζημίες αυτές βαρύνουν το HFF.

2.4.4.   Προσδιορισμός από το HFF του αντίστοιχου ποσού ομολόγων του HFF

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού και με το άρθρο 7 των συμπληρωματικών κανόνων (19), το HFF προσδιορίζει την αξία των ομολόγων του HFF που θα μεταβιβαστούν στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, στο πλαίσιο της ανταλλαγής του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων (αφαιρουμένου του πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας).

Το HFF υπολογίζει την αξία των ομολόγων του HFF βάσει της «ακαθάριστης τιμής στο τέλος της ημέρας» που ισχύει κατά την ημέρα της συναλλαγής στο ισλανδικό χρηματιστήριο (OMX Iceland exchange). Η εν λόγω τιμή προσαρμόζεται κατά το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο των ενυπόθηκων δανείων (αφαιρουμένων του κινδύνου πρόωρης πληρωμής, των επιχειρησιακών δαπανών και των πιστωτικών ζημιών). Στις πληροφορίες που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές, δεν καθίσταται σαφές εάν αυτό συνεπάγεται μείωση ή αύξηση της αξίας των ομολόγων.

2.4.5.   Διακανονισμός της ανταλλαγής βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων

Αφού προσδιορισθεί η αξία του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων, αυτό μεταβιβάζεται στο HFF έναντι ομολόγων του HFF, τα οποία μεταβιβάζονται στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (20).

Ο τελικός διακανονισμός πραγματοποιείται οκτώ έως δέκα χρόνια περίπου μετά από τη σύναψη της συμφωνίας (21). Τη χρονική εκείνη στιγμή, υπό την επιφύλαξη της εκτίμησης που περιγράφεται στο σημείο 2.4.3 ανωτέρω, το HFF μεταβιβάζει στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πρόσθετα ομόλογα μέχρι ποσού που αντιστοιχεί στην αξία του πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας (αφαιρουμένων τυχόν πραγματικών ή εκτιμώμενων ζημιών κατά το υπόλοιπο της διάρκειας του ενυπόθηκου δανείου) (22).

2.5.   Διάρκεια και προϋπολογισμός

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων δεν είναι χρονικά περιορισμένο, δηλ. για την εφαρμογή του δεν έχει τεθεί καταληκτική ημερομηνία ή καθορισμένη περίοδος εντός της οποίας μπορούν να υποβάλλονται αιτήσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος. Επί του παρόντος, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων παραμένει, επομένως, σε ισχύ και τα επιλέξιμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να υποβάλλουν αιτήσεις.

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό, οι ισλανδικές αρχές δεν υπέβαλαν στην Αρχή πληροφορίες σχετικά με τις προβλεπόμενες ετήσιες ή συνολικές δαπάνες στο πλαίσιο του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων.

2.6.   Πρόσθετες συναφείς πληροφορίες σχετικά με την αγορά

Στις 22 Απριλίου 2010, η Εποπτική Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (FME) εξέδωσε απόφαση σχετικά με τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Keflavik Savings Bank στην Spkef Savings Bank (23). Στις 5 Μαρτίου 2011, η Εποπτική Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών εξέδωσε απόφαση σχετικά με τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Spkef Savings Bank στην NBI hf. (New Landsbanki) (24).

Μετά την χρεοκοπία της Byr Savings Bank (Old Byr) τον Απρίλιο του 2010, το ισλανδικό Δημόσιο ίδρυσε την Byr hf (New Byr), μια αμιγώς κρατική Α.Ε. Η Old Byr τελεί τώρα υπό εκκαθάριση. Η New Byr θα αναλάβει όλα τα στοιχεία ενεργητικού και ορισμένα στοιχεία παθητικού, καθώς και ορισμένες λειτουργίες της Old Byr (25).

3.   ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Τον Μάρτιο του 2010, η αρχή αποφάσισε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας για την υπόθεση αυτή διότι αμφέβαλλε κατά πόσον οι συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων έγιναν σύμφωνα με τους όρους της αγοράς και, ως εκ τούτου, κατά πόσον το καθεστώς ενδέχεται να περιλαμβάνει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (26).

Η Αρχή αμφέβαλλε επίσης κατά πόσον η ενδεχόμενη ενίσχυση θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, έκρινε δε ότι το κατάλληλο πλαίσιο για την εκτίμηση της συμβατότητας του μέτρου ήταν οι κατευθυντήριες γραμμές περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων (ΚΓΑΠΣ) (27). Βάσει των ΚΓΑΠΣ, η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον i) η αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων είχε υπολογισθεί σωστά (και είχε ληφθεί υπόψη στην τιμή μεταβίβασης)· και ii) οι συμφωνίες ανταλλαγής προέβλεπαν επαρκή αμοιβή για το Δημόσιο, εξασφαλίζοντας κατάλληλο επιμερισμό των βαρών μεταξύ των μερών.

Τέλος, η Αρχή εξέφρασε αντιρρήσεις για το γεγονός ότι οι ισλανδικές αρχές ούτε είχαν περιορίσει τη χρονική περίοδο («entrance window») εντός της οποίας τα επιλέξιμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων ούτε προσδιόρισαν το ύψος του συνολικού ή του ετήσιου προϋπολογισμού του καθεστώτος. Με άλλα λόγια, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων ήταν απεριόριστο ως προς τον προϋπολογισμό και τη διάρκεια του.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΡΙΤΩΝ

Η Αρχή δεν έλαβε παρατηρήσεις τρίτων μετά τη δημοσίευση της απόφασης αριθ. 76/10/COL για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

5.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΛΑΝΔΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι η μεταβίβαση των ενυπόθηκων δανείων στο πλαίσιο του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων πραγματοποιείται υπό όρους της αγοράς, γεγονός που εξασφαλίζει ότι δεν υφίσταται στοιχείο κρατικής ενίσχυσης στη μεταβίβαση των ομολόγων του HFF στα αιτούντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Οι ισλανδικές αρχές αμφισβητούν επίσης κατά πόσον είναι σωστό να γίνει η εκτίμηση του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων βάσει των ΚΓΑΠΣ, δεδομένου ότι τα ενυπόθηκα δάνεια προς ανταλλαγή στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος δεν είναι απομειωμένα. Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι δόθηκε στα ταμιευτήρια η δυνατότητα ανταλλαγής των ενυπόθηκων δανείων τους με ομόλογα του HFF όχι διότι τα περιουσιακά στοιχεία είναι απομειωμένα, αλλά διότι δεν είναι επαρκώς ρευστοποιήσιμα (28).

Σε περίπτωση κατά την οποία η Αρχή συμπεράνει, παρόλα αυτά, ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων ενέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης και πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των ΚΓΑΠΣ, οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με τα κριτήρια για την προσφυγή σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Διευκρινίζουν ότι το μοντέλο πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιήθηκε για την αποτίμηση των ενυπόθηκων δανείων στην οποία προέβη ο HFF, βασίζεται στο μοντέλο πιστωτικού κινδύνου που κατήρτισε η KPMG Iceland, η οποία αποτελεί ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα-εκτιμητή. Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν επίσης ότι, χάρη στο γεγονός ότι έχει προβλεφθεί «πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας», εξασφαλίζεται η προσαρμογή της λογιστικής αξίας των ενυπόθηκων δανείων στην αγοραία τιμή τους (29).

