EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0134

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe της 30ής Μαρτίου 2023.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:268

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PRIIT PIKAMÄE

της 30ής Μαρτίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑134/22

MO

κατά

SM ενεργούντος υπό την ιδιότητα του συνδίκου πτωχεύσεως της G GmbH

[αίτηση του Bundesarbeitsgericht
(Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων – Ρόλος της αρμόδιας δημόσιας αρχής – Υποχρέωση του εργοδότη να διαβιβάσει στην εν λόγω αρχή αντίγραφο των στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων – Σκοπός της εν λόγω υποχρεώσεως – Συνέπειες που επισύρει η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής»

I. Εισαγωγή

1.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβληθείσα στο Δικαστήριο από το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59/ΕΚ ( 2 ). Ειδικότερα, το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να διευκρινίσει την έκταση της υποχρεώσεως του προτιθέμενου να προβεί σε ομαδικές απολύσεις εργοδότη να ενημερώνει την αρμόδια δημόσια αρχή κατά τη διαδικασία ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

2.

Στην υπό κρίση υπόθεση, κρίσιμες είναι οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 4 και 6 της οδηγίας 98/59.

Β.   Το γερμανικό δίκαιο

3.

Το άρθρο 134 του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) ορίζει τα εξής:

«Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη εκτός εάν ο νόμος άλλως ορίζει.»

4.

Το άρθρο 17 του Kündigungsschutzgesetz (νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις), όπως τροποποιήθηκε πλέον προσφάτως με τον νόμο της 17ης Ιουλίου 2017 (BGBl. 2017 I, σ. 2509), προβλέπει τα εξής:

«(1)   Ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί σε κοινοποίηση στον δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως πριν απολύσει:

[…]

2. στις επιχειρήσεις που απασχολούν κατά κανόνα τουλάχιστον 60 και λιγότερους από 500 εργαζομένους, το 10 % των κατά κανόνα απασχολούμενων εργαζομένων ή περισσότερους από 25 εργαζομένους·

[…]

εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερολογιακών ημερών. Με τις απολύσεις εξομοιώνονται άλλες μορφές λύσεως της συμβάσεως εργασίας η οποία επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη.

(2)   Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε απολύσεις που υπόκεινται σε κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, υποχρεούται να παράσχει εγκαίρως στο συμβούλιο εργαζομένων της επιχειρήσεως όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και ιδίως να το ενημερώσει εγγράφως για τα εξής:

1. τους λόγους για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις·

2. τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των προς απόλυση εργαζομένων·

3. τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των κατά κανόνα απασχολούμενων εργαζομένων·

4. την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις·

5. τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων και

6. τα προβλεπόμενα κριτήρια για τον υπολογισμό ενδεχόμενων αποζημιώσεων.

[…]

(3)   Ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάσει συγχρόνως στον οργανισμό απασχολήσεως αντίγραφο της ανακοινώσεως προς το συμβούλιο εργαζομένων της επιχειρήσεως· το έγγραφο αυτό πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 2, πρώτη περίοδος, σημεία 1 έως 5. Η κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να γίνεται εγγράφως και να περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις του συμβουλίου εργαζομένων επί των απολύσεων. Αν δεν διατυπωθούν παρατηρήσεις από το συμβούλιο εργαζομένων, η κοινοποίηση είναι έγκυρη εφόσον ο εργοδότης καταδείξει ότι ενημέρωσε το συμβούλιο εργαζομένων δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την υποβολή της κοινοποιήσεως σύμφωνα με την παράγραφο 2, πρώτη περίοδος, και εκθέσει την πρόοδο των διαβουλεύσεων. Η κοινοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία αναφορικά με το όνομα του εργοδότη, την έδρα και το είδος της επιχειρήσεως, καθώς και τους λόγους για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των προς απόλυση και των κατά κανόνα απασχολούμενων εργαζομένων, την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις και τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων. Στην κοινοποίηση πρέπει, περαιτέρω, να περιλαμβάνονται, σε συμφωνία με το συμβούλιο εργαζομένων προς τον σκοπό της τοποθετήσεως του εργατικού δυναμικού, στοιχεία για το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα και την υπηκοότητα των προς απόλυση εργαζομένων. Ο εργοδότης οφείλει να διαβιβάσει στο συμβούλιο εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως. Το συμβούλιο εργαζομένων δύναται να υποβάλει στον οργανισμό απασχολήσεως περαιτέρω παρατηρήσεις. Το εν λόγω συμβούλιο οφείλει να διαβιβάσει αντίγραφο των παρατηρήσεών του στον εργοδότη.

[…]»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

5.

