Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0752

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour της 26ης Οκτωβρίου 2023.


    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:819

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JEAN RICHARD DE LA TOUR

    της 26ης Οκτωβρίου 2023 ( 1 )

    Υπόθεση C‑752/22

    EP

    κατά

    Maahanmuuttovirasto

    [αίτηση του Korkein hallinto-oikeus
    (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Φινλανδία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Όροι διαμονής επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας σε άλλο κράτος μέλος – Άρθρο 22, παράγραφος 3 – Ενισχυμένη προστασία από την απέλαση – Υπήκοος τρίτης χώρας, επί μακρόν διαμένων στο πρώτο κράτος μέλος, ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους – Απόφαση επιστροφής συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου στην εθνική επικράτεια για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Κοινοί κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Άρθρο 6, παράγραφος 2 – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει έγκυρο τίτλο διαμονής εκδοθέντα από άλλο κράτος μέλος»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Απολαύει υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με την οδηγία 2003/109/ΕΚ ( 2 ), σε άλλο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου μεταβαίνει κατά παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του έχει επιβληθεί, της ενισχυμένης προστασίας από την απέλαση που απορρέει από το άρθρο 12 και το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής;

    2.

    Τούτο είναι, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα που εγείρει η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή.

    3.

    Η τελευταία εντάσσεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του EP, Ρώσου υπηκόου ο οποίος έχει αποκτήσει το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στην Εσθονία, και της Maahanmuuttovirasto (Εθνικής Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Φινλανδία) (στο εξής: υπηρεσία μετανάστευσης) σχετικά με τη νομιμότητα της απόφασης απέλασης του εν λόγω προσώπου στη Ρωσική Ομοσπονδία, απόφαση που συνοδεύεται από απαγόρευση εισόδου στον χώρο Σένγκεν (στο εξής: επίδικη απόφαση), η οποία περιορίστηκε στη συνέχεια στην εθνική επικράτεια. Μολονότι η υπηρεσία μετανάστευσης στήριξε την απόφασή της στις διατάξεις της οδηγίας 2008/115/ΕΚ ( 3 ), το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) διερωτάται αν η υπηρεσία μετανάστευσης όφειλε, αντιθέτως, να εφαρμόσει τα μέτρα σχετικά με την ενισχυμένη προστασία από την απέλαση που προβλέπονται στο άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109 υπέρ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

    4.

    Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται εκ νέου να εξετάσει το ζήτημα της συνύπαρξης, όσον αφορά έναν υπήκοο τρίτης χώρας, μιας απαγόρευσης εισόδου που έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος και ενός έγκυρου τίτλου διαμονής που έχει εκδοθεί από ένα άλλο κράτος μέλος ( 4 ). Εν προκειμένω, η υπόθεση αυτή καταδεικνύει τις δυσχέρειες που σχετίζονται με την εκτίμηση των αντίστοιχων πεδίων εφαρμογής των οδηγιών 2003/109 και 2008/115, τις οποίες εξάλλου επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της τρέχουσας πρότασής της για αναδιατύπωση της οδηγίας 2003/109 ( 5 ). Οι προτάσεις που διατυπώνει επί του παρόντος ως προς το ζήτημα αυτό αποσκοπούν στη διασφάλιση μεγαλύτερης συνοχής και στη βελτίωση της συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο αυτών νομοθετημάτων ( 6 ).

    5.

    Με τις παρούσες προτάσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το αίτημα του Δικαστηρίου, θα επικεντρωθούν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος του οποίου απολαύει υπήκοος τρίτης χώρας σε ένα πρώτο κράτος μέλος και η εξ αυτού απορρέουσα προστασία, σε ένα άλλο κράτος μέλος, μπορούν να ασκηθούν μόνον αν ο εν λόγω υπήκοος έχει αποκτήσει τίτλο διαμονής στο τελευταίο αυτό κράτος. Από την ανάλυσή μου θα συναγάγω ότι το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι δεν διέπει τους όρους υπό τους οποίους ένα κράτος μέλος εκδίδει απόφαση απέλασης ενός τέτοιου υπηκόου όταν ο τελευταίος μετέβη στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους κατά παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του επιβλήθηκε για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Η οδηγία 2003/109

    6.

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/109, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία καθορίζει:

    α)

    τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος από ένα κράτος μέλος στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στην επικράτειά του, καθώς και τα συναφή δικαιώματα και

    β)

    τις προϋποθέσεις διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών υπό καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που τους χορήγησε το καθεστώς αυτό.»

    7.

    Το άρθρο 2, στοιχεία βʹ έως δʹ, της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», έχει ως εξής:

    «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    β)

    “επί μακρόν διαμένων”: κάθε υπήκοος τρίτης χώρας που απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος που προβλέπεται στα άρθρα 4 έως 7·

    γ)

    “πρώτο κράτος μέλος”: το κράτος μέλος το οποίο για πρώτη φορά χορήγησε το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπήκοο τρίτης χώρας·

    δ)

    “δεύτερο κράτος μέλος”: κάθε κράτος μέλος άλλο από εκείνο που χορήγησε για πρώτη φορά το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε υπήκοο τρίτης χώρας και στο οποίο ο εν λόγω επί μακρόν διαμένων ασκεί το δικαίωμα διαμονής του.»

    8.

    Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους.»

    9.

    Το κεφάλαιο II της οδηγίας 2003/109 περιλαμβάνει τα άρθρα 4 έως 13. Ορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης και ανάκλησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος από κράτος μέλος στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν νόμιμα στην επικράτειά του, καθώς και τα συναφή δικαιώματα, με σκοπό τη διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των υπηκόων αυτών για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 6 της ως άνω οδηγίας.

    10.