Μετά την απόφαση της Αρχής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν επίσης αποτίμηση που εκπόνησε ανεξάρτητη ομάδα χρηματοοικονομικών εμπειρογνωμόνων (η ALM Finance LTD, εφεξής «ALM») (30) όσον αφορά το χαρτοφυλάκιο ενυπόθηκων δανείων και τα ομόλογα του HFF που είχαν υπαχθεί ήδη στο καθεστώς. Η αποτίμηση που εκπόνησε η ALM βασίζεται, αφενός, σε μοντέλο ταμειακών ροών, σταθμισμένο βάσει πιθανοτήτων, και, αφετέρου, στο ποσοστό απόδοσης μηδενικού κινδύνου προκειμένου να υπολογίσει την τρέχουσα αξία (πραγματική οικονομική αξία) των χαρτοφυλακίων ενυπόθηκων δανείων που υπάγονται στο καθεστώς. Ο υπολογισμός της πραγματικής οικονομικής αξίας των χαρτοφυλακίων των δανείων πραγματοποιήθηκε βάσει δύο οικονομικών σεναρίων: ένα αναμενόμενο σενάριο και ένα σενάριο ακραίων καταστάσεων. Η αποτίμηση που εκπόνησε η ALM επιβεβαιώνει κατά προσέγγιση την αποτίμηση του HFF.

Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν επίσης ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων περιλαμβάνει αμοιβή για τη χορηγούσα αρχή, το HFF, δεδομένου ότι το HFF προσαρμόζει την αξία των ομολόγων του HFF ώστε να καλύπτει τις επιχειρησιακές δαπάνες, τον κίνδυνο πρόωρης πληρωμής και τις πιστωτικές ζημίες (31).

Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν επίσης ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων θα πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος ευρύτερου σχεδίου για την αναδιάρθρωση των ταμιευτηρίων στην Ισλανδία και ότι, ως εκ τούτου, θα πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση που έχει εκδώσει η Αρχή (32). Τόσο το Υπουργείο Οικονομικών όσο και η Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας έχουν δρομολογήσει μέτρα που αποσκοπούν στην ανακεφαλαιοποίηση των ταμιευτηρίων στην Ισλανδία. Στο πλαίσιο αυτού του ευρύτερου σχεδίου αναδιάρθρωσης, η Εποπτική Αρχή Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών (FME) έχει αναλάβει την εποπτεία της αναδιάρθρωσης των ταμιευτηρίων και έχει θεσπίσει ορισμένες απαιτήσεις προς τον σκοπό αυτό.

Τέλος, όσον αφορά την αναλογικότητα του μέτρου, οι ισλανδικές αρχές επισημαίνουν ότι είναι πρόθυμες να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να ανταποκριθούν στις ανησυχίες της Αρχής όσον αφορά τον περιορισμό της διάρκειας και του δημοσιονομικού πεδίου του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων.

II.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

1.   Η ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 61 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ προβλέπει ότι:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως».

Για να εμπίπτει ένα μέτρο στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61, παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις: Το μέτρο πρέπει i) να εξασφαλίζει στους δικαιούχους ένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν απολαμβάνουν κατά την κανονική πορεία των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, ii) να παρέχεται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων, iii) να είναι επιλεκτικό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών, και iv) να προκαλεί στρέβλωση του ανταγωνισμού και να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

1.1.   Παρουσία κρατικών πόρων

Το μέτρο πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η ενίσχυση μπορεί να χορηγείται απευθείας από το κράτος ή από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς τους οποίους το κράτος ιδρύει ή ορίζει, με προοπτική τη χορήγηση της ενίσχυσης (33).

Ως αντάλλαγμα για τα ενυπόθηκα δάνεια, τα αιτούντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν ομόλογα του HFF. Το HFF δημιουργήθηκε με τον στεγαστικό νόμο (Housing Act) ως κρατική στεγαστική υπηρεσία που ανήκει εξ ολοκλήρου στο ισλανδικό κράτος και τελεί υπό τη διοικητική επίβλεψη του υπουργού Πρόνοιας. Ο υπουργός αυτός διορίζει το πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο του HFF. Τα καθήκοντα του HFF (χορήγηση δανείων σε ιδιώτες, δήμους και εταιρείες για τη χρηματοδότηση της αγοράς ή κατασκευής κατοικιών) καθορίζονται και ρυθμίζονται με κανονιστικές πράξεις: τον στεγαστικό νόμο και το παράγωγο δίκαιο [π.χ. τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 57/2009 σχετικά με τις κατηγορίες δανείων του HFF].

Τα υπό εξέταση μέτρα στην παρούσα υπόθεση εφαρμόσθηκαν, ως εκ τούτου, μέσω δημόσιου οργανισμού, του HFF, ο οποίος τελεί υπό τον πλήρη έλεγχο του κράτους. Κατά συνέπεια, οι ενέργειες του HFF είναι καταλογιστέες στο κράτος. Επομένως, η μεταβίβαση ομολόγων του HFF σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενέχει κρατικούς πόρους.

1.2.   Ευνοϊκή μεταχείριση επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής

1.2.1.   Οικονομικό πλεονέκτημα

Το μέτρο πρέπει να αποφέρει στους δικαιούχους πλεονεκτήματα που τους απαλλάσσουν από επιβαρύνσεις οι οποίες κατά κανόνα βαρύνουν τον προϋπολογισμό τους.

Όπως διευκρίνισαν οι ισλανδικές αρχές, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων δημιουργήθηκε με σκοπό να επιτρέψει σε ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να βρουν χρηματοδότηση από άλλες πηγές πέραν των διατραπεζικών δανείων λόγω της σταδιακής εξάντλησης του διατραπεζικού δανεισμού ως συνέπεια των παγκόσμιων δυσχερειών του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Δεδομένης της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Αρχή δεν θεωρεί πιθανό ότι ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα είχε χορηγήσει χρηματοδότηση ανάλογου ύψους και υπό παρόμοιους όρους στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι επιλέξιμα προς υπαγωγή στο Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων. Ως εκ τούτου, η συναλλαγή καθαυτή παρέχει στις συμμετέχουσες τράπεζες οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη στην αγορά.

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων βελτιώνει τη θέση των δικαιούχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αυξάνοντας τη ρευστότητα των περιουσιακών τους στοιχείων και καταργώντας μια πηγή αστάθειας στους ισολογισμούς τους. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, βελτιώνει τη θέση τους στην αγορά.

1.2.2.   Επιλεκτικότητα

Για να συνιστά κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, την παραγωγή ορισμένων αγαθών ή την παροχή ορισμένων υπηρεσιών.

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων είναι επιλεκτικό δεδομένου ότι ευνοεί ορισμένα μόνο χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το γεγονός ότι όλες οι επιχειρήσεις σε έναν δεδομένο τομέα μπορεί να ευνοηθούν από ένα μέτρο, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το μέτρο αυτό είναι γενικού χαρακτήρα. Τουναντίον, το μέτρο είναι επιλεκτικό δεδομένου ότι ευνοεί μόνο έναν τομέα της οικονομίας (34).

1.3.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επίδραση στις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλομένων μερών

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Το καθεστώς βελτιώνει τη θέση των δικαιούχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αυξάνοντας τη ρευστότητα των περιουσιακών τους στοιχείων και εξαλείφοντας μια πηγή αστάθειας στους ισολογισμούς τους, γεγονός που ενισχύει τη θέση τους έναντι των ανταγωνιστών τους σε άλλες χώρες του ΕΟΧ.

Κάθε τράπεζα, ταμιευτήριο και πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ισλανδία, ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι καταρχήν επιλέξιμο να υποβάλει αίτηση ανταλλαγής περιουσιακών στοιχείων βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων. Οι υπηρεσίες και τα προϊόντα στον τραπεζικό και τον χρηματοπιστωτικό τομέα διατίθενται στις διεθνείς αγορές. Από αυτό το πρίσμα επίσης, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.

