Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CJ0068

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2022.
    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κατά KL.
    Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – Έννοια της “αναπηρίας” – Διαπίστωση της ικανότητας προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως.
    Υπόθεση C-68/22 P.

    Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:1029

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 22ας Δεκεμβρίου 2022 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) – Έννοια της “αναπηρίας” – Διαπίστωση της ικανότητας προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως»

    Στην υπόθεση C‑68/22 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 2022,

    Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενη από τις G. Faedo και I. Zanin, επικουρούμενες από την A. Duron, avocate,

    αναιρεσείουσα,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι ο:

    KL, εκπροσωπούμενος από τις A. Champetier και L. Levi, avocates,

    προσφεύγων-ενάγων πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και J. Passer, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24ης Νοεμβρίου 2021, KL κατά ΕΤΕπ (T‑370/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2021:822), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, ακύρωσε τις αποφάσεις της ΕΤΕπ, της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, με τις οποίες κρίθηκε ότι ο KL ήταν ικανός να εργαστεί και ευρίσκονταν σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, καθώς και την απόφαση του προέδρου της ΕΤΕπ, της 16ης Μαρτίου 2020, με την οποία επιβεβαιώνονται οι αποφάσεις αυτές (στο εξής από κοινού: επίδικες αποφάσεις), και, αφετέρου, υποχρέωσε την ΕΤΕπ να καταβάλει στον KL σύνταξη αναπηρίας από 1ης Φεβρουαρίου 2019, πλέον τόκων υπερημερίας επί της εν λόγω σύνταξης, κατόπιν αφαίρεσης των ποσών που καταβλήθηκαν στον KL ως αποδοχές και τα οποία εν τέλει δεν του οφείλονται, λόγω της καταβολής της συντάξεως αναπηρίας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο RTRP

    2

    Το άρθρο 46‑1 του μεταβατικού κανονισμού του συνταξιοδοτικού συστήματος που εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της ΕΤΕπ (Règlement transitoire du régime de pension, στο εξής: RTRP) προβλέπει τα εξής:

    «Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, είναι ανάπηρος ο ασφαλισμένος ο οποίος, λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή αναπηρίας, βρίσκεται σε σωματική ή διανοητική ανικανότητα να εκπληρώσει μονίμως τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου, η δε αναπηρία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το άρθρο 48 κατωτέρω.»

    3

    Το άρθρο 48-1 του RTRP προβλέπει ότι η αναπηρία πρέπει να αναγνωρίζεται από ιατρό που επέλεξε η ΕΤΕπ ή, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, η επιτροπή αναπηρίας του άρθρου 13-1 του ίδιου κανονισμού.

    4

    Το άρθρο 51‑1 του RTRP ορίζει τα εξής:

    «Η σύνταξη αναπηρίας μειώνεται αν ο ανάπηρος ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα, κατά το μέτρο που το άθροισμα της αναπηρικής συντάξεως, των συντάξεων τέκνων και του κέρδους που προέρχεται από τη δραστηριότητα αυτή υπερβαίνει το ποσό των καθαρών αποδοχών που αντιστοιχούν στο κλιμάκιο και τα καθήκοντα που είχε ο ασφαλισμένος, επί της ίδιας οικογενειακής βάσεως, κατά τον χρόνο που κρίθηκε ανάπηρος.»

    Ο ΚΥΚ

    5

    Το άρθρο 78, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς (στο εξής: ΚΥΚ), ορίζει τα εξής:

    «Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13 έως 16 του παραρτήματος VIII, ο υπάλληλος δικαιούται επίδομα αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως των καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του.»

    Το ιστορικό της διαφοράς

    6

    Το ιστορικό της διαφοράς, όπως παρατίθεται στις σκέψεις 1 έως 39 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνοψίζεται για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας ως ακολούθως.

    7

    Ο KL εργαζόταν στην ΕΤΕπ από 1ης Σεπτεμβρίου 2001.

    8

    Έπειτα από πολλές περιόδους απουσίας του KL από την εργασία του, η ΕΤΕπ τον ενημέρωσε, στις 22 Μαΐου 2017, ότι ο ιατρός‑σύμβουλος της ΕΤΕπ είχε συστήσει να τεθεί ο KL σε μερική προσωρινή ανικανότητα (ίση προς το 50 % του χρόνου εργασίας του) για περίοδο έξι μηνών από την 1η Ιουνίου 2017.

