This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023CJ0588
Judgment of the Court (Tenth Chamber) of 16 January 2025.#Scai Srl v Regione Campania.#Request for a preliminary ruling from the Tribunale Amministrativo Regionale della Campania.#Reference for a preliminary ruling – Recovery of unlawful and incompatible aid – Regulation (EU) 2015/1589 – Article 16 – Beneficiary of individual aid identified in the European Commission recovery decision – Implementation of the recovery decision – Transfer of the aid to another undertaking after the recovery decision – Economic continuity – Assessment – Competent authority – Extension of the recovery obligation to the actual beneficiary – Audi alteram partem rule – Articles 41 and 47 of the Charter of Fundamental Rights of the European Union.#Case C-588/23.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 16ης Ιανουαρίου 2025.
Scai Srl κατά Regione Campania.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale della Campania για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής ενίσχυσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 – Άρθρο 16 – Αποδέκτης ατομικής ενίσχυσης προσδιοριζόμενος στην απόφαση περί ανακτήσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Εκτέλεση της αποφάσεως περί ανακτήσεως – Μεταβίβαση της ενίσχυσης σε άλλη επιχείρηση μετά την έκδοση της αποφάσεως περί ανακτήσεως – Οικονομική συνέχεια – Εκτίμηση – Αρμόδια αρχή – Επέκταση της υποχρέωσης προς ανάκτηση στον πραγματικό αποδέκτη – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση C-588/23.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 16ης Ιανουαρίου 2025.
Scai Srl κατά Regione Campania.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale della Campania για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής ενίσχυσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 – Άρθρο 16 – Αποδέκτης ατομικής ενίσχυσης προσδιοριζόμενος στην απόφαση περί ανακτήσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Εκτέλεση της αποφάσεως περί ανακτήσεως – Μεταβίβαση της ενίσχυσης σε άλλη επιχείρηση μετά την έκδοση της αποφάσεως περί ανακτήσεως – Οικονομική συνέχεια – Εκτίμηση – Αρμόδια αρχή – Επέκταση της υποχρέωσης προς ανάκτηση στον πραγματικό αποδέκτη – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση C-588/23.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2025:23
*A9* Tribunale Amministrativo Regionale della Campania, ordinanza del 18/09/2023 (05138/2023 ; 02365/2023)
Προσωρινό κείμενο
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)
της 16ης Ιανουαρίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής ενίσχυσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 – Άρθρο 16 – Αποδέκτης ατομικής ενίσχυσης προσδιοριζόμενος στην απόφαση περί ανακτήσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Εκτέλεση της αποφάσεως περί ανακτήσεως – Μεταβίβαση της ενίσχυσης σε άλλη επιχείρηση μετά την έκδοση της αποφάσεως περί ανακτήσεως – Οικονομική συνέχεια – Εκτίμηση – Αρμόδια αρχή – Επέκταση της υποχρέωσης προς ανάκτηση στον πραγματικό αποδέκτη – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης »
Στην υπόθεση C‑588/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale della Campania (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Καμπανίας, Ιταλία) με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Σεπτεμβρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Scai Srl
κατά
Regione Campania,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστή,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Scai Srl, εκπροσωπούμενη από την A. Raviele και τον L. Visone, avvocati,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė, τον B. Stromsky και την F. Tomat,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 108, 263 και 288 ΣΛΕΕ, των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των άρθρων 16 και 31 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Scai Srl και της Regione Campania (Περιφέρειας Καμπανίας, Ιταλία) με αντικείμενο την υποχρέωση της Scai να επιστρέψει το ποσό που αντιστοιχεί σε παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά ενίσχυση ληφθείσα αρχικώς από άλλη εταιρία.
Το νομικό πλαίσιο
Η νομοθεσία της Ένωσης
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589
3 Η αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού 2015/1589 έχει ως εξής:
«Στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την εσωτερική αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων. Είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής. Για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της απόφασης της Επιτροπής.»
4 Στο κεφάλαιο II του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία σχετικά με τις κοινοποιούμενες ενισχύσεις», το άρθρο 9, υπό τον τίτλο «Αποφάσεις της Επιτροπής να περατώσει την επίσημη διαδικασία έρευνας», ορίζει, στην παράγραφο 5, τα εξής:
«Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η κοινοποιηθείσα ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, αποφασίζει να μην τεθεί σε εφαρμογή (“αρνητική απόφαση”).»
5 Το κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά τις διαδικασίες σχετικά με τις παράνομες ενισχύσεις, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 16 και 17.
6 Το άρθρο 16 του ίδιου κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκτηση της ενίσχυσης», προβλέπει τα ακόλουθα:
«1. Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο (“απόφαση ανάκτησης”). Η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.
[…]
3. Με την επιφύλαξη απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 278 [ΣΛΕΕ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας της Ένωσης.»
7 Το άρθρο 31 του κανονισμού 2015/1589, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποδέκτες των αποφάσεων», ορίζει τα εξής:
«1. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7, το άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 9 παράγραφος 9 απευθύνονται στην οικεία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων. Η Επιτροπή κοινοποιεί αμελλητί τις αποφάσεις αυτές στον αποδέκτη και του παρέχει τη δυνατότητα να δηλώσει στην Επιτροπή τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί ότι καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.