2.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3, «η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της (…). Το ενδιαφερόμενο κράτος δεν μπορεί να εφαρμόσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα πριν καταλήξει η διαδικασία αυτή σε τελική απόφαση».

Οι ισλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Αρχή το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων με επιστολή της 27ης Μαΐου 2009 (περιστατικό αριθ. 519720). Ωστόσο, οι συμπληρωματικοί κανόνες του Διοικητικού Συμβουλίου του HFF σχετικά με την αγορά των ενυπόθηκων δανείων από χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις άρχισαν να ισχύουν στις 15 Ιανουαρίου 2009, δηλ. προτού η Αρχή λάβει τελική απόφαση σχετικά με την κοινοποίηση.

Επομένως, οι ισλανδικές αρχές δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3.

3.   ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

Τα μέτρα στήριξης που θεωρούνται κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ είναι γενικά ασύμβατα με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εκτός εάν ισχύει μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 ή 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η παρέκκλιση του άρθρου 61 παράγραφος 2 δεν ισχύει για την υπό εξέταση ενίσχυση, η οποία δεν αποσκοπεί στην επίτευξη κανενός από τους στόχους που παρατίθενται στο εν λόγω άρθρο. Ομοίως, οι παρεκκλίσεις του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ δεν ισχύουν για το υπό εξέταση μέτρο ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, το εν λόγω μέτρο δεν χορηγείται με σκοπό την προώθηση ή τη διευκόλυνση της οικονομικής ανάπτυξης ορισμένων περιοχών ή οικονομικών δραστηριοτήτων.

Η εν λόγω ενίσχυση δεν συνδέεται με καμία επένδυση στο κεφάλαιο παραγωγής. Απλώς μειώνει το κόστος που θα επιβάρυνε υπό κανονικές συνθήκες τις εταιρείες στο πλαίσιο της συνήθους επιχειρηματικής τους δραστηριότητας και πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ενίσχυση λειτουργίας. Οι ενισχύσεις λειτουργίας δεν θεωρούνται κατά κανόνα κατάλληλες για τη διευκόλυνση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή περιοχών όπως προβλέπει το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Οι ενισχύσεις λειτουργίας επιτρέπονται μόνον υπό ειδικές συνθήκες (π.χ. για ορισμένους τύπους περιβαλλοντικής ή περιφερειακής ενίσχυσης), εφόσον οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής προβλέπουν τέτοια εξαίρεση.

Το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει ότι η Αρχή μπορεί να κηρύξει συμβιβάσιμες με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ενισχύσεις «για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους της ΕΚ ή κράτους της ΕΖΕΣ». Η αρχή επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και με την πρακτική που ακολουθούν η Αρχή και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής «η Επιτροπή») για τη λήψη των αποφάσεων, το άρθρο παράγραφος 3 στοιχείο β) πρέπει να εφαρμόζεται περιοριστικά, τα δε υπό εξέταση μέτρα πρέπει να έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση διαταραχής στο σύνολο της οικονομίας ενός κράτους μέλους (35).

Η Αρχή αναγνωρίζει ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων θεσπίστηκε μεσούσης της τρέχουσας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης - και ως απόκριση σε αυτή. Στην Ισλανδία, ιδίως τα μικρά ταμιευτήρια αντιμετώπισαν προβλήματα ρευστότητας ως αποτέλεσμα των χρηματοοικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπισαν οι μεγαλύτερες τράπεζες, οι οποίες κατά παράδοση χρηματοδοτούν τα μικρότερα ταμιευτήρια. Σε αντίθεση με τις μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, τα ταμιευτήρια δεν έχουν άμεση πρόσβαση σε χρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας.

Όπως αναφέρει στην απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Αρχή θεωρεί ότι το κατάλληλο πλαίσιο για την αξιολόγηση της συμβατότητας του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων είναι οι κατευθυντήριες γραμμές περί απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων (ΚΓΑΠΣ), οι οποίες βασίζονται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων πρέπει, επομένως, να αξιολογηθεί βάσει, αφενός, του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και, αφετέρου, των ΚΓΑΠΣ.

Προτού διαπιστωθεί εάν το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων είναι συμβατό βάσει των ΚΓΑΠΣ, είναι σκόπιμο, στην παρούσα υπόθεση, να προσδιοριστεί εάν το εν λόγω καθεστώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως «καθεστώς» κατά την έννοια του πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου. Το άρθρο 1 στοιχείο δ) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 προβλέπει τα εξής:

« “καθεστώς ενισχύσεων”: κάθε πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο σχέδιο σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα ή/και για απροσδιόριστο ποσό».

Η Αρχή θεώρησε (άποψη που δεν αμφισβητείται από τις ισλανδικές αρχές) ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων βασίζεται σε κανόνες —τον στεγαστικό νόμο, τον κανονισμό και τους συμπληρωματικούς κανόνες— βάσει των οποίων, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω εκτελεστικά μέτρα, μπορούν να χορηγηθούν μεμονωμένες ενισχύσεις σε επιχειρήσεις που ορίζονται στους εν λόγω κανόνες κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο. Επομένως, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά καθεστώς ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο δ) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Αρχή υπενθυμίζει ότι στην υπόθεση C-310/99 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι: «Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν αναγκαίο να περιέχει ανάλυση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο επίπεδο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως» (36).

Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, η Αρχή αξιολόγησε το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων βάσει των χαρακτηριστικών του (και όχι βάσει των λεπτομερειών των επιμέρους ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος).

Όπως περιγράφεται ανωτέρω, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι η Αρχή θα πρέπει να εξετάσει το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων ως τμήμα της αναδιάρθρωσης που έχει δρομολογηθεί στον τομέα των ισλανδικών ταμιευτηρίων και ότι το καθεστώς θα πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για την αναδιάρθρωση που έχει εκδώσει η Αρχή, οι οποίες εφαρμόζονται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης («κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα») (37). Ωστόσο, για την ανταλλαγή στο πλαίσιο του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων δεν απαιτείται γενική αναδιάρθρωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από το καθεστώς. Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων μπορεί να εφαρμοσθεί σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα – είτε αυτό αναδιαρθρώνεται είτε όχι. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Αρχή θεωρεί ότι οι κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να εφαρμοσθούν στο εν λόγω μέτρο δεν είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, τα χαρακτηριστικά του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων πληρούν τους όρους για την εφαρμογή των ΚΓΑΠΣ.

3.1.   Εφαρμογή των ΚΓΑΠΣ — επιλεξιμότητα των περιουσιακών στοιχείων

Μια ενίσχυση, προκειμένου να θεωρηθεί συμβατή με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να χορηγείται βάσει κριτηρίων που δεν εισάγουν διακρίσεις, να είναι κατάλληλη, δηλ. καλά στοχευμένη για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας και να είναι αναγκαία και ανάλογη προς τον σκοπό αυτόν, περιορίζοντας τις αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις για τους ανταγωνιστές. Οι ΚΓΑΠΣ μεταφράζουν αυτές τις γενικές αρχές σε συγκεκριμένους όρους για την παροχή αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία.

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, οι ισλανδικές αρχές εξέφρασαν αμφιβολίες για το εφαρμόσιμο των ΚΓΑΠΣ στην ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων που προβλέπεται βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, δεδομένου ότι τα ενυπόθηκα δάνεια που καλύπτουν οι συμφωνίες ανταλλαγής δεν συνιστούν απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι τα ενυπόθηκα δάνεια αποτελούν τα πλέον ελκυστικά από οικονομικής άποψης περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στις τράπεζες και, ως εκ τούτου, δεν είναι απομειωμένα.