Ο MO εργαζόταν στην G Gmbh από το 1981. Με απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2019 το πτωχευτικό δικαστήριο κίνησε κατά της εν λόγω εταιρίας διαδικασία αφερεγγυότητας. Ο SM ορίστηκε σύνδικος πτωχεύσεως και, υπό την ιδιότητα αυτή, ασκούσε καθήκοντα εργοδότη.

6.

Στις 17 Ιανουαρίου 2020 αποφασίστηκε η παύση της εμπορικής δραστηριότητας της G με ισχύ από τις 30 Απριλίου 2020, ενώ προγραμματίστηκε για το χρονικό διάστημα από τις 28 έως τις 31 Ιανουαρίου 2020 η απόλυση άνω του 10 % των 195 εργαζομένων που απασχολούσε η εταιρία.

7.

Στις 17 Ιανουαρίου 2020 κινήθηκε και η διαδικασία διαβουλεύσεως με το συμβούλιο εργαζομένων της επιχειρήσεως, το οποίο εκπροσωπεί τους εργαζομένους. Στο πλαίσιο αυτό, ανακοινώθηκαν εγγράφως στο συμβούλιο εργαζομένων οι πληροφορίες που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 98/59, οι διατάξεις του οποίου μεταφέρθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις.

8.

Αντιθέτως, δεν διαβιβάστηκε στην αρμόδια δημόσια αρχή, ήτοι στον Agentur für Arbeit Osnabrück (δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως του Osnabrück, Γερμανία), αντίγραφο της γραπτής ανακοινώσεως προς το συμβούλιο εργαζομένων, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του ως άνω νόμου, με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της προμνησθείσας οδηγίας.

9.

Με τις παρατηρήσεις του της 22ας Ιανουαρίου 2020, το συμβούλιο εργαζομένων δήλωσε ότι δεν διέβλεπε καμιά δυνατότητα αποφυγής των σχεδιαζόμενων απολύσεων.

10.

Στις 23 Ιανουαρίου 2020 το σχέδιο ομαδικών απολύσεων διαβιβάσθηκε στον δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως του Osnabrück. Με έγγραφο της 28ης Ιανουαρίου 2020 η σύμβαση εργασίας του MO καταγγέλθηκε με ισχύ από τις 30 Απριλίου του ίδιου έτους.

11.

Ο ΜΟ άσκησε αγωγή ενώπιον του δικαστηρίου εργατικών διαφορών, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η σχέση εργασίας δεν λύθηκε με την απόλυσή του. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η διαβίβαση στον δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως της γραπτής ανακοινώσεως ορισμένων πληροφοριών προς το συμβούλιο εργαζομένων αποτελούσε προϋπόθεση για το κύρος της απολύσεως.

12.

Καθόσον η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και σε δεύτερο βαθμό, ο MO άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών).

13.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω δικαστήριο αποφάσισε στις 27 Ιανουαρίου 2022 να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Ποιος είναι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, κατά το οποίο ο εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων τα οποία μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v[, της εν λόγω παραγράφου 3];»

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

14.

Παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

V. Νομική ανάλυση

Α.   Εισαγωγικές παρατηρήσεις

15.

Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, καθόσον η διάταξη αυτή επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση να διαβιβάζει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων τα οποία μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β', σημεία i έως v, της εν λόγω παραγράφου 3 ( 3 ).

16.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρυθμίσεως στην οδηγία 98/59, εναπόκειται στα κράτη μέλη να επιλέξουν την επιβλητέα κύρωση σε περίπτωση μη τηρήσεως της εν λόγω υποχρεώσεως. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει εάν η παράβαση της εν λόγω υποχρεώσεως πρέπει, κατά το γερμανικό δίκαιο, να συνεπάγεται την ακυρότητα της απολύσεως. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, μεταξύ άλλων, ότι μια τέτοια ακυρότητα θα επερχόταν εάν γινόταν δεκτό ότι οι διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις, το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, αποτελούν απαγορευτική διάταξη νόμου κατά την έννοια του άρθρου 134 του BGB.

17.

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, προκειμένου να κριθεί εάν μπορεί να γίνει δεκτός ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, πρέπει να προσδιοριστεί η φύση του σκοπού που επιδιώκεται με τις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις και, συνακολούθως, ο σκοπός που επιδιώκεται με τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το τελευταίο αυτό άρθρο, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του, παρέχει ατομική προστασία στους εργαζομένους τους οποίους αφορούν οι ομαδικές απολύσεις.

18.

Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι το αιτούν δικαστήριο, επιδιώκοντας την αποσαφήνιση του σκοπού του συγκεκριμένου άρθρου, ζητεί να διευκρινιστεί πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο αυτό προκειμένου να προσδιοριστούν οι έννομες συνέπειες που το εθνικό δίκαιο πρέπει να προσδίδει στην παράβαση της επιβαλλόμενης με το εν λόγω άρθρο υποχρεώσεως.