    Κατά το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία από την απέλαση»:

    «1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν απόφαση να απελάσουν επί μακρόν διαμένοντα αποκλειστικά όταν αυτός συνιστά ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας.

    […]

    3.   Πριν να λάβουν απόφαση να απελάσουν επί μακρόν διαμένοντα, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:

    α)

    τη διάρκεια της διαμονής στην επικράτειά τους·

    β)

    την ηλικία του ενδιαφερομένου προσώπου·

    γ)

    τις επιπτώσεις για [το] ενδιαφερόμενο πρόσωπο και τα μέλη της οικογένειάς του,

    δ)

    τους δεσμούς με τη χώρα διαμονής ή την απουσία δεσμών με τη χώρα καταγωγής του.

    […]»

    11.

    Το κεφάλαιο III της οδηγίας 2003/109, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαμονή στα άλλα κράτη μέλη», περιλαμβάνει τα άρθρα 14 έως 23. Σκοπός του είναι ο καθορισμός των όρων άσκησης του δικαιώματος διαμονής του δικαιούχου καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που του χορήγησε το καθεστώς αυτό, προκειμένου να συμβάλει, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας αυτής, στην πραγματική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

    12.

    Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «Οι επί μακρόν διαμένοντες αποκτούν το δικαίωμα να διαμένουν στο έδαφος κρατών μελών άλλων από εκείνο που τους χορήγησε το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εφόσον πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο.»

    13.

    Το άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Όροι διαμονής σε δεύτερο κράτος μέλος», ορίζει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:

    «Το ταχύτερο δυνατό και όχι αργότερα από τρεις μήνες από την είσοδό του στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους, ο επί μακρόν διαμένων υποβάλλει αίτηση για άδεια διαμονής στις αρμόδιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους.»

    14.

    Το άρθρο 22 της οδηγίας 2003/109, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκληση της άδειας διαμονής και υποχρέωση επανεισδοχής», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Έως ότου ο υπήκοος τρίτης χώρας αποκτήσει καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αρνηθεί να ανανεώσει ή να ανακαλέσει την άδεια διαμονής και να υποχρεώσει τον ενδιαφερόμενο και τα μέλη της οικογένειάς του/της να εγκαταλείψουν το έδαφός του, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών απομάκρυνσης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 17·

    β)

    όταν οι όροι που προβλέπονται στα άρθρα 14, 15 και 16 δεν πληρούνται πλέον·

    γ)

    όταν ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν διαμένει νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος.

    2.   Εάν το δεύτερο κράτος μέλος λάβει ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το πρώτο κράτος μέλος πρέπει να επανεισδέχεται αμέσως και χωρίς διατυπώσεις τον επί μακρόν διαμένοντα και τα μέλη της οικογένειάς του/της. Το δεύτερο κράτος μέλος κοινοποιεί την απόφασή του στο πρώτο κράτος μέλος.

    3.   Μέχρις ότου αποκτήσει καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος ο υπήκοος τρίτης χώρας και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης επανεισδοχής που προβλέπεται στην παράγραφο 2, το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να λάβει την απόφαση να απομακρύνει τον υπήκοο τρίτης χώρας από το έδαφος της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 και δυνάμει των εγγυήσεων του εν λόγω άρθρου, για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

    Στις περιπτώσεις αυτές, όταν το δεύτερο κράτος μέλος λαμβάνει την εν λόγω απόφαση, προβαίνει σε διαβουλεύσεις με το πρώτο κράτος μέλος.

    Όταν το δεύτερο κράτος μέλος λαμβάνει απόφαση απομάκρυνσης του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αποτελεσματική εφαρμογή της. Στις περιπτώσεις αυτές, το δεύτερο κράτος μέλος παρέχει στο πρώτο κράτος μέλος τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή της απόφασης απομάκρυνσης.

    […]

    4.   Οι αποφάσεις απομάκρυνσης δεν μπορούν να συνοδεύονται από μόνιμη απαγόρευση διαμονής στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

    5.   H υποχρέωση επανεισδοχής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν θίγει τη δυνατότητα, των επί μακρόν διαμενόντων και των μελών της οικογένειάς τους να μετακινηθούν προς ένα τρίτο κράτος μέλος.»

    2. Η οδηγία 2008/115

    15.

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/115 ορίζει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    2)

    “παράνομη παραμονή”: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του [κανονισμού (ΕΚ) 526/2006 ( 7 )], ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος,

    3)

    “επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας – είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

    στη χώρα καταγωγής του/της, ή

    σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

    σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/‑ή,

    4)

    “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής,

    5)

    “απομάκρυνση”: εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους,

    6)

    “απαγόρευση εισόδου”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία απαγορεύεται η είσοδος και η παραμονή στο έδαφος των κρατών μελών για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνοδευόμενη από απόφαση επιστροφής,

    […]

    8)

    “οικειοθελής αναχώρηση”: η τήρηση της υποχρέωσης επιστροφής εντός της προθεσμίας που ορίζεται για τον σκοπό αυτό στην απόφαση επιστροφής,

    […]».

    16.

    Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, σχετικά με τις αποφάσεις επιστροφής με τις οποίες παύει η παράνομη διαμονή, ορίζει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

    2.   Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους και διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, υποχρεούνται να μεταβαίνουν αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του υπηκόου τρίτης χώρας με την παρούσα απαίτηση ή όταν η άμεση αναχώρηση του υπηκόου τρίτης χώρας απαιτείται από λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, εφαρμόζεται η παράγραφος 1.

    […]»

    Β.   Το φινλανδικό δίκαιο

    17.

