EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document C2004/262/25

Υπόθεση C-301/04 P: Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 14 Ιουλίου 2004 κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 στις συνεκδ. υποθ. T-236/01, T-239/01 Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01, Tokai κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την υπόθ. T-239/01

ΕΕ C 262 της 23.10.2004, p. 13–14 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

23.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 262/13


Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 14 Ιουλίου 2004 κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 στις συνεκδ. υποθ. T-236/01, T-239/01 Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01, Tokai κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την υπόθ. T-239/01

(Υπόθεση C-301/04 P)

(2004/C 262/25)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Walter Mölls, τον Wouter Wils και την Heike Gading, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 14 Ιουλίου 2004 ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεύτερο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2004 στις συνεκδ. υποθ. T-236/01, T-239/01 Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01, Tokai κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την υπόθ. T-239/01.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 29ης Απριλίου 2004 στις συνεκδ. υποθ. T-236/01, T-239/01 Τ-244/01 έως Τ-246/01, Τ-251/01 και T-252/01 (1), όσον αφορά το σημείο 2 του διατακτικού της,

2.

να καταδικάσει την SGL Carbon AG στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κυριότερα επιχειρήματα:

Η απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004 αφορά την απόφαση 2002/271/ΕΚ της Επιτροπής, σχετικά με διαδικασία του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-1/36.490 — Ηλεκτρόδια γραφίτη, ΕΕ 2002, L 100, σ. 1, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής).

Η απόφαση του Πρωτοδικείου επιβεβαιώνει αφενός ότι οι επτά προσφεύγουσες, μέλη του καρτέλ των ηλεκτροδίων γραφίτη μεταξύ 1992 και 1998 και αποδέκτες της αποφάσεως της Επιτροπής, παρέβησαν το άρθρο 81 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και αφετέρου την έκταση της παραβάσεως. Εντούτοις, με την ίδια αυτή απόφαση μειώνεται το ύψος των επιβληθέντων προστίμων κατά διάφορα ποσοστά.

Η αναίρεση αφορά τη μείωση του προστίμου της εταιρείας SGL (υπόθ. T-239/01, σημείο 2 του διατακτικού), η οποία αιτιολογείται στις σκέψεις 401 έως 412 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Ειδικότερα, αφορά τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου ως προς την έκταση του δικαιώματος των εταιρειών να μην εμφανίζουν τα στοιχεία που τις ενοχοποιούν, διαπιστώσεις που επηρεάζουν έμμεσα τα όρια των εξουσιών που έχει η Επιτροπή ως προς τη διεξαγωγή ερευνών.

Με τις σκέψεις 407 έως 409 και 412 της αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι οι απαντήσεις της εταιρείας SGL στην αίτηση παροχής στοιχείων που της υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 παρείχαν στην SGL — παρά την άποψη που είχε διατυπώσει η Επιτροπή στην απόφασή της — αξίωση μειώσεως του προστίμου της σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ C 207, 1996, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση της Επιτροπής). Επιπλέον, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η ενδεχόμενη μείωση λόγω των απαντήσεων της SGL θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι μικρότερη από ό,τι αν η ίδια η επιχείρηση είχε αναλάβει την πρωτοβουλία (σκέψη 410 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου).

Κατά την άποψη της Επιτροπής, τα ανωτέρω χωρία της αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχουν νομικά σφάλματα και επομένως η απόφαση αυτή είναι αντίθετη με τα άρθρα 15 και 11 του κανονισμού 17, σε συνδυασμό με την ανακοίνωση της Επιτροπής.

Επί του ζητήματος αν ορισμένες απαντήσεις στην αίτηση της Επιτροπής για την παροχή στοιχείων συνιστούν καταρχήν λόγο μειώσεως του προστίμου

Κατά πάγια νομολογία, οι απαντήσεις στην αίτηση για την παροχή στοιχείων κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (νυν άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003) δεν θεωρούνται καταρχήν ως συνεργασία για την οποία πρέπει να μειώνεται το πρόστιμο. Αν η επιχείρηση δεν απαντήσει στην αίτηση αυτή, η Επιτροπή μπορεί συγκεκριμένα να την υποχρεώσει, εκδίδοντας σχετική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17 (άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003), να διαβιβάσει τα στοιχεία που της ζήτησε. Εν πάση περιπτώσει, για ορισμένες απαντήσεις μπορεί να αποφασιστεί η μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας της επιχειρήσεως κατά την έρευνα, στην περίπτωση ιδίως που η ερώτηση που έχει τεθεί στην επιχείρηση δεν θα μπορούσε να περιληφθεί σε απόφαση που θα εκδιδόταν κατά το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17, διότι θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στα δικαιώματα άμυνας της επιχειρήσεως.

