Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62024CJ0015

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαΐου 2024.
    Ποινική δίκη κατά CH.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ – Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις – Άρθρο 9 – Παραίτηση από παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου – Προϋποθέσεις – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Τήρηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης – Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Γραπτή παραίτηση υπόπτου ο οποίος είναι αναλφάβητος από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εξήγηση των πιθανών συνεπειών της παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα – Συνέπειες επί μεταγενέστερων πράξεων έρευνας – Απόφαση σχετικά με προσήκον μέτρο δικονομικού καταναγκασμού – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
    Υπόθεση C-15/24 PPU.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:399

    Προσωρινό κείμενο

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 14ης Μαΐου 2024 (*)

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ – Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις – Άρθρο 9 – Παραίτηση από παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου – Προϋποθέσεις – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Τήρηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης – Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Γραπτή παραίτηση υπόπτου ο οποίος είναι αναλφάβητος από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εξήγηση των πιθανών συνεπειών της παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα – Συνέπειες επί μεταγενέστερων πράξεων έρευνας – Απόφαση σχετικά με προσήκον μέτρο δικονομικού καταναγκασμού – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο»

    Στην υπόθεση C‑15/24 PPU [Stachev] (i),

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Ιανουαρίου 2024, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του

    CH

    παρισταμένης της:

    Sofyiska rayonna prokuratura,

    Το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, P. G. Xuereb, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

    γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Μαρτίου 2024,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        ο CH, εκπροσωπούμενος από τον I. R. Stoyanov, advokat,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Vondung και τον I. Zaloguin,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Απριλίου 2024,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, και του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ 2013, L 294, σ. 1), καθώς επίσης του άρθρου 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του CH, Βούλγαρου υπηκόου, ο οποίος κατηγορείται για τη διάπραξη δύο αδικημάτων ληστείας.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 39, 40 και 50 έως 53 της οδηγίας 2013/48 έχουν ως εξής:

    «(39)      Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να μπορούν να παραιτούνται από δικαίωμα που παρέχεται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ενημερωθεί σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα. Κατά την ενημέρωση αυτή, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες των οικείων υπόπτων ή κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων η ηλικία τους και η ψυχική και σωματική τους κατάσταση.

    (40)      Η παραίτηση και οι περιστάσεις υπό τις οποίες ασκείται θα πρέπει να καταγράφονται σύμφωνα με διαδικασία προβλεπόμενη από το δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους. […]

    […]

    (50)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο ή όταν έχει εγκριθεί παρέκκλιση από το εν λόγω δικαίωμα, να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία τα δικαιώματα της υπεράσπισης, κατ’ αρχήν, θα θίγονται ανεπανόρθωτα όταν ενοχοποιητικές καταθέσεις που λαμβάνονται κατά την αστυνομική εξέταση χωρίς πρόσβαση σε δικηγόρο χρησιμοποιούνται για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Τούτο θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη της χρήσης των καταθέσεων για άλλους σκοπούς επιτρεπόμενους από το εθνικό δίκαιο, όπως η ανάγκη τέλεσης επειγουσών ερευνητικών πράξεων για την αποφυγή της διάπραξης άλλων αδικημάτων ή την αποφυγή σοβαρών δυσμενών επιπτώσεων για οποιοδήποτε πρόσωπο ή λόγω επείγουσας ανάγκης να αποτραπεί σημαντικός κίνδυνος για την ποινική διαδικασία, όταν η πρόσβαση σε δικηγόρο ή η καθυστέρηση της εξέτασης θα έθιγε ανεπανόρθωτα τις εν εξελίξει έρευνες όσον αφορά σε σοβαρό έγκλημα. Τέλος, δεν θα πρέπει να θίγονται εν προκειμένω οι εθνικοί κανόνες ή τα εθνικά συστήματα που αφορούν το παραδεκτό των αποδείξεων, ούτε να κωλύονται τα κράτη μέλη να διατηρούν σύστημα το οποίο να προβλέπει την προσκόμιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή, χωρίς χωριστή ή προηγούμενη αξιολόγηση του παραδεκτού των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.

    (51)      Το καθήκον μέριμνας για υπόπτους ή κατηγορουμένους που βρίσκονται ενδεχομένως σε θέση αδυναμίας ενισχύει τη χρηστή απονομή δικαιοσύνης. Συνεπώς, οι εισαγγελικές αρχές, οι αρχές επιβολής του νόμου και οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να διευκολύνουν τα πρόσωπα αυτά να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα που προβλέπει η παρούσα οδηγία, λαμβάνοντας υπόψη, για παράδειγμα, τυχόν ενδεχόμενη αδυναμία που επηρεάζει την ικανότητά τους να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και να ενημερώνουν ένα τρίτο πρόσωπο σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας τους και λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της τήρησης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων.

    (52)      Η παρούσα οδηγία συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, του δικαιώματος στην ελευθερία και την ασφάλεια, του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, του δικαιώματος στην ακεραιότητα του προσώπου, των δικαιωμάτων του παιδιού, της κοινωνικής ένταξης των ατόμων με αναπηρίες, του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης, του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος της υπεράσπισης. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

    (53)      Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, όταν αντιστοιχούν σε δικαιώματα κατοχυρωμένα από την [Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], εφαρμόζονται κατά τρόπο συνεπή με τα δικαιώματα αυτά και σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»

    4        Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας […] όσον αφορά την πρόσβαση σε δικηγόρο […]».

    5        Το άρθρο 2 της οδηγίας επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής» και προβλέπει τα εξής:

    «1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε υπόπτους ή σε κατηγορουμένους στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως αν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. Εφαρμόζεται μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι μέχρις ότου κριθεί οριστικά αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.

    […]

    4.      […]

    Σε κάθε περίπτωση, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται πλήρως όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει στερηθεί την ελευθερία του, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας.»

    6        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2013/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας», προβλέπει τα εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά.

    2.      Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:

    α)      προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

    […]

    γ)      χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·

    […]

    3.      Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνεπάγεται τα ακόλουθα:

    α)      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή.

    β)      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου τους κατά την εξέτασή τους. […]

    γ)      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να ζητούν την παράσταση του δικηγόρου τους στις ακόλουθες ερευνητικές πράξεις ή άλλες πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:

    i)      διέλευση προσώπων για αναγνώριση·

    ii)      κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·

    iii)      αναπαραστάσεις του εγκλήματος.