    9

    Την 1η Ιουνίου 2017 ο KL αμφισβήτησε τη σύσταση του ιατρού‑συμβούλου της ΕΤΕπ, εκτιμώντας ότι έπρεπε να τον έχει θέσει σε πλήρη προσωρινή ανικανότητα ανάληψης των καθηκόντων του. Ως εκ τούτου, ζήτησε να διεξαχθεί η διαδικασία εξέτασης από ανεξάρτητο ιατρό που προβλέπεται στο άρθρο 4 του παραρτήματος Χ των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΤΕπ, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση του κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ (στο εξής: διοικητικές διατάξεις).

    10

    Στις 18 Οκτωβρίου 2017 ο KL εξετάσθηκε από τον διορισμένο από την ΕΤΕπ ανεξάρτητο ιατρό, ο οποίος επιβεβαίωσε τη γνώμη του ιατρού-συμβούλου της. Το πόρισμα αυτό κοινοποιήθηκε στην ΕΤΕπ και στον KL.

    11

    Στις 14 Δεκεμβρίου 2017 η ΕΤΕπ πληροφόρησε τον KL ότι διεξάγονταν συζητήσεις προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή του στην εργασία με μερική απασχόληση για περίοδο τριών μηνών σε άλλη θέση από εκείνη που κατείχε προηγουμένως, δεδομένου ότι, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2018 και της επανεντάξεώς του, επρόκειτο να απαλλαγεί από την υποχρέωση παρουσίας στον τόπο εργασίας του.

    12

    Στις 28 Δεκεμβρίου 2017 ο δικηγόρος του KL αμφισβήτησε τις συνέπειες που η ΕΤΕπ είχε την πρόθεση να συναγάγει από τη διαδικασία εξέτασης από ανεξάρτητο ιατρό, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία που έπρεπε να εφαρμοστεί ήταν εκείνη της επιτροπής αναπηρίας που προβλέπεται στο άρθρο 13-1 του RTRP.

    13

    Αφού η ΕΤΕπ δέχθηκε να κινήσει διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας, η τελευταία εξέδωσε στις 9 Νοεμβρίου 2018 πόρισμα (στο εξής: πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018), το οποίο είχε ως εξής:

    «Λόγω της ψυχικής διαταραχής του, [ο KL] δεν είναι ικανός να επιστρέψει στην τελευταία θέση εργασίας του και στον προηγούμενο εργοδότη του. Ως εκ τούτου, είναι μεν ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ, αλλά όχι σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας. Η απόφαση της επιτροπής αναπηρίας ήταν ομόφωνη επ’ αυτού.»

    14

    Το ίδιο πόρισμα περιλαμβάνεται σε έκθεση του ιατρού διορισθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 13-1 του RTRP, με κοινή συμφωνία των δύο άλλων ιατρών που απαρτίζουν την επιτροπή αναπηρίας, η οποία φέρει τον τίτλο «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018».

    15

    Στις 23 Ιανουαρίου 2019, βάσει τριών εντύπων που είχαν υποβάλει οι ιατροί που αποτελούσαν την επιτροπή αναπηρίας, στα οποία είχε επιλεγεί το τετραγωνίδιο «not invalid» (μη ανάπηρος) (στο εξής: έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019), η επιτροπή αυτή κοινοποίησε στην ΕΤΕπ την ομόφωνη απόφασή της ότι ο KL δεν ήταν ανάπηρος.

    16

    Με αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, η ΕΤΕπ έκρινε τον KL ικανό να εργαστεί και ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία από την οποία θεωρούσε ότι ο KL όφειλε να αναλάβει εκ νέου την εργασία του.

    17

    Στις 16 Μαρτίου 2020, κατόπιν της αποτυχίας της διαδικασίας συμβιβασμού που κινήθηκε με αίτημα του KL, ο πρόεδρος της ΕΤΕπ επικύρωσε τα σχετικά πορίσματα της επιτροπής συμβιβασμού. Κατά συνέπεια, επιβεβαίωσε τις αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019.

    Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    18

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουνίου 2020, o KL άσκησε προσφυγή-αγωγή κατά των επίδικων αποφάσεων. Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, προέβαλε δυο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση των άρθρων 46‑1 και 48-1 του RTRP και των άρθρων 11.1 και 11.3 των διοικητικών διατάξεων, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, και ο δεύτερος παράβαση του καθήκοντος μέριμνας. Μόνον ο πρώτος λόγος είναι κρίσιμος για την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

    19

    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο KL προσήψε στην ΕΤΕπ ότι έκρινε, με τις επίδικες αποφάσεις, ότι ο ίδιος ήταν ικανός να εργαστεί και ότι βρίσκονταν σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019. Συναφώς, ο KL επισήμανε ότι, σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018 και σύμφωνα με την ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω επιτροπής, ο ίδιος είχε κριθεί ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ. Ισχυρίστηκε ότι το πόρισμα αυτό αρκούσε για να κριθεί ανάπηρος κατά την έννοια του άρθρου 46‑1 του RTRP. Η ΕΤΕπ υποστήριξε, αντιθέτως, ότι ο RTRP αναγνωρίζει ένα μόνο είδος αναπηρίας, ήτοι αναπηρία ως προς τη γενική αγορά εργασίας, και ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας είχε διατυπωθεί στα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 με τα οποία κρίθηκε ότι ο KL δεν ήταν ανάπηρος.

