This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62021CJ0833
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 22 June 2023.#Endesa Generación SAU v Tribunal Económico Administrativo Central.#Request for a preliminary ruling from the Audiencia Nacional.#Reference for a preliminary ruling – Taxation of energy products and electricity – Directive 2003/96/EC – Article 14(1)(a) – Exemption of energy products used to produce electricity – Derogation – Taxation of energy products for ‘reasons of environmental policy’ – Scope.#Case C-833/21.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2023.
Endesa Generación SAU κατά Tribunal Económico Administrativo Central.
Αίτηση του Audiencia Nacional για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγή των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Παρέκκλιση – Φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων για “λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής” – Έννοια.
Υπόθεση C-833/21.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2023.
Endesa Generación SAU κατά Tribunal Económico Administrativo Central.
Αίτηση του Audiencia Nacional για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγή των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Παρέκκλιση – Φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων για “λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής” – Έννοια.
Υπόθεση C-833/21.
Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:516
*A9* Audiencia Nacional, auto de 14/12/2021 (0001808/2019)
*P1* Audiencia Nacional, Sala de lo Contencioso, seccíon séptima, Sentencia de 19/06/2024 (ECLI:ES:AN:2024:4014)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 22ας Ιουνίου 2023 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγή των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας – Παρέκκλιση – Φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων για “λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής” – Έννοια»
Στην υπόθεση C‑833/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Δεκεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
Endesa Generación SAU
κατά
Tribunal Económico Administrativo Central,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
η Endesa Generación SAU, εκπροσωπούμενη από τον M. García Arana, procurador, και τον P. González-Gaggero, abogado, |
– |
η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Ballesteros Panizo και την A. Gavela Llopis, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Armenia και I. Galindo Martín, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Endesa Generación SAU (στο εξής: Endesa) και του Tribunal Económico Administrativo Central (οργάνου εκδίκασης προσφυγών σε διοικητικές-οικονομικές διαφορές) (στο εξής: TEAC), με αντικείμενο απόφαση του τελευταίου σχετική με τη φορολόγηση του άνθρακα που καταναλώθηκε σε θερμοηλεκτρικό σταθμό της εταιρίας αυτής προκειμένου να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2003/96
3 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 7, 11 και 12 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:
[…]
|
4 |
Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/96 ορίζει τα εξής: «Τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.» |
5 |
Το άρθρο 10 της οδηγίας 2003/96 έχει ως εξής: «1. Από την 1η Ιανουαρίου 2004, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας καθορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I, πίνακας Γ. 2. Πέραν των ελαχίστων επιπέδων φορολογίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη θα έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν την εφαρμοστέα φορολογική βάση εφόσον τηρούν την οδηγία 92/12/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ 1992, L 76, σ. 1)].» |
6 |
Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/96: «Εκτός από τις γενικές διατάξεις που προβλέπονται στην οδηγία [92/12] σχετικά με τις απαλλασσόμενες χρήσεις των φορολογητέων προϊόντων και με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τα ακόλουθα προϊόντα από τη φορολογία, υπό τις προϋποθέσεις που θα ορίσουν προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή και απρόσκοπτη εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να αποφευχθεί η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή ή η κατάχρηση:
|
7 |
Στον πίνακα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2003/96, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Ελάχιστα επίπεδα φορολογίας των καυσίμων θέρμανσης και της ηλεκτρικής ενέργειας», περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο άνθρακας και ο οπτάνθρακας. |
Η οδηγία 2008/118/ΕΚ
8 |
Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12), όριζε τα εξής: «1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των κάτωθι προϊόντων (εφεξής “προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης”):