Οι ΚΓΑΠΣ ορίζουν ως εξής τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία: «Τα περιουσιακά στοιχεία που κοινώς χαρακτηρίζονται ως «τοξικά» (π.χ., τίτλοι εξασφαλισμένοι με ενυπόθηκα δάνεια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και συνδεόμενες αντισταθμίσεις και παράγωγα), τα οποία προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση και τα οποία έχουν παύσει, ως επί το πλείστον, να έχουν ρευστότητα ή υπέστησαν σημαντικές προσαρμογές της αξίας προς τα κάτω…». Οι ΚΓΑΠΣ προβλέπουν επίσης ότι κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσο κάποια περιουσιακά στοιχεία είναι απομειωμένα, είναι ανάγκη να ακολουθείται ρεαλιστική προσέγγιση και να επιδεικνύεται κάποια ευελιξία (38).

Όπως επισημάνθηκε ήδη, τα ταμιευτήρια που υπάγονται επί του παρόντος στο Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων χρηματοδοτούν κατά κανόνα τις δραστηριότητές τους μέσω των καταθέσεων των πελατών τους και μέσω δανείων από τις κυριότερες ισλανδικές τράπεζες. Σε περίπτωση που η χρηματοδότηση αυτή δεν αποδειχθεί επαρκής για τη συνέχιση της λειτουργίας τους, τα ταμιευτήρια, σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική, πωλούν ορισμένα από τα περιουσιακά τους στοιχεία (π.χ. ενυπόθηκα δάνεια).

Ωστόσο, οι ισλανδικές αρχές εξήγησαν ότι οι σημαντικότερες ισλανδικές τράπεζες τελούν υπό πτώχευση και βρίσκονται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη δανειοδότηση από τις τράπεζες αυτές. Επιπλέον, οι καταθέσεις των πελατών από μόνες τους δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης των ταμιευτηρίων. Οι ισλανδικές αρχές ενημέρωσαν την Αρχή ότι η τρίτη δυνατότητα —η πώληση περιουσιακών στοιχείων— δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Υπ’ αυτές ακριβώς τις περιστάσεις θεσπίστηκε το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων.

Η Αρχή θεωρεί ότι η αδυναμία των ταμιευτηρίων να πωλήσουν τα ενυπόθηκα δάνειά τους στην αγορά σημαίνει ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν είναι πλέον ρευστοποιήσιμα και είναι, κατά συνέπεια, απομειωμένα. Το παράρτημα 3 των ΚΓΑΠΣ περιλαμβάνει κατάλογο των κατηγοριών απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων που θεωρούνται επιλέξιμα για μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Ο κατάλογος περιλαμβάνει τα στεγαστικά δάνεια.

Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να θεωρηθεί συμβατό με τη Συμφωνία ΕΟΧ, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων πρέπει να πληροί τους όρους για τη συμβατότητα της αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, όπως ορίζονται στις ΚΓΑΠΣ. Οι σχετικοί όροι εξετάζονται στα σημεία 3.2 έως 3.6 κατωτέρω.

3.2.   Αποτίμηση του ενυπόθηκου δανείου — ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας

Στην 1η υποπαράγραφο της παραγράφου 20 των ΚΓΑΠΣ προβλέπεται ότι: «Όσον αφορά τις αιτήσεις ενίσχυσης, […] έχουν την υποχρέωση [να υποβάλλονται…] με βάση κατάλληλη εκτίμηση της αξίας, πιστοποιημένη από αναγνωρισμένους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες […].»

Το άρθρο 3 του κανονισμού προβλέπει ότι το HFF πρέπει να προβαίνει σε εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούνται από ενυπόθηκα δάνεια και προσφέρονται σε αυτό. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην πράξη: τα περιουσιακά στοιχεία που ανταλλάσσονται βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων αποτιμώνται από το HFF. Δηλαδή, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις των ΚΓΑΠΣ, τα περιουσιακά στοιχεία που ανταλλάσσονται βάση του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων δεν αποτιμώνται από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα.

Το γεγονός ότι ένα στοιχείο της αποτίμησης — η μέθοδος εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου — καταρτίστηκε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα (την KPMG Iceland) δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι ολόκληρη η αποτίμηση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι διενεργήθηκε από ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα. Ένα άλλο σημαντικό σημείο της εκτίμησης, δηλαδή ο καθορισμός της βάσης αυτής της εκτίμησης (ήτοι η επιλογή των επιλέξιμων ενυπόθηκων δανείων, η βάση προσδιορισμού της αξίας (λογιστική αξία), τα αποτελέσματα της εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου και η απόφαση για τον τρόπο υπολογισμού του πιστωτικού περιθωρίου ασφαλείας, καθώς και ο προσδιορισμός του αντίστοιχου οφειλόμενου ποσού σε ομόλογα του HFF), καθορίζεται με κανονισμό ή μόνο από το HFF. Το γεγονός ότι τη μέθοδο εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου καθόρισε ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι, στην πράξη, το ίδιο το HFF εφαρμόζει τη μέθοδο αυτή: με άλλα λόγια, το ίδιο το HFF πραγματοποιεί την αποτίμηση. Κανείς δεν ελέγχει εάν και πώς το HFF εφαρμόζει τη μέθοδο αυτή.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων δεν είναι σύμφωνη με την παράγραφο 20 των ΚΓΑΠΣ.

Όπως περιγράφεται ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της επίσημης έρευνας, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν έκθεση αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων, την οποία κατάρτισε ανεξάρτητη ομάδα χρηματοοικονομικών εμπειρογνωμόνων, η ALM, σχετικά με τα ενυπόθηκα δάνεια που είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο ανταλλαγών βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων. Ωστόσο, τούτο ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι, βάσει του ίδιου του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, αλλά και σύμφωνα με τις σχετικές νομικές διατάξεις, το ίδιο το HFF πρέπει να διενεργήσει την αποτίμηση των ενυπόθηκων δανείων που ανέλαβε βάσει του Καθεστώτος.

Όπως αναφέρεται στο μέρος ΙΙ τμήμα 3 ανωτέρω, η Αρχή θα θεωρήσει το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων μόνον ως «καθεστώς ενίσχυσης» κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο δ) του μέρους 1 του πρωτοκόλλου 3. Επομένως, με την επιφύλαξη της αποτίμησης που διενεργείται σε μεμονωμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο του καθεστώτος, το ίδιο το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων δεν πληροί τους όρους που προβλέπονται στις ΚΓΑΠΣ.

Υπό το φως των ανωτέρω στοιχείων, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το σύστημα αξιολόγησης των ενυπόθηκων δανείων δεν ικανοποιεί τους όρους που προβλέπονται στις ΚΓΑΠΣ.

3.3.   Αποτίμηση του ενυπόθηκου δανείου – βάση της αποτίμησης

Οι ΚΓΑΠΣ ορίζουν επίσης τη μέθοδο που μπορεί να εφαρμοσθεί για την αποτίμηση απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο ενός μέτρου αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Στις παραγράφους 39 και 40 των ΚΓΑΠΣ, καθώς και στο παράρτημα 3, εισάγονται οι όροι «κόστος», «τρέχουσα αγοραία αξία», «πραγματική οικονομική αξία» και «αξία μεταβίβασης». Οι ΚΓΑΠΣ ορίζουν τους όρους αυτούς ως εξής (39):

Κόστος σημαίνει τη λογιστική αξία ή την ονομαστική αξία των δανείων μείον το ποσό της απομείωσης αξίας.

Τρέχουσα αγοραία αξία είναι η αξία την οποία θα μπορούσαν να λάβουν τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στην αγορά.