19.

Υπό το πρίσμα του ερωτήματος αυτού, φρονώ ότι, προκειμένου να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί εν πλήρη επιγνώσει, είναι αναγκαίο όχι μόνο να εξετασθεί ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, αλλά περαιτέρω να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο που έχει θεσπίσει το δίκαιο της Ένωσης προς διασφάλιση της τηρήσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό υποχρεώσεως και, κατά συνέπεια, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν οι εθνικές αρχές για τον καθορισμό της επιβλητέας κυρώσεως σε περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως.

Β.   Επί του σκοπού του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59

20.

Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η γραμματική και μόνον ανάλυση του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, καθόσον η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς την υποχρέωση διαβιβάσεως στη δημόσια αρχή ορισμένων στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων, δεν καθιστά δυνατή, αφ’ εαυτής, την κατανόηση του αντικειμένου και του σκοπού της διατάξεως. Τούτου δοθέντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 4 ).

21.

Επομένως, σύμφωνα με την ερμηνευτική αυτή μέθοδο, φρονώ ότι είναι αναγκαίο να περιγραφούν οι σκοποί που επιδιώκει κατ’ ουσίαν η οδηγία 98/59 και να εξετασθούν οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον εργοδότη για την επίτευξη των σκοπών αυτών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας.

1. Επί των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 98/59

22.

Ως προς το ζήτημα αυτό, από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 98/59 προκύπτει ότι σκοπός της οδηγίας είναι η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων ( 5 ). Ειδικότερα, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 7 της οδηγίας, αντικείμενο της προσεγγίσεως των νομοθεσιών αποτελούν, ιδίως, οι διαφορές που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ των ισχυουσών στα κράτη μέλη ρυθμίσεων όσον αφορά τα μέτρα που μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των συνεπειών των ομαδικών απολύσεων ( 6 ).

23.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας, οι διαφορές μεταξύ των επιπέδων προστασίας που παρέχουν οι εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά τις ομαδικές απολύσεις δύνανται να έχουν άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επομένως, οι κανόνες προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 98/59 αποσκοπούν επίσης στην εξομοίωση των επιβαρύνσεων που συνεπάγονται οι εν λόγω κανόνες για τις επιχειρήσεις της Ένωσης ( 7 ). Υπό την έννοια αυτή, η οδηγία συμβάλλει στη διασφάλιση του θεμιτού ανταγωνισμού μειώνοντας τον κίνδυνο να επιλέξει ένας εργοδότης να επωφεληθεί από την ύπαρξη λιγότερο προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας σε ορισμένα κράτη μέλη.

24.

Τούτου λεχθέντος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η οδηγία 98/59 προβαίνει σε μερική μόνον εναρμόνιση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων και αφορά μόνον τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση τέτοιων απολύσεων. Επομένως, η εν λόγω οδηγία δεν αποσκοπεί στη θέσπιση μηχανισμού γενικής οικονομικής αποκατάστασης σε περίπτωση απώλειας θέσεων εργασίας ( 8 ). Παράλληλα, το άρθρο 5 της οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους ( 9 ).

25.

Βασικός στόχος της οδηγίας 98/59 είναι, ειδικότερα, να πραγματοποιούνται οι ομαδικές απολύσεις κατόπιν διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ενημερώσεως της αρμόδιας δημόσιας αρχής ( 10 ). Συνεπώς, η εν λόγω οδηγία προβλέπει για τον εργοδότη δύο συμπληρωματικές δέσμες υποχρεώσεων διαδικαστικής φύσεως. Αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας, ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώνει και να διαβουλεύεται με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και να της διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που μνημονεύονται στις διατάξεις αυτές.

2. Επί της υποχρεώσεως ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων

26.

Όσον αφορά την πρώτη από τις υποχρεώσεις αυτές, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59 προκύπτει ότι η διαβούλευση αποσκοπεί πρωτίστως στην αποφυγή των ομαδικών απολύσεων ή, εφόσον αυτό δεν είναι δυνατό, στη μείωση της εκτάσεώς τους ( 11 ). Μόνο σε περίπτωση που οι απολύσεις είναι αναπόφευκτες θα πρέπει οι διαβουλεύσεις να κατευθύνονται προς τη χρήση συνοδευτικών κοινωνικών μέτρων με σκοπό ιδίως τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυμένων εργαζομένων.

27.

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 επιβάλλει υποχρέωση διαπραγματεύσεως ( 12 ). Συγκεκριμένα, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς ότι οι διαβουλεύσεις πρέπει να διεξάγονται με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, οι δε εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να είναι σε θέση να διατυπώνουν εποικοδομητικές προτάσεις βάσει των πληροφοριών που οφείλει να τους παρέχει ο εργοδότης. Προς τούτο, η οδηγία διευκρινίζει τόσο το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να διεξάγεται η διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων όσο και το περιεχόμενο των πληροφοριών που πρέπει να τους ανακοινώνονται.

