This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62023CC0158
Opinion of Advocate General Medina delivered on 6 June 2024.###
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Medina της 6ης Ιουνίου 2024.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Medina της 6ης Ιουνίου 2024.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:461
Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
LAILA MEDINA
της 6ης Ιουνίου 2024 (1)
Υπόθεση C‑158/23 [Keren] (i)
T.G.
κατά
Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid
[αίτηση του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Δικαιούχοι διεθνούς προστασίας – Πρόσφυγες – Άρθρο 34 – Πρόσβαση σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης – Υποχρέωση εξασφάλισης πρόσβασης σε προγράμματα ένταξης – Σύμβαση της Γενεύης – Άρθρο 34 – Εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στους πρόσφυγες υποχρέωση κοινωνικής ένταξης – Υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων και ανάληψης των σχετικών εξόδων – Δυνατότητα υποβολής αίτησης χορήγησης δανείου για την κάλυψη των εν λόγω εξόδων – Υποχρέωση του ενδιαφερομένου να επιτύχει στις εξετάσεις εντός τριετίας – Μη ολοκλήρωση του προγράμματος ένταξης εντός της προβλεπόμενης περιόδου – Υποχρέωση καταβολής προστίμου – Υποχρέωση επιστροφής του δανείου»
1. Η ένταξη των προσφύγων είναι μια σημαντική και σύνθετη διαδικασία που απαιτεί προσπάθειες από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή τόσο τους ίδιους τους πρόσφυγες όσο και την κοινωνία της χώρας υποδοχής. Η διαδικασία της ένταξης έχει νομικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές πτυχές. Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη ότι διεθνή νομοθετήματα, όπως η Σύμβαση της Γενεύης (2), επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα κράτη νομική υποχρέωση διευκόλυνσης της «αφομοιώσεως και πολιτογραφήσεως» των προσφύγων (3). Η υποχρέωση αυτή έχει μεταφερθεί στο δίκαιο της Ένωσης με το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση (4), το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να «μεριμνούν για την πρόσβαση σε προγράμματα ένταξης […] ή [να] δημιουργούν προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε παρόμοια προγράμματα».
2. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ανέκυψε στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς μεταξύ του T.G. και του Minister van Sociale Zaken en Werkgelegenheid (Υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης, Κάτω Χώρες, στο εξής: Υπουργός). Η διαφορά έχει ως αντικείμενο την απόφαση του Υπουργού με την οποία, πρώτον, επιβλήθηκε πρόστιμο 500 ευρώ στον T.G., που είναι πρόσφυγας, επειδή δεν πέτυχε στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης εντός της απαιτούμενης προθεσμίας και, δεύτερον, διατάχθηκε ο T.G. να επιστρέψει δάνειο ύψους 10 000 ευρώ, το οποίο του χορηγήθηκε από τις ολλανδικές δημόσιες αρχές προκειμένου να καλύψει τα έξοδα των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης. Ο λόγος για τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση του Υπουργού ήταν ότι ο T.G. δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του κοινωνικής ένταξης εντός της προβλεπόμενης περιόδου.
3. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, εάν και σε ποιον βαθμό τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν, επί ποινή προστίμου, στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας (στο εξής: πρόσφυγες) (5) δυνάμει της οδηγίας για την αναγνώριση, υποχρέωση ολοκλήρωσης προγράμματος κοινωνικής ένταξης εντός εύλογου χρόνου με επιτυχή συμμετοχή σε σχετικές εξετάσεις και υποχρέωση πληρωμής των εξόδων των εξετάσεων αυτών καθώς και των σχετικών μαθημάτων προετοιμασίας. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στοιχείο της υπό κρίση υποθέσεως είναι το ότι τα εθνικά προγράμματα κοινωνικής ένταξης αποτελούν, στο πλαίσιο των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, τόσο δικαίωμα του πρόσφυγα δυνάμει του δικαίου της Ένωσης όσο και υποχρέωση την οποία υπέχει ο πρόσφυγας δυνάμει του εθνικού δικαίου.
I. Νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
4. Κρίσιμες για την υπό κρίση υπόθεση είναι οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 12, 13, 15, 16, 40, 41 και 47 της οδηγίας για την αναγνώριση.
5. Το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, το οποίο επιγράφεται «Πρόσβαση σε υπηρεσίες κοινωνικής ένταξης», ορίζει τα εξής:
«Προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στην κοινωνία, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόσβαση σε προγράμματα ένταξης τα οποία θεωρούν κατάλληλα για να λάβουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των δικαιούχων καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος επικουρικής προστασίας ή δημιουργούν προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε παρόμοια προγράμματα.»
Β. Το ολλανδικό δίκαιο
6. Το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση μεταφέρθηκε στην ολλανδική έννομη τάξη με τον Wet inburgering (νόμο περί κοινωνικής ένταξης), ο οποίος έχει ως σκοπό να ενθαρρύνει τους αλλοδαπούς υπηκόους να αναλαμβάνουν την ευθύνη για την ένταξή τους. Κατά το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, οι πρόσφυγες υπέχουν υποχρέωση κοινωνικής ένταξης όπως ακριβώς οι κάτοχοι ορισμένων άλλων αδειών διαμονής, παραδείγματος χάριν οι επί μακρόν διαμένοντες. Κατ’ αρχήν, όποιος υπέχει υποχρέωση κοινωνικής ένταξης [στο εξής και «υπόχρεος»] οφείλει να επιτύχει σε όλες τις δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης εντός περιόδου τριών ετών (στο εξής: περίοδος κοινωνικής ένταξης).
7. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 7b του νόμου αυτού, ο Υπουργός παρατείνει την ως άνω περίοδο κοινωνικής ένταξης στις περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να καταλογιστεί στον υπόχρεο ευθύνη για την υπέρβασή της ή όπου ο υπόχρεος παρακολουθεί μαθήματα αλφαβητισμού. Ο Υπουργός έχει την ευχέρεια να παρατείνει την περίοδο κοινωνικής ένταξης όταν ο υπόχρεος έχει καταβάλει, αποδεδειγμένα, προσπάθειες ένταξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Υπουργός έχει τη δυνατότητα να απαλλάξει τον ενδιαφερόμενο από τη συγκεκριμένη υποχρέωση.
8. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, κατά κανόνα, τα έξοδα των εθνικών προγραμμάτων ένταξης βαρύνουν τους υπόχρεους, οι οποίοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση χορήγησης δανείου μέχρι του ποσού των 10 000 ευρώ για τον σκοπό αυτόν. Το δάνειο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα μαθήματα κοινωνικής ένταξης, τις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης και/ή τα μαθήματα αλφαβητισμού. Οι πρόσφυγες δεν υποχρεούνται να επιστρέψουν το δάνειο εφόσον επιτύχουν σε όλες τις δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης εντός της περιόδου κοινωνικής ένταξης ή στην περίπτωση που, εντός της περιόδου αυτής, εξαιρεθούν ή απαλλαγούν από την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης. Εάν δεν εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους για κοινωνική ένταξη ή την εκπληρώσουν εκπροθέσμως οφείλουν, κατ’ αρχήν, να επιστρέψουν το πλήρες ποσό του δανείου.
9. Το άρθρο 4.16a της Regeling inburgering (κανονιστικής πράξεως περί κοινωνικής ένταξης) τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2022. Κατά τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εφαρμογή σε πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν σε διαδικασία αποπληρωμής του δανείου τους κατά την ως άνω ημερομηνία, το Δημόσιο μπορεί να παραιτηθεί από την αξίωση επιστροφής του συνόλου ή μέρους του δανείου. Ο Υπουργός διαγράφει, κατ’ αρχήν, απλώς μέρος της οφειλής, εάν ο υπόχρεος εκπληρώσει την επίμαχη υποχρέωση εντός έξι μηνών από το πέρας της προθεσμίας ή αν απαλλαγεί από τη συγκεκριμένη υποχρέωση εντός της περιόδου αυτής. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Υπουργός μπορεί επίσης να διαγράψει μέρος της οφειλής ακόμη και αν ο υπόχρεος δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης εντός έξι μηνών ή δύναται να διαγράψει εντελώς την οφειλή.
10. Η περίοδος αποπληρωμής του δανείου δεν επιτρέπεται να υπερβεί τα 10 έτη, λαμβανομένης υπόψη της ικανότητας καταβολής εκ μέρους του οφειλέτη. Σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής, ο Υπουργός μπορεί να καθορίσει το ποσό αποπληρωμής σε 0 ευρώ ανά μήνα. Οποιοδήποτε υπόλοιπο παραμείνει μετά τα 10 έτη διαγράφεται, εξαιρουμένων των ληξιπρόθεσμων δόσεων.
11. Το άρθρο 31, παράγραφος 1, του νόμου περί κοινωνικής ένταξης ορίζει ότι ο Υπουργός επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σε όποιον υπόχρεο δεν έχει συμμετάσχει επιτυχώς σε ορισμένες δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης εντός της τριετούς περιόδου ή εντός της περιόδου παράτασης.
12. Το άρθρο 32 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«Στην απόφαση επιβολής του διοικητικού προστίμου του άρθρου 31, παράγραφος 1, ο Υπουργός τάσσει νέα περίοδο, μέγιστης διάρκειας δύο ετών, εντός της οποίας το πρόσωπο που υπέχει υποχρέωση κοινωνικής ένταξης οφείλει, αφού του κοινοποιηθεί η απόφαση επιβολής του προστίμου, να συμμετάσχει εν τέλει επιτυχώς στις δοκιμασίες των εξετάσεων ένταξης που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχεία b και c.»
13. Κατά το άρθρο 33 του εν λόγω νόμου:
«1. Ο Υπουργός επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σε όποιον υπόχρεο δεν έχει συμμετάσχει επιτυχώς, εντός της τασσόμενης από το άρθρο 32 προθεσμίας, στις δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχεία b και c. Το άρθρο 32 εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.
2. Εάν το πρόσωπο που υπέχει υποχρέωση κοινωνικής ένταξης δεν έχει επιτύχει, μετά το πέρας της περιόδου του άρθρου 32, στις δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης που αναφέρονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχεία b και c, ο Υπουργός τού επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανά διετία.»
14. Το άρθρο 1, παράγραφος 1, των Beleidsregel boetevaststelling inburgering (κατευθυντηρίων γραμμών για τον καθορισμό των προστίμων στο πλαίσιο της κοινωνικής ένταξης), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, θέτει τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου. Μεταξύ των κριτηρίων αυτών συγκαταλέγονται ο αριθμός των ωρών παρακολούθησης τις οποίες αφιέρωσε το πρόσωπο που υπέχει υποχρέωση κοινωνικής ένταξης στα μαθήματα κοινωνικής ένταξης ή σε μαθήματα ολλανδικών ως δεύτερης γλώσσας, ο αριθμός των συμμετοχών του ενδιαφερομένου στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης ή στις εξετάσεις ολλανδικών ως δεύτερης γλώσσας και ο αριθμός των δοκιμασιών στις οποίες έχει επιτύχει στο πλαίσιο των εξετάσεων. Το άρθρο 1, παράγραφος 2, των κατευθυντηρίων γραμμών ορίζει ότι το ύψος του προστίμου καθορίζεται με βάση τον πίνακα που παρατίθεται στο παράρτημά τους.
15. Το παράρτημα που προσαρτάται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, περιέχει έναν πίνακα σύμφωνα με τον οποίο το πρόστιμο καθορίζεται στα 1 250 ευρώ για 0 έως 149 ώρες παρακολούθησης μαθημάτων, στα 875 ευρώ για 150 έως 299 ώρες παρακολούθησης μαθημάτων και στα 500 ευρώ για 300 ή περισσότερες ώρες παρακολούθησης μαθημάτων. Επιπλέον, η περίοδος κοινωνικής ένταξης μπορεί να παραταθεί, στην περίπτωση δε αυτή δεν επιβάλλεται πρόστιμο. Το ύψος του προστίμου μπορεί να μειωθεί κατά 20 % εάν ο ενδιαφερόμενος συμμετάσχει επιτυχώς σε μία δοκιμασία των εξετάσεων, 40 % εάν επιτύχει σε δύο δοκιμασίες των εξετάσεων, 60 % εάν επιτύχει σε τρεις δοκιμασίες και 80 % εάν επιτύχει σε τέσσερις ή περισσότερες δοκιμασίες.
II. Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
16. Ο T.G., υπήκοος Ερυθραίας, αφίχθη στις Κάτω Χώρες στην ηλικία των 17 ετών. Ακολούθως, έλαβε την άδεια προσωρινής διαμονής που εκδίδεται για τα άτομα στα οποία χορηγείται άσυλο και παρέχεται, συνακόλουθα, διεθνής προστασία από τις Κάτω Χώρες.
17. Στις 8 Ιανουαρίου 2016, όταν ο T.G. ήταν 18 ετών, ο Υπουργός τον ενημέρωσε ότι, από την 1η Φεβρουαρίου 2016, υπέχει υποχρέωση κοινωνικής ένταξης δυνάμει του νόμου περί κοινωνικής ένταξης. Τούτο σημαίνει, κατ’ αρχήν, ότι θα έπρεπε να συμμετάσχει επιτυχώς σε όλες τις δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης εντός χρονικής περιόδου τριών ετών. Ο Υπουργός παρέτεινε την περίοδο αυτή μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 2020, με την αιτιολογία ότι ο T.G. διέμενε σε κέντρο φιλοξενίας για σημαντικό διάστημα και είχε παρακολουθήσει προγράμματα κατάρτισης.
18. Δεδομένου ότι ο T.G. δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης εντός της προβλεπόμενης περιόδου, ο Υπουργός τού επέβαλε πρόστιμο ύψους 500 ευρώ και διέταξε την επιστροφή του συνολικού ποσού του δανείου ύψους 10 000 ευρώ το οποίο ο T.G. είχε λάβει από την Dienst Uitvoering Onderwijs (υπηρεσία υπεύθυνη για εκπαιδευτικά ζητήματα, Κάτω Χώρες).