    20

    Όσον αφορά, πρώτον, τα έγγραφα που αποτέλεσαν τη γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 58 έως 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εκτίμηση της νομιμότητας των επίδικων αποφάσεων έπρεπε να πραγματοποιηθεί όχι μόνο βάσει των εντύπων της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019, αλλά και βάσει του πορίσματος της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018, το οποίο επιβεβαιώθηκε από την ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω επιτροπής.

    21

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 74 έως 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατά τη γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας, όπως αυτή προέκυπτε από τα έγγραφα που μνημονεύονται στη σκέψη 20 της παρούσας απόφασης, ο KL δεν μπορούσε πλέον να ασκεί καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ, αλλά ήταν ακόμη σε θέση να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στη γενική αγορά εργασίας.

    22

    Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 83 έως 85 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η έννοια της «αναπηρίας» υπαλλήλου της ΕΤΕπ, κατά το άρθρο 46‑1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ικανότητα του υπαλλήλου να αναλάβει «τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου», τα δε άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου πρέπει επίσης να είναι καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ.

    23

    Προκειμένου να καταλήξει στην εκτίμηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, πρώτον, στις σκέψεις 86 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 78 του ΚΥΚ, οι εν λόγω διατάξεις του κανονισμού της ΕΤΕπ παρέπεμπαν στην κατάταξη των καθηκόντων που ασκούνται εντός του οργανισμού. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στις σκέψεις 90 έως 93 της ίδιας απόφασης, ότι οι επιτροπές αναπηρίας που συστήνονται από την ΕΤΕπ αποτελούν όργανά της και, ως εκ τούτου, δεν έχουν, από νομικής απόψεως, την αρμοδιότητα να αξιολογούν την ικανότητα του προσωπικού της ΕΤΕπ να ασκεί τα επαγγελματικά του καθήκοντα εκτός του οργανισμού αυτού. Τρίτον, στις σκέψεις 94 έως 99 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ερμηνεία του άρθρου 51‑1 του RTRP που έδωσε η ΕΤΕπ, σύμφωνα με την οποία η διάταξη αυτή αφορά μόνον τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόσωπο που έχει κριθεί ανάπηρο εντός της ΕΤΕπ ασκεί εκτός αυτής δραστηριότητα διαφορετική από εκείνη που άσκησε εντός της ΕΤΕπ.

    24

    Στις σκέψεις 100 και 101 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η επιτροπή αναπηρίας είχε κρίνει ότι ο KL ήταν ανίκανος να ασκήσει καθήκοντα στην ΕΤΕπ και δεδομένου ότι η έννοια της «αναπηρίας», κατά το άρθρο 46‑1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, έπρεπε να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τον οργανισμό αυτόν, η ΕΤΕπ ήταν υποχρεωμένη να κρίνει τον KL ανάπηρο και, ως εκ τούτου, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η ΕΤΕπ, κρίνοντας με τις επίδικες αποφάσεις τον KL ικανό προς εργασία και ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, παρέβη τις επίδικες διατάξεις. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο της προσφυγής-αγωγής του KL και ακύρωσε τις εν λόγω αποφάσεις.

    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    25

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η ΕΤΕπ ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

    εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση, να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλε η ΕΤΕπ πρωτοδίκως και

    να καταδικάσει τον KL στα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας.

    26

    Ο KL ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα.

    Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    27

    Η ΕΤΕπ προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος, που αφορά εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της «αναπηρίας», περιλαμβάνει τέσσερα σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο και το τέταρτο πρέπει να εξεταστούν από κοινού. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε δύο σκέλη τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, αφορά παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, όπως αυτά εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    Επί του πρώτου και του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    28

    Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις σκέψεις 83 έως 85 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα «άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου» τα οποία ο υπάλληλος πρέπει να είναι ανίκανος να ασκήσει προκειμένου να κριθεί ανάπηρος, κατά το άρθρο 46‑1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, πρέπει να είναι καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ, ερμήνευσε την έννοια της «αναπηρίας» κατά τρόπο αντίθετο προς τις εσωτερικές διατάξεις του οργανισμού αυτού.