    Ο ulkomaalaislaki 301/2004 (νόμος περί αλλοδαπών), της 30ής Απριλίου 2004, διευκρινίζει, στο άρθρο 11, πρώτο εδάφιο, ότι, προκειμένου να γίνει δεκτός ένας αλλοδαπός στη φινλανδική επικράτεια, πρέπει να μην του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου (σημείο 4) και να μη θεωρείται ότι αυτός θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια (σημείο 5).

    18.

    Δυνάμει του άρθρου 149b του ίδιου νόμου, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στην εθνική επικράτεια ή του οποίου η αίτηση για χορήγηση άδειας διαμονής έχει απορριφθεί και ο οποίος είναι κάτοχος έγκυρης άδειας διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα διαμονής και έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος υποχρεούται να μεταβεί αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του υπηκόου τρίτης χώρας προς την εν λόγω υποχρέωση ή όταν η άμεση αναχώρησή του επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνεται απόφαση περί απέλασής του.

    III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    19.

    Το πραγματικό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από δύο διαφορετικές περιόδους.

    20.

    Η πρώτη περίοδος είναι αυτή που προηγείται της χορήγησης από τη Δημοκρατία της Εσθονίας, στις 12 Ιουλίου 2019, του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος είναι Ρώσος υπήκοος και διαθέτει ισχύον διαβατήριο.

    21.

    Δεν αμφισβητείται ότι, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο ενδιαφερόμενος μετέβη επανειλημμένως στη φινλανδική επικράτεια όπου εκδόθηκαν τέσσερις αποφάσεις απέλασής του στην Εσθονία, με ημερομηνίες, αντιστοίχως, 9 Φεβρουαρίου 2017, 16 Μαρτίου 2017, 26 Νοεμβρίου 2018 και, τέλος, 8 Ιουλίου 2019. Οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν κατόπιν διάπραξης πλειόνων αδικημάτων από τον ενδιαφερόμενο, ήτοι οδήγησης σε κατάσταση βαριάς μέθης, οδήγησης οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης και, τέλος, παράβασης απαγόρευσης εισόδου. Επιπλέον, είναι ύποπτος για διακεκριμένη κλοπή, πλαστογραφία και ψευδή δήλωση στοιχείων ταυτότητας. Λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της επανάληψης των εγκληματικών δραστηριοτήτων του τελευταίου, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θεώρησαν ότι αποτελεί απειλή για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια και, κατά συνέπεια, τρεις από τις εν λόγω αποφάσεις συνοδεύτηκαν από απαγόρευση εισόδου στη φινλανδική επικράτεια.

    22.

    Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή που αντιστοιχεί στην εκ μέρους της Δημοκρατίας της Εσθονίας χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος στον ενδιαφερόμενο, καθώς και της σχετικής άδειας διαμονής, για περίοδο πέντε ετών, ήτοι από τις 12 Ιουλίου 2019 έως τις 12 Ιουλίου 2024. Επομένως, το καθεστώς αυτό χορηγήθηκε ενώ το φινλανδικό κράτος είχε ήδη επιβάλει στο συγκεκριμένο πρόσωπο απαγόρευση εισόδου στην εθνική επικράτεια, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει ( 8 ).

    23.

    Στις 19 Νοεμβρίου 2019, κατόπιν συνολικής εκτίμησης της κατάστασης του ενδιαφερομένου –τα στοιχεία της οποίας περιλαμβάνονται στην εθνική δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο–, η υπηρεσία μετανάστευσης δεν του επέτρεψε να επιστρέψει οικειοθελώς στην Εσθονία και εξέδωσε την επίδικη απόφαση ( 9 ). Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση περιλαμβάνει την υποχρέωση απομάκρυνσης του ενδιαφερομένου προς τη χώρα καταγωγής του, ήτοι τη Ρωσική Ομοσπονδία, και ότι συνοδεύεται από απαγόρευση εισόδου στο σύνολο του χώρου Σένγκεν για περίοδο τεσσάρων ετών, λαμβανομένης υπόψη της απειλής που αυτός συνιστά για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε βάσει της οδηγίας 2008/115, δεδομένου ότι η υπηρεσία μετανάστευσης έκρινε ότι ο ΕΡ διέμενε «παρανόμως» στην εθνική επικράτεια κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της ως άνω οδηγίας, καθόσον είχε μεταβεί στην επικράτεια αυτή κατά παράβαση των απαγορεύσεων εισόδου που του είχαν επιβληθεί προηγουμένως. Διευκρινίζω ευθύς εξαρχής ότι μια τέτοια απόφαση πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί ως «απόφαση επιστροφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 4, της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ίδιας οδηγίας, η επιστροφή ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 3, αυτής ως η διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας σε τρίτη χώρα, σε χώρα διέλευσης ή στη χώρα καταγωγής του, δηλαδή εκτός του εδάφους της Ένωσης.

    24.

    Από την εθνική δικογραφία προκύπτει επίσης ότι, κατά την ίδια ημερομηνία, στις 19 Νοεμβρίου 2019, η υπηρεσία μετανάστευσης κίνησε τη διαδικασία διαβούλευσης, που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν ( 10 ), με τη Δημοκρατία της Εσθονίας, στο πλαίσιο της οποίας ζητήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος να λάβει θέση επί της ενδεχόμενης ανάκλησης της άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος του συγκεκριμένου προσώπου. Στις 9 Δεκεμβρίου 2019, η Δημοκρατία της Εσθονίας γνωστοποίησε ότι η εν λόγω άδεια δεν επρόκειτο να ανακληθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπηρεσία μετανάστευσης τροποποίησε την απαγόρευση εισόδου στο σύνολο του χώρου Σένγκεν σε αμιγώς εθνική απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω Σύμβασης ( 11 ).

    25.

    Η απέλαση του EP στη Ρωσική Ομοσπονδία πραγματοποιήθηκε στις 24 Μαρτίου 2020. Ο τελευταίος μετέβη εκ νέου στη φινλανδική επικράτεια, από όπου απελάθηκε στην Εσθονία στις 8 Αυγούστου 2020 και στις 16 Νοεμβρίου 2020.