    […]

    6.      Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:

    α)      όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·

    β)      όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.»

    7        Το άρθρο 9 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Παραίτηση από δικαίωμα», ορίζει τα εξής:

    «1.      Με την επιφύλαξη διατάξεων εθνικού δικαίου που απαιτούν την υποχρεωτική παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε σχέση με παραίτηση από δικαίωμα προβλεπόμενο στα άρθρα 3 και 10:

    α)      ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό· και

    β)      η παραίτηση δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.

    2.      Η παραίτηση, η οποία μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση καταγράφονται, μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

    3.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι μπορούν να ανακαλέσουν παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ποινικής διαδικασίας, και ότι ενημερώνονται σχετικά με αυτήν τη δυνατότητα. Αυτή η ανάκληση τίθεται σε ισχύ από τη χρονική στιγμή της άσκησής της.»

    8        Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ένδικα βοηθήματα», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο ή όταν έχει εγκριθεί παρέκκλιση από αυτό το δικαίωμα σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 6, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.»

    9        Το άρθρο 13 της οδηγίας 2013/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ευάλωτα άτομα», προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα.»

     Το βουλγαρικό δίκαιο

     Το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας

    10      Το άρθρο 30, παράγραφος 4, του Konstitutsia na Republika Bulgaria (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, στο εξής: βουλγαρικό Σύνταγμα) ορίζει τα εξής:

    «Καθένας έχει δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο από τη στιγμή της σύλληψης ή της απαγγελίας κατηγορίας σε βάρος του.»

     Ο νόμος περί του Υπουργείου Εσωτερικών

    11      Το άρθρο 72 του Zakon za ministerstvoto na vatreshnite raboti (νόμου περί του Υπουργείου Εσωτερικών, DV αριθ. 53, της 27ης Ιουνίου 2014), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

    «(1)      Οι αστυνομικές αρχές μπορούν να θέτουν υπό κράτηση πρόσωπο:

    1.      για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη·

    […]

    (5)      Από τη στιγμή που τίθεται υπό κράτηση, ο κρατούμενος έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πρέπει δε να ενημερώνεται και για τη δυνατότητά του να παραιτηθεί από το συγκεκριμένο δικαίωμα καθώς και για τις συνέπειες της παραίτησης αυτής, όπως επίσης και για το δικαίωμα σιωπής που του αναγνωρίζεται σε περίπτωση κράτησης δυνάμει της παραγράφου 1, σημείο 1.»

    12      Το άρθρο 74 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

    «(1)      Για τα πρόσωπα που μνημονεύονται στο άρθρο 72, παράγραφος 1, εκδίδεται γραπτό ένταλμα σύλληψης με το οποίο διατάσσεται η σύλληψή τους.

    (2)      Το ένταλμα σύλληψης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να περιέχει τα εξής:

    1.      το όνομα, την ιδιότητα και τον τόπο υπηρεσίας του εκδίδοντος το ένταλμα σύλληψης αστυνομικού οργάνου·

    2.      τους πραγματικούς και νομικούς λόγους της σύλληψης·

    3.      τα στοιχεία ταυτότητας του συλληφθέντος προσώπου·

    4.      την ημερομηνία και την ώρα της σύλληψης·

    5.      τον περιορισμό των δικαιωμάτων του συλληφθέντος προσώπου δυνάμει του άρθρου 73·

    6.      το δικαίωμα του συλληφθέντος προσώπου:

    a)      να προσφύγει δικαστικώς κατά της νομιμότητας της κράτησης·

    b)      να έχει τη συνδρομή δικηγόρου από τη στιγμή της σύλληψης·

    […]

    (3)      Το συλληφθέν πρόσωπο συμπληρώνει δήλωση ότι έχει λάβει γνώση των δικαιωμάτων του και ότι προτίθεται να ασκήσει ή να μην ασκήσει τα δικαιώματά του εκ της παραγράφου 2, σημείο 6, στοιχεία b έως f. Το ένταλμα σύλληψης υπογράφεται από το αστυνομικό όργανο και από το συλληφθέν πρόσωπο.

    (4)      Τυχόν άρνηση ή αδυναμία του συλληφθέντος προσώπου να υπογράψει το ένταλμα σύλληψης βεβαιώνεται με την υπογραφή ενός μάρτυρα.»

     Ο NPK

    13      Το άρθρο 94 του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, DV αριθ. 86, της 28ης Οκτωβρίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: NPK), προβλέπει τα εξής:

    «(1)      Η συμμετοχή δικηγόρου κατά την ποινική διαδικασία είναι υποχρεωτική εφόσον:

    […]

    6.      […] ο κατηγορούμενος κρατείται».

    14      Το άρθρο 96, παράγραφος 1, του NPK ορίζει τα εξής:

    «Ο κατηγορούμενος δύναται να παραιτηθεί από το δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, πλην των περιπτώσεων του άρθρου 94, παράγραφος 1, σημεία 1 έως 3 και 6. Οι συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο επεξηγούνται στον κατηγορούμενο.»

    15      Το άρθρο 97 του NPK ορίζει τα εξής:

    «(1)      Ο συνήγορος δύναται να παρίσταται στην ποινική διαδικασία από τη στιγμή της σύλληψης του προσώπου ή από την απαγγελία της κατηγορίας σε βάρος του.

    (2)      Η αρχή ενώπιον της οποίας διεξάγεται η ανακριτική διαδικασία οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο ότι έχει δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο και να του παράσχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει αμέσως μαζί του. Η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να προβεί σε καμία πράξη της ποινικής έρευνας ή της διαδικασίας με τη συμμετοχή του κατηγορουμένου αν δεν έχει εκπληρωθεί η ως άνω υποχρέωση.»

    16      Το άρθρο 248 του NPK προβλέπει τα εξής:

    «(1)      Κατά την προκαταρκτική συζήτηση εξετάζονται τα ακόλουθα ζητήματα:

    […]

    3.      εάν, κατά τη διάρκεια της προδικασίας, υπήρξε παράβαση ουσιώδους δικονομικού τύπου δυνάμενη να θεραπευθεί, η οποία είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, του θύματος ή των κληρονόμων του·

    […]

    5.      η εξέταση της υποθέσεως κεκλεισμένων των θυρών, ο διορισμός αναπληρωτή δικαστή ή ενόρκου, ο διορισμός δικηγόρου, εμπειρογνώμονα, διερμηνέα, διερμηνέα νοηματικής γλώσσας και η διεξαγωγή ανακριτικών πράξεων μέσω ανάθεσης·

    6.      τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που επιβλήθηκαν·

    7.      τυχόν αιτήματα για τη συλλογή νέων αποδείξεων·

    8.      ο προσδιορισμός ημερομηνίας για τη διενέργεια της ακροαματικής διαδικασίας και ο καθορισμός των προσώπων που πρέπει να κλητευθούν σε αυτή.»