2. Κάθε άλλη απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ, ΙΙΙ, V, VI και IX απευθύνεται στο οικείο κράτος μέλος. […]»
8 Οι διατάξεις του κανονισμού 2015/1589 που μνημονεύονται στις σκέψεις 4 έως 7 της παρούσας αποφάσεως επαναλαμβάνουν τις διατάξεις που περιελάμβανε ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 734/2013 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2013 (ΕΕ 2013, L 204, σ. 15), ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 2015/1589.
Η ανακοίνωση σχετικά με την ανάκτηση
9 Το τμήμα 4.3 της ανακοίνωσης της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 2019, σχετικά με την ανάκτηση παράνομων και ασυμβίβαστων κρατικών ενισχύσεων (ΕΕ 2019, C 247, σ. 1) (στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με την ανάκτηση), το οποίο αφορά τον «[π]ροσδιορισμ[ό] των αποδεκτών από τους οποίους πρέπει να ανακτηθεί η ενίσχυση», ορίζει, στο σημείο 83, τα εξής:
«Παράνομη ενίσχυση η οποία διαπιστώνεται ότι είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά πρέπει να ανακτάται από τους αποδέκτες που πραγματικά επωφελήθηκαν από αυτή […]. Όταν οι αποδέκτες της ενίσχυσης δεν προσδιορίζονται στην απόφαση ανάκτησης, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να εξετάζει την ατομική κατάσταση κάθε ενδιαφερόμενης επιχείρησης […]».
10 Το τμήμα 4.3.2 της ανακοίνωσης σχετικά με την ανάκτηση, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επέκταση της εντολής ανάκτησης· οικονομική συνέχεια», περιλαμβάνει το ακόλουθο χωρίο:
«89. Εάν, κατά το στάδιο εφαρμογής της απόφασης ανάκτησης, η ενίσχυση δεν μπορεί να ανακτηθεί από τον αρχικό αποδέκτη και μεταβιβάστηκε σε άλλη επιχείρηση, το κράτος μέλος θα πρέπει να επεκτείνει την ανάκτηση στην επιχείρηση που όντως επωφελείται του πλεονεκτήματος μετά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων και να διασφαλίσει ότι η υποχρέωση ανάκτησης δεν καταστρατηγείται […]
90. Το Δικαστήριο διακρίνει μεταξύ δύο τρόπων μεταβίβασης των δραστηριοτήτων επιχείρησης. Πρόκειται για i) την πώληση του συνόλου ή μέρους των στοιχείων ενεργητικού της, οπότε η δραστηριότητα δεν ασκείται πλέον από την ίδια νομική οντότητα (“πώληση στοιχείων ενεργητικού”)· και για ii) την πώληση των μετοχών της, οπότε η επιχείρηση που επωφελήθηκε από την ενίσχυση διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα και εξακολουθεί να ασκεί τις δραστηριότητές της (“πώληση μετοχών”) […]
4.3.2.1 Πώληση στοιχείων ενεργητικού
91. Όταν ο αποδέκτης ασυμβίβαστης ενίσχυσης συστήνει νέα εταιρεία ή μεταβιβάζει τα στοιχεία ενεργητικού της σε άλλη επιχείρηση για να συνεχίσει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων της, η συνέχιση των δραστηριοτήτων αυτών μπορεί να παρατείνει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού η οποία προκλήθηκε από την ενίσχυση. Επομένως, η νεοσυσταθείσα εταιρεία ή ο αγοραστής των στοιχείων ενεργητικού μπορούν, εάν διατηρούν το πλεονέκτημα αυτό, να υποχρεωθούν να επιστρέψουν την επίμαχη ενίσχυση.
92. Σε περίπτωση πώλησης στοιχείων ενεργητικού, η Επιτροπή αξιολογεί την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ επιχειρήσεων κατά περίπτωση, χρησιμοποιώντας ανοικτό σύνολο μη σωρευτικών κριτηρίων. Ειδικότερα, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια […]: i) το πεδίο της μεταβίβασης (στοιχεία ενεργητικού […] και παθητικού, διατήρηση του εργατικού δυναμικού και/ή της διοίκησης)· ii) το τίμημα της μεταβίβασης […]· iii) την ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών του πωλητή και του αγοραστή· iv) το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση (κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης δυνάμει του άρθρου 4 του διαδικαστικού κανονισμού ή της επίσημης έρευνας δυνάμει του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού ή μετά την έκδοση της απόφασης ανάκτησης)· v) την οικονομική λογική της διαδικασίας […]».
Το ιταλικό δίκαιο
11 Το άρθρο 48 του legge n. 234: – Norme generali sulla partecipazione dell’Italia alla formazione e all’attuazione della normativa delle politiche dell’Unione europea (νόμου 234, περί γενικών κανόνων όσον αφορά τη συμμετοχή της Ιταλίας στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή της νομοθεσίας και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), της 24ης Δεκεμβρίου 2012 (GURI αριθ. 3, της 4ης Ιανουαρίου 2013), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 234/2012), το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασίες ανακτήσεως», ορίζει, στις παραγράφους 1 έως 3, τα εξής:
«1. Η εταιρία Equitalia SpA εισπράττει τα ποσά τα οποία οφείλονται συνεπεία των αποφάσεων περί ανακτήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 16 του κανονισμού [2015/1589], ανεξαρτήτως του είδους της ενίσχυσης και της οντότητας που τη χορήγησε.