28.

Πρώτον, η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, να κινείται μόλις ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Επομένως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων γεννάται πριν από την απόφαση για την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ( 13 ), η δε γένεση της υποχρεώσεως αυτής συνδέεται με την ύπαρξη προθέσεως του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις ( 14 ). Ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τις συμβάσεις εργασίας μόνο μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας, δηλαδή αφού τηρήσει τις υποχρεώσεις του άρθρου 2 της οδηγίας ( 15 ).

29.

Δεύτερον, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59, ο εργοδότης οφείλει να παρέχει εγκαίρως στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και, εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό και τις κατηγορίες των προς απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων, την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις και τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν.

30.

Με άλλα λόγια, η πληρότητα των πληροφοριών αυτών καθώς και ο χρόνος ανακοινώσεώς τους στους εκπροσώπους των εργαζομένων πρέπει να καθιστούν δυνατό να έχουν οι τελευταίοι στη διάθεσή τους τα κρίσιμα στοιχεία που θα τους επιτρέψουν να είναι επαρκώς ενημερωμένοι ώστε να συμμετάσχουν αποτελεσματικά στον διάλογο με τον εργοδότη και, εφόσον καταστεί εφικτό, να καταλήξουν σε συμφωνία μαζί του.

3. Επί της υποχρεώσεως ενημερώσεως της αρμόδιας δημόσιας αρχής

31.

Όσον αφορά την προβλεπόμενη στην οδηγία 98/59 υποχρέωση ενημερώσεως της αρμόδιας δημόσιας αρχής, επισημαίνεται ότι η οδηγία δεν περιορίζεται απλώς στην πρόβλεψη, στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ότι ο εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή ορισμένα στοιχεία της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ο εργοδότης υπέχει την υποχρέωση να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της ( 16 ), οι δύο αυτές υποχρεώσεις εντάσσονται σε δύο διαδικαστικά στάδια τα οποία έχουν διαφορετικό χρονοδιάγραμμα ( 17 ). Ενώ η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59 πρέπει να εκπληρώνεται όταν ο εργοδότης προτίθεται απλώς να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις και προβαίνει προς τούτο σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, η υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας ισχύει όταν ο εργοδότης έχει καταρτίσει το σχέδιό του ομαδικών απολύσεων, εντάσσεται δε στη διαδικασία απολύσεως αυτήν καθεαυτήν ( 18 ).

32.

Από το άρθρο 3, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 προκύπτει ότι η κοινοποίηση της σχεδιαζόμενης απολύσεως πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2 της οδηγίας, ιδίως δε τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων και την περίοδο εντός της οποίας πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.

33.

Βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της εν λόγω υποχρεώσεως περί κοινοποιήσεως, προβλέποντας, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, ότι οι ομαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή ισχύουν το νωρίτερο τριάντα ημέρες από την κοινοποίηση αυτή ( 19 ). Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν από την κοινοποίηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων στην εν λόγω δημόσια αρχή ( 20 ).

34.

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59 αποσαφηνίζει τον σκοπό που επιδιώκεται με την υποχρέωση κοινοποιήσεως του σχεδίου απολύσεων, καθόσον απαιτεί κατ’ ουσίαν από την αρμόδια δημόσια αρχή να αξιοποιήσει την ελάχιστη αυτή προθεσμία των τριάντα ημερών προκειμένου να αναζητήσει λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις απολύσεις. Συναφώς, φρονώ ότι η φύση της διερευνήσεως στην οποία πρέπει να προβεί η εν λόγω αρχή είναι δυνατόν να προσδιοριστεί βάσει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, η οποία, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, αφορά τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ενδεχόμενες ομαδικές απολύσεις σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο και κοινωνικό περιβάλλον ( 21 ). Κατά συνέπεια, η υποχρέωση περί κοινοποιήσεως του σχεδίου ομαδικών απολύσεων στη δημόσια αρχή πρέπει να παρέχει στην τελευταία τη δυνατότητα να διερευνήσει, βάσει του συνόλου των πληροφοριών που της διαβίβασε ο εργοδότης, κατά πόσον είναι δυνατό να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες των εν λόγω απολύσεων με μέτρα προσαρμοσμένα στα δεδομένα της αγοράς εργασίας και της οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο των οποίων εντάσσονται οι ομαδικές απολύσεις.

35.

Η προεκτεθείσα ανάλυση καθιστά δυνατή, κατά τη γνώμη μου, την αποσαφήνιση του σκοπού των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59.

36.

Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι η υποχρέωση περί διαβιβάσεως στην αρμόδια δημόσια αρχή ορισμένων στοιχείων της ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων, όπως προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο, εξυπηρετεί σκοπό ανάλογο προς εκείνον της υποχρεώσεως περί κοινοποιήσεως του σχεδίου απολύσεων που επιβάλλει το άρθρο 3 της οδηγίας. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι πληροφορίες που ανακοινώνει ο εργοδότης αφορούν κυρίως τους λόγους του σχεδίου απολύσεων, την έκταση των απολύσεων και την περίοδο εντός της οποίας πρόκειται να πραγματοποιηθούν απολύσεις. Φρονώ ότι οι εν λόγω πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ομαδικών απολύσεων παρέχουν τη δυνατότητα στη δημόσια αρχή να αξιολογήσει τις συνέπειες που επιφέρουν οι απολύσεις και να προβεί στον σχεδιασμό των κατάλληλων μέτρων. Είναι βεβαίως αληθές ότι τα στοιχεία αυτά ανακοινώνονται στη δημόσια αρχή σε χρόνο κατά τον οποίο απλώς εξετάζεται το ενδεχόμενο των ομαδικών απολύσεων και ο εργοδότης εκκινεί διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι, ήδη σε αυτό το στάδιο, οι απολύσεις μπορεί να είναι πολύ πιθανές ή ακόμη και αναπόφευκτες, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η έγκαιρη ενημέρωση της δημόσιας αρχής δύναται να της παράσχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει την παρέμβασή της πριν από την κοινοποίηση του σχεδίου απολύσεων.

37.

Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται, εξάλλου, από την ανάλυση των προπαρασκευαστικών εργασιών της οδηγίας 75/129/ΕΟΚ ( 22 ), το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οποίας προέβλεπε κατ’ ουσίαν μια παρεμφερή υποχρέωση περί διαβιβάσεως στην αρμόδια δημόσια αρχή της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Η υποχρέωση αυτή εισήχθη κατόπιν προτάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών με το σκεπτικό ότι θα παρείχε στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να λάβουν αμέσως γνώση μιας καταστάσεως που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και να προετοιμαστούν για τη λήψη ενδεχομένως αναγκαίων μέτρων ( 23 ).

38.

Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 πρέπει να αποσαφηνιστεί με μια συμπληρωματική πτυχή της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο υποχρεώσεως. Είναι αληθές ότι η οδηγία επιβάλλει στους εργοδότες διαφορετικές υποχρεώσεις έναντι των εκπροσώπων των εργαζομένων και έναντι της αρμόδιας δημόσιας αρχής. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις αυτές, οι οποίες συμβάλλουν αμφότερες στην προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, δεν διαχωρίζονται κατά τρόπο στεγανό. Αντιθέτως, οι δύο υποχρεώσεις συνδέονται μεταξύ τους ( 24 ), από τη δε διασύνδεσή τους αυτή συνάγεται ότι ο ρόλος της αρμόδιας δημόσιας αρχής εξαρτάται από τη διεξαγωγή και την έκβαση της διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

39.

Η διασύνδεση αυτή αποδεικνύεται ιδίως μέσω της αναλύσεως των διατάξεων της οδηγίας, η οποία προβλέπει, αφενός, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ότι η κοινοποίηση στην αρμόδια δημόσια αρχή πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, αφετέρου, στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ότι ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάζει στους εκπροσώπους των εργαζομένων αντίγραφο της ανακοινώσεως της σχεδιαζόμενης απολύσεως, οι δε τελευταίοι δύνανται επίσης να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους στην αρμόδια δημόσια αρχή.

40.

Επομένως, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παρέμβαση της δημόσιας αρχής εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, καθώς και από τις παρατηρήσεις που αυτοί ενδέχεται να διατυπώσουν μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων τις οποίες οφείλει να κινήσει ο εργοδότης.

41.

Εξάλλου, από την εξέταση των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59 συνάγεται ότι η διασύνδεση αυτή δημιουργείται επίσης, πριν από την κοινοποίηση του σχεδίου ομαδικών απολύσεων, κατά τη διαδικασία ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά την υποχρέωση διαβιβάσεως στην αρμόδια δημόσια αρχή ορισμένων στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων, η συγκεκριμένη υποχρέωση εντάσσεται στη διαδικασία ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εν λόγω εκπροσώπους. Όπως προανέφερα, χάρη στη διαδικασία αυτή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων λαμβάνουν εγκαίρως τα κρίσιμα στοιχεία τα οποία τους παρέχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αποτελεσματικά στον διάλογο με τον εργοδότη.

42.

Υπό το πρίσμα αυτό, η εκ μέρους του εργοδότη εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του περί ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων δεν περιορίζεται στην κίνηση της διαδικασίας, αλλά κλιμακώνεται σε βάθος χρόνου. Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη να διεξαγάγει διαβουλεύσεις για τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις δεν εξαρτάται από το εάν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων το σύνολο των πληροφοριών που απαιτούνται κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 98/59, ως εκ τούτου δε οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ανακοινώνονται κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων και όχι απαραιτήτως κατά τον χρόνο κινήσεως της διαδικασίας. Πράγματι, η λογική του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας συνίσταται στο ότι ο εργοδότης παρέχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων τις κρίσιμες πληροφορίες καθ’ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμες παρά μόνο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της διαδικασίας διαβουλεύσεως, ο εργοδότης έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να τις συμπληρώνει κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας, κάθε δε νέα κρίσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται μέχρι την τελευταία στιγμή της διαδικασίας ( 25 ).

43.

Καθόσον αποδέκτης των στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων είναι η αρμόδια διοικητική αρχή, εντεύθεν συνάγεται ότι η τελευταία ενημερώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως για το περιεχόμενο και την ποιότητα των πληροφοριών βάσει των οποίων οι εκπρόσωποι διαπραγματεύονται με τον εργοδότη. Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, η εν λόγω αρχή καθίσταται ενήμερη για την πορεία και την πρόοδο της διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.

44.

Η ορθή δε διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων, καθόσον αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τη δυνατότητα του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων να καταλήξουν σε συμφωνία, έχει καθοριστική σημασία για την εξέλιξη των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων και, ως εκ τούτου, για την έκταση και τη φύση των λύσεων που θα πρέπει να αρχίσει να διερευνά η δημόσια αρχή προς αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών τους.

45.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, αντικείμενο του οποίου είναι η ενημέρωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ομαδικών απολύσεων στις οποίες προτίθεται να προβεί ο εργοδότης, καθώς και σχετικά με την πρόοδο της διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, αποσκοπεί να παράσχει στην εν λόγω αρχή τη δυνατότητα να εκτιμήσει, πριν από την κοινοποίηση του σχεδίου ομαδικών απολύσεων, τις πιθανές συνέπειες των απολύσεων αυτών και, ενδεχομένως, να προετοιμαστεί για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπισή τους.

46.

Τούτων δοθέντων, απομένει να διευκρινιστεί, προς καθοδήγηση του αιτούντος δικαστηρίου, το πλαίσιο που θεσπίζει το δίκαιο της Ένωσης για να διασφαλιστεί η τήρηση της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό υποχρεώσεως και, ως εκ τούτου, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν οι εθνικές αρχές κατά τον καθορισμό της επιβλητέας κυρώσεως σε περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως.

Γ.   Επί του καθορισμού των εφαρμοστέων μέτρων

47.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του, το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 παρέχει ατομική προστασία στους εργαζομένους, οπότε, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, η παράβαση των διατάξεων αυτών πρέπει να επισύρει την ακυρότητα της απολύσεως.

48.

Συναφώς, γίνεται δεκτό ότι, στον βαθμό που το ως άνω άρθρο επιβάλλει υποχρέωση στον εργοδότη, εναπόκειται στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας, να μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως.

49.

Επί του σημείου αυτού, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει κατ’ αρχάς ότι το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση λήψεως συγκεκριμένου μέτρου σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία, αλλά τους παρέχει τη δυνατότητα να επιλέξουν τη διαδικασία που προσφέρεται για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία, αναλόγως των διαφορετικών καταστάσεων που τυχόν ανακύπτουν. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά πρέπει να διασφαλίζουν αποτελεσματική και πραγματική δικαστική προστασία δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να έχουν πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα ( 26 ).

50.

Πρέπει, περαιτέρω, να υπογραμμιστεί ότι το άρθρο 6 της οδηγίας ουδόλως επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν την ακυρότητα της απολύσεως ως κύρωση για την παράβαση μιας από τις υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία. Συγκεκριμένα, από τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την οδηγία 92/56 προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε προτείνει στα κράτη μέλη να προβλέψουν ρητώς ότι τα μέτρα προς διασφάλιση της τηρήσεως των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους εργοδότες θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, διαδικασίες ακυρώσεως των ομαδικών απολύσεων ( 27 ). Η πρόταση αυτή όμως απορρίφθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, ο οποίος διατήρησε στο άρθρο 5α της οδηγίας 92/56 διατάξεις των οποίων η διατύπωση, πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 6 της οδηγίας 98/59, δεν περιέχει καμία αναφορά στην ακύρωση των ομαδικών απολύσεων. Πάντως, μολονότι στο τελευταίο αυτό άρθρο ουδεμία αναφορά γίνεται σε διαδικασίες ακυρώσεως των ομαδικών απολύσεων, τα κράτη μέλη έχουν εντούτοις τη δυνατότητα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 98/59, να θεσπίζουν ευνοϊκότερες για τους εργαζομένους νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις.

