This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62024CC0015
Opinion of Advocate General Collins delivered on 11 April 2024.#Criminal proceedings against CH.#Request for a preliminary ruling from the Sofiyski rayonen sad.#Reference for a preliminary ruling – Judicial cooperation in criminal matters – Directive 2013/48/EU – The right of access to a lawyer in criminal proceedings – Article 3(6)(b) – Temporary derogation from the right of access to a lawyer in exceptional circumstances – Article 9 – Waiver of the presence or assistance of a lawyer – Conditions – Article 12(2) – Respect for the rights of the defence and the fairness of the proceedings – Admissibility of evidence – Article 47 of the Charter of Fundamental Rights of the European Union – Written waiver of an illiterate suspect’s right of access to a lawyer – No explanation as to the possible consequences of waiving that right – Implications for subsequent investigative acts – Decision on an appropriate restraint measure – Assessment of evidence obtained in breach of the right of access to a lawyer.#Case C-15/24 PPU.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Μ. Collins της 11ης Απριλίου 2024.
Ποινική δίκη κατά CH.
Αίτηση του Sofiyski rayonen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ – Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις – Άρθρο 9 – Παραίτηση από παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου – Προϋποθέσεις – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Τήρηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης – Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Γραπτή παραίτηση υπόπτου ο οποίος είναι αναλφάβητος από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εξήγηση των πιθανών συνεπειών της παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα – Συνέπειες επί μεταγενέστερων πράξεων έρευνας – Απόφαση σχετικά με προσήκον μέτρο δικονομικού καταναγκασμού – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
Υπόθεση C-15/24 PPU.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Μ. Collins της 11ης Απριλίου 2024.
Ποινική δίκη κατά CH.
Αίτηση του Sofiyski rayonen sad για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας – Άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ – Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις – Άρθρο 9 – Παραίτηση από παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου – Προϋποθέσεις – Άρθρο 12, παράγραφος 2 – Τήρηση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης – Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Γραπτή παραίτηση υπόπτου ο οποίος είναι αναλφάβητος από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο – Μη εξήγηση των πιθανών συνεπειών της παραίτησης από το εν λόγω δικαίωμα – Συνέπειες επί μεταγενέστερων πράξεων έρευνας – Απόφαση σχετικά με προσήκον μέτρο δικονομικού καταναγκασμού – Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν κατά παράβαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
Υπόθεση C-15/24 PPU.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:303
Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΑΝΤΗΟΝΥ MICHAEL COLLINS
της 11ης Απριλίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑15/24 PPU [Stachev] (i)
CH
κατά
Sofiyiska rayonna prokuratura
[Αίτηση του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Οδηγία 2013/48/ΕΕ – Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών – Αναλφάβητος που παραιτείται από το δικαίωμα»
I. Εισαγωγή
1. Το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο έξι προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (2), υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
ΙΙ. Η διαφορά της κύριας δίκης, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
2. Ο CH είναι υπήκοος Βουλγαρίας ο οποίος δεν γνωρίζει γραφή στη βουλγαρική γλώσσα. Έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο.
3. Στις 16 Δεκεμβρίου 2022, ο CH συνελήφθη ως ύποπτος τέλεσης δύο αδικημάτων ληστείας, με φερόμενους χρόνους τέλεσης 2 και 14 Δεκεμβρίου 2022. Μετά την προσαγωγή του σε αστυνομικό τμήμα υπέγραψε δήλωση παραίτησης από το δικαίωμά του να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Κατά το δίκαιο της Βουλγαρίας, όταν ο συλληφθείς είναι αναλφάβητος, η παραίτησή του από το εν λόγω δικαίωμα βεβαιώνεται διά της υπογραφής του σχετικού εγγράφου από αστυνομικό όργανο και από έναν μάρτυρα. Κατά τα φαινόμενα, το έγγραφο δεν έφερε καμία από τις δύο αυτές υπογραφές (3). Εξεταζόμενος στη συνέχεια από τα αστυνομικά όργανα χωρίς την παρουσία δικηγόρου, ο CH ομολόγησε τη διάπραξη της δεύτερης ληστείας και υπέδειξε το σημείο στο οποίο ευρίσκονταν τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί. Κατά τη διαδικασία απευθείας ταυτοποίησης προσώπου που διεξήχθη αργότερα την ίδια ημέρα, η παθούσα της δεύτερης ληστείας αναγνώρισε τον CH ως δράστη του αδικήματος.
4. Στις 17 Δεκεμβρίου 2022 διεξήχθη δεύτερη διαδικασία απευθείας ταυτοποίησης προσώπου χωρίς την παρουσία δικηγόρου, κατά την οποία η παθούσα της πρώτης ληστείας αναγνώρισε τον CH ως δράστη αυτής. Κατόπιν αυτού, με διάταξη της Sofiyska rayonna prokuratura (εισαγγελίας πρωτοδικών Σόφιας, Βουλγαρία), ο CH κατηγορήθηκε για τη διάπραξη δύο αδικημάτων ληστείας, στις 2 και στις 14 Δεκεμβρίου 2022. Δεδομένου ότι, κατά το δίκαιο της Βουλγαρίας, είναι υποχρεωτική η εκπροσώπηση από δικηγόρο του κατηγορουμένου για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, διορίστηκε συνήγορος υπεράσπισής του.
5. Στις 19 Δεκεμβρίου 2022 ο CH εμφανίστηκε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας), το οποίο διέταξε την προσωρινή του κράτηση εν αναμονή της δίκης του. Στις 29 Δεκεμβρίου 2022 το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) επικύρωσε τη διάταξη.
