Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2005/143/01

    Ενημερωτικό σημείωμα για τις αιτήσεις των Εθνικών Δικαστηρίων προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

    ΕΕ C 143 της 11.6.2005, p. 1–4 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    11.6.2005   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 143/1


    Ανακοίνωση

    Το 1996 διαβιβάστηκε μέσω των αρμόδιων εθνικών αρχών στα εθνικά δικαστήρια ένα πληροφοριακό σημείωμα σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο. Επειδή το σημείωμα αυτό αποδείχθηκε χρήσιμο στην πράξη, το Δικαστήριο προέβη στην ενημέρωσή του λαμβανομένης υπόψη της αποκτηθείσας πείρας, θεωρεί δε σκόπιμη τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

    ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΌ ΣΗΜΕΊΩΜΑ

    για τις αιτήσεις των Εθνικών Δικαστηρίων προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως

    (2005/C 143/01)

    1.

    Το σύστημα της προδικαστικής παραπομπής, άλλως σύστημα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, συνιστά ουσιώδη μηχανισμό του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και αντικείμενό του είναι να παρέχει στα εθνικά δικαστήριο το μέσο για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου αυτού σε όλα τα κράτη μέλη.

    2.

    Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να αποφαίνεται προδικαστικώς επί της ερμηνείας του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και επί της ισχύος των πράξεων του παραγώγου δικαίου. Η γενική αυτή αρμοδιότητα του απονέμεται δυνάμει του άρθρου 234 της Συνθήκης ΕΚ και, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, δυνάμει άλλων διατάξεων.

    3.

    Δεδομένου ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στηρίζεται στη συνεργασία του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια, για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά της είναι σκόπιμο να παρασχεθούν στα εθνικά δικαστήρια οι ακόλουθες υποδείξεις.

    4.

    Οι εν λόγω πρακτικής φύσεως υποδείξεις, οι οποίες δεν έχουν ουδεμία δεσμευτική ισχύ, αποβλέπουν στην καθοδήγηση των εθνικών δικαστηρίων ως προς το σκόπιμο της υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων και, ενδεχομένως, στην ενίσχυσή τους ως προς τη διατύπωση και την υποβολή των ερωτημάτων προς το Δικαστήριο.

    Ως προς τον ρόλο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής

    5.

    Στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, ο ρόλος του Δικαστηρίου είναι να παρέχει στοιχεία ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου ή να αποφαίνεται επί της ισχύος του και όχι να εφαρμόζει το δίκαιο αυτό στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, ρόλος που ανήκει στο εθνικό δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο ούτε να επιλύει τις διαφορές που ανακύπτουν ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε να αποφαίνεται ως προς τις διχογνωμίες σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των κανόνων του εθνικού δικαίου.

    6.

    Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή της ισχύος του κοινοτικού δικαίου, προσπαθώντας να δώσει απάντηση χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς, αλλά εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αντλήσει τις επιβαλλόμενες συνέπειες, μη εφαρμόζοντας ενδεχομένως τον επίδικο εθνικό κανόνα.

    Ως προς την απόφαση υποβολής ερωτήματος στο Δικαστήριο

    Το υποβάλλον το προδικαστικό ερώτημα δικαστήριο

    7.

    Δυνάμει των άρθρων 234 της Συνθήκης ΕΚ και 150 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, κάθε δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον καλείται να αποφανθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί κατ' αρχήν να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο. Η ιδιότητα ενός οργάνου ως δικαστηρίου ερμηνεύεται από το Δικαστήριο ως αυτοτελής έννοια του κοινοτικού δικαίου.

    8.

    Εντούτοις, ειδικώς όσον αφορά τις πράξεις που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα στον τομέα του τίτλου IV του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΕΚ, σχετικά με τις θεωρήσεις, το άσυλο, τη μετανάστευση και τις λοιπές πολιτικές που συνδέονται με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων –μεταξύ άλλων την αρμοδιότητα των δικαστηρίων και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων–, δικαίωμα παραπομπής έχουν μόνον τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 68 της Συνθήκης ΕΚ.

    9.

    Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 35 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι πράξεις των οργάνων στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προδικαστικής παραπομπής παρά μόνον από τα δικαστήρια των κρατών μελών που έχουν δεχθεί την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, καθότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει αν έχουν δυνατότητα παραπομπής στο Δικαστήριο όλα τα δικαστήριά του ή μόνον αυτά των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο.

    10.

    Δεν είναι αναγκαίο να εγείρουν το ζήτημα της παραπομπής οι διάδικοι μιας υποθέσεως· μπορεί να το θέσει αυτεπαγγέλτως ο εθνικός δικαστής.

    Παραπομπή ως προς την ερμηνεία διατάξεως

    11.

    Κάθε δικαστήριο έχει την εξουσία να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία ενός κανόνα του κοινοτικού δικαίου, εφόσον το θεωρεί αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί.

