Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0073

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2023.
    Grupa Azoty S.A. κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Κατευθυντήριες γραμμές για ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Επιλέξιμοι οικονομικοί τομείς – Αποκλεισμός του τομέα της παραγωγής αζωτούχων προϊόντων και λιπασμάτων – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Δικαίωμα προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Προϋπόθεση κατά την οποία ο προσφεύγων πρέπει να θίγεται άμεσα.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-73/22 P και C-77/22 P.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:570

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 13ης Ιουλίου 2023 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Κατευθυντήριες γραμμές για ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Επιλέξιμοι οικονομικοί τομείς – Αποκλεισμός του τομέα της παραγωγής αζωτούχων προϊόντων και λιπασμάτων – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Δικαίωμα προσφυγής των φυσικών ή νομικών προσώπων – Άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Προϋπόθεση κατά την οποία ο προσφεύγων πρέπει να θίγεται άμεσα»

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑73/22 P και C‑77/22 P,

    με αντικείμενο δύο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ασκήθηκαν, αντιστοίχως, στις 3 και στις 4 Φεβρουαρίου 2022,

    Grupa Azoty S.A., με έδρα το Tarnów (Πολωνία),

    Azomureș SA, με έδρα το Târgu Mureş (Ρουμανία),

    Λιπάσματα Καβάλας ΛΤΔ Υποκατάστημα Αλλοδαπής, με έδρα το Παλαιό Φάληρο (Ελλάδα),

    εκπροσωπούμενες από τους D. Haverbeke, L. Ruessmann και P. Sellar, δικηγόρους,

    προσφεύγουσες στην υπόθεση C‑73/22 P,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Μπουχάγιαρ, G. Braga da Cruz και J. Ringborg, στη συνέχεια από τον A. Μπουχάγιαρ και τον J. Ringborg,

    καθής πρωτοδίκως,

    και

    Advansa Manufacturing GmbH, με έδρα το Hamm (Γερμανία),

    Beaulieu International Group NV, με έδρα το Waregem (Βέλγιο),

    Brilen SA, με έδρα τη Σαραγόσα (Ισπανία),

    Cordenka GmbH & Co. KG, με έδρα το Erlenbach am Main (Γερμανία),

    Dolan GmbH, με έδρα το Kelheim (Γερμανία),

    Enka International GmbH & Co. KG, με έδρα το Βούπερταλ (Γερμανία),

    Glanzstoff Longlaville SAS, με έδρα τη Longlaville (Γαλλία),

    Infinited Fiber Company Oy, με έδρα το Espoo (Φινλανδία),

    Kelheim Fibres GmbH, με έδρα το Kelheim,

    Nurel SA, με έδρα τη Σαραγόσα,

    PHP Fibers GmbH, με έδρα το Erlenbach am Main (Γερμανία),

    Teijin Aramid BV, με έδρα το Arnhem (Κάτω Χώρες),

    Thrace Nonwovens & Geosynthetics μονοπρόσωπη ΑΒΕΕ μη υφαντών υφασμάτων και γεωσυνθετικών προϊόντων, με έδρα το Μαγικό (Ελλάδα),

    Trevira GmbH, με έδρα το Bobingen (Γερμανία),

    εκπροσωπούμενες από τους D. Haverbeke, L. Ruessmann και P. Sellar, δικηγόρους,

    προσφεύγουσες στην υπόθεση C‑77/22 P,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Dralon GmbH, με έδρα το Dormagen (Γερμανία),

    προσφεύγουσα πρωτοδίκως,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους A. Μπουχάγιαρ, G. Braga da Cruz και J. Ringborg, στη συνέχεια από τον A. Bouchagiar και τον J. Ringborg,

    καθής πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

    γραμματέας: Α. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 2023,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι Grupa Azoty S.A., Azomureș SA και Λιπάσματα Καβάλας ΛΤΔ Υποκατάστημα Αλλοδαπής (C‑73/22 P), καθώς και οι Advansa Manufacturing GmbH, Beaulieu International Group NV, Brilen SA, Cordenka GmbH, Co. KG, Dolan GmbH, Enka International GmbH, Co. KG, Glanzstoff Longlaville SAS, η Infinited Fiber Company Oy, η Kelheim Fibbres GmbH, η Nurel SA, η PHP Fibers GmbH, η Teijin Aramid BV, η Thrace Nonwovens & Geosynthetics μονοπρόσωπη ΑΒΕΕ μη υφαντών και γεωσυνθετικών προϊόντων Α.Ε. και η Trevira GmbH (C‑77/22 P), ζητούν, οι μεν πρώτες, να αναιρεθεί η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Νοεμβρίου 2021, Grupa Azoty κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑726/20), οι δε δεύτερες, να αναιρεθεί η διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Νοεμβρίου 2021, T-741/20, Advansa Manufacturing κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑741/20) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτες τις προσφυγές τους με αίτημα τη μερική ακύρωση της ανακοινώσεως της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μετά το 2021», η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 25ης Σεπτεμβρίου 2020 (ΕΕ 2020, C 317, σ. 5, στο εξής: επίδικες κατευθυντήριες γραμμές).

    Το νομικό πλαίσιο

    Η οδηγία 2003/87

    2

    Η οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2018/410 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2018 (ΕΕ 2018, L 76, σ. 3) (στο εξής: οδηγία 2003/87), θέσπισε σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΕΔΕ).