    29

    Πρώτον, η ΕΤΕπ φρονεί ότι, με τη χρήση των όρων «τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου», το άρθρο 46‑1 του RTRP δεν διακρίνει μεταξύ των καθηκόντων που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ και εκείνων που ασκούνται εκτός αυτής ούτε παραπέμπει στην κατάταξη των καθηκόντων που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ. Το έντυπο που πρέπει να συμπληρώσει η επιτροπή αναπηρίας ουδόλως διακρίνει ως προς το αν η αναπηρία αφορά ειδικώς την ΕΤΕπ ή αν πρέπει να εκτιμάται ως προς τη γενική αγορά εργασίας, το δε Γενικό Δικαστήριο, εισάγοντας μια τέτοια διάκριση, τροποποίησε, κατά συνέπεια, το γράμμα της εν λόγω εσωτερικής διάταξης.

    30

    Δεύτερον, η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου οδηγεί σε σύγχυση μεταξύ της έννοιας της «αναπηρίας», η οποία αναγνωρίζει την προστασία που οφείλεται σε πρόσωπο το οποίο κατέστη ανίκανο προς εργασία γενικώς, και της έννοιας της «ανικανότητας προς εργασία», όπως αυτή προβλέπεται στις περισσότερες εθνικές έννομες τάξεις, σχετικά με την προστασία που οφείλεται σε πρόσωπο το οποίο κατέστη ανίκανο προς εργασία σε συγκεκριμένο εργοδότη.

    31

    Τρίτον, κατά την άποψή της, η εν λόγω ερμηνεία δεν λαμβάνει υπόψη τον σκοπό της συντάξεως αναπηρίας, ο οποίος συνίσταται, στο μέτρο που αυτή αποτελεί μέτρο κοινωνικής προστασίας, στην αντιστάθμιση της μισθολογικής απώλειας που υφίσταται ο εργαζόμενος λόγω της μόνιμης ανικανότητάς του να ασκήσει τα καθήκοντά του. Το να κριθεί ότι ένας υπάλληλος θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάπηρος για να εργαστεί εντός της ΕΤΕπ, αλλά ικανός να εκτελέσει ισοδύναμη εργασία εκτός της ΕΤΕπ, θα ερχόταν σε πρόδηλη αντίθεση με τον σκοπό αυτό. Επιπροσθέτως, η ερμηνεία αυτή θα είχε σοβαρές συνέπειες για την οικονομική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος της ΕΤΕπ και θα δημιουργούσε προβλήματα χρήσεως και διαχειρίσεως των δημοσίων πόρων.

    32

    Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε, στις σκέψεις 98 έως 100 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 51‑1 του RTRP, το οποίο προβλέπει μείωση του ποσού της σύνταξης αναπηρίας στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο που έχει κριθεί ανάπηρο ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα, υπό την έννοια ότι αφορά καταστάσεις στις οποίες πρόσωπο που έχει κριθεί ανάπηρο εντός της ΕΤΕπ ασκεί μια οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η ΕΤΕπ υποστήριξε ότι η διάταξη αυτή αφορά μόνον τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα πρόσωπο που έχει κριθεί ανάπηρο ασκεί εκτός της ΕΤΕπ δραστηριότητα διαφορετική από εκείνη που άσκησε εντός αυτής.

    33

    Κατ’ αρχάς, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι η ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο, ενώ επισήμανε τον γενικό χαρακτήρα της διατυπώσεως του άρθρου 51‑1 του RTRP, χωρίς διάκριση ως προς τη φύση της ασκούμενης εξωτερικής δραστηριότητας, εκτίμησε συγχρόνως ότι το άρθρο 46‑1 του RTRP, επίσης διατυπωμένο με γενικούς όρους, αφορά την έννοια της «αναπηρίας», η οποία ορίζεται ως προς τα καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ.

    34

    Στη συνέχεια, ο εν λόγω οργανισμός υποστηρίζει ότι η έννοια της «αναπηρίας», τόσο στο άρθρο 51‑1 όσο και στο άρθρο 46‑1 του RTRP, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο. Η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρεται όχι μόνο στα καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ, αλλά και σε καθήκοντα που ασκούνται εκτός αυτής. Ως εκ τούτου, είναι αντιφατικό, κατά την άποψη της ΕΤΕπ, να ερμηνεύεται το άρθρο 51‑1 του RTRP υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε πρόσωπο που έχει κριθεί ανάπηρο και ασκεί εκτός της ΕΤΕπ εργασία ανάλογης φύσης και έντασης με την εργασία που ασκούσε εντός του οργανισμού και, ως εκ τούτου, το εν λόγω άρθρο πρέπει να αναφέρεται σε άλλο είδος εργασίας.