Πραγματική οικονομική αξία είναι η υποκείμενη μακροπρόθεσμη οικονομική αξία των περιουσιακών στοιχείων με βάση τις υποκείμενες ταμειακές ροές και ευρύτερους χρονικούς ορίζοντες. Αυτή θα πρέπει να υπολογίζεται στο πλαίσιο τόσο ενός βασικού σεναρίου όσο και ενός σεναρίου ακραίων καταστάσεων.

Αξία μεταβίβασης είναι η αξία που αποδίδεται στα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο προγράμματος αρωγής για περιουσιακά στοιχεία.

Κανονικά, οι ΚΓΑΠΣ προβλέπουν ότι εάν η αξία μεταβίβασης υπερβαίνει την τρέχουσα αγοραία αξία, υφίσταται κρατική ενίσχυση. Προκειμένου να χαρακτηριστεί συμβατή μια ενίσχυση, η αξία μεταβίβασης πρέπει να είναι κατώτερη ή ίση προς την πραγματική οικονομική αξία.

Το άρθρο 6 των συμπληρωματικών κανόνων προβλέπει ότι η αξία των χαρτοφυλακίων ενυπόθηκων δανείων βασίζεται στη λογιστική αξία κάθε επιμέρους δανείου. Κανονικά, η λογιστική αξία δεν είναι ίση με την πραγματική οικονομική αξία των περιουσιακών στοιχείων, η οποία βασίζεται στις υποκείμενες ταμειακές ροές και σε ευρύτερους χρονικούς ορίζοντες.

Βάσει των ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι η ισλανδική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποδείξει (ή να προσκομίσει υπολογισμούς που αποδεικνύουν) ότι η αξία μεταβίβασης βασίζεται στην πραγματική οικονομική αξία. Το επιχείρημα των ισλανδικών αρχών ότι, χάρη στο γεγονός ότι έχει προβλεφθεί «πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας», εξασφαλίζεται η προσαρμογή της λογιστικής αξίας των ενυπόθηκων δανείων στην αγοραία τιμή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πρώτον, το «πιστωτικό περιθώριο ασφαλείας» αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία του HFF έναντι πιστωτικού κινδύνου (μέσω της αναβολής της αμοιβής με ένα μέρος των ενυπόθηκων δανείων) και όχι στον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας. Δεύτερον, κατά τον τελικό διακανονισμό, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα λάβουν ομόλογα του HFF τα οποία αντιστοιχούν, όχι στην πραγματική οικονομική αξία των ενυπόθηκων δανείων, αλλά στη λογιστική αξία των δανείων αυτών αφαιρουμένης κάθε πραγματοποιηθείσας ή προβλεπόμενης για το μέλλον απομείωσης.

Ως εκ τούτου, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, και σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στις ΚΓΑΠΣ, η Αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων να περιέχει στοιχείο ασύμβατης κρατικής ενίσχυσης.

3.4   Επιμερισμός των βαρών

Όσον αφορά τον επιμερισμό των βαρών, οι ΚΓΑΠΣ ορίζουν, στις παραγράφους 21 έως 25, τη γενική αρχή ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να επωμίζονται στον μέγιστο βαθμό τις ζημίες που συνδέονται με απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επωμίζονται τις ζημίες που οφείλονται στη διαφορά μεταξύ της τρέχουσας αγοραίας αξίας και της πραγματικής οικονομικής αξίας των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων.

Δεδομένου ότι το HFF δεν διενήργησε την αποτίμηση σύμφωνα με τις ΚΓΑΠΣ, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό τα επιλέξιμα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επωμίζονται μέρος των βαρών, όπως απαιτούν οι ΚΓΑΠΣ.

3.5   Αμοιβή

Η Αρχή επισημαίνει ότι τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη ότι «η αποτίμηση της αρωγής για περιουσιακά στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνει και αμοιβή του Δημοσίου η οποία θα λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο οι μελλοντικές ζημίες να είναι μεγαλύτερες από εκείνες που προβλέπονται στον καθορισμό της ‘πραγματικής οικονομικής αξίας’, καθώς και κάθε επιπρόσθετο κίνδυνο που απορρέει από μια αξία μεταβίβασης ανώτερη της πραγματικής οικονομικής αξίας» (40).

Οι ΚΓΑΠΣ προτείνουν τη δυνατότητα παροχής της αμοιβής αυτής μέσω καθορισμού της αξίας μεταβίβασης κάτω της «πραγματικής οικονομικής αξίας», ώστε να παρέχεται επαρκής αποζημίωση για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει το Δημόσιο (41). Κάθε σύστημα αποτίμησης θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι η συνολική συνεισφορά των δικαιούχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μειώνει την έκταση της καθαρής παρέμβασης του Δημοσίου στο ελάχιστο απαιτούμενο. Ωστόσο, δεδομένου ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων δεν πληροί τις απαιτήσεις των ΚΓΑΠΣ όσον αφορά την αποτίμηση, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί εάν οι ισλανδικές αρχές συμμορφώθηκαν με την απαίτηση περί της αμοιβής.

Όπως περιγράφεται ανωτέρω, οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι στα δικαιούχα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρεώνεται τέλος 95 μονάδων βάσης (μβ), το οποίο προστίθεται στο κόστος κεφαλαίου του HFF, κατά τη σύναψη συμφωνίας βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει η Αρχή, οι 95 μβ είναι το τρέχον ασφάλιστρο που χρεώνει κατά κανόνα το HFF στους πελάτες του για κανονικά ενυπόθηκα δάνεια για την κάλυψη των επιχειρησιακών δαπανών (25 μβ), του κινδύνου πρόωρης πληρωμής (50 μβ) και των πιστωτικών ζημιών (20 μβ).

Ως εκ τούτου, η Αρχή κατανοεί μεν ότι αυτό θα επηρεάσει την αξία των ομολόγων του HFF που μεταβιβάζονται σε δικαιούχο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, το HFF αναλαμβάνει, ωστόσο, το κόστος αυτό, το οποίο συνδέεται με τη διαχείριση των μεταβιβαζόμενων ενυπόθηκων δανείων, κατά τη διάρκεια ισχύος των υποθηκών. Μέχρι σήμερα, η Αρχή δεν έχει λάβει αποδείξεις περί του αντιθέτου (42). Επομένως, η χρέωση των 95 μβ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμοιβή που καταβάλλουν τα δικαιούχα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς το Δημόσιο.

3.6.   Απεριόριστο πεδίο και διάρκεια

Οι ισλανδικές αρχές δεν έθεσαν ούτε χρονικό περιορισμό για το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων ούτε χρονικό περιορισμό εντός του οποίου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να ζητήσουν την υπαγωγή τους σε αυτό (το λεγόμενο «χρονικό παράθυρο υπαγωγής») (43).

Σύμφωνα με τις ΚΓΑΠΣ, για να θεωρηθούν συμβατά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, απαιτείται να υπερβαίνει η διάρκειά τους την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης (44). Τα μέτρα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν εγκριθεί επ’ αόριστον.

Βάσει της τακτικής που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη λήψη των αποφάσεων, τα χρονικά παράθυρα για την υπαγωγή μέτρων αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία εγκρίνονται κατά κανόνα για μέγιστη περίοδο έξι μηνών. Τυχόν παράταση της διάρκειας ενός χρονικού παραθύρου υπαγωγής (συνήθως για έξι μήνες επιπλέον) θα πρέπει να κοινοποιείται εκ νέου αρκετό χρόνο πριν και να λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της κατάστασης στις σχετικές χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα καθεστώτα αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία μπορούν να εγκρίνονται για μέγιστη περίοδο δύο ετών, εφόσον υποβάλλονται ανά διετία εκθέσεις στην Αρχή (45).