    3

    Το άρθρο 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87 προβλέπει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν χρηματοδοτικά μέτρα […] υπέρ τομέων ή υποτομέων οι οποίοι εκτίθενται σε πραγματικό κίνδυνο διαρροής διοξειδίου του άνθρακα λόγω σημαντικού έμμεσου κόστους που προκύπτει από το κόστος εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που μετακυλίεται στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω χρηματοδοτικά μέτρα είναι σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, και ιδίως ότι δεν προκαλούν αδικαιολόγητες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. […]»

    4

    Το άρθρο 10β, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

    «Τομείς και υποτομείς για τους οποίους το γινόμενο του πολλαπλασιασμού της έντασης εμπορικών συναλλαγών τους με τρίτες χώρες, που ορίζεται ως ο λόγος της συνολικής αξίας των εξαγωγών προς τρίτες χώρες συν την αξία εισαγωγών από τρίτες χώρες προς το συνολικό μέγεθος της αγοράς για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ετήσιος κύκλος εργασιών + σύνολο εισαγωγών από τρίτες χώρες) επί την ένταση των εκπομπών τους, εκπεφρασμένη σε kgCO2 δια την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία τους (σε ευρώ) υπερβαίνει το 0,2, θεωρούνται ότι είναι εκτεθειμένοι σε κίνδυνο διαρροής διοξειδίου του άνθρακα. […]»

    5

    Το άρθρο 10β, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τομείς και υποτομείς που δεν υπερβαίνουν το όριο αυτό μπορούν επίσης να θεωρηθούν ότι εκτίθενται σε κίνδυνο διαρροής διοξειδίου του άνθρακα και περιλαμβάνονται στην ομάδα της παραγράφου 1 της οικείας διατάξεως.

    Οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές

    6

    Στο σημείο 7 των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι με αυτές «καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα μέτρα ενίσχυσης στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ της [Ένωσης] μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της [ΣΛΕΕ]».

    7

    Το σημείο 9 των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει τα εξής:

    «Οι αρχές που ορίζονται στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές ισχύουν μόνο για τα συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσης που προβλέπονται στο άρθρο 10α παράγραφος 6 και στο άρθρο 10β της οδηγίας [2003/87]».

    8

    Κατά τα σημεία 19 έως 21 των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών:

    «19. Οι ενισχύσεις για το έμμεσο κόστος των εκπομπών θα θεωρείται ότι συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο [γ]) της [ΣΛΕΕ], εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις.

    20. Ο στόχος των ενισχύσεων αυτού του είδους είναι να αποφευχθεί ένας σημαντικός κίνδυνος διαρροής [διοξειδίου του] άνθρακα, ιδίως λόγω του κόστους EUA που μετακυλίεται στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που επωμίζεται ο δικαιούχος, εάν οι ανταγωνιστές του από τρίτες χώρες δεν αντιμετωπίζουν παρόμοιο κόστος στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας τους και ο δικαιούχος δεν είναι σε θέση να μετακυλίσει το εν λόγω κόστος στις τιμές των προϊόντων χωρίς να χάσει σημαντικό μερίδιο της αγοράς. Η αντιμετώπιση του κινδύνου διαρροής [διοξειδίου του] άνθρακα, μέσω της παροχής βοήθειας στους δικαιούχους να μειώσουν την έκθεσή τους στον εν λόγω κίνδυνο, εξυπηρετεί έναν περιβαλλοντικό σκοπό, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις στοχεύουν στην αποφυγή της αύξησης των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου λόγω μετατόπισης της παραγωγής εκτός της Ένωσης, ελλείψει δεσμευτικής διεθνούς συμφωνίας για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

    21. Για να περιοριστεί ο κίνδυνος στρέβλωσης του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, η ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται σε τομείς που εκτίθενται σε πραγματικό κίνδυνο διαρροής [διοξειδίου του] άνθρακα λόγω σημαντικού έμμεσου κόστους που προκύπτει από τη μετακύλιση του κόστους των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Για τους σκοπούς των παρουσών κατευθυντήριων γραμμών, θεωρείται ότι υφίσταται πραγματικός κίνδυνος διαρροής [διοξειδίου του] άνθρακα μόνο εάν ο δικαιούχος δραστηριοποιείται σε έναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα I.»

    9

    Το παράρτημα I περιλαμβάνει κατάλογο δεκατεσσάρων τομέων οι οποίοι θεωρείται ότι εκτίθενται σε πραγματικό κίνδυνο διαρροής διοξειδίου του άνθρακα λόγω του έμμεσου κόστους εκπομπών.

    10

    Το σημείο 64 των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2021, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αντικαθιστούν τις κατευθυντήριες γραμμές για ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου μετά το 2012, οι οποίες δημοσιεύθηκαν την 5η Ιουνίου 2012 (ΕΕ 2012, C 158, σ. 4). Στα σημεία 65 και 66 των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή προβλέπει ότι θα εφαρμόζει τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες αυτές γραμμές από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2030 σε όλα τα κοινοποιηθέντα μέτρα ενισχύσεως επί των οποίων καλείται να αποφανθεί από 1ης Ιανουαρίου 2021, ακόμη και αν τα σχέδια κοινοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευσή τους.