    26.

    Δεδομένου ότι η προσφυγή που άσκησε κατά της επίδικης απόφασης απορρίφθηκε από το Helsingin hallinto-oikeus (διοικητικό πρωτοδικείο Ελσίνκι, Φινλανδία), ο αναιρεσείων προσέφυγε ενώπιον του Korkein hallinto-oikeus (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου) για την αναίρεση της δικαστικής αυτής απόφασης.

    27.

    Λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η υπό κρίση υπόθεση και ειδικότερα του καθεστώτος του EP ως επί μακρόν διαμένοντος στην Εσθονία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η υπηρεσία μετανάστευσης όφειλε να εφαρμόσει, για την έκδοση της επίδικης απόφασης, τα μέτρα σχετικά με την ενισχυμένη προστασία από την απέλαση που θεσπίζει η οδηγία 2003/109.

    28.

    Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109 δεν μπορεί να συναχθεί κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο αν περίπτωση όπως η επίμαχη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, μολονότι η διαμονή του EP στην Εσθονία είναι νόμιμη καθόσον στηρίζεται στο καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος που του χορηγήθηκε από το εν λόγω κράτος μέλος, εντούτοις, η διαμονή του στη Φινλανδία δεν είναι νόμιμη λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν ζήτησε άδεια διαμονής βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας και ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

    29.

    Δεύτερον, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι ο νόμος περί αλλοδαπών δεν περιέχει διατάξεις για τη ρητή μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη του άρθρου 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109 όσον αφορά την απομάκρυνση από τη Φιλανδία προς έδαφος εκτός της Ένωσης υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος από άλλο κράτος μέλος. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής είναι, από την άποψη του περιεχομένου τους, απαλλαγμένα αιρέσεων και αρκούντως ακριβή, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, ώστε υπήκοος τρίτης χώρας να δύναται να τα επικαλεστεί έναντι κράτους μέλους.

    30.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Στην περίπτωση απομάκρυνσης από το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσώπου το οποίο εισήλθε στο έδαφος κράτους μέλους ενώ του είχε επιβληθεί απαγόρευση εισόδου και του οποίου η διαμονή στο κράτος μέλος ήταν, ως εκ τούτου, παράνομη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και το οποίο δεν είχε υποβάλει αίτηση για άδεια διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος, έχει εφαρμογή η οδηγία [2003/109], εφόσον στο εν λόγω πρόσωπο έχει χορηγηθεί σε άλλο κράτος μέλος άδεια παραμονής υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος είναι επί μακρόν διαμένων;

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    2)

    Συνιστούν το άρθρο 12, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας [2003/109] απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς διατάξεις ώστε υπήκοος τρίτης χώρας να δικαιούται να τις επικαλεστεί έναντι κράτους μέλους;»

    31.

    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Φινλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

    IV. Ανάλυση

    32.

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109, δυνάμει του οποίου ο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει υπαχθεί στο καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε ένα πρώτο κράτος μέλος απολαύει, στο δεύτερο κράτος μέλος, της ενισχυμένης προστασίας από την απέλαση που προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, έχει εφαρμογή όταν ο εν λόγω υπήκοος έχει μεταβεί στο έδαφος του δεύτερου κράτους μέλους κατά παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του επιβλήθηκε για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας.

    33.

    Προτού προβώ στην ανάλυση του γράμματος του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109, καθώς και της οικονομίας και του σκοπού του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας, στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό, πρέπει, προκαταρκτικώς, να διευκρινιστούν τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των οδηγιών 2008/115 και 2003/109.

    Α.   Τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των οδηγιών 2008/115 και 2003/109

    34.

    Τόσο από τον τίτλο όσο και από το γράμμα του άρθρου 1 αυτής προκύπτει ότι η οδηγία 2008/115 θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

    35.

    Συναφώς, από το άρθρο της 2, παράγραφος 1, προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται «στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας» ( 12 ).

    36.

    Η έννοια της «παράνομης παραμονής» ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας 2008/115 ως η «παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του [κανονισμού 562/2006 ( 13 )] ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος». Στο μέτρο που υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος μεταβαίνει στο έδαφος κράτους μέλους παραβαίνοντας την απαγόρευση εισόδου σε αυτό που του έχει επιβληθεί βρίσκεται όντως επί του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους, θεωρείται, εξ αυτού και μόνον του λόγου, παρανόμως διαμένων σε αυτό, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 2, της ως άνω οδηγίας, και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής ( 14 ). Περαιτέρω, το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/115 καθορίζει τους κανόνες και τη διαδικασία που ισχύουν για την «[α]πόφαση επιστροφής», με την οποία ο υπήκοος καλείται, είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του είτε αναγκαστικά, να επιστρέψει, μεταξύ άλλων, στη χώρα καταγωγής του ( 15 ). Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ειδικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαθέτει έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος.

    37.

    Εντούτοις, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται «με την επιφύλαξη διατάξεως ευνοϊκότερης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο κοινοτικό κεκτημένο περί μετανάστευσης και ασύλου». Πράγματι, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, η οδηγία αυτή δεν αποβλέπει στην εναρμόνιση του συνόλου των σχετικών με τη διαμονή των αλλοδαπών κανόνων των κρατών μελών ( 16 ).

    38.