    12.

    Ωστόσο, ένα δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα της εσωτερικής έννομης τάξεως οφείλει κατ' αρχήν να υποβάλει στο Δικαστήριο ένα τέτοιο ερώτημα, εκτός εάν υπάρχει ήδη σχετική νομολογία (και το ενδεχομένως νέο πλαίσιο της υποθέσεως δεν δημιουργεί πραγματική αμφιβολία ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογίας αυτής) ή ο ορθός τρόπος ερμηνείας του κοινοτικού κανόνα είναι προφανής.

    13.

    Συνεπώς, το δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις εξακολουθούν να υπόκεινται σε ένδικο μέσο μπορεί, ιδίως εφόσον θεωρεί ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, να αποφασίσει το ίδιο για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και για την εφαρμογή του στα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώνει. Εντούτοις, η προδικαστική παραπομπή μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη, στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας, εφόσον πρόκειται για ερμηνευτικό ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος που συμβάλλει στην ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε όλη την Ένωση ή εφόσον προκύπτει ότι η υπάρχουσα νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο πρωτοεμφανιζόμενο πλαίσιο μιας υποθέσεως.

    14.

    Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί την αιτούμενη ερμηνεία αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεώς του.

    Παραπομπή ως προς την εκτίμηση του κύρους κοινοτικής πράξεως

    15.

    Ναι μεν τα εθνικά δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να απορρίπτουν τους λόγους που προβάλλονται ενώπιόν τους ως προς το ανίσχυρο μιας πράξεως, πλην όμως το Δικαστήριο και μόνον είναι αρμόδιο να κηρύξει ανίσχυρη μια κοινοτική πράξη.

    16.

    Επομένως, κάθε εθνικό δικαστήριο οφείλει να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο, εφόσον έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος κοινοτικής πράξεως, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η κοινοτική πράξη ενδέχεται να πάσχει.

    17.

    Εντούτοις, όταν έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κύρος μιας πράξεως της Κοινότητας στην οποία στηρίζεται πράξη εσωτερικού δικαίου, ο εθνικός δικαστής δύναται, κατ' εξαίρεση, να αναστείλει προσωρινώς την εφαρμογή αυτής της πράξεως ή να λάβει συναφώς οποιοδήποτε άλλο προσωρινό μέτρο. Στην περίπτωση αυτή, οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς το κύρος της κοινοτικής πράξεως, εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους τη θεωρεί ανίσχυρη.

    Ως προς τη χρονική στιγμή υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος

    18.

    Το εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα εφόσον διαπιστώσει ότι, για την έκδοση της αποφάσεώς του, είναι αναγκαίο να κριθεί το ζήτημα ή τα ζητήματα ερμηνείας ή κύρους· το Δικαστήριο βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή θέση για να εκτιμήσει σε ποιο στάδιο της διαδικασίας πρέπει να υποβληθεί το ερώτημα αυτό.

    19.

    Ευκταίο, ωστόσο, είναι η απόφαση περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος να λαμβάνεται σε στάδιο της δίκης κατά το οποίο το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να προσδιορίσει το πραγματικό και νομικό πλαίσιο του υποβαλλομένου ζητήματος, προκειμένου το Δικαστήριο να διαθέτει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να επαληθεύσει αν το κοινοτικό δίκαιο τυγχάνει ενδεχομένως εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης. Μπορεί, επίσης, να αποδειχθεί ότι είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης η υποβολή του προδικαστικού ερωτήματος να γίνεται μετά κατ' αντιμωλία συζήτηση.

    Ως προς τη μορφή της προδικαστικής παραπομπής

    20.

    Η απόφαση με την οποία ο εθνικός δικαστής υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο μπορεί να λάβει οποιαδήποτε μορφή δέχεται το εθνικό δίκαιο για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα. Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι αυτό είναι το έγγραφο που χρησιμεύει ως βάση για την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και ότι το Δικαστήριο πρέπει να μπορεί να διαθέτει στοιχεία βάσει των οποίων θα παράσχει χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, μόνον η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως κοινοποιείται στους ενδιαφερόμενους που έχουν δικαίωμα να καταθέσουν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο –ιδίως στα κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα–, η οποία και μεταφράζεται.

    21.

    Η ανάγκη μεταφράσεως της αιτήσεως καθιστά αναγκαία τη διατύπωσή της κατά τρόπο απλό, σαφή και ακριβή, χωρίς περιττά στοιχεία.

    22.