6. Στις 13 Ιουνίου 2023 το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) απέρριψε την αίτηση του κατηγορουμένου CH περί αντικατάστασης του μέτρου της προσωρινής κράτησης από λιγότερο επαχθές περιοριστικό μέτρο. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) στις 22 Ιουνίου 2023.
7. Στις 18 Αυγούστου 2023 το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) διέταξε την άρση της προσωρινής κράτησης του CH, επιβάλλοντας σε αυτόν την υποχρέωση να εμφανίζεται ανά τακτά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας του. Στο σκεπτικό της διάταξης του δικαστηρίου αναφέρεται ότι δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί αν η γενομένη από τον CH κατά τον χρόνο της σύλληψής του παραίτηση από το δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο δόθηκε ελεύθερα και συνειδητά, δεδομένου ότι πρόκειται για αναλφάβητο και ότι το έγγραφο της παραίτησης δεν έφερε την υπογραφή μάρτυρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) έκρινε ότι η αστυνομική έρευνα που επακολούθησε ήταν παράνομη, με συνέπεια να καθίσταται μη σύννομη η χρήση των αποδεικτικών στοιχείων που συνελέγησαν μέσω της έρευνας αυτής για τη στοιχειοθέτηση της σε βάρος του CH κατηγορίας.
8. Στις 7 Σεπτεμβρίου 2023 το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) ακύρωσε τη διάταξη αυτή και διέταξε τη συνέχιση της προσωρινής κράτησης του CH. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι ο CH δεν είχε τύχει της συνδρομής δικηγόρου κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σύλληψής του και της απαγγελίας της εις βάρος του κατηγορίας, εντούτοις δεν προέκυπτε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συλλέξει η αστυνομική αρχή στο πλαίσιο της έρευνάς της είχαν αποκτηθεί παρανόμως.
9. Στις 2 Οκτωβρίου 2023 το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) διέταξε εκ νέου την άρση της προσωρινής κράτησης του CH, επιβάλλοντας σε αυτόν την υποχρέωση να εμφανίζεται ανά τακτά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου κατοικίας του. Στις 7 Νοεμβρίου 2023 το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) ακύρωσε την ως άνω διάταξη και διέταξε τη συνέχιση της προσωρινής κράτησης του CH.
10. Η ποινική διαδικασία κατά του CH εκκρεμεί ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας). Το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον έγινε σεβαστό από τις αστυνομικές αρχές το δικαίωμα του CH να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο κατά το χρονικό διάστημα μετά τη σύλληψή του και πριν από την εις βάρος του απαγγελία κατηγορίας για τη διάπραξη των δύο αδικημάτων ληστείας. Το δικαστήριο ερωτά αν η οδηγία 2013/48 παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα, όταν κρίνει σχετικά με τη λήψη μέτρων καταναγκασμού κατά το στάδιο της προδικασίας, να εξετάσει αν τα σε βάρος του κατηγορουμένου αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παραβίαση του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικηγόρο. Το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά το κατά πόσον έχει άμεσο αποτέλεσμα το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, η διάταξη του οποίου παρέχει μεν στα κράτη μέλη, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνον κατά το στάδιο της προδικασίας, τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, πλην όμως δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης κατά πόσον τηρείται το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 όταν ο ύποπτος, ο οποίος παραιτείται εγγράφως του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικηγόρο, είναι αναλφάβητος και ισχυρίζεται ότι δεν είχε γνώση του περιεχομένου του εγγράφου που υπέγραψε. Τέλος, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) διερωτάται αν η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο που δίνεται από τον ύποπτο κατά τη στιγμή της σύλληψής του απαλλάσσει τις αστυνομικές αρχές από την υποχρέωση να ενημερώνουν τον ύποπτο για το δικαίωμά του πρόσβασης σε δικηγόρο προτού διενεργήσουν περαιτέρω πράξεις έρευνας.
11. Ως εκ τούτου, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Τηρείται το άρθρο 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2013/48], σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του [Χάρτη], όταν, βάσει εθνικής νομοθεσίας και νομολογίας, το δικαστήριο που εξετάζει κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για τη συμμετοχή του κατηγορουμένου στις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, προκειμένου να αποφασίσει για την επιβολή ή εκτέλεση προσήκοντος μέτρου καταναγκασμού, στερείται της δυνατότητας να κρίνει εάν αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παραβίαση του προβλεπόμενου στην ως άνω οδηγία δικαιώματος του κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικηγόρο όταν ο κατηγορούμενος θεωρήθηκε ύποπτος και οι αστυνομικές αρχές περιόρισαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία;
(2) Τηρείται η επιταγή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2013/48], όταν το δικαστήριο που εξετάζει το ζήτημα της αναλογικότητας του μέτρου καταναγκασμού, κατά τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, λαμβάνει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία συνελέγησαν κατά παράβαση των επιταγών της οδηγίας όταν ο συλληφθείς θεωρήθηκε ύποπτος και οι αστυνομικές αρχές περιόρισαν το δικαίωμά του στην ελεύθερη κυκλοφορία;
(3) Όταν το δικαστήριο το οποίο, παρά τις αντίθετες υποδείξεις ανώτερου δικαστηρίου, εξετάζει το ζήτημα της αναλογικότητας του μέτρου καταναγκασμού, αποφασίζει να αποκλείσει αποδεικτικά μέσα που συνελέγησαν κατά παράβαση της [οδηγίας 2013/48], αντιβαίνει ο αποκλεισμός αυτός στις επιταγές τις οποίες θέτει το άρθρο 12, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας σε συνδυασμό με το άρθρο 47, παράγραφοι 1 και 2, του [Χάρτη] σχετικά με τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και εγείρει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου;
(4) Έχει η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της [οδηγίας 2013/48] δυνατότητα προσωρινής παρέκκλισης από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά το στάδιο της προδικασίας, όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική δίκη, άμεση ισχύ στο οικείο κράτος μέλος της Ένωσης, σε περίπτωση που η εν λόγω διάταξη δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό του δίκαιο;
(5) Τηρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 39, της [οδηγίας 2013/48], όταν υπάρχει, μεν, γραπτή παραίτηση του υπόπτου από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, πλην, όμως, ο ύποπτος είναι αναλφάβητος και δεν είχε ενημερωθεί για τις πιθανές συνέπειες της παραίτησής του, ενώ, στη συνέχεια, ισχυρίζεται ενώπιον του δικαστηρίου ότι κατά τον χρόνο του περιορισμού του δικαιώματός του στην ελεύθερη κυκλοφορία δεν του γνωστοποιήθηκε από τις αστυνομικές αρχές το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραψε;
(6) Όταν ο ύποπτος υπογράφει κατά τη σύλληψή του δήλωση με την οποία παραιτείται του προβλεπόμενου από τις διατάξεις της [οδηγίας 2013/48] δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, απαλλάσσονται οι αρχές από την υποχρέωσή τους να τον ενημερώσουν αμελλητί, πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης έρευνας με τη συμμετοχή του, για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και για τις πιθανές συνέπειες τυχόν παραίτησης από αυτό;»
12. Δεδομένου ότι ο CH τελεί υπό κράτηση ήδη από τις 16 Δεκεμβρίου 2022, η δε υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως άπτεται ζητημάτων που εμπίπτουν στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την από 11ης Ιανουαρίου 2024 διάταξή του περί παραπομπής το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.
13. Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2024, το Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό.
14. Στις γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν για λογαριασμό του CH δηλώνεται ότι ο τελευταίος ουδέν επιθυμεί να προσθέσει σε όσα εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις και απάντησε στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 11ης Μαρτίου 2024.
III. Εκτίμηση
15. Το άρθρο 82, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ συνιστά τη νομική βάση της οδηγίας 2013/48. Η διάταξη αυτή εξουσιοδοτεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να θεσπίζει, μέσω οδηγιών, ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία, συνεκτιμώντας τις διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, στο άρθρο 1 της οδηγίας 2013/48 ορίζεται ότι η εν λόγω οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, ιδίως σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, με την επιφύλαξη των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (4). Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας (5).
A. Επί του παραδεκτού
16. Το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου το αιτούν δικαστήριο ζητεί, με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, την ερμηνεία της οδηγίας 2013/48 υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη συνίσταται στη συνέχιση της προσωρινής κράτησης του CH την οποία διέταξε το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας).
17. Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ορίζει ότι η προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να «εκδώσει την απόφασή του» στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (6). Πρέπει επομένως να υφίσταται, μεταξύ της εκκρεμούς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφοράς και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία, τέτοιος σύνδεσμος ώστε η ερμηνεία αυτή να εξυπηρετεί μια αντικειμενική ανάγκη σε σχέση με την απόφαση την οποία οφείλει να εκδώσει επί της διαφοράς το αιτούν δικαστήριο (7).
18. Ο εθνικός δικαστής ορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου υποβάλλει στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν ελέγχει την ακρίβεια των συναφών διαπιστώσεων του εθνικού δικαστή, επομένως τα σχετικά με την ερμηνεία ερωτήματα που υποβάλλονται τεκμαίρονται λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως μόνον όταν καθίσταται πρόδηλο ότι η ζητούμενη από τον εθνικό δικαστή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. Η αποστολή η οποία ανατίθεται στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας συνίσταται στη συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη και όχι στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης για γενικά ή υποθετικά ζητήματα (8).
19. Από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατόπιν της διατάξεως του Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείου Σόφιας) της 7ης Νοεμβρίου 2023 περί συνέχισης της προσωρινής κράτησης του CH, στις 20 Νοεμβρίου 2023 το αιτούν δικαστήριο αποφάσισε αυτεπαγγέλτως να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο (9). Από τα πρακτικά της συνεδρίασης του αιτούντος δικαστηρίου που έλαβε χώρα κατά την ημερομηνία αυτή, καθώς και από τη διάταξη περί παραπομπής, προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο που το αιτούν δικαστήριο έλαβε την απόφαση αυτή, δεν είχε επιληφθεί αιτήματος περί μετατροπής του μέτρου καταναγκασμού που είχε επιβάλει στον CH το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας). Μολονότι το άρθρο 270, παράγραφος 1, του Nakazatelno-protsesualen kodeks (10) (κώδικα ποινικής δικονομίας) προβλέπει ότι το αίτημα για τη μετατροπή του μέτρου καταναγκασμού μπορεί να υποβληθεί οποιαδήποτε στιγμή κατά την προδικασία, εντούτοις το εθνικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους του κατηγορουμένου, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε μετατροπή του μέτρου καταναγκασμού (11). Ωστόσο, κατά τον χρόνο έκδοσης της οριστικής απόφασης επί της ουσίας της κατηγορίας, το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί και σχετικά με τυχόν μέτρα καταναγκασμού που είχαν ληφθεί σε βάρος του κατηγορουμένου (12).
20. Περαιτέρω, επισημαίνω ότι νέο αίτημα για τη μετατροπή του μέτρου καταναγκασμού κατά το άρθρο 270, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας μπορεί να υποβληθεί μόνον εάν ο κατηγορούμενος μπορεί να αποδείξει ότι έχει επέλθει μεταβολή των περιστάσεών του (13). Από τη διάταξη περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι οι περιστάσεις του CH μεταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα των 13 ημερών που μεσολάβησε μεταξύ της έκδοσης της διάταξης του Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείου Σόφιας) και της έκδοσης της περί παραπομπής διάταξης του αιτούντος δικαστηρίου. Φαίνεται επομένως ότι, με τη διάταξη περί παραπομπής, το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει τη συμβατότητα της διάταξης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με το δίκαιο της Ένωσης σε περιστάσεις κατά τις οποίες το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, βάσει του εθνικού δικαίου, να μεταρρυθμίσει ή να αναθεωρήσει τη διάταξη αυτή.