2. Κατόπιν της κοινοποίησης αποφάσεως περί ανακτήσεως κατά την έννοια της παραγράφου 1, με διάταγμα του αρμόδιου υπουργού που εκδίδεται εντός προθεσμίας σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της αποφάσεως, ορίζονται, κατά περίπτωση, οι υπόχρεοι προς επιστροφή της ενίσχυσης, βεβαιώνονται τα οφειλόμενα ποσά και καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής και οι προθεσμίες καταβολής. Εάν υπάρχουν πλείονες αρμόδιες διοικητικές αρχές, με διάταγμα του προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδίδεται εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της αποφάσεως περί ανακτήσεως, διορίζεται ως ειδικός επίτροπος πρόσωπο που υπηρετεί σε μία εκ των διοικητικών αρχών που χορήγησαν τις ενισχύσεις τις οποίες αφορά η απόφαση περί ανακτήσεως ή σε μία εκ των διοικητικών αρχών την εδαφική περιφέρεια των οποίων αφορούν τα μέτρα ενίσχυσης, και καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της κατά την παράγραφο 1 αποφάσεως περί ανακτήσεως. Με απόφαση του ειδικού επιτρόπου που εκδίδεται εντός σαράντα πέντε ημερών από την έκδοση του διατάγματος διορισμού του, προσδιορίζονται οι υπόχρεοι προς επιστροφή της ενίσχυσης, βεβαιώνονται τα οφειλόμενα ποσά και καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής και οι προθεσμίες καταβολής. Οι διοικητικές αρχές που χορήγησαν την ενίσχυση την οποία αφορά η διαδικασία ανακτήσεως παρέχουν αμελλητί στον ειδικό επίτροπο, κατόπιν αιτήματός του, τα δεδομένα και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο για την ορθή εκτέλεση της κατά την παράγραφο 1 αποφάσεως περί ανακτήσεως. Ο ειδικός επίτροπος δεν δικαιούται αμοιβή. Για την άσκηση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τα καθήκοντα που του έχουν ανατεθεί, ο ειδικός επίτροπος χρησιμοποιεί τους ανθρώπινους, οικονομικούς και υλικούς πόρους των αρμόδιων διοικητικών αρχών, όπως προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Το διάταγμα του αρμόδιου υπουργού, η απόφαση του ειδικού επιτρόπου και η απόφαση της παραγράφου 3 έχουν ισχύ εκτελεστού τίτλου έναντι των αποδεκτών τους.
3. Εάν η αρμόδια αρχή δεν είναι το Δημόσιο, η απόφαση με την οποία προσδιορίζονται οι υπόχρεοι προς επιστροφή της ενίσχυσης, βεβαιώνονται τα οφειλόμενα ποσά και καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής και οι προθεσμίες καταβολής εκδίδεται από την Περιφέρεια, την αυτόνομη επαρχία ή την αρμόδια τοπική αρχή. Οι δραστηριότητες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 ασκούνται από τον παραχωρησιούχο στον οποίο έχει ανατεθεί η είσπραξη των εσόδων της οικείας τοπικής οντότητας.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
12 Η Buonotourist Srl είναι ιδιωτική εταιρία η οποία παρείχε υπηρεσίες δημόσιων τοπικών μεταφορών βάσει συμβάσεων παραχώρησης από περιφερειακές και δημοτικές αρχές.
13 Με απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2012, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) αναγνώρισε το δικαίωμα της Buonotourist να λάβει πρόσθετη αντιστάθμιση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας για την παροχή υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών με λεωφορείο βάσει των αδειών παραχώρησης που είχε χορηγήσει η Περιφέρεια Καμπανίας, για τα έτη 1996 έως 2002, η οποία υπολογίστηκε σε 1 111 572,00 EUR πλέον τόκων.
14 Στις 5 Δεκεμβρίου 2012 οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κρατική ενίσχυση συνιστάμενη στη χορήγηση προς την Buonotourist της μνημονευόμενης στην προηγούμενη σκέψη πρόσθετης αντιστάθμισης, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 7ης Νοεμβρίου 2012. Η ενίσχυση καταβλήθηκε στην Buonotourist από την Περιφέρεια Καμπανίας στις 21 Δεκεμβρίου 2012.
15 Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2014 η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλική Δημοκρατία την απόφασή της περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
16 Στις 19 Ιανουαρίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2015/1075, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.35843 (2014/C) (πρώην 2012/NN) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία – Πρόσθετη αντιστάθμιση για υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας υπέρ της Buonotourist (ΕΕ 2015, L 179, σ. 128), με την οποία διαπίστωσε ότι η πρόσθετη αντιστάθμιση που χορηγήθηκε στην Buonotourist, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 7ης Νοεμβρίου 2012, συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μη συμβατή με την εσωτερική αγορά, χορηγηθείσα στην εταιρία αυτή κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και διέταξε τις ιταλικές αρχές να την ανακτήσουν από την εν λόγω εταιρία (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015).
17 Η Buonotourist άσκησε, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2018, Buonotourist κατά Επιτροπής (T‑185/15, EU:T:2018:430). Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Buonotourist απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2020, Buonotourist κατά Επιτροπής (C‑586/18 P, EU:C:2020:152).