    Το ιστορικό της διαφοράς

    11

    Οι αναιρεσείουσες είναι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής αζωτούχων προϊόντων και λιπασμάτων.

    12

    Ο τομέας αυτός δεν μνημονεύεται στον κατάλογο του παραρτήματος I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, με τίτλο «Τομείς που θεωρείται ότι εκτίθενται σε [πραγματικό] κίνδυνο διαρροής [διοξειδίου του] άνθρακα λόγω του έμμεσου κόστους των εκπομπών», ενώ μνημονευόταν στον κατάλογο του παραρτήματος II των κατευθυντηρίων γραμμών που είχαν δημοσιευθεί στις 5 Ιουνίου 2012, με τίτλο «Τομείς και υποτομείς οι οποίοι θεωρείται εκ των προτέρων ότι εκτίθενται σε σημαντικό κίνδυνο διαρροής [διοξειδίου του] άνθρακα λόγω του έμμεσου κόστους εκπομπών», ο οποίος ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

    Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις

    13

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2020, οι αναιρεσείουσες άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγές με αίτημα την ακύρωση του παραρτήματος Ι των επίμαχων κατευθυντηρίων γραμμών.

    14

    Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η και 12η Μαρτίου 2021, η Επιτροπή προέβαλε ενστάσεις απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

    15

    Με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε τις προσφυγές απαράδεκτες για τον λόγο ότι οι αναιρεσείουσες, οι οποίες δεν είναι αποδέκτες των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, δεν θίγονται άμεσα από αυτές κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον οι κατευθυντήριες γραμμές δεν παράγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής τους καταστάσεως.

    16

    Προς στήριξη της κρίσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στις σκέψεις 39 έως 43 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι η εκτίμηση που περιέχεται στις επίμαχες κατευθυντήριες οδηγίες, κατά την οποία υφίσταται πραγματικός κίνδυνος διαρροής διοξειδίου του άνθρακα μόνο στην περίπτωση που ο δικαιούχος δραστηριοποιείται σε έναν από τους τομείς που απαριθμούνται στο παράρτημα I των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, δεν αποκλείει από νομικής απόψεως τη δυνατότητα των κρατών μελών να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή μέτρα ενισχύσεως υπέρ των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς πέραν εκείνων που απαριθμούνται στο εν λόγω παράρτημα και τη δυνατότητά τους να επιχειρήσουν να αποδείξουν ότι, παρά τη μη πλήρωση ενός εκ των κριτηρίων που τίθενται στις κατευθυντήριες γραμμές, μια ενίσχυση που προορίζεται για τις εν λόγω επιχειρήσεις συνάδει με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε μεν ότι στην περίπτωση αυτή είναι πολύ πιθανό η Επιτροπή να εκδώσει, δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), απόφαση διαπιστώνουσα ότι η σχεδιαζόμενη ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, πλην όμως επισήμανε ότι μόνον η απόφαση αυτή θα μπορούσε να παραγάγει άμεσα έννομα αποτελέσματα έναντι των επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να είχαν λάβει την ενίσχυση.

    17

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε επίσης, στη σκέψη 38 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να μη χορηγήσει κανένα μέτρο ενίσχυσης το οποίο να εμπίπτει στις επίμαχες κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή δεν λαμβάνει καμία απόφαση δυνάμει του κανονισμού 2015/1589. Συνεπώς, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν θα επηρέαζαν άμεσα τη νομική κατάσταση των αναιρεσειουσών ούτε στην περίπτωση αυτή.

    Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    18

    Με τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησαν, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις,

    να κρίνει τις προσφυγές παραδεκτές,

    επικουρικώς, να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις καθότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε επιφυλαχθεί ως προς την απόφασή του επί του παραδεκτού των προσφυγών έως ότου τις εξετάσει επί της ουσίας,

    να αναπέμψει τις υποθέσεις στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της ουσίας,

    καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, και

    να επιφυλαχθεί ως προς το ζήτημα των δικαστικών εξόδων της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, καταλείποντάς το στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν της ολοκληρώσεως της εξετάσεως των προσφυγών επί της ουσίας.

    19

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και

    να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα·

    επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, να αποφανθεί το ίδιο επί των προσφυγών, απορρίπτοντας τις προσφυγές ως απαράδεκτες, και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

    20

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2022, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑73/22 P και C‑77/22 P προς διευκόλυνση της ενδεχόμενης προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

    21

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2023, οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση C‑73/22 P ζήτησαν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

    22

    Προς στήριξη του σχετικού αιτήματος, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το ζήτημα αν οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές τις αφορούν άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν εξετάστηκε δεόντως με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα και δεν συζητήθηκε πλήρως ενώπιον του Δικαστηρίου.

    23

    Η συζήτηση επί του ζητήματος αυτού πρέπει, κατά τις αναιρεσείουσες, να συνεχιστεί στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και να αφορά το περιεχόμενο, τη φύση, τους σκοπούς και τα έννομα αποτελέσματα της προσβαλλομένης πράξεως, καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Η ανάλυση στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη τα εν λόγω στοιχεία.

    24

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας ή την επανάληψή της, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν έχει ακόμη διεξαχθεί συζήτηση μεταξύ των διαδίκων.