    35

    Τέλος, και ως εκ περισσού, η ΕΤΕπ εκτιμά ότι η ερμηνεία του άρθρου 51‑1 του RTRP την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο οδηγεί στη δημιουργία καταστάσεων αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πράγματι, όταν ο ανάπηρος υπάλληλος λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας από την ΕΤΕπ, ενώ εργάζεται με πλήρες ωράριο εκτός του οργανισμού αυτού σε θέση εξίσου απαιτητική, η πραγματική ικανότητα εργασίας του προσώπου αυτού εγείρει ερωτηματικά.

    36

    Ο KL αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της ΕΤΕπ.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    37

    Με το πρώτο και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της έννοιας της «αναπηρίας» όπως αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 46‑1 του RTRP, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη, καθώς και του σκοπού της συντάξεως αναπηρίας. Ειδικότερα, εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η φράση «άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αφορούσε αποκλειστικά τα καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ.

    38

    Καταρχάς, από το γράμμα του άρθρου 46‑1 του RTRP δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι αυτό αναφέρεται ρητώς σε άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ. Εντούτοις, το άρθρο αυτό, κάνοντας λόγο για ανικανότητα του ασφαλισμένου να εκπληρώσει «τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου», μπορεί να ερμηνευθεί, λόγω της επανάληψης του όρου «καθήκοντα», υπό την έννοια ότι αφορά, εκτός από τα επίμαχα καθήκοντα του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, και άλλα καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ.

    39

    Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι ο όρος «καθήκοντα», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 46‑1 του RTRP, συνιστά νομική έννοια με κανονιστικό χαρακτήρα. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 46‑1 του RTRP δεν περιλαμβάνει έκφραση ευρύτερου περιεχομένου, όπως είναι η έκφραση «κερδοσκοπική δραστηριότητα», η οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο 51‑1 του RTRP και παραπέμπει σε θέση εργασίας που εμπίπτει στη γενική αγορά εργασίας.

    40

    Εν συνεχεία, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 46‑1 του RTRP, πρώτον, ορθώς θεωρεί η ΕΤΕπ ότι η έννοια της «αναπηρίας», τόσο στο άρθρο 46‑1 όσο και στο άρθρο 51‑1 του RTRP, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο. Εντούτοις, δεν μπορεί εξ αυτού να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 96 έως 98 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 51‑1 του RTRP, λαμβανομένης υπόψη της γενικής διατυπώσεώς του, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικώς δραστηριότητα που ασκείται εκτός ΕΤΕπ διαφορετική από εκείνη την οποία άσκησε εντός της ΕΤΕπ το πρόσωπο που κρίθηκε ανάπηρο, αλλά ότι πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι αφορά την άσκηση οποιασδήποτε δραστηριότητας, πάσης φύσεως, συμπεριλαμβανομένης δραστηριότητας ισοδύναμου επιπέδου με εκείνη που το εν λόγω πρόσωπο ασκούσε εντός της ΕΤΕπ.

    41

    Συναφώς, αφενός, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της ΕΤΕπ ότι η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία των άρθρων 46‑1 και 51‑1 του RTRP είναι αντιφατική για τον λόγο ότι, κατά τον εν λόγω οργανισμό, αμφότερες οι διατάξεις αυτές είναι διατυπωμένες με γενικούς όρους, ενώ το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε αποκλειστικά στον γενικό χαρακτήρα της δεύτερης διάταξης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 51‑1 του RTRP χρησιμοποιεί τη γενική έννοια της «κερδοσκοπικής δραστηριότητας», ενώ το άρθρο 46‑1 του ίδιου κανονισμού χρησιμοποιεί τον όρο «καθήκοντα», ο οποίος, όπως προκύπτει από την ίδια σκέψη 39, παραπέμπει στις κανονιστικές διατάξεις του ΚΥΚ που εφαρμόζονται στο προσωπικό συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου ή οργανισμού.

    42

    Αφετέρου, η ερμηνεία του άρθρου 51‑1 του RTRP την οποία δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο είναι σύμφωνη με την ερμηνεία του άρθρου 46‑1 του ίδιου κανονισμού κατά την οποία η φράση «άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου» αφορά άλλα καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ. Συγκεκριμένα, θα ήταν αντιφατικό να θεωρηθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46‑1 του RTRP, ένα πρόσωπο κρίνεται ανάπηρο για τον λόγο ότι βρίσκεται σε ανικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων του ή δραστηριότητας ισοδύναμου επιπέδου στη γενική αγορά εργασίας, ενώ συγχρόνως γίνεται δεκτό ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51‑1 του ίδιου κανονισμού, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει τέτοια δραστηριότητα.

