This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62022CC0437
Opinion of Advocate General Pitruzzella delivered on 26 October 2023.#R.M. and E.M. v Eesti Vabariik (Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet).#Request for a preliminary ruling from the Riigikohus.#Reference for a preliminary ruling – Agriculture – Common agricultural policy – Support for rural development by the European Agricultural Fund for Rural Development (EAFRD) – Protection of the financial interests of the European Union – Regulation (EC, Euratom) No 2988/95 – Article 7 – Administrative measures and penalties – Regulation No 1306/2013 – Articles 54 and 56 – Delegated Regulation (EU) No 640/2014 – Article 35 – Recovery of sums unduly paid to persons who have taken part in the irregularity – Concept of ‘beneficiary’.#Case C-437/22.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella της 26ης Οκτωβρίου 2023.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella της 26ης Οκτωβρίου 2023.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:818
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
GIOVANNI PITRUZZELLA
της 26ης Οκτωβρίου 2023 ( 1 )
Υπόθεση C‑437/22
R.M.,
E.M.
παρισταμένης της:
Eesti Vabariik (Δημοκρατίας της Εσθονίας, εκπροσωπούμενης από την Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet)
[αίτηση του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Εσθονία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Ενισχύσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διοικητικά μέτρα και κυρώσεις – Απάτη διαπραχθείσα από εκπροσώπους εταιρίας περιορισμένης ευθύνης – Ανάκτηση αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών»
1. |
Ένδικη διαδικασία σε κράτος μέλος περατώνεται με την αμετάκλητη κρίση ότι οι εκπρόσωποι κεφαλαιουχικής εταιρίας υπέβαλαν ψευδή στοιχεία με σκοπό τη χορήγηση γεωργικής ενισχύσεως, την οποία και έλαβε η εταιρία. Κατά τη διάρκεια της εθνικής ένδικης διαδικασίας, η εταιρία έπαυσε να υφίσταται, τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της μεταβιβάστηκαν σε άλλη εταιρία, στερούμενη επαρκών πόρων. Μπορεί το κράτος μέλος να ζητήσει την επιστροφή των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών απευθείας από τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι νόμιμοι εκπρόσωποι και εταίροι της εταιρίας δικαιούχου της ενισχύσεως (και της διαδόχου εταιρίας) και τα οποία διέπραξαν απάτες που διαπιστώθηκαν αμετακλήτως; |
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 2988/95 ( 2 )
2. |
Η τέταρτη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95 έχουν ως εξής: «[…] η αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων απαιτεί την καθιέρωση ενός κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις κοινοτικές πολιτικές. […] τα είδη συμπεριφοράς που στοιχειοθετούν παρατυπίες καθώς και τα αντίστοιχα διοικητικά μέσα και κυρώσεις προβλέπονται σε τομεακούς κανόνες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.» |
3. |
Το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής: «1. Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεσπίζονται γενικοί κανόνες σχετικά με ομοιογενείς ελέγχους, καθώς και με διοικητικά μέτρα και κυρώσεις για τις παρατυπίες βάσει του κοινοτικού δικαίου. 2. Παρατυπία συνιστά κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας, είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη.» |
4. |
Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Οι έλεγχοι και τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις θεσπίζονται μόνον εφόσον απαιτούνται για την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική, σύμμετρη και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων. […] 3. Οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου προσδιορίζουν τη φύση και την έκταση των διοικητικών μέτρων και κυρώσεων που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή των συγκεκριμένων κανόνων ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα της παρατυπίας, του παρασχεθέντος πλεονεκτήματος ή του αποκτηθέντος οφέλους και του βαθμού ευθύνης. 4. Με την επιφύλαξη του εφαρμοστέου κοινοτικού δικαίου, οι διαδικασίες εφαρμογής των κοινοτικών ελέγχων, μέτρων και κυρώσεων διέπονται από το δίκαιο των κρατών μελών.» |
5. |
Το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής: «1. Κάθε παρατυπία συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους:
[…] 4. Τα μέτρα του παρόντος άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις.» |
6. |
Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95: «Οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες μπορούν να επισύρουν τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις: […]». |
7. |
Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα: «Τα κοινοτικά διοικητικά μέτρα και κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται στους οικονομικούς φορείς που προβλέπονται στο άρθρο 1, δηλαδή στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και στις λοιπές οντότητες, στις οποίες το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει ικανότητα δικαίου, τα οποία διέπραξαν την παρατυπία. Επικουρικώς, τα εν λόγω μέτρα μπορούν να επιβάλλονται και στα πρόσωπα που έχουν συμπράξει στην πραγμάτωση της παρατυπίας καθώς και σε εκείνα που φέρουν την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλαν να αποτρέψουν τη διάπραξή της.» |
Ο κανονισμός 1306/2013 ( 3 )
8. |