18 Δυνάμει της από 21 Ιουλίου 2011 πράξης μερικής διάσπασης επιχείρησης, η Buonotourist TPL υποκατέστησε την Buonotourist στο πλαίσιο σύμβασης προσωρινής ανάθεσης σχετικά με γραμμή περιφερειακών μεταφορών με λεωφορείο. Περαιτέρω, δυνάμει της από 21 Οκτωβρίου 2013 πράξης διάσπασης επιχείρησης, η Autolinee Buonotourist TPL Srl υποκατέστησε την Buonotourist TPL στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης προσωρινής ανάθεσης. Βάσει της από 10 Μαΐου 2019 σύμβασης μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία έληξε την 1η Ιουλίου 2021, η Autolinee Buonotourist TPL εκμίσθωσε στην Scai τον κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, το προσωπικό και τα λεωφορεία για την παροχή ελάχιστων υπηρεσιών δημόσιων τοπικών μεταφορών. Προκειμένου να εξακολουθήσει η παροχή υπηρεσίας δημόσιων τοπικών μεταφορών, η Περιφέρεια Καμπανίας ανέθεσε την εκτέλεση της υπηρεσίας στην AIR Campania, την οποία κατέχει εν μέρει. Η εταιρία αυτή απέκτησε από την Scai τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση της υπηρεσίας.
19 Οι Buonotourist, Buonotourist TPL και Autolinee Buonotourist TPL κηρύχθηκαν σε πτώχευση κατά το διάστημα 2018‑2020.
20 Η Περιφέρεια Καμπανίας, μετά από άκαρπη προσπάθειά της να ανακτήσει από τις Buonotourist, Buonotourist TPL και Autolinee Buonotourist TPL την κρατική ενίσχυση την οποία αφορούσε η απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015, διέταξε την Scai, με διάταγμα της 7ης Φεβρουαρίου 2023, να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή, στηριζόμενη στην ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της Buonotourist και της Scai (στο εξής: εντολή ανακτήσεως).
21 Η Scai άσκησε προσφυγή κατά της εντολής ανακτήσεως ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale della Campania (διοικητικού δικαστηρίου περιφέρειας Καμπανίας, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, παράβαση των άρθρων 108, 109 και 288 ΣΛΕΕ, παράβαση του άρθρου 48 του νόμου 234/2012, υπέρβαση εξουσίας και παράβαση της ανακοίνωσης σχετικά με την ανάκτηση.
22 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Scai υποστήριξε, κατ’ αρχάς, ότι η Περιφέρεια Καμπανίας, με την έκδοση της εντολής ανακτήσεως, άσκησε παρανόμως τις ανατεθείσες στην Επιτροπή αρμοδιότητες. Συγκεκριμένα, ενώ η απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015 απευθυνόταν, κατά τη Scai, σε συγκεκριμένους αποδέκτες, ήτοι στην Ιταλική Δημοκρατία και στην Buonotourist, η Περιφέρεια Καμπανίας διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της, παραβαίνοντας, επομένως, το άρθρο 288 ΣΛΕΕ και την ανακοίνωση σχετικά με την ανάκτηση.
23 Η Scai προσέθεσε ότι, ως εκ τούτου, η εντολή ανακτήσεως εκδόθηκε σε σχέση σε διαδικασία που είχε διεξαχθεί ενώπιον της Επιτροπής και στην οποία η ίδια δεν είχε συμμετάσχει. Επιπλέον, η Scai θεωρεί ότι στερήθηκε του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, διότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της κατά της αποφάσεως της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015, της οποίας ήταν αποδέκτρια. Η Scai τονίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπόρεσε να αποφανθεί ούτε επί της ύπαρξης της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ενίσχυσης ούτε επί της συμβατότητας της ενίσχυσης αυτής με την εσωτερική αγορά ούτε επί της νομιμότητας της επέκτασης της εντολής ανακτήσεως.
24 Περαιτέρω, η Scai αρνείται την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της ίδιας και της Autolinee Buonotourist TPL, δεδομένου ότι η συνέχεια αυτή δεν μπορεί να συναχθεί, κατά την άποψή της, από το γεγονός ότι η δεύτερη ως άνω εταιρία τής εκμίσθωσε κλάδο επιχειρηματικής δραστηριότητας.
25 Η Scai αμφισβητεί επίσης το ότι αποκόμισε, με τη σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας, αντίθετο προς τον ανταγωνισμό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να διαπιστωθεί αγορά αγαθών ή υπηρεσιών υπό ευνοϊκότερους όρους σε σχέση με τους συνήθεις όρους της αγοράς. Ειδικότερα, η μίσθωση κλάδου επιχειρηματικής δραστηριότητας της Autolinee Buonotourist TPL, η οποία είχε λήξει το 2021, είχε συναφθεί έναντι εύλογου μισθώματος, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου αντικειμένου της μισθωτικής σύμβασης, κατά δε τη λήξη της σύμβασης η Scai δεν διατήρησε υλικά ή άυλα αγαθά της εκμισθώτριας.
26 Η Περιφέρεια Καμπανίας αντιτάσσει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι ήταν αρμόδια για την έκδοση της εντολής ανακτήσεως έναντι της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, δεδομένου ότι υπήρχαν αντικειμενικές και υποκειμενικές ενδείξεις που αποδείκνυαν την ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ των αρχικών ενδιαφερομένων εταιριών και της Scai, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία της με την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, με τη σύμβαση μίσθωσης επιχειρηματικής δραστηριότητας η Scai απέκτησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί όλα τα υλικά και άυλα στοιχεία του ενεργητικού που ήταν αναγκαία για την άσκηση της δραστηριότητας της εταιρίας η οποία είχε λάβει αρχικώς την ενίσχυση, καθώς και δικαίωμα προαίρεσης και προτίμησης, το οποίο της εξασφάλιζε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προνομιακή μεταχείριση σε περίπτωση πώλησης της Autolinee Buonotourist TPL.