21. Δεδομένου ότι δεν έχει υποβληθεί στο αιτούν δικαστήριο αίτημα περί μετατροπής, λόγω μεταβολής των συνθηκών, του μέτρου καταναγκασμού που επέβαλε το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας), τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα είναι προδήλως υποθετικά. Για τον λόγο αυτόν, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τα ερωτήματα αυτά ως απαράδεκτα. Ωστόσο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει σε διαφορετική κρίση, προτίθεμαι να εξετάσω και επί της ουσίας τα ερωτήματα αυτά προς υποβοήθησή του.
B. Επί της ουσίας
1. Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
22. Με το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, επιτάσσει να έχει το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήματος περί μετατροπής μέτρου καταναγκασμού κατά το στάδιο της προδικασίας την αρμοδιότητα να εξετάσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, παρά τις τυχόν αντίθετες υποδείξεις δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
23. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η οδηγία 2013/48 θεσπίζει ελάχιστους κανόνες. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα δυνάμει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων βάσει της εν λόγω οδηγίας. Ελλείψει, δε, λεπτομερών σχετικών κανόνων σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους η θέσπιση των κανόνων αυτών, υπό τον όρο ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η οδηγία 2013/48 δεν παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να απορρίπτει αυτομάτως τα τυχόν αμφισβητούμενα αποδεικτικά στοιχεία ως απαράδεκτα και υποστηρίζει ότι το δικαστήριο θα πρέπει να προβαίνει σε σχετική στάθμιση.
24. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 της οδηγίας 2013/48 προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στο να θέσει σε εφαρμογή την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων, αρχή η οποία προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη έχουν αμοιβαία εμπιστοσύνη στα συστήματά τους απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Η εν λόγω οδηγία προωθεί, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την εκπροσώπηση και την υπεράσπισή του, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και τα δικαιώματα υπεράσπισης που κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη (14). Ωστόσο, η οδηγία 2013/48 ορίζει τους ελάχιστους κανόνες για την προάσπιση του δικαιώματος των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο στις ποινικές διαδικασίες (15). Τούτο συνάδει με το γεγονός ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, οι ποινικές διαδικασίες εμπίπτουν κατά κύριο λόγο στην κανονιστική αρμοδιότητα των κρατών μελών (16).
25. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν αποτελεσματικά ένδικα βοηθήματα δυνάμει του εθνικού τους δικαίου σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία. Λαμβανομένης υπόψη της σαφούς, ανεπιφύλακτης και συγκεκριμένης διατύπωσής της, η εν λόγω διάταξη φαίνεται επίσης να απαγορεύει κάθε εθνικό μέτρο που θα μπορούσε να εμποδίσει την άσκηση αποτελεσματικών μέσων ένδικης προστασίας σε περίπτωση προσβολής των δικαιωμάτων αυτών (17). Εντούτοις, το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 ορίζει ότι το δικαίωμα προσφυγής κατά ενδεχόμενης παραβίασης των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία θα πρέπει να παρέχεται σύμφωνα με τις εθνικές έννομες διαδικασίες. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν αποσκοπεί να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προβάλλεται τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, ούτε τον τρόπο απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, ούτε τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να κρίνεται η βασιμότητά τους (18).
26. Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε κατά την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που λαμβάνονται κατά παράβαση του δικαιώματος για πρόσβαση σε δικηγόρο στις ποινικές διαδικασίες να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης. Από το δε άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/48, το οποίο ορίζει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει στερηθεί την ελευθερία του, ανεξάρτητα από το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, σαφώς επιρρωννύεται η άποψη ότι η επίκληση του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 χωρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας.
27. Στην αιτιολογική σκέψη 50 της οδηγίας 2013/48 διαλαμβάνεται ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα της υπεράσπισης και η δίκαιη διεξαγωγή της δίκης δεν θα πρέπει να θίγει τους εθνικούς κανόνες ή τα εθνικά συστήματα που αφορούν το παραδεκτό των αποδείξεων. Τα κράτη μέλη δεν κωλύονται, ως εκ της υποχρεώσεώς τους αυτής, να διατηρούν σύστημα το οποίο να προβλέπει την προσκόμιση όλων των αποδεικτικών στοιχείων ενώπιον δικαστηρίου «χωρίς χωριστή ή προηγούμενη αξιολόγηση του παραδεκτού των αποδεικτικών αυτών στοιχείων» (19). Επομένως, στην αιτιολογική αυτή σκέψη επιβεβαιώνεται η πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να καταλείπει στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό ειδικών διαδικασιών για τον σκοπό αυτόν.
28. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ισχύει η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των ορίων που θέτει το δίκαιο της Ένωσης (20). Ελλείψει σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίζει τα αρμόδια δικαστήρια και να θεσπίζει λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης. Οι εν λόγω λεπτομερείς δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρόμοια μέσα ένδικης προστασίας του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν υπερβολικά δυσχερή ή πρακτικά αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (21).
29. Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το δίκαιο της Ένωσης δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καθιερώνουν άλλα μέσα ένδικης προστασίας από εκείνα που προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, εκτός και αν από την οικονομία της οικείας εθνικής έννομης τάξης προκύπτει ότι δεν υφίσταται κανένα μέσο ένδικης προστασίας το οποίο να καθιστά δυνατή, έστω και παρεμπιπτόντως, τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (22).
30. Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει σε κράτος μέλος να περιορίζει τον δικαστικό έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση προκειμένου να ληφθούν μέτρα καταναγκασμού κατά το στάδιο της προδικασίας εφόσον, στη συνέχεια, ο δικαστής που θα κρίνει επί της ουσίας της ποινικής κατηγορίας είναι σε θέση να εξακριβώσει εάν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα του ενδιαφερομένου που απορρέουν από την οδηγία 2013/48, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των άρθρων 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη (23).
31. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά την άποψη του Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείου Σόφιας), όταν το αιτούν δικαστήριο επελήφθη, σύμφωνα με το άρθρο 270, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας, του αιτήματος περί μετατροπής των μέτρων καταναγκασμού που είχαν ληφθεί κατά το στάδιο της προδικασίας, δεν ήταν αρμόδιο, σύμφωνα με το δίκαιο της Βουλγαρίας, να διερευνήσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες είχαν συλλεγεί τα επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο αποδεικτικά στοιχεία. Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξα με το σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 12 της οδηγίας 2013/48 δεν αποκλείει τη συγκεκριμένη διευθέτηση, ανεξαρτήτως αν αυτή προκύπτει από κανόνες του εθνικού δικαίου ή από την εθνική νομολογία, υπό τον όρο ότι ο δικαστής που θα κρίνει επί της ουσίας της σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορίας θα είναι σε θέση να διαπιστώσει τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων που προστατεύει η οδηγία 2013/48 και να συναγάγει όλες τις συνέπειες που μπορεί να απορρέουν από τυχόν προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό ή την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές (24).
32. Εάν ωστόσο υποτεθεί το αντίθετο, ήτοι ότι, κατά το δίκαιο της Βουλγαρίας, όταν το αιτούν δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήματος κατά το άρθρο 270 του κώδικα ποινικής δικονομίας είναι αρμόδιο να διερευνήσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνελέγησαν τα επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο αποδεικτικά στοιχεία, τότε η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής του δικαστηρίου θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 12 της οδηγίας 2013/48, ώστε να τηρούνται τα δικαιώματα της υπεράσπισης.
33. Ατυχώς, όσον αφορά το ζήτημα αυτό του δικαίου της Βουλγαρίας, η διάταξη περί παραπομπής είναι ασαφής. Από το περιεχόμενό της φαίνεται να προκύπτει ότι το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) έκρινε, με τη διάταξή του της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει αν συνέτρεξε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι –πάλι κατά τη διάταξη περί παραπομπής– στη διάταξή του της 7ης Νοεμβρίου 2023 το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) δεν διέλαβε την ίδια διαπίστωση, αλλά φαίνεται ότι αποφάνθηκε επί της ουσίας του αιτήματος περί μετατροπής του μέτρου καταναγκασμού, δεχόμενο έτσι σιωπηρώς ότι, με την προηγηθείσα διάταξη του, το αιτούν δικαστήριο δεν είχε υπερβεί τα όρια της αρμοδιότητάς του.
34. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, δεν επιτάσσει μεν να έχει το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήματος περί μετατροπής μέτρου καταναγκασμού κατά το στάδιο της προδικασίας την αρμοδιότητα να εξετάσει αν τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν κατά παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο, υπό τον όρο όμως ότι ο δικαστής που θα αποφανθεί επί της ουσίας της ποινικής κατηγορίας θα είναι σε θέση να εξετάσει αν συνέτρεξε πράγματι παραβίαση του δικαιώματος αυτού και να συναγάγει όλες τις συνέπειες που μπορεί να απορρέουν από αυτήν, ιδίως όσον αφορά το παραδεκτό ή την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών στοιχείων που αποκτήθηκαν υπό τις συνθήκες αυτές. Κατά δε την άσκηση τυχόν αρμοδιότητάς του να προβεί στην εκτίμηση αυτή κατά το στάδιο της προδικασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να τηρεί το άρθρο 12 της οδηγίας 2013/48.
2. Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
35. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 έχει άμεσο αποτέλεσμα.
36. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει αρνητική απάντηση.
37. Κατά πάγια νομολογία, σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παραλείπει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προβαίνει σε πλημμελή μεταφορά της (25). Επομένως, η επίκληση διατάξεως οδηγίας, η οποία δεν είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων ώστε να έχει άμεσο αποτέλεσμα, δεν μπορεί να καταλήγει, βάσει αποκλειστικώς του δικαίου της Ένωσης, στο να μην εφαρμόζεται από δικαστήριο κράτους μέλους μια διάταξη του εθνικού δικαίου (26). Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου (27).
38. Το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει ότι, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία, στον βαθμό που οι ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν.
39. Στην αιτιολογική σκέψη 38 της οδηγίας 2013/48 διαλαμβάνεται ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν σαφώς στο εθνικό τους δίκαιο τους λόγους και τα κριτήρια εφαρμογής των εν λόγω προσωρινών παρεκκλίσεων και θα πρέπει να κάνουν περιορισμένη χρήση αυτών. Το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/48 καθορίζει τους γενικούς όρους για την εφαρμογή των προσωρινών παρεκκλίσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 3, παράγραφος 6, της ίδιας οδηγίας. Οι εν λόγω προσωρινές παρεκκλίσεις πρέπει να είναι αναλογικές και αυστηρά χρονικά καθορισμένες. Δύνανται να εγκρίνονται μόνο με προσηκόντως αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, είτε δικαστικής αρχής είτε άλλης αρμόδιας αρχής, υπό τον όρο ότι η απόφαση αυτή μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.