    Συναφώς, δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι κανόνες που θεσπίζει η οδηγία 2003/109 εμπίπτουν στο εν λόγω κεκτημένο και προβλέπουν ευνοϊκότερες διατάξεις υπέρ των επί μακρόν διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, παρέχοντας σε αυτούς ενισχυμένη προστασία έναντι της απέλασης, καθώς και διαδικασία επανεισδοχής μεταξύ κρατών μελών σε ορισμένες περιπτώσεις κινητικότητας εντός της Ένωσης. Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή στο εγχειρίδιο περί επιστροφής, η οδηγία αυτή αποτελεί lex specialis «που πρέπει να τηρ[είται] κατά προτεραιότητα στις περιπτώσεις που καλύπτονται ρητά από τ[ην] ανωτέρω οδηγί[α]» ( 17 ).

    39.

    Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής, κατά το οποίο η εν λόγω οδηγία «εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους». Ενόσω ο υπήκοος τρίτης χώρας απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε ένα κράτος μέλος, πράγμα το οποίο πιστοποιείται, εξάλλου, από τον σχετικό τίτλο διαμονής, και εφόσον το καθεστώς αυτό δεν έχει ανακληθεί επισήμως, ο υπήκοος αυτός διαμένει νομίμως στο έδαφος κράτους μέλους. Εν προκειμένω, ο EP εμπίπτει πράγματι στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και, ως εκ τούτου, πρέπει να απολαύει, στην Εσθονία, των δικαιωμάτων που απορρέουν από το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος τα οποία απαριθμούνται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα ενισχυμένης προστασίας από την απέλαση που προβλέπεται στο άρθρο 12 αυτής ( 18 ).

    40.

    Αντιθέτως, όσον αφορά τους όρους διαμονής του συγκεκριμένου υπηκόου σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που του χορήγησε το εν λόγω καθεστώς, αυτοί προβλέπονται στο κεφάλαιο III της οδηγίας 2003/109. Ωστόσο, κανένας από τους όρους αυτούς δεν αφορά περίπτωση όπως η επίμαχη, στην οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει επί μακρόν σε ένα πρώτο κράτος μέλος δεν διαθέτει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου μεταβαίνει κατά παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του έχει επιβληθεί για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας.

    41.

    Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται τόσο σε κατά γράμμα εξέταση του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109 όσο και σε συστημική, βάσει των συμφραζόμενων και τελολογική ανάλυση της οδηγίας αυτής.

    Β.   Το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109

    42.

    Το άρθρο 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109 διατυπώνει την αρχή ότι, «[μ]έχρις ότου αποκτήσει καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος ο υπήκοος [ ( 19 )] τρίτης χώρας και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης επανεισδοχής που προβλέπεται στην παράγραφο 2 [ ( 20 )], το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να λάβει την απόφαση να απομακρύνει τον υπήκοο τρίτης χώρας από το έδαφος της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 12 και δυνάμει των εγγυήσεων του εν λόγω άρθρου, για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας».

    43.

    Η χρήση του συνδέσμου «μέχρις ότου» στη φράση «[μ]έχρις ότου αποκτήσει καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος ο υπήκοος τρίτης χώρας» δεν καθιστά δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό του προσωπικού πεδίου εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109.

    44.

    Βεβαίως, η φράση αυτή μαρτυρεί τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε ένα πρώτο κράτος μέλος και ο οποίος αποκτά το καθεστώς αυτό στο δεύτερο κράτος μέλος ( 21 ). Εντούτοις, από τη φράση αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί το χρονικό σημείο από το οποίο ο εν λόγω υπήκοος μπορεί να τύχει της προστασίας αυτής στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους: αρκεί να είναι επί μακρόν διαμένων σε ένα πρώτο κράτος μέλος, τούτο δε ανεξαρτήτως της διάρκειας και του τρόπου διαμονής του στο έδαφος του άλλου κράτους μέλους, ή, αντιθέτως, απαιτείται να έχει υποβάλει στο τελευταίο αυτό κράτος αίτηση για τη χορήγηση τίτλου διαμονής ή να είναι δικαιούχος του τίτλου αυτού;

    45.

    Φρονώ ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό την έννοια αυτή.

    46.

    Πρώτον, στο ίδιο το γράμμα της εν λόγω διάταξης, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται στις υποχρεώσεις του «δεύτερου κράτους μέλους». Η συγκεκριμένη έννοια ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2003/119, ως «κάθε κράτος μέλος άλλο από εκείνο που χορήγησε για πρώτη φορά το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος σε υπήκοο τρίτης χώρας και στο οποίο ο εν λόγω επί μακρόν διαμένων ασκεί το δικαίωμα διαμονής του» ( 22 ). Η χρήση του ενεστώτα της οριστικής («ασκεί») και όχι της ευκτικής («θα ασκήσει») καταδεικνύει ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να ασκεί κατά τρόπο σύγχρονο το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του στο δεύτερο κράτος μέλος. Όπως προκύπτει δε από το άρθρο 14, παράγραφος 1, και την αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας αυτής, η άσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος διαμονής προϋποθέτει ότι ο υπήκοος αυτός πληροί τους όρους του κεφαλαίου III της εν λόγω οδηγίας ( 23 ).

    47.