    25

    Εν προκειμένω, όσον αφορά, αφενός, τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι αναιρεσείουσες επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προβλέπουν δυνατότητα των διαδίκων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων που απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία διαδίκου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, ανεξαρτήτως των ζητημάτων που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας στο πλαίσιο των προτάσεων αυτών, δεν μπορεί να συνιστά αυτή καθεαυτήν λόγο που να δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2023, Puig Gordi κ.λπ., C‑158/21, EU:C:2023:57, σκέψεις 37 και 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    26

    Αφετέρου, όσον αφορά τη διεξαχθείσα μεταξύ των διαδίκων συζήτηση, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι διαθέτει, μετά το πέρας της έγγραφης διαδικασίας ενώπιόν του, όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υποθέσεως, τα δε επιχειρήματα που περιέχονται στο αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας συζητήθηκαν εκτενώς κατά την έγγραφη διαδικασία.

    27

    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το δικαίωμα ακροάσεως δεν επιβάλλει απόλυτη υποχρέωση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως σε όλες τις διαδικασίες. Τούτο ισχύει ιδίως όταν η υπόθεση δεν εγείρει πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν καταλλήλως βάσει της δικογραφίας και των γραπτών παρατηρήσεων των διαδίκων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προβλέπει, συγκεκριμένα, ότι το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση αν εκτιμά, βάσει των υπομνημάτων ή των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν κατά την έγγραφη διαδικασία, ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί ώστε να αποφανθεί επί της υποθέσεως.

    28

    Κατόπιν των ανωτέρω, απορρίπτεται το αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας.

    Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

    29

    Προς στήριξη των αντίστοιχων αιτήσεων αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν δύο πανομοιότυπους λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία, ο δε δεύτερος από νομικό σφάλμα κατά την εφαρμογή της προϋποθέσεως κατά την οποία το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης πρέπει να θίγεται άμεσα από αυτήν. Με έναν επικουρικό λόγο, ο οποίος είναι επίσης πανομοιότυπος και στις δύο υποθέσεις, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή μαζί με την ουσία των προσφυγών.

    Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    30

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε διαπιστώσεις περί τα πράγματα, καθώς και ότι δεν απάντησε στα προβληθέντα ενώπιόν του επιχειρήματα.

    31

    Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν ότι είχαν εκθέσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι, εν αντιθέσει με άλλες κατευθυντήριες γραμμές, οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι απλώς ενδεικτικές, αλλά δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη. Καταρτίζοντας, στο παράρτημα I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, εξαντλητικό κατάλογο των τομέων στους οποίους πρέπει να χορηγούνται οι ενισχύσεις του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87, η Επιτροπή στέρησε από τα κράτη μέλη τη δυνατότητα να χορηγούν, δυνάμει της διατάξεως αυτής, κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά σε τομέα που δεν μνημονεύεται στο παράρτημα. Επομένως, όπως προβάλλουν οι αναιρεσείουσες, το εν λόγω παράρτημα είναι δεσμευτικό για τα κράτη μέλη.

    32

    Ωστόσο, παρότι προβλήθηκε η σχετική επιχειρηματολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν προέβη σε καμία διαπίστωση περί τα πράγματα σχετικά με το περιεχόμενο, τη φύση ή το πλαίσιο των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών. Oi αναιρεσείουσες φρονούν ότι, λόγω της παραλείψεως αυτής, η αιτιολογία ήταν ανεπαρκής, κατ’ αντίθεση, μεταξύ άλλων, προς το σκεπτικό της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570), και της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2015, EREF κατά Επιτροπής (T‑694/14, EU:T:2015:915). Και στις δύο αυτές δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν, αντιστοίχως, ανακοίνωση για τον τραπεζικό τομέα και κατευθυντήριες γραμμές στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, ο δικαστής της Ένωσης βάσισε την εκτίμησή του σε λεπτομερή ανάλυση των επίμαχων πράξεων.

    33

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμηση που διατύπωσε στη σκέψη 38 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων κατά την οποία, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος δεν λαμβάνει κανένα μέτρο ενισχύσεως που να εμπίπτει στις επίδικες κατευθυντήριες γραμμές, δεν πληρούται η προϋπόθεση κατά την οποία ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί προσφυγή κατά μιας πράξεως της οποίας δεν είναι αποδέκτης πρέπει να θίγεται άμεσα από αυτήν.

    34

    Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι η περίπτωση αυτή ενδέχεται να προκύψει, δεδομένου ότι το άρθρο 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα ενισχύσεως. Επομένως, πρέπει να καταστεί σαφές για ποιους λόγους το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, ελλείψει μέτρων ενισχύσεως εκ μέρους των κρατών μελών, οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να αφορούν άμεσα τις αναιρεσείουσες. Τούτο σημαίνει ότι είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου η οποία καταλήγει στη διαπίστωση ότι μόνον τυχόν απόφαση της Επιτροπής βάσει του κανονισμού 2015/1589 δύναται να αφορά άμεσα τις αναιρεσείουσες.