Η αιτιολογική σκέψη 39 του κανονισμού 1306/2013 έχει ως εξής: «Για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του προϋπολογισμού της ΕΕ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να βεβαιώνονται για την πραγματική και ορθή εκτέλεση των συναλλαγών που χρηματοδοτούνται από τα ταμεία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να προλαμβάνουν, να ανιχνεύουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά κάθε παρατυπία ή μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που διαπράττεται από τους δικαιούχους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 του Συμβουλίου. Σε περιπτώσεις παράβασης της τομεακής γεωργικής νομοθεσίας, εφόσον δεν προβλέπονται σε νομοθετικές και μη νομοθετικές πράξεις της Ένωσης λεπτομερείς κανόνες για διοικητικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αποτρεπτικές και αναλογικές εθνικές κυρώσεις.» |
9. |
Το άρθρο 54 του κανονισμού 1306/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κοινές διατάξεις», προβλέπει τα εξής: «1. Για κάθε αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό […] ως επακόλουθο παρατυπίας ή αμέλειας, τα κράτη μέλη ζητούν ανάκτηση από τον δικαιούχο εντός 18 μηνών αφότου εγκριθεί και, κατά περίπτωση, παραληφθεί από τον οργανισμό πληρωμών ή τον αρμόδιο για την ανάκτηση φορέα, έκθεση ελέγχου ή ανάλογο έγγραφο όπου διαπιστώνεται ότι έχει διαπραχθεί παρατυπία. Τα αντίστοιχα ποσά καταγράφονται κατά τη στιγμή της αίτησης ανάκτησης στο βιβλίο οφειλετών του οργανισμού πληρωμών. […] 3. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μη συνεχίσουν τη διαδικασία ανάκτησης. Μια τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: […]
[…]» |
10. |
Το άρθρο 56 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικές διατάξεις για το ΕΓΤΑΑ», ορίζει στο πρώτο εδάφιο τα ακόλουθα: «Σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπίας ή αμέλειας στις πράξεις ή στα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, τα κράτη μέλη επιβάλλουν δημοσιονομικές προσαρμογές ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της αντίστοιχης ενωσιακής χρηματοδότησης. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα των παρατυπιών που διαπιστώνονται καθώς και το επίπεδο της οικονομικής ζημίας που υφίσταται το ΕΓΤΑΑ.» |
11. |
Το άρθρο 58 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης», ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν, στο πλαίσιο της ΚΓΠ, όλες τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις και λαμβάνουν όλα τα άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, και ιδίως για τα εξής: […]
[…]» |
Ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 640/2014 ( 4 )
12. |
Το άρθρο 35, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μη συμμόρφωση προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας εκτός από το μέγεθος της έκτασης ή τον αριθμό των ζώων, τις δεσμεύσεις ή τις λοιπές υποχρεώσεις», προβλέπει στην παράγραφο 6 τα εξής: «Στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι ο δικαιούχος δηλώνει ψευδή στοιχεία προκειμένου να λάβει ενίσχυση ή δεν δηλώνει τα απαραίτητα στοιχεία λόγω αμελείας, η στήριξη δεν καταβάλλεται ή ανακτάται εξ ολοκλήρου. Επιπλέον, ο δικαιούχος αποκλείεται από το ίδιο μέτρο ή είδος δράσης για το ημερολογιακό έτος της διαπίστωσης καθώς και για το επόμενο.» |
Β. Το εσθονικό δίκαιο
13. |
Κατά το άρθρο 381, παράγραφος 2, του kriminaalmenetluse seadustik (εσθονικού κώδικα ποινικής δικονομίας), δημόσια αρχή δύναται, στο πλαίσιο ποινικής δίκης, να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για την αναγνώριση απαιτήσεως δημοσίου δικαίου, εάν η γενεσιουργός αιτία της εν λόγω οφειλής στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στα ίδια ουσιαστικά στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούν την αξιόποινη πράξη που αποτελεί αντικείμενο της ποινικής δίκης. |
14. |
Κατά το άρθρο 111 του Euroopa Liidu ühise põllumajanduspoliitika rakendamise seadus (νόμου περί εφαρμογής της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Ανάκτηση της επιδότησης»: «1) Εάν, μετά την εκταμίευση της επιδοτήσεως, διαπιστωθεί ότι, λόγω παρατυπίας ή αμέλειας, το σχετικό χρηματικό ποσό έχει καταβληθεί αχρεωστήτως, ιδίως δε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό για τον οποίο χορηγήθηκε, η επιδότηση ανακτάται εν όλω ή εν μέρει από τον δικαιούχο της επιδοτήσεως, ιδίως από τον δικαιούχο που έχει επιλεγεί στο πλαίσιο διαδικασίας επιλογής, υπό τις προϋποθέσεις και βάσει των προθεσμιών που προβλέπονται στους κανονισμούς (ΕΕ) 1303/2013 και 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ή σε λοιπούς συναφείς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. […]» |
II. Το ιστορικό της διαφοράς
15. |
Με απόφαση του Viru Maakohus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Viru, Εσθονία) της 15ης Μαρτίου 2021, ο R.M. καταδικάστηκε για απάτη σχετικά με επιδοτήσεις την οποία διέπραξε σε τρεις περιπτώσεις. Ειδικότερα, ως εκπρόσωπος της εταιρίας X OÜ (στο εξής: X), υπέβαλε εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία στην Põllumajanduse Registrite ja Informatsiooni Amet (Υπηρεσία αρμόδια για την τήρηση γεωργικού μητρώου και την παροχή πληροφοριών, Εσθονία, στο εξής: PRIA). Βάσει των στοιχείων αυτών, κατά τα έτη 2013 έως 2017 η PRIA κατέβαλε αδικαιολογήτως στη X γεωργικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 143737,38 ευρώ, χρηματοδοτούμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε δύο από τις τρεις ανωτέρω περιπτώσεις που αφορούσαν απάτη σχετικά με ενισχύσεις καταδικάστηκε, πλην του R.M., και η Ε. Μ. ως συναυτουργός. |