    Δεύτερον, από το γράμμα του άρθρου 22, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/109 προκύπτει ότι η «απόφαση να απομακρύνει τον υπήκοο τρίτης χώρας από το έδαφος της Ένωσης» πρέπει να λαμβάνεται «σύμφωνα με το άρθρο 12 [της οδηγίας αυτής] και δυνάμει των εγγυήσεων του εν λόγω άρθρου, για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας». Τούτο συνεπάγεται ότι ο εν λόγω υπήκοος δεν μπορεί να απελαθεί παρά μόνον αν συνιστά ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας, ότι η απόφαση απέλασης δεν μπορεί να βασίζεται σε οικονομικούς λόγους και ότι οι αρμόδιες αρχές του δεύτερου κράτους μέλους είναι υποχρεωμένες, πριν να λάβουν τέτοια απόφαση, να λάβουν υπόψη τους τη διάρκεια της διαμονής του ενδιαφερομένου στο έδαφος του κράτους αυτού, την ηλικία του, τις επιπτώσεις της απέλασης για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και τα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και τους δεσμούς του με τη χώρα διαμονής ή την απουσία δεσμών με τη χώρα καταγωγής του ( 24 ). Κατά συνέπεια, η χορήγηση αυτού του επιπέδου σημαντικά ενισχυμένης προστασίας έναντι της απέλασης βασίζεται σε αντικειμενικούς δικαιολογητικούς λόγους που συνδέονται με το επίπεδο ένταξης του επί μακρόν διαμένοντος στο επίμαχο πρώτο κράτος μέλος, βάσει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος (άρθρο 12 της οδηγίας 2003/109), και στο δεύτερο κράτος μέλος, βάσει της άσκησης του παράγωγου δικαιώματος διαμονής που απορρέει από το καθεστώς στο οποίο έχει υπαχθεί (άρθρο 22 της εν λόγω οδηγίας). Επομένως, η προστασία αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στην περίπτωση επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος δεν διαθέτει τέτοιο παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου μεταβαίνει, λόγω απαγόρευσης εισόδου που του επιβλήθηκε για λόγους δημόσιας τάξης και δημοσίας ασφαλείας.

    48.

    Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την οικονομία και τον σκοπό των διατάξεων του κεφαλαίου III της οδηγίας 2003/109.

    Γ.   Η οικονομία και ο σκοπός του κεφαλαίου III της οδηγίας 2003/109

    49.

    Όπως προκύπτει από τον τίτλο του, το κεφάλαιο III της οδηγίας 2003/109 έχει ως σκοπό να καθορίσει τους όρους άσκησης του δικαιώματος διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος, σε κράτη μέλη άλλα από εκείνο που του χορήγησε το καθεστώς αυτό, τούτο δε προκειμένου να συμβάλει στην πραγματική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία όλων των προσώπων ( 25 ). Προβλέπει ένα σύστημα με πλείονες βαθμίδες όσον αφορά το δικαίωμα του υπηκόου αυτού εντός των άλλων κρατών μελών, το οποίο μπορεί να καταλήξει σε δικαίωμα μόνιμης διαμονής μέσω της χορήγησης του εν λόγω καθεστώτος σε ένα από τα κράτη αυτά.

    50.

    Το δικαίωμα διαμονής για περίοδο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες ( 26 ) το οποίο χορηγείται από το δεύτερο κράτος μέλος είναι δικαίωμα που απορρέει από το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος που αποκτήθηκε στο πρώτο κράτος μέλος. Επομένως, ακριβώς επειδή ένα πρώτο κράτος μέλος χορήγησε το εν λόγω καθεστώς στον ενδιαφερόμενο δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2003/109, ένα δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να υλοποιήσει αυτό το παράγωγο δικαίωμα διαμονής χορηγώντας του, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τίτλο διαμονής ( 27 ). Προς τούτο, ο επί μακρόν διαμένων πρέπει να υποβάλει αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, η οποία να πληροί τους όρους των άρθρων 16 έως 19 της ίδιας οδηγίας. Ένας από τους όρους αυτούς είναι ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν πρέπει να συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια ( 28 ). Μολονότι το άρθρο 20 της οδηγίας 2003/109 προβλέπει τις διαδικαστικές εγγυήσεις που πρέπει να παρέχονται στον επί μακρόν διαμένοντα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησής του για άδεια διαμονής, το άρθρο 21 της ίδιας οδηγίας προβλέπει, αντιθέτως, τη μεταχείριση που πρέπει να του επιφυλάσσεται στο δεύτερο αυτό κράτος μέλος σε περίπτωση που του χορηγηθεί η εν λόγω άδεια.

    51.

    Στη λογική των διατάξεων αυτών εντάσσεται το άρθρο 22 της οδηγίας 2003/109, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκληση της άδειας διαμονής και υποχρέωση επανεισδοχής». Η Επιτροπή επισημαίνει, στην έκθεσή της σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής, ότι το εν λόγω άρθρο ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το δεύτερο κράτος μέλος μπορεί να λάβει απόφαση απέλασης επί μακρόν διαμένοντος ο οποίος, στο εν λόγω κράτος μέλος, έχει άδεια διαμονής, αλλά δεν έχει ακόμη αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος ( 29 ) που προβλέπει το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας.

    52.

    Επομένως, το άρθρο 22 της οδηγίας 2003/109 αφορά προδήλως τον επί μακρόν διαμένοντα ο οποίος έχει κινήσει πραγματική διαδικασία ενσωμάτωσης στο δεύτερο κράτος μέλος ασκώντας το παράγωγο δικαίωμα διαμονής που αντλεί από το καθεστώς στο οποίο έχει υπαχθεί. Εξάλλου, σκοπός της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του εν λόγω δικαιώματος διαμονής, το οποίο απαιτεί από το δεύτερο κράτος μέλος να παρέχει στον εν λόγω υπήκοο ενισχυμένη προστασία έναντι της απέλασης σε περίπτωση που ο τελευταίος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια, αντίστοιχη εκείνης που απολαύει δυνάμει του καθεστώτος στο οποίο έχει υπαχθεί στο πρώτο κράτος μέλος.

    53.

    Ωστόσο, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, ο επί μακρόν διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει δικαίωμα εισόδου στο οικείο κράτος μέλος λόγω των εννόμων συνεπειών της απαγόρευσης εισόδου που του έχει επιβληθεί. Κατά μείζονα δε λόγο, δεν μπορεί να αποκτήσει παράγωγο δικαίωμα διαμονής στο συγκεκριμένο κράτος μέλος λόγω της απειλής που συνιστά για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια, τούτο δε σύμφωνα με το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/109. Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να τύχει του σημαντικά αυξημένου επιπέδου προστασίας από την απέλαση που προβλέπει το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

    54.