    35

    Κατά την Επιτροπή, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    36

    Όσον αφορά την υποχρέωση που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 36 και του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί πάγια νομολογία ότι από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη η απόφαση, στο δε Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαιοδοτικό έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2022, Γερμανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑177/19 P έως C‑179/19 P, EU:C:2022:10, σκέψη 37, και της 9ης Μαρτίου 2023, Les Mousquetaires και ITM Entreprises κατά Επιτροπής, C‑682/20 P, EU:C:2023:170, σκέψη 40).

    37

    Στις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο, καταρχάς, περιέγραψε, στο τμήμα των διατάξεων όπου εξέθεσε το ιστορικό της διαφοράς, το περιεχόμενο και το πλαίσιο των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών και, στη συνέχεια, υπενθύμισε, στο πρώτο μέρος της εκτιμήσεώς του, τη νομολογία σχετικά με τις προϋποθέσεις του παραδεκτού των προσφυγών που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα κατά πράξεων των οποίων αυτά δεν είναι αποδέκτες.

    38

    Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε, στη σκέψη 34 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι, λόγω του καταλόγου των οικονομικών τομέων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή είναι καταρχήν υποχρεωμένη, στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών, να θεωρεί συμβατές με την εσωτερική αγορά μόνον τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούνται υπέρ των τομέων που απαριθμούνται στον κατάλογο.

    39

    Υπό το πρίσμα αυτών των στοιχείων, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε, στις σκέψεις 36 έως 43 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, τις διάφορες περιπτώσεις που ενδέχεται να προκύψουν σχετικά με τις ενισχύσεις που αφορούν οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές, ενισχύσεις των οποίων η χορήγηση ενθαρρύνεται με το άρθρο 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87. Οι σκέψεις 36 και 37 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων αφορούν τις περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος αποφασίζει να χορηγήσει τέτοιες ενισχύσεις, ενώ η σκέψη 38 αφορά την περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος αποφασίζει να μην χορηγήσει. Οι σκέψεις 39 έως 43 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων αφορούν την περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος μέλος προτίθεται να χορηγήσει τέτοιες ενισχύσεις σε τομέα που δεν μνημονεύεται στο παράρτημα I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών και κοινοποιεί τις ενισχύσεις αυτές στην Επιτροπή, ερειδόμενο στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, και συγκεκριμένα στο άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

    40

    Με την ανωτέρω ανάλυση, το Γενικό Δικαστήριο ανέπτυξε αναλυτική συλλογιστική η οποία εξηγεί χωρίς αμφισημία την απόρριψη της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών. Συγκεκριμένα, οι αναιρεσείουσες είχαν υποστηρίξει ότι οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές δεσμεύουν τα κράτη μέλη, τα εμποδίζουν να χορηγούν ενισχύσεις σε τομείς που δεν μνημονεύονται στο παράρτημα I των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών και, επομένως, παράγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους οικείους τομείς.

    41

    Ειδικότερα, όσον αφορά την επισημανθείσα από τις αναιρεσείουσες περίπτωση στην οποία ένα κράτος μέλος αποφασίζει να μην λάβει κανένα μέτρο ενισχύσεως που να εμπίπτει στις επίδικες κατευθυντήριες γραμμές, το Γενικό Δικαστήριο διατύπωσε σαφώς, στη σκέψη 38 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, την εκτίμησή του ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των αναιρεσειουσών, δεδομένου ότι, ελλείψει ενισχύσεως, η Επιτροπή δεν θα χρειαστεί να τις εφαρμόσει.

    42

    Εξάλλου, στις σκέψεις 39 έως 43 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, το περιεχόμενο των οποίων συνοψίστηκε στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε εμπεριστατωμένα ότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν τη δυνατότητα να κοινοποιούν στην Επιτροπή μέτρα ενισχύσεως υπέρ οικονομικού τομέα ο οποίος, μολονότι δεν μνημονεύεται στο επίμαχο παράρτημα, θα μπορούσε, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, να εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο διαρροής διοξειδίου του άνθρακα και να είναι επιλέξιμος για τη χορήγηση ενισχύσεως δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

    43

    Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τις ενστάσεις απαραδέκτου υπό το πρίσμα του περιεχομένου και του πλαισίου των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών και, στις σκέψεις 36 έως 43 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, απάντησε στην επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών, εκθέτοντας με σαφήνεια το σκεπτικό της αποφάσεώς του. Η σκέψη 38 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, κατά της οποίας βάλλει ειδικώς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, εντάσσεται στη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου και καθιστά ευχερώς κατανοητούς τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αν δεν χορηγηθεί ενίσχυση προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές, το παράρτημα I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως των αναιρεσειουσών.

    44

    Επομένως, κανένα από τα δύο σκέλη του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν είναι βάσιμο. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος αναιρέσεως.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    45

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές δεν τις αφορούν άμεσα.

    46

    Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι, προκειμένου να προσδιοριστούν τα έννομα αποτελέσματα που παράγει μια πράξη της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο και το περιεχόμενο της πράξεως, καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Πλην όμως, οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις δεν βασίζονται σε τέτοια συγκεκριμένη εξέταση, αλλά σε μια γενικότερη συλλογιστική, η οποία, κατά τις αναιρεσείουσες, ενέχει πολλαπλά σφάλματα.