[…] 2. Τα κράτη μέλη μπορούν, για ειδικούς σκοπούς, να επιβάλλουν πρόσθετους έμμεσους φόρους στα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, υπό τον όρο ότι οι φόροι αυτοί είναι σύμφωνοι με τους κοινοτικούς κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ή τον φόρο προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου, εξαιρουμένων των διατάξεων περί απαλλαγών. […]» |
Το ισπανικό δίκαιο
9 |
Ο Ley 38/1992 de Impuestos Especiales (νόμος 38/1992 περί ειδικών φόρων), της 28ης Δεκεμβρίου 1992 (BOE αριθ. 312, της 29ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 44305), όπως τροποποιήθηκε με τον Ley 15/2012 de medidas fiscales para la sostenibilidad energética (νόμο 15/2012 περί φορολογικών μέτρων για την ενεργειακή βιωσιμότητα), της 27ης Δεκεμβρίου 2012 (BOE αριθ. 312, της 28ης Δεκεμβρίου 2012, σ. 88081), περιέχει τον τίτλο ΙΙΙ ο οποίος επιγράφεται «Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί του άνθρακα» και περιλαμβάνει τα άρθρα 75 έως 88 του νόμου αυτού. |
10 |
Κατά το άρθρο 77 του νόμου 38/1992, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 15/2012: «1. Σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπόκειται η παράδοση άνθρακα προς κατανάλωση εντός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής του. 2. Για τους σκοπούς της προηγούμενης παραγράφου, οι ακόλουθες πράξεις νοούνται ως “παράδοση προς κατανάλωση”:
3. Τεκμαίρεται ότι ο άνθρακας έχει παραδοθεί προς κατανάλωση όταν οι υποκείμενοι στον φόρο δεν αποδεικνύουν τη χρήση του άνθρακα που έχει παραχθεί, εισαχθεί ή αποκτηθεί.» |
11 |
Το άρθρο 83, παράγραφος 1, του νόμου 38/1992, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 15/2012, προβλέπει τα εξής: «Βάση επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι η ενεργειακή απόδοση του άνθρακα που αποτελεί αντικείμενο των φορολογητέων πράξεων, εκφραζόμενη σε gigajoules.» |
12 |
Το άρθρο 84 του νόμου 38/1992, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 15/2012, έχει ως εξής: «Ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ανέρχεται σε 0,65 ευρώ ανά gigajoule.» |
13 |
Ο νόμος 38/1992, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με τον νόμο 15/2012, περιελάμβανε το άρθρο 79, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, το οποίο απάλλασσε τις πράξεις που συνιστούσαν παράδοση προς κατανάλωση άνθρακα χρησιμοποιούμενου στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στη συμπαραγωγή ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας. Η διάταξη αυτή καταργήθηκε με τον νόμο 15/2012. |
14 |
Ο νόμος 15/2012 καθιέρωσε επίσης τρεις νέους φόρους, πιο συγκεκριμένα τον φόρο επί της αξίας της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τον φόρο επί της παραγωγής πυρηνικών καυσίμων και αποβλήτων καθώς και τον φόρο επί της αποθήκευσης των τελευταίων, θέσπισε τέλος χρήσης εσωτερικών υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τροποποίησε τον φορολογικό συντελεστή για το φυσικό αέριο. |
15 |
Σύμφωνα με το προοίμιο του νόμου 15/2012, «σκοπός του είναι η προσαρμογή του φορολογικού μας συστήματος σε χρήση [της ενέργειας] πιο αποδοτική και φιλική προς το περιβάλλον και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, αξίες οι οποίες ενέπνευσαν την παρούσα φορολογική μεταρρύθμιση, ούτως ώστε το εν λόγω σύστημα να ευθυγραμμίζεται με τις βασικές αρχές που διέπουν τη δημοσιονομική, ενεργειακή και, ασφαλώς, περιβαλλοντική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» |
16 |
Κατά τη δεύτερη πρόσθετη διάταξη του νόμου 15/2012: «Στους νόμους για τον ετήσιο γενικό κρατικό προϋπολογισμό, θα διατίθεται για τη χρηματοδότηση του κόστους του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας ένα ποσό ίσο με το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων […]:
|
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
17 |
Η Endesa είναι επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω της κατανάλωσης, μεταξύ άλλων, άνθρακα τον οποίο αποκτά μέσω συνδεδεμένης εταιρίας. Η τελευταία αυτή εταιρία δήλωνε ότι, από φορολογικής απόψεως, ετύγχανε απαλλαγής από τον φόρο επί του άνθρακα για τις παρτίδες άνθρακα που αγόραζε προς μεταπώληση, δεδομένου ότι γενεσιουργός αιτία του φόρου είναι η κατανάλωση. |
18 |
Κατόπιν διενέργειας φορολογικού ελέγχου για τη χρήση 2013 στον θερμοηλεκτρικό σταθμό Litoral de Almería (Ισπανία), ο οποίος ανήκει στην Endesa, η υπηρεσία φορολογικών ελέγχων, εκτιμώντας ότι ο άνθρακας που απέκτησε η Endesa έπρεπε να φορολογηθεί διότι προοριζόταν για κατανάλωση με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εξέδωσε εις βάρος της εταιρίας αυτής πράξη προσδιορισμού φόρου με την οποία επιβλήθηκε φορολογική επιβάρυνση με προσαυξήσεις, πλέον τόκων υπερημερίας επί των ποσών που εξακολουθούσαν να οφείλονται. |
19 |
Η φορολογική αρχή, αφενός, έκρινε ότι η βάση επιβολής του φόρου επί του