19. Ο T.G. υπέβαλε ένσταση κατά της ως άνω αποφάσεως, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη από τον Υπουργό στις 25 Φεβρουαρίου 2021. Στις 4 Νοεμβρίου 2021, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή του T.G. κατά της αποφάσεως της 25ης Φεβρουαρίου 2021. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν αντιβαίνει στο άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, δεδομένου ότι θεσπίζει ένα καθεστώς που παρέχει τη δυνατότητα χορήγησης παρατάσεων και εξαιρέσεων. Επιπλέον, προβλέπει ότι η αποπληρωμή κάθε χορηγηθέντος δανείου θα γίνεται με βάση τις οικονομικές δυνατότητες του ιδιώτη. Το ίδιο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι ο Υπουργός εξέτασε και στάθμισε ευλόγως το σύνολο των περιστάσεων. Κατά το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ), ο Υπουργός έλαβε δεόντως υπόψη την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, παρατείνοντας την περίοδο κοινωνικής ένταξης από τα τρία στα τέσσερα έτη και μειώνοντας το ύψος του προστίμου. Το δικαστήριο, παραπέμποντας στην απόφαση P και S (6), έκρινε ότι το πρόστιμο δεν ήταν υπερβολικά υψηλό. Κατά το δικαστήριο αυτό, ο Υπουργός δεν όφειλε ούτε να άρει το πρόστιμο ούτε να παραιτηθεί από την αξίωση επιστροφής του δανείου.
20. Στις 2 Δεκεμβρίου 2021, δηλαδή 1 έτος και 10 μήνες μετά το πέρας της περιόδου κοινωνικής ένταξης, ο T.G. απαλλάχθηκε από την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης διότι, κατά τον Υπουργό, είχε καταβάλει, κατά τον χρόνο εκείνο, επαρκείς προσπάθειες ολοκλήρωσης των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης. Η απαλλαγή ουδόλως επηρέαζε την υποχρέωση του T.G. να καταβάλει το πρόστιμο και να επιστρέψει το δάνειο.
21. Ο T.G. άσκησε έφεση ενώπιον του Raad van State (Συμβουλίου της Επικρατείας, Κάτω Χώρες), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, κατά της αποφάσεως της 4ης Νοεμβρίου 2021.
22. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση απαγορεύει να επιβάλλεται στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας υποχρέωση κοινωνικής ένταξης –στο πλαίσιο της οποίας ο υπόχρεος οφείλει, επ’ απειλή προστίμου, να επιτύχει σε εξετάσεις, κατ’ αρχήν εντός τριετίας– καθώς και να βαρύνονται οι υπόχρεοι με το κόστος της παρακολούθησης των προγραμμάτων ένταξης.
23. Όσον αφορά, πρώτον, την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν στην υπό κρίση υπόθεση έχει εφαρμογή η απόφαση P και S (7), καθόσον η απόφαση αυτή αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (8), το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν υποχρέωση ένταξης, ενώ αντίστοιχη δυνατότητα δεν προβλέπεται από την οδηγία για την αναγνώριση.
24. Δεύτερον, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι μπορεί να επιβληθεί υποχρέωση κοινωνικής ένταξης δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει αν το θετικό δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης το οποίο απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης μπορεί τελικώς, δυνάμει του εθνικού δικαίου, να έχει ως αποτέλεσμα μια απαγορευμένη πρακτική που μπορεί να καταλογιστεί στο αντίστοιχο κράτος μέλος, αν το δικαίωμα αυτό καταλήγει να μην ασκείται.
25. Τρίτον, όσον αφορά τα έξοδα των προγραμμάτων ένταξης, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απαίτηση να καταβάλουν οι πρόσφυγες το σύνολο των δαπανών αυτών αντίκειται στο άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση. Συναφώς, το προαναφερθέν άρθρο απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνούν για την πρόσβαση όλων των προσφύγων στα προγράμματα ένταξης. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι ουδεμία επιρροή φαίνεται να ασκεί το γεγονός ότι οι υπόχρεοι έχουν τη δυνατότητα να συνάψουν συμφωνία ρύθμισης της πληρωμής, δεδομένου ότι η υποχρέωση αποπληρωμής μια σημαντικής οφειλής εξακολουθεί να υφίσταται για χρονικό διάστημα που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 10 έτη, όπερ ενδέχεται να παρεμποδίσει την ουσιαστική ένταξη στο κράτος μέλος υποδοχής.
26. Τέταρτον, ζήτημα εγείρεται ως προς το κατά πόσον το ύψος των προστίμων και του δανείου υπονομεύει την επίτευξη του σκοπού και την αποτελεσματικότητα του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επ’ αυτού ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν να μειώσουν το πρόστιμο, εφόσον τούτο κριθεί αναγκαίο προκειμένου να διασφαλιστεί η αναλογικότητά του. Ωστόσο, ο συνδυασμός του δανείου με το πρόστιμο μπορεί να θεωρηθεί ότι βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη συγκεκριμένη διάταξη σκοπού, δηλαδή της διευκόλυνσης της ένταξης. Ορισμένες συμφωνίες ρύθμισης της πληρωμής ενδέχεται πράγματι να μετριάσουν τις επιπτώσεις των οικονομικών αυτών επιβαρύνσεων. Ωστόσο, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, ο T.G. υποστήριξε ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να λειτουργήσει ως αντικίνητρο για εργασία, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ένταξή του.
27. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1. Έχει το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 7b του [νόμου περί κοινωνικής ένταξης], η οποία επιβάλλει στους [πρόσφυγες], επ’ απειλή προστίμου, την υποχρέωση να συμμετάσχουν επιτυχώς σε εξέταση κοινωνικής ένταξης;
2. Έχει το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση την έννοια ότι αντίκειται σε εθνική διάταξη σύμφωνα με την οποία οι [πρόσφυγες] βαρύνονται κατ’ αρχήν οι ίδιοι με το συνολικό κόστος των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης;
3. Έχει σημασία για την απάντηση του δεύτερου ερωτήματος το γεγονός ότι οι [πρόσφυγες] μπορούν να λάβουν από το κράτος δάνειο για την πληρωμή των εξόδων των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης και ότι το δάνειο αυτό διαγράφεται εάν επιτύχουν εγκαίρως στην εξέταση κοινωνικής ένταξης ή εάν απαλλαχθούν ή εξαιρεθούν εγκαίρως από την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης;
4. Σε περίπτωση που το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση επιτρέπει την επιβολή στους [πρόσφυγες], επ’ απειλή προστίμου, της υποχρέωσης να συμμετάσχουν επιτυχώς σε εξέταση κοινωνικής ένταξης και την επιβάρυνσή τους με το συνολικό κόστος των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης, επηρεάζει το ύψος του ποσού του δανείου που πρέπει να επιστραφεί, ενδεχομένως σε συνδυασμό με το πρόστιμο, την υλοποίηση του σκοπού και της πρακτικής αποτελεσματικότητας του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση;»
28. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο T.G., η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 20 Φεβρουαρίου 2024.
III. Ανάλυση
29. Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εγείρει το ζήτημα σε ποιον βαθμό τα κράτη μέλη μπορούν, δυνάμει της οδηγίας για την αναγνώριση, να επιβάλλουν στους πρόσφυγες, πρώτον, υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης επί ποινή προστίμου και, δεύτερον, υποχρέωση ανάληψης του συνόλου ή μέρους των εξόδων των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και της σχετικής εξέτασης.
30. Παρατηρώ, κατ’ αρχάς, ότι το ολλανδικό δίκαιο περιέχει τέσσερα διακριτά είδη υποχρεώσεων, δηλαδή, πρώτον, την υποχρέωση συμμετοχής σε μαθήματα κοινωνικής ένταξης, δεύτερον, την υποχρέωση ανάληψης του κόστους των μαθημάτων (για την οποία δύναται να χορηγηθεί δάνειο), τρίτον, την υποχρέωση συμμετοχής και επιτυχίας σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης (και πληρωμής των σχετικών παραβόλων) και, τέταρτον, τις οικονομικές υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ενδεχόμενη αποτυχία στις εξετάσεις, δηλαδή την καταβολή προστίμου και την επιστροφή του δανείου.
31. Λαμβανομένου υπόψη ότι η υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης συνεπάγεται την υποχρέωση ανάληψης των σχετικών εξόδων, οι δύο αυτές υποχρεώσεις είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Από χρονολογικής απόψεως, οι δύο πρώτες υποχρεώσεις προηγούνται της υποχρέωσης συμμετοχής και επιτυχίας στις εξετάσεις ένταξης και των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την αποτυχία στις εν λόγω εξετάσεις. Κατά συνέπεια, στις παρούσες προτάσεις, θα εξετάσω εάν οι υποχρεώσεις αυτές συνάδουν προς το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση όχι όμως με τη σειρά με την οποία τις αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, αλλά, αντιθέτως, με βάση τη χρονολογική τους σειρά. Επιπλέον, με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να εξετάσει αν οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις υπονομεύουν την πρακτική αποτελεσματικότητα (effet utile) της οδηγίας για την αναγνώριση. Το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί από κοινού με τα λοιπά ζητήματα.
32. Με αυτά τα δεδομένα κατά νου, θα ξεκινήσω την ανάλυσή μου εξετάζοντας τις υποχρεώσεις παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και ανάληψης των σχετικών εξόδων, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος και του πρώτου σκέλους του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος (υπό Α). Ακολούθως, θα στραφώ στην εξέταση της υποχρέωσης συμμετοχής και επιτυχίας στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης και των οικονομικών υποχρεώσεων που συνεπάγεται η αποτυχία στις εξετάσεις αυτές, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και του δεύτερου σκέλους του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος (υπό Β).
Α. Η υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και η υποχρέωση ανάληψης των σχετικών εξόδων
33. Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα καθώς και το πρώτο σκέλος του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική νομοθεσία η οποία απαιτεί από τους πρόσφυγες να καλύπτουν το σύνολο των εξόδων που συνεπάγεται η παρακολούθηση των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και αν ασκεί ενδεχομένως οποιαδήποτε επιρροή το γεγονός ότι οι πρόσφυγες μπορούν να λάβουν κρατικό δάνειο προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το κόστος των μαθημάτων, καθώς και ότι το δάνειο αυτό διαγράφεται εφόσον επιτύχουν στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης ή απαλλαγούν από την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης εγκαίρως.
34. Πριν απαντήσω στα ανωτέρω ερωτήματα, θεωρώ σκόπιμο να προχωρήσω σε ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τις έννοιες της ένταξης, των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και των εξετάσεων ένταξης. Ακολούθως, δεδομένου ότι η υποχρέωση συμμετοχής στα εν λόγω μαθήματα συνεπάγεται και υποχρέωση πληρωμής τους, θα εξετάσω κατά πόσον η πρώτη αυτή υποχρέωση συνάδει με το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση. Κατόπιν τούτου, θα στραφώ στην εξέταση της επακόλουθης υποχρέωσης.
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τα μαθήματα κοινωνικής ένταξης και τις εξετάσεις για πρόσφυγες
35. Κατ’ αρχάς, πρώτον, υπογραμμίζω ότι, όπως εξηγεί το αιτούν δικαστήριο, ούτε η χορήγηση ούτε η διατήρηση του καθεστώτος πρόσφυγα εξαρτάται από τους επίμαχους στην κύρια δίκη εθνικούς κανόνες.
36. Δεύτερον, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου συνάγω ότι, κατά την ολλανδική νομοθεσία, τα πρόσωπα που υπέχουν υποχρέωση κοινωνικής ένταξης οφείλουν, εντός χρονικού διαστήματος τριών ετών –το οποίο, πάντως, μπορεί να παραταθεί– να συμμετάσχουν επιτυχώς σε μια εξέταση που αποτελείται από διάφορες δοκιμασίες, περιλαμβανομένης της εξέτασης των προφορικών και γραπτών ικανοτήτων στην ολλανδική γλώσσα, επιπέδου Α2 τουλάχιστον, και της εξέτασης γνώσεως της ολλανδικής κοινωνίας (9). Τα μαθήματα συνδέονται προφανώς με την εξέταση και, συνεπώς, αφορούν την εκμάθηση της γλώσσας και τη γνώση της ολλανδικής κοινωνίας (10). Ως εκ τούτου, για τους σκοπούς της ανάλυσης στις παρούσες προτάσεις, ο όρος «μαθήματα κοινωνικής ένταξης» αναφέρεται στα μαθήματα που αφορούν τη γνώση της γλώσσας και της κοινωνίας της χώρας υποδοχής (το «κοινωνικό» στοιχείο της ως άνω φράσης), ενώ το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον όρο «εξετάσεις κοινωνικής ένταξης», ο οποίος περιλαμβάνει την εξέταση των γνώσεων της γλώσσας και της κοινωνίας της χώρας υποδοχής (11).
37. Τρίτον, για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των υπηκόων τρίτων χωρών και των προσφύγων, αφού μόνον οι δεύτεροι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της Γενεύης και της οδηγίας για την αναγνώριση (12). «Όταν οι πρόσφυγες συναριθμούνται στην ευρύτερη κατηγορία των “μεταναστών”, είναι πιο πιθανόν ο έλεγχος της μετακίνησής τους να υπερισχύσει της ικανοποίησης των αναγκών προστασίας τους. Όσο πιο δυσδιάκριτη γίνεται η διαχωριστική γραμμή μεταξύ “μεταναστών” και “προσφύγων”, τόσο περισσότερο θολώνει η διάκριση μεταξύ του μεταναστευτικού ελέγχου και της προστασίας των προσφύγων» (13).
38. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, στη σκέψη 48 της αποφάσεως P και S (14), ότι μέσω της υποχρέωσης επιτυχούς συμμετοχής σε εξέταση κοινωνικής ένταξης εξασφαλίζεται ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών αποκτούν γνώσεις οι οποίες είναι αναμφιβόλως χρήσιμες για τη δημιουργία δεσμών με το κράτος μέλος υποδοχής και ότι η υποχρέωση αυτή, σε συνδυασμό με την επιβολή προστίμου, δύναται να συμβάλει στην επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με την οδηγία 2003/109. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/109 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν υποχρέωση ένταξης, ενώ η οδηγία για την αναγνώριση δεν περιέχει αντίστοιχη πρόβλεψη, η συγκεκριμένη απόφαση δεν μπορεί να εφαρμοστεί mutatis mutandis στην υπό κρίση υπόθεση.
39. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι στον T.G. έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα, οι παρούσες προτάσεις εξετάζουν μόνο τα δικαιώματα που απονέμονται στους πρόσφυγες. Στο πλαίσιο αυτό, το βασικό ζήτημα είναι το κατά πόσον τα κράτη μέλη, τα οποία υπέχουν θετική υποχρέωση διευκόλυνσης της ένταξης των προσφύγων, μπορούν να επιβάλουν στους πρόσφυγες υποχρεώσεις όσον αφορά τα μέτρα ένταξης, και εάν ναι, ποιες είναι αυτές.
2. Υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης
40. Από τη διάταξη περί παραπομπής συνάγεται ότι το ολλανδικό καθεστώς κοινωνικής ένταξης θεωρείται, στον βαθμό που επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση χορήγησης πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης και παρέχει στους πρόσφυγες το συνακόλουθο δικαίωμα απόκτησης πρόσβασης στα προγράμματα αυτά, ως μέτρο το οποίο μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση (15). Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να εξεταστούν η νομική φύση του εν λόγω μέτρου και οι απαιτήσεις του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν στους πρόσφυγες υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης.
α) Τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποχρεωτικότητα της συμμετοχής σε προγράμματα ένταξης
41. Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε σχέση με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Ένωση και τα κράτη μέλη έχουν συντρέχουσες αρμοδιότητες δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιʹ, ΣΛΕΕ (16). Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν οι Συνθήκες απονέμουν στην Ένωση συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη σε συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της (17). Όσον αφορά τα προγράμματα ένταξης, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν για την πρόσβαση σε τέτοια προγράμματα. Η υποχρέωση αυτή απορρέει από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως, η οποία ορίζει ότι «τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόσβαση σε προγράμματα ένταξης». Συμπληρωματικά προς την ως άνω υποχρέωση, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση απονέμει στους πρόσφυγες δικαίωμα πρόσβασης στα εν λόγω προγράμματα (18).
42. Εξ αυτού συνάγεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη επιβάλλει στα κράτη μέλη –και μόνο στα κράτη μέλη– την υποχρέωση να εγγυώνται την πρόσβαση σε προγράμματα ένταξης και να λαμβάνουν επίσης υπόψη τους, κατά την παροχή της πρόσβασης αυτής, τις ειδικές ανάγκες των προσφύγων (19). Ως εκ τούτου, από κανένα σημείο της επίμαχης διατάξεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι απαιτείται από τους πρόσφυγες να συμμετέχουν στα μέτρα ένταξης. Κατά τη γνώμη μου, τέτοια απαίτηση θα έβαινε πέραν του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπού (20). Όσον αφορά τους πρόσφυγες, η οδηγία για την αναγνώριση παρέχει μεν δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης, αλλά δεν επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση. Υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση του σχετικού δικαιώματος δεν υπόκειται σε περιορισμούς αντίθετους προς το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως, προς την οδηγία για την αναγνώριση, τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποχρεωτικότητα, ή μη, της συμμετοχής σε προγράμματα ένταξης. Υπ’ αυτή την επιφύλαξη, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν στους πρόσφυγες υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας και, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης (21).
43. Το ζήτημα που ανακύπτει ακολούθως είναι σε ποιον βαθμό το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία ότι οι πρόσφυγες είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν σε προγράμματα ένταξης, για τον λόγο ότι τέτοια υποχρέωση ενδέχεται να θίγει τα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης.
β) Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την οδηγία για την αναγνώριση
44. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να εφαρμόζουν εθνική νομοθεσία η οποία ενδέχεται να διακυβεύσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οδηγία για την αναγνώριση σκοπών και, συνεπώς, να την καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (22). Είναι σημαντικό οι εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις να μην είναι ικανές να υπονομεύσουν τις ελάχιστες απαιτήσεις τις οποίες θεσπίζει η ως άνω οδηγία και, ιδίως, το άρθρο 34 αυτής.
45. Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (23).
1) Η γραμματική ερμηνεία
46. Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, όπως προαναφέρθηκε (24), πρώτον, το άρθρο αυτό προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να εγγυώνται την πρόσβαση σε προγράμματα ένταξης καθώς και συνακόλουθο δικαίωμα των προσφύγων να έχουν πρόσβαση στα προγράμματα αυτά.
47. Όσον αφορά τους όρους «ένταξη» και «διευκόλυνση», είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών. Η ένταξη επέρχεται συνήθως όταν τα άτομα είναι σε θέση να υιοθετήσουν τα πολιτιστικά πρότυπα του κυρίαρχου πολιτισμού ή του πολιτισμού της χώρας υποδοχής διατηρώντας, παράλληλα, τον πολιτισμό της χώρας καταγωγής τους –και γι’ αυτόν τον λόγω χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο της αμφιπολιτισμικότητας (25)–, ενώ η φράση «διευκόλυνση της ένταξης» έχει την έννοια της θέσπισης μέτρων τα οποία, μεταξύ άλλων, παρέχουν στους πρόσφυγες στήριξη και συμβουλές, ασφάλεια, σταθερότητα, προγράμματα ένταξης, πολιτιστικούς δεσμούς, γλωσσικά μαθήματα ή μαθήματα γνώσης του πολιτισμού, των εθνικών αξιών, των θεμελιωδών κανόνων, αρχών και τρόπων ζωής (26). Εξ αυτού συνάγεται ότι ο στόχος της διευκόλυνσης της ένταξης συνεπάγεται μια υποχρέωση συνδεδεμένη με την κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής. Ως εκ τούτου, όταν το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση αναφέρεται σε μια τέτοια διευκόλυνση, επιβάλλει μια υποχρέωση στα κράτη μέλη, τα οποία καλούνται να λάβουν θετικά μέτρα που θα δώσουν στους πρόσφυγες τη δυνατότητα να ενταχθούν (27). Επιπλέον, ο όρος αυτός περιλαμβάνει όχι μόνο τα μαθήματα, αλλά και τη σφυρηλάτηση άλλων νομικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δεσμών, καθώς και τη θεσμοθέτηση ενός φάσματος μέτρων στήριξης. Επομένως, τα προγράμματα ένταξης, τα οποία, κατά κανόνα, έχουν τη μορφή μαθημάτων ένταξης, αποτελούν έναν μόνον από τους πολλούς τρόπους διευκόλυνσης της ένταξης. Όπως καθίσταται σαφές στην αιτιολογική σκέψη 47 της οδηγίας για την αναγνώριση, μεταξύ των προγραμμάτων αυτών περιλαμβάνονται, εφόσον χρειαστεί, προγράμματα γλωσσικής κατάρτισης και «παροχής ενημέρωσης για τα ατομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με το καθεστώς προστασίας [των προσφύγων] στο οικείο κράτος μέλος» (28).
48. Δεύτερον, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση προβλέπει την υποχρέωση παροχής «πρόσβασης σε προγράμματα ένταξης» ή της «δημιουργίας προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε παρόμοια προγράμματα». Η φράση «δημιουργία προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την πρόσβαση σε […] προγράμματα [ένταξης]» υποδηλώνει ότι τα κράτη μέλη υπέχουν θετική υποχρέωση να διαμορφώσουν τις κατάλληλες συνθήκες ώστε οι πρόσφυγες να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε προγράμματα ένταξης. Παρά τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» στην ως άνω διάταξη, το λογικό συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι η υποχρέωση δημιουργίας των εν λόγω προϋποθέσεων αποτελεί συμπληρωματική υποχρέωση σε σχέση με την υποχρέωση διασφάλισης πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης και προκύπτει όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο χρειάζεται βοήθεια για την πρόσβαση στα προγράμματα αυτά.
49. Τρίτον, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση ορίζει ότι τα προγράμματα ένταξης πρέπει να είναι «κατάλληλα για να λάβουν υπόψη τις ειδικές ανάγκες των [προσφύγων]». Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 47, τα παρεχόμενα στους πρόσφυγες προγράμματα ένταξης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους, στο μέτρο του δυνατού, τις ειδικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες της κατάρτισης των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, της γλωσσικής κατάρτισης και της παροχής ενημέρωσης για τα ατομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με το καθεστώς προστασίας τους στο οικείο κράτος μέλος.
50. Επομένως, μολονότι από τη γραμματική ερμηνεία προκύπτει ότι το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικές ανάγκες των προσφύγων, εντούτοις δεν αποσαφηνίζεται αν τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν στους πρόσφυγες υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης. Κατά συνέπεια, είναι κρίσιμο να εξεταστούν τόσο το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη όσο και ο σκοπός της οδηγίας συνολικά.
2) Η συστηματική ερμηνεία
51. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία για την αναγνώριση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τη Σύμβαση της Γενεύης και τις λοιπές συναφείς συμβάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθώς και με τα δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) (29). Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η νομολογία σχετικά με τα δικαιώματα τα οποία απονέμονται από το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση.
i) Το άρθρο 34 της Συμβάσεως της Γενεύης
52. Το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση μεταφέρει, καίτοι μερικώς, στην έννομη τάξη της Ένωσης το άρθρο 34 της Συμβάσεως της Γενεύης, όπερ σημαίνει ότι η πρώτη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της δεύτερης, αλλά μόνο κατά το μέτρο που αυτή έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο της Ένωσης. Το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση πρέπει να εξασφαλίζει επίπεδο προστασίας αντίστοιχο προς εκείνο που παρέχεται από το άρθρο 34 της Συμβάσεως της Γενεύης (30).
53. Συναφώς, από το γράμμα του άρθρου 34 της Συμβάσεως της Γενεύης καθίσταται σαφές ότι τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν, μεταξύ άλλων, να διευκολύνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αφομοίωση των προσφύγων. Ο σχολιασμός της Συμβάσεως της Γενεύης (31) συνηγορεί υπέρ του συμπεράσματος ότι η Σύμβαση της Γενεύης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να παρέχουν πρόσβαση σε γλωσσική κατάρτιση. Ο όρος «αφομοίωση» αναφέρεται στα γλωσσικά μαθήματα και στις γνώσεις για την κοινωνία. Συνεπώς, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καθιερώνει ένα ελάχιστο πρότυπο αναφορικά με την ένταξη στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής.
54. Επιπλέον, από τον όρο «διευκόλυνση» στο άρθρο 34 της Συμβάσεως της Γενεύης συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την ευάλωτη θέση των προσώπων που υπόκεινται στο καθεστώς πρόσφυγα, μια παραδοχή η οποία είναι καθοριστικής σημασίας για την εν λόγω σύμβαση. Οι συντάκτες της Συμβάσεως της Γενεύης έχουν αποκλείσει την επιβολή καταναγκασμών ή υποχρεώσεων στους πρόσφυγες (32). H UNHCR υπογραμμίζει επίσης ότι λόγω της ιδιαιτέρως ευάλωτης θέσης στην οποία βρίσκονται οι πρόσφυγες, δεν πρέπει να επιβάλλονται κυρώσεις σε όσους εξ αυτών αποτυγχάνουν σε γλωσσικές δοκιμασίες (33). Σκοπός της «διευκόλυνσης της αφομοίωσης» κατά την έννοια του άρθρου 34 της Συμβάσεως της Γενεύης είναι να παρέχεται στους πρόσφυγες η δυνατότητα απόλαυσης διαφόρων δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα. Επομένως, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της Συμβάσεως της Γενεύης, έχει την έννοια ότι σκοπός του είναι να προάγεται η ένταξη στην κοινωνία και όχι να επιβάλλονται περιορισμοί που ενδέχεται να διακυβεύσουν την υλοποίηση του σκοπού αυτού. Ομοίως, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο της διευκόλυνσης της ένταξης, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την ευάλωτη θέση των προσώπων που υπόκεινται στο καθεστώς του πρόσφυγα και να διασφαλίζουν την απόλαυση των δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς αυτό.
ii) Το δικαίωμα ασύλου το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 18 του Χάρτη
55. Στο άρθρο 18 του Χάρτη κατοχυρώνεται το «δικαίωμα ασύλου». Όπως διευκρινίζεται στις σχετικές με τη συγκεκριμένη διάταξη επεξηγήσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία του (34), «[τ]ο κείμενο του άρθρου βασίστηκε στο [πρώην άρθρο 63 της Συνθήκης ΕΚ], που έχει πλέον αντικατασταθεί από το άρθρο 78 [ΣΛΕΕ], το οποίο επιβάλλει στην Ένωση την τήρηση της Συμβάσεως της Γενεύης περί των προσφύγων». Ως εκ τούτου, οι επεξηγήσεις συνηγορούν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι συγγραφείς, υπέρ της άποψης ότι το άρθρο 18 του Χάρτη δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο, αλλά θέτει απλώς σε εφαρμογή τις εγγυήσεις που καθορίζονται στη Σύμβαση της Γενεύης και το πρωτόκολλό της (35).
56. Ωστόσο, η παραπομπή στη Σύμβαση της Γενεύης δεν σημαίνει ότι το άρθρο 18 του Χάρτη δεν έχει προστιθέμενη αξία. Κατ’ αρχάς, το δικαίωμα ασύλου δεν θεμελιώνεται στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, αλλά κατοχυρώνεται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, και όχι μόνον ως νομική βάση που παρέχει στον νομοθέτη της Ένωσης τη δυνατότητα να ενσωματώσει στην έννομη τάξη της Ένωσης τη Σύμβαση της Γενεύης, αλλά και ως θεμελιώδες δικαίωμα. Σε αντίθεση με τη Σύμβαση της Γενεύης, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει απλώς διεθνείς υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα κράτη, ο Χάρτης προσδίδει στο δικαίωμα ασύλου διάσταση θεμελιώδους δικαιώματος.