27 Η Περιφέρεια Καμπανίας διευκρίνισε ότι νομιμοποιείτο να διευρύνει το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015, διότι από το άρθρο 48, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου 234/2012 προκύπτει ότι, κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής περί ανακτήσεως, ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός ή η κατά τόπον αρμόδια αρχή ορίζει, κατά περίπτωση, τους υπόχρεους προς επιστροφή της ενίσχυσης.
28 Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά πρώτον, αν συνάδει προς τα άρθρα 108 και 288 ΣΛΕΕ καθώς και προς τον κανονισμό 2015/1589 εθνική νομοθεσία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, εφόσον η Επιτροπή προσδιορίζει στην περί ανακτήσεως απόφασή της την υπόχρεη προς επιστροφή της επίμαχης ενίσχυσης επιχείρηση, να επεκτείνουν την ιδιότητα του αποδέκτη της ενίσχυσης με την αιτιολογία ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της επιχείρησης που προσδιορίζεται στην απόφαση περί ανακτήσεως και της επιχείρησης την οποία καταλαμβάνει η επέκταση αυτή. Ειδικότερα, μια τέτοια εθνική νομοθεσία θα έθιγε τις αρμοδιότητες της Επιτροπής, όπως αυτές προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, καθότι, στην περίπτωση που το θεσμικό αυτό όργανο έχει εκδώσει απόφαση περί ανακτήσεως με συγκεκριμένο αποδέκτη, μόνον το εν λόγω θεσμικό όργανο μπορεί να αποφασίσει ενδεχόμενη επέκταση για λόγους οικονομικής συνέχειας.
29 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, εάν η έκδοση της αποφάσεως για την επέκταση καταλειπόταν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, στην περίπτωση που η Επιτροπή έχει προσδιορίσει επακριβώς τον αποδέκτη της αποφάσεως περί ανακτήσεως, η δυνατότητα αυτή θα έβαινε πέραν της απλής εκτέλεσης των αποφάσεων της Επιτροπής, με συνέπεια το εθνικό δικαστήριο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο νομιμότητας της εθνικής πράξης ανακτήσεως, να προβαίνει εμμέσως στον έλεγχο ζητημάτων υπαγομένων στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής.
30 Κατά το αιτούν δικαστήριο, η υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου αφορά την αρχή της οικονομικής συνέχειας, όχι όμως το ποια αρχή είναι αρμόδια να εκτιμήσει την ύπαρξη τέτοιας οικονομικής συνέχειας. Πάντως, το δικαστήριο αυτό παραπέμπει σε ορισμένες αποφάσεις που έχει εκδώσει η Επιτροπή, οι οποίες διευρύνουν τον κύκλο των δικαιούχων λόγω μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού, επισημαίνει δε, συναφώς, ότι οι αποφάσεις αυτές καταδεικνύουν ότι, εφόσον συνάγεται οικονομική συνέχεια, όπως εν προκειμένω, από συμφωνία μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού, η αντίστοιχη απόφαση περί επεκτάσεως εκδίδεται πάντοτε από την Επιτροπή. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι δεν διερωτάται ως προς το αν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση της οικονομικής συνέχειας.
31 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, το γεγονός ότι υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ της αρμόδιας εθνικής αρχής και της Επιτροπής δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει, δεδομένου ότι η αλληλογραφία αυτή έλαβε τη μορφή όχι δεσμευτικών πράξεων, αλλά απλών σημειωμάτων που συντάχθηκαν, επιπλέον, με αμφίσημους όρους και με αναφορά στην ανάγκη διεξοδικότερης έρευνας των πραγματικών περιστατικών.
32 Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον εθνική νομοθεσία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνάδει προς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως προς την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας που κατοχυρώνονται, κατά το δικαστήριο αυτό, στο άρθρο 41 του Χάρτη, καθώς και προς το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Scai υποστήριξε ενώπιόν του ότι, λόγω μη σεβασμού των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής, στερήθηκε των διαδικαστικών εγγυήσεων, τόσο όσον αφορά την αρχική απόφαση της Επιτροπής όσο και καθότι η ίδια καταλαμβάνεται από την υποχρέωση προς ανάκτηση της ενίσχυσης, στον βαθμό που ο μόνος συνομιλητής της ήταν η εθνική αρχή. Το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης ότι η δυνατότητα διαδίκου, ευρισκομένου στην κατάσταση της Scai, να προσβάλει τις πράξεις της εθνικής αρχής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν αρκεί για να διασφαλίσει στον ενδιαφερόμενο την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων που κατοχυρώνει το δίκαιο της Ένωσης καθώς και αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεδομένου ότι τούτο θα συνεπαγόταν την έκδοση αποφάσεως επί της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας, όπερ εμπίπτει αποκλειστικώς στην εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής.