    47

    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο φέρεται να εκκίνησε από την εσφαλμένη παραδοχή ότι, υπό το πρίσμα του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, όλες οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής πρέπει να χαρακτηρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις ευθυγραμμίζονται με την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ. (C‑526/14, EU:C:2016:570), και με τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 2015, EREF κατά Επιτροπής (T-694/14, EU:T:2015:915), παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν πράξεις οι οποίες, αντιθέτως προς τις επίδικες κατευθυντήριες γραμμές, καταλείπουν περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη.

    48

    Ακολουθώντας αυτήν την προσέγγιση, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές απευθύνονται στα κράτη μέλη και δεν τους καταλείπουν κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τους οικονομικούς τομείς που είναι επιλέξιμοι για τη χορήγηση ενισχύσεων βάσει του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87.

    49

    Λαμβανομένης υπόψη αυτής της ελλείψεως περιθωρίου εκτιμήσεως για τα κράτη μέλη, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, κατά τις αναιρεσείουσες, να είχε ακολουθήσει τη συλλογιστική που εκτίθεται στην απόφαση της 5ης Μαΐου 1998, Dreyfus κατά Επιτροπής (C‑386/96 P, EU:C:1998:193), στη σκέψη 44 της οποίας αναφέρεται ότι δύναται να θεωρηθεί ότι μια πράξη αφορά άμεσα έναν ιδιώτη που δεν είναι ο αποδέκτης της όταν η δυνατότητα των αποδεκτών της να μη δώσουν συνέχεια στην πράξη αυτή είναι αμιγώς θεωρητική.

    50

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο φέρεται να βασίστηκε εσφαλμένα στην ύπαρξη της δυνατότητας ενός κράτους μέλους να κοινοποιήσει στην Επιτροπή μέτρα ενισχύσεως υπέρ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε άλλους τομείς, πέραν εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι των επίμαχων κατευθυντηρίων γραμμών, και να αποπειραθεί να αποδείξει ότι τα μέτρα αυτά συνάδουν με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

    51

    Συναφώς, οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι, μολονότι από νομικής απόψεως όντως υφίσταται η δυνατότητα αυτή, η εν λόγω περίσταση ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι οι επίμαχες κατευθυντήριες γραμμές αποκλείουν τη χορήγηση των ενισχύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87 στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς οι οποίοι δεν μνημονεύονται στο παράρτημα I της οικείας οδηγίας. Ο αποκλεισμός αυτός ουδόλως αντισταθμίζεται από τη γενική δυνατότητα χορηγήσεως κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ. Πράγματι, οποιαδήποτε πρόβλεψη για τη χορήγηση τέτοιου είδους ενισχύσεων είναι αμιγώς υποθετική, ενώ οι ενισχύσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87 προβλέπονται ρητώς και ενθαρρύνονται με την οικεία διάταξη.

    52

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο φέρεται να βασίστηκε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι μια πράξη δύναται να θίγει άμεσα έναν επιχειρηματία μόνον αν η Επιτροπή εκδώσει απόφαση δυνάμει του κανονισμού 2015/1589. Όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ότι μια λήψη θέσεως από την Επιτροπή δύναται να θίγει άμεσα έναν επιχειρηματία, ακόμα κι αν το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν έχει εκδώσει τυπικώς απόφαση που να τον αφορά (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Koninklijke FrieslandCampina, C‑519/07 P, EU:C:2009:556, σκέψεις 48 έως 50).

    53

    Οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται ότι, λόγω της εσφαλμένης εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου, δεν δύνανται να ασκήσουν κανένα ένδικο βοήθημα, μολονότι η περίπτωσή τους εμπίπτει στην περίπτωση την οποία αφορά, μεταξύ άλλων, η σκέψη 33 της αποφάσεως της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (C‑50/00 P, EU:C:2002:462), κατά την οποία, πρέπει να υφίσταται δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως προκειμένου να διασφαλίζεται δικαστική προστασία.

    54

    Αναφορικά με το τελευταίο αυτό ζήτημα, οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν ότι τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να λαμβάνουν μέτρα ενισχύσεως δυνάμει άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87. Κατ’ αυτές, είναι πιθανόν να μην χορηγηθεί καμία ενίσχυση που μνημονεύεται στην εν λόγω διάταξη, και επομένως να μην εκδοθεί καμία απόφαση από την Επιτροπή σχετικά με τέτοια ενίσχυση. Από οικονομικής απόψεως, μια τέτοια κατάσταση θα ήταν συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία η Επιτροπή κηρύσσει μια κοινοποιηθείσα ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά. Εντούτοις, στην πρώτη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες δεν διαθέτουν, σύμφωνα με τη συλλογιστική που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο, κανένα ένδικο βοήθημα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση διαθέτουν. Η διαφορά αυτή είναι ανεπίτρεπτη, δεδομένου ότι, και στις δύο περιπτώσεις, οι προσφεύγουσες θίγονται κατά τον ίδιο τρόπο.