    17      Το άρθρο 270, παράγραφος 1, του NPK ορίζει τα ακόλουθα:

    «Το ζήτημα της αντικαταστάσεως του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού δύναται να εγερθεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Νέο αίτημα σχετικά με το μέτρο μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του αυτού δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων.»

     Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα

    18      Στις 16 Δεκεμβρίου 2022 ο CH συνελήφθη από τη βουλγαρική αστυνομία προκειμένου να διερευνηθεί η συμμετοχή του σε ληστεία. Την ίδια ημέρα υπέγραψε γραπτή δήλωση στην οποία αναφερόταν ότι δεν επιθυμούσε την υπεράσπισή του από δικηγόρο της επιλογής του με δική του δαπάνη, αλλά ούτε και από δικηγόρο διοριζόμενο από το δικαστήριο.

    19      Ωστόσο, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, οι συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο δεν επεξηγήθηκαν στον CH, ο οποίος στερείται στοιχειώδους εκπαίδευσης και δεν γνωρίζει να γράφει στη βουλγαρική γλώσσα. Επιπλέον, σε σχέση με τη δήλωση παραίτησης, προβλέπεται η απαίτηση ότι, σε περίπτωση που ο κρατούμενος είναι αναλφάβητος ή δεν είναι σε θέση να συμπληρώσει ο ίδιος τη δήλωση, η δήλωση αυτή πρέπει να συμπληρώνεται από αστυνομικό όργανο, ενώ στις σχετικές δηλώσεις βουλήσεως πρέπει να προβαίνει ο ίδιος ο κρατούμενος παρουσία ενός μάρτυρα ο οποίος βεβαιώνει την αλήθειά τους με την υπογραφή του. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εν λόγω δήλωση δεν φέρει ούτε την υπογραφή αστυνομικής αρχής ούτε την υπογραφή μάρτυρα.

    20      Εξεταζόμενος ως μάρτυρας από αστυνομική αρχή αμέσως μετά τη σύλληψή του, ο CH ομολόγησε ότι είχε μετάσχει στη διάπραξη ληστείας. Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, ο CH είχε όντως λάβει γνώση των δικαιωμάτων του, ήτοι των δικαιωμάτων να μην αυτοενοχοποιηθεί για την τέλεση αξιόποινης πράξεως και να αρνηθεί να καταθέσει. Πλην όμως, η εξέτασή του αυτή πραγματοποιήθηκε χωρίς να παρίσταται δικηγόρος. Ομοίως, η απουσία δικηγόρου προκύπτει και από τα πρακτικά στα οποία καταγράφονται περαιτέρω πράξεις ποινικής έρευνας που διενεργήθηκαν μεταξύ 16ης και 17ης Δεκεμβρίου 2022, όπως αναπαράσταση του εγκλήματος, έρευνα στην οικία του CH, δύο διαδικασίες διέλευσης προσώπων για αναγνώριση και σωματική έρευνα στον CH. Στο πλαίσιο αυτών των πράξεων ποινικής έρευνας συνελέγησαν αποδεικτικά στοιχεία.

    21      Στις 17 Δεκεμβρίου 2022 η εισαγγελική αρχή διέταξε να απαγγελθεί σε βάρος του CH κατηγορία για ληστεία. Κατόπιν τούτου, την ίδια ημέρα διορίστηκε αυτεπαγγέλτως ένα μέλος του δικηγορικού συλλόγου Σόφιας (Βουλγαρία) ως δικηγόρος του CH. Επιπλέον, ο CH και ο δικηγόρος του έλαβαν γνώση της κατηγορίας.

    22      Εν συνεχεία, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία), το οποίο είναι εν προκειμένω το αιτούν δικαστήριο, με διάταξη που εξέδωσε στις 19 Δεκεμβρίου 2022, έκανε δεκτό το αίτημα της εισαγγελικής αρχής να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση του CH.

    23      Με διάταξη της 13ης Ιουνίου 2023, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του CH για αντικατάσταση του εν λόγω μέτρου δικονομικού καταναγκασμού.

    24      Στις 26 Ιουλίου 2023 η εισαγγελική αρχή διέταξε να απαγγελθεί σε βάρος του CH κατηγορία για την διάπραξη και άλλης ληστείας.

    25      Κατόπιν νεότερης αιτήσεως του CH με την οποία ζητούσε να εξεταστεί το ζήτημα του πρόσφορου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο της Σόφιας) αποφάσισε, με διάταξη της 18ης Αυγούστου 2023, την επιβολή ενός λιγότερο επαχθούς μέτρου, και συγκεκριμένα την υποχρέωση του CH να εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας του και να υπογράφει στο εκεί τηρούμενο μητρώο.

    26      Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, συναφώς, ότι το δικαίωμα του CH για υπεράσπιση από δικηγόρο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 30, παράγραφος 4, του Συντάγματος της Βουλγαρίας, είχε γεννηθεί κατά τον χρόνο της σύλληψής του. Ωστόσο, κατά το ίδιο δικαστήριο, οι αρχές επιβολής του νόμου δεν διασφάλισαν την άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος. Παρά τη δήλωση την οποία συμπλήρωσε ο CH μετά τη σύλληψή του, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο CH προέβη σε εκούσια και συνειδητή επιλογή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι καμία από τις πράξεις ποινικής έρευνας που διενεργήθηκαν μετά τη σύλληψη του CH και πριν από την απαγγελία κατηγορίας σε βάρος του δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση της ποινικής ευθύνης του CH.

    27      Με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) εξαφάνισε τη διάταξη του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας), της 18ης Αυγούστου 2023, και επικύρωσε το μέτρο της προσωρινής κράτησης που είχε επιβληθεί σε βάρος του CH.