57. Κατά τη γνώμη μου, η διάσταση αυτή ενισχύει την άποψη ότι το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση και οι λοιπές διατάξεις του κεφαλαίου VII της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι θεσπίζουν δικαιώματα, καθόσον αποτελούν απτή έκφραση του άρθρου 18 του Χάρτη (36). Συνεπώς, το γεγονός ότι απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα επιβάλουν στους πρόσφυγες υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης δεν είναι δυνατόν να θέσει υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα ασύλου αυτό καθεαυτό, ούτε να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα των δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα.
58. Συνεπώς, φρονώ ότι το άρθρο 18 του Χάρτη ενισχύει έτι περαιτέρω την άποψη ότι το νόημα του δικαιώματος ασύλου έγκειται, κατά πρώτο και κύριο λόγο, στην απονομή δικαιωμάτων στους πρόσφυγες, και όχι στην επιβολή υποχρεώσεων ικανών να υπονομεύσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εν λόγω δικαιωμάτων.
iii) Τα δικαιώματα που παρέχονται από το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση
59. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του κεφαλαίου VII της οδηγίας για την αναγνώριση. Ειδικότερα, όσον αφορά τα δικαιώματα που παρέχονταν από το κεφάλαιο VII της οδηγίας 2004/83, το οποίο αποτελεί τον πρόδρομο του κεφαλαίου VII της οδηγίας για την αναγνώριση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «[δ]εδομένου ότι τα δικαιώματα που παρέχονται στους πρόσφυγες απορρέουν από την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα […], κάθε πρόσφυγας πρέπει, όσο διατηρεί αυτή την ιδιότητα, να απολαύει των διασφαλιζόμενων από την οδηγία 2004/83 δικαιωμάτων, τα οποία μάλιστα δεν επιτρέπεται να περιορίζονται παρά μόνον αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το κεφάλαιο VII της ως άνω οδηγίας, εφόσον τα κράτη μέλη δεν έχουν δικαίωμα να προσθέτουν άλλους περιορισμούς πέραν των προβλεπομένων» (37). Δεδομένου ότι το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση περιέχει διατάξεις οι οποίες είναι σχεδόν πανομοιότυπες με εκείνες του προδρόμου του κεφαλαίου VII, η σχετική νομολογία εξακολουθεί να ασκεί επιρροή. Υπ’ αυτή την οπτική, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι τα κράτη μέλη ουδεμία διακριτική ευχέρεια διαθέτουν ως προς το αν θα συνεχίσουν, ή όχι, να παρέχουν σε έναν πρόσφυγα τα βασικά ευεργετήματα τα οποία εγγυάται το κεφάλαιο VII της οδηγίας 2004/83 (38).
60. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να αποσαφηνισθεί αν η υποχρέωση παρακολούθησης των επίμαχων στην κύρια δίκη μαθημάτων κοινωνικής ένταξης προσθέτει στα δικαιώματα τα οποία συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα περιορισμούς που δεν προβλέπονται από το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση και, ιδίως, αν επηρεάζει την πρόσβαση των προσφύγων στα προγράμματα ένταξης που τους εγγυάται η οδηγία (39).
3) Η τελολογική ερμηνεία
61. Όπως προαναφέρθηκε, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να αποτρέπουν τους πρόσφυγες ούτε από την απόκτηση πραγματικής πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης ούτε από την απόλαυση των λοιπών δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα (40). Συνεπώς, τα κράτη μέλη, όταν επιβάλλουν όρους τους οποίους οι πρόσφυγες οφείλουν να ικανοποιήσουν προκειμένου να συμμετάσχουν στα προγράμματα ένταξης, πρέπει να σέβονται τους δύο σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση: πρώτον, τη διασφάλιση πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης ή τη δημιουργία προϋποθέσεων που εξασφαλίζουν την πρόσβαση στα προγράμματα αυτά και, δεύτερον, τη συνεκτίμηση των ειδικών αναγκών των προσφύγων.
62. Όσον αφορά τον πρώτο σκοπό, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών, η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την Πρόταση της Επιτροπής αναφέρει ότι στόχος των προγραμμάτων ένταξης είναι να παρέχεται «ειδική στήριξη στις μειονεκτούσες ομάδες» «και όχι απλώς να τους παραχωρείται ισότιμη πρόσβαση στις ευκαιρίες εργασίας και εκπαίδευσης» (41). Ως εκ τούτου, στον βαθμό που το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση συνιστά μέτρο εξίσωσης προς τα πάνω μιας «μειονεκτούσας ομάδας», προκειμένου η ομάδα αυτή να φτάσει σε επίπεδο αντίστοιχο προς εκείνο των πολιτών του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τις ευκαιρίες εργασίας και εκπαίδευσης, το μέτρο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματικά η πρόσβαση στα προγράμματα ένταξης (42). Ειδάλλως, το συγκεκριμένο μέτρο δεν πρόκειται να επιτύχει τον στόχο εξίσωσης προς τα πάνω.
63. Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, βάσει του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, τα κράτη μέλη πρέπει επίσης «να λάβουν υπόψη [τους] τις ειδικές ανάγκες των δικαιούχων καθεστώτος πρόσφυγα» (43). Η δε αιτιολογική σκέψη 47 προσθέτει ότι οι ειδικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες της κατάστασης των προσφύγων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, στα προγράμματα ένταξης που τους παρέχονται, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, της γλωσσικής κατάρτισης και της παροχής ενημέρωσης για τα ατομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις σχετικά με το καθεστώς προστασίας τους στο οικείο κράτος μέλος.
64. Επιπλέον, στο πλαίσιο των προπαρασκευαστικών εργασιών, η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την πρόσβαση στα προγράμματα κοινωνικής ενσωμάτωσης και το περιεχόμενο της παρεχόμενης από την οδηγία για την αναγνώριση προστασίας ότι «[γ]ια τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται επίσημα στους δικαιούχους προστασίας, πρέπει να εξετασθούν οι ειδικές προκλήσεις ένταξης τις οποίες πρέπει αυτοί να αντιμετωπίσουν» (44). Όσον αφορά την πρόσβαση στα προγράμματα κοινωνικής ενσωμάτωσης, κατά την Επιτροπή, «[ο]ι πραγματικές ευκαιρίες ένταξης των [προσφύγων] θα αυξάνονταν σημαντικά εάν το διαφορετικό εκπαιδευτικό και επαγγελματικό ιστορικό τους ή οι άλλες ιδιαιτερότητες της κατάστασής τους λαμβάνονταν δεόντως υπόψη από τις υπηρεσίες κοινωνικής ένταξης» (45).
65. Στην εκτίμηση επιπτώσεων για την προαναφερθείσα Πρόταση παρατίθενται ως παραδείγματα τέτοιων προγραμμάτων ένταξης «εισαγωγικά προγράμματα και γλωσσική κατάρτιση προσαρμοσμένα, στο μέτρο του δυνατού, σε αυτές τις ειδικές ανάγκες» (46). Η μνεία στην έννοια της «καταλληλότητας» σημαίνει ότι τα κράτη μέλη «διαθέτουν την ευελιξία να εφαρμόσουν τα μέτρα που θεωρούν ως πλέον κατάλληλα και αποτελεσματικά, λαμβάνοντας υπόψη τους κρίσιμα στοιχεία όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο και το επαγγελματικό ιστορικό των ενδιαφερομένων προσώπων, το μέγεθος και τη σύνθεση των κοινωνιών των δικαιούχων διεθνούς προστασίας» (47).
66. Εξ αυτού συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι η επιβολή της υποχρέωσης παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης στους πρόσφυγες δεν συνιστά, από μόνη της, περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης και, ως εκ τούτου, δεν απαγορεύεται από το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση. Ωστόσο, υπό το πρίσμα του σκοπού της διευκόλυνσης της ένταξης, τα μαθήματα αυτά πρέπει να είναι προσαρμοσμένα, κατά το μέτρο του δυνατού, στις ανάγκες των προσφύγων και, όπου ενδείκνυται, να συμβάλλουν στην εξίσωση προς τα πάνω μιας «μειονεκτούσας ομάδας».
γ) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση
67. Στην υπό κρίση υπόθεση, ουδεμία αμφιβολία χωρεί ότι η απόκτηση γνώσεων της γλώσσας και της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής συμβάλλει στη διευκόλυνση της καθημερινής άσκησης της πλειονότητας των δικαιωμάτων που εγγυάται η οδηγία για την αναγνώριση, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την εκπαίδευση, την κοινωνική προστασία, την υγειονομική περίθαλψη ή τη στέγαση. Συνεπώς, η παρακολούθηση μαθημάτων κοινωνικής ένταξης πιθανότατα διευκολύνει την επίτευξη των επιδιωκόμενων από την οδηγία για την αναγνώριση σκοπών και καθιστά δυνατή, στην πράξη, την απόλαυση των δικαιωμάτων που συνδέονται με το καθεστώς του πρόσφυγα. Συνακόλουθα, η υποχρέωση συμμετοχής στα εν λόγω μαθήματα δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζει, από μόνη της, την πρόσβαση στα δικαιώματα που απονέμει το κεφάλαιο VII, και πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση.
68. Ωστόσο, το ως άνω συμπέρασμα θα ήταν διαφορετικό εάν, στην πράξη, η υποχρέωση συμμετοχής στα μαθήματα περιόριζε ή παρεμπόδιζε τη δυνατότητα των προσφύγων να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και να απολαύουν των ευεργετημάτων που τους εξασφαλίζει η οδηγία για την αναγνώριση. Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή, τούτο ενδέχεται να συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η συχνότητα και η διάρκεια των μαθημάτων ή ο φόρτος που απαιτείται για την προετοιμασία τους αποτρέπει τους πρόσφυγες από το να εργαστούν ή να αναζητήσουν εργασία ή δυσχεραίνει το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση (48). Το ίδιο ισχύει αν τα μαθήματα ένταξης δεν είναι προσαρμοσμένα στις ειδικές ανάγκες των προσφύγων, όπως στην περίπτωση που ο πρόσφυγας έχει περιορισμένες μόνον δυνατότητες εκπαίδευσης ή χαμηλό επίπεδο αλφαβητισμού. Χάριν πληρότητας, σημειώνω ότι, δεδομένου ότι θα εξετάσω τις οικονομικές πτυχές των μαθημάτων και των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης στο τμήμα Β των παρουσών προτάσεων, οι σχετικές παρατηρήσεις μου εδώ δεν αναφέρονται στην παράμετρο αυτή.
69. Κατά συνέπεια, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν η υποχρέωση παρακολούθησης των επίμαχων μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και, ιδίως, η πρακτική της εφαρμογή περιορίζει την πρόσβαση στα δικαιώματα που απονέμει η οδηγία για την αναγνώριση και, ιδίως, σε εκείνα τα οποία παρέχονται βάσει του κεφαλαίου VII της οδηγίας. Επιπλέον, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν το περιεχόμενο και οι όροι διεξαγωγής των μαθημάτων, που έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα για τους πρόσφυγες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικές ανάγκες των προσφύγων. Προς τούτο, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η δυσκολία και ο όγκος των μαθημάτων έχουν προσαρμοστεί στις ειδικές ανάγκες των προσφύγων, προκειμένου να επιτευχθεί ο προαναφερθείς στόχος της εξίσωσης προς τα πάνω.
3. Η υποχρέωση ανάληψης των εξόδων των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης
70. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το προβλεπόμενο από την επίμαχη εθνική νομοθεσία καθεστώς στηρίζεται στην αρχή ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες υποχρεούνται να καλύψουν τα έξοδα των προγραμμάτων ένταξης. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να υποβάλουν αίτηση και να λάβουν δάνειο ύψους μέχρι 10 000 ευρώ. Οι πρόσφυγες απαλλάσσονται από την υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου εφόσον συμμετάσχουν επιτυχώς σε όλες τις δοκιμασίες των εξετάσεων κοινωνικής ένταξης εντός της περιόδου κοινωνικής ένταξης ή εξαιρεθούν ή απαλλαγούν από την υποχρέωση κοινωνικής ένταξης εντός της περιόδου αυτής. Αντιστρόφως, εάν δεν εκπληρώσουν την υποχρέωση κοινωνικής τους ένταξης ή την εκπληρώσουν εκπροθέσμως, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να επιστρέψουν το πλήρες ποσό του δανείου.
71. Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται να υπογραμμισθεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο T.G. χρησιμοποίησε το σύνολο του ποσού των 10 000 ευρώ προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα κοινωνικής ένταξης και να συμμετάσχει στις εξετάσεις. Συνεπώς, σε αυτό το στάδιο, θα αναλύσω την εξατομικευμένη κατάστασή του, αφήνοντας κατά μέρος άλλες περιπτώσεις στις οποίες ένα πρόσωπο ενδέχεται να χρειαστεί λιγότερα μαθήματα προκειμένου να συμμετάσχει επιτυχώς στις εξετάσεις και, συνεπώς, έχει καταβάλει λιγότερα δίδακτρα.
72. Κατά την οδηγία για την αναγνώριση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία, τους όρους που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να εκπληρωθεί η υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων ένταξης, υπό την προϋπόθεση ότι μεριμνούν ώστε οι πρόσφυγες να έχουν πραγματική πρόσβαση στα προγράμματα ένταξης και να απολαύουν πραγματικά των λοιπών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το κεφάλαιο VII της οδηγίας. Υπ’ αυτήν την επιφύλαξη, μπορούν να αποφασίζουν ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες πρέπει να καλύψουν το σύνολο ή μέρος των εξόδων που συνεπάγεται η ως άνω υποχρέωση ή ότι το σύνολο των εν λόγω εξόδων θα βαρύνει τους φορολογουμένους. Εν πάση περιπτώσει, όπως προαναφέρθηκε (49), εφόσον το κράτος μέλος επιλέξει την πρώτη λύση, οι όροι οι οποίοι επιβάλλονται από το εθνικό του δίκαιο δεν επιτρέπεται να θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται από το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, κατά το οποίο, πρώτον, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για την πρόσβαση στα προγράμματα ένταξης ή να δημιουργούν τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την πρόσβαση στα προγράμματα αυτά και, δεύτερον, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικές ανάγκες των προσφύγων (50).