    43

    Δεύτερον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της ΕΤΕπ ότι η ερμηνεία της έννοιας της «αναπηρίας» αντιστοιχεί στη σημασία του όρου αυτού στο πλαίσιο των διαφορετικών εθνικών εννόμων τάξεων, ενώ η ερμηνεία που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο αντιστοιχεί στην έννοια της «ανικανότητας προς εργασία» στο πλαίσιο των εν λόγω εθνικών εννόμων τάξεων. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση, στην οποία προέβη και η ΕΤΕπ με την αίτηση αναιρέσεως, ότι ο RTRP καθώς και οι διοικητικές διατάξεις αποτελούν τμήμα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΤΕπ, το οποίο την χαρακτηρίζει και διακρίνεται από τους κανόνες του εθνικού δικαίου.

    44

    Τέλος, μολονότι, βεβαίως, η χορήγηση συντάξεως αναπηρίας ανταποκρίνεται σε σκοπό κοινωνικής φύσεως, καθόσον αποσκοπεί στο να διασφαλιστεί ότι ένα πρόσωπο που τελεί σε σωματική ή διανοητική ανικανότητα να εκπληρώσει μονίμως τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του, η ερμηνεία του άρθρου 46‑1 του RTRP κατά την οποία τα άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου πρέπει να είναι καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ συνάδει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομίας του κανονισμού αυτού, με τον εν λόγω σκοπό.

    45

    Πράγματι, ο μηχανισμός που προβλέπεται στο άρθρο 51‑1 του RTRP, σύμφωνα με τον οποίο η σύνταξη αναπηρίας μειώνεται στο βαθμό που το άθροισμα της σύνταξης, των συντάξεων τέκνων και των αποδοχών από την άσκηση κερδοσκοπικής δραστηριότητας από το πρόσωπο που κρίθηκε ανάπηρο υπερβαίνει το ποσό των καθαρών αποδοχών που λάμβανε το εν λόγω πρόσωπο κατά τον χρόνο που κρίθηκε ανάπηρο, έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της καταβολής της σύνταξης αναπηρίας, όταν ο ενδιαφερόμενος αναλάβει δραστηριότητα της οποίας οι αποδοχές είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αποδοχές που λάμβανε όταν ασκούσε καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ.

    46

    Επομένως, ο μηχανισμός αυτός αποσκοπεί στην αποφυγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού του προσώπου που κρίθηκε ανάπηρο, καθώς και των αρνητικών συνεπειών για την οικονομική ισορροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος της ΕΤΕπ την οποία επικαλείται ο οργανισμός αυτός.

    47

    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα που προβάλλει η ΕΤΕπ στο πλαίσιο του πρώτου και του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η ερμηνεία της έννοιας της «αναπηρίας» του άρθρου 46‑1 του RTRP στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Συνεπώς, το πρώτο και το τέταρτο σκέλος του συγκεκριμένου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

    Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    48

    Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στις σκέψεις 90 έως 93 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι επιτροπές αναπηρίας που έχει συστήσει η ΕΤΕπ είναι αρμόδιες να αποφανθούν μόνον επί της ικανότητας του προσωπικού της ΕΤΕπ να εργάζεται εντός αυτής. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η εν λόγω επιτροπή αναπηρίας προβαίνει σε ιατρικές διαπιστώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρούνται οριστικές, εφόσον πραγματοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες. Η αποστολή των ιατρών μελών της επιτροπής αυτής συνίσταται αποκλειστικά στη διατύπωση ιατρικής γνωμάτευσης και όχι στη λήψη αποφάσεως επί του εργασιακού περιβάλλοντος.

    49

    Η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το άρθρο 46‑1 του RTRP δεν διακρίνει την αναπηρία που διαπιστώνεται ως προς τα καθήκοντα που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ από την αναπηρία που διαπιστώνεται ως προς τη γενική αγορά εργασίας, ούτε θέτει αυστηρό όριο αρμοδιότητας των επιτροπών αναπηρίας στις οποίες έχει ανατεθεί η εξέταση της κατάστασης της υγείας των προσώπων που μπορούν να αναγνωριστούν ως ανάπηρα.