51.

Όσον αφορά τη φύση της προστασίας που παρέχει στους εργαζομένους το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό υποχρέωση έχει ως σκοπό να παράσχει στη διοικητική αρχή τη δυνατότητα να εκτιμήσει, πριν από την κοινοποίηση του σχεδίου ομαδικών απολύσεων, τις πιθανές συνέπειες των απολύσεων και, ενδεχομένως, να προετοιμαστεί για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπισή τους. Σε ένα στάδιο κατά το οποίο ο εργοδότης απλώς εξετάζει το ενδεχόμενο των απολύσεων, η δράση της αρμόδιας δημόσιας αρχής δεν αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ατομικής καταστάσεως καθενός από τους εργαζομένους, αλλά στη συνολική θεώρηση των ομαδικών απολύσεων και στην αξιολόγηση των μέσων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών τους. Εξ αυτού συνάγεται, κατά τη γνώμη μου, ότι το εν λόγω άρθρο παρέχει στους εργαζομένους συλλογική και όχι ατομική προστασία.

52.

Επιπλέον, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα ενημερώσεως και διαβουλεύσεως, το οποίο έχει καθιερωθεί υπέρ των εργαζομένων συλλογικά και έχει επομένως συλλογικό χαρακτήρα, ασκείται μέσω των εκπροσώπων των εργαζομένων ( 28 ). Στον βαθμό δε που η υποχρέωση διαβιβάσεως στη δημόσια αρχή ορισμένων στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων αποτελεί μέρος της διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους αυτούς, είναι λογικό να θεωρηθεί ότι η ως άνω υποχρέωση δημιουργεί δικαίωμα με παρόμοια χαρακτηριστικά.

53.

Συνεπώς, φρονώ ότι ο συλλογικός χαρακτήρας της προστασίας που παρέχει το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβλέπουν κατά προτεραιότητα, στο εσωτερικό τους δίκαιο, τη δυνατότητα των εκπροσώπων των εργαζομένων να προβαίνουν σε ενέργειες προς διασφάλιση της τηρήσεως εκ μέρους του εργοδότη της υποχρεώσεως που προβλέπει το εν λόγω άρθρο. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι ο συλλογικός αυτός χαρακτήρας ουδόλως στερεί από τα κράτη μέλη την ευχέρεια, υπό το πρίσμα της ελευθερίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, να συμπληρώνουν την εν λόγω ρύθμιση και να διασφαλίζουν στους εργαζομένους τη δυνατότητα ασκήσεως ατομικών αγωγών προς τον ίδιο σκοπό ή/και να επικαλούνται τις συνέπειες που έχει η παράβαση του άρθρου αυτού επί της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

54.

Τούτου λεχθέντος, πέραν των ενδείξεων αυτών, ο ακριβής καθορισμός των κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση της τηρήσεως της υποχρεώσεως που προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 εμπίπτει, όπως προανέφερα, στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε εθνικής εργατικής νομοθεσίας. Επομένως, δεν είναι ούτε δυνατό ούτε καν, κατά τη γνώμη μου, ευκταίο να περιγραφούν λεπτομερώς οι συγκεκριμένες διαδικασίες τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να συμπεριλάβουν στο εθνικό τους δίκαιο. Αρκεί μόνον τα μέτρα αυτά να εξασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία και να έχουν πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

VI. Πρόταση

55.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις,

έχει την έννοια ότι:

η υποχρέωση διαβιβάσεως στην αρμόδια δημόσια αρχή αντιγράφου τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v, της οδηγίας έχει ως σκοπό να παράσχει στην εν λόγω αρχή τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις πιθανές συνέπειες των ομαδικών απολύσεων ως προς την κατάσταση των θιγόμενων εργαζομένων και, ενδεχομένως, να προετοιμαστεί για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπισή τους. Τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν στο εθνικό τους δίκαιο μέτρα μέσω των οποίων να παρέχεται στους εκπροσώπους των εργαζομένων η δυνατότητα να ζητούν τον έλεγχο της τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής. Τα εν λόγω μέτρα πρέπει να διασφαλίζουν αποτελεσματική και πραγματική δικαστική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να έχουν πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16).