16. |
Συγχρόνως, το Viru Maakohus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Viru) έκανε δεκτή την παράσταση πολιτικής αγωγής της ζημιωθείσας, ήτοι της Δημοκρατίας της Εσθονίας (εκπροσωπούμενης από την PRIA), και καταδίκασε τους κατηγορουμένους να επιστρέψουν τα ποσά των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στη Χ αδικαιολογήτως, συνεπεία της απάτης, ως εξής: ο R.M. ποσό 87340 ευρώ, ο δε R M. και η E.M., ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το υπόλοιπο ποσό ύψους 56397,38 ευρώ. |
17. |
Κατά το Viru Maakohus (πρωτοβάθμιο δικαστήριο Viru), οσάκις μετά την εκταμίευση της ενίσχυσης διαπιστωθεί ότι, λόγω παρατυπίας ή αμέλειας, η ενίσχυση έχει καταβληθεί αδικαιολογήτως, τότε αυτή ανακτάται εν όλω ή εν μέρει, επιστρεφόμενη από τον δικαιούχο κατά το άρθρο 111, παράγραφος 1, του νόμου περί εφαρμογής της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους και εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στους ισχύοντες κανονισμούς της Ένωσης. |
18. |
Συνεπώς, κατά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ζημιωθείσα έχει δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν αδικαιολογήτως στη Χ και από τον R.M. και την E.M. |
19. |
Οι συνήγοροι των R.M. και E.M. άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως του Viru Maakohus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Viru), βάλλοντας τόσο κατά της ποινικής καταδίκης των κατηγορουμένων όσο και κατά του μέρους της αποφάσεως με το οποίο έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής. |
20. |
Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2021, το Tartu Ringkonnakohus (εφετείο Tartu, Εσθονία) επικύρωσε την απόφαση του Viru Maakohus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Viru). Το εφετείο συντάχθηκε με την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την οποία η Χ έλαβε τη χρηματοδότηση μέσω απάτης, δεδομένου ότι δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της περί υποβολής στοιχείων, αλλά προσκόμισε πλαστά έγγραφα. |
21. |
Το εφετείο συντάχθηκε επίσης με την κρίση του Viru Maakohus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Viru) κατά την οποία, βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 2988/95, η ζημιωθείσα έχει δικαίωμα να ζητήσει και από τους R.M. και E.M. την επιστροφή της χρηματοδότησης που καταβλήθηκε αδικαιολογήτως στη Χ. |
22. |
Οι συνήγοροι των R.M. και E.M. άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως του εφετείου, βάλλοντας τόσο κατά της ποινικής καταδίκης των κατηγορουμένων όσο και κατά του ότι έγινε δεκτή η παράσταση πολιτικής αγωγής. |
23. |
Στις 20 Μαΐου 2022 το ποινικό τμήμα του Riigikohus (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Εσθονία) αποφάνθηκε εν μέρει επί της ποινικής υπόθεσης, επικυρώνοντας τις αποφάσεις του Tartu Ringkonnakohus (εφετείου Tartu) και του Viru Maakohus (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Viru), μεταξύ άλλων, κατά το μέρος των αποφάσεων που αφορούσε την κήρυξη της ενοχής και την καταδίκη των R.M. και E.M. για την προμνησθείσα σχετική με ενισχύσεις απάτη που είχαν διαπράξει. |
24. |
Ως εκ τούτου, οι καταδίκες και οι ποινές των κατηγορουμένων κατέστησαν αμετάκλητες. Με την ίδια απόφαση, το Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να συνεχίσει την αναιρετική διαδικασία και να αποφανθεί εν συνεχεία με χωριστή απόφαση επί της καταδίκης του R.M. να καταβάλει ποσό 87340,00 ευρώ και της καταδίκης των R.M. και E.M., ως αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλετών, να καταβάλουν ποσό 56397,38 ευρώ στο Δημόσιο ως αποζημίωση για την αδικαιολογήτως καταβληθείσα στη Χ ενίσχυση. |
25. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
III. Ανάλυση
26. |
Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, η παρούσα νομική ανάλυση θα επικεντρωθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. |
27. |
Παρατηρώ ότι μπορεί να παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον αυτό θα καταστεί άνευ αντικειμένου σε περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως προτείνω. |
28. |
Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 54 και το άρθρο 56, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1306/2013, καθώς και το άρθρο 35, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 640/2014, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού 2988/95, έχουν την έννοια ότι μπορεί να ζητηθεί να επιστρέψουν χρηματοδότηση χορηγηθείσα από το ΕΓΤΑΑ που καταβλήθηκε αδικαιολογήτως λόγω παρατυπίας όχι μόνον ο δικαιούχος της εν λόγω ενίσχυσης, αλλά και τα πρόσωπα τα οποία, μολονότι δεν μπορούν να θεωρηθούν τυπικώς δικαιούχοι, συνέπραξαν στην πραγμάτωση της παρατυπίας που είχε ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη καταβολή της χρηματοδότησης. |
Α. Γενικές παρατηρήσεις
29. |