    50

    Κατά την άποψή της, ο προβαλλόμενος από το Γενικό Δικαστήριο κίνδυνος αντίφασης μεταξύ της εκτίμησης της επιτροπής αναπηρίας της ΕΤΕπ και της εκτίμησης που θα μπορούσαν να εκδώσουν επιτροπές αναπηρίας συσταθείσες από άλλα θεσμικά όργανα της Ένωσης ή από εθνικές αρχές είναι υποθετικός. Η ιατρική αξιολόγηση, ως εκ της τεχνικής φύσεώς της, θα μπορούσε, ελλείψει νέων στοιχείων, να γίνει δεκτή από άλλους επαγγελματίες του τομέα της υγείας. Η αρμοδιότητα της επιτροπής αναπηρίας δεν μπορεί να περιορίζεται από το ενδεχόμενο άλλοι ιατροί να καταλήξουν σε διαφορετικό πόρισμα.

    51

    Ο KL φρονεί ότι η επιχειρηματολογία της ΕΤΕπ είναι αβάσιμη.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    52

    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 37 έως 47 της παρούσας απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς, στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η έννοια της «αναπηρίας», κατά το άρθρο 46‑1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά υπάλληλο της ΕΤΕπ ο οποίος έχει κριθεί από επιτροπή αναπηρίας συσταθείσα από την ΕΤΕπ ως ανίκανος να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου εντός του οργανισμού αυτού.

    53

    Εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι οι επιτροπές αναπηρίας που συγκροτούνται από τον εν λόγω οργανισμό, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 48-1 του RTRP, είναι αρμόδιες να διαπιστώνουν την αναπηρία σε περίπτωση αμφισβητήσεως, ασκούν τις αρμοδιότητές τους μόνον όσον αφορά την ικανότητα του ενδιαφερομένου προσώπου να εκπληρώσει τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου εντός της ΕΤΕπ.

    54

    Πρέπει να προστεθεί ότι, μολονότι, βεβαίως, η γνωμοδότηση της εν λόγω επιτροπής είναι ιατρικής φύσεως, εντούτοις η εκτίμηση στην οποία προβαίνει η επιτροπή αυτή πρέπει, όπως υποστηρίζει ο KL με το υπόμνημα αντικρούσεως, να λαμβάνει υπόψη το περιβάλλον εργασίας, καθώς δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν τα καθήκοντα που καλείται να εκτελέσει ο ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο της εργασίας αυτής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η αναπηρία οφείλεται σε ψυχικές διαταραχές, όπως εν προκειμένω.

    55

    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    56

    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, στις σκέψεις 86 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε πλάνη περί το δίκαιο ερμηνεύοντας το άρθρο 46‑1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 78 του ΚΥΚ. Συναφώς, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι μια τέτοια κατ’ αναλογίαν ερμηνεία προϋποθέτει την ύπαρξη, αφενός, στενού συνδέσμου μεταξύ των δύο επίμαχων νομικών καθεστώτων και, αφετέρου, κενού στο πλαίσιο του πρώτου καθεστώτος το οποίο να είναι ασυμβίβαστο με γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Όμως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αναφέρεται στην ύπαρξη τέτοιων στοιχείων.

    57

    Επιπροσθέτως, το γράμμα του άρθρου 46‑1 του RTRP δεν διακρίνει μεταξύ των καθηκόντων που ασκούνται εντός της ΕΤΕπ και εκείνων που ασκούνται εκτός αυτής ούτε παραπέμπει, σε αντίθεση με το άρθρο 78 του ΚΥΚ, στην κατάταξη καθηκόντων που ασκούνται εντός του οργανισμού αυτού. Στηριζόμενο σε ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών διατάξεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις διαφορές αυτές.

    58

    Η ΕΤΕπ προσθέτει, αφενός, ότι η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή στην περίπτωσή της του άρθρου 78 του ΚΥΚ θέτει εν αμφιβόλω την αυτοτέλεια του «νομικού της συστήματος» σε σχέση με τα λοιπά όργανα της Ένωσης. Αφετέρου, η κατάσταση της ΕΤΕπ διαφέρει από εκείνη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, λόγω του μεγέθους της, αλλά και λόγω της ποικιλίας διαθέσιμων θέσεων εργασίας εντός αυτής.

    59

    Ο KL αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της ΕΤΕπ.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    60

    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 37 έως 47 και 52 της παρούσας απόφασης, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η έννοια της «αναπηρίας», κατά το άρθρο 46‑1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά υπάλληλο της ΕΤΕπ ο οποίος έχει κριθεί από επιτροπή αναπηρίας συσταθείσα από την ΕΤΕπ ως ανίκανος να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου εντός του οργανισμού αυτού.

    61

    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως στήριξε το συμπέρασμα αυτό εν μέρει σε ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 78 του ΚΥΚ, όπως ισχυρίζεται η ΕΤΕπ στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ο τελευταίος πρέπει να θεωρηθεί αλυσιτελής.