40. Επομένως, εφόσον κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες προκειμένου να κάνει χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2013/48, δεν μπορεί να επικαλεστεί εις βάρος ιδιώτη προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο (28).
41. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα.
42. Εξάλλου, και μολονότι πρόκειται για ζήτημα που εναπόκειται τελικά στην εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, οφείλω να παρατηρήσω ότι το δικαστήριο αυτό θεωρεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να επικαλεστούν το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48 προκειμένου να περιορίσουν τα δικαιώματα που παρέχει η οδηγία 2013/48 στους ιδιώτες. Προσθέτω δε ότι, εν πάση περιπτώσει, από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο ουδόλως προκύπτει η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που καθιστούσαν επιτακτική την ανάληψη άμεσης δράσης από τις αστυνομικές αρχές.
3. Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
43. Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι είναι επιτρεπτή η παραίτηση του αναλφάβητου υπόπτου από το δικαίωμά του να έχει πρόσβαση σε δικηγόρο, υπό την προϋπόθεση ότι ο ύποπτος έχει λάβει σαφή και επαρκή ενημέρωση σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησής του από αυτό κατά τρόπο τέτοιο ώστε, με δεδομένες και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του, να είναι ικανός να τις κατανοήσει.
44. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/48 περιλαμβάνει ορισμένες εγγυήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος δεν θα καταλήγει, συνεπεία της παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, να προβαίνει ακουσίως σε αυτοενοχοποιητικές δηλώσεις, ούτε να εισφέρει ακουσίως αυτοενοχοποιητικά αποδεικτικά στοιχεία. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της ισότητας των όπλων, ιδίως κατά τη χρονική στιγμή της σύλληψης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, κατά την οποία ο τελευταίος είναι, λόγω και του περίπλοκου χαρακτήρα των ποινικών διαδικασιών, ιδιαιτέρως ευάλωτος. Το γεγονός ότι ο CH είναι αναλφάβητος τον καθιστά ευάλωτο άτομο κατά την έννοια του άρθρου 13 της οδηγίας 2013/48 (29).
45. Με την επιφύλαξη διατάξεων του εθνικού δικαίου που απαιτούν την υποχρεωτική παρουσία ή συνδρομή δικηγόρου, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει διατυπώσεις σχετικές με την παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στις ποινικές διαδικασίες. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό. Η παραίτηση πρέπει να δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας. Στην αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2013/48 επισημαίνεται ότι, κατά την ενημέρωση σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές συνθήκες των υπόπτων ή κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων η ηλικία τους και η ψυχική και σωματική τους κατάσταση. Επομένως, το γεγονός ότι ο ύποπτος είναι αναλφάβητος αποτελεί ειδική συνθήκη την οποία οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη οι εθνικές αρχές κατά την παροχή της ενημέρωσης που επιβάλλει το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Το δε άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας επιρρωννύει εμμέσως την ερμηνεία αυτή, καθόσον επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες των ευάλωτων ατόμων (30), χωρίς πάντως να αποκλείει τη δυνατότητα των τελευταίων να αποφασίζουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο (31).
46. Μολονότι το εθνικό δίκαιο πρέπει να παρέχει στους υπόπτους και τους κατηγορουμένους συγκεκριμένη και πραγματική δυνατότητα να τύχουν της συνδρομής δικηγόρου, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει ότι, εφόσον αυτοί παραιτηθούν από την εν λόγω δυνατότητα, τηρουμένων των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 9 της οδηγίας 2013/48, θα πρέπει να υποστούν τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης αυτής (32) .
47. Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, προκειμένου η παραίτηση να είναι έγκυρη, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει λάβει ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειές της. Επομένως, ελλείψει της ενημέρωσης αυτής, η παραίτηση που δόθηκε δεν θεωρείται έγκυρη. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το μεν αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι ο CH ουδέποτε έλαβε ενημέρωση σχετικά με τις συνέπειες της παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το δε Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας) έχει την αντίθετη άποψη. Φαίνεται λοιπόν ότι πρόκειται για διαφιλονικούμενο πραγματικό ζήτημα, η τελική κρίση επί του οποίου εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια.
48. Το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/48 προβλέπει ότι η παραίτηση μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική και δίνεται κατά τη διαδικασία που ορίζει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Αυτή καθεαυτήν η οδηγία 2013/48 δεν περιβάλλει την παραίτηση με συγκεκριμένες τυπικές προϋποθέσεις, η δε θέσπιση των προϋποθέσεων αυτών εμπίπτει στην κανονιστική αρμοδιότητα του εθνικού νομοθέτη. Το πότε και πώς στοιχειοθετείται παράβαση τυπικής προϋπόθεσης από την οποία εξαρτάται, κατά το εθνικό δίκαιο, το κύρος της παραίτησης –όπως η πρόβλεψη ότι η παραίτηση θα πρέπει να δίνεται παρουσία μάρτυρα ή να φέρει την υπογραφή μάρτυρα–, καθώς και οι συνέπειες που επάγει η παράβαση αυτή, αποτελούν νομικά ζητήματα του εθνικού δικαίου, οι δε συναφείς διαπιστώσεις εναπόκεινται στα εθνικά δικαστήρια.
49. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι αναλφάβητος ύποπτος ή κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο υπό τον όρο ότι έχει λάβει σαφείς και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησής του, κατά τρόπο τέτοιο ώστε, με δεδομένες και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του, να είναι ικανός να τις κατανοήσει.
4. Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος
50. Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος που παραιτείται του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο να ενημερώνεται ότι δύναται να ανακαλέσει την παραίτηση σε οποιαδήποτε στιγμή, προτού οι αρμόδιες αρχές διενεργήσουν οποιαδήποτε πράξη έρευνας με τη συμμετοχή του.
51. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση.
52. Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 ορίζει ότι τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι μπορούν να ανακαλέσουν παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ποινικής διαδικασίας, και ότι ενημερώνονται σχετικά με αυτή τη δυνατότητα. Αυτή η ανάκληση τίθεται σε ισχύ από τη χρονική στιγμή της άσκησής της.
53. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απαίτηση να ενημερώνονται οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι σχετικά με τη δυνατότητά τους να ανακαλέσουν την παραίτηση μεταγενέστερα, σε οποιαδήποτε στιγμή της ποινικής διαδικασίας, ικανοποιείται εφόσον η σχετική ενημέρωση παρέχεται κατά τη χρονική στιγμή που δίνεται η παραίτηση από το εν λόγω δικαίωμα. Η προσέγγιση αυτή φαίνεται να συνεπάγεται ότι, άπαξ και ο ύποπτος ή κατηγορούμενος παραιτήθηκε του εν λόγω δικαιώματος, το αν θα αποφασίσει κατόπιν να ασκήσει το δικαίωμα ανάκλησης της παραίτησης εναπόκειται αποκλειστικά στον ίδιο.
54. Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος θα μπορεί να ασκεί τα δικαιώματα υπεράσπισής του πρακτικά και αποτελεσματικά μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας. Εφόσον συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48, η παραίτηση πρέπει να δίνεται ελεύθερα, καθώς και η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας, οι ιδιαίτερες ανάγκες των υπόπτων και των κατηγορουμένων αν πρόκειται για ευάλωτα άτομα, όπως επιτάσσει το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας, καθίσταται σαφές ότι η ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 υπό την έννοια που περιγράφεται στο σημείο 53 των παρουσών προτάσεων αντιβαίνει στον σκοπό και στην όλη οικονομία των διατάξεων της οδηγίας αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα πρέπει να προκριθεί μια ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 κατά την οποία η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι, ιδίως όταν πρόκειται για ευάλωτα άτομα, ενημερώνονται τακτικά, μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, σχετικά με το δικαίωμά τους να ανακαλέσουν την παραίτηση την οποία έχουν δώσει ελεύθερα.
55. Δεδομένου ότι η απαίτηση να παρέχεται η ενημέρωση αυτή έχει τεθεί προκειμένου να επιτρέπεται στους υπόπτους ή τους κατηγορουμένους για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά, θα πρέπει να ικανοποιείται κατά τρόπο πρακτικό και όχι τυπικό (33). Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αρκούνται στο να ενημερώνουν τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τη δυνατότητα ανάκλησης της παραίτησης μόνο κατά τον χρόνο που δίνεται αυτή, ιδίως όταν ο ύποπτος ή κατηγορούμενος είναι ευάλωτο άτομο. Εξ αυτού δεν έπεται αναγκαίως ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να υπενθυμίζουν στον ύποπτο ή κατηγορούμενο τη δυνατότητά του να ανακαλέσει την παραίτηση πριν από κάθε στάδιο της σχετικής με το φερόμενο αδίκημα έρευνας στο οποίο καλείται αυτός να συμμετάσχει. Το αν απαιτείται η εν λόγω υπενθύμιση στον ύποπτο ή κατηγορούμενο εξαρτάται από τον χαρακτήρα της εκάστοτε προβλεπόμενης πράξης έρευνας και από την αντικειμενική σημασία της, ζητήματα που εκτιμώνται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των σχετικών περιστάσεων. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να εφαρμόσει το ακόλουθο κριτήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48. Σε κάθε χρονικό σημείο κατά το οποίο ανακύπτουν αντικειμενικά λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ο οποίος έχει παραιτηθεί του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο ενδέχεται να παρεμποδίζεται ουσιωδώς στην άσκηση της υπεράσπισής του συνεπεία της παραίτησης αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ενημερώνεται σχετικά με το δικαίωμα ανάκλησης της παραίτησης.
56. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο έκτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι οσάκις ο ύποπτος ή κατηγορούμενος παραιτείται του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικηγόρο, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ενημερώνεται σχετικά με το δικαίωμα ανάκλησης της παραίτησης σε κάθε χρονικό σημείο κατά το οποίο ανακύπτουν αντικειμενικά λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι, συνεπεία της παραίτησης αυτής, ενδέχεται να παρεμποδιστεί ουσιωδώς στην άσκηση της υπεράσπισής του.
IV. Πρόταση
57. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) με την από 11ης Ιανουαρίου 2024 διάταξή του ως εξής:
1) Να απορρίψει τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα ως απαράδεκτα.
2) Το άρθρο 3, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ ου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα.
3) Το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι αναλφάβητος ύποπτος ή κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο υπό τον όρο ότι έχει λάβει σαφείς και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησής του, κατά τρόπο τέτοιο ώστε, με δεδομένες και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του, να είναι ικανός να τις κατανοήσει.
4) Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/48 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο ύποπτος ή κατηγορούμενος παραιτείται του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικηγόρο, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ενημερώνεται σχετικά με το δικαίωμα ανάκλησης της παραίτησης σε κάθε χρονικό σημείο κατά το οποίο ανακύπτουν αντικειμενικά λόγοι ώστε να θεωρηθεί ότι, συνεπεία της παραίτησης αυτής, ενδέχεται να παρεμποδιστεί ουσιωδώς στην άσκηση της υπεράσπισής του.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
i Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική και δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός εκ των διαδίκων της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δίκης.
2 ΕΕ 2013, L 294, σ. 1.