Η κοινή γεωργική πολιτική αποτελεί αντικείμενο επιμερισμένης διαχείρισης μεταξύ των κρατών μελών και της Ένωσης, τα δε κονδύλια της Ένωσης καταβάλλονται στους τελικούς δικαιούχους μέσω των κρατών μελών. Το κράτος μέλος οφείλει να προστατεύει αποτελεσματικά τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, διασφαλίζοντας ότι, με τα κονδύλια της Ένωσης, χρηματοδοτούνται μόνον παρεμβάσεις οι οποίες είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και την ανάκτηση αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη βρίσκονται σε καλύτερη θέση για να ανακτούν τα αδικαιολογήτως, λόγω παρατυπιών ή αμέλειας, καταβληθέντα ποσά και για να καθορίζουν τα καταλληλότερα προς τούτο μέτρα. Επομένως, απόκειται ειδικότερα στις εθνικές αρχές να επιλέγουν τα μέσα που εκτιμούν ότι είναι καταλληλότερα για την ανάκτηση των επίμαχων ποσών. Οι ως άνω διατάξεις αποτελούν, όσον αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής, έκφραση της γενικής υποχρέωσης επιμέλειας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβαίνουν στην ανάκτηση και να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου οι παρατυπίες να αίρονται εγκαίρως ( 5 ). Η τήρηση των διαδικασιών και των προθεσμιών που ισχύουν για την ανάκτηση βάσει του εθνικού δικαίου συνιστά αναγκαία ελάχιστη υποχρέωση, αλλά δεν αρκεί για να αποδείξει την επιμέλεια του κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 ( 6 ). |
30. |
Από το προεκτεθέν γενικό νομοθετικό πλαίσιο προκύπτει ότι η ανάκτηση των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών συνιστά ειδική υποχρέωση των κρατών μελών, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. |
31. |
Όπως ορθώς παρατήρησε η Δανική Κυβέρνηση με το υπόμνημα παρεμβάσεως ( 7 ), πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως σημαντικό ζήτημα σε σχέση με την ικανότητα των κρατών μελών να διενεργούν αποτελεσματικούς ελέγχους όσον αφορά τον σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα των ενισχύσεων στον τομέα της γεωργίας: το ζήτημα που οδήγησε στην υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων εν προκειμένω –ήτοι το γεγονός ότι η οντότητα η οποία έλαβε την ενίσχυση και η οποία είναι, επομένως, από νομικής απόψεως, «δικαιούχος της ενίσχυσης» (η εταιρία X), είτε δεν υφίσταται πλέον από νομικής απόψεως είτε δεν διαθέτει επαρκείς πόρους για να επιστρέψει τα επίμαχα ποσά– εγείρεται συχνά όταν οι εθνικές αρχές καλούνται να αξιώσουν την επιστροφή γεωργικών ενισχύσεων οι οποίες καταβλήθηκαν κατά παράβαση της νομοθεσίας. Η αποτελεσματική εφαρμογή της υποχρέωσης ανάκτησης των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν κατά παράβαση της νομοθεσίας προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη είναι σε θέση να κινήσουν τις σχετικές διαδικασίες όχι μόνον έναντι των άμεσων δικαιούχων, αλλά και έναντι των εκπροσώπων των [ενδιαφερόμενων] επιχειρήσεων –στο μέτρο που συνέπραξαν στην πραγμάτωση της παρατυπίας– ή των πραγματικών δικαιούχων τους. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης: ένα σύστημα το οποίο θα επέτρεπε τέτοιες καταστάσεις, λόγω τυπολατρικής ερμηνείας, θα έθετε σοβαρά σε κίνδυνο τη δυνατότητα ανάκτησης αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών και θα ενθάρρυνε τις παράνομες συμπεριφορές. |
32. |
Το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει το προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο μνημονεύοντας επίσης το ενδεχόμενο άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ο συνδυασμός των οποίων θα μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση για την ανάκτηση της αδικαιολογήτως καταβληθείσας χρηματοδότησης από τα φυσικά πρόσωπα που διέπραξαν την απάτη. |
33. |
Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής κατά την οποία το ζήτημα δεν είναι αν το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 έχει άμεσο αποτέλεσμα, αλλά αν το εν λόγω άρθρο, σε συνδυασμό με τις τομεακές διατάξεις, αρκεί αφ’ εαυτού για να ζητηθεί να επιστρέψουν τη χρηματοδότηση τα φυσικά πρόσωπα τα οποία αποτελούν τους εκπροσώπους της δικαιούχου εταιρίας και των οποίων η συμπεριφορά προκάλεσε τις παρατυπίες. Τούτο δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε μεν τομεακούς κανόνες που προβλέπουν την επιστροφή, πλην όμως δεν καθόρισε τις προϋποθέσεις της εφαρμογής τους στη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, το δε δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπιστώθηκε η παρατυπία δεν προβλέπει ρητώς την επιβολή διοικητικού μέτρου στην εν λόγω κατηγορία προσώπων. |
34. |
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, τα νομικά ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι τα εξής: α) η σχέση μεταξύ του κανονισμού 2988/95 και των τομεακών κανονισμών (ειδικότερα για να εξακριβωθεί αν οι γενικοί κανόνες που καθορίζονται με τον κανονισμό 2988/95 σε σχέση με τα διοικητικά μέτρα και τα πρόσωπα από τα οποία μπορούν να ανακτηθούν οι αδικαιολογήτως καταβληθείσες χρηματοδοτήσεις ισχύουν και σε ειδικούς τομείς στους οποίους η σχετική νομοθεσία δεν περιέχει εκ νέου τους εν λόγω κανόνες και ελλείψει εθνικής νομοθεσίας για την εφαρμογή των συγκεκριμένων κανόνων)· β) οι διαφορετικές αρχές (και η διαφορετική νομική ρύθμιση) που έχουν εφαρμογή στις κυρώσεις και στα διοικητικά μέτρα (και, επομένως, η μη εφαρμογή των αρχών που έχει διατυπώσει το Δικαστήριο σε ορισμένες προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν κυρώσεις)· γ) ο καθορισμός του νομικού καθεστώτος των αυτουργών των παράνομων πράξεων. |
Β. Το προδικαστικό ερώτημα
35. |
Ο κανονισμός 2988/95 περιέχει πλείονες διατάξεις γενικού χαρακτήρα με τις οποίες θεσπίζονται κανόνες που σκοπούν την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. |
36. |
Ο εν λόγω κανονισμός ρυθμίζει κάθε περίπτωση η οποία ενέχει παρατυπία, ήτοι παράβαση διάταξης του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενη σε πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο προϋπολογισμός ( 8 ). |