    62

    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, εφόσον μία από τις αιτιολογίες που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο αρκεί για να δικαιολογήσει το διατακτικό της αποφάσεως, οι πλημμέλειες που πλήττουν ενδεχομένως μια άλλη αιτιολογία, η οποία επίσης παρατίθεται στη συγκεκριμένη απόφαση, δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο εν λόγω διατακτικό, οπότε ο λόγος αναιρέσεως στο πλαίσιο του οποίου προβάλλονται είναι αλυσιτελής και πρέπει να απορριφθεί (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2019, Alcogroup και Alcodis κατά Επιτροπής, C‑403/18 P, EU:C:2019:870, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    63

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

    Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    64

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά στις σκέψεις 58 έως 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κρίνοντας ότι το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018, η ιατρική πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της επιτροπής αυτής καθώς και τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 συνιστούσαν, από κοινού, τη γνωμοδότηση της εν λόγω επιτροπής.

    65

    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018 και η ιατρική πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της επιτροπής αυτής δεν μπορούν να αποτελούν στοιχεία της ως άνω γνωμοδότησης, εφόσον δεν έχουν υπογραφεί από όλα τα μέλη της επιτροπής αναπηρίας, τη στιγμή που οι εργασίες μιας τέτοιας επιτροπής είναι συλλογικές και απαιτούν, κατ’ αρχήν, κάθε μέλος να υπογράφει το ίδιο έγγραφο όσον αφορά την έκβαση της διαδικασίας.

    66

    Η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι υπάρχει αντίφαση στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η επιτροπή αναπηρίας μπορούσε, χωρίς να έχει εξετάσει τον KL, να καταλήξει σε πόρισμα στις 9 Νοεμβρίου 2018, το οποίο επικυρώθηκε στη συνέχεια από τον πρόεδρο της επιτροπής αυτής, στις 21 Νοεμβρίου 2018, κατόπιν εξέτασης του KL. Κατά την ΕΤΕπ, πέραν του ότι η διαπίστωση αυτή είναι υποθετική, ο πρόεδρος μιας τέτοιας επιτροπής δεν πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει τα λοιπά μέλη της κατά τη διατύπωση της εκτιμήσεώς τους.

    67

    Όσον αφορά την εκτίμηση που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία το περιεχόμενο των προαναφερθέντων εγγράφων δεν αμφισβητήθηκε από τα λοιπά μέλη της επιτροπής αναπηρίας, η ΕΤΕπ υπογραμμίζει ότι μόνον τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 υπογράφηκαν από όλα τα μέλη της επιτροπής αυτής και συνιστούν, ως εκ τούτου, επίσημη γνωμοδότηση.

    68

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, η ΕΤΕπ επισημαίνει ότι η διαπίστωση στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας έκρινε ότι ο KL δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ, αλλά ήταν ικανός να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στη γενική αγορά εργασίας, δεν προκύπτει από τα έντυπα που υπέγραψαν όλα τα μέλη της επιτροπής τον Ιανουάριο του 2019.

    69

    Ο KL αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της ΕΤΕπ.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    70

    Μολονότι η ΕΤΕπ προβάλλει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, από την επιχειρηματολογία της προκύπτει ότι, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, επιδιώκει στην πραγματικότητα να αμφισβητήσει τον νομικό χαρακτηρισμό που έδωσε το Γενικό Δικαστήριο στο πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9ης Νοεμβρίου 2018 και στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της επιτροπής αυτής. Κατά την άποψή της, δεν πρόκειται, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, για έγγραφα που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του περιεχομένου της γνωμοδότησης της επιτροπής αναπηρίας, δεδομένου ότι μόνον τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 συνιστούν τη γνωμοδότηση της επιτροπής.

    71

    Συναφώς, η ΕΤΕπ στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στο επιχείρημα ότι τα πρώτα έγγραφα δεν υπογράφηκαν από όλα τα μέλη της επιτροπής αναπηρίας. Τούτου λεχθέντος, περιορίζεται στην επανάληψη της επιχειρηματολογίας που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να διευκρινίζει για ποιον λόγο η απάντηση του Γενικού Δικαστηρίου σε αυτήν, όπως αυτή περιλαμβάνεται, ειδικότερα, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ενέχει πλάνη περί το δίκαιο.

    72

    Υπενθυμίζεται ότι αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς καν να περιλαμβάνει επιχειρήματα τα οποία να αποσκοπούν ειδικώς στον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που ενέχει ενδεχομένως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη ή στην παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής, C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    73

    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    74

    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    75

    Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    76

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο KL ζήτησε την καταδίκη της ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει, εκτός από τα σχετικά με την αίτηση αναιρέσεως δικαστικά έξοδά της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο KL.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

     

    2)

    Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο KL.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top