Ομοίως, οι ισλανδικές αρχές δεν προσδιόρισαν τον συνολικό προϋπολογισμό του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων ούτε τις κατ’ εκτίμηση ετήσιες δαπάνες βάσει του καθεστώτος. Δεν ανέφεραν τον κατ’ εκτίμηση αριθμό των δικαιούχων ούτε ένα όριο στην αξία των περιουσιακών στοιχείων που είναι δυνητικά επιλέξιμα για ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του καθεστώτος. Ως εκ τούτου, το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων φαίνεται ότι έχει απεριόριστο πεδίο εφαρμογής και δεν είναι, επομένως, αναλογικό, όπως απαιτείται βάσει των ΚΓΑΠΣ.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Βάσει των πληροφοριών που υπέβαλαν οι ισλανδικές αρχές, η Αρχή εκτιμά ότι το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων αφορά τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω. Ωστόσο, μεμονωμένες ενισχύσεις που χορηγούνται βάσει του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, οι οποίες πληρούν τα κριτήρια που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα μέτρα αρωγής για τα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία, είναι συμβατές με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (46).

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων κοινοποιήθηκε στην Αρχή μετά την έναρξη ισχύος του και πριν η Αρχή λάβει τελική απόφαση σχετικά με την κοινοποίηση. Επομένως, οι ισλανδικές αρχές εφάρμοσαν παρανόμως την εν λόγω ενίσχυση κατά παράβαση του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3.

Όπως συνάγεται από το άρθρο 14 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3, κάθε παράνομη ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ πρέπει να ανακτηθεί από τους δικαιούχους,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων δεν είναι συμβιβάσιμο με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

Άρθρο 2

Δεδομένου ότι οι ισλανδικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση να κοινοποιήσουν στην Αρχή Εποπτείας ΕΖΕΣ το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων πριν από την εφαρμογή του, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3, το εν λόγω καθεστώς εμπεριέχει παράνομη κρατική ενίσχυση.

Άρθρο 3

Οι ισλανδικές αρχές καταργούν αμελλητί το Καθεστώς Ενυπόθηκων Δανείων και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση οιασδήποτε ασυμβίβαστης και παράνομης ενίσχυσης που χορηγήθηκε βάσει του εν λόγω καθεστώτος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 και στο άρθρο 2.

Άρθρο 4

Έως την 30ή Αυγούστου 2011, οι ισλανδικές αρχές ενημερώνουν την Αρχή Εποπτείας ΕΖΕΣ περί των μέτρων που έλαβαν για να συμμορφωθούν προς την παρούσα απόφαση.

Άρθρο 5

Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί, και εν πάση περιπτώσει το αργότερο μέχρι τις 30 Οκτωβρίου 2011. Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης. Επί των προς ανάκτηση ποσών οφείλονται τόκοι (συμπεριλαμβανομένων τόκων από ανατοκισμό) από τον χρόνο κατά τον οποίο η ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση των δικαιούχων έως την ημερομηνία ανάκτησής της. Ο τόκος υπολογίζεται βάσει του άρθρου 9 της απόφασης αριθ. 195/04/COL.

Άρθρο 6

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Δημοκρατία της Ισλανδίας.

Άρθρο 7

Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 2011.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Per SANDERUD

Πρόεδρος

Sabine MONAUNI-TÖMÖRDY

Μέλος του Σώματος


(1)  Απόφαση αριθ. 195/04/COL της 14.7.2004 που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 139 της 25.5.2006, σ. 37 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 26 της 25.5.2006, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε. Ενοποιημένο κείμενο της απόφασης δημοσιεύεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.eftasurv.int

(2)  EE C 277 της 14.10.2010, σ. 4 και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 57 της 14.10.2010, σ. 4.

(3)  Βλέπε υποσημείωση 2 ανωτέρω.

(4)  Οι ισλανδικές αρχές εξήγησαν ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν είχαν δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές, δεδομένου ότι, την περίοδο εκείνη, δεν υπήρχε λειτουργούσα διατραπεζική αγορά στην Ισλανδία λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ότι τα μικρότερα ταμιευτήρια δεν διέθεταν περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις από την Κεντρική Τράπεζα.

(5)  Βλέπε δήλωση της κυβέρνησης της 19.6.2008 σχετικά με μέτρα που αφορούν την αγορά ακινήτων και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και δελτίο Τύπου της κυβέρνησης της 18.7.2008. Λόγω της χρηματοπιστωτική κρίσης, η διάρκεια των ενυπόθηκων δανείων στην Ισλανδία παρατάθηκε σε 70 έτη.

(6)  ΕΕ C 241 της 8.10.2009, σ. 16, και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 52 της 8.10.2009, σ. 1. Η απόφαση είναι επίσης διαθέσιμη στον ιστότοπο της Αρχής: http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/stateaidregistry/sadecice09/168_09_col.pdf.

(7)  Πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ο τραπεζικός τομέας της Ισλανδίας στην ουσία αποτελούταν από δύο τμήματα: το πρώτο περιλάμβανε τις τρεις πρώην σημαντικότερες τράπεζες Glitnir, Landsbanki και Kaupthing, οι οποίες είχαν σχετικά σημαντικό διεθνές άνοιγμα· το δεύτερο περιλάμβανε μικρά ταμιευτήρια, τα οποία ήταν εξαρτημένα από χρηματοδότηση από τις μεγαλύτερες τράπεζες.

(8)  Βλέπε απόφαση αριθ. 168/09/COL, σ. 3.

(9)  Ο νόμος αριθ. 125/2008 άρχισε να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του, δηλ. στις 6.10.2008.

(10)  Ο στεγαστικός νόμος, όπως τροποποιήθηκε, και ο κανονισμός εξουσιοδοτούν το HFF να προβαίνει στην αγορά (ή στην αναχρηματοδότηση) ομολόγων εξασφαλισμένων με υποθήκες επί κατοικιών. Ωστόσο, οι συμπληρωματικοί κανόνες αφορούν την αγορά των ίδιων των ενυπόθηκων δανείων. Οι ισλανδικές αρχές διευκρίνισαν ότι οι δύο αυτές διατυπώσεις είναι ταυτόσημες.

(11)  Μεταξύ του HFF και της Bolungarvik Savings Bank υπεγράφησαν δύο συμφωνίες.

(12)  Σύμφωνα με τη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της ανταλλαγής, η τελική τιμή έπρεπε να καθοριστεί στις 15.4. 2009.

(13)  Για την τιμολόγηση των ομολόγων, το άρθρο 3 του κανονισμού ορίζει ότι: «[τ]ο Ταμείο Στεγαστικής Χρηματοδότησης (HFF) προβαίνει σε ανεξάρτητη αποτίμηση της αξίας των ομολόγων που προσφέρονται στο Ταμείο. Κατά την αποτίμηση της αξίας των ομολόγων, το Ταμείο, μεταξύ άλλων, λαμβάνει υπόψη το ιστορικό εξοφλήσεων του οφειλέτη, το μη εξοφληθέν ακόμα ποσοστό της υποθήκης επί της συγκεκριμένης κατοικίας κατά την ανάληψη του ομολόγου, τις μη εξυπηρετήσεις του ομολόγου και τους όρους αυτού, προκειμένου η τιμή του ομολόγου να ανταποκρίνεται στην αγοραία αξία του. Επιπλέον, οι συμβατικοί όροι και η τιμή αγοράς καθορίζονται κατά τρόπον ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιστωτικοί κίνδυνοι του Ταμείου».