37. |
Σκοπός του κανονισμού 2988/95 είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε όλους τους τομείς και η καθιέρωση κοινού νομικού πλαισίου σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις πολιτικές της Ένωσης ( 9 ). |
38. |
Κατά την αιτιολογική σκέψη 5, οι τομεακοί κανόνες όσον αφορά τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τον κανονισμό 2988/95. Στο ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική σκέψη 39 του κανονισμού 1306/2013 επισημαίνεται ότι, καθόσον τα κράτη μέλη πρέπει να προλαμβάνουν, να ανιχνεύουν και να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά κάθε παρατυπία ή μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που διαπράττεται από τους δικαιούχους, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο κανονισμός 2988/95. |
39. |
Η νομολογία του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) επιβεβαιώνει επίσης ότι, στον τομέα του ελέγχου των παρατυπιών που διαπράττονται στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, ο κοινοτικός νομοθέτης έθεσε, με τον κανονισμό 2988/95, ορισμένες γενικές αρχές και απαίτησε όπως όλοι οι κανονισμοί που διέπουν τους επιμέρους τομείς είναι σύμφωνοι προς τις αρχές αυτές ( 10 ) |
40. |
Επομένως, ο κανονισμός 2988/95 είναι γενικός κανονισμός ο οποίος, μολονότι δεν αντιτίθεται στη θέσπιση ειδικών ή τομεακών κανόνων σε διάφορους τομείς δραστηριότητας της Ένωσης, επιτάσσει οι εν λόγω κανόνες να ερμηνεύονται σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο που καθορίζει. |
41. |
Οι γενικές αρχές με τις οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες οι τομεακές διατάξεις προβλέπονται, στην υπό κρίση υπόθεση, πέραν του προμνησθέντος άρθρου 1, στο άρθρο 4 και στο άρθρο 7. |
42. |
Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2988/95 προβλέπει ότι κάθε παρατυπία «συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους» με την υποχρέωση επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών. |
43. |
Από γραμματικής απόψεως, είναι πρόδηλο ότι ο όρος «συνεπάγεται», ακόμη και συνοδευόμενος από την παρενθετική φράση «κατά γενικό κανόνα», δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης ή διακριτικής ευχέρειας: νοείται σαφώς ότι, σε περίπτωση παρατυπίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να προβαίνουν σε ανάκτηση, κατ’ εφαρμογήν της προμνησθείσας υποχρέωσης επιμέλειας, πλην των περιπτώσεων στις οποίες τούτο δεν είναι δυνατό. Παράδειγμα παρεκκλίσεως διαπιστώνεται στην τομεακή νομοθεσία και ειδικότερα στο άρθρο 54, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1306/2013 ( 11 ) (στο οποίο θα επανέλθω εν συνεχεία σε σχέση με τη διαρθρωτική διάκριση μεταξύ κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων). |
44. |
Το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 ορίζει ότι τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται όχι μόνον στους οικονομικούς φορείς που προβλέπονται στο άρθρο 1, δηλαδή στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα καθώς και στις λοιπές οντότητες στις οποίες το εθνικό δίκαιο αναγνωρίζει ικανότητα δικαίου, αλλά και στα πρόσωπα που έχουν συμπράξει στην πραγμάτωση της παρατυπίας καθώς και σε εκείνα που φέρουν την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλαν να αποτρέψουν τη διάπραξή της. |
45. |
Επομένως, το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 καθορίζει το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της ανάκτησης, ήτοι το σύνολο των προσώπων από τα οποία μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να ζητηθεί να επιστρέψουν το αδικαιολογήτως καταβληθέν ποσό. Το εν λόγω άρθρο επιβεβαιώνει την ουσιοκεντρική προσέγγιση των διατάξεων του κανονισμού, σύμφωνα με τους σκοπούς του. Η προσέγγιση αυτή πρέπει να τείνει, τουλάχιστον όσον αφορά το μέτρο της ανάκτησης, να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα αποτελεσματικής εφαρμογής της υποχρέωσης επιμέλειας που υπέχουν, επιτρέποντάς τους να ανακτούν τα ποσά από τα πρόσωπα που διέπραξαν συγκεκριμένα την παρατυπία, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο καταστρατηγήσεων οι οποίες είναι, πράγματι, υπέρμετρα ευχερείς. |
46. |
Επιπλέον, από συστηματικής απόψεως, το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 συνδέεται με το άρθρο του 4, παράγραφος 1, και έχει καθοριστική σημασία για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, η οποία ορίζει, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, ότι κάθε παρατυπία συνεπάγεται την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους με την υποχρέωση επιστροφής των αδικαιολογήτως εισπραχθέντων ποσών. |
47. |
Τα άρθρα 54 και 56 του κανονισμού 1306/2013 και το άρθρο 35 του κανονισμού 640/2014 δεν περιέχουν εκ νέου τέτοιες διατάξεις ούτε σχετικά με την υποχρέωση ανάκτησης ούτε σχετικά με τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνεται η αξίωση επιστροφής. Στις εν λόγω διατάξεις μνημονεύονται μόνον οι «δικαιούχοι», οι οποίοι είναι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έλαβαν τη χρηματοδότηση. |
48. |
Οι ως άνω λόγοι είναι αυτοί που προκαλούν τις αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο, παρά την πεποίθηση ότι η ανάκτηση πρέπει να αφορά οπωσδήποτε τα πρόσωπα τα οποία με διαδοχικές πράξεις (σύσταση της εταιρίας, λήψη της χρηματοδότησης με ψευδή στοιχεία, λύση της εταιρίας, σύσταση άλλης εταιρίας προδήλως στερούμενης επαρκών οικονομικών πόρων) προκάλεσαν την αδικαιολόγητη καταβολή ενισχύσεως εκ μέρους της Ένωσης, διερωτάται αν, ελλείψει ειδικών κανόνων στους τομεακούς κανονισμούς και στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, οι διατάξεις των άρθρων 4 και 7 του κανονισμού 2988/95 επαρκούν για να αποτελέσουν την κατάλληλη νομική βάση για την ανάκτηση. |