    28      Στις 2 Οκτωβρίου 2023 το αιτούν δικαστήριο αποφάνθηκε εκ νέου επί του ζητήματος του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, διατάσσοντας την αντικατάστασή του με την υποχρέωση του CH να εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενώπιον των αστυνομικών αρχών του τόπου κατοικίας του και να υπογράφει στο εκεί τηρούμενο μητρώο. Πλην όμως, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας), ενώπιον του οποίου προσέφυγε η εισαγγελική αρχή, με διάταξή του της 7ης Νοεμβρίου 2023, ακύρωσε το μέτρο που είχε ληφθεί στις 2 Οκτωβρίου 2023 και επικύρωσε το μέτρο της προσωρινής κράτησης που είχε επιβληθεί σε βάρος του CH.

    29      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι αντικείμενο της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης είναι να εξετασθεί κατά πόσον ο CH είχε μετάσχει στην αξιόποινη πράξη για την οποία του αποδίδεται ποινική ευθύνη και ότι καλείται, με την οριστική απόφασή του, να αποφανθεί επί της ενοχής ή μη του CH.

    30      Συναφώς, πρέπει να διακριβωθεί εάν, εν προκειμένω, είχε διασφαλισθεί από τις αρμόδιες για τη διεξαγωγή της ποινικής έρευνας αρχές η άσκηση του δικαιώματος του CH για πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τον χρόνο της σύλληψής του και πριν από την απαγγελία κατηγορίας σε βάρος του. Καθόσον το ως άνω δικαίωμα απορρέει από την οδηγία 2013/48, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει, πρώτον, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, από το οποίο προκύπτει ότι, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο, πρέπει να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.

    31      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει εφαρμογή μόνον κατά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως επί της ενοχής του κατηγορουμένου, αλλά και κατά τον καθορισμό του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο. Με τη διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, όμως, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας) απέκλεισε τη δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να κρίνει εάν, στην προκειμένη περίπτωση, αποδεικτικά στοιχεία είχαν συλλεγεί κατά παραβίαση του δικαιώματος του CH για πρόσβαση σε δικηγόρο.

    32      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, εάν συνάδουν προς το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 εθνική νομοθεσία και νομολογία σύμφωνα με τις οποίες το δικαστήριο που εξετάζει εάν ο κατηγορούμενος συμμετείχε στην αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται, προκειμένου να αποφασίσει για την επιβολή ή εκτέλεση του κατάλληλου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, στερείται της δυνατότητας να κρίνει εάν η συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου για συνδρομή δικηγόρου.

    33      Εν συνεχεία, προκειμένου να διακριβωθεί η ορθότητα της άποψης που υιοθέτησε το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας), το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν τηρείται η επιταγή περί κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, όταν το δικαστήριο που εξετάζει το ζήτημα της προσφορότητας του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, λαμβάνει υπόψη, κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας.

    34      Τέλος, πάντοτε όσον αφορά τη διάταξη του Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείου Σόφιας) της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, δεδομένου ότι, με την ως άνω διάταξη, προσάπτεται στο αιτούν δικαστήριο έλλειψη αντικειμενικότητας, τίθεται το ζήτημα εάν το γεγονός ότι δικαστήριο το οποίο, παρά τις αντίθετες υποδείξεις ανώτερου δικαστηρίου, εξετάζει το ζήτημα της προσφορότητας του μέτρου καταναγκασμού, αποφασίζει να αποκλείσει αποδεικτικά μέσα που συνελέγησαν κατά παράβαση της οδηγίας 2013/48 αντιβαίνει στις επιταγές περί δίκαιης διεξαγωγής της δίκης και εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου αυτού.

    35      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, με τη διάταξη της 7ης Νοεμβρίου 2023, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας) έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, είχε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά τη γνώμη του, η ως άνω διάταξη δεν έχει μεταφερθεί ρητώς στη βουλγαρική νομοθεσία διότι είναι προδήλως ασυμβίβαστη με το άρθρο 30, παράγραφος 4, του βουλγαρικού Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι το δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο γεννάται από τη στιγμή της σύλληψης ή της απαγγελίας κατηγορίας σε βάρος προσώπου. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα εάν το εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, έχει άμεσο αποτέλεσμα.

    36      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, με τη διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας) επισήμανε ότι, ακόμη και αν ο CH δεν είχε τη συνδρομή δικηγόρου κατά τον χρόνο της σύλληψής του, οι πράξεις που πραγματοποιήθηκαν με ή χωρίς τη συμμετοχή του μέχρι την απαγγελία κατηγορίας σε βάρος του δεν καθίστανται παράνομες και δεν χάνουν την αποδεικτική τους αξία. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν τηρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2013/48, όταν υπάρχει μεν γραπτή παραίτηση του υπόπτου από το δικαίωμά του σε συνδρομή δικηγόρου, πλην όμως, ο ύποπτος είναι αναλφάβητος και δεν είχε ενημερωθεί για τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του, ενώ, στη συνέχεια, ισχυρίζεται ότι δεν του γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο υπέγραψε κατά τον χρόνο της σύλληψής του.

    37      Τέταρτον και τελευταίον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την εθνική νομοθεσία, όπως αυτή ερμηνεύεται από το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία), η αρχική παραίτηση από το δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο, με σχετική δήλωση του συλληφθέντος προσώπου, εκτείνεται και σε όλες τις άλλες πράξεις έρευνας στις οποίες εμπλέκεται το πρόσωπο αυτό πριν από την απαγγελία κατηγορίας σε βάρος του. Εν προκειμένω, οι αρμόδιες για την ποινική έρευνα αρχές προέβησαν σε πλείονες πράξεις έρευνας με τη συμμετοχή του CH μετά τη σύλληψή του, αλλά χωρίς την παρουσία δικηγόρου. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διακριβωθεί εάν η παραίτηση του υπόπτου, κατά τη σύλληψή του, από το δικαίωμα υπεράσπισης από δικηγόρο απαλλάσσει τις εν λόγω αρχές από την υποχρέωσή τους να ενημερώνουν τον ύποπτο, αμέσως πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης έρευνας με τη συμμετοχή του, για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και για τις συνέπειες τυχόν παραίτησης από αυτό.

    38      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Τηρείται το άρθρο 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2013/48], σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Χάρτη, όταν, βάσει εθνικής νομοθεσίας και νομολογίας, το δικαστήριο που εξετάζει κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, προκειμένου να αποφασίσει για την επιβολή ή εκτέλεση προσήκοντος μέτρου καταναγκασμού, στερείται της δυνατότητας να κρίνει εάν αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παραβίαση του προβλεπόμενου στην ως άνω οδηγία δικαιώματος του κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικηγόρο όταν ο [εν λόγω] κατηγορούμενος θεωρήθηκε ύποπτος και οι αστυνομικές αρχές περιόρισαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία;

    2)      Τηρείται η επιταγή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2013/48], όταν το δικαστήριο που εξετάζει το ζήτημα της προσφορότητας του μέτρου καταναγκασμού, κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας όταν ο συλληφθείς θεωρήθηκε ύποπτος και οι αστυνομικές αρχές περιόρισαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία;

    3)      Όταν το δικαστήριο το οποίο, παρά τις αντίθετες υποδείξεις ανώτερου δικαστηρίου, εξετάζει το ζήτημα της προσφορότητας του μέτρου καταναγκασμού, αποφασίζει να αποκλείσει αποδεικτικά μέσα που συνελέγησαν κατά παράβαση της [οδηγίας 2013/48], αντιβαίνει ο αποκλεισμός αυτός στις επιταγές τις οποίες θέτει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη σχετικά με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου;

    4)      Έχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 2013/48] δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά το στάδιο της προδικασίας, όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική δίκη, άμεση ισχύ στο οικείο κράτος μέλος της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, σε περίπτωση που η εν λόγω διάταξη δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό του δίκαιο;

    5)      Τηρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, [της οδηγίας 2013/48, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα] τη[ς] αιτιολογική[ς] σκέψη[ς] 39 [της εν λόγω οδηγίας], όταν υπάρχει, μεν, γραπτή παραίτηση του υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πλην, όμως, ο ύποπτος είναι αναλφάβητος και δεν είχε ενημερωθεί για τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του, ενώ, στη συνέχεια, ισχυρίζεται ενώπιον του δικαστηρίου ότι κατά τον χρόνο του περιορισμού του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία δεν του γνωστοποιήθηκε από τις αστυνομικές αρχές το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε;

    6)      Όταν ο ύποπτος παραιτείται, κατά τη σύλληψή του, του προβλεπόμενου από τις διατάξεις της [οδηγίας 2013/48] δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, απαλλάσσονται οι αρχές από την υποχρέωσή τους να τον ενημερώσουν αμελλητί, πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας με τη συμμετοχή του, για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και για τις πιθανές συνέπειες τυχόν παραίτησης από αυτό;

     Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας

    39      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξετασθεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 23α, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    40      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι ο CH κρατείται προσωρινά από τις 16 Δεκεμβρίου 2022.

    41      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2013/48, η οποία εμπίπτει στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Συνεπώς, είναι δυνατή η εκδίκασή της με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

    42      Όσον αφορά, δεύτερον, την προϋπόθεση του επείγοντος, η προϋπόθεση αυτή πληρούται ιδίως όταν ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, διευκρινιζομένου ότι η κατάσταση του προσώπου αυτού πρέπει να εκτιμάται ως έχει κατά τον χρόνο εξετάσεως του αιτήματος περί υπαγωγής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα διαδικασία [απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, CJ (Απόφαση αναβολής παράδοσης λόγω ποινικών διώξεων), C‑492/22 PPU, EU:C:2022:964, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    43      Εν προκειμένω, από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών την οποία παραθέτει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο CH στερείται όντως της ελευθερίας του από τις 19 Δεκεμβρίου 2022 και ότι βρισκόταν στην κατάσταση αυτή κατά τον χρόνο εξετάσεως του αιτήματος υπαγωγής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην επείγουσα διαδικασία.

    44      Επιπλέον, με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ζητείται να διευκρινιστεί, μεταξύ άλλων, εάν τηρήθηκαν οι επιταγές της οδηγίας 2013/48 όταν ο CH παραιτήθηκε, μετά τη σύλληψή του, από το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικηγόρο, γεγονός το οποίο, αναλόγως της ερμηνείας που θα δοθεί στην εν λόγω οδηγία, ενδέχεται να έχει αντίκτυπο τόσο στο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού που επιβλήθηκε στον CH όσο και στην απόφαση περί της ποινικής ευθύνης του τελευταίου και, κατά συνέπεια, στην εξακολούθηση της κράτησής του.

    45      Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 25 Ιανουαρίου 2024, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να εξεταστεί η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

    46      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, ελλείψει μεταφοράς της εν λόγω διατάξεως στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους δύνανται να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου προκειμένου να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του προβλεπόμενου από την οδηγία δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.

    47      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 θέτει τη θεμελιώδη αρχή κατά την οποία οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά [απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, DD (Επανάληψη της εξέτασης μάρτυρα), C‑347/21, EU:C:2022:692, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    48      Η ως άνω αρχή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε κάθε δε περίπτωση από όποιο από τα τέσσερα συγκεκριμένα χρονικά σημεία που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως δʹ της εν λόγω διατάξεως επέλθει πρώτο. Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει, υπό στοιχεία αʹ έως γʹ, το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.

    49      Οι προσωρινές παρεκκλίσεις που τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο απαριθμούνται κατά τρόπο εξαντλητικό στο άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, της οδηγίας 2013/48 [απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης), C‑659/18, EU:C:2020:201, σκέψη 42].

    50      Ειδικότερα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, διάταξη την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, «όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία».

    51      Όσον αφορά το ζήτημα εάν, ελλείψει μεταφοράς του άρθρου 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους μπορούν να επικαλεστούν τη συγκεκριμένη διάταξη έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι όταν οι διατάξεις οδηγίας είναι, από απόψεως του περιεχομένου τους, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους μέλους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος παρέλειψε να τις μεταφέρει εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη είτε σε περίπτωση κατά την οποία τις μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη πλημμελώς [απόφαση της 20ής Απριλίου 2023, Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Δήμος Ginosa), C‑348/22, EU:C:2023:301, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Αντιθέτως, μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκληση της οδηγίας, αυτής καθεαυτής, έναντι αυτού (απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ., C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    52      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 δεν θεσπίζει δικαίωμα το οποίο μπορεί να επικαλεστεί ιδιώτης έναντι κράτους μέλους, αλλά, αντιθέτως, επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν παρέκκλιση από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις. Κατά συνέπεια, βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, μια δημόσια αρχή δεν μπορεί, ελλείψει μεταφοράς της διατάξεως αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, να την προβάλλει έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου.