33 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale della Campania (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Καμπανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιτίθενται τα άρθρα 108 ΣΛΕΕ, 288 ΣΛΕΕ και 16 και 31 του κανονισμού (ΕΕ) 1589/2015 σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 48 του [νόμου 234/2012], που επιτρέπει στην εθνική αρχή, κατά το στάδιο της εκτέλεσης της ανάκτησης, να διευρύνει τον κύκλο των προσώπων που υποχρεούνται να επιστρέψουν τις παράνομες ενισχύσεις, με βάση εκτίμηση περί οικονομικής συνέχειας μεταξύ επιχειρήσεων, χωρίς να αποκλείεται η εξουσία αυτή οσάκις η Επιτροπή έχει ήδη προσδιορίσει τους άμεσους αποδέκτες, με αποτέλεσμα να αγνοείται η αρμοδιότητα της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων;
2) Αντιτίθενται τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ, 288 ΣΛΕΕ, 41 και 47 του Χάρτη και 16 και 31 του κανονισμού (ΕΕ) 1589/2015 σε εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 48 του [νόμου 234/2012], περί κρατικών ενισχύσεων, στο μέτρο που –προβλέποντας ότι το κράτος, κατά την εκτέλεση απόφασης ανάκτησης, προσδιορίζει, όπου παρίσταται ανάγκη, τα πρόσωπα που υποχρεούνται να επιστρέψουν την ενίσχυση– επιτρέπει την εκτέλεση της απόφασης και έναντι προσώπου διαφορετικού από τους αποδέκτες της απόφασης και αυτόνομου, το οποίο δεν μετέσχε στην ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία, δεν έτυχε του δικαιώματος ακροάσεως και, κατά συνέπεια, δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
34 Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 108 και το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα άρθρα 16 και 31 του κανονισμού 2015/1589, καθώς και τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία απόφαση της Επιτροπής διατάσσει την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης από αποδέκτη της ενίσχυσης τον οποίο προσδιορίζει, αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στο πλαίσιο του καθήκοντος που υπέχουν προς εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, μπορούν να διατάξουν την ανάκτηση της ενίσχυσης από άλλη επιχείρηση λόγω ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ της επιχείρησης αυτής και του προσδιοριζόμενου στην εν λόγω απόφαση αποδέκτη της ενίσχυσης.
35 Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η απόφαση «είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της» και ότι, όταν «ορίζει αποδέκτες», είναι δεσμευτική μόνον για αυτούς.
36 Επιπλέον, από το άρθρο 31 του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι οι αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται η μη συμβατότητα της κοινοποιηθείσας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά («αρνητικές αποφάσεις»), οι οποίες εκδίδονται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες διατάσσεται η ανάκτηση της ενίσχυσης, που εκδίδονται βάσει του άρθρου 16 του εν λόγω κανονισμού, απευθύνονται στο οικείο κράτος μέλος, όπως προκύπτει και από τη νομολογία του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 81 έως 83).
37 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιανουαρίου 2015 απευθύνεται μόνον προς την Ιταλική Δημοκρατία και ότι η Buonotourist, η οποία προσδιορίζεται στην απόφαση αυτή ως αποδέκτης της επίμαχης κρατικής ενίσχυσης, δεν είναι αποδέκτης της ως άνω αποφάσεως.
38 Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης αποφάσεως η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής [απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Fossil (Gibraltar), C‑705/20, EU:C:2022:680, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
39 Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 25 και το άρθρο 16, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2015/1589, προκύπτει ότι η ανάκτηση της ενίσχυσης πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτόν, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, του ως άνω κανονισμού, «όλα τα αναγκαία μέτρα» που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2010, Scott και Kimberly Clark, C‑210/09, EU:C:2010:294, σκέψη 28, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑527/12, EU:C:2014:2193, σκέψη 38). Η ανάκτηση, εκ μέρους τους κράτους μέλους, των οφειλομένων ποσών πρέπει να είναι αποτελεσματική (απόφαση της 5ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑305/09, EU:C:2011:274, σκέψη 27).
40 Επιπλέον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την επιστροφή παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενίσχυσης είναι η εξάλειψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που προκαλείται εξαιτίας του πλεονεκτήματος που παρέσχε η παράνομη ενίσχυση, η ενίσχυση αυτή πρέπει να αναζητηθεί από την εταιρία που εξακολουθεί την οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης η οποία είχε ωφεληθεί αρχικώς από την ενίσχυση αυτή, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η εν λόγω εταιρία, στην πράξη, απολαύει ακόμη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που συνδέεται με την εν λόγω ενίσχυση (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, SNCF Mobilités κατά Επιτροπής, C‑127/16 P, EU:C:2018:165, σκέψεις 104 και 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο υπενθυμίζεται, εξάλλου, στο σημείο 83, πρώτη περίοδος, της ανακοίνωσης σχετικά με την ανάκτηση.
41 Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας αποφάσεως αποκλείουν, επομένως, ερμηνεία του άρθρου 288 ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ανακτήσουν κρατική ενίσχυση, κηρυχθείσα παράνομη και μη συμβατή προς την εσωτερική αγορά με απόφαση της Επιτροπής, αποκλειστικώς από τον προσδιοριζόμενο στην απόφαση αυτή αποδέκτη της επίμαχης ενίσχυσης.
42 Πράγματι, όσον αφορά απόφαση περί ανακτήσεως, με την οποία προσδιορίζεται επακριβώς, όπως εν προκειμένω, ο αποδέκτης ατομικής ενίσχυσης, επισημαίνεται ότι ο προσδιορισμός αυτός αντιστοιχεί μόνον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις της, σε αξιολόγηση της κατάστασης πραγματοποιηθείσα κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το εν λόγω θεσμικό όργανο κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο.
43 Ως εκ τούτου, ο εν λόγω προσδιορισμός αποτελεί μέρος του προσδιορισμού της ενίσχυσης την οποία αφορά η απόφαση της Επιτροπής. Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι εμποδίζει το οικείο κράτος μέλος να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση από άλλη επιχείρηση όταν, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η άλλη αυτή επιχείρηση συνεχίζει την οικονομική δραστηριότητα του αποδέκτη της ενίσχυσης και, στην πράξη, απολαύει ακόμη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που συνδέεται με την ενίσχυση.