49. |
Οι αμφιβολίες απορρέουν πρωτίστως από το γεγονός ότι, με την απόφαση SGS Belgium κ.λπ. ( 12 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός 2988/95 δεν επαρκεί αφ’ εαυτού ώστε να αποτελέσει κατάλληλη νομική βάση για την επιβολή κυρώσεων κατά την έννοια του άρθρου 5 του ίδιου κανονισμού. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων κανονισμού, ενδέχεται να είναι απαραίτητη η λήψη εκτελεστικών μέτρων από τα κράτη μέλη ή από τον νομοθέτη της Ένωσης (σκέψη 33) και ότι τούτο ισχύει επίσης όσον αφορά τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται στα πρόσωπα που προσδιορίζονται στον κανονισμό 2988/95 (σκέψη 34). Ως εκ τούτου, για την επιβολή κύρωσης είναι αναγκαίο η τομεακή νομοθεσία της ΕΕ ή, ελλείψει τέτοιας νομοθεσίας, η εθνική νομοθεσία να προβλέπει την επιβολή διοικητικής κύρωσης στα συγκεκριμένα πρόσωπα (σκέψεις 43 έως 62). Τούτο ισχύει προκειμένου να τηρείται η αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» ( 13 ). |
50. |
Εντούτοις, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου μπορούν να διασκεδαστούν καταδεικνυομένης της διαρθρωτικής διαφοράς μεταξύ διοικητικών μέτρων και κυρώσεων, καθώς και μέσω της γραμματικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. |
51. |
Η γραμματική ερμηνεία θα αρκούσε για να καταδειχθεί η σαφής διαφορά μεταξύ κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων όπως η ανάκτηση των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών: το άρθρο 4 του κανονισμού 2988/95, το οποίο αφορά τα διοικητικά μέτρα, ορίζει ότι κάθε παρατυπία«συνεπάγεται», κατά γενικό κανόνα, την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους· το άρθρο 5 του ίδιου κανονισμού, το οποίο αφορά τις κυρώσεις, ορίζει ότι οι εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπίες «μπορούν να επισύρουν» τις διοικητικές κυρώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια της διάταξης. Είναι σαφές ότι ο νομοθέτης προέβη σε διαφορετική επιλογή σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές: η ανάκτηση των ποσών, εκτός ρητών εξαιρέσεων, συνεπάγεται την αυτόματη αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες ή διευκρινίσεις ( 14 ). Η επιβολή κυρώσεων είναι ενδεχόμενη («μπορούν να επισύρουν»), καθότι εξαρτάται από τη διαπίστωση του υποκειμενικού στοιχείου (πρόθεση ή αμέλεια), η εκτίμηση του οποίου απαιτεί την ύπαρξη κριτηρίων εφαρμογής, όπως και η επιλογή μεταξύ των διαφόρων μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού 2988/95 απαιτεί την ύπαρξη κριτηρίων εφαρμογής και, επομένως, καταλείπει κάποιο περιθώριο εκτίμησης κατά την εφαρμογή της. |
52. |
Καμία από τις ανωτέρω παρατηρήσεις δεν ισχύει για το διοικητικό μέτρο της ανάκτησης (και της συναφούς αίτησης επιστροφής της χρηματοδότησης), το οποίο δεν απαιτεί οποιαδήποτε διευκρίνιση ή ενέργεια εφαρμογής, ούτε καταλείπει περιθώριο εκτίμησης: η διαπίστωση της παρατυπίας συνεπάγεται την υποχρέωση ανάκτησης των ποσών από τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην παρατυπία και προσδιορίζονται με σαφή και συγκεκριμένο τρόπο στο άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 ( 15 ). Κατ’ αρχάς, είναι πρόδηλο ότι η αίτηση επιστροφής απευθύνεται στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ευθύνεται άμεσα για την παρατυπία (τον δικαιούχο, από τυπικής απόψεως)· εάν τούτο δεν είναι δυνατό, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, η αίτηση επιστροφής απευθύνεται στα πρόσωπα που συνέπραξαν στην πραγμάτωση της παρατυπίας ή σε εκείνα που φέρουν την ευθύνη για την παρατυπία ή όφειλαν να αποτρέψουν τη διάπραξή της. |
53. |
Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2988/95 είναι σαφές: «τα μέτρα του [εν λόγω] άρθρου δεν θεωρούνται κυρώσεις». |
54. |
Η ανωτέρω προσέγγιση επιρρωννύεται από τη συστηματική ερμηνεία: όπως ορθώς επισήμανε η Δανική Κυβέρνηση, και οι διατάξεις του προμνησθέντος άρθρου 54, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1306/2013 θα καθίσταντο άνευ αντικειμένου αν δεν είχαν την έννοια ότι πρόσωπα διαφορετικά από τον άμεσο δικαιούχο μπορούν να ευθύνονται για την παρατυπία και, επομένως, να υποχρεωθούν να επιστρέψουν τα ποσά. |
55. |
Ορίζοντας ότι «[κ]αμία διοικητική κύρωση δεν απαγγέλλεται εάν δεν προβλέπεται από κοινοτική πράξη προγενέστερη της παρατυπίας», το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95 επιβεβαιώνει όσα συνάγονται από τις αρχές και, συγκεκριμένα, ότι για την επιβολή κυρώσεων (ποινικών ή διοικητικών που έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα) πρέπει να τηρείται αυστηρά η αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» ( 16 ). Το γεγονός ότι τα διοικητικά μέτρα δεν μνημονεύονται στη συγκεκριμένη διάταξη επιβεβαιώνει ότι, ως προς αυτά, εφαρμογή έχουν μόνον η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, εκτιμώ ότι τηρείται απολύτως με την προτεινόμενη ερμηνεία, δεδομένου ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 2988/95 καθορίζει σαφώς τις συνέπειες της διαπίστωσης της παρατυπίας χρηματοδότησης προερχόμενης από τον προϋπολογισμό της Ένωσης: το κράτος μέλος υποχρεούται να προβεί στην ανάκτηση των ποσών από τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην πραγμάτωση της παρατυπίας. Όσον αφορά την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν χωρεί επίκλησή της σε περίπτωση παντελούς έλλειψης καλής πίστης και, κατά μείζονα λόγο, σε περίπτωση συμπεριφορών που αποσκοπούσαν να δώσουν ψευδή εικόνα της πραγματικότητας και να αποτρέψουν τις σχετικές συνέπειες. |