    53      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, ελλείψει μεταφοράς της εν λόγω διατάξεως στην εθνική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους δεν δύνανται να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου προκειμένου να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, το οποίο προβλέπεται κατά τρόπο σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτο από την οδηγία.

     Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

    54      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 39 της οδηγίας, έχει την έννοια ότι τηρούνται οι απαιτήσεις της διάταξης αυτής σχετικά με την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο όταν υπάρχει μεν γραπτή παραίτηση του υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πλην όμως ο ύποπτος είναι αναλφάβητος και δεν είχε ενημερωθεί για τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του, ισχυρίζεται δε ότι δεν του γνωστοποιήθηκε το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε κατά τον χρόνο της σύλληψής του.

    55      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει δύο προϋποθέσεις για την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

    56      Ειδικότερα, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα αυτό, διευκρινιζομένου ότι η εν λόγω ενημέρωση, η οποία μπορεί να παρασχεθεί είτε προφορικώς είτε εγγράφως, πρέπει να είναι σαφής και επαρκής και να παρέχεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα. Επιπλέον, κατά το στοιχείο βʹ του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 1, η παραίτηση πρέπει να δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.

    57      Στην αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2013/48 διευκρινίζεται, συναφώς, ότι, κατά την ενημέρωση αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες των οικείων υπόπτων ή κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων η ηλικία τους και η ψυχική και σωματική τους κατάσταση. Με την απαίτηση, επομένως, να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές αυτές συνθήκες, η οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει ότι η λήψη της απόφασης για την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο γίνεται με πλήρη γνώση όλων των δεδομένων.

    58      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 13 της οδηγίας 2013/48 προβλέπει ότι, κατά την εφαρμογή της οδηγίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα, στη δε αιτιολογική σκέψη 51 γίνεται συναφώς μνεία σε «υπόπτους ή κατηγορουμένους που βρίσκονται ενδεχομένως σε θέση αδυναμίας» και σε «τυχόν ενδεχόμενη αδυναμία που επηρεάζει την ικανότητά τους να ασκήσουν το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο».

    59      Εν προκειμένω, πρώτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο κατηγορούμενος στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινική διαδικασία είναι αναλφάβητος.

    60      Όπως επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ένας ύποπτος ή κατηγορούμενος όπως ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης πρέπει, λόγω του αναλφαβητισμού του, να θεωρηθεί ευάλωτο άτομο κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας 2013/48.

    61      Ωστόσο, ούτε από το άρθρο 9, παράγραφος 1 ούτε από το άρθρο 13 της οδηγίας είναι δυνατό να συναχθεί ότι το γεγονός ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος είναι αναλφάβητος αποκλείει αφ’ εαυτού τη δυνατότητά του να δηλώσει εγκύρως ότι παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο. Όμως, το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη στο πλαίσιο μιας τέτοιας παραίτησης.

    62      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι όταν ο κατηγορούμενος παραιτήθηκε από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν του γνωστοποιηθήκαν οι ενδεχόμενες συνέπειες της εν λόγω παραίτησης.

    63      Επ’ αυτού, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/48 απαιτεί ρητώς ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να έχει λάβει ενημέρωση σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο.

    64      Ως εκ τούτου, εάν αποδειχθεί ότι κατηγορούμενος όπως αυτός της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινικής διαδικασίας δεν είχε λάβει, κατά τον χρόνο της δήλωσης παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς του ως ευάλωτου ατόμου, σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η εν λόγω παραίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48.

    65      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει το γεγονός ότι, εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινικής διαδικασίας ισχυρίζεται ότι δεν του είχε γνωστοποιηθεί το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο υπέγραψε κατά τη σύλληψή του.

    66      Δεδομένου ότι η πτυχή αυτή αφορά την καταγραφή της παραίτησης, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 40, προβλέπει ότι η δήλωση παραίτησης, η οποία μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση, καταγράφονται, μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

    67      Μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, παραπέμπει στο εθνικό δικονομικό δίκαιο όσον αφορά τον τρόπο καταγραφής της παραίτησης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, η τεκμηρίωση που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει, ωστόσο, απαραιτήτως να καθιστά δυνατή την εξακρίβωση της τήρησης των επιταγών της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου 9.

    68      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η δήλωση παραίτησης απαιτείται να συμπληρώνεται από υπάλληλο όταν ο κρατούμενος είναι αναλφάβητος ή δεν είναι σε θέση να συμπληρώσει ο ίδιος τη δήλωση αυτή, ενώ στις σχετικές δηλώσεις βουλήσεως πρέπει να προβαίνει ο ίδιος ο κρατούμενος παρουσία ενός μάρτυρα ο οποίος βεβαιώνει την αλήθειά τους με την υπογραφή του. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εν λόγω δήλωση δεν φέρει ούτε την υπογραφή αστυνομικής αρχής ούτε την υπογραφή μάρτυρα.

    69      Συναφώς, εάν επιβεβαιωθεί ότι η καταγραφή της παραίτησης του κατηγορουμένου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ποινικής διαδικασίας έγινε κατά παράβαση του εθνικού δικονομικού δικαίου, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος υπέγραψε έγγραφο το οποίο βεβαιώνει τη φερόμενη παραίτησή του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί, αφ’ εαυτού, να αποδείξει ότι η παραίτησή του από το συγκεκριμένο δικαίωμα έγινε σε πλήρη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48.

    70      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι η δήλωση υπόπτου, ο οποίος είναι αναλφάβητος, περί παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, όταν ο ύποπτος δεν έχει ενημερωθεί, κατά τρόπο που να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή του, για τις ενδεχόμενες συνέπειες της εν λόγω παραίτησης και όταν η παραίτηση δεν έχει καταγραφεί σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο κατά τρόπον ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η τήρηση των ως άνω απαιτήσεων.

     Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

    71      Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί τρίτο κατά σειρά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, κατόπιν της παραίτησης ενός υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, οι αστυνομικές αρχές εξακολουθούν να υπέχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τον ύποπτο, αμέσως πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας στην οποία συμμετέχει, για το δικαίωμά του για πρόσβαση σε δικηγόρο και για τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από το δικαίωμα αυτό.