Το Δικαστήριο ανέλυσε από την ανωτέρω άποψη τα κριτήρια για τη διάκριση των επιτρεπόμενων από τις ανεπίτρεπτες ερωτήσεις με την απόφαση Orkem (υπόθ. 374/87, Συλλογή 1989, σ. 3283). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί, χωρίς κανένα περιορισμό, τη διαβίβαση των υφισταμένων ήδη εγγράφων που αφορά η έρευνα. Μπορεί επίσης να απαιτεί «πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχει λάβει γνώση [η επιχείρηση]» (απόφαση Orkem, σκέψη 34). Αντίθετα, «η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει στις επιχειρήσεις την υποχρέωση να δίδουν σε ερωτήσεις απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η ίδια η Επιτροπή» (σκέψη 35 της ίδιας αποφάσεως).

Η διάκριση αυτή δεν ελήφθη υπόψη από το Πρωτοδικείο στη σκέψη 408 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Η σκέψη 408 αφορά μόνο τη διαβίβαση υφισταμένων ήδη εγγράφων, την οποία η Επιτροπή μπορούσε να απαιτήσει χωρίς να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της SGL.

Τα ίδια ισχύουν και για την άλλη αίτηση παροχής στοιχείων, την οποία αφορά η σκέψη 412 της αποφάσεως. Η Επιτροπή, γνωρίζοντας ότι η SGL είχε ειδοποιήσει μια άλλη επιχείρηση για τον επικείμενο έλεγχο, ερώτησε την SGL, μεταξύ άλλων, σε ποια άλλη επιχείρηση είχε διαβιβάσει τα στοιχεία αυτά. Η SGL ανέφερε μια άλλη επιχείρηση, αλλά απέκρυψε ότι είχε ειδοποιήσει και μια τρίτη επιχείρηση, πράγμα που έμαθε η Επιτροπή αργότερα. Η ερώτηση αυτή της Επιτροπής αφορούσε «πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά» και δεν υποχρέωνε την επιχείρηση να ομολογήσει την «ύπαρξη παραβάσεως». Η Επιτροπή, για να μπορέσει να αξιολογήσει τα στοιχεία που παρέσχε η SGL με την απάντησή της ως επιβαρυντικά στοιχεία, έπρεπε προηγουμένως να αποδείξει την ύπαρξη της παραβάσεως.

Επί του ύψους της μειώσεως του προστίμου σε περίπτωση που η συνεργασία της επιχειρήσεως αποτελεί συνέπεια της αιτήσεως παροχής στοιχείων

Εφόσον κάποιο από τα στοιχεία που παρέσχε η SGL κατά τη συνεργασία της πρέπει να θεωρηθεί ως απάντηση σε ερώτηση που θα θεωρούνταν ανεπίτρεπτη στο πλαίσιο μιας δεσμευτικής αιτήσεως παροχής στοιχείων, δηλαδή μιας αιτήσεως παροχής στοιχείων που θα είχε τη μορφή αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν λαμβάνει υπόψη, με τη σκέψη 410 της αποφάσεώς του, το γεγονός ότι οποιαδήποτε μείωση του προστίμου πρέπει να είναι ανάλογη της υπεραξίας με την οποία εμπλουτίζονται οι διαπιστώσεις της Επιτροπής. Η υπεραξία αυτή είναι συγκριτικά μεγαλύτερη όταν η συμβολή της επιχειρήσεως είναι αυθόρμητη, οπότε η Επιτροπή, αφού η συμβολή αυτή πραγματοποιείται έγκαιρα, απαλλάσσεται από ην υποχρέωση να λάβει ορισμένα μέτρα έρευνας, όπως είναι η κατάρτιση και σύνταξη μιας (έστω μη δεσμευτικής) αιτήσεως παροχής στοιχείων.


(1)  Η απόφαση αυτή δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


Top