56. |
Όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή ( 17 ), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ακόμη και ελλείψει διάταξης στην τομεακή ή την εθνική νομοθεσία προβλέπουσας την επιβολή κύρωσης, η εθνική αρχή οφείλει να εφαρμόσει διοικητικό μέτρο, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 2988/95, συνιστάμενο στην απαίτηση επιστροφής όλων των αδικαιολογήτως καταβληθεισών ενισχύσεων, υπό την προϋπόθεση, την οποία πρέπει να εξακριβώσει το εθνικό δικαστήριο, ότι οι εν λόγω ενισχύσεις χορηγήθηκαν αδικαιολογήτως ( 18 ). |
57. |
Όσον αφορά τους σκοπούς, αρκεί να επαναλάβω τα προεκτεθέντα στις γενικές παρατηρήσεις των παρουσών προτάσεων: πρωταρχικής σημασίας σκοπός του κανονισμού 2988/95 είναι η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε σε επιτευχθεί σε περίπτωση που μια τυπολατρική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης θα καθιστούσε εξαιρετικά δυσχερή για τα κράτη μέλη την ανάκτηση των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών, οσάκις διαπιστώνεται ότι τα πρόσωπα που διέπραξαν παρατυπίες είχαν επιδείξει παράνομες συμπεριφορές. |
58. |
Ως εκ τούτου, είναι πρόδηλο ότι οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση SGS Belgium κ.λπ. δεν έχουν εφαρμογή σε περίπτωση στην οποία πρέπει απλώς και μόνον να ανακτηθούν τα αδικαιολογήτως καταβληθέντα ποσά. Το γεγονός ότι τα πρόσωπα δεν είναι άμεσοι δικαιούχοι δεν ασκεί επιρροή ως προς το συγκεκριμένο συμπέρασμα, καθόσον η συνδυαστική ερμηνεία των διατάξεων που μνημόνευσε το αιτούν δικαστήριο συνιστά κατάλληλη νομική βάση για την ανάκτηση των αδικαιολογήτως καταβληθέντων ποσών. |
59. |
Τέλος, θα επισημάνω ένα διαδικαστικό ζήτημα, το οποίο έθεσαν οι αναιρεσείοντες της κύριας δίκης, ήτοι την υποχρέωση της εθνικής κυβέρνησης να ζητήσει την επιστροφή των αδικαιολογήτως χορηγηθέντων ποσών πρώτα από τη νεοσύστατη εταιρία, μολονότι δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι πρόκειται περί αμιγώς τυπικού ζητήματος: συγκεκριμένα, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει πραγματική αδυναμία της νεοσύστατης εταιρίας των αναιρεσειόντων της κύριας δίκης να καταβάλει την υψηλή οφειλή, φρονώ ότι είναι άσκοπη η κοινοποίηση αίτησης επιστροφής η οποία δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανάκτηση. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει την ύπαρξη τυχόν διαδικασιών και κανόνων στο εθνικό δίκαιο που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ εταίρων, διαχειριστών και εταιριών. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επαναλαμβάνω ότι, στο δίκαιο της Ένωσης, τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην πραγμάτωση της παρατυπίας ευθύνονται jure propre για την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν αδικαιολογήτως ως γεωργικές ενισχύσεις, εφόσον διαπιστωθεί η αδυναμία ανάκτησης της χρηματοδότησης από τον δικαιούχο, κατά την τυπική έννοια του όρου. |
60. |
Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει επίσης αν, βάσει του εθνικού δικαίου, τα ως άνω πρόσωπα μπορούν να χαρακτηριστούν ως «πρόσωπα που έχουν συμπράξει στην πραγμάτωση της παρατυπίας» ή πρόσωπα «που φέρουν την ευθύνη για την παρατυπία» ή που «όφειλαν να αποτρέψουν τη διάπραξή της». |
61. |
Τυχόν διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 7 του κανονισμού 2988/95, σε συνδυασμό με τις τομεακές διατάξεις, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την απαλλαγή από την ευθύνη του πραγματικού αυτουργού της απάτης και θα υπονόμευε σοβαρά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Επιπλέον, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, απάτες διαπράττουν τα φυσικά πρόσωπα, όχι οι νομικές οντότητες ( 19 ). |
IV. Πρόταση
62. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα ως εξής: «Τα άρθρα 4 και 7 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου σε συνδυασμό με τα άρθρα 54 και 56 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 και το άρθρο 35, παράγραφος 6, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 640/2014 της Επιτροπής έχουν την έννοια ότι: Ο συνδυασμός των ως άνω διατάξεων συνιστά νομική βάση προκειμένου να ζητηθεί να επιστρέψουν τις χρηματοδοτήσεις οι οποίες χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και οι οποίες ελήφθησαν μέσω απάτης οι εκπρόσωποι του δικαιούχου νομικού προσώπου που υπέβαλαν εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία με σκοπό τη λήψη της εν λόγω χρηματοδότησης. Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν η δικαιούχος εταιρία ή η εταιρία που τη διαδέχθηκε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της είναι σε θέση να επιστρέψει την αδικαιολογήτως χορηγηθείσα χρηματοδότηση και, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, αν το πρόσωπο από το οποίο ζητείται να επιστρέψει τη χρηματοδότηση θεωρείται “πρόσωπο που συνέπραξε στην πραγμάτωση της παρατυπίας”, “πρόσωπο που φέρει ευθύνη για την παρατυπία” ή “πρόσωπο που όφειλε να αποτρέψει τη διάπραξη της παρατυπίας”.» |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.