73. Ως προς τον πρώτο σκοπό, στον βαθμό που το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση συνιστά μέτρο εξίσωσης προς τα πάνω μιας «μειονεκτούσας ομάδας» προκειμένου η ομάδα αυτή να βρεθεί σε θέση αντίστοιχη με εκείνη των υπηκόων του κράτους μέλους υποδοχής όσον αφορά τις ευκαιρίες απασχόλησης και εκπαίδευσης (51), το ποσό που καλούνται να καταβάλουν οι πρόσφυγες για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις πρέπει να είναι καθορισμένο σε ύψος τέτοιο ώστε η πρόσβαση στα προγράμματα ένταξης να είναι πραγματικά δυνατή (52). Ειδάλλως, το συγκεκριμένο μέτρο δεν μπορεί να επιτύχει τον σκοπό της εξίσωσης προς τα πάνω (53).
74. Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του ποσού συμμετοχής, εκτιμώ ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει να εξετάσει κατά πόσον τα επίμαχα προγράμματα ένταξης είναι ενδεχομένως επιλέξιμα για χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο για τους Πρόσφυγες (54), το οποίο το 2014 μετατράπηκε σε Ταμείο για το Άσυλο και την Μετανάστευση (ΤΑΜ) (55), και εάν ναι, κατά πόσον το εν λόγω Ταμείο χρησιμοποιείται πράγματι για τη χρηματοδότηση μέρους των προγραμμάτων αυτών. Στην υπό κρίση υπόθεση, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τα επίμαχα προγράμματα λαμβάνουν χρηματοδότηση από το συγκεκριμένο ταμείο και, εφόσον τούτο ισχύει, ποιον ακριβώς αντίκτυπο έχει η χρηματοδότηση αυτή στο κόστος των μαθημάτων εκμάθησης της γλώσσας.
75. Στην περίπτωση που το κράτος μέλος απαιτεί από τους πρόσφυγες να καλύψουν τα έξοδα των προγραμμάτων ένταξης, τα οποία είναι καθορισμένα σε ύψος που πραγματικά παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης (56), τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν επίσης να εξετάζουν τους όρους πληρωμής οι οποίοι συνδέονται με τα έξοδα συμμετοχής. Οι όροι αυτοί δεν επιτρέπεται να περιορίζουν το δικαίωμα πρόσβασης στα εν λόγω προγράμματα ένταξης. Όπως προεκτέθηκε, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόσουν εθνική νομοθεσία ικανή να διακυβεύσει την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας για την αναγνώριση και, συνεπώς, να την καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (57). Επομένως, το ποσό που απομένει προς πληρωμή από τους πρόσφυγες δεν θα πρέπει να καθιστά την άσκηση του δικαιώματος ένταξης υπέρμετρα δυσχερή ή αδύνατη, καθόσον τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση διευκόλυνσης της ένταξης. Επιπλέον, το καταβλητέο ποσό δεν πρέπει να έχει επιπτώσεις στην άσκηση των λοιπών δικαιωμάτων που προβλέπονται από το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση, όπως η στέγαση, η υγειονομική περίθαλψη ή η εκπαίδευση. Δεν νοείται να αναγκάζονται οι πρόσφυγες να θέσουν υπό διακινδύνευση τα δικαιώματα αυτά για να μπορέσουν να πληρώσουν ώστε να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους για κοινωνική ένταξη.
76. Συναφώς, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν ο ενδιαφερόμενος πρέπει να φέρει τα έξοδα των προγραμμάτων ένταξης, οι εθνικές αρχές οφείλουν να αξιολογούν μεμονωμένα την οικονομική κατάσταση του πρόσφυγα. Αυτή η εξατομικευμένη εξέταση έχει ως στόχο να προσδιοριστεί σε ποιον βαθμό ο πρόσφυγας θα πρέπει να συμμετάσχει οικονομικώς στην πληρωμή των προγραμμάτων και των εξετάσεων ένταξης (58). Με άλλα λόγια, η επίμαχη οικονομική υποχρέωση πρέπει να επιβάλλεται σε συνάρτηση με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του πρόσφυγα και όχι με βάση το κατά πόσον αυτός έχει συμμετάσχει επιτυχώς στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης. Όταν οι εθνικές αρχές μετακυλίουν το κόστος των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης στους πρόσφυγες χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, δεν «δημιουργούν τις προϋποθέσεις» που «εξασφαλίζουν» πραγματικά «την πρόσβαση σε παρόμοια προγράμματα», κατά την έννοια του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση. Κατά τη γνώμη μου, ο όρος «προϋποθέσεις» σημαίνει ότι η εξατομικευμένη αυτή εξέταση πρέπει να πραγματοποιείται εκ προοιμίου, δηλαδή πριν ξεκινήσει να παρακολουθεί τα μαθήματα ένταξης το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (59).
77. Επιπλέον, εάν το ύψος των διδάκτρων είναι ιδιαίτερα αυξημένο, ζήτημα εγείρεται ως προς το κατά πόσον το κράτος μέλος μεριμνά πραγματικά για την πρόσβαση στα προγράμματα ένταξης υποχρεώνοντας τους πρόσφυγες να καλύπτουν τα δίδακτρα των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης. Δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, η αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα γεννά δικαίωμα πραγματικής πρόσβασης στα ευεργετήματα ένταξης που προβλέπονται από την οδηγία αυτή, η πρόσβαση στα προγράμματα ένταξης υπό επαχθείς οικονομικούς όρους λόγω του υψηλού κόστους της για τους πρόσφυγες δεν συνιστά πραγματική πρόσβαση.
78. Το γεγονός ότι τα πρόσωπα που υπόκεινται στην υποχρέωση κοινωνικής ένταξης έχουν τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για χορήγηση δανείου προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τα έξοδα των προγραμμάτων ένταξης ουδόλως μεταβάλλει το ως άνω συμπέρασμα, καθόσον το δάνειο αποτελεί απλώς έναν τρόπο μετάθεσης της υποχρέωσης πληρωμής. Επιπλέον, σε περίπτωση που το δάνειο βαρύνεται με επιτόκιο, πράγμα το οποίο φαίνεται ότι ισχύει εν προκειμένω κατά την εθνική νομοθεσία, πλην όμως απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να το εξακριβώσει, η υποχρέωση πληρωμής αφορά όχι μόνο την πληρωμή των διδάκτρων, αλλά και την πληρωμή των τόκων του δανείου.
79. Κατά την επίμαχη εθνική νομοθεσία, ακόμη και με τη χορήγηση δανείου στον πρόσφυγα, η υποχρέωση κάλυψης των εξόδων της ένταξης βαρύνει εν τέλει τον ίδιο. Εάν ένας πρόσφυγας αποτύχει στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης ή δεν επιτύχει σε αυτές εγκαίρως, οφείλει να επιστρέψει το πλήρες ποσό του δανείου και βαρύνεται με μια μεγάλη οφειλή. Πρόσφυγες οι οποίοι ξεκινούν τη ζωή τους στο κράτος μέλος υποδοχής υπερχρεωμένοι πιθανότατα θα δυσκολευθούν να ενταχθούν στην κοινωνία του. Συνεπώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός διπλού μειονεκτήματος: πρώτον, το μειονέκτημα το οποίο υφίσταται ο πρόσφυγας επειδή ανήκει σε ευάλωτη ομάδα και, δεύτερον, το μειονέκτημα του να είναι υποχρεωμένος να αποπληρώσει ένα (μεγάλο) δάνειο λόγω της αποτυχίας του στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης. Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι, εάν ένα πρόσωπο αποτύχει στις εξετάσεις ένταξης, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες όσον αφορά την εύρεση εργασίας, όπερ σημαίνει ότι οι πρόσφυγες που αποτυγχάνουν στις εξετάσεις αποτελούν, κατά πάσα πιθανότητα, την πλέον μειονεκτούσα και ευάλωτη ομάδα μεταξύ όλων των προσφύγων. Το διπλό αυτό μειονέκτημα μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θέσει έναν πρόσφυγα σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, η οποία ασκεί πίεση στους κρατικούς πόρους και καταλήγει στην οικονομική εξάρτηση και την απώλεια της αξιοπρέπειας των προσφύγων (60). Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που είχε κατά νου ο νομοθέτης της Ένωσης όταν αποφάσισε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διευκολύνουν την ένταξη (61). Τέλος, υπό το πρίσμα των σκοπών του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, το σύστημα των χρεώσεων για τα μαθήματα ή τις εξετάσεις ένταξης δεν πρέπει να μετατραπεί σε μηχανισμό επιβολής κυρώσεων για τους πρόσφυγες που δεν επιτυγχάνουν στις εξετάσεις ή σε επιχειρηματική ευκαιρία για τις επιχειρήσεις που αποκομίζουν κέρδος από τα μαθήματα ή τις εξετάσεις.
80. Επισημαίνω επ’ αυτού ότι ο T.G. υπογραμμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (στο εξής: ΕΕΡΜ) (62), έχει εκφράσει τις ανησυχίες της σχετικά με μια κατηγορία προσφύγων οι οποίοι υπέβαλαν επιτυχώς αίτηση ασύλου πριν από το 2022, διότι εξακολουθούν να υπόκεινται στην επίμαχη εθνική νομοθεσία και, μεταξύ άλλων, στην υποχρέωση πληρωμής των αυξημένων εξόδων των διδάκτρων για τα μαθήματα κοινωνικής ένταξης και, κατά περίπτωση, στην υποχρέωση καταβολής σχετικώς υψηλών προστίμων για παράλειψη συμμόρφωσης εντός της προβλεπομένης περιόδου (63). Επιπλέον, η ΕΕΡΜ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια τιμωρητική προσέγγιση της διαδικασίας ένταξης, η οποία στηρίζεται στην επιβολή σημαντικών κυρώσεων και στην υποχρέωση επιστροφής σημαντικών δανείων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποτελεί αμφίδρομη διαδικασία που διευκολύνει, ενισχύει και προάγει την ενσωμάτωση.
81. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, κατά την οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τις ειδικές ανάγκες των προσφύγων (64), όπως προαναφέρθηκε, η προϋπόθεση αυτή φαίνεται να αφορά το ουσιαστικό σκέλος των μαθημάτων, τα οποία πρέπει, κατά το μέτρο του δυνατού, να είναι προσαρμοσμένα στους πρόσφυγες. Υπ’ αυτήν την έννοια, το κόστος των μαθημάτων εξαρτάται αναπόφευκτα από τις ανάγκες των προσφύγων. Ωστόσο, το συγκεκριμένο ποσό με το οποίο βαρύνονται οι πρόσφυγες δεν επιτρέπεται να είναι τόσο υψηλό ώστε να περιορίζει την πραγματική πρόσβαση στα μαθήματα. Επιπλέον, το ποσό δεν πρέπει να είναι υψηλότερο για πρόσφυγες με μαθησιακές δυσκολίες, καθόσον αυτοί θα χρειαστεί να παρακολουθήσουν περισσότερα μαθήματα και θα καταλήξουν να καταβάλουν μεγαλύτερα ποσά παρότι βρίσκονται σε ιδιαιτέρως ευάλωτη κατάσταση. Είναι απολύτως απορριπτέα μια προσέγγιση που βασίζεται στην ιδέα ότι όσο πιο ευάλωτο είναι ένα άτομο τόσο περισσότερα μαθήματα χρειάζεται και τόσο περισσότερα χρήματα χρειάζεται να καταβάλει.
82. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, καταλήγω ότι το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στους πρόσφυγες την υποχρέωση να καλύπτουν τα έξοδα των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης, χωρίς οι εθνικές αρχές να έχουν προηγουμένως πραγματοποιήσει μια εξατομικευμένη εκτίμηση της χρηματοοικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, διότι η υποχρέωση αυτή δεν συνάδει με την υποχρέωση διασφάλισης πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης και δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν πρόσβαση στα προγράμματα αυτά. Εν πάση περιπτώσει, το σχετικό κόστος –εφόσον τελικώς το αναλαμβάνει ο πρόσφυγας– δεν πρέπει να είναι τέτοιου ύψους που να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης.
Β. Η υποχρέωση συμμετοχής και επιτυχίας στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης και οι κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση προς αυτήν
83. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα και το δεύτερο σκέλος του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνικό κανόνα που επιβάλλει στους πρόσφυγες, επί ποινή προστίμου, την υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης.
1. Το ζήτημα κατά πόσον οι εξετάσεις ένταξης συμβιβάζονται με την οδηγία για την αναγνώριση
84. Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση δεν απαγορεύει ρητώς στα κράτη μέλη να επιβάλουν στους πρόσφυγες υποχρέωση συμμετοχής σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης και παρακολούθησης μαθημάτων ένταξης. Τα δε μαθήματα αυτά ενδέχεται να καταλήγουν σε εξετάσεις και η εν λόγω διάταξη δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στους πρόσφυγες την υποχρέωση συμμετοχής στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης (65). Υπ’ αυτή την οπτική, είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη υποχρέωση συμμετοχής και επιτυχίας σε εξετάσεις επηρεάζει είτε την πρόσβαση των προσφύγων στα προγράμματα ένταξης είτε τα λοιπά δικαιώματα που τους εγγυάται η οδηγία για την αναγνώριση (66). Ωστόσο, προτού αναλύσω τη διάκριση μεταξύ της συμμετοχής σε εξετάσεις ένταξης και της επιτυχίας στις εξετάσεις αυτές, θα εξετάσω αν είναι συναφής η νομολογία που αφορά το συμβατό των εξετάσεων ένταξης με άλλες οδηγίες που εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών.