    55

    Εξάλλου, κατά τις αναιρεσείουσες, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι δεν είναι θεμιτό να αναμένεται από τους επιχειρηματίες που θίγονται από πράξη της Ένωσης να προκαλέσουν αρνητική απόφαση κράτους μέλους, προκειμένου να μπορούν να προσβάλουν τη συγκεκριμένη πράξη της Ένωσης (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 66). Δεν είναι επίσης εύλογο να αναμένεται από τα κράτη μέλη να παραβούν το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας του άρθρου 4 παράγραφος 3, ΣΕΕ κοινοποιώντας ενισχύσεις στον τομέα της παρασκευής αζωτούχων προϊόντων και λιπασμάτων, μολονότι το παράρτημα I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών δεν μνημονεύει τον εν λόγω τομέα.

    56

    Κατά την Επιτροπή, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    57

    Όπως προκύπτει από τα σημεία 7 και 9 των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, αυτές ορίζουν τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου τα μέτρα ενισχύσεως που εμπίπτουν στο ΣΕΔΕ, και ιδίως εκείνα του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87, να μπορούν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

    58

    Η έκδοση τέτοιων κατευθυντηρίων γραμμών εντάσσεται στο πλαίσιο της ασκήσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της να εκτιμά τη συμβατότητα μέτρων ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως (πρβλ., ιδίως, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κλπ.,C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψεις 37 έως 39, και της 15ης Δεκεμβρίου 2022, Veejaam και Espo, C‑470/20, EU:C:2022:981, σκέψη 29).

    59

    Καθορίζοντας μέσω κατευθυντηρίων γραμμών τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μέτρα ενισχύσεως μπορούν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά και αναγγέλλοντας, με τη δημοσίευση των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, ότι θα εφαρμόσει τους κανόνες που περιέχονται στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως, υπό την έννοια ότι, αν ένα κράτος μέλος κοινοποιήσει σχέδιο κρατικής ενισχύσεως το οποίο συνάδει προς τους κανόνες αυτούς, η Επιτροπή οφείλει, καταρχήν, να εγκρίνει το σχέδιο. Δεν μπορεί, καταρχήν, να αποκλίνει από τους εν λόγω κανόνες, επ’ απειλή της επιβολής κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψη 40, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψη 90).

    60

    Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

    61

    Οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποδέκτες των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ενεργητική νομιμοποίηση των αναιρεσειουσών προϋπέθετε, τουλάχιστον, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 27 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές τις αφορούν άμεσα.

    62

    Η προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να αφορά άμεσα τον προσφεύγοντα περιλαμβάνεται με πανομοιότυπη διατύπωση τόσο στο δεύτερο σκέλος του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και στο τρίτο σκέλος της διατάξεως αυτής και πρέπει να έχει την ίδια έννοια σε καθένα από τα ως άνω τμήματα του εδαφίου (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 73). Κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση αυτή απαιτεί να πληρούνται σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι η εν λόγω πράξη αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του προσώπου αυτού και, αφετέρου, να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της, εφόσον η πράξη αυτή εφαρμόζεται όλως αυτομάτως και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2023, Επιτροπή κατά Jiangsu Seraphim Solar System και Συμβούλιο κατά Jiangsu Seraphim Solar System και Επιτροπής, C‑439/20 P και C‑441/20 P, EU:C:2023:211, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    63

    Οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τα μέτρα ενισχύσεως που τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά το άρθρο 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87, να θεσπίσουν, έχουν, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, ως αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση κοινοποιήσεως σχεδίου κρατικής ενισχύσεως το οποίο ακολουθεί τα κριτήρια που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, μεταξύ των οποίων και ο κατάλογος των επιλέξιμων τομέων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι αυτών, η Επιτροπή οφείλει, καταρχήν, να εγκρίνει το σχέδιο.

    64

    Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δραστηριοποιούνται σε τομέα που δεν μνημονεύεται στο ανωτέρω παράρτημα, αποκλείεται να μπορούν να επωφεληθούν από μια τέτοια υποχρέωση της Επιτροπής.

    65

    Τούτου δοθέντος, όπως εξέθεσε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 39 έως 41 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές δεν έχουν, από νομικής απόψεως, ως αποτέλεσμα να στερούν από τις αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να είναι επιλέξιμες για τη χορήγηση των κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87.

    66

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η έκδοση κατευθυντηρίων γραμμών δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εξετάζει τις εξαιρετικές ειδικές περιστάσεις τις οποίες μπορεί να επικαλεστεί κράτος μέλος σε συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου να ζητήσει την άμεση εφαρμογή του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα να κοινοποιούν στην Επιτροπή σχέδια κρατικών ενισχύσεων τα οποία δεν πληρούν τα κριτήρια που προβλέπουν οι ως άνω κατευθυντήριες γραμμές και η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει τέτοια σχέδια εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2016, Kotnik κ.λπ., C‑526/14, EU:C:2016:570, σκέψεις 41 και 43, και της 31ης Ιανουαρίου 2023, Επιτροπή κατά Braesch κ.λπ., C‑284/21 P, EU:C:2023:58, σκέψεις 92 και 93).