( 3 ) Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν i) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων· ii) τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων· iii) τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των συνήθως απασχολουμένων εργαζομένων· iv) την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις, καθώς και v) τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη. Εξάλλου, σύμφωνα με το σημείο vi του εν λόγω άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ο εργοδότης οφείλει επίσης να γνωστοποιεί στους εκπροσώπους των εργαζομένων την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

( 4 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Les Entreprises du Médicament (C‑20/22, EU:C:2022:1028, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 5 ) Πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια των «ομαδικών απολύσεων» δεν περιορίζεται στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικούς λόγους. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 98/59, ως «ομαδικές απολύσεις» νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφόσον αφορούν ορισμένο αριθμό εργαζομένων, ο οποίος ποικίλλει ανάλογα με το αν τα κράτη μέλη επιλέγουν περίοδο αναφοράς τριάντα ή ενενήντα ημερών.

( 6 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής (C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 7 ) Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Μαΐου 2015, Lyttle κ.λπ. (C‑182/13, EU:C:2015:317, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής (C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 41).

( 8 ) Πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing (C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 9 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2015, USDAW και Wilson (C‑80/14, EU:C:2015:291, σκέψη 65). Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα κράτη μέλη έχουν μεν την ευχέρεια να προβλέπουν μέτρα για την εξασφάλιση υψηλότερου επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων έναντι των ομαδικών απολύσεων, πλην όμως τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να καθιστούν άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις διατάξεις της οδηγίας 98/59. Τούτο θα συνέβαινε εάν μια εθνική ρύθμιση στερούσε από τον εργοδότη οποιαδήποτε πραγματική δυνατότητα να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής (C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψεις 35 έως 38).

( 10 ) Πρβλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing (C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ciupa κ.λπ. (C‑429/16, EU:C:2017:711, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 12 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής (C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψεις 35 έως 40).

( 13 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ciupa κ.λπ. (C‑429/16, EU:C:2017:711, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ. (C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 39).

( 15 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ. (C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 16 ) Παραπέμπω στο σημείο 23 των γραπτών παρατηρήσεων της Επιτροπής.

( 17 ) Βλ., επί του σημείου αυτού, Rodière P., «L’influence du droit communautaire et du droit international», Droit social, 2008, σ. 895.

( 18 ) Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59 περιλαμβάνεται στο τμήμα III το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως», ενώ η διαδικασία διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων εμπίπτει στο τμήμα II της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση και διαβούλευση».

( 19 ) Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59 δίνει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρέχουν στην αρμόδια δημόσια αρχή την ευχέρεια παρατάσεως της προθεσμίας αυτής μέχρι εξήντα ημέρες από της κοινοποιήσεως του σχεδίου ομαδικών απολύσεων, εάν, κατά το εν λόγω άρθρο, «υπάρχει κίνδυνος να μην εξευρεθεί λύση στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, εντός της αρχικής προθεσμίας». Αντιστοίχως, τα κράτη μέλη δύνανται, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, να προβούν σε σύντμηση της προθεσμίας αυτής κατά τριάντα ημέρες. Μολονότι η οδηγία δεν διευκρινίζει τις περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να προβλεφθεί μια τέτοια σύντμηση, φρονώ ότι τούτο θα συνέβαινε εάν, στο πλαίσιο της διαδικασίας ενημερώσεως και διαβουλεύσεως, ο εργοδότης και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων κατόρθωναν να καταλήξουν σε συμφωνία.

( 20 ) Πρβλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk (C‑188/03, EU:C:2005:59, σκέψη 53).

( 21 ) Απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Lyttle κ.λπ. (C‑182/13, EU:C:2015:317, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 22 ) Οδηγία του Συμβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 1975 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/02, σ. 44). Η εν λόγω οδηγία τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992 (ΕΕ 1992, L 245, σ. 3), και στη συνέχεια αναδιατυπώθηκε με την οδηγία 98/59.

( 23 ) Επί του σημείου αυτού, η Επιτροπή προσκομίζει τα πρακτικά της συνεδριάσεως του Συμβουλίου της 22ας Απριλίου 1974 με θέμα «Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις» (έγγραφο 754/74 του Συμβουλίου).

( 24 ) Συναφώς, σημειώνω ότι, στην τροποποιημένη πρότασή της που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας 75/129, η Επιτροπή θεώρησε «ότι η συστηματική από κοινού δράση της διοικήσεως της επιχειρήσεως, των δημοσίων αρχών και των εκπροσώπων των εργαζομένων αποτελεί το βέλτιστο μέσο για να διασφαλιστεί ότι οι κοινοτικοί κανόνες για τις ομαδικές απολύσεις εξυπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον διττό σκοπό τους: την κοινωνική προστασία και την οικονομική ρύθμιση» [COM(73) 1980 final].

( 25 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ. (C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψεις 51 έως 53).

( 26 ) Απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing (C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 27 ) Βλ., συναφώς, πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 75/129/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις [COM(91) 292 τελικό] (ΕΕ 1991, C 310, σ. 5).

( 28 ) Πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling (C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Top