α) Νομολογία για τις εξετάσεις ένταξης υπό το πρίσμα άλλων οδηγιών
85. Πρώτον, στην απόφαση P και S (67), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2003/109 δεν αποκλείει εθνική νομοθεσία που επιβάλλει σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος έχει ήδη αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος την υποχρέωση να επιτύχει σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης, επί ποινή προστίμου, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος που γίνεται η εξέταση δεν μπορεί να διακυβεύσει την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2003/109, όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
86. Προς στήριξη του ως άνω συμπεράσματος, το Δικαστήριο υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι, όσον αφορά την υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης, «δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απόκτηση ενός βαθμού γνώσεως τόσο της γλώσσας όσο και της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής διευκολύνει κατά πολύ την επικοινωνία μεταξύ των πολιτών τρίτων χωρών και των ημεδαπών και, επιπροσθέτως, ενισχύει την αλληλεπίδραση και την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων μεταξύ τους. Περαιτέρω, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η γνώση της γλώσσας του κράτους μέλους υποδοχής καθιστά λιγότερο δυσχερή την πρόσβαση των πολιτών τρίτων χωρών στην αγορά εργασίας και στην επαγγελματική κατάρτιση» (68).
87. Το Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι, αφ’ ης στιγμής η υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις «καθιστά δυνατόν να διασφαλισθεί η απόκτηση από τους υπηκόους τρίτων χωρών γνώσεων οι οποίες αποδεικνύονται αναμφιβόλως χρήσιμες για τη δημιουργία δεσμών με το κράτος μέλος υποδοχής, κρίνεται ότι τέτοιου είδους υποχρέωση δεν διακυβεύει, αυτή καθεαυτήν, την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οδηγία 2003/109 σκοπών, αλλά, αντιθέτως, συμβάλλει στην επίτευξή τους» (69).
88. Δεύτερον, στην απόφαση K και A (70), το Δικαστήριο έκρινε, στο ίδιο πνεύμα, ότι η οδηγία 2003/86 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να απαιτούν από υπηκόους τρίτων χωρών να συμμετέχουν επιτυχώς σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης. Αποφάνθηκε ότι, μέσω της υποχρέωσης επιτυχούς συμμετοχής σε εξέταση περί κοινωνικής ενσωματώσεως στοιχειώδους επιπέδου, διασφαλίζεται ότι οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν αποκτήσει γνώσεις που αποδεικνύονται αδιαμφισβήτητα χρήσιμες για τη δημιουργία δεσμών με το κράτος μέλος υποδοχής.
89. Είναι αληθές ότι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στις αποφάσεις P και S (71) και K και A (72) δεν μπορούν να τύχουν αναλογικής εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Η πρώτη απόφαση αφορά αποκλειστικά και μόνο υπηκόους τρίτων χωρών που έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς επί μακρόν διαμενόντων δυνάμει της οδηγίας 2003/109 (73), η οποία αναγνωρίζει το δικαίωμα χορήγησης καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους κατά τα πέντε τελευταία έτη και η οποία, με το άρθρο 5, παράγραφος 2, επιτρέπει ρητώς στα κράτη μέλη να θεσπίζουν όρους ενσωμάτωσης για τους σκοπούς απόκτησης του καθεστώτος αυτού. Η δεύτερη απόφαση αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/86, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαιτούν από υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με μέτρα ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για τους σκοπούς της οικογενειακής επανένωσης δυνάμει της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, στην οδηγία για την αναγνώριση δεν υπάρχει καμία διάταξη αντίστοιχη προς τις δύο εκείνες διατάξεις. Ειδικότερα, όπως συνάγεται με σαφήνεια από το άρθρο 13 της οδηγίας για την αναγνώριση, τα κράτη μέλη χορηγούν το καθεστώς του πρόσφυγα όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στα κεφάλαια II και III της εν λόγω οδηγίας. Η ενσωμάτωση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απόκτηση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας για την αναγνώριση προκύπτει ότι κύριος στόχος των διατάξεων της συγκεκριμένης οδηγίας δεν είναι η διασφάλιση της ενσωμάτωσης των προσφύγων αυτή καθεαυτήν, αλλά η εξασφάλιση αφενός της εφαρμογής κοινών κριτηρίων για τον προσδιορισμό των προσώπων που όντως χρήζουν διεθνούς προστασίας και αφετέρου της αναγνώρισης ορισμένων ελάχιστων πλεονεκτημάτων υπέρ τους σε όλα τα κράτη μέλη (ενιαίο καθεστώς) (74).
90. Τούτου λεχθέντος, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στις δύο εκείνες αποφάσεις σχετικά με τη χρησιμότητα και την αναγκαιότητα της απόκτησης γνώσεων της γλώσσας και της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής για την απόκτηση πρόσβασης στην αγορά εργασίας και στο εκπαιδευτικό σύστημα έχουν, κατ’ αρχήν, καθολικό χαρακτήρα και ισχύουν ως προς όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών, ανεξαρτήτως του καθεστώτος τους. Κατά συνέπεια, τα συμπεράσματα αυτά ισχύουν και για τους πρόσφυγες. Λαμβανομένου υπόψη ότι, σε αντίθεση με τις διατάξεις των οδηγιών 2003/109 και 2003/86, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση κατοχυρώνει δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης, πρέπει να γίνει μια διάκριση μεταξύ της υποχρέωσης συμμετοχής σε εξετάσεις ένταξης και της υποχρέωσης επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις αυτές.
β) Η κατ’ αρχήν υποχρέωση συμμετοχής στις εξετάσεις ένταξης
91. Όταν ένας πρόσφυγας έχει δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης, η υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και συμμετοχής στις σχετικές εξετάσεις ενδέχεται, μέχρι ορισμένου βαθμού, να προάγει την απόκτηση των γνώσεων που αποκτώνται κατά τη διάρκεια των εν λόγω μαθημάτων και, με τον τρόπο αυτόν, να διευκολύνει την ενσωμάτωση. Για τον πρόσφυγα, η προετοιμασία για τις εξετάσεις τον ωθεί στην αφομοίωση γνώσεων και δίνει κίνητρο για ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια. Για το κράτος μέλος, η οργάνωση των εξετάσεων αποτελεί έναν τρόπο να αξιολογήσει κατά πόσον το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει αφομοιώσει τις γνώσεις που έλαβε από τα μαθήματα. Συνεπώς, η πραγματοποίηση εξετάσεων μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο μέτρησης και ελέγχου της αποτελεσματικότητας των μαθημάτων – πολύ δε περισσότερο εάν τα μαθήματα αυτά χρηματοδοτούνται από δημόσιους πόρους. Επιπλέον, ενδέχεται να αποτελεί χρήσιμο εργαλείο συλλογής ανατροφοδότησης από τα κράτη μέλη σχετικά με τις δεξιότητες και τις γνώσεις ένταξης, όχι μόνο για τους πρόσφυγες ως σύνολο, αλλά και για μεμονωμένες περιπτώσεις προσφύγων, ως μέσο παροχής πιο εξατομικευμένων λύσεων.
92. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η συμμετοχή σε εξετάσεις στο πλαίσιο μαθημάτων ένταξης μπορεί να συμβάλει στην εκπαιδευτική διαδικασία και, συνακόλουθα, να διευκολύνει την ένταξη των προσφύγων. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτή την περίπτωση, το γεγονός ότι τα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους πρόσφυγες να συμμετάσχουν σε εξετάσεις μετά το πέρας του προγράμματος δεν θέτει, από μόνο του, σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας για την αναγνώριση, υπό την προϋπόθεση ότι η προθεσμία που τάσσεται για τις εξετάσεις και ο φόρτος ο οποίος απαιτείται για την προετοιμασία ενόψει των εξετάσεων δεν επηρεάζουν την ουσιαστική άσκηση των λοιπών δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων που εγγυάται η οδηγία για την αναγνώριση. Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει επίσης να εξετάσει κατά πόσον η υποχρέωση συμμετοχής σε εξετάσεις εντός τριών ετών, όπως ισχύει επί του παρόντος δυνάμει της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, συνιστά πρόσφορο μέτρο, λαμβάνοντας υπόψη του παραμέτρους όπως, πρώτον, το περιεχόμενο, τον όγκο και τη συνάφεια των γνώσεων που παρέχονται στο πλαίσιο των μαθημάτων, δεύτερον, τις ικανότητες του ενδιαφερομένου προσώπου να τις αφομοιώσει, τρίτον, τον χρόνο που απαιτείται για την απόκτησή τους και, τέταρτον, το κατά πόσον οι ίδιες οι εξετάσεις είναι διαρθρωμένες και οργανωμένες με τρόπο που να παρέχουν στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να επιδείξουν τις γνώσεις που απέκτησαν.
93. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις διατάξεις των οδηγιών 2003/109 και 2003/86, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση θεσπίζει υποχρέωση των κρατών μελών να προσαρμόζουν, κατά το μέτρο του δυνατού, τα προγράμματα ένταξης στις ανάγκες των προσφύγων (75), όπερ σημαίνει ότι, εφόσον το κράτος μέλος επιλέξει να οργανώνει τέτοιες εξετάσεις, το περιεχόμενο και οι προθεσμίες τους πρέπει να προσαρμόζονται στις ανάγκες αυτές, γεγονός το οποίο ενδέχεται να απαιτεί την πραγματοποίηση προσαρμογών στις εξεταστικές μεθόδους.
94. Συνεπώς, η υποχρέωση συμμετοχής στις εξετάσεις μπορεί να αποτελεί το μέσο ώστε να διασφαλίζεται ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει αποκτήσει γνώσεις οι οποίες, για τους πρόσφυγες, αποδεικνύονται αναμφιβόλως χρήσιμες για τη δημιουργία δεσμών με το κράτος μέλος υποδοχής. Επομένως, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η υποχρέωση συμμετοχής στις εξετάσεις δεν διακυβεύει, αυτή καθεαυτήν, την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οδηγία για την αναγνώριση σκοπών, αλλά, αντιθέτως, συμβάλλει στην επίτευξή τους (76). Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του προαναφερθέντος σκοπού των εξετάσεων, δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, οι πρόσφυγες να καταβάλλουν τέλος συμμετοχής στις εξετάσεις. Μολονότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η συμμετοχή στις εξετάσεις άπαξ κοστίζει 290 ευρώ, το ποσό που θα δαπανηθεί ενδέχεται να αυξηθεί σε περίπτωση επανεξετάσεων (77), όπερ σημαίνει πιθανότατα ότι οι πρόσφυγες που θα βρεθούν στην κατάσταση αυτή θα έχουν λιγότερους διαθέσιμους πόρους για την άσκηση των λοιπών δικαιωμάτων τους δυνάμει του κεφαλαίου VII της οδηγίας για την αναγνώριση.
95. Σημειωτέον δε ότι το Δικαστήριο έκρινε στις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις –δηλαδή, στις αποφάσεις P και S (78) και K και A (79) – ότι το ύψος των τελών συμμετοχής στις εξετάσεις κοινωνικές ένταξης είναι ικανό να διακυβεύσει, αντιστοίχως, την επίτευξη του σκοπού της ενσωμάτωσης υπηκόων τρίτων χωρών δυνάμει της οδηγίας 2003/109 και την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανενώσεως δυνάμει της οδηγίας 2003/86, καθιστώντας τις οδηγίες αυτές άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (80). Το ζήτημα στις δύο εκείνες υποθέσεις ήταν η υποχρέωση καταβολής προστίμου λόγω μη τήρησης της υποχρέωσης επιτυχούς συμμετοχής στην εξέταση κοινωνικής ένταξης, πέραν των εξόδων που σχετίζονταν με τις πραγματοποιηθείσες εξετάσεις. Συνεπώς, οι κρίσεις οι οποίες διατυπώθηκαν στις προαναφερθείσες αποφάσεις έχουν σημασία για τους πρόσφυγες που ενδέχεται να δυσκολεύονται να καταβάλουν παράβολα για τη συμμετοχή σε εξετάσεις μία ή περισσότερες φορές. Λαμβανομένου υπόψη ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης είναι δικαίωμα που απονέμεται στους πρόσφυγες από την οδηγία για την αναγνώριση, η υποχρέωση καταβολής τέλους συμμετοχής στις εξετάσεις καθιστά το άρθρο 34 άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.
γ) Η υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις ένταξης
96. Όσον αφορά την υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις ένταξης, η ολλανδική νομοθεσία ορίζει ότι οι πρόσφυγες οφείλουν, εντός ορισμένης προθεσμίας, να επιτύχουν σε εξετάσεις στις οποίες δοκιμάζονται οι γνώσεις τους για την ολλανδική γλώσσα και κοινωνία.
97. Πρέπει να τονιστεί ότι, στη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει εξετάσει τις προϋποθέσεις ένταξης για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος και το δικαίωμα άσκησης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης (81). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, οι εξετάσεις ένταξης μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν απλώς το μέσο ενίσχυσης των δεξιοτήτων και των γνώσεων ενός προσώπου στο πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων του δυνάμει του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση. Όπως προαναφέρθηκε, η υποχρέωση συμμετοχής και επιτυχίας στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης ουδεμία επιρροή ασκεί στην απόκτηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, επί του συγκεκριμένου ζητήματος, οι διαπιστώσεις που απορρέουν από τη νομολογία σχετικά με τις οδηγίες 2003/109 και 2003/86 δεν μπορούν να εφαρμοστούν mutatis mutandis στην οδηγία για την αναγνώριση.