3 Μολονότι το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αναφέρει, στο σημείο 10 της διάταξης περί παραπομπής, ότι ο CH δεν είχε ενημερωθεί για τις συνέπειες της παραίτησής του από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) διαφωνεί με τη διαπίστωση αυτή, όπως εκτίθεται στο σημείο 39 της διάταξης περί παραπομπής.
4 Βλ. επίσης αιτιολογικές σκέψεις 7, 12 και 57 της οδηγίας 2013/48.
5 Αιτιολογική σκέψη 54 της οδηγίας 2013/48.
6 Απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2024, G. κ.λπ. κατά M.S. και X (Διορισμός δικαστών στα τακτικά δικαστήρια στην Πολωνία) (C‑181/21 και C‑269/21, EU:C:2024:1, σκέψη 63).
7 Όπ.π. (σκέψη 65).
8 Απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Bayer Intellectual Property (C‑204/20, EU:C:2022:892, σκέψεις 88 έως 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
9 Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, μολονότι η αποστολή των προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο έγινε στις 11 Ιανουαρίου 2024, η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου να υποβάλει την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως χρονολογείται στις 20 Νοεμβρίου 2023.
10 DV αριθ. 86 της 28ης Οκτωβρίου 2005. Το άρθρο 270, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας προβλέπει ότι: «Το ζήτημα της αντικαταστάσεως του μέτρου καταναγκασμού δύναται να εγερθεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δίκης. Νέο αίτημα σχετικά με το μέτρο μπορεί να υποβληθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μόνο σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων».
11 Πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Spetsializirana prokuratura (C‑653/19 PPU, EU:C:2019:1024, σκέψη 14).
12 Άρθρο 309, παράγραφος 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
13 Πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Spetsializirana prokuratura (C‑653/19 PPU, EU:C:2019:1024, σκέψη 14).
14 Απόφαση της 12ης Μαρτίου 2020, Ποινική δίκη κατά VW (Δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο σε περίπτωση μη εμφάνισης) (C‑659/18, EU:C:2020:201, σκέψη 44).
15 Βλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2018, Kolev κ.λπ. (C‑612/15, EU:C:2018:392, σκέψη 103), της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom (C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψη 36), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:634, σκέψη 34).
16 Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Τ. Ćapeta στην υπόθεση M.S. κ.λπ. (Δικονομικά δικαιώματα ανηλίκων) (C‑603/22, EU:C:2024:157, σημεία 1 και 26).
17 Αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Rayonna prokuratura Lom (C‑467/18, EU:C:2019:765, σκέψεις 57 και 58), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:634, σκέψεις 49 και 50).
18 Απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:634, σκέψεις 51 και 52).
19 Όπ.π. (σκέψη 53).
20 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Pikamäe στην υπόθεση Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική Έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:249, σημείο 63).
21 Αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2020, Kolev κ.λπ. (C‑704/18, EU:C:2020:92, σκέψη 49), και της 21ης Οκτωβρίου 2021, Ποινική διαδικασία κατά του ZX (C‑282/20, EU:C:2021:874, σκέψη 35). Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Pikamäe στην υπόθεση Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:249, σημείο 64).
22 Αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia (C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 62), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική έρευνα) (C209/22, EU:C:2023:634, σκέψη 54).
23 Όπ.π. (σκέψη 55).
24 Όπ.π. (σκέψη 58).
25 Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 103 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
26 Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 64).
27 Αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 73), και της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski (C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψη 65).
28 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, Berlusconi κ.λπ. (C‑387/02, C‑391/02 και C‑403/02, EU:C:2005:270, σκέψη 74).
29 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή παρέπεμψε στη σύστασή της της 27ης Νοεμβρίου 2013 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για ευάλωτα πρόσωπα που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2013, C 378, σ. 8) (στο εξής: σύσταση για τα ευάλωτα πρόσωπα).
30 Στο σημείο 7 της σύστασης για τα ευάλωτα πρόσωπα ορίζεται ότι θα πρέπει να προβλέπεται τεκμήριο ευάλωτης κατάστασης, ιδίως για τα άτομα με σοβαρές ψυχολογικές, πνευματικές, σωματικές ή αισθητηριακές αδυναμίες ή ψυχική ασθένεια ή γνωστικές διαταραχές, οι οποίες τα εμποδίζουν να κατανοούν και να συμμετέχουν ουσιαστικά στην έννομη διαδικασία. Δεν είναι βέβαιο, ωστόσο, αν ο αναλφαβητισμός μπορεί να θεωρηθεί «πνευματική αδυναμία» η οποία εμποδίζει τον ύποπτο να κατανοεί και να συμμετέχει ουσιαστικά στην ποινική διαδικασία.
31 Στο σημείο 11 της σύστασης για τα ευάλωτα πρόσωπα διευκρινίζεται ότι η παραίτηση των ευάλωτων προσώπων από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο δεν θα πρέπει να είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που τα πρόσωπα αυτά δεν είναι ικανά να κατανοούν και να παρακολουθούν την ποινική διαδικασία.
32 Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, Ποινική διαδικασία κατά K.B. και F.S. (Αυτεπάγγελτη εξέταση στον ποινικό τομέα) (C‑660/21, EU:C:2023:498, σκέψη 46).
33 Πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Rayonna prokuratura Lovech, teritorialno otdelenie Lukovit (Σωματική έρευνα) (C‑209/22, EU:C:2023:634, σκέψεις 75 έως 78), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις κρίσιμες συναφείς περιστάσεις, αν η παρουσία δικηγόρου κατά τον χρόνο της σωματικής έρευνας του υπόπτου και της επακόλουθης κατάσχεσης παράνομων ουσιών ήταν αντικειμενικώς αναγκαία για την αποτελεσματική διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου.