This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 92002E001143
WRITTEN QUESTION P-1143/02 by Jonas Sjöstedt (GUE/NGL) to the Commission. Future cost of pharmaceuticals.
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-1143/02 υποβολή: Jonas Sjöstedt (GUE/NGL) προς την Επιτροπή. Μελλοντικό κόστος φαρμακευτικών προϊόντων.
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-1143/02 υποβολή: Jonas Sjöstedt (GUE/NGL) προς την Επιτροπή. Μελλοντικό κόστος φαρμακευτικών προϊόντων.
ΕΕ C 28E της 6.2.2003, p. 76–77
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-1143/02 υποβολή: Jonas Sjöstedt (GUE/NGL) προς την Επιτροπή. Μελλοντικό κόστος φαρμακευτικών προϊόντων.
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 028 E της 06/02/2003 σ. 0076 - 0077
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-1143/02 υποβολή: Jonas Sjstedt (GUE/NGL) προς την Επιτροπή (15 Απριλίου 2002) Θέμα: Μελλοντικό κόστος φαρμακευτικών προϊόντων Στην απάντηση στην ερώτηση P-0234/02(1), η Επιτροπή εξηγεί ότι η παράλληλη εισαγωγή φαρμάκων μπορεί να έχει βλαπτικές συνέπειες για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην έρευνα και την ανάπτυξη. Κατά τον Ian Senior (ειδικό σύμβουλο στην NERA), η διαφεύγουσα αξία που προκαλείται στη φαρμακευτική βιομηχανία από τις παράλληλες εισαγωγές αντιστοιχεί περίπου στο κόστος παραγωγής ενός νέου φαρμάκου. Στην απόφαση με την οποία απαγορεύεται στην Glaxo Wellcomes η χρήση του συστήματος διπλής τιμής, η Επιτροπή ανέφερε ότι το διαφυγόν κέρδος ήταν υπερβολικά ασήμαντο για να βλάψει σημαντικά τις επενδύσεις της καιπεστήριζε επίσης με έμμεσο τρόπο, ότι αυτή η απώλεια μπορούσε να αντισταθμιστεί με περιορισμό των εξόδων διαφήμισης. Δύο τοις εκατό, περίπου, του συνόλου των φαρμάκων που πωλούνται στο εσωτερικό της Ένωσης εισάγονται παραλλήλως. Κατά μέσο όρο, οι φορείς παράλληλων εισαγωγών αγοράζουν τα φάρμακα σε τιμή κατά περίπου 30 % κατώτερη από την τιμή πώλησης στη χώρα προέλευσης. Θα μπορούσε η Επιτροπήion να ερμηνεύσει πώς είναι δυνατό ένα διαφυγόν κέρδος περίπου 0,6 % να μπορεί να έχει βλαπτικά αποτελέσματα στις επιχειρήσεις του τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης· (1) ΕΕ C 277 E της 14.11.2002. Απάντηση του κ. Verheugen εξ ονόματος της Επιτροπής (31 Μαΐου 2002) Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι εντός της εσωτερικής αγοράς η ελεύθερη κυκλοφορία των φαρμακευτικών προϊόντων μπορεί να είναι επωφελής για τους καταναλωτές και τα διάφορα εθνικά καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα παρέχουν στους καταναλωτές μεγαλύτερη ευχέρεια επιλογής σε χαμηλότερη τιμή λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Στους λόγους αυτούς βασίστηκε η απόφαση στην οποία αναφέρεται το Αξιότιμο Μέλος του Κοινοβουλίου. Όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας για τα φαρμακευτικά προϊόντα, η Ένωση επανέλαβε — στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της διεύρυνσης — τη σημασία την οποίαν αποδίδει στην ύπαρξη ενός ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας στο εσωτερικό της διευρυμένης Ένωσης. Στην απάντησή της προς τη γραπτή ερώτηση P-0234/02 του Αξιότιμου Μέλους του Κοινοβουλίου(1), η Επιτροπή αναφέρει ότι η Ένωση — στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων της διεύρυνσης — πρότεινε έναν ειδικό μηχανισμό προκειμένου να μειωθούν τα προβλήματα που πιθανόν εμφανίζονται από τις διαφορές στο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας. Λαμβανομένηςπόψη της ημερομηνίας θέσπισης μέτρων προστασίας μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στιςποψήφιες χώρες, όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία διετίθεντο στην αγορά τωνποψηφίων χωρών πριν από την αλλαγή της νομοθεσίας, θα παραμένουν χωρίς προστασία στις χώρες αυτές, ενώ στην Ένωση εξακολουθούν να προστατεύονται με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Συνεπώς, ο μηχανισμός αυτός αναφέρεται στο συνολικό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και θα εφαρμόζεται μόνο στα προϊόντα που προστατεύονται σε ένα κράτος μέλος με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τη στιγμή πουπήρξε αδύνατη η απόκτηση ενός τέτοιου διπλώματος για τα συγκεκριμένα προϊόντα στιςποψήφιες χώρες. Η Ένωση έκρινε τη λύση αυτή ως έναν αντικειμενικό και ισόρροπο μηχανισμό ο οποίος λαμβάνειπόψη τα έννομα συμφέροντα των κατόχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στο εσωτερικό της Ένωσης χωρίς να παραβιάζει ή ναπονομεύει τυχόν κεκτημένα δικαιώματα των φορέων εκμετάλλευσης στιςποψήφιες χώρες. (1) ΕΕ C 277 E της 14.11.2002.