    67

    Επομένως, στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ, τίποτα δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να κοινοποιήσει στην Επιτροπή, σχέδιο ενισχύσεως υπέρ των επιχειρήσεων οικονομικού τομέα που δεν μνημονεύεται στο παράρτημα I των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, σχέδιο το οποίο αποσκοπεί, βάσει του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87, στη μείωση ενός πραγματικού κινδύνου διαρροής διοξειδίου του άνθρακα που παρουσιάζει, κατά την άποψη του κράτους μέλους, ο συγκεκριμένος τομέας και να εκθέσει τις περιστάσεις που μπορούν να δικαιολογήσουν την έγκριση του σχεδίου αυτού δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει μνημονεύσει, στις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, τον εν λόγω τομέα ως εκτεθειμένο σε τέτοιο κίνδυνο.

    68

    Επομένως, όπως ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, οι επίδικες κατευθυντήριες γραμμές μειώνουν μεν τις πιθανότητες των αναιρεσειουσών να λάβουν ενίσχυση βάσει του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87, χωρίς όμως να καθορίζουν, αυτές καθεαυτές, την επιλεξιμότητα των αναιρεσειουσών για τη χορήγηση τέτοιας ενισχύσεως και, επομένως, δεν παράγουν άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής τους καταστάσεως.

    69

    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, το γεγονός ότι δεν μπορούν να ασκήσουν ευθεία προσφυγή κατά των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών δεν τους στερεί την αποτελεσματική δικαστική προστασία. Πράγματι, το δικονομικό δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας κατευθυντηρίων γραμμών προς στήριξη προσφυγής στρεφόμενης κατά πράξεως η οποία εκδόθηκε υπό το πρίσμα αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών, και η οποία αφορά το εν λόγω πρόσωπο κατά τρόπο ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψεις 209 έως 212).

    70

    Εξάλλου, καθόσον οι αναιρεσείουσες επικαλούνται την περίπτωση κατά την οποία τα κράτη μέλη δεν αποφασίζουν να χορηγήσουν καμία από τις ενισχύσεις του άρθρου 10α, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/87 και η Επιτροπή δεν εκδίδει καμία απόφαση περί εγκρίσεως ή μη εγκρίσεως σχεδίου ενισχύσεως βάσει των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι αναιρεσείουσες δεν μπορούν να βρεθούν σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις των οποίων η οικονομική δραστηριότητα ασκείται στον ίδιο τομέα με τη δική τους. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επιτάσσει να έχουν οι αναιρεσείουσες τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών.

    71

    Αποτελεί, συναφώς, πάγια νομολογία ότι οι ιδιώτες πρέπει να μπορούν να απολαύουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που αντλούν από την έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πλην όμως, το δικαίωμα που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είναι να μην υφίστανται στρεβλό ανταγωνισμό (πρβλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    72

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου δεν ενέχει νομικό σφάλμα και ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

    Επί του επικουρικού λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    73

    Κατά τις αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει τις προσφυγές επί της ουσίας πριν αποφανθεί επί του παραδεκτού. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 130, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το τελευταίο επιφυλάσσεται να εξετάσει τις ενστάσεις ή άλλα παρεμπίπτοντα ζητήματα μαζί με την ουσία της υπόθεσης «αν τούτο δικαιολογείται από ιδιαίτερες περιστάσεις». Προς τον σκοπό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να είχε κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις. Συγκεκριμένα, για την εκτίμηση των εννόμων αποτελεσμάτων των επίδικων κατευθυντηρίων γραμμών, ήταν αναγκαίο να εξεταστούν τα επιχειρήματα επί της ουσίας.

    74

    Κατά την Επιτροπή, ο επικουρικός αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    75

    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την άμεση εκδίκαση της ενστάσεως απαραδέκτου ή την εξέτασή της από κοινού με την ουσία της υποθέσεως. Δεν απαιτείται από κοινού εξέταση όταν η εκτίμηση της ενστάσεως δεν εξαρτάται από την εκτίμηση των επί της ουσίας ισχυρισμών ή λόγων που έχει προβάλει ο προσφεύγων ή ενάγων (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    76

    Εν προκειμένω, από την εξέταση του δευτέρου από τους δύο λόγους που κατά βάση προβλήθηκαν προς στήριξη των αιτήσεων αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε, χωρίς να εξετάσει τις προσφυγές επί της ουσίας, ότι οι αναιρεσείουσες στερούνταν ενεργητικής νομιμοποιήσεως.

    77

    Επομένως, ο υπό κρίση επικουρικός λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

    78

    Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    79

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    80

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη των αναιρεσειουσών στα δικαστικά έξοδα και αυτές ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν, πέραν των δικών τους δικαστικών εξόδων, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑73/22 P και C‑77/22 P.

     

    2)

    Η Grupa Azoty S.A., η Azomureș SA και η Λιπάσματα Καβάλας ΛΤΔ – Υποκατάστημα Αλλοδαπής φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑73/22 P.

     

    3)

    Οι Advansa Manufacturing GmbH, Beaulieu International Group, Brilen, SA, Cordenka GmbH & Co. KG, Dolan GmbH, Enka International GmbH & Co. KG, Glanzstoff Longlaville, Infinited Fiber Company Oy, Kelheim Fibres GmbH, Nurel SA, PHP Fibers GmbH, Teijin Aramid BV, Thrace Nonwovens & Geosynthetics μονοπρόσωπη ΑΒΕΕ μη υφαντών υφασμάτων και γεωσυνθετικών προϊόντων Α.Ε. και Trevira GmbH φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αναιρέσεως στην υπόθεση C‑77/22 P.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top