(14)  Το άρθρο 6 των συμπληρωματικών κανόνων, σχετικά με την «[τ]ιμή αγοράς», ορίζει ότι:

«[η] τιμή αγοράς των ενυπόθηκων δανείων βασίζεται στην αγοραία αξία τους. Στις συμφωνίες αγοράς ενυπόθηκων δανείων, η λογιστική αξία του δανείου αποτελεί κατά κανόνα τη βάση για τον καθορισμό της τιμής τους, λαμβανομένων υπόψη του κινδύνου πρόωρης πληρωμής, των λειτουργικών δαπανών και άλλων παραγόντων. Η τελική τιμή του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων καθορίζεται βάσει της απόδοσής του και της αναμενόμενης ζημίας κατά τον τελικό διακανονισμό της τιμής αγοράς.

Το ποσό της τιμής αγοράς που καταβάλλεται κατά την υπογραφή της συμφωνίας δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 80% της αγοραίας τιμής του συνόλου ενυπόθηκων δανείων. Το ποσοστό αυτό μειώνεται αναλόγως της αύξησης της εκτιμώμενης ζημίας, σύμφωνα με το άρθρο 5. Το τελικό ποσό της τιμής αγοράς είναι πάντοτε ανώτερο της εκτιμώμενης ζημίας.

Στις συμφωνίες αγοράς ενυπόθηκων δανείων προσδιορίζεται ο τελικός διακανονισμός της τιμής αγοράς. Κατά κανόνα, ο διακανονισμός αυτός πραγματοποιείται οκτώ έως δέκα έτη από την ημερομηνία της αγοράς. Κατά τον τελικό διακανονισμό, το HFF καταβάλλει στον πωλητή το υπόλοιπο της τιμής αγοράς μείον την ήδη πραγματοποιηθείσα απόσβεση του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων και την εκτιμώμενη ζημία του χαρτοφυλακίου αυτού καθ’ όλη τη διάρκεια των δανείων σύμφωνα με το άρθρο 5».

(15)  Άρθρο 4 των συμπληρωματικών κανόνων.

(16)  Επιστολή της 27.8.2009 των ισλανδικών αρχών προς την Αρχή.

(17)  Η Αρχή αντιλαμβάνεται ότι αυτό σημαίνει το ανεξόφλητο αρχικό κεφάλαιο του δανείου που χορηγήθηκε στον δανειολήπτη (χωρίς μειώσεις της αξίας του).

(18)  Σύμφωνα με το άρθρο 3 των συμπληρωματικών κανόνων, «[η] χρηματοπιστωτική επιχείρηση υποβάλλει σε μορφή αναγνώσιμη από υπολογιστή τις πληροφορίες που το HFF θεωρεί ουσιαστικής σημασίας προκειμένου να εκτιμήσει την αξία και τον πιστωτικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου ενυπόθηκων δανείων που πρόκειται να πωληθούν στο HFF».

(19)  Το άρθρο 7 των συμπληρωματικών κανόνων, σχετικά με την «[π]ληρωμή των ενυπόθηκων ομολόγων», ορίζει ότι: «Το HFF πληρώνει για τα ενυπόθηκα δάνεια παρέχοντας ως αντάλλαγμα ομόλογα του HFF. Η απόδοση των ομολόγων του HFF βασίζεται στη διάρκεια και τους όρους των ενυπόθηκων δανείων. Ο κίνδυνος πρόωρης πληρωμής και οι επιχειρησιακές δαπάνες λαμβάνονται επίσης υπόψη, πέραν των άλλων παραγόντων».

(20)  Το άρθρο 5 του κανονισμού ορίζει ότι: «[η] αποζημίωση για τα ομόλογα που αγοράζει το «Ταμείο Στεγαστικής Χρηματοδότησης» (Housing Financing Fund) παρέχεται κατά κανόνα με τη μορφή ομολόγων του HFF». Στη βάση αυτή, ο κανονισμός επιτρέπει, καταρχήν, άλλες μορφές αποζημίωσης, όπως πληρωμές σε μετρητά. Ωστόσο, έως σήμερα, έχουν χορηγηθεί αποζημιώσεις μόνο με την μορφή ομολόγων του HFF.

(21)  Ο χρόνος του τελικού διακανονισμού προσδιορίζεται κατά κανόνα στη συμφωνία.

(22)  Άρθρο 3 του κανονισμού και άρθρο 6 των συμπληρωματικών κανόνων.

(23)  Βλέπε http://www.fme.is/lisalib/getfile.aspx?itemid=7199

(24)  Βλέπε http://www.fme.is/lisalib/getfile.aspx?itemid=7997

(25)  Βλέπε απόφαση αριθ. 126/11/COL της ΕΕΑ, της 13.4.2011, σχετικά με κρατική ενίσχυση για τη σύσταση και την κεφαλαιοποίηση της Byr hf., δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί αλλά είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της Αρχής: http://www.eftasurv.int/media/decisions/126-11-COL.pdf

(26)  Βλ. υποσημείωση 2 ανωτέρω.

(27)  Το επικαιροποιημένο κείμενο των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Αρχής: http://www.eftasurv.int/state-aid/legal-framework/state-aid-guidelines/.

(28)  Η Αρχή επισημαίνει ότι το επιχείρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κοινοποίηση σε αυτή του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων στις 27.5.2009 (περιστατικό 519720), όπου οι ισλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι ΚΓΑΠΣ θα αποτελούσαν τις κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση του καθεστώτος (σε περίπτωση που η Αρχή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτό περιλάμβανε στοιχεία κρατικής ενίσχυσης).

(29)  Όσον αφορά τη συμβατότητα του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων, οι ισλανδικές αρχές παραπέμπουν επίσης σε προηγούμενα επιχειρήματα που εξέθεσαν στην Αρχή όσον αφορά τη συστημική σημασία των ταμιευτηρίων στην Ισλανδία — βλέπε π.χ. επιστολή της 19.5.2009 της Κεντρικής Τράπεζας της Ισλανδίας, στην οποία επιβεβαιώνεται η αναγκαιότητα των μέτρων (παράρτημα 5 της κοινοποίησης). Προς επίρρωση των επιχειρημάτων τους, οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν μελέτη που εκπόνησε το Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPS) με τίτλο «Investigating Diversity in the Banking Sector in Europe: The Performance and Role of Savings Banks» («Διερεύνηση της ποικιλομορφίας του τραπεζικού τομέα στην Ευρώπη: Οι επιδόσεις και ο ρόλος των ταμιευτηρίων», CEPS, 26.6.2009).

(30)  Την έκθεση εκπόνησε ο Hjörtur H. Jónsson εκ μέρους της ALM.

(31)  Το ασφάλιστρο που χρεώνεται έναντι της Spkef ήταν 95 μονάδες βάσης (μβ) για την κάλυψη του κινδύνου πρόωρης πληρωμής, των επιχειρησιακών δαπανών και των υπερβολικών πιστωτικών ζημιών. Οι 95 μβ είναι το κανονικό ασφάλιστρο που το HFF χρεώνει στους πελάτες του: 25 μβ για τις επιχειρησιακές δαπάνες, 50 μβ για τον κίνδυνο πρόωρης πληρωμής και 20 μβ για τις πιστωτικές ζημίες.

(32)  Η Αρχή θεωρεί ότι οι ισλανδικές αρχές έχουν κατά νου τις κατευθυντήριες γραμμές για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας και την αξιολόγηση των μέτρων αναδιάρθρωσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

(33)  Υπόθεση 78/76 Steinike και Weinlig κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Συλλογή 1977, σ. 595, σκέψη 21.

(34)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις E-5/04, E-6/04 και E-7/04 Fesil και Finnfjord, έκθεση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ 2005, σ. 117, σκέψη 77. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όπως θεσπίσθηκε στην υπόθεση C-75/97 Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 33. Βλ. επίσης υπόθεση C-66/02 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 95.