98. Η υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις υποδηλώνει ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος βαθμός τον οποίο πρέπει να λάβει ο εξεταζόμενος για να επιτύχει. Στο πλαίσιο της οδηγίας για την αναγνώριση, η ύπαρξη μιας τέτοιας βαθμολογικής «βάσης» δεν μπορεί να δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το δικαίωμα πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης –και η επιτυχής ολοκλήρωση των προγραμμάτων αυτών– καθίσταται υπέρμετρα δυσχερές ή αδύνατο. Οι συνέπειες μιας αποτυχίας του εξεταζομένου να εκπληρώσει την υποχρέωσή του «να περάσει τη βάση» ενδέχεται να λειτουργήσει ως αντικίνητρο ή να αποθαρρύνει τους πρόσφυγες και, συνεπώς, να παρακωλύσει την ένταξή τους από πρακτικής απόψεως.
99. Στο σημείωμά της περί της ένταξης των προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η UNHCR υπογραμμίζει ότι η υιοθέτηση απαιτητικών γλωσσικών δοκιμασιών και εξετάσεων σχετικά με την ιστορία και τον πολιτισμό της χώρας υποδοχής μπορεί να λειτουργεί εις βάρος ορισμένων κατηγοριών προσφύγων, ιδίως των ηλικιωμένων ή τους αναλφάβητων (82).
100. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, κατά το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση, τα κράτη μέλη δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, το δικαίωμα να απαιτούν από τους πρόσφυγες να επιτύχουν συγκεκριμένο βαθμό στις εξετάσεις ένταξης ως απόδειξη της εντάξεώς τους. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος επιβάλλει την υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις γνώσεως της γλώσσας ή της κοινωνίας του κράτους μέλους υποδοχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά μέτρο το οποίο συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας.
101. Επιπλέον, η ύπαρξη της απαίτησης να επιτύχει ο εξεταζόμενος τη βάση προϋποθέτει κατ’ ανάγκην, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επιτυχία είναι υποχρεωτική, την επιβολή κυρώσεων (είτε χρηματοοικονομικής είτε άλλης φύσεως) σε αντίθετη περίπτωση. Θα εξετάσω το στοιχείο αυτό αμέσως παρακάτω.
2. Οι κυρώσεις: υποχρέωση καταβολής προστίμου και υποχρέωση επιστροφής του δανείου
102. Το σύστημα των κυρώσεων έχει δύο πτυχές. Κατ’ αρχάς, η μη επιτυχία στις εξετάσεις ένταξης επισύρει πρόστιμο ύψους μέχρι 1 250 ευρώ, το οποίο μπορεί να επιβληθεί και κατ’ επανάληψη από τον Υπουργό. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, ο Υπουργός επέβαλε στον T.G. πρόστιμο ύψους 500 ευρώ και στη δικογραφία δεν υπάρχει ουδεμία αναφορά σε κατ’ επανάληψη επιβολή του προστίμου αυτού. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά ούτε το ανώτατο ύψος του προστίμου ούτε την κατ’ επανάληψη επιβολή του. Δεύτερον, υπάρχει η υποχρέωση επιστροφής του δανείου ύψους μέχρι 10 000 ευρώ. Μολονότι η υποχρέωση αυτή δεν χαρακτηρίζεται από τον εθνικό δικαστή ως «κύρωση», ενδέχεται να μετατραπεί σε τέτοια, εάν ο πρόσφυγας δεν επιτύχει εγκαίρως στις εξετάσεις ένταξης και, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, αποκτά κυρωτικό χαρακτήρα. Οι δύο αυτές «κυρώσεις» συνυπάρχουν και επιβάλλονται σωρευτικώς. Για την ακρίβεια, στην υπό κρίση υπόθεση, ο T.G. έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση ένταξής του από τον Δεκέμβριο του 2021 λόγω των προσπαθειών που κατέβαλε, πλην όμως οι δύο ως άνω οικονομικές κυρώσεις εξακολουθούν να ισχύουν.
103. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζω ότι, όπως τονίζει και η UNHCR, λόγω της ιδιαίτερης ευπάθειας των προσφύγων, ουδεμία κύρωση πρέπει να επιβάλλεται στα πρόσωπα που αποτυγχάνουν στις εξετάσεις ένταξης. Οι συντάκτες της Συμβάσεως της Γενεύης έχουν δηλώσει ρητώς την πρόθεσή τους περί μη επιβολής εξαναγκασμών ή υποχρεώσεων στους πρόσφυγες (83). Η απουσία καταναγκασμού πρέπει να αποτελεί την κατευθυντήρια γραμμή κατά την ερμηνεία του άρθρου 34 της οδηγίας για την αναγνώριση (84). Ειδικότερα, η απουσία καταναγκασμού σημαίνει ότι μέτρα τα οποία σκοπούν στη διευκόλυνση της ένταξης δεν μπορούν να έχουν κυρωτικό χαρακτήρα.
104. Όσον αφορά την υποχρέωση αποπληρωμής του δανείου, το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση υποχρεώνει τα κράτη μέλη να «δημιουργούν προϋποθέσεις» που εξασφαλίζουν την πρόσβαση των προσφύγων σε προγράμματα ένταξης. Κατά συνέπεια, η υποχρέωση ανάληψης των εξόδων των μαθημάτων κοινωνικής ένταξης και των εξετάσεων στην περίπτωση που ένας πρόσφυγας δεν επιτύχει στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης εντός της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου έχει κυρωτικό χαρακτήρα και, ως τέτοια, υπονομεύει τον επιδιωκόμενο από τη συγκεκριμένη διάταξη σκοπό. Μεταξύ των προσώπων που θίγονται περισσότερο από το εν λόγω κυρωτικό μέτρο συγκαταλέγονται οι πλέον ευάλωτοι πρόσφυγες, οι οποίοι δεν καταφέρνουν να επιτύχουν στις εξετάσεις εντός της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου (85).
105. Συναφώς, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν σε ένα καθεστώς πληρωμών στο πλαίσιο του οποίου συνεκτιμάται η ικανότητα πληρωμής τους, είναι ήσσονος σημασίας. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, παραμένει σε ισχύ η υποχρέωση αποπληρωμής μιας σημαντικής οφειλής μέχρι και για 10 έτη, γεγονός το οποίο μπορεί πράγματι να παρεμποδίσει την ουσιαστική ένταξη των προσφύγων στο κράτος μέλος. Όπως επισημαίνει η ΕΕΡΜ, η τιμωρητική προσέγγιση της ένταξης, μέσω της επιβολής κυρώσεων και της υποχρέωσης αποπληρωμής μεγάλων δανείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά διαδικασία που διευκολύνει, υποστηρίζει και προάγει την ένταξη (86).
106. Επιπλέον, η επιβολή του συγκεκριμένου προστίμου στους πρόσφυγες συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη μείωση των οικονομικών πόρων τους, γεγονός το οποίο ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες στην άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται από το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση, ιδίως εάν οι οικονομικοί τους πόροι είναι ήδη περιορισμένοι.
107. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η επιβολή από τα κράτη μέλη υποχρέωσης επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις ένταξης επί ποινή προστίμου μπορεί να αποθαρρύνει τους υπηκόους τρίτων χωρών από την υποβολή αίτησης χορήγησης διεθνούς προστασίας στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή να οδηγήσει σε δευτερογενείς μετακινήσεις σε άλλα κράτη μέλη τα οποία δεν επιβάλλουν την υποχρέωση αυτή. Ωστόσο, όπως συνάγεται με σαφήνεια από την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας για την αναγνώριση, ένας από τους σκοπούς της οδηγίας αυτής είναι να συμβάλει στον περιορισμό των δευτερογενών μετακινήσεων μεταξύ κρατών μελών.
108. Εν πάση περιπτώσει, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δύναται να επιβάλλεται πρόστιμο ως κύρωση για την αδυναμία συμμόρφωσης προς την υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις εξετάσεις κοινωνικής ένταξης, το ποσό των 500 ευρώ φαίνεται ότι είναι δυσανάλογο και, ως εκ τούτου, αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης (87).
109. Για τους λόγους αυτούς, φρονώ ότι η επιβαλλόμενη από τα κράτη μέλη στους πρόσφυγες υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης, επί ποινή επιστροφής του δανείου και καταβολής προστίμου, θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της οδηγίας για την αναγνώριση και υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 34 της οδηγίας αυτής.
IV. Πρόταση
110. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Raad van State (Συμβούλιο της Επικρατείας, Κάτω Χώρες) ως ακολούθως:
Οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας και, ιδίως, το άρθρο της 34 της οδηγίας,
έχουν την έννοια ότι
– δεν αποκλείουν εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στους πρόσφυγες την υποχρέωση παρακολούθησης μαθημάτων κοινωνικής ένταξης, υπό την προϋπόθεση ότι η υποχρέωση αυτή δεν περιορίζει την πρόσβασή τους στα δικαιώματα που τους απονέμονται από την εν λόγω οδηγία, και πιο συγκεκριμένα από το κεφάλαιο VII της οδηγίας αυτής, και λαμβάνει υπόψη τις ειδικές τους ανάγκες,
– αποκλείουν εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στους πρόσφυγες την υποχρέωση κάλυψης των υψηλών εξόδων των προγραμμάτων ένταξης, χωρίς οι εθνικές αρχές να έχουν διενεργήσει προηγουμένως εξατομικευμένη εξέταση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, διότι μια τέτοια υποχρέωση δεν συνάδει με την υποχρέωση διασφάλισης πρόσβασης στα προγράμματα ένταξης και δεν δημιουργεί προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την πρόσβαση στα προγράμματα αυτά,
– δεν αποκλείουν εθνική νομοθεσία που επιβάλλει στους πρόσφυγες υποχρέωση συμμετοχής σε εξετάσεις κοινωνικής ένταξης οι οποίες καλύπτουν τις προφορικές και γραπτές ικανότητές τους στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους υποδοχής και τις γνώσεις τους σχετικά με την κοινωνία του, και
– αποκλείουν εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει στους πρόσφυγες υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής στις ως άνω εξετάσεις, επί ποινή υποχρέωσης επιστροφής του δανείου ή επιβολής προστίμου, καθόσον θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και υπονομεύει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 34 της οδηγίας αυτής.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
i Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.
2 Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Τη σύμβαση αυτή συμπληρώνει και τροποποιεί το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης).
3 Το άρθρο 34 της Συμβάσεως της Γενεύης, το οποίο επιγράφεται «Πολιτογράφηση», ορίζει ότι «[α]ι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα διευκολύνουν, εν τώ μέτρω του δυνατού, την αφομοίωσιν και πολιτογράφησιν των προσφύγων. Θα προσπαθήσουν, ειδικώτερον, να επιταχύνουν την διαδικασίαν της πολιτογραφήσεως και να ελαττώσουν, εν τώ μέτρω του δυνατού, τα δημοσιονομικά βάρη της τοιαύτης διαδικασίας».
4 Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).
5 Μολονότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και τα προδικαστικά ερωτήματα αναφέρονται σε «δικαιούχους διεθνούς προστασίας», από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει με σαφήνεια ότι στον T.G. έχει χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και δεν φαίνεται αναγκαίο να αναλυθεί στις παρούσες προτάσεις η κατάσταση των δικαιούχων επικουρικής προστασίας. Το άρθρο 1, στοιχείο Α, σημείο 2, πρώτη περίοδος της Συμβάσεως της Γενεύης ορίζει ότι ως «πρόσφυγας» νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο «δεδικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης, […]» Ο ορισμός αυτός έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας για την αναγνώριση.
6 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015 (C‑579/13, EU:C:2015:369).
7 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015 (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 48).
8 ΕΕ 2004, L 16, σ. 44.
9 Άρθρο 7, παράγραφος 2, του νόμου περί κοινωνικής ένταξης.
10 Βλ. άρθρο 16 του νόμου περί κοινωνικής ένταξης.
11 Ο καθηγητής Grahl-Madsen επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι «το νόημα του άρθρου 34 της Συμβάσεως της Γενεύης είναι να τεθούν τα θεμέλια, ή να δημιουργηθούν τα πατήματα, ώστε ο πρόσφυγας να έχει τη δυνατότητα να εξοικειωθεί με τη γλώσσα, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής του συμβαλλόμενου κράτους υποδοχής του, προκειμένου να ενταχθεί ευχερέστερα –χωρίς οποιοδήποτε αίσθημα καταναγκασμού– στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας στην οποία έχει καταφύγει» [βλ. Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (στο εξής: UNHCR), Commentary on the Refugee Convention 1951 (Articles 2-11, 13-37), Οκτώβριος 1997, σ. 146].
12 Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 15 της οδηγίας για την αναγνώριση.
13 Feller, E., πρώην Βοηθός Ύπατου Αρμοστή για θέματα Προστασίας στην UNHCR.
14 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015 (C‑579/13, EU:C:2015:369).
15 Βλ. σκέψη 4 της διατάξεως περί παραπομπής.
16 Το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική, μεταξύ άλλων, στον τομέα του ασύλου. Επιπλέον, το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου, η οποία πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης. Το άρθρο 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προσθέτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για τους σκοπούς αυτούς.
17 Πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού (C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 26).
18 Πρβλ. αιτιολογικές σκέψεις 12 και 40 και άρθρο 23, παράγραφος 2, της οδηγίας για την αναγνώριση, καθώς και αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 95, 96 και 97), και της 14ης Μαΐου 2019, M. κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψεις 91 και 99).
19 Βλ., ιδίως, την αιτιολογική έκθεση στην Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών και των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους [COM(2001) 510 τελικό]. Όσον αφορά το άρθρο 31 [πλέον άρθρο 34 της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12)], η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «είναι απαραίτητο να παρέχεται ειδική στήριξη στις μειονεκτούσες ομάδες, στις οποίες ανήκει μεγάλος αριθμός προσφύγων, και όχι απλώς να τους παραχωρείται ισότιμη πρόσβαση στις ευκαιρίες εργασίας και εκπαίδευσης που υπάρχουν για το σύνολο των πολιτών».
20 Αντιθέτως, στην Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας και για την τροποποίηση της οδηγίας του Συμβουλίου 2003/109/ΕΚ, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες [COM(2016) 466 τελικό], ο νομοθέτης προέβλεψε διάταξη η οποία επέτρεπε στα κράτη μέλη να καθιστούν υποχρεωτική τη συμμετοχή των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στα μέτρα ένταξης (άρθρο 38, παράγραφος 2, της Πρότασης κανονισμού).
21 Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2013, Drozdovs (C‑277/12, EU:C:2013:685, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes (C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψη 47).
22 Πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 45). Βλ. επίσης άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, από το οποίο συνάγεται ότι αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να λαμβάνουν κάθε μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία για την αναγνώριση και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της οδηγίας αυτής. Βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2010, Chakroun (C‑578/08, EU:C:2010:117, σκέψη 43), όσον αφορά την οικογενειακή επανένωση και της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 53 έως 55), όσον αφορά τη μετανάστευση και την παράνομη διαμονή.
23 Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Ben Alaya (C‑491/13, EU:C:2014:2187, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
24 Βλ. σημεία 41 και 42 των παρουσών προτάσεων.
25 Berry, J.W., «Acculturation and adaptation in a new society», International Migration, τεύχος 30, 1992, σ. 69 έως 85.
26 Η θεωρία έχει προτείνει ένα εννοιολογικό πλαίσιο για την ένταξη, το οποίο ομαδοποιείται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: (i) Θεμελιώδης: καθεστώς πρόσφυγα, πρόσβαση σε δικαιώματα και ιθαγένεια· (ii) Λειτουργική: πρόσβαση σε στέγη, υγεία, κοινωνική ασφάλιση, αξιοπρεπή εργασία, χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και εκπαίδευση· (iii) Κοινωνική: κοινωνικές σχέσεις και δεσμοί με την κοινότητα υποδοχής, κοινωνικές γέφυρες, δίκτυα, κοινωνικοί δεσμοί· (iv) Διευκόλυνση: γλώσσα, κατάρτιση, παροχή συμβουλών, πολιτιστικές γνώσεις, ασφάλεια και σταθερότητα. Βλ. Ager, A. και Strang, A., «Understanding integration: A conceptual framework», Journal of Refugee Studies, τεύχος 21, 2008, σ. 166 έως 191, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://academic.oup.com/jrs/article/21/2/166/1621262. Το κεφάλαιο VII της οδηγίας για την αναγνώριση αποτελεί την απτή έκφραση ορισμένων από αυτές τις κατηγορίες υπό τη μορφή δικαιωμάτων που χορηγούνται στους πρόσφυγες.
27 Στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπάρχει η διάκριση μεταξύ των υποχρεώσεων τήρησης, των υποχρεώσεων προστασίας και των υποχρεώσεων εφαρμογής των δικαιωμάτων, καίτοι η συγκεκριμένη διάκριση δεν είναι παγιωμένη. Το άρθρο 34 της οδηγίας για την αναγνώριση εμπίπτει στην τρίτη κατηγορία. Εναλλακτικώς, υπάρχει η διάκριση μεταξύ θετικών και αρνητικών υποχρεώσεων.
28 Βλ. επίσης την αιτιολογική έκθεση της μνημονευόμενης στην υποσημείωση 19 αρχικής Προτάσεως για την οδηγία 2004/83, όπου η Επιτροπή παραπέμπει στην υπ’ αριθ. 7 από τις «κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής απασχόλησης» για το 2001 [απόφαση του Συμβουλίου 2001/63/ΕΚ της 19ης Ιανουαρίου 2001 για τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής απασχόλησης των κρατών μελών για το 2001 (ΕΕ 2001, L 22, σ. 18)], κατά την οποία «[τ]α προγράμματα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της ένταξης των προσφύγων στην κοινωνία του εκάστοτε κράτους μέλους θα μπορούσαν, ενδεικτικά, να περιλαμβάνουν» ένα “πρόγραμμα δράσης” για την απασχόληση και την εκπαίδευση», «μαθήματα γλώσσας», «βασικά και προχωρημένα μαθήματα κατάρτισης», «μέτρα με στόχο την προαγωγή της ικανότητας προς αυτοσυντήρηση», «εκδηλώσεις που αποσκοπούν στην ενημέρωση των συμμετεχόντων για την ιστορία και τον πολιτισμό του κράτους μέλους υποδοχής» και «εκδηλώσεις οι οποίες οργανώνονται από κοινού με πολίτες του κράτους μέλους υποδοχής με στόχο την προώθηση της αλληλοκατανόησης».
29 Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Διατήρηση της οικογενειακής ενότητας) (C‑91/20, EU:C:2021:898, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
30 Πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403).
31 Σχολιασμός της σύμβασης για τους πρόσφυγες του 1951, άρθρα 2 έως 11, 13 έως 37, ο οποίος δημοσιεύθηκε από τη Διεύθυνση Διεθνούς Προστασίας της UNHCR, 1997, σ. 146.
32 Βλ. σχολιασμό του καθηγητή Grahl-Madsen που παρατίθεται στην υποσημείωση 12.
33 Βλ. UNHCR, Note on the Integration of Refugees in the European Union, Μάιος 2007, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2007/en/41624.
34 Βλ. άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη.
35 Lock, T., «Article 18 CFR», σε Kellerbauer, Μ., Klamert, Μ., και Tomkin, J. (επιμ.), The EU Treaties and the Charter of Fundamental Rights: A Commentary, σ. 2154.
36 Επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 16 αναφέρει ότι σκοπός της οδηγίας για την αναγνώριση είναι «να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογένειάς τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 7, 11, 14, 15, 16, 18, 21, 24, 34 και 35 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμοστεί αναλόγως».
37 Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 97).
38 Όπ.π. (σκέψη 95).
39 Όπ.π. (σκέψη 98).
40 Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.
41 Βλ. άρθρο 31 της αιτιολογικής έκθεσης στην υποσημείωση 19.
42 Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.
43 Βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας για την αναγνώριση.
44 Αιτιολογική έκθεση της Πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας και το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [SEC(2009) 1373] [SEC(2009) 1374]/COM(2009) 551 τελικό] – COD 2009/0164/ «Νομικά στοιχεία της Πρότασης», σημείο 7.
45 Όπ.π.
46 Έγγραφο εργασίας που συνοδεύει την Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των ανιθαγενών ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας και το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας – Εκτίμηση επιπτώσεων [COM(2009) 551] [SEC(2009) 1374], σ. 33.
47 Όπ.π.
48 Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση P και S (C‑579/13, EU:C:2015:39, σημείο 81).
49 Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.
50 Βλ. σημεία 62 και 63 των παρουσών προτάσεων.
51 Βλ. αιτιολογική έκθεση που παρατίθεται στην υποσημείωση 19 των παρουσών προτάσεων.
52 Βλ., κατ’ αναλογίαν, άρθρο 9, παράγραφος 4, της σύμβασης για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε θέματα περιβάλλοντος, που υπογράφηκε στο Άαρχους στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1), το οποίο διευκρινίζει ότι οι εθνικές διαδικασίες επανεξέτασης δεν πρέπει να είναι απαγορευτικά δαπανηρές (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, North East Pylon Pressure Campaign και Sheehy, C‑470/16, EU:C:2018:185, σκέψη 48).
53 Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται περί μέτρου εξίσωσης προς τα πάνω, πρέπει να ληφθούν υπόψη και παρεμφερή μαθήματα κατάρτισης τα οποία παρέχονται σε υπηκόους του κράτους μέλους υποδοχής ή άλλους υπηκόους τρίτων χωρών (όπως οι εργαζόμενοι ή οι σπουδαστές) και αποσκοπούν επίσης στην εξίσωση των κοινωνικών αυτών ομάδων προς τα πάνω, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δυσμενούς διακρίσεως των προσφύγων έναντι των ομάδων αυτών.
54 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2000/596/ΕΚ για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου για τους Πρόσφυγες, ως μέτρο αλληλεγγύης προκειμένου να ισοσταθμιστούν οι προσπάθειες τις οποίες καταβάλλουν τα κράτη μέλη για την υποδοχή των προσφύγων και των εκτοπισθέντων και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της υποδοχής τους.
55 Βλ. άρθρο 8, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 516/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για τη δημιουργία του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, την τροποποίηση της απόφασης 2008/381/ΕΚ του Συμβουλίου και την κατάργηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου αριθ. 573/2007/ΕΚ και αριθ. 575/2007/ΕΚ και της απόφασης 2007/435/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 150, σ. 168), το οποίο ορίζει ότι το Ταμείο στηρίζει τα «περιεκτικά μαθήματα γλώσσας και αγωγής του πολίτη».
56 Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.
57 Πιο συγκεκριμένα, επί του ζητήματος της πρακτικής αποτελεσματικότητας, στην υπόθεση P και S, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί, σε σχέση με υποχρεωτικές εξετάσεις κοινωνικής ένταξης στο πλαίσιο της οδηγίας 2003/109, επί του ανώτατου ύψους του επιβλητέου προστίμου λόγω αποτυχίας στις εξετάσεις αυτές. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, το Δικαστήριο ανέλυσε το κόστος εγγραφής για τις συμμετοχές στις εξετάσεις, τα πιθανά έξοδα προετοιμασίας και το γεγονός ότι τα έξοδα αυτά δεν επιστρέφονταν σε περίπτωση αποτυχίας στις εξετάσεις. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η καταβολή προστίμου, πέραν των εξόδων που σχετίζονταν με τις πραγματοποιηθείσες εξετάσεις, ήταν πιθανόν να διακινδυνεύσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων από την οδηγία 2003/109 σκοπών και, συνεπώς, να την καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 54). Στην απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453), το Δικαστήριο εξέτασε την οδηγία 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003. L 251, σ. 12) και την προβλεπόμενη από την ολλανδική νομοθεσία υποχρέωση επιτυχούς συμμετοχής σε βασική εξέταση κοινωνικής ένταξης στην αλλοδαπή πριν από την είσοδο στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Ειδικότερα, όσον αφορά τα έξοδα, το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατ’ αρχήν, τα κράτη μέλη είναι μεν ελεύθερα να απαιτούν την κάλυψη των εξόδων από τους ίδιους τους υπηκόους τρίτων χωρών καθώς και να καθορίζουν το ύψος τους, πλην όμως το ύψος στο οποίο καθορίζονται τα έξοδα δεν θα πρέπει να έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να καθιστά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης.
58 Βλ., κατ’ αναλογίαν, τη νομολογία σχετικά με την ατομική ικανότητα πληρωμής όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής έννομης προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη. Όπως επισημαίνει η γενική εισαγγελέας J. Kokott στις προτάσεις της επί της υποθέσεως Edwards (C‑260/11, EU:C:2012:645, σημείο 38), το ευεργέτημα πενίας μπορεί μάλιστα να είναι επιβεβλημένο όταν ο κίνδυνος του κατ’ αρχήν επιτρεπόμενου κόστους συνιστά, λόγω των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του ενδιαφερομένου, ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Βλ. επίσης τη νομολογία που μνημονεύεται στην απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB (C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψεις 60 και 61) και στη διάταξη της 13ης Ιουνίου 2012, GREP (C‑156/12, EU:C:2012:342, σκέψεις 40 επ.).
59 Η εκ των υστέρων αξιολόγηση της οικονομικής ικανότητας μπορεί επίσης να επηρεάσει το δικαίωμα του πρόσφυγα στην άσκηση άλλων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα για εργασία, διότι η συνεκτίμηση της οικονομικής του κατάστασης μετά το πρόγραμμα ένταξης ενδέχεται να επηρεάσει την οικονομική ή κοινωνική του ευημερία.
60 Βλ. αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας για την αναγνώριση.
61 Αιτιολογική έκθεση που παρατίθεται στην υποσημείωση 19 των παρουσών προτάσεων.
62 Συμπεράσματα της ΕΕΡΜ για τις Κάτω Χώρες της 3ης Μαρτίου 2022, CRI(2022)03, σ. 4, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.coe.int/en/web/european-commission-against-racism-and-intolerance/netherlands.
63 Όπ.π.
64 Βλ. σημεία 47, 60, 61 και 63 των παρουσών προτάσεων.
65 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 47 και 48), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι το γράμμα του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 δεν αποκλείει ρητώς τη δυνατότητα ανάκλησης ήδη χορηγηθείσας άδειας διαμονής σε πρόσφυγα αποτελεί ένα από τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν την ευχέρεια να λάβουν τέτοιο μέτρο.
66 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 98).
67 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369).
68 Όπ.π. (σκέψη 47).
69 Όπ.π. (σκέψεις 47, 48 και 50).
70 Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015 (C‑153/14, EU:C:2015:453).
71 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015 (C‑579/13, EU:C:2015:369).
72 Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015 (C‑153/14, EU:C:2015:453).
73 Είχαν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση του επίμαχου καθεστώτος μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2007 και 1ης Ιανουαρίου 2010.
74 Απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 79).
75 Βλ. σημεία 49, 62, 63 και 65 των παρουσών προτάσεων.
76 Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 48).
77 Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το τέλος καταβάλλεται για κάθε συμμετοχή.
78 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015 (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 54).
79 Απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015 (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψη 69).
80 Βλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 54), και της 9ης Ιουλίου 2015, K και A (C‑153/14, EU:C:2015:453, σκέψη 69).
81 Όπ.π.
82 Σημείωμα περί της ένταξης των προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Μάιος 2007, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2007/en/41624.
83 Βλ. σχολιασμό που παρατίθεται στην υποσημείωση 11.
84 Βλ. σημείο 54 των παρουσών προτάσεων.
85 Σύμφωνα με αναφορές των μέσων ενημέρωσης, οι μισοί από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες δεν εκπληρώνουν εγκαίρως τις υποχρεώσεις ένταξής τους, δηλαδή εντός των τριών ετών που προβλέπονται για επιτυχή συμμετοχή τους στις εξετάσεις ένταξης· βλ. https://nos.nl/artikel/2100445-helft-nieuwkomers-haalt-inburgeringsexamen-niet.
86 Βλ. σημείο 80 των παρουσών προτάσεων.
87 Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψεις 51 έως 54).