    Φρονώ ότι η ερμηνεία αυτή είναι σύμφωνη με τον σκοπό της οδηγίας 2003/109. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 6 και 12 της εν λόγω οδηγίας, το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος πρέπει να συνιστά ένα πραγματικό μέσο για την ενσωμάτωση του υπηκόου τρίτης χώρας στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί, ενσωμάτωση η οποία αποτελεί εξάλλου στοιχείο-κλειδί για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, θεμελιώδους στόχου της Ένωσης ( 30 ). Επιπλέον, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 18 της εν λόγω οδηγίας, το δικαίωμα διαμονής του οποίου απολαύουν οι επί μακρόν διαμένοντες σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο που τους χορήγησε το καθεστώς αυτό πρέπει να συμβάλλει στην πραγματική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίον εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

    55.

    Ωστόσο, είναι προφανές ότι, στην επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση, η χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος στον ενδιαφερόμενο από τις εσθονικές αρχές δεν μπορεί να του παράσχει τη δυνατότητα να επικαλεστεί έναντι των φινλανδικών αρχών το σημαντικά ενισχυμένο επίπεδο προστασίας από την απέλαση που προβλέπει το άρθρο 22, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, μολονότι μετέβη στο έδαφος της Φινλανδίας κατά κατάφωρη παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του επιβλήθηκε για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας, και, ως εκ τούτου, δεν έχει δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος. Εάν συνέβαινε αυτό, θα αγνοούνταν, αφενός, το σύστημα που θεσπίζει η οδηγία 2003/109, δυνάμει του οποίου ο υπήκοος τρίτης χώρας απολαύει δικαιωμάτων και πλεονεκτημάτων που εξαρτώνται από την ένταξή του στην κοινωνία τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου κράτους μέλους, και, αφετέρου, οι έννομες συνέπειες των αποφάσεων απαγόρευσης εισόδου που εκδίδουν τα κράτη μέλη.

    56.

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, εκτιμώ ότι το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109 έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, μολονότι απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε ένα πρώτο κράτος μέλος, δεν έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου μεταβαίνει κατά παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του έχει επιβληθεί για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας.

    57.

    Ο υπήκοος αυτός διατηρεί τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που αντλεί από την άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος που του έχει χορηγηθεί μεταβαίνοντας στη συνέχεια στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους.

    58.

    Επομένως, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο εν λόγω υπήκοος οφείλει να εφαρμόσει τη διαδικασία επιστροφής που προβλέπεται στην οδηγία 2008/115, ειδικότερα δε στο άρθρο 6, παράγραφος 2, αυτής.

    59.

    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 6 της ως άνω οδηγίας έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση των κανόνων και της διαδικασίας που εφαρμόζονται στις αποφάσεις επιστροφής υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας αφορά την ειδική περίπτωση κατά την οποία ο υπήκοος αυτός διαθέτει έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια παρέχουσα δικαίωμα διαμονής που έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος. Κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαμένει παρανόμως ο εν λόγω υπήκοος οφείλει να εκδώσει απόφαση επιστροφής μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος αρνείται να μεταβεί αμέσως στο κράτος μέλος που του χορήγησε τον τίτλο διαμονής ή όταν η άμεση αναχώρησή του απαιτείται για λόγους δημοσίας τάξης ή εθνικής ασφάλειας ( 31 ).

    V. Πρόταση

    60.

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Korkein hallinto-oikeus (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) ως εξής:

    Το άρθρο 22, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011,

    έχει την έννοια ότι:

    δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, μολονότι απολαύει του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος σε ένα πρώτο κράτος μέλος, δεν έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου μεταβαίνει κατά παράβαση απαγόρευσης εισόδου που του έχει επιβληθεί για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας·

    ο υπήκοος αυτός διατηρεί τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που αντλεί από την άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος που του έχει χορηγηθεί μεταβαίνοντας στη συνέχεια στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011 (ΕΕ 2011, L 132, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 2003/109).

    ( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).

    ( 4 ) Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στη λογική εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, E (C‑240/17, EU:C:2018:8), της οποίας τα πραγματικά περιστατικά είναι παρεμφερή δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας ήταν κάτοχος τίτλου διαμονής που είχε εκδοθεί στην Ισπανία και εξακολουθούσε να ισχύει κατά τον χρόνο που οι φινλανδικές αρχές εξέδωσαν εις βάρος του απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου στον χώρο Σένγκεν.

    ( 5 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2022, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες [COM(2022) 650 final].

    ( 6 ) Η Επιτροπή υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αναδιατύπωση της οδηγίας 2003/109 «θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών που θεσπίστηκαν με την [οδηγία 2008/115]» (αιτιολογική σκέψη 21), προτείνοντας επομένως να γίνει ρητή αναφορά στην τελευταία αυτή οδηγία, πράγμα που θα καθιστούσε δυνατή την καλύτερη διάκριση μεταξύ του πεδίου εφαρμογής καθενός από τα δύο αυτά νομοθετήματα.

    ( 7 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1).

    ( 8 ) Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, οι εσθονικές αρχές όφειλαν να διαβουλευθούν με τις φινλανδικές αρχές προκειμένου να λάβουν υπόψη τα συμφέροντά τους πριν από τη χορήγηση του επίμαχου καθεστώτος.