    72      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2021, Vodafone Kabel Deutschland, C‑484/20, EU:C:2021:975, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    73      Συναφώς, πρώτον, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι μπορούν να ανακαλέσουν παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ποινικής διαδικασίας, και ότι ενημερώνονται σχετικά με αυτή τη δυνατότητα.

    74      Από το γράμμα του εν λόγω άρθρου 9, παράγραφος 3, μπορεί να συναχθεί ότι η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο η οποία πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/48 παράγει τα αποτελέσματά της μέχρι την ανάκλησή της, χωρίς να είναι αναγκαία η επανάληψή της για κάθε μεταγενέστερη πράξη έρευνας.

    75      Ωστόσο, στο μέτρο που το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 απαιτεί να ενημερώνονται οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι σχετικά με τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, η συγκεκριμένη διάταξη δεν διευκρινίζει εάν η εν λόγω απαίτηση πληρούται όταν ο ενδιαφερόμενος ενημερώθηκε άπαξ για τη δυνατότητα αυτή ή εάν πρέπει, αντιθέτως, η σχετική ενημέρωση να παρέχεται σε κάθε επόμενο στάδιο της διαδικασίας, ή ακόμη και πριν από κάθε μεταγενέστερη πράξη έρευνας.

    76      Δεύτερον, όσον αφορά το γενικότερο πλαίσιο, πρέπει να συνεκτιμηθεί το άρθρο 13 της οδηγίας 2013/48, το οποίο απαιτεί, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, η πολυπλοκότητα των κανόνων της ποινικής δικονομίας και ιδίως των ρυθμίσεων για τη συλλογή και τη χρήση των αποδείξεων, περιορίζει τη δυνατότητα των υπόπτων ή κατηγορουμένων που είναι ευάλωτα άτομα να τους κατανοήσουν πλήρως και/ή να αντιδράσουν εγκαίρως και προσηκόντως.

    77      Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της οδηγίας 2013/48, η οποία προωθεί, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη [απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης), C‑659/18, EU:C:2020:201, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    78      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών, η προβλεπόμενη στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 απαίτηση ενημέρωσης σημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, εάν ο εξεταζόμενος από τις αστυνομικές αρχές ή από άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή είναι ευάλωτο πρόσωπο, οι εν λόγω αρχές οφείλουν να του υπενθυμίζουν τη δυνατότητά του να ανακαλέσει τη δήλωσή του ότι παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης έρευνας στο πλαίσιο της οποίας, λόγω της βαρύτητας και της σημασίας της συγκεκριμένης πράξης έρευνας, η απουσία δικηγόρου ενδέχεται να βλάψει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου, όπως είναι η εξέταση του ενδιαφερομένου, η διαδικασία διέλευσης προσώπων για αναγνώριση, η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση ή η αναπαράσταση του εγκλήματος, πράξεις οι οποίες μνημονεύονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας.

    79      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), στην οποία διευκρινίζεται ότι, «[α]φ’ ης στιγμής δοθεί ενημέρωση σχετικά με συγκεκριμένο δικαίωμα, οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να την επαναλάβουν, εκτός αν το απαιτούν οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης […]».

    80      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ένα ευάλωτο, κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας, πρόσωπο παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το πρόσωπο αυτό πρέπει να ενημερώνεται για τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας κατά τη διάρκεια της οποίας η απουσία δικηγόρου μπορεί, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της σημασίας της συγκεκριμένης πράξης, να βλάψει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου.

     Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    81      Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση και εθνική νομολογία δυνάμει των οποίων δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη συμμετοχή κατηγορουμένου σε ποινικό αδίκημα, προκειμένου να αποφανθεί για την καταλληλότητα του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, στερείται, κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, της δυνατότητας να εκτιμήσει αν αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας και, κατά περίπτωση, της δυνατότητας να μη λάβει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.

     Επί του παραδεκτού

    82      Όσον αφορά το παραδεκτό των ως άνω προδικαστικών ερωτημάτων, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς της κύριας δίκης να εκτιμήσει την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο, τα οποία θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Συνεπώς, εφόσον το υποβληθέν ερώτημα αφορά την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να απαντήσει, εκτός αν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, αν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, αν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Unedic, C‑125/23, EU:C:2024:163, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    83      Εν προκειμένω, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου εκκρεμεί ποινική διαδικασία κατά του CH, ο οποίος επί του παρόντος τελεί σε προσωρινή κράτηση. Δεν αμφισβητείται ότι το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί στον CH και ότι κρίνει ότι στο ίδιο εναπόκειται να εξετάσει το συγκεκριμένο μέτρο τόσο κατά την προκαταρκτική συζήτηση όσο και κατά το τρέχον στάδιο της εν λόγω ποινικής διαδικασίας.

    84      Υπό τις συνθήκες αυτές, η ζητούμενη με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ερμηνεία της οδηγίας 2013/48 έχει σχέση με τη διαδικασία της κύριας δίκης και δεν μπορεί να θεωρηθεί υποθετική.

    85      Επομένως, το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτά.

     Επί της ουσίας

    86      Στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, αποκλειστικά στο εθνικό δίκαιο να καθορίσει τους κανόνες σχετικά με το παραδεκτό και την εκτίμηση, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων αποκτηθέντων κατά παράβαση του δικαίου της Ένωσης [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    87      Επιπλέον, ελλείψει σχετικών κανόνων της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, να θεσπίσει τους δικονομικούς κανόνες περί ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης, υπό τον όρο ωστόσο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) [απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    88      Τούτου λεχθέντος, όσον αφορά τις απαιτήσεις που απορρέουν από την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανάγκη της μη συνεκτίμησης των πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των επιταγών του δικαίου της Ένωσης πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, του κινδύνου που συνεπάγεται το παραδεκτό τέτοιων πληροφοριακών και αποδεικτικών στοιχείων για τον σεβασμό της αρχής της αντιμωλίας και, ως εκ τούτου, του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη [απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 44].

    89      Επιπλέον, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 50, επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των εθνικών κανόνων και συστημάτων για το παραδεκτό των αποδείξεων, να μεριμνούν ώστε, στις ποινικές διαδικασίες, κατά την αξιολόγηση των καταθέσεων του υπόπτου ή κατηγορουμένου ή των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματός του για πρόσβαση σε δικηγόρο, να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.

