Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0792

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ράντος της 11ης Απριλίου 2024.


    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:302

    Προσωρινό κείμενο

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΡΑΝΤΟΥ

    της 11ης Απριλίου 2024 (1)

    Υπόθεση C792/22

    Parchetul de pe lângă Judecătoria Rupea,

    LV,

    CRA,

    LCM

    Ποινική διαδικασία

    κατά

    MG,

    παρισταμένης της

    SC Energotehnica SRL Sibiu

    [αίτηση του Curtea de Apel Braşov (εφετείου Braşov, Ρουμανία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 89/391/ΕΟΚ – Μέτρα για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία – Αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης – Θάνατος εργαζομένου κατά την εκτέλεση εργασιών – Παράλληλες διαδικασίες ενώπιον των εθνικών διοικητικών και ποινικών δικαστηρίων – Τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου κατά την οποία το συμβάν αυτό δεν συνιστά “εργατικό ατύχημα” – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο – Δυνατότητα του ποινικού δικαστηρίου να χαρακτηρίσει το εν λόγω συμβάν ως “εργατικό ατύχημα” και να επιβάλει ποινικές και αστικές κυρώσεις»






    I.      Εισαγωγή

    1.        Κατόπιν του θανάτου ηλεκτρολόγου, ο οποίος επήλθε κατά την εκτέλεση εργασιών σε ηλεκτρική εγκατάσταση, κινήθηκε διοικητική διαδικασία κατά της εταιρίας που απασχολούσε το θύμα και, παράλληλα, ποινική διαδικασία κατά του εργοδηγού ηλεκτρολόγου, που επίσης εργαζόταν για την εν λόγω εταιρία, για μη τήρηση των νόμιμων μέτρων υγείας και ασφάλειας κατά την εργασία και για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, στο πλαίσιο της οποίας η οικογένεια του θανόντος ηλεκτρολόγου υπέβαλε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής κατά της εργοδότριας εταιρίας και του εργοδηγού.

    2.        Μετά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας, το διοικητικό δικαστήριο έκρινε, με τελεσίδικη απόφαση, ότι το επίμαχο συμβάν δεν συνιστούσε «εργατικό ατύχημα», με συνέπεια να ακυρωθούν οι επιβληθείσες στην εργοδότρια εταιρία διοικητικές κυρώσεις. Επιπλέον, η εθνική ρύθμιση, όπως έχει ερμηνευθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο του συγκεκριμένου κράτους μέλους, προβλέπει ότι το δεδικασμένο των τελεσίδικων αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων, πλην των ποινικών, επί προκαταρκτικού ζητήματος της ποινικής δίκης δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια. Ο χαρακτηρισμός του εν λόγω συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος» αποτελεί τέτοιο προκαταρκτικό ζήτημα.

    3.        Αντιτίθεται η οδηγία 89/391/ΕΟΚ (2), η οποία αποσκοπεί στην προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, σε τέτοια εθνική ρύθμιση, η οποία εμποδίζει το επιληφθέν ποινικό δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αν το εν λόγω συμβάν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εργατικό ατύχημα» και, κατά συνέπεια, να επιβάλει ποινικές ή αστικές κυρώσεις κατά του εργοδηγού και του εργοδότη; Αυτό είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα που θέτει το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Braşov, Ρουμανία), το ποινικό δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    4.        Η υπό κρίση υπόθεση, η οποία έχει καινοφανή χαρακτήρα, παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποσαφηνίσει τους κανόνες που διέπουν τη σχέση μεταξύ των εθνικών μέσων έννομης προστασίας, ώστε, στο πλαίσιο εφαρμογής της οδηγίας 89/391, να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης για τους ενδιαφερομένους και, ειδικότερα, η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας.

    II.    Το νομικό πλαίσιο

    Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

    5.        Το τμήμα I της οδηγίας 89/391, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 4. Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

    «1.      Η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.

    2.      Προς το σκοπό αυτό, περιέχει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της ασφάλειας και της υγείας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου και ατυχημάτων, την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την ισόρροπη συμμετοχή σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, την κατάρτιση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, καθώς και τους κανόνες για την εφαρμογή των γενικών αυτών αρχών.

    3.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές ή κοινοτικές, υφιστάμενες ή μελλοντικές διατάξεις, οι οποίες ευνοούν ακόμη περισσότερο την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.»

    6.        Το άρθρο 4 της οδηγίας 89/391 προβλέπει τα εξής:

    «1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί η υπαγωγή των εργοδοτών, των εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις νομικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ιδίως επαρκή έλεγχο και εποπτεία.»

    7.        Το τιτλοφορούμενο «Γενική διάταξη» άρθρο 5 της οδηγίας 89/391, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα II που επιγράφεται «Υποχρεώσεις των εργοδοτών», ορίζει τα εξής:

    «1.      Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας.

    […]

    3.      Οι υποχρεώσεις των εργαζομένων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία δεν θίγουν την αρχή της ευθύνης του εργοδότη.

    4.      Η παρούσα οδηγία δεν αποτελεί εμπόδιο όσον αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν την ολική ή μερική απαλλαγή των εργοδοτών από την ευθύνη για συμβάντα οφειλόμενα σε ξένες προς αυτούς, ανώμαλες και απρόβλεπτες συνθήκες, ή σε έκτακτα γεγονότα, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί παρ’ όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια.

    Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να κάνουν χρήση της δυνατότητας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.»

    Β.      Το ρουμανικό δίκαιο

    1.      Ο ποινικός κώδικας

    8.        Το άρθρο 192 του Legea nr. 286/2009, privind Codul penal (νόμου 286/2009 περί ποινικού κώδικα), της 17ης Ιουλίου 2009 (3), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ποινικός κώδικας), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανθρωποκτονία εξ αμελείας», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

    «Η ανθρωποκτονία εξ αμελείας λόγω της μη τήρησης των νομοθετικών διατάξεων ή των μέτρων προφύλαξης που προβλέπονται για την άσκηση επαγγέλματος ή επιτηδεύματος ή για την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή δύο έως επτά ετών. Αν η παράβαση των νομοθετικών διατάξεων ή των μέτρων προφύλαξης συνιστά αυτοτελές έγκλημα, εφαρμόζονται οι κανόνες περί συρροής εγκλημάτων.»