(35)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-132/96 και T-143/96 Freistaat Sachsen και Volkswagen AG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-3663, σκέψη 167. Βλέπε επίσης απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 70/07, Northern Rock (ΕΕ C 43 της 16.2.2008, σ. 1) και απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση NN 25/08, Ενίσχυση διάσωσης της WestLB (ΕΕ C 189 της 26.7.2008, σ. 3). και απόφαση της Επιτροπής της 4.6.2008 στην υπόθεση C 9/08 SachsenLB (ΕΕ L 104 της 24.4.2009). Βλέπε επίσης απόφαση της Αρχής αριθ. 36/09/COL, της 30.1.2009, σχετικά με τη συμφωνία μεταξύ του νορβηγικού κράτους και της Eksportfinans ASA όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση της Eksportfinans (ΕΕ C 156 της 9.7.2009, σ. 17, και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 36 της 9.7.2009, σ. 9)· απόφαση αριθ. 205/09/COL, της 8.5.2009, σχετικά με το καθεστώς προσωρινών ανακεφαλαιοποιήσεων κατά βάση υγιών τραπεζών με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και των δανειοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία (ΕΕ L 29 της 3.2.2011, σ. 36, και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 6 της 3.2.2011, σ. 1)· απόφαση αριθ. 235/09/COL, της 20.5.2009, σχετικά με το προσωρινό καθεστώς παροχής ενισχύσεων μικρού ύψους (Νορβηγία) (ΕΕ L 46 της 19.2.2011, σ. 59, και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 8 της 17.2.2011, σ. 1)· απόφαση αριθ. 168/09/COL, της 27.3.2009, για νέα κατηγορία δανείων του Ταμείου Στεγαστικής Χρηματοδότησης (Housing Financing Fund) όσον αφορά τη δανειοδότηση τραπεζών, ταμιευτηρίων και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό την προσωρινή αναχρηματοδότηση ενυπόθηκων δανείων (ΕΕ C 241 της 8.10.2009, σ. 16, και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 52 της 8.10.2009, σ. 1).

(36)  Υπόθεση C-310/99, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-2289, σκέψη 91. Στην υπόθεση C-66/02 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 91, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «Στην περίπτωση συστήματος ενισχύσεων, η Επιτροπή, προκειμένου να αποφανθεί αν το σύστημα αυτό παρουσιάζει στοιχεία ενισχύσεως, μπορεί να περιορισθεί στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του, χωρίς να υποχρεούται να εξετάσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του[…] ». Βλέπε επίσης υπόθεση E-2/05 Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατά Ισλανδίας, έκθεση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ 2005, σ. 202, σκέψη 24 και συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, «Comitato Venezia vuole vivere» κατά Επιτροπής (που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), σκέψεις 63-64.

(37)  Βλέπε υποσημείωση 32.

(38)  Βλέπε παράγραφο 35 των ΚΓΑΠΣ.

(39)  Η παράγραφος 39 προβλέπει ότι: «[σ]ε πρώτο στάδιο, τα περιουσιακά στοιχεία πρέπει, ει δυνατόν, να αποτιμηθούν με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία τους. Καταρχήν, κάθε μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων που καλύπτεται από πρόγραμμα με εκτίμηση της αξίας που υπερβαίνει την αγοραία τιμή αποτελεί κρατική ενίσχυση. Ωστόσο, η τρέχουσα αγοραία αξία μπορεί να απέχει σημαντικά από τη λογιστική αξία αυτών των περιουσιακών στοιχείων υπό τις παρούσες περιστάσεις, ή να είναι ανύπαρκτη λόγω απουσίας αγοράς (η αξία ορισμένων περιουσιακών στοιχείων μπορεί πράγματι να είναι έως και μηδενική)».

Η παράγραφος 40 προβλέπει ότι: «[σ]ε δεύτερο στάδιο, η αξία που αποδίδεται στα απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία στο πλαίσιο προγράμματος αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία («αξία μεταβίβασης») θα είναι αναπόφευκτα μεγαλύτερη από τις τρέχουσες αγοραίες τιμές ώστε να επιτευχθεί η αρωγή. Προκειμένου να υπάρχει συνοχή στην αξιολόγηση της συμβατότητας των ενισχύσεων, η Αρχή προτίθεται να εξετάσει μια αξία μεταβίβασης που αντικατοπτρίζει την υποκείμενη μακροπρόθεσμη οικονομική αξία (την «πραγματική οικονομική αξία») των περιουσιακών στοιχείων, με βάση τις υποκείμενες χρηματοροές και ευρύτερους χρονικούς ορίζοντες, δηλ. ένα αποδεκτό μέγεθος αναφοράς που δηλώνει ότι το ποσό της ενίσχυσης αντιστοιχεί στο ελάχιστο απαραίτητο ποσό.»

Εξάλλου, ο πίνακας 1, Μη τιτλοποιημένα δάνεια, εισάγει τις έννοιες «Κόστος», «Οικονομική Αξία» και «Αξία Μεταβίβασης» ως βάση για την αποτίμηση στο πλαίσιο του καθεστώτος.

(40)  Παράρτημα 4.II των ΚΓΑΠΣ.

(41)  Παράρτημα 4.II των ΚΓΑΠΣ.

(42)  Ακόμα και εάν η χρέωση των 95 μβ γινόταν δεκτή ως αμοιβή για την ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων, παραμένει το ερώτημα εάν το ύψος της χρέωσης αυτής είναι επαρκές ώστε να συνιστά κατάλληλη αμοιβή, βλέπε παράρτημα 4.II των ΚΓΑΠΣ.

(43)  Δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα που επικαλέστηκαν οι ισλανδικές αρχές ότι η ισχύς του νόμου περί εκτάκτων περιστάσεων (Emergency Act) είναι προσωρινή και, ως εκ τούτου, κάθε καθεστώς που εφαρμόσθηκε δυνάμει του εν λόγω νόμου, εξ ορισμού δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα. Η σχετική νομοθεσία δεν περιλαμβάνει ουδεμία διάταξη η οποία θα απαγόρευε στις ισλανδικές αρχές να συνεχίσουν επ’ αόριστον την εφαρμογή του Καθεστώτος Ενυπόθηκων Δανείων. Το γεγονός αυτό είναι αντίθετο προς τη γενική αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, η οποία διαπνέει τις κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το γεγονός ότι το ισλανδικό Κοινοβούλιο είχε την πρόθεση να αναθεωρήσει τον νόμο περί εκτάκτων περιστάσεων έως την 1.1.2010, δεν μεταβάλλει το συμπέρασμα αυτό. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με πληροφορίες που διαθέτει η Αρχή, έως σήμερα, το ισλανδικό Κοινοβούλιο δεν προέβη σε τέτοια αναθεώρηση.

(44)  Κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, παράγραφος 12.

(45)  Κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, παράγραφος 24.

(46)  Βλ. για παράδειγμα την απόφαση της Επιτροπής, της 16.12.2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που εφάρμοσε η Γαλλία για την ανάληψη των δραστηριοτήτων προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ L 108 της 16.4.2004, σ. 38), και την απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που έθεσε το 1993 σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ ορισμένων νεοσύστατων επιχειρήσεων στη Βισκάγια (Ισπανία) (ΕΕ L 40 της 14.2.2003, σ. 11). Βλ. επίσης την απόφαση 754/08/COL της ΕΕΑ, της 3ης Δεκεμβρίου 2008, για το πρόγραμμα καινοτομίας για τον τομέα της ξυλείας (ΕΕ C 58 της 12.3.2009, σ. 12, και συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 14 της 12.3.2009, σ. 5).


Fuq