( 2 ) Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1995, L 312, σ. 1).
( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549).
( 4 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά το ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου και τους όρους απόρριψης ή ανάκτησης πληρωμών καθώς και τις διοικητικές κυρώσεις που εφαρμόζονται στις άμεσες ενισχύσεις, τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης και την πολλαπλή συμμόρφωση (ΕΕ 2014, L 181, σ. 48).
( 5 ) Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 4.
( 6 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Πορτογαλία κατά Επιτροπής (T‑292/18, EU:T:2020:18, σκέψεις 60 έως 67).
( 7 ) Υπόμνημα παρεμβάσεως της Δανικής Κυβέρνησης, σημεία 7 έως 14.
( 8 ) Άρθρο 1 του κανονισμού 2988/95.
( 9 ) Αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 του κανονισμού 2988/95.
( 10 ) Βλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου2008, Jager (C‑420/06, EU:C:2008:152, σκέψη 61).
( 11 ) Διάταξη κατά την οποία, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μη συνεχίσουν τη διαδικασία ανάκτησης, εάν η ανάκτηση είναι αδύνατη λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη ή των προσώπων που φέρουν τη νομική ευθύνη για την παρατυπία, αφερεγγυότητα η οποία έχει διαπιστωθεί και αναγνωριστεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.
( 12 ) Βλ. απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2010, SGS Belgium κ.λπ. (C‑367/09, EU:C:2010:648).
( 13 ) Όπως υπενθυμίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της (σημείο 32), με τις προτάσεις της στην υπόθεση SGS Belgium κ.λπ., η γενική εισαγγελέας J. Kokott αντιπαραβάλλει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται στον κανονισμό 2988/95 και τους κανόνες του ποινικού δικαίου, ειδικότερα δε τις απαιτήσεις περί σαφήνειας και ακρίβειας, όταν η εφαρμογή τους στα πρόσωπα που μνημονεύονται στο άρθρο 7, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95 απόκειται στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών διοικητικών αρχών. Από τις εν λόγω αρχές η γενική εισαγγελέας συνάγει ότι, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ποινική ευθύνη ενός προσώπου, η διατύπωση των κρίσιμων διατάξεων πρέπει να παρέχει στο εν λόγω πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωρίζει τις πράξεις ή τις παραλείψεις για τις οποίες είναι δυνατόν να του επιβληθεί κύρωση. Η γενική εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο εκτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 7, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95 πρέπει να προσδιοριστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης ή, κατ’ εξουσιοδότησή του, από το κράτος μέλος, ώστε να υφίσταται άμεσα εφαρμοστέα κύρωση· βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση SGS Belgium κ.λπ. (C‑367/09, EU:C:2010:440, σημεία 70 έως 72).
( 14 ) Εξαιρουμένων, βεβαίως, των λεπτομερών όρων της ανάκτησης, οι οποίες, όπως εξυπακούεται, καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.
( 15 ) Όσον αφορά την έλλειψη διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών, βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, FranceAgriMer (C‑670/11, EU:C:2012:807, σκέψη 66): η εκ μέρους του κράτους μέλους καθ’ οιονδήποτε τρόπο άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς του ως προς τη σκοπιμότητα να απαιτεί ή όχι την απόδοση των αδικαιολογήτως ή παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων δεν συμβιβάζεται με τις υποχρεώσεις των εθνικών διοικητικών αρχών να ανακτούν, σύμφωνα με την ισχύουσα στους συγκεκριμένους τομείς ρύθμιση της Ένωσης, τις αδικαιολογήτως ή παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις.
( 16 ) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και ελλείψει ρητής νομικής βάσης στην τομεακή νομοθεσία ή στο εθνικό δίκαιο, η υποχρέωση επιστροφής οφέλους το οποίο αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω παράνομης πρακτικής δεν παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας· βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, FranceAgriMer (C‑670/11, EU:C:2012:807, σκέψη 65).
( 17 ) Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 34.
( 18 ) Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, FranceAgriMer (C‑670/11, EU:C:2012:807, σκέψη 72).
( 19 ) Γραπτές παρατηρήσεις της Επιτροπής, σημείο 41.