    ( 9 ) Με την απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, E (C‑240/17, EU:C:2018:8, σκέψη 46), το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας, κάτοχος τίτλου διαμονής χορηγηθέντος από κράτος μέλος, διαμένει παρανόμως στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, πρέπει να του επιτραπεί να αναχωρήσει για το κράτος μέλος το οποίο του χορήγησε τον τίτλο διαμονής αντί να υποχρεωθεί άνευ άλλου να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, εκτός αν τούτο επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, για λόγους δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας.

    ( 10 ) Σύμβαση της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19).

    ( 11 ) Βλ., επίσης, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, E (C‑240/17, EU:C:2018:8, σκέψη 58).

    ( 12 ) Μολονότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής έναν παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μεταξύ των λόγων αυτών δεν περιλαμβάνεται η κατοχή έγκυρου τίτλου διαμονής σε άλλο κράτος μέλος.

    ( 13 ) Βλ. υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων.

    ( 14 ) Βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2016, Affum (C‑47/15, EU:C:2016:408, σκέψη 48).

    ( 15 ) Βλ. άρθρο 3, σημεία 3 και 4, της οδηγίας 2008/115.

    ( 16 ) Βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, K.A. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) (C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 17 ) Βλ. σημείο 5.8 του εν λόγω εγχειριδίου περί επιστροφής, το οποίο περιλαμβάνεται στο παράρτημα της σύστασης (ΕΕ) 2017/2338 της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2017, για την καθιέρωση κοινού «εγχειριδίου περί επιστροφής» προς χρήση από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κατά την εκτέλεση σχετικών με την επιστροφή καθηκόντων (ΕΕ 2017, L 339, σ. 83). Όπως προκύπτει από το σημείο 2 της σύστασης αυτής, το εν λόγω εγχειρίδιο αποτελεί βασικό εργαλείο για τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση καθηκόντων σχετικά με την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

    ( 18 ) Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2003/109.

    ( 19 ) Η υπογράμμιση δική μου. Η απόδοση της διάταξης αυτής στη γαλλική γλώσσα χρησιμοποιεί τη φράση «résident de pays tiers» (κάτοικος τρίτης χώρας), μολονότι στο άρθρο 22, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας γίνεται αναφορά στον «ressortissant d’un pays tiers» (υπήκοο τρίτης χώρας). Οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις χρησιμοποιούν μία και την αυτή φράση σε καθεμία από τις δύο αυτές παραγράφους, όπως η ισπανική («el nacional de un tercer país»), η γερμανική («Drittstaatsangehörige»), η αγγλική («the third-country national»), η ιταλική («il cittadino di un paese terzo») ή ακόμη η σλοβενική («državljan tretje države»).

    ( 20 ) Η Επιτροπή τόνισε, στην έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όσον αφορά την εφαρμογή της [οδηγίας 2003/109], της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 [COM(2011) 585 final], ότι «η οδηγία [2008/115] είχε αντίκτυπο στο άρθρο 22 παράγραφοι 2 και 3, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους και διαθέτουν έγκυρο τίτλο διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής και έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, υποχρεούνται να μεταβαίνουν αμέσως στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους. Μόνον σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του υπηκόου τρίτης χώρας με την απαίτηση αυτή μπορεί το κράτος μέλος να εκδώσει απόφαση επιστροφής» (σημείο 3.9).

    ( 21 ) Ο τελευταίος απολαύει της προστασίας που συνδέεται με το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2003/109.

    ( 22 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 23 ) Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Stadt Frankfurt am Main και Stadt Offenbach am Main (Ανανέωση άδειας διαμονής στο δεύτερο κράτος μέλος) (C‑829/21 και C‑129/22, EU:C:2023:244, σημεία 40 και 41) και απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, Stadt Frankfurt am Main και Stadt Offenbach am Main (Ανανέωση άδεια διαμονής στο δεύτερο κράτος μέλος) (C‑829/21 και C‑129/22, EU:C:2023:525, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 24 ) Βλ. απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κ.λπ. (Ανάκληση του δικαιώματος διαμονής Τούρκου εργαζομένου) (C‑402/21, EU:C:2023:77, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 25 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας αυτής.

    ( 26 ) Βλ. άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109.

    ( 27 ) Βλ. προτάσεις μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Stadt Frankfurt am Main και Stadt Offenbach am Main (Ανανέωση άδειας διαμονής στο δεύτερο κράτος μέλος) (C‑829/21 και C‑129/22, EU:C:2023:244, σημεία 40 και 41) και απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, Stadt Frankfurt am Main και Stadt Offenbach am Main (Ανανέωση άδεια διαμονής στο δεύτερο κράτος μέλος) (C‑829/21 και C‑129/22, EU:C:2023:525, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 28 ) Όπως υπογραμμίζει ο νομοθέτης της Ένωσης στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2003/109, το κράτος μέλος στο οποίο ο επί μακρόν διαμένων προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμα διαμονής πρέπει να μπορεί να εξακριβώνει ότι το οικείο πρόσωπο πληροί τους όρους που προβλέπονται για τη διαμονή στην επικράτειά του και ότι δεν αποτελεί απειλή κατά της δημόσιας τάξης, της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας.

    ( 29 ) Βλ. έκθεση που μνημονεύεται στην υποσημείωση 20 των παρουσών προτάσεων, σημείο 3.9.

    ( 30 ) Από την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2003/109 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ζητεί από το δεύτερο κράτος μέλος να εξασφαλίσει στον επί μακρόν διαμένοντα την ίδια μεταχείριση με αυτήν που του παρέχεται στο πρώτο κράτος μέλος, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παράγωγου αυτού δικαιώματος διαμονής. Βλ., επίσης, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, P και S (C‑579/13, EU:C:2015:369, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 31 ) Πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, E (C‑240/17, EU:C:2018:8, σκέψη 45), και διάταξη της 26ης Απριλίου 2023, Migrationsverket (C‑629/22, EU:C:2023:365, σκέψεις 20, 22 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    Top