    9.        Το άρθρο 350 του ποινικού κώδικα, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη τήρηση των νόμιμων μέτρων για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 3 τα εξής:

    «1)      Όποιος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις και τα μέτρα που προβλέπονται στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή, εάν λόγω της μη τήρησης των υποχρεώσεων και των μέτρων αυτών προκαλείται άμεσος κίνδυνος εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας.

    […]

    3)      Οι πράξεις των παραγράφων 1 και 2 τιμωρούνται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή όταν τελούνται εξ αμελείας.»

    2.      Ο κώδικας ποινικής δικονομίας

    10.      Το άρθρο 52 του Legea nr. 135/2010, privind Codul de procedură penală (νόμου 135/2010 περί κώδικα ποινικής δικονομίας), της 1ης Ιουλίου 2010 (4), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας), το οποίο φέρει τον τίτλο «Προκαταρκτικά ζητήματα», ορίζει τα εξής:

    «1)      Το ποινικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί παντός προκαταρκτικού ζητήματος για τη διάγνωση της υποθέσεως, έστω και αν, ως εκ της φύσεώς του, το προκαταρκτικό ζήτημα εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλου δικαστηρίου, εκτός από τις περιπτώσεις που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των δικαστικών αρχών.

    2)      Το ποινικό δικαστήριο κρίνει επί του προκαταρκτικού ζητήματος σύμφωνα με τους κανόνες και τα αποδεικτικά μέσα που ισχύουν για τον τομέα στον οποίο αυτό εμπίπτει.

    3)      Το δεδικασμένο των τελεσίδικων αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων, πλην των ποινικών, επί προκαταρκτικού ζητήματος της ποινικής δίκης δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια, εξαιρουμένων των περιστάσεων που αφορούν την ύπαρξη του εγκλήματος.»

    3.      Ο νόμος 319/2006

    11.      Ο Legea nr. 319/2006 a securităţii şi sănătăţii în muncă (νόμος 319/2006 περί της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία), της 14ης Ιουλίου 2006 (5) (στο εξής: νόμος 319/2006), μεταφέρει την οδηγία 89/391 στη ρουμανική έννομη τάξη. Κατά το άρθρο 5, στοιχείο g, του εν λόγω νόμου:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοείται ως:

    […]

    g)      εργατικό ατύχημα – βίαιη σωματική βλάβη ή επαγγελματική ασθένεια λόγω οξείας δηλητηρίασης που επέρχονται κατά την εκτέλεση της εργασίας ή κατά την εκπλήρωση των επαγγελματικών καθηκόντων και προκαλούν προσωρινή ανικανότητα για εργασία επί τουλάχιστον τρεις ημερολογιακές ημέρες, αναπηρία ή θάνατο.»

    12.      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο c, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

    «Υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος νόμου, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των δραστηριοτήτων της επιχείρησης και/ή της μονάδας, ο εργοδότης υποχρεούται:

    […]

    c)      να συνεκτιμά τις ικανότητες των εργαζομένων όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία όταν τους αναθέτει εργασία.»

    13.      Το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο b, του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής:

    «Ο εργοδότης πρέπει να εξασφαλίζει ότι παρέχεται σε κάθε εργαζόμενο κατάλληλη και επαρκής εκπαίδευση στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως υπό μορφή εξειδικευμένων πληροφοριών και οδηγιών για τον τόπο και τη θέση εργασίας του:

    […]

    b)      σε περίπτωση αλλαγής καθηκόντων ή μετάθεσης.»

    14.      Το άρθρο 22 του νόμου 319/2006 ορίζει τα εξής:

    «Κάθε εργαζόμενος οφείλει να εκτελεί την εργασία του σύμφωνα με την εκπαίδευση και την προετοιμασία του, καθώς και σύμφωνα με τις οδηγίες που λαμβάνει από τον εργοδότη του, κατά τρόπο ώστε να μην εκθέτει σε κινδύνους ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας τον εαυτό του ή άλλα πρόσωπα που ενδέχεται να επηρεαστούν από τις πράξεις ή παραλείψεις του στο πλαίσιο της εργασίας του.»

    4.      Η απόφαση 1146/2006

    15.      Το παράρτημα I της Hotărârea Guvernului nr. 1146/2006, privind cerințele minime de securitate și sănătate pentru utilizarea în muncă de către lucrători a echipamentelor de muncă (υπ’ αριθ. 1146/2006 αποφάσεως της Κυβερνήσεως σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία), της 30ής Αυγούστου 2006 (6) (στο εξής: απόφαση 1146/2006), έχει ως εξής:

    «[…]

    3.3.2.1.      Στις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και στους ηλεκτρικούς εξοπλισμούς εργασίας, η προστασία από την ηλεκτροπληξία με άμεση επαφή εξασφαλίζεται με τεχνικά μέτρα τα οποία συμπληρώνονται από οργανωτικά μέτρα.

    […]

    3.3.2.3.      Η προστασία από την ηλεκτροπληξία με άμεση επαφή εξασφαλίζεται με τα ακόλουθα οργανωτικά μέτρα:

    a)      οι επεμβάσεις στις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις (αποκαταστάσεις βλαβών, επισκευές, συνδέσεις κ.λπ.) πρέπει να εκτελούνται μόνον από εξειδικευμένους ηλεκτρολόγους, αδειοδοτημένους και εκπαιδευμένους για τις συγκεκριμένες εργασίες·

    b)      οι επεμβάσεις πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με έναν τύπο εργασίας·

    […]

    e)      για κάθε επέμβαση σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις πρέπει να δίνονται οδηγίες εργασίας·

    […]

    3.3.2.4.      Οι επεμβάσεις σε εγκαταστάσεις, μηχανήματα, εξοπλισμούς και συσκευές που χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια επιτρέπονται μόνο σύμφωνα με τους ακόλουθους τύπους εργασίας:

    […]

    προφορικές εντολές (DV),

    […]

    3.3.23.1.      Στην περίπτωση των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων ή εξοπλισμών εργασίας επί των οποίων εκτελούνται εργασίες με ή χωρίς διακοπή τάσης, πρέπει να χρησιμοποιούνται ηλεκτρομονωτικά μέσα προστασίας.