    Αίτηση μη υπερβαίνουσα τις δέκα σελίδες αρκεί συνήθως για να εκτεθεί επαρκώς το πλαίσιο της αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως. Παρά τη συνοπτική της διατύπωση, η απόφαση περί παραπομπής πρέπει ωστόσο να είναι πλήρης και να περιλαμβάνει όλα τα συναφή στοιχεία ώστε να παρέχει στο Δικαστήριο, καθώς και στους ενδιαφερόμενους που έχουν δικαίωμα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, τη δυνατότητα να κατανοήσουν τα πραγματικά περιστατικά και το κανονιστικό πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ειδικότερα, η απόφαση περί παραπομπής πρέπει:

    να περιλαμβάνει συνοπτική αναφορά του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και των σχετικών διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών ή, τουλάχιστον, να εξηγεί τις πραγματικές υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται το προδικαστικό ερώτημα·

    να επαναλαμβάνει το περιεχόμενο των δυνητικά εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων και να προσδιορίζει, ενδεχομένως, τη σχετική εθνική νομολογία, αναφέροντας κάθε φορά τις συγκεκριμένες παραπομπές (για παράδειγμα, σελίδα επίσημης εφημερίδας ή συγκεκριμένης συλλογής νομολογίας, ενδεχομένως με αναφορά σε ιστοσελίδα στο διαδίκτυο)·

    να προσδιορίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τις κοινοτικές διατάξεις που ασκούν εν προκειμένω επιρροή·

    να εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ή το κύρος ορισμένων κοινοτικών διατάξεων, καθώς και το δεσμό μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εφαρμοστέας στη διαφορά της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας·

    να περιλαμβάνει, ενδεχομένως, περίληψη του ουσιαστικού μέρους των συναφών επιχειρημάτων των διαδίκων της κύριας δίκης.

    Για να διευκολυνθεί η ανάγνωσή της και προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα παραπομπής σ' αυτή, είναι χρήσιμο τα διάφορα σημεία ή παράγραφοι της αποφάσεως περί παραπομπής να είναι αριθμημένα.

    23.

    Τέλος, το αιτούν δικαστήριο μπορεί, εφόσον θεωρεί ότι είναι σε θέση να το πράξει, να αναφέρει συνοπτικά την άποψή του ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα που υποβάλλει προδικαστικώς.

    24.

    Τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να αναφέρονται σε χωριστό και σαφές τμήμα της αποφάσεως περί παραπομπής, συνήθως στην αρχή ή στο τέλος της. Πρέπει να είναι εύληπτα, χωρίς να παραπέμπουν στην έκθεση των λόγων της αιτήσεως, η οποία παρέχει ωστόσο το αναγκαίο πλαίσιο για την κατάλληλη εκτίμησή τους.

    Ως προς τις συνέπειες της προδικαστικής παραπομπής για την εθνική δίκη

    25.

    Η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος επιφέρει την αναστολή της εθνικής διαδικασίας έως ότου αποφανθεί το Δικαστήριο.

    26.

    Εντούτοις, ο εθνικός δικαστής εξακολουθεί να είναι αρμόδιος να λαμβάνει προσωρινά μέτρα, ειδικότερα στο πλαίσιο της παραπομπής ως προς την εκτίμηση του κύρους μιας πράξεως (βλ. σημείο 17 ανωτέρω).

    Ως προς τα δικαστικά έξοδα και το ευεργέτημα της πενίας

    27.

    Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως διεξάγεται ατελώς, το δε Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων των διαδίκων της κύριας δίκης· στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επ' αυτού.

    28.

    Σε περίπτωση ανεπάρκειας πόρων ενός διαδίκου και στο μέτρο που οι εθνικές διατάξεις το επιτρέπουν, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να χορηγήσει στον εν λόγω διάδικο το ευεργέτημα της πενίας, προκειμένου αυτός να καλύψει ιδίως τα έξοδα εκπροσωπήσεως στα οποία υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί επίσης να χορηγήσει τέτοιου είδους ευεργέτημα της πενίας.

    Ως προς τις ανταλλαγές μεταξύ του εθνικού δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

    29.

    Η απόφαση περί παραπομπής και τα σχετικά έγγραφα (μεταξύ άλλων, η εκάστοτε δικογραφία της υποθέσεως ή ενδεχομένως αντίγραφό της) πρέπει να αποστέλλονται από το εθνικό δικαστήριο απευθείας στο Δικαστήριο με συστημένη επιστολή (στη διεύθυνση «Greffe de la Cοur de justice des Cοmmunautés Eurοpéennes, L–2925 Luxembοurg», τηλέφωνο +352 43 03-1).

    30.

    Μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως, η Γραμματεία του Δικαστηρίου διατηρεί επαφή με το εθνικό δικαστήριο, στο οποίο διαβιβάζει αντίγραφο των εγγράφων της διαδικασίας.

    31.

    Το Δικαστήριο διαβιβάζει στο αιτούν δικαστήριο την απόφασή του. Επιθυμητό είναι το εθνικό δικαστήριο να γνωστοποιήσει στο Δικαστήριο τον τρόπο κατά τον οποίο εφάρμοσε την απόφαση αυτή επί της διαφοράς της κύριας δίκης και να του αποστείλει, ενδεχομένως, την τελική του απόφαση.


    Top