44 Πράγματι, υπάρχει το ενδεχόμενο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνδέεται με ατομική ενίσχυση να μεταβιβασθεί σε άλλη επιχείρηση μετά την έκδοση της αποφάσεως περί ανακτήσεως από την Επιτροπή, για παράδειγμα επί πωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού, όπως υπενθυμίζεται στα σημεία 89 έως 92 της ανακοίνωσης σχετικά με την ανάκτηση.
45 Στην περίπτωση μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού, η εκτίμηση περί της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ των εταιριών που συμμετέχουν στη μεταβίβαση γίνεται σε συνάρτηση με το αντικείμενο της μεταβίβασης, ήτοι τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, τη χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία, το τίμημα της μεταβίβασης, την ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της αποκτώσας και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση, ήτοι μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της τελικής αποφάσεως, ή ακόμη και την οικονομική λογική της συναλλαγής (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, SNCF Mobilités κατά Επιτροπής, C‑127/16 P, EU:C:2018:165, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
46 Κατά συνέπεια, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο του καθήκοντος που υπέχουν να ανακτήσουν την ενίσχυση και να διασφαλίσουν πλήρως την αποτελεσματικότητα της αποφάσεως περί ανακτήσεως της Επιτροπής, στην οποία προσδιορίζεται επακριβώς ο αποδέκτης της ενίσχυσης, καθώς και να εξαλείψουν ουσιαστικά τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκαλείται από το συνδεόμενο με τη λήψη της ενίσχυσης ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, οφείλουν να προσδιορίσουν άλλη επιχείρηση πλην της προσδιοριζόμενης στην ως άνω απόφαση περί ανακτήσεως, στην περίπτωση κατά την οποία το συνδεόμενο με την επίμαχη ενίσχυση πλεονέκτημα μεταβιβάστηκε στην πράξη προς την άλλη αυτή επιχείρηση μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως περί ανακτήσεως.
47 Η ύπαρξη τέτοιας υποχρέωσης των εθνικών αρχών επιβεβαιώνεται από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία υπενθυμίζει ότι τα εθνικά δικαστήρια και η Επιτροπή διαδραματίζουν ρόλους που είναι συμπληρωματικοί αλλά διακριτοί (απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2023, RegioJet και STUDENT AGENCY, C‑700/22, EU:C:2023:960, σκέψη 13) και ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, να επιλαμβάνονται διαφορών στο πλαίσιο των οποίων υποχρεούνται να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν την έννοια της «ενίσχυσης» κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν είναι όμως αρμόδια να αποφαίνονται επί του αν μια κρατική ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, καθότι η κρίση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, η οποία ασκείται υπό τον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2020, Buonotourist κατά Επιτροπής, C‑586/18 P, EU:C:2020:152, σκέψη 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
48 Όσον αφορά τις αμφιβολίες που εκφράζει το αιτούν δικαστήριο ως προς το κατά πόσον τα σημειώματα και οι ανεπίσημες οδηγίες που παρασχέθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής στις εθνικές αρχές προκειμένου να εξετάσουν την οικονομική συνέχεια έχουν χαρακτήρα αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιου είδους θέσεις δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των πράξεων που είναι δυνατό να εκδοθούν βάσει του κανονισμού 2015/1589 και δεν μπορούν να θεωρηθούν δεσμευτικές για το εθνικό δικαστήριο. Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ωστόσο, ότι, στο μέτρο που τα στοιχεία τα οποία περιέχονται σε τέτοιου είδους θέσεις καθώς και στις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής, τις οποίες έχει ενδεχομένως ζητήσει το εθνικό δικαστήριο, σκοπούν στη διευκόλυνση της εκπλήρωσης του καθήκοντος των εθνικών αρχών στο πλαίσιο της άμεσης και αποτελεσματικής εκτέλεσης της αποφάσεως περί ανακτήσεως, και βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να τις λάβει υπόψη ως στοιχείο εκτιμήσεως στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί και να αιτιολογήσει την απόφασή του λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει κατατεθεί ενώπιόν του (πρβλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C‑69/13, EU:C:2014:71, σκέψεις 26, 28 και 31).
49 Κατά τρίτον, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, τα οποία συνοψίζονται στη σκέψη 32 της παρούσας απόφασης, πρέπει, όσον αφορά τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη, να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της δυνατότητας επιχείρησης ευρισκόμενης σε κατάσταση όπως εκείνη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης να μετάσχει στη διαδικασία έρευνας κρατικής ενίσχυσης από την Επιτροπή και, ενδεχομένως, να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και, αφετέρου, της δυνατότητας της επιχείρησης αυτής να μετάσχει σε διαδικασία ενώπιον εθνικής αρχής δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της εν λόγω επιχείρησης και του προσδιοριζόμενου στην απόφαση της Επιτροπής αποδέκτη της ενίσχυσης και υποχρεώνεται η ίδια αυτή επιχείρηση να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση, καθώς και, ενδεχομένως, της δυνατότητας προσβολής της εθνικής αυτής αποφάσεως.
