Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022TJ0209

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο πενταμελές τμήμα) της 17ης Ιουλίου 2024.
Shahla Makhlouf κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία – Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Περιορισμός σχετικά με την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων εις βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων ή τα οποία υπόκεινται σε περιορισμούς σχετικά με την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών – Εγγραφή και διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Κληρονόμος προσώπου το οποίο υπόκειται ήδη σε περιοριστικά μέτρα – Δικαιώματα της υπεράσπισης – Πλάνη εκτιμήσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη.
Υπόθεση T-209/22.

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2024:498

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Ιουλίου 2024 (*)

« Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία – Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Περιορισμός σχετικά με την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών – Κατάλογος των προσώπων, οντοτήτων και φορέων εις βάρος των οποίων ισχύει η δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων ή τα οποία υπόκεινται σε περιορισμούς σχετικά με την είσοδο στο έδαφος των κρατών μελών – Εγγραφή και διατήρηση του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο – Κληρονόμος προσώπου το οποίο υπόκειται ήδη σε περιοριστικά μέτρα – Δικαιώματα άμυνας – Πλάνη εκτιμήσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη »

Στην υπόθεση T‑209/22,

Shahla Makhlouf, κάτοικος Fairfax, Virginia (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), εκπροσωπούμενη από τον G. Karouni και την E. Assogba, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους A. Limonet και V. Piessevaux,

καθού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, H. Kanninen, R. Frendo (εισηγήτρια), M. Sampol Pucurull και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 16ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, Shahla Makhlouf [στο εξής: προσφεύγουσα], ζητεί, αφενός, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την ακύρωση, πρώτον, της εκτελεστικής απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2022/242 του Συμβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2022, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2022, L 40, σ. 26), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕE) 2022/237 του Συμβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕE) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2022, L 40, σ. 6) (στο εξής, από κοινού: αρχικές πράξεις), και, δεύτερον, της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2023/1035 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2023, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2023, L 139, σ. 49), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕE) 2023/1027 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2023, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕE) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2023, L 139, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις περί διατήρησης), καθόσον οι πράξεις αυτές την αφορούν (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις), και, αφετέρου, βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, την αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη από τις προσβαλλόμενες πράξεις.

 Ιστορικό της διαφοράς και μεταγενέστερα της άσκησης της προσφυγής-αγωγής πραγματικά περιστατικά

2        Η προσφεύγουσα είναι μία από τις θυγατέρες του Mohammed Makhlouf, επιχειρηματία συριακής ιθαγένειας.

3        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν, από το 2011 και εφεξής, από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Συρίας και κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή εις βάρος του άμαχου πληθυσμού στη Συρία.

4        Στις 9 Μαΐου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/273/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2011, L 121, σ. 11), «καταδικά[ζοντας] σθεναρά τη βίαιη καταστολή [...] ειρηνικών διαδηλώσεων σε διάφορα σημεία στη Συρία». Θέσπισε, μεταξύ άλλων, περιορισμούς σχετικά με την είσοδο στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων «που ευθύνονται για τη βίαιη καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη Συρία». Λαμβάνοντας υπόψη ότι ήταν απαραίτητη η έκδοση κανονιστικής πράξης στο επίπεδο της Ένωσης για την εφαρμογή της απόφασης 2011/273, το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον κανονισμό (ΕΕ) 442/2011, της 9ης Μαΐου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία (ΕΕ 2011, L 121, σ. 1).

5        Τα ονόματα των προσώπων «υπευθύνων για τη βίαιη καταστολή του άμαχου πληθυσμού στη Συρία» καθώς και τα ονόματα των φυσικών ή νομικών προσώπων και οντοτήτων που συνδέονται με αυτά μνημονεύονται στο παράρτημα της απόφασης 2011/273 και στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 442/2011.

6        Την 1η Αυγούστου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2011/488/ΚΕΠΠΑ, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/273 (ΕΕ 2011, L 199, σ. 74), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 755/2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 442/2011 (ΕΕ 2011, L 199, σ. 33), προκειμένου να συμπεριληφθεί, μεταξύ άλλων, το όνομα του Mohammed Makhlouf στα αντίστοιχα παραρτήματα που απαριθμούν τα πρόσωπα και τις οντότητες που αφορούν τα περιοριστικά μέτρα (βλ. σκέψη 5 της παρούσας απόφασης).

7        Στις 18 Ιανουαρίου 2012 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 36/2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 442/2011 (ΕΕ 2012, L 16, σ. 1), και, στις 31 Μαΐου 2013, την απόφαση 2013/255/ΚΕΠΠΑ, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας (ΕΕ 2013, L 147, σ. 14) (στο εξής, από κοινού: βασικές πράξεις), μεταξύ άλλων, για την επιβολή περιοριστικών μέτρων σε πρόσωπα που επωφελούνται από τις πολιτικές που ακολουθεί το συριακό καθεστώς ή το υποστηρίζουν και σε πρόσωπα που σχετίζονται με αυτά. Τα ονόματα των προσώπων αυτών περιλαμβάνονται πλέον στο παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 36/2012 και στο παράρτημα της απόφασης 2013/255 (στο εξής: επίδικοι κατάλογοι).

8        Λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα της κατάστασης στη Συρία, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 12 Οκτωβρίου 2015, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1836, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 (ΕΕ 2015, L 266, σ. 75), και τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1828, για την τροποποίηση του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2015, L 266, σ. 1) (στο εξής, από κοινού: πράξεις του 2015).

9        Συναφώς, εκτιμώντας ότι τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίστηκαν αρχικώς με την απόφαση 2011/273 δεν κατέστησαν δυνατό τον τερματισμό της βίαιης καταστολής που ασκούσε το συριακό καθεστώς κατά του άμαχου πληθυσμού, το Συμβούλιο αποφάσισε, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 της απόφασης 2015/1836, «ότι [ήταν] ανάγκη να διατηρηθεί και να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων, με την περαιτέρω ανάπτυξή τους αλλά και με την ταυτόχρονη διατήρηση στοχοθετημένης και διαφοροποιημένης προσέγγισης, λαμβανομένων υπόψη των ανθρωπιστικών συνθηκών του πληθυσμού της Συρίας» θεωρώντας ότι «ορισμένες κατηγορίες προσώπων και οντοτήτων [είχαν] ιδιαίτερη σημασία για την αποτελεσματικότητα των εν λόγω περιοριστικών μέτρων, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που [επικρατούσαν] στη Συρία».

10      Κατά συνέπεια, η διατύπωση των άρθρων 27 και 28 της απόφασης 2013/255 τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836. Τα συγκεκριμένα άρθρα προβλέπουν πλέον περιορισμούς στην είσοδο ή τη διέλευση από το έδαφος των κρατών μελών και τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των προσώπων που εμπίπτουν στις κατηγορίες που μνημονεύονται στην παράγραφο 2, στοιχεία αʹ έως ζʹ, των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι, εκτός εάν υπάρχουν «επαρκή στοιχεία ότι [τα πρόσωπα αυτά] δεν συνδέονται ή δεν συνδέονται πλέον με το καθεστώς ή δεν ασκούν επιρροή ή δεν παρουσιάζουν πραγματικό κίνδυνο καταστρατήγησης».

11      Ειδικότερα, στον βαθμό που, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 της απόφασης 2015/1836, «η εξουσία στη Συρία ασκείται παραδοσιακά σε οικογενειακή βάση» και «στο σημερινό συριακό καθεστώς η ισχύς συγκεντρώνεται σε μέλη των οικογενειών Assad και Makhlouf», ήταν σκόπιμο να προβλεφθούν περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων μελών αυτών των οικογενειών, τόσο για να ασκηθεί άμεση επιρροή στο συριακό καθεστώς μέσω των μελών των οικογενειών αυτών ώστε να μεταβάλει τις κατασταλτικές πολιτικές του όσο και για να αποφευχθεί ο κίνδυνος παράκαμψης των περιοριστικών μέτρων μέσω συγγενικών προσώπων.

12      Μετά την έκδοση των πράξεων του 2015, το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/255 υπάγουν πλέον σε περιοριστικά μέτρα τα «μέλη των οικογενειών Assad και Makhlouf» (στο εξής: κριτήριο του οικογενειακού δεσμού). Παράλληλα, το άρθρο 15 του κανονισμού 36/2012 συμπληρώθηκε με την παράγραφο 1α, στοιχείο βʹ, η οποία προβλέπει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των μελών αυτών των οικογενειών (στο εξής, από κοινού με το άρθρο 27, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 28, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/255: διατάξεις που θεσπίζουν το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού).

13      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2020 απεβίωσε ο Mohammed Makhlouf (στο εξής: θανών). Κατά την ημερομηνία αυτή, το όνομά του εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στους επίδικους καταλόγους.

14      Στις 21 Φεβρουαρίου 2022 με τις αρχικές πράξεις, το Συμβούλιο προσέθεσε το όνομα της προσφεύγουσας στη γραμμή 320 των επίδικων καταλόγων για τον ακόλουθο λόγο:

«Κόρη του Mohammed Makhlouf. Μέλος της οικογένειας Makhlouf».

15      Για να δικαιολογήσει τη συμπερίληψη του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους, το Συμβούλιο στηρίχθηκε στην απόφαση συριακού δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2020 περί επαγωγής της κληρονομίας του θανόντος (στο εξής: απόφαση περί επαγωγής της κληρονομίας).

16      Τρεις ημέρες μετά την έκδοση των αρχικών πράξεων, δηλαδή στις 24 Φεβρουαρίου 2022, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/306, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255 (ΕΕ 2022, L 46, σ. 95), και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/299, για την εφαρμογή του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2022, L 46, σ. 1), προκειμένου να διαγραφεί το όνομα του θανόντος από τους επίδικους καταλόγους.

17      Στις 12 Απριλίου 2022 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο Συμβούλιο αίτηση διαγραφής του ονόματός της από τους επίδικους καταλόγους.

18      Το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση επανεξέτασης με έγγραφο της 31ης Μαΐου 2022 (στο εξής: απάντηση του Συμβουλίου), με την αιτιολογία ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι για να διατηρηθεί η εγγραφή του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους ως μέλους της οικογένειας Makhlouf και κληρονόμου του θανόντος. Με την ευκαιρία αυτή, κοινοποίησε στην προσφεύγουσα την απόφαση περί επαγωγής της κληρονομίας, η οποία αποτελούσε ένα από τα στοιχεία που θεμελίωναν την καταχώριση του ονόματός της στους εν λόγω καταλόγους.

19      Με την απάντησή του, το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την έκδοση της απόφασης (ΚΕΠΠΑ) 2022/849 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2022, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 (ΕΕ 2022, L 148, σ. 52), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2022/840 του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού 36/2012 (ΕΕ 2022, L 148, σ. 8), με τα οποία είχε διατηρήσει το όνομά της στους επίδικους καταλόγους έως την 1η Ιουνίου 2023.

20      Στις 25 Μαΐου 2023 το Συμβούλιο εξέδωσε τις πράξεις περί διατήρησης που παρατείνουν, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή των βασικών πράξεων και των επίδικων καταλόγων, μεταξύ άλλων εις βάρος της προσφεύγουσας, έως την 1η Ιουνίου 2024.

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Κατόπιν της προσαρμογής της προσφυγής-αγωγής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις·

–        να υποχρεώσει το Συμβούλιο να της καταβάλει, αφενός, ποσό 30 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της έκδοσης των αρχικών πράξεων και, αφετέρου, ποσό 30 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις πράξεις περί διατήρησης·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή στο σύνολό της·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης των αρχικών πράξεων κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα, να διατηρήσει τα αποτελέσματα της εκτελεστικής απόφασης 2022/242 ως προς την προσφεύγουσα, έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2022/237·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσαρμογής της προσφυγής

23      Με το υπόμνημα προσαρμογής, η προσφεύγουσα ζητεί τη διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής της, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας, ώστε να καλύπτει την ακύρωση των πράξεων περί διατήρησης, στο μέτρο που την αφορούν.

24      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο αμφισβήτησε το παραδεκτό της προσαρμογής της προσφυγής-αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσβάλει ούτε την απόφαση 2022/849 ούτε τον εκτελεστικό κανονισμό 2022/840, με τα οποία η εγγραφή του ονόματός της στους επίδικους καταλόγους διατηρήθηκε σε ισχύ πριν από την έκδοση των πράξεων περί διατήρησης.

25      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, «[ο]σάκις μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας [...], να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο».

26      Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι τόσο οι αρχικές πράξεις όσο και οι πράξεις περί διατήρησης, καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα, αποσκοπούν στην επιβολή ατομικών περιοριστικών μέτρων συνισταμένων σε περιορισμούς εισόδου και δέσμευση όλων των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων της.

27      Δεύτερον, στο πλαίσιο του καθεστώτος επιβολής περιοριστικών μέτρων κατά της Συρίας, τα ατομικά περιοριστικά μέτρα λαμβάνουν τη μορφή της εγγραφής των ονομάτων των στοχευόμενων προσώπων, οντοτήτων ή φορέων στους επίδικους καταλόγους των παραρτημάτων της απόφασης 2013/255 και του κανονισμού 36/2012.

28      Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχικές πράξεις τροποποίησαν τα παραρτήματα της απόφασης 2013/255 και του κανονισμού 36/2012 προκειμένου να περιληφθεί, μεταξύ άλλων, το όνομα της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους. Όσον αφορά τις πράξεις περί διατήρησης, επισημαίνεται, αφενός, ότι η απόφαση 2023/1035 με την οποία παρατάθηκε έως την 1η Ιουνίου 2024 η δυνατότητα εφαρμογής της απόφασης 2013/255, της οποίας το παράρτημα Ι, όπως τροποποιήθηκε με την εκτελεστική απόφαση 2022/242, αναφέρει το εν λόγω όνομα και, αφετέρου, ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2023/1027 τροποποίησε το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 36/2012, διατηρώντας ταυτοχρόνως, τουλάχιστον σιωπηρώς, την καταχώριση του εν λόγω ονόματος στο τελευταίο αυτό παράρτημα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι πράξεις περί διατήρησης αντικατέστησαν, κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τις αρχικές πράξεις.

29      Επομένως, σύμφωνα με τον σκοπό της οικονομίας της διαδικασίας ο οποίος διαπνέει το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Almaz-Antey κατά Συμβουλίου, T‑515/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:545, σκέψεις 43 και 44), δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση των αρχικών πράξεων με το δικόγραφο της προσφυγής, είχε το δικαίωμα, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή-αγωγή προκειμένου να ζητήσει, επίσης, την ακύρωση των πράξεων περί διατήρησης, τούτο δε ακόμη και αν δεν είχε προηγουμένως προσαρμόσει την προσφυγή-αγωγή ώστε να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης 2022/849 και του εκτελεστικού κανονισμού 2022/840.

30      Επομένως, το αίτημα προσαρμογής της προσφυγής-αγωγής πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

 Επί των ακυρωτικών αιτημάτων

31      Προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν κατ’ ουσίαν:

–        ο πρώτος, παραβίαση διαδικαστικών εγγυήσεων·

–        ο δεύτερος, πλάνη εκτιμήσεως·

–        ο τρίτος και ο τέταρτος, παράνομη και δυσανάλογη προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας.

32      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αρχίσει η εξέταση της προσφυγής‑αγωγής από τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πλάνη εκτιμήσεως

33      Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται τυπικά σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων και, κατά συνέπεια, το βάσιμο της εγγραφής του ονόματός της στους επίδικους καταλόγους. Κατά την άποψή της, το γεγονός και μόνον ότι ανήκει στην οικογένεια Makhlouf δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος της.

34      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35      Εκ προοιμίου, επισημαίνεται ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά πλάνη εκτιμήσεως και όχι πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι το Συμβούλιο διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως για να καθορίσει, ανά περίπτωση, αν πληρούνται τα νομικά κριτήρια επί των οποίων στηρίζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, εντούτοις τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, Ovsyannikov κατά Συμβουλίου, T‑714/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:674, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Η αποτελεσματικότητα του δικαιοδοτικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση με την οποία έχουν ληφθεί ή διατηρούνται σε ισχύ περιοριστικά μέτρα, τα οποία αφορούν ατομικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα, στηρίζεται σε αρκούντως βάσιμα πραγματικά στοιχεία. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογική έκθεση της εν λόγω απόφασης, ούτως ώστε ο δικαιοδοτικός έλεγχος να μην περιορίζεται στην αφηρημένη πιθανολόγηση των παρατιθέμενων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθεαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή απόφαση, είναι τεκμηριωμένοι (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 119).

37      Εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει την εξέταση αυτή ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τα, εμπιστευτικά ή μη, πληροφοριακά και αποδεικτικά στοιχεία που είναι κρίσιμα για την εξέταση αυτή (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 120).

38      Στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη περί μη βασίμου των λόγων αυτών (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 121).

39      Προς τούτο, δεν απαιτείται η εν λόγω αρχή να προσκομίσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το σύνολο των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται εγγενώς με τους λόγους που εκτέθηκαν στην πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Πρέπει ωστόσο οι πληροφορίες ή τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν να τεκμηριώνουν τους λόγους που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 122).

40      Αν η αρμόδια αρχή της Ένωσης προσκομίσει κρίσιμες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξακριβώσει την ακρίβεια των παρατιθέμενων πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τις εν λόγω πληροφορίες και στοιχεία και να εκτιμήσει την αποδεικτική ισχύ τους σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως και υπό το πρίσμα των ενδεχόμενων παρατηρήσεων που υπέβαλε, μεταξύ άλλων, το οικείο πρόσωπο ή η οικεία οντότητα συναφώς (απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 124).

41      Στο πλαίσιο της εκτίμησης του βασίμου της καταχώρισης στους καταλόγους, τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να εξετάζονται όχι κατά τρόπο μεμονωμένο, αλλά αναγόμενα στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, Sabra κατά Συμβουλίου, T‑249/20, EU:T:2022:140, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Τέλος, κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των διακυβευόμενων ζητημάτων, η οποία αποτελεί τμήμα του ελέγχου αναλογικότητας των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, μπορούν να ληφθούν υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα μέτρα αυτά, το επείγον της λήψεως τέτοιων μέτρων με σκοπό να ασκηθεί πίεση στο συριακό καθεστώς προκειμένου να παύσει τη βίαιη καταστολή σε βάρος του πληθυσμού, καθώς και η δυσκολία αποκτήσεως ακριβέστερων αποδεικτικών στοιχείων εντός κράτους ευρισκόμενου σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου και κυβερνώμενου από ένα αυταρχικό καθεστώς (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, Sabra κατά Συμβουλίου, T‑249/20, EU:T 2022:140, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Επομένως, κατά τη νομολογία, ελλείψει εξουσίας διενέργειας έρευνας σε τρίτες χώρες, η εκτίμηση των αρχών της Ένωσης πρέπει, εκ των πραγμάτων, να βασιστεί σε διαθέσιμες στο κοινό πηγές πληροφόρησης, εκθέσεις, άρθρα στον Τύπο ή άλλες παρόμοιες πηγές πληροφόρησης (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2020, Haswani κατά Συμβουλίου, Τ-521/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:608, σκέψη 142 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως.

–       Επί του βασίμου της εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους

45      Το όνομα της προσφεύγουσας καταχωρίστηκε στους επίδικους καταλόγους για τον λόγο ότι ήταν «[κ]όρη του Mohammed Makhlouf [· μ]έλος της οικογένειας Makhlouf» (βλ. σκέψη 14 της παρούσας απόφασης). Επομένως, το Συμβούλιο βασίστηκε στο κριτήριο του οικογενειακού δεσμού για να δικαιολογήσει τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά της προσφεύγουσας με τις προσβαλλόμενες πράξεις, στηριζόμενο στην απόφαση περί επαγωγής της κληρονομίας (βλ. σκέψη 15 της παρούσας απόφασης) από την οποία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ήταν μία από τις κληρονόμους του θανόντος.

46      Επισημαίνεται, ότι, αφενός, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε τη γνησιότητα ούτε την αποδεικτική αξία της απόφασης περί επαγωγής της κληρονομίας. Αφετέρου, δεν αμφισβητεί ούτε τη συγγένειά της με τον θανόντα και, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ανήκει στην οικογένεια Makhlouf.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο μπορούσε βασίμως να στηριχθεί στην απόφαση περί επαγωγής της κληρονομίας, προκειμένου να τεκμηριώσει τον λόγο καταχώρισης του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους.

48      Ωστόσο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού αποκλείουν κάθε συστηματική καταχώριση στηριζόμενη στο γεγονός και μόνον ότι ανήκει στην οικογένεια Makhlouf. Επισημαίνει ότι, δυνάμει της απόφασης 2015/1836, μόνο σε ένα σημαίνον μέλος της εν λόγω οικογένειας μπορούν να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία.

49      Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το γενικό κριτήριο εγγραφής στον κατάλογο σχετικά με τη σύνδεση με το συριακό καθεστώς, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 1, και στο άρθρο 28, παράγραφος 1, της απόφασης 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, που αντιστοιχεί, όσον αφορά τη δέσμευση των κεφαλαίων, στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828, επιτρέπει την εγγραφή στους επίδικους καταλόγους προσώπων ή οντοτήτων που επωφελούνται από το συριακό καθεστώς ή το στηρίζουν, καθώς και των προσώπων που συνδέονται με αυτά.

50      Στη συνέχεια, το 2015, στο γενικό κριτήριο σύνδεσης με το συριακό καθεστώς προστέθηκαν ειδικά κριτήρια εγγραφής. Προβλέπονται πλέον στο άρθρο 27, παράγραφος 2, και στο άρθρο 28, παράγραφος 2, της απόφασης 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, καθώς και στο άρθρο 15, παράγραφος 1α, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828. Κατά τη νομολογία, οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν ένα μαχητό τεκμήριο δεσμών με το συριακό καθεστώς όσον αφορά επτά κατηγορίες προσώπων που ανήκουν σε ορισμένες ομάδες. Αυτές οι κατηγορίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα «μέλη των οικογενειών Assad ή Makhlouf» (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Makhlouf κατά Συμβουλίου, C‑157/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:777, σκέψη 98).

51      Τέλος, έχει κριθεί ότι τα ειδικά κριτήρια εγγραφής στον κατάλογο των επτά κατηγοριών προσώπων, τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, είναι ανεξάρτητα από το γενικό κριτήριο σύνδεσης με το συριακό καθεστώς, οπότε το γεγονός και μόνον ότι ανήκει κάποιος σε μία από τις επτά αυτές κατηγορίες προσώπων αρκεί για τη λήψη των περιοριστικών μέτρων που προβλέπουν τα άρθρα αυτά, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η στήριξη που θα παρείχαν τα οικεία πρόσωπα στο συριακό καθεστώς ή το όφελος που θα αντλούσαν από αυτό (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Makhlouf κατά Συμβουλίου, C‑157/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:777, σκέψη 83).

52      Εξ αυτού συνάγεται ότι το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού, το οποίο θεσπίστηκε με τις πράξεις του 2015, αποτελεί ένα αντικειμενικό κριτήριο, αυτοτελές και επαρκές αφ’ εαυτού, για να δικαιολογήσει τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά των «μελών [της] οικογένειας Makhlouf» με την εγγραφή των ονομάτων τους στους καταλόγους των προσώπων που υπόκεινται σε τέτοια μέτρα για τον λόγο και μόνο ότι ανήκουν στην εν λόγω οικογένεια. Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, το κριτήριο αυτό δεν περιορίζεται στα «σημαίνοντα» μέλη αυτής της οικογένειας.

53      Γεγονός παραμένει ότι το άρθρο 27, παράγραφος 3, και το άρθρο 28, παράγραφος 3, της απόφασης 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, καθώς και το άρθρο 15, παράγραφος 1β, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828, προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι διατάξεις που θεσπίζουν τα κριτήρια εγγραφής δεν περιλαμβάνονται στους επίδικους καταλόγους, εάν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι δεν συνδέονται με το συριακό καθεστώς, ότι δεν ασκούν επιρροή σε αυτό ή ότι δεν συνδέονται με πραγματικό κίνδυνο καταστρατήγησης των περιοριστικών μέτρων.

54      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 50 έως 52 της παρούσας απόφασης, το Συμβούλιο θα μπορούσε a priori, στηριζόμενο στην απόφαση περί επαγωγής της κληρονομίας, να περιλάβει το όνομα της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους βάσει του μαχητού τεκμηρίου σύνδεσης με το συριακό καθεστώς, το οποίο απορρέει από το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού.

55      Εναπόκειται, στη συνέχεια, στην προσφεύγουσα, στο πλαίσιο αμφισβήτησης των προσβαλλόμενων πράξεων, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο σύνδεσης με το συριακό καθεστώς το οποίο επικαλέστηκε το Συμβούλιο.

56      Συναφώς, η νομολογία έχει δεχθεί, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, ότι, στον βαθμό που το βάρος αποδείξεως ως προς το βάσιμο των λόγων που στηρίζουν τα περιοριστικά μέτρα φέρει καταρχήν το Συμβούλιο, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον προσφεύγοντα υπέρμετρα υψηλός βαθμός αποδείξεως, προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο ύπαρξης σχέσης με το συριακό καθεστώς (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, Sabra κατά Συμβουλίου, T‑249/20, EU:T:2022:140, σκέψεις 132 και 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επομένως, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι ο προσφεύγων μπόρεσε να ανατρέψει το τεκμήριο ύπαρξης σύνδεσης με το καθεστώς, το οποίο βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις διατάξεις που θεσπίζουν το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού, εφόσον προβάλλει επιχειρήματα ή στοιχεία δυνάμενα να κλονίσουν σοβαρά την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το Συμβούλιο ή την εκ μέρους του τελευταίου εκτίμηση ή εφόσον προβάλλει ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης δέσμη συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων περί του ότι δεν υφίσταται ή δεν υφίσταται πλέον σύνδεση με το συριακό καθεστώς, δεν ασκείται επιρροή επί του καθεστώτος αυτού ή περί του ότι ο προσφεύγων δεν συνδέεται με πραγματικό κίνδυνο καταστρατηγήσεως των περιοριστικών μέτρων, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 3, και το άρθρο 28, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2013/255, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2015/1836, καθώς και το άρθρο 15, παράγραφος 1β, του κανονισμού 36/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2015/1828 (βλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, Sabra κατά Συμβουλίου, T‑249/20, EU:T:2022:140, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο του δεσμού με το συριακό καθεστώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι πέρασε την παιδική και εφηβική της ηλικία με τη μητέρα της στον Λίβανο και ότι δεν έζησε ποτέ στη Συρία. Συναφώς, επισημαίνει ότι προέρχεται από γάμο που διήρκεσε μόνο λίγους μήνες, μεταξύ του θανόντος και της πρώην συζύγου του, Nawal Jazaeri, και προσθέτει ότι γνώρισε τον πατέρα της μόλις στην ηλικία των 11 ετών και τον συναναστρεφόταν ελάχιστα στη συνέχεια. Τέλος, επισημαίνει ότι είναι Σύρια υπήκοος, αλλά μετανάστευσε το 1990 με τη μητέρα της στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου απέκτησε την αμερικανική ιθαγένεια και παρακολούθησε πρόγραμμα σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υποστηρίζει ότι ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον σύζυγό της, Σαουδάραβα υπήκοο, τον οποίο παντρεύτηκε το 1999, και με τα δύο τέκνα τους που είναι επίσης Αμερικανοί υπήκοοι.

59      Προς στήριξη των επιχειρημάτων της, η προσφεύγουσα προσκομίζει τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία:

–        αντίγραφο του διαβατηρίου της που έχει εκδοθεί από τις αμερικανικές αρχές·

–        αντίγραφο του απολυτηρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που απέκτησε το 1984 στον Λίβανο·

–        αντίγραφο δύο διπλωμάτων, το ένα απονεμηθέν το 1992 από το University of Utah (πανεπιστήμιο της Utah, Ηνωμένες Πολιτείες) και το άλλο το 2016 από το George Mason University (πανεπιστήμιο George-Mason, Virginia, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής)·

–        αντίγραφο του πιστοποιητικού γάμου της με υπήκοο Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος συνήφθη στο Fairfax, Virginia (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), το 1999·

–        αντίγραφο των αμερικανικών διαβατηρίων των δύο ανήλικων τέκνων της που γεννήθηκαν, αντίστοιχα, στη Σαουδική Αραβία το 2007 και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το 2009·

–        αντίγραφο των βαθμολογιών των τέκνων της, που συντάχθηκαν από σχολεία στο Fairfax·

–        αντίγραφο δύο πράξεων επιβολής φόρου κατοικίας που εκδόθηκαν για κατάλυμα που βρίσκεται στο Fairfax για τα έτη 2017 και 2021·

–        ασφάλιση αυτοκινήτου που έχει εκδοθεί στο όνομα της προσφεύγουσας και αποστέλλεται στην ίδια διεύθυνση στο Fairfax·

–        αντίγραφο ένδειξης μετρητή νερού στο όνομα της προσφεύγουσας για την περίοδο από 8 Αυγούστου 2017 έως 3 Νοεμβρίου 2022, με την ίδια διεύθυνση στο Fairfax·

–        την αναγγελία θανάτου.

60      Καταρχάς, επισημαίνεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ορισμένα εκ των οποίων προέρχονται από κυβερνητικές και διοικητικές αρχές καθώς και από ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες, καταρχήν, δεν μπορεί να χειραγωγηθούν ή να επηρεαστούν από την προσφεύγουσα, προέκυψαν in tempore non suspecto για χρήση που δεν αφορά την παρούσα δίκη ή την προηγηθείσα διοικητική διαδικασία.

61      Επιπλέον, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι ουδέποτε έζησε στη Συρία επιβεβαιώνεται από το αντίγραφο του διαβατηρίου της όπου αναφέρει τον Λίβανο ως τόπο γέννησής της και από απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκδοθέν από λιβανέζικο σχολείο.

62      Τα λοιπά στοιχεία αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα ζει εδώ και αρκετές δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι είναι παντρεμένη με πολίτη της Σαουδικής Αραβίας και ότι τα τέκνα τους είναι πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου φοιτούν στο σχολείο.

63      Κατά τη νομολογία, το γεγονός και μόνον της διαμονής εκτός Συρίας δεν συνιστά, αυτό καθεαυτό, επαρκή περίσταση για να αποδειχθεί ότι κάποιος δεν συνδέεται με το συριακό καθεστώς (αποφάσεις της 12ης Μαρτίου 2014, Al Assad κατά Συμβουλίου, Τ-202/12, EU:T:2014:113, σκέψη 104, και της 14ης Απριλίου 2021, Al-Tarazi κατά Συμβουλίου, Τ-260/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:187, σκέψη 149), το δε Συμβούλιο, το οποίο δεν αμφισβητεί κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, υποστηρίζει ότι αυτά δεν μπορούν να ανατρέψουν το τεκμήριο σύνδεσης με το καθεστώς, όπως αυτό καθιερώνεται από το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού.

64      Ωστόσο, κατά το στάδιο της απάντησης, η προσφεύγουσα προσκόμισε την αναγγελία θανάτου του πατέρα της, δημοσιευθείσα στην αραβική γλώσσα (στο εξής: αναγγελία θανάτου), της οποίας αναφέρει ότι έλαβε γνώση μόνο μετά την κοινοποίησή της σε τρίτους στο πλαίσιο άλλης ένδικης διαδικασίας. Διευκρινίζει ότι δεν ήταν στην κατοχή της κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής-αγωγής, δεδομένου ότι είχε απομακρυνθεί εντελώς από την κατάσταση στη Συρία και ότι δεν είχε καμία ανάμειξη με την κηδεία του θανόντος.

65      Αφενός, η δήλωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι η αναγγελία θανάτου αναφέρει τα ονόματα των πέντε υιών και των δύο θυγατέρων του θανόντος, αλλά όχι το όνομα της προσφεύγουσας.

66      Αφετέρου, η αναγγελία θανάτου αναφέρει τα ονόματα δύο εκ των συζύγων του θανόντος, ήτοι της Ghada Mhana και της Hala Tarif Almaghout, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στο όνομα της μητέρας της προσφεύγουσας, Nawal Jazaeri. Η παράλειψη αυτή είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, καθώς η εν λόγω αναγγελία αναφέρει και άλλους συγγενείς του θανόντος που απεβίωσαν πριν από αυτόν.

67      Επομένως, η παράλειψη αναφοράς του ονόματος της μητέρας της προσφεύγουσας στην αναγγελία θανάτου είναι ικανή να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η σχέση μεταξύ της μητέρας της και του θανόντος διήρκεσε για μικρό χρονικό διάστημα.

68      Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1967, ενώ από τους επίδικους καταλόγους προκύπτει ότι ο Rami Makhlouf, ο μεγαλύτερος υιός του θανόντος και της δεύτερης συζύγου του, γεννήθηκε το 1969, γεγονός που μπορεί επίσης να επιβεβαιώσει τη σύντομη διάρκεια της ένωσης μεταξύ των γονέων της προσφεύγουσας.

69      Τα στοιχεία αυτά από την αναγγελία θανάτου είναι, γενικότερα, ικανά να στηρίξουν τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας περί της απομάκρυνσής της, ήδη από την παιδική της ηλικία, όχι μόνο από την κατάσταση στη Συρία, αλλά και από την οικογένεια του θανόντος στην οποία φαίνεται να είναι ξένη.

70      Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, από τα οποία προκύπτει ότι, από την μετεγκατάστασή της το 1990, το κέντρο των συμφερόντων της βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αφενός, αυτό επιβεβαιώνεται από δύο πτυχία που της απονεμήθηκαν από αμερικανικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, το πρώτο το 1992 και το δεύτερο το 2016.

71      Αφετέρου, η προσφεύγουσα προσκομίζει διάφορα τιμολόγια σχετικά με την εγκατάσταση της κατοικίας της στο Fairfax.

72      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, κρίνεται ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα συγκλίνουν μεταξύ τους και είναι αξιόπιστα και ότι, στο σύνολό τους, τεκμηριώνουν επαρκώς, κατά νόμον, τους ισχυρισμούς της περί απομάκρυνσής της από την οικογένεια Makhlouf.

73      Επομένως, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα συνιστούν δέσμη επαρκώς συγκεκριμένων, σαφών και συγκλινουσών ενδείξεων περί του ότι δεν υφίσταται ή δεν υφίσταται πλέον σύνδεση με το συριακό καθεστώς, δεν ασκείται επιρροή επί του καθεστώτος αυτού ή περί του ότι η προσφεύγουσα δεν συνδέεται με πραγματικό κίνδυνο καταστρατηγήσεως των περιοριστικών μέτρων κατά την έννοια της νομολογίας που υπενθυμίζεται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, με αποτέλεσμα να πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα ανέτρεψε βασίμως το τεκμήριο σύνδεσης με το συριακό καθεστώς, το οποίο απορρέει από το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού.

74      Συναφώς, με τα δικόγραφά του, το Συμβούλιο απλώς υποστηρίζει ότι σκοπός των προσβαλλόμενων πράξεων ήταν όχι μόνο να αποτραπεί η μεταβίβαση της κληρονομίας περιουσίας του θανόντος στους κληρονόμους του, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 των αρχικών πράξεων, αλλά και να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι τέσσερις υιοί του θανόντος, εις βάρος των οποίων είχαν ήδη επιβληθεί περιοριστικά μέτρα, να έρθουν σε συνεννόηση με την προσφεύγουσα για να αποφύγουν τη δέσμευση κεφαλαίων όσον αφορά το μερίδιο της κληρονομίας που τους αναλογεί. Στη συνέχεια, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η φυσική απομάκρυνση της προσφεύγουσας, δηλαδή η διαμονή της στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, δεν σημαίνει ότι η προσφεύγουσα αποστασιοποιήθηκε από το συριακό καθεστώς ή την υπόλοιπη οικογένεια Makhlouf.

75      Ωστόσο, ένα τέτοιος γενικός, αν όχι υποθετικός, ισχυρισμός, ο οποίος ουδόλως τεκμηριώνεται, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των ενδείξεων που επικαλείται η προσφεύγουσα προς ανατροπή του τεκμηρίου σύνδεσης με το συριακό καθεστώς.

76      Επομένως, το Συμβούλιο δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει, προκειμένου να τεκμηριώσει το βάσιμο των προσβαλλόμενων πράξεων κατόπιν της αμφισβήτησής τους από την προσφεύγουσα, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας απόφασης.

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσβαλλόμενες πράξεις ενέχουν πλάνη εκτιμήσεως.

78      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός και, ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων

79      Όσον αφορά το αίτημα του Συμβουλίου που υποβλήθηκε επικουρικώς με το υπόμνημα αντικρούσεως, με σκοπό τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της εκτελεστικής απόφασης 2022/242 έως ότου αρχίσει να ισχύει έναντι της προσφεύγουσας η μερική ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού 2022/237, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση αυτή, το Συμβούλιο είχε καταχωρίσει, από τις 21 Φεβρουαρίου 2022, το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα του παραρτήματος Ι της απόφασης 2013/255. Μετά την έκδοση της απόφασης 2022/849 (βλ. σκέψη 19 της παρούσας απόφασης), η εγγραφή της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους παρατάθηκε έως την 1η Ιουνίου 2023.

80      Επιπλέον, με την απόφαση 2023/1035, το Συμβούλιο επικαιροποίησε το παράρτημα Ι της απόφασης 2013/255 διατηρώντας το όνομα της προσφεύγουσας έως την 1η Ιουνίου 2024 (βλ. σκέψη 20 της παρούσας απόφασης).

81      Ωστόσο, με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2024/1510 του Συμβουλίου, της 27ης Μαΐου 2024, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255 (ΕΕ L, 2024/1510), το Συμβούλιο επικαιροποίησε τον κατάλογο των προσώπων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ο οποίος περιλαμβάνεται στο Παράρτημα I της απόφασης 2013/255, διατηρώντας το όνομα της προσφεύγουσας έως την 1η Ιουνίου 2025.

82      Ως εκ τούτου, μολονότι η ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης 2022/242 και της απόφασης 2023/1035, κατά το μέρος που αφορούν την προσφεύγουσα, συνεπάγεται την ακύρωση της εγγραφής του ονόματός της στον κατάλογο του παραρτήματος Ι της απόφασης 2013/255 για την περίοδο από τις 21 Φεβρουαρίου 2022 έως την 1η Ιουνίου 2024, η ακύρωση αυτή δεν επεκτείνεται, αντιθέτως, στην απόφαση 2024/1510, η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής.

83      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι, μέχρι σήμερα, έχουν επιβληθεί στην προσφεύγουσα νέα περιοριστικά μέτρα, το επικουρικό αίτημα του Συμβουλίου σχετικά με τα διαχρονικά αποτελέσματα της μερικής ακύρωσης της εκτελεστικής απόφασης 2022/242, που μνημονεύεται στη σκέψη 80 της παρούσας απόφασης, έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

 Επί των αιτημάτων χρηματικής ικανοποίησης

84      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πλάνη εκτιμήσεως του Συμβουλίου, την οποία ενέχουν οι προσβαλλόμενες πράξεις, συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Προσθέτει επίσης ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις βλάπτουν σοβαρά τη φήμη της.

85      Το Συμβούλιο αντικρούει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι παράνομες και ότι, ως εκ τούτου, τα αιτήματα αποζημίωσης πρέπει να απορριφθούν εκ προοιμίου.

86      Το Συμβούλιο επισημαίνει επίσης ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό με την απαιτούμενη ακρίβεια του χαρακτήρα, του υποστατού και της έκτασης της ηθικής βλάβης που επικαλείται. Ως εκ τούτου, διατηρεί αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό των αιτημάτων αποζημίωσης.

87      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης λόγω παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους των οργάνων της, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, ήτοι εάν η προσαπτόμενη στα θεσμικά όργανα συμπεριφορά είναι παράνομη, εάν υφίσταται ζημία και εάν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι αυτές οι τρεις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η έλλειψη μίας εξ αυτών αρκεί για την απόρριψη της αγωγής αποζημίωσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Haswani κατά Συμβουλίου, T‑479/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:383, σκέψη 155).

88      Προς στήριξη των αιτημάτων της για χρηματική ικανοποίηση, η προσφεύγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, το γεγονός ότι το Συμβούλιο, μη διαθέτοντας πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν το βάσιμο των περιοριστικών μέτρων εις βάρος της, διέπραξε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες κατά την έννοια της νομολογίας που στηρίζεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

89      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η πλάνη εκτιμήσεως που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης του δευτέρου λόγου ακυρώσεως συνιστά παρανομία τέτοιας φύσεως δυνάμενη να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

90      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα ενωσιακής νομικής πράξης δεν αρκεί, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η παρανομία αυτή, για να κριθεί ότι στοιχειοθετείται άνευ ετέρου η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, η οποία προϋποθέτει τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα. Συγκεκριμένα, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η νομολογία απαιτεί ο ενάγων να αποδείξει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διέπραξε απλή παρανομία, αλλά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2021, HTTS κατά Συμβουλίου, T‑692/15 RENV, EU:T:2021:410, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Κατά τη νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης, για να εκτιμήσει αν μια παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης είναι κατάφωρη, λαμβάνει μεταξύ άλλων υπόψη την πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, τις δυσχέρειες εφαρμογής ή ερμηνείας των διατάξεων και, ειδικότερα, το περιθώριο εκτίμησης το οποίο διαθέτει η αρχή που εξέδωσε την αμφισβητούμενη πράξη (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 42).

92      Επομένως, μόνον η διαπίστωση πλημμέλειας στην οποία δεν θα υπέπιπτε, υπό παρόμοιες συνθήκες, μια διοικητική αρχή επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 43).

93      Η απόδειξη κατάφωρης παραβάσεως έχει ως σκοπό να αποφεύγεται, ιδίως στον τομέα των περιοριστικών μέτρων, η παρακώλυση της αποστολής την οποία το θεσμικό όργανο καλείται να επιτελέσει προς το γενικό συμφέρον της Ένωσης και των κρατών μελών της, λόγω του κινδύνου να κληθεί τελικώς το οικείο θεσμικό όργανο να φέρει τη ζημία που οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να υποστούν από τις πράξεις του, χωρίς, ωστόσο, να επιρρίπτεται στους ιδιώτες το βάρος των συνεπειών, συνισταμένων σε υλική ζημία ή ηθική βλάβη, για καταφανείς και ασύγγνωστες παραβάσεις που το οικείο θεσμικό όργανο έχει διαπράξει (βλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2021, Bateni κατά Συμβουλίου, Τ-455/17, EU:T:2021:411, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Εν προκειμένω, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης, το Συμβούλιο είχε, κατά τη στιγμή της εγγραφής του ονόματος της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους, στη διάθεσή του την απόφαση περί επαγωγής της κληρονομίας του θανόντος, από την οποία προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα ανήκει στην οικογένεια Makhlouf. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε την ακρίβεια ή ούτε την αλήθεια των πραγματικών στοιχείων, ούτε την αποδεικτική αξία της απόφασης αυτής. Επομένως, το έγγραφο αυτό, εκδοθέν από συριακό δικαστήριο, συνιστά επαρκές αποδεικτικό στοιχείο που παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να τεκμηριώσει, a priori, τον λόγο εγγραφής της προσφεύγουσας στους επίδικους καταλόγους βάσει του κριτηρίου του οικογενειακού δεσμού.

95      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού αποτελεί αντικειμενικό, αυτοτελές και επαρκές κριτήριο εγγραφής στον κατάλογο και, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να αποδείξει την ύπαρξη δεσμού μεταξύ της προσφεύγουσας, μέλους της οικογένειας Makhlouf και του συριακού καθεστώτος (βλ. σκέψη 52 της παρούσας απόφασης).

96      Επομένως, κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων, το Συμβούλιο διέθετε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να θεωρήσει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του τεκμηρίου σύνδεσης με το συριακό καθεστώς, οπότε δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, κατ’ ουσίαν, η πλάνη εκτιμήσεως του Συμβουλίου συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

97      Πράγματι, η πλάνη εκτιμήσεως ως λόγος ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να διακρίνεται από την πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική ευχέρεια η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως για τη διαπίστωση κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2021, Bateni κατά Συμβουλίου, Τ‑455/17, EU:T:2021:411, σκέψη 113).

98      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο ισχυρισμό προκειμένου να εξηγηθεί για ποιο λόγο το γεγονός ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα στους ιδιώτες, δυνάμενη να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Περιορίζεται να επικαλεστεί την αδυναμία του Συμβουλίου να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη της βασιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων.

99      Ωστόσο, η ύπαρξη πλάνης εκτιμήσεως δεν οδηγεί αυτομάτως στο συμπέρασμα, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι το Συμβούλιο διέπραξε κατάφωρη παράβαση όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εγγραφής του ονόματός της στους επίδικους καταλόγους.

100    Επομένως, παρά τον παράνομο χαρακτήρα των προσβαλλόμενων πράξεων, ενόψει της απόφασης περί επαγωγής της κληρονομίας, η οποία εκτιμάται υπό το πρίσμα του τεκμηρίου σύνδεσης με το συριακό καθεστώς, που απορρέει από το κριτήριο του οικογενειακού δεσμού, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο υπερέβη προδήλως και σοβαρώς τα όρια που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια προκειμένου να στοιχειοθετηθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

101    Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει προκειμένου να στοιχειοθετήσει το βάσιμο των προσβαλλόμενων πράξεων στο πλαίσιο της αμφισβήτησής τους, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω πλάνη εκτιμήσεως είχε κατάφωρο και ασύγγνωστο χαρακτήρα, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 95 και 96 της παρούσας απόφασης, η οποία δεν θα είχε διαπραχθεί από διοικητική αρχή επιδεικνύουσα τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια, υπό ανάλογες συνθήκες.

102    Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης είναι σωρευτικές, τα αιτήματα χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να απορριφθούν, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν ούτε οι λοιπές προϋποθέσεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 87 της παρούσας απόφασης ούτε, κατά μείζονα λόγο, το παραδεκτό των αιτημάτων αυτών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

103    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την εκτελεστική απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2022/242 του Συμβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2022, για την εφαρμογή της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Συρίας, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2022/237 του Συμβουλίου, της 21ης Φεβρουαρίου 2022, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία, κατά το μέρος που αφορούν τη Shahla Makhlouf.

2)      Ακυρώνει την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2023/1035 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2023, για την τροποποίηση της απόφασης 2013/255/ΚΕΠΠΑ σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία, και τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2023/1027 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2023, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 36/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης στη Συρία, κατά το μέρος που αφορούν τη S. Makhlouf.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή κατά τα λοιπά.

4)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Truchot

Kanninen

Frendo

Sampol Pucurull

 

      Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιουλίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top