    […]

    3.3.23.4.      Οι εργασίες χωρίς διακοπή τάσης σε ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και ηλεκτρικούς εξοπλισμούς πρέπει να εκτελούνται από προσωπικό αδειοδοτημένο για εργασία υπό τάση.

    […]»

    III. Η διαφορά της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    16.      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 2017 ηλεκτρολόγος εργαζόμενος της Energotehnica (στο εξής: θύμα) απεβίωσε από ηλεκτροπληξία κατά την εκτέλεση εργασιών για την αλλαγή εξωτερικού φωτιστικού σώματος σε στύλο χαμηλής τάσης, σε κτηνοτροφική εκμετάλλευση ευρισκόμενη στον Δήμο Ticușu του νομού Brașov (Ρουμανία) (στο εξής: επίμαχο συμβάν).

    17.      Στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, η Inspectoratul Teritorial de Muncă Brașov (τοπική επιθεώρηση εργασίας Brașov, Ρουμανία, στο εξής: ITM) διεξήγαγε έρευνα, η οποία περιλάμβανε εξέταση μαρτύρων και λήψη κρίσιμων εγγράφων σχετικών με την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία. Κατόπιν της έρευνας αυτής, η ITM συνέταξε έκθεση έρευνας στις 9 Σεπτεμβρίου 2019 (στο εξής: έκθεση έρευνας), δυνάμει της οποίας χαρακτήρισε το επίμαχο συμβάν ως «θανατηφόρο εργατικό ατύχημα».

    18.      Με την εν λόγω έκθεση, η ITM επέβαλε διοικητικά πρόστιμα στην Energotehnica για τον λόγο ότι ενέκρινε την εκτέλεση εργασιών σε εν λειτουργία εγκατάσταση, χωρίς διακοπή τάσης, από μη αδειοδοτημένο και μη εκπαιδευμένο προσωπικό, και διότι παρέλειψε να ενημερώσει τον εργαζόμενο για εξοπλισμό για τον οποίο απαιτείται ειδική εκπαίδευση. Οι κυρώσεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν, λόγω της αναστολής τους μέχρι του πέρατος της ποινικής διαδικασίας. Καμία διοικητική κύρωση δεν επιβλήθηκε σε εργαζόμενο της εργοδότριας εταιρίας, καθόσον, κατά το άρθρο 39, παράγραφος 1, του νόμου 319/2006, διοικητικές παραβάσεις συνιστούν μόνον οι πράξεις των εργοδοτών οι οποίοι εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις του νόμου και όχι οι πράξεις που διαπράττουν οι εργαζόμενοι.

    19.      Η Energotehnica άσκησε ένδικη προσφυγή διοικητικής διαφοράς κατά της ITM ενώπιον του Tribunalul Sibiu (Sibiu, Ρουμανία), ζητώντας την ακύρωση της εκθέσεως έρευνας. Εξετάστηκαν μόνο δύο μάρτυρες, συνάδελφοι του θύματος. Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2021, το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε εν μέρει την έκθεση έρευνας όσον αφορά τις διαπιστώσεις που αφορούσαν την Energotehnica. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι οι επίμαχες εργασίες είχαν λάβει χώρα εκτός του ωραρίου εργασίας και ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκε ότι είχε δοθεί προφορική εντολή στο θύμα για την εκτέλεσή τους. Η ITM άσκησε αναίρεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Curtea de Apel Alba Iulia (εφετείου Alba Iulia, Ρουμανία), το οποίο, με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2021, την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δεχόμενο τη σχετική ένσταση που προέβαλε η Energotehnica.

    20.      Παράλληλα με τη διοικητική διαδικασία, κινήθηκε ποινική διαδικασία από τον εισαγγελέα της Parchetul de pe lângă Judecătoria Rupea (εισαγγελίας πρωτοδικών Rupea, Ρουμανία). Με το από 31 Ιουλίου 2020 κατηγορητήριο του εισαγγελέα, ο MG, ως εργοδηγός ηλεκτρολόγος απασχολούμενος από την Energotehnica, παραπέμφθηκε ενώπιον του Judecătoria Rupea (πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου Rupea) για τις εξής πράξεις: μη τήρηση των νόμιμων μέτρων υγείας και ασφάλειας κατά την εργασία, κατά το άρθρο 350, παράγραφοι 1 και 3, του ποινικού κώδικα, και ανθρωποκτονία εξ αμελείας, κατά το άρθρο 192, παράγραφος 2, του ποινικού κώδικα, με εφαρμογή του άρθρου 38, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, περί αληθούς συρροής εγκλημάτων. Στο κατηγορητήριο επισημαινόταν ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 2017, περί ώρα 18.00, κατά τη λήξη του ωραρίου εργασίας, ο MG, υπεύθυνος του χώρου εργασίας, ο οποίος είχε ως συγκεκριμένα καθήκοντα την οργάνωση της εργασίας, την κατάρτιση του απασχολούμενου προσωπικού και τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση των συστημάτων ασφάλειας κατά την εργασία και των εξοπλισμών προστασίας που προβλέπονται από τις ειδικές για κάθε χώρο εργασίας οδηγίες, έδωσε στο θύμα, που βρισκόταν υπό την επίβλεψή του, προφορική εντολή για την εκτέλεση των επίμαχων εργασιών χωρίς τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων υγείας και ασφάλειας κατά την εργασία (ήτοι ανάθεση των συγκεκριμένων εργασιών μόνο σε εξειδικευμένους ηλεκτρολόγους, αδειοδοτημένους και εκπαιδευμένους για τη συγκεκριμένη εργασία, υπό την επίβλεψη εργοδηγού) και υπό συνθήκες εκτέλεσης κατά τις οποίες δεν διακόπηκε η τάση στη λειτουργούσα ηλεκτρική εγκατάσταση και δεν χρησιμοποιήθηκαν ηλεκτρομονωτικά γάντια προστασίας.

    21.      Στο πλαίσιο της εν λόγω ποινικής διαδικασίας κατά του MG, εξετάσθηκαν αυτόπτες μάρτυρες και εισήχθησαν στη δικογραφία τα κρίσιμα έγγραφα σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια κατά την εργασία. Προσκομίστηκε επίσης ο σχετικός με το επίμαχο συμβάν φάκελος έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της εκθέσεως έρευνας. Στο πλαίσιο της ίδιας ποινικής διαδικασίας, παρέστησαν ως πολιτικώς ενάγοντες οι LV, CRA και LCM, ήτοι αντιστοίχως, η σύζυγος, η κόρη και ο γιος του θύματος (στο εξής: πολιτικώς ενάγοντες), και ζήτησαν να υποχρεωθούν οι MG και Energotehnica στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω του θανάτου του θύματος. Καμία ποινική έρευνα δεν διενεργήθηκε εις βάρος της Energotehnica, η οποία είναι μόνον αστικώς υπεύθυνη, υπό την έννοια ότι, σύμφωνα με το ρουμανικό αστικό δίκαιο, η εταιρία αυτή έχει τη νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση να αποκαταστήσει εν όλω ή εν μέρει, μόνη της ή εις ολόκληρον, την προκληθείσα εκ της αξιόποινης πράξεως ζημία και θεωρείται υπεύθυνη στο πλαίσιο της διαδικασίας.

    22.      Με την από 24 Δεκεμβρίου 2021 ποινική απόφαση, το Judecătoria Rupea (πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο Rupea) έκρινε ότι ο MG έπρεπε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες της μη τήρησης των νόμιμων μέτρων ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία και της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την πολιτική αγωγή που άσκησαν οι πολιτικώς ενάγοντες κατά των MG και Energotehnica. Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο της ουσίας έκρινε, κατά πρώτον, ότι δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας ότι ο MG είχε δώσει προφορική εντολή εκτέλεσης εργασίας, δεδομένου ότι η μόνη κατάθεση από την οποία προέκυπτε η εντολή εκτέλεσης εργασίας ήταν η κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα, η οποία, όμως, δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα άλλο άμεσο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ άλλοι, επίσης παρόντες, εργαζόμενοι κατέθεσαν ότι δεν είχαν ακούσει την εν λόγω εντολή. Το ίδιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά δεύτερον, ότι οι επίμαχες εργασίες είχαν πραγματοποιηθεί περί ώρα 18.30‑18.40, ήτοι μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας (που έγινε δεκτό ότι έληγε μεταξύ 17.00‑18.00), και ότι για τον λόγο αυτό το επίμαχο συμβάν δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εργατικό ατύχημα».

    23.      Ο εισαγγελέας και οι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Curtea de Apel Brașov (εφετείου Brașov), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο εισαγγελέας υποστήριξε ότι υφίσταντο αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία αποδεικνυόταν, πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας, η προφορική εντολή που είχε δώσει ο MG στο θύμα για την εκτέλεση των επίμαχων εργασιών, αναφερόμενος στην κατάθεση ενός αυτόπτη μάρτυρα, η οποία επιβεβαιωνόταν από τις καταθέσεις άλλων εργαζομένων που ήταν παρόντες στον τόπο του συμβάντος. Οι πολιτικώς ενάγοντες ανέφεραν ότι υφίσταντο αποδεικτικά στοιχεία για τη στήριξη της κατηγορίας, επικαλούμενοι την κατάθεση του ίδιου αυτόπτη μάρτυρα καθώς και την έκθεση έρευνας.

    24.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, έχοντας επιληφθεί της εφέσεως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά του MG, υποχρεούται να εξετάσει την υπόθεση ως προς όλα τα νομικά ή πραγματικά ζητήματά της, καθόσον η έφεση αποτελεί ένδικο μέσο με καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να εξετάσει εκ νέου τα αποδεικτικά στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης και να εξετάσει νέα αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και να εκτιμήσει εκ νέου το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Tribunalul Sibiu (πρωτοδικείο Sibiu) έχει ήδη αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, κρίνοντας ότι οι επίμαχες εργασίες δεν συνιστούσαν εργατικό ατύχημα. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η κρίση αυτή μπορεί να έχει ισχύ δεδικασμένου ενώπιόν του, δεδομένου ότι αποτελεί «προκαταρκτικό ζήτημα» της ποινικής δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 52 του κώδικα ποινικής δικονομίας.

    25.      Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ρουμανία), με την υπ’ αριθ. 102/2021 απόφασή του της 17ης Φεβρουαρίου 2021, έκανε δεκτή ένσταση αντισυνταγματικότητας που αφορούσε το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι το δεδικασμένο των τελεσίδικων αποφάσεων των λοιπών δικαστηρίων, πλην των ποινικών, επί προκαταρκτικού ζητήματος της ποινικής δίκης δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια, εξαιρουμένων των περιστάσεων που αφορούν την ύπαρξη του εγκλήματος. Συγκεκριμένα, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι η φράση «εξαιρουμένων των περιστάσεων που αφορούν την ύπαρξη του εγκλήματος» που περιλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη είναι αντισυνταγματική. Στο πλαίσιο αυτό, το Curtea Constituțională (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα προκαταρκτικά ζητήματα αποτελούν πτυχές της υποθέσεως με εξωποινικό χαρακτήρα, οι οποίες πρέπει να επιλύονται πριν από τη διάγνωση των σχετικών με την ουσία της ποινικής υποθέσεως ζητημάτων και αφορούν την ύπαρξη ουσιώδους συστατικού στοιχείου του εγκλήματος, όπως ένα προαπαιτούμενο της αξιόποινης πράξης ή ένα ουσιώδες στοιχείο του περιεχομένου της.

    26.      Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο χαρακτηρισμός του επίμαχου συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος» αποτελεί ουσιώδες συστατικό στοιχείο του εγκλήματος, έχοντας τον χαρακτήρα πραγματικού ή νομικού στοιχείου του οποίου η ύπαρξη πρέπει να εξακριβωθεί πριν από την ορθή διάγνωση της ποινικής υποθέσεως, και μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως «προκαταρκτικό ζήτημα», κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας.

    27.      Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το Tribunalul Sibiu (πρωτοδικείο Sibiu) ή το Curtea de Apel Alba Iulia (εφετείο Alba Iulia) μπορούσαν να διατάξουν την αναστολή της ενώπιόν τους διαδικασίας βάσει διαφόρων δικονομικών διατάξεων, και συγκεκριμένα κατ’ εφαρμογήν του κανόνα ότι η εκκρεμής ποινική δίκη επάγεται την αναστολή της πολιτικής δίκης, όπως αυτός προβλέπεται από τον ρουμανικό κώδικα πολιτικής δικονομίας. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα της αναστολής εκδικάσεως της υποθέσεως λόγω της υπάρξεως εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας δεν ετέθη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ δεν προβλέπεται σχετικώς καμία δικονομική κύρωση, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του ρουμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας, η αναστολή εκδικάσεως της υποθέσεως απόκειται στην ευχέρεια του πολιτικού δικαστηρίου.

    28.      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, εφόσον οι πολιτικώς ενάγοντες δεν μετείχαν στη διοικητική δίκη και ο εργοδότης νίκησε στη δίκη αυτή με αντίδικο μόνον την αρμόδια διοικητική αρχή (ήτοι την ITM), θα πρέπει να απαλλάξει τον MG από τις εις βάρος του κατηγορίες, με συνέπεια την απόρριψη της πολιτικής αγωγής που άσκησαν οι πολιτικώς ενάγοντες ως αβάσιμης, εάν η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου με την οποία το επίμαχο συμβάν χαρακτηρίστηκε ως ατύχημα «εκτός εργασίας» έχει πλήρη ισχύ δεδικασμένου, όπως επιτάσσει η υπ’ αριθ. 102/2021 απόφαση του Curtea Constituțională (Συνταγματικού Δικαστηρίου). Ωστόσο, μια τέτοια κατάσταση ενδέχεται να θίγει την αρχή της προστασίας των εργαζομένων και την αρχή της ευθύνης του εργοδότη που κατοχυρώνονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    29.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Braşov) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχουν η αρχή της προστασίας των εργαζομένων και η αρχή της ευθύνης του εργοδότη, οι οποίες κατοχυρώνονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/391], η οποία μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον [νόμο 319/2006], σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του [Χάρτη], την έννοια ότι αντιτίθενται σε ρύθμιση όπως η εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης, [όπως έχει ερμηνευθεί] με απόφαση του εθνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, βάσει της οποίας το διοικητικό δικαστήριο δύναται, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη και στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας με αντίδικο μόνον την κρατική διοικητική αρχή, να αποφανθεί τελεσιδίκως ότι ένα συμβάν δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας και, συνεπώς, να εμποδίσει το ποινικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί είτε κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα κατά του υπευθύνου εργαζομένου είτε κατόπιν άσκησης πολιτικής αγωγής κατά του εν λόγω εργοδότη ως αστικώς υπεύθυνου στο πλαίσιο της ποινικής δίκης και κατά του υπαλλήλου του, να εκδώσει διαφορετική απόφαση όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του εν λόγω συμβάντος ως εργατικού ατυχήματος, [χαρακτηρισμό] που συνιστά συστατικό στοιχείο των ποινικώς διωκόμενων αδικημάτων (ελλείψει του οποίου δεν μπορεί να καταγνωστεί ούτε η ποινική ούτε η σχετική αστική ευθύνη), λαμβανομένου υπόψη του δεδικασμένου της τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου;

    2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης [στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα], έχει η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση ή πρακτική βάσει της οποίας τα τακτικά εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις του εθνικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και δεν δύνανται, εξ αυτού του λόγου και με κίνδυνο διαπράξεως πειθαρχικού παραπτώματος, να αφήσουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις αυτές, ακόμη και αν εκτιμούν, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η εν λόγω νομολογία αντιβαίνει στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391 του Συμβουλίου, που μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον νόμο 319/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 31, παράγραφος 1, του [Χάρτη];»

    30.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στο Δικαστήριο η Parchetul de pe lângă Judecătoria Rupea (εισαγγελία πρωτοδικών της Rupea), η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    31.      Κατόπιν υποδείξεως του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στην ανάλυση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος.

    IV.    Ανάλυση

    32.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 89/391 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας το διοικητικό δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί, με τελεσίδικη απόφαση της οποίας το δεδικασμένο δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο, ότι ένα συμβάν δεν συνιστά «εργατικό ατύχημα», με συνέπεια το επιληφθέν ποινικό δικαστήριο να εμποδίζεται να επιβάλει ποινικές ή αστικές κυρώσεις στον υπεύθυνο του χώρου εργασίας εργαζόμενο και στον εργοδότη.

    Α.      Επί του παραδεκτού του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    33.      Με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ρουμανική Κυβέρνηση προέβαλε ένσταση απαραδέκτου του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και, κατά συνέπεια, του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος, για τον λόγο ότι, πρώτον, η επίμαχη διάταξη του εθνικού δικαίου της οποίας η συμβατότητα προς την οδηγία 89/391 αμφισβητείται, ήτοι το άρθρο 52 του κώδικα ποινικής δικονομίας, αφορά το ζήτημα του δεδικασμένου. Δεύτερον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας καθιερώνει τη γενική υποχρέωση ασφάλειας που υπέχει ο εργοδότης, χωρίς να προβλέπει συγκεκριμένη μορφή ευθύνης. Η διαφορά της κύριας δίκης έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός εργαζομένου για τον θάνατο άλλου εργαζομένου, ενώ η εν λόγω οδηγία, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, αφορά τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί σχετικά με έννομη σχέση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας.

    34.      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η οικογένεια του θύματος δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά του MG και της Energotehnica. Συνεπώς, το εν λόγω δικαστήριο έχει πράγματι επιληφθεί αγωγής στρεφόμενης κατά του εργοδότη του οποίου η αστική ευθύνη μπορεί να στοιχειοθετηθεί εφόσον το επίμαχο συμβάν χαρακτηριστεί ως «εργατικό ατύχημα». Επιπλέον, το ζήτημα της επιβολής αστικών κυρώσεων στον εργοδότη συνδέεται με την έκταση του δεδικασμένου της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου. Επομένως, οι δικονομικοί κανόνες για τα μέσα ένδικης προστασίας που προβλέπει η επίμαχη εθνική ρύθμιση συνδέονται με τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του εργοδότη στην περίπτωση που αυτός, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 89/391 από το οικείο κράτος μέλος, δεν διασφάλισε την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.

    35.      Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.

    Β.      Επί της απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα

    36.      Είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι η οδηγία 89/391 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 118 Α της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 153 ΣΛΕΕ), κατά το οποίο τα κράτη μέλη αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην προώθηση της καλυτέρευσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία και θέτουν ως στόχο την εναρμόνιση των συνθηκών που υφίστανται σε αυτόν τον τομέα μέσα σε μια οπτική προόδου. Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω οδηγία, όπως ορίζει το άρθρο της 1, παράγραφοι 1 και 2, έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μέτρων για την προαγωγή της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία και, προς τον σκοπό αυτό, περιέχει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της ασφάλειας και της υγείας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου και ατυχημάτων, την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την ισόρροπη συμμετοχή σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές, την κατάρτιση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, καθώς και τους κανόνες για την εφαρμογή των γενικών αυτών αρχών.

    37.      Επιπλέον, το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει, στην μεν παράγραφο 1, ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί η υπαγωγή των εργοδοτών, των εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων στις νομικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της οδηγίας, στη δε παράγραφο 2, ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ιδίως επαρκή έλεγχο και εποπτεία (7). Επίσης, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391 ορίζει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τον εργοδότη βαρύνει ευθύνη άνευ πταίσματος δυνάμει μόνον του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή περιορίζεται στη θέσπιση γενικής υποχρέωσης ασφάλειας σε βάρος του εργοδότη, χωρίς να προσδιορίζει οποιασδήποτε μορφής ευθύνη (8).

    38.      Στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 5 διευκρινίζεται ότι οι υποχρεώσεις των εργαζομένων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία δεν θίγουν την αρχή της ευθύνης του εργοδότη και ότι η οδηγία δεν αποτελεί εμπόδιο όσον αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν την ολική ή μερική απαλλαγή των εργοδοτών από την ευθύνη για συμβάντα οφειλόμενα σε ξένες προς αυτούς, ανώμαλες και απρόβλεπτες συνθήκες, ή σε έκτακτα γεγονότα, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και με την επίδειξη κάθε επιμέλειας.

    39.      Η οδηγία 89/391, μολονότι κάνει λόγο για την αρχή της ευθύνης του εργοδότη και θεσπίζει γενικές υποχρεώσεις σχετικά με την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων σε όλες τις πτυχές της εργασίας, δεν περιλαμβάνει, όπως προκύπτει από το κείμενό της, καμία ειδική διάταξη σχετικά με τις κυρώσεις που πρέπει να επιβάλλουν τα κράτη μέλη στους εργοδότες που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις αυτές. Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει εκδώσει πλείονες ειδικές οδηγίες, κατά την πρόβλεψη του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391 (9), και ειδικότερα τις οδηγίες 89/654/ΕΟΚ (10), 89/656/ΕΟΚ (11) και 2009/104/ΕΚ (12). Ωστόσο, ούτε οι οδηγίες αυτές περιέχουν ειδικές διατάξεις για την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που δεν διασφαλίζουν την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων (13).

    40.      Εξάλλου, το άρθρο 31 του Χάρτη, το οποίο τιτλοφορείται «Δίκαιες και πρόσφορες συνθήκες εργασίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του». Επομένως, η διάταξη αυτή, την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν αφορά τις κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση που δεν διασφαλίζεται η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων.

    41.      Όσον αφορά, ειδικότερα, το επίμαχο συμβάν του οποίου ο χαρακτηρισμός ως «εργατικού ατυχήματος» αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης, παρατηρώ ότι, κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του Χάρτη, η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα προσβάσεως στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως, μεταξύ άλλων, τα εργατικά ατυχήματα. Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν ρυθμίζει, επί του παρόντος, τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να χαρακτηριστεί ένα συμβάν ως «εργατικό ατύχημα», ούτε τις κυρώσεις που επιβάλλονται στον εργοδότη λόγω ενός τέτοιου ατυχήματος ή τους κανόνες προσδιορισμού της αποζημίωσης που πρέπει να επιδικαστεί στο θύμα.

    42.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει σχετικά με τη συμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης του προβλεπόμενου από την εθνική νομοθεσία δικονομικού κανόνα κατά τον οποίο η τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι το επίμαχο συμβάν δεν συνιστά «εργατικό ατύχημα», έχει ισχύ δεδικασμένου ενώπιόν του, δηλαδή ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, πράγμα που το εμποδίζει να επιβάλει ποινική κύρωση στον MG, καθώς και αστικές κυρώσεις σ’ αυτόν και/ή στην Energotehnica (14).

    43.      Ως προς το ζήτημα αυτό, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ελλείψει σχετικής ενωσιακής ρύθμισης, σε έκαστο κράτος μέλος απόκειται να καθορίσει, δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, τους κανόνες της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης (15). Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρεμφερή μέσα έννομης προστασίας τα οποία προβλέπονται για την προστασία των δικαιωμάτων που αντλούνται από την εσωτερική έννομη τάξη (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (16). Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα το δεδικασμένο, ελλείψει σχετικής ενωσιακής ρύθμισης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου καθορίζονται από την εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, τηρουμένων, ωστόσο, των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (17).

    44.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (18).

    45.      Με άλλα λόγια, όταν τα κράτη μέλη καθορίζουν τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τα ένδικα βοηθήματα με τα οποία εξασφαλίζεται η προστασία των δικαιωμάτων που απονέμονται από την οδηγία 89/391, πρέπει να εγγυώνται την τήρηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και αποτελεί επιβεβαίωση της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (19).

    46.      Συνεπώς, κατά την επιλογή των κυρώσεων, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία απαιτεί την επιβολή αποτελεσματικών και αποτρεπτικών κυρώσεων, χωρίς ωστόσο να επιτάσσει, κατ’ αρχήν, οι κυρώσεις αυτές να έχουν κάποια συγκεκριμένη φύση (20). Επομένως, οι κυρώσεις αυτές μπορούν να είναι ποινικές και/ή αστικές. Εάν δεν επιβάλλονται κυρώσεις στους εργοδότες που δεν τηρούν τις εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς της οδηγίας 89/391 στην εσωτερική έννομη τάξη, ήτοι, εν προκειμένω, τον νόμο 319/2006, τίθενται υπό αμφισβήτηση η πρακτική αποτελεσματικότητα και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η οδηγία αυτή, καίτοι σκοπός του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ είναι ακριβώς η βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας με σκοπό την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.

    47.      Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τη δυνατότητα επιβολής ποινικών και αστικών κυρώσεων σε σχέση όχι με την αρχή ne bis in idem (21), αλλά με την αρχή του δεδικασμένου, καθόσον το διοικητικό δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι το επίμαχο συμβάν δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εργατικό ατύχημα». Συναφώς, επισημαίνω ότι η εφαρμογή της αρχής ότι «η εκκρεμής ποινική δίκη επάγεται την αναστολή της πολιτικής» επιβάλλει στον πολιτικό δικαστή, όταν έχει κινηθεί διαδικασία ενώπιον των πολιτικών και των ποινικών δικαστηρίων για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία εν αναμονή της εκδόσεως τελεσίδικης αποφάσεως στην ποινική διαδικασία (22). Εν προκειμένω, στο ρουμανικό δίκαιο εφαρμόζεται η αντίστροφη αρχή, δηλαδή ότι η εκκρεμής πολιτική (23) δίκη αναστέλλει την ποινική. Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το διοικητικό δικαστήριο θα μπορούσε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία εν αναμονή της τελεσίδικης αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου, πλην όμως αυτή η αναστολή της διαδικασίας απόκειται στην ευχέρεια του διοικητικού δικαστηρίου και, επομένως, εφαρμογή έχει το άρθρο 52, παράγραφος 3, του κώδικα ποινικής δικονομίας, κατά το οποίο το δεδικασμένο από τις τελεσίδικες αποφάσεις των λοιπών δικαστηρίων, πλην των ποινικών, επί προκαταρκτικού ζητήματος για την ποινική δίκη δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια (24).

    48.      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια διάταξη δεν είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον σκοπεί στην αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ασφάλεια δικαίου (25), υπό την επιφύλαξη, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων, ότι τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

    49.      Προσθέτω ότι, εφόσον το διοικητικό δικαστήριο προβαίνει σε εξέταση της ουσίας της υποθέσεως, εκτιμώντας λεπτομερώς το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τον χαρακτηρισμό ενός συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος», το γεγονός ότι η κρίση του διοικητικού δικαστηρίου υπερισχύει σε σχέση με εκείνη του ποινικού δικαστηρίου δεν συνεπάγεται, αυτό καθεαυτό, λιγότερο ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, η ποινική διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί, εξ ορισμού, ως ευνοϊκότερη για το θύμα και/ή τους πολιτικώς ενάγοντες απ’ ό,τι η διαδικασία ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι, όπως ορίζει το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, το οποίο έχει αντίστοιχο περιεχόμενο με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρις αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο (26). Επομένως, ο κατηγορούμενος ενώπιον ποινικού δικαστηρίου πρέπει να απολαύει του τεκμηρίου της αθωότητας.

    50.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι στη δίκη ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου διάδικοι ήταν μόνον η Energotehnica και η ITM, ενώ στη δίκη αυτή δεν παρενέβησαν ο εισαγγελέας και οι πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι αντιθέτως εκπροσωπούνται στην ποινική δίκη.

    51.      Ως προς το ζήτημα αυτό, δεν προκύπτει με σαφήνεια από την απόφαση περί παραπομπής εάν οι πολιτικώς ενάγοντες είχαν πραγματική δυνατότητα να παρέμβουν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου προκειμένου, μεταξύ άλλων, να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του χαρακτηρισμού του επίμαχου συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος». Σε καταφατική περίπτωση, ακόμη και στην περίπτωση που αυτοί, στην πράξη, δεν παρενέβησαν, η οδηγία 89/391 δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση βάσει της οποίας το διοικητικό δικαστήριο δύναται να αποφανθεί τελεσιδίκως ότι ένα συμβάν δεν συνιστά εργατικό ατύχημα με απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου.

    52.      Αντιθέτως, σε περίπτωση που οι πολιτικώς ενάγοντες δεν είχαν καμία δυνατότητα παρέμβασης ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, είμαι της γνώμης ότι δεν τηρείται η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 44 των παρουσών προτάσεων, η αρχή αυτή περιλαμβάνει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και, ιδίως, την παροχή στους ενδιαφερομένους της δυνατότητας να εκθέσουν λυσιτελώς την άποψή τους. Εν προκειμένω, δεν νοείται η οικογένεια του θύματος να μην απολαύει του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, ήτοι να στερείται την πρόσβαση στα δικαστήρια (27).

    53.      Επομένως, στην περίπτωση αυτή, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, οι πολιτικώς ενάγοντες πρέπει να έχουν την εγγύηση ότι μπορούν να προσκομίσουν, ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δεν κατέστη δυνατό να εξεταστούν ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα του χαρακτηρισμού του επίμαχου συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος». Υπό τις συνθήκες αυτές, η τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν μπορεί να έχει ισχύ δεδικασμένου ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, το οποίο οφείλει να παράσχει στους πολιτικώς ενάγοντες τη δυνατότητα να παρέμβουν ενώπιόν του έστω και αν, εν τέλει, η κατάσταση αυτή δύσκολα συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, καθόσον η εν λόγω παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση αντιφατικών αποφάσεων των διοικητικών και των ποινικών δικαστηρίων. Σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να επιλέξει τους καταλληλότερους κατά την εκτίμησή του δικονομικούς μηχανισμούς, προκειμένου οι αντιφατικές αυτές αποφάσεις να είναι συμβιβάσιμες μεταξύ τους (28).

    54.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι η οδηγία 89/391 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας το διοικητικό δικαστήριο δύναται να αποφανθεί, με τελεσίδικη απόφαση της οποίας το δεδικασμένο δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο, ότι ένα συμβάν δεν συνιστά «εργατικό ατύχημα», με συνέπεια το ποινικό δικαστήριο να εμποδίζεται να επιβάλει ποινικές ή αστικές κυρώσεις στον υπεύθυνο του χώρου εργασίας εργαζόμενο και στον εργοδότη, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που προϋποθέτει ότι οι πολιτικώς ενάγοντες πρέπει να έχουν την πραγματική δυνατότητα να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον χαρακτηρισμό του συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος» ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, εφόσον δεν είχαν καμία δυνατότητα να προσκομίσουν τα στοιχεία αυτά ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.

    V.      Πρόταση

    55.      Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Curtea de Apel Braşov (εφετείο Braşov, Ρουμανία) ως εξής:

    Η οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία,

    έχει την έννοια ότι:

    δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας το διοικητικό δικαστήριο δύναται να αποφανθεί, με τελεσίδικη απόφαση της οποίας το δεδικασμένο δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο, ότι ένα συμβάν δεν συνιστά «εργατικό ατύχημα», με συνέπεια το ποινικό δικαστήριο να εμποδίζεται να επιβάλει ποινικές ή αστικές κυρώσεις στον υπεύθυνο του χώρου εργασίας εργαζόμενο και στον εργοδότη, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, πράγμα που προϋποθέτει ότι οι πολιτικώς ενάγοντες πρέπει να έχουν την πραγματική δυνατότητα να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον χαρακτηρισμό του συμβάντος ως «εργατικού ατυχήματος» ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, εφόσον δεν είχαν καμία δυνατότητα να προσκομίσουν τα στοιχεία αυτά ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.


    1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


    2      Οδηγία του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ. 1). Για τη διαδικασία θέσπισης της οδηγίας αυτής, βλ. Walters, D., «The Framework Directive», Regulating Health and Safety Management in the European Union: A Study of the Dynamics of Change, Βρυξέλλες, P.I.E. Peter Lang S.A., 2002, σ. 39 έως 57.


    3      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 510, της 24ης Ιουλίου 2009.


    4      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 486, της 15ης Ιουλίου 2010.


    5      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 646, της 26ης Ιουλίου 2006.


    6      Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 815, της 3ης Οκτωβρίου 2006.


    7      Μολονότι το αιτούν δικαστήριο δεν μνημονεύει το άρθρο 4 της οδηγίας 89/391 στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δύναται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα στοιχεία περί ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του εάν το αιτούν δικαστήριο τα μνημονεύει ρητώς στα ερωτήματά του ή όχι. Απόκειται στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, ιδίως δε το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Ministerstvo vnútra Slovenskej republiky, C‑283/22, EU:C:2023:886, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    8      Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2007, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑127/05, EU:C:2007:338, σκέψη 42).


    9      Η διάταξη αυτή ορίζει ότι «[τ]ο Συμβούλιο εκδίδει, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής βάσει του άρθρου 118 Α της [Σ]υνθήκης [ΕΟΚ], ειδικές οδηγίες, μεταξύ άλλων στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα».


    10      Οδηγία του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 1989, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας (Πρώτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ 1989, L 393, σ. 1).


    11      Οδηγία του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 1989, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία (Τρίτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ 1989, L 393, σ. 18).


    12      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους κατά την εργασία τους (δεύτερη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ 2009, L 260, σ. 5).


    13      Συγχρόνως, άλλες οδηγίες που θέτουν σε εφαρμογή την κοινωνική πολιτική της Ένωσης περιέχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, όπως η οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), το άρθρο 17 της οποίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές».


    14      Υπενθυμίζω ότι στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν, κατά το εσωτερικό δίκαιο, το δεδικασμένο της αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου καλύπτει την υπό κρίση υπόθεση ή στοιχεία της και, ενδεχομένως, να εξετάσει τις συνέπειες που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑116/20, EU:C:2022:273, σκέψη 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    15      Απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 45).


    16      Απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η αρχή της ισοδυναμίας επιτάσσει οι εθνικές δικονομικές διατάξεις που διέπουν καταστάσεις υπαγόμενες στο δίκαιο της Ένωσης να μην είναι δυσμενέστερες από εκείνες που ισχύουν για παρόμοιες καταστάσεις υπαγόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (βλ. απόφαση της 3ης Ιουνίου 2021, Bankia, C‑910/19, EU:C:2021:433, σκέψη 46). Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν έθεσε ζήτημα τηρήσεως της αρχής αυτής, το δε Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο που να προκαλεί αμφιβολία ως προς το αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι σύμφωνη με την εν λόγω αρχή, δεν θα γίνει περαιτέρω λόγος περί αυτής.


    17      Διάταξη της 7ης Μαρτίου 2023, Willy Hermann Service (C‑561/22, EU:C:2023:167, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    18      Βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2024, Caixabank (Παραγραφή της αξιώσεως επιστροφής των εξόδων εγγραφής υποθήκης) (C‑810/21 έως C‑813/21, EU:C:2024:81, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    19      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2023:2, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    20      Πρβλ. αποφάσεις της 2ας Μαΐου 2018, Scialdone (C‑574/15, EU:C:2018:295, σκέψη 33), και της 17ης Μαΐου 2023, Cezam (C‑418/22, EU:C:2023:418, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    21      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του ίδιου προσώπου (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2024, Parchetul de pe lângă Curtea de Apel Craiova κ.λπ., C‑58/22, EU:C:2024:70, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο και εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, η διοικητική και η ποινική διαδικασία αφορούν διαφορετικά πρόσωπα.


    22      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις CRPNPAC και Vueling Airlines (C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2019:592, υποσημείωση 106).


    23      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το διοικητικό δικαστήριο αποτελεί πολιτικό δικαστήριο, εν ευρεία εννοία.


    24      Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.


    25      Πρβλ., όσον αφορά τον ΦΠΑ, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, SC Cridar Cons (C‑582/20, EU:C:2022:114, σκέψη 38).


    26      Σημειώνω ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή αυτή τυγχάνει εφαρμογής όταν το ζητούμενο είναι να κριθεί αν συντρέχουν τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης μιας παράβασης που μπορεί να επισύρει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα (βλ. απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2022, DELTA STROY 2003, C‑203/21, EU:C:2022:865, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    27      Πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2024, Agentsia «Patna infrastruktura» (Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση οδικών υποδομών) (C‑471/22, EU:C:2024:99, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


    28      Βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Nemzeti Adatvédelmi és Információszabadság Hatóság (C‑132/21, EU:C:2022:661, σημείο 67).

    Top