50 Πρώτον, όσον αφορά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία, επισημαίνεται ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, για τη χορήγηση της ενίσχυσης. Στη διαδικασία αυτή, οι λοιποί ενδιαφερόμενοι πλην του οικείου κράτους μέλους δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το ως άνω κράτος μέλος. Η εν λόγω διαδικασία δεν είναι διαδικασία που κινείται κατά του αποδέκτη ή των αποδεκτών των ενισχύσεων, όπερ θα συνεπαγόταν ότι αυτός ή αυτοί θα μπορούσαν να απαιτήσουν την αναγνώριση δικαιωμάτων εξίσου ευρέων με τα δικαιώματα άμυνας αυτά καθεαυτά (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo, C‑56/18 P, EU:C:2020:192, σκέψεις 73 έως 75).
51 Όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο πραγματικός αποδέκτης ενίσχυσης, ο οποίος κατονομάζεται ως τέτοιος σε εθνική πράξη ανακτήσεως λόγω της ύπαρξης οικονομικής συνέχειας με τον προηγούμενο αποδέκτη, δεν μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται παράνομη και μη συμβατή και διατάσσεται η ανάκτησή της, επισημαίνεται ότι στον εν λόγω πραγματικό αποδέκτη διασφαλίζεται, ωστόσο, δικαστική προστασία από το δίκαιο της Ένωσης.
52 Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου έλεγχος εθνικής πράξης για την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής κρατικής ενίσχυσης πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί απλή συνέπεια του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Scott και Kimberly Clark, C‑210/09, EU:C:2010:294, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
53 Στο πλαίσιο αυτό, ο πραγματικός αποδέκτης ενίσχυσης μπορεί επίσης να προσβάλει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κηρύχθηκε παράνομη και μη συμβατή, εφόσον ο εν λόγω πραγματικός αποδέκτης δεν μπορεί πέραν πάσης αμφιβολίας να ασκήσει παραδεκτώς ευθεία προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, κατά της αποφάσεως αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2011, Bolton Alimentari, C‑494/09, EU:C:2011:87, σκέψεις 22 και 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Ιουλίου 2018, Georgsmarienhütte κ.λπ., C‑135/16, EU:C:2018:582, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βεβαίως, το εθνικό δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να διαπιστώνει το ίδιο την ακυρότητα μιας τέτοιας αποφάσεως, καθότι μόνον αρμόδιο να διαπιστώσει την ακυρότητα πράξεων της Ένωσης είναι το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Lucchini, C‑119/05, EU:C:2007:434, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, αν εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως μιας πράξης της Ένωσης, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή, ενδεχομένως, εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το ίδιο, είναι βάσιμοι, πρέπει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα περί εκτιμήσεως του κύρους, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την ακυρότητα πράξης της Ένωσης (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
54 Δεύτερον, όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων του πραγματικού αποδέκτη ενίσχυσης στο πλαίσιο διαδικασίας ενώπιον εθνικής αρχής, δυνάμενης να καταλήξει σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας και διατάσσεται η ανάκτηση της ενίσχυσης από τον εν λόγω πραγματικό αποδέκτη, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την παραδοχή ότι η διαπίστωση περί ύπαρξης οικονομικής συνέχειας εμπίπτει αποκλειστικώς στην εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής. Πλην όμως, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 16 έως 19 της παρούσας αποφάσεως, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη.
55 Εν πάση περιπτώσει, καίτοι από το γράμμα του άρθρου 41 του Χάρτη προκύπτει ότι αυτό δεν απευθύνεται στα κράτη μέλη (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, YS κ.λπ., C‑141/12 και C‑372/12, EU:C:2014:2081, σκέψη 67), εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των αποδεκτών αποφάσεων οι οποίες θίγουν αισθητά τα συμφέροντά τους υπέχουν, κατ’ αρχήν, και οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν αυτές λαμβάνουν μέτρα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 35). Επομένως, εναπόκειται στην εθνική αρχή που προτίθεται να εκδώσει απόφαση περί ανακτήσεως ενίσχυσης που έχει κηρυχθεί παράνομη, από τον πραγματικό αποδέκτη της ενίσχυσης αυτής, να διασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας του εν λόγω πραγματικού αποδέκτη.
56 Εξάλλου, από τη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο πραγματικός αποδέκτης της ενίσχυσης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τον έλεγχο μιας τέτοιας αποφάσεως από εθνικό δικαστήριο το οποίο, αν έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, μπορεί ή, κατά περίπτωση, οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.
57 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 108 και το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα άρθρα 16 και 31 του κανονισμού 2015/1589, καθώς και τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι, στην περίπτωση κατά την οποία απόφαση της Επιτροπής διατάσσει την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης από αποδέκτη της ενίσχυσης τον οποίο προσδιορίζει, δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στο πλαίσιο του καθήκοντος που υπέχουν προς εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, μπορούν να διατάξουν την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης από άλλη επιχείρηση λόγω ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ της επιχείρησης αυτής και του προσδιοριζόμενου στην εν λόγω απόφαση αποδέκτη της ενίσχυσης.
Επί των δικαστικών εξόδων
58 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 108 και το άρθρο 288, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα άρθρα 16 και 31 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ], καθώς και τα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
έχουν την έννοια ότι:
στην περίπτωση κατά την οποία απόφαση της Επιτροπής διατάσσει την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης από αποδέκτη της ενίσχυσης τον οποίο προσδιορίζει, δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας οι αρμόδιες εθνικές αρχές, στο πλαίσιο του καθήκοντος που υπέχουν προς εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, μπορούν να διατάξουν την ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης από άλλη επιχείρηση λόγω ύπαρξης οικονομικής συνέχειας μεταξύ της επιχείρησης αυτής και του προσδιοριζόμενου στην εν λόγω απόφαση αποδέκτη της ενίσχυσης.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.