    90      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 4, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/48, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται πλήρως όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει στερηθεί την ελευθερία του, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Επομένως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας τυγχάνει εφαρμογής όταν ένα δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί σε βάρος ενός κατηγορουμένου.

    91      Αφετέρου, όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 52 και 53 της οδηγίας 2013/48, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Χάρτη, ιδίως υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην ελευθερία και την ασφάλεια, του δικαιώματος κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, καθώς και του δικαιώματος της υπεράσπισης και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, τα οποία κατοχυρώνονται αντιστοίχως στο άρθρο 6, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς επίσης και υπό το πρίσμα των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται, ιδίως, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη την 4η Νοεμβρίου 1950 [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, TL (Παράλειψη ορισμού διερμηνέα και παράλειψη μετάφρασης), C‑242/22 PPU, EU:C:2022:611, σκέψη 40].

    92      Συνεπώς, πρώτον, στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 διαλαμβάνεται η απαίτηση ότι το δικαστήριο που εξετάζει κατά πόσον το μέτρο δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί σε βάρος ενός κατηγορουμένου είναι πρόσφορο πρέπει να έχει τη δυνατότητα, όταν αποφασίζει εάν ο εν λόγω κατηγορούμενος πρέπει να παραμείνει υπό κράτηση, να εκτιμήσει εάν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω οδηγίας.

    93      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού έχει μεν, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να εξετάσει αν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα που απορρέουν από την οδηγία 2013/48, πλην όμως, βάσει της εθνικής νομολογίας, δεν έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω οδηγίας.

    94      Λαμβανομένων υπόψη των όσων επισημάνθηκαν στη σκέψη 92 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 αντιτίθεται στην εν λόγω εθνική νομολογία.

    95      Δεύτερον, όσον αφορά τις συνέπειες τις οποίες πρέπει να συναγάγει το επιληφθέν δικαστήριο, κατά την εξέταση μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που έχει επιβληθεί σε βάρος κατηγορουμένου, από το γεγονός ότι συνελέγησαν αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας 2013/48, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι ουδόλως η εν λόγω οδηγία υποχρεώνει το δικαστήριο σε αυτόματη μη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών αυτών στοιχείων.

    96      Αφετέρου, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία, όπως υπογραμμίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 53 της οδηγίας 2013/48, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν διαπιστώνεται διαδικαστική πλημμέλεια, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν εάν η συγκεκριμένη πλημμέλεια θεραπεύθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε (απόφαση του ΕΔΔΑ της 28ης Ιανουαρίου 2020, Mehmet Zeki Çelebi κατά Τουρκίας, CE:ECHR:2020:0128JUD002758207, § 51).

    97      Επομένως, σε περίπτωση που έχουν συλλεγεί αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση των επιταγών της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να κριθεί εάν, παρά την πλημμέλεια αυτή, κατά τον χρόνο της αποφάσεως που πρέπει να λάβει το επιληφθέν δικαστήριο, η ποινική διαδικασία στο σύνολό της μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη διαφόρων παραγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το ζήτημα αν οι καταθέσεις που λήφθηκαν χωρίς την παρουσία δικηγόρου αποτελούν αναπόσπαστο ή σημαντικό μέρος των επιβαρυντικών στοιχείων, καθώς και η ισχύς των λοιπών στοιχείων της δικογραφίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, CE:ECHR:2016:0913JUD005054108, § 273 και 274).

    98      Εν πάση περιπτώσει, η απορρέουσα από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 υποχρέωση να διασφαλίζεται ότι γίνονται σεβαστά τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η αρχή της δίκαιης δίκης κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείονται από την ποινική διαδικασία αποδεικτικά στοιχεία για τα οποία ένας διάδικος δεν είναι σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις με αποτελεσματικό τρόπο [βλ. κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, περί της ευρωπαϊκής εντολής έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2014, L 130, σ. 1), απόφαση της 30ής Απριλίου 2024, M.N. (EncroChat), C‑670/22, EU:C:2024:372, σκέψη 130].

    99      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη συμμετοχή κατηγορουμένου σε ποινικό αδίκημα, προκειμένου να αποφανθεί για την καταλληλότητα του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, στερείται, κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, της δυνατότητας να εκτιμήσει αν αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας και, κατά περίπτωση, της δυνατότητας να μη λάβει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    100    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας,

    έχει την έννοια ότι:

    ελλείψει μεταφοράς της εν λόγω διατάξεως στην εσωτερική έννομη τάξη, οι αστυνομικές αρχές του οικείου κράτους μέλους δεν δύνανται να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή έναντι υπόπτου ή κατηγορουμένου προκειμένου να παρεκκλίνουν από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, το οποίο προβλέπεται κατά τρόπο σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτο από την οδηγία.

    2)      Το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2013/48

    έχει την έννοια ότι:

    η δήλωση υπόπτου, ο οποίος είναι αναλφάβητος, περί παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, όταν ο ύποπτος δεν έχει ενημερωθεί, κατά τρόπο που να λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή του, για τις ενδεχόμενες συνέπειες της εν λόγω παραίτησης και όταν η παραίτηση δεν έχει καταγραφεί σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο κατά τρόπον ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η τήρηση των ως άνω απαιτήσεων.

    3)      Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48

    έχει την έννοια ότι:

    σε περίπτωση κατά την οποία ένα ευάλωτο, κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας, πρόσωπο παραιτείται από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το πρόσωπο αυτό πρέπει να ενημερώνεται για τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε περαιτέρω πράξης έρευνας κατά τη διάρκεια της οποίας η απουσία δικηγόρου μπορεί, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της σημασίας της συγκεκριμένης πράξης, να βλάψει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του εν λόγω προσώπου.

    4)      Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    έχει την έννοια ότι:

    αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία δικαστήριο το οποίο εξετάζει τη συμμετοχή κατηγορουμένου σε ποινικό αδίκημα, προκειμένου να αποφανθεί για την καταλληλότητα του μέτρου δικονομικού καταναγκασμού που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, στερείται, κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με τη συνέχιση της κράτησης του κατηγορουμένου, της δυνατότητας να εκτιμήσει αν αποδεικτικά στοιχεία έχουν συλλεγεί κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας και, κατά περίπτωση, της δυνατότητας να μη λάβει υπόψη τέτοια αποδεικτικά στοιχεία.

    Υπογραφές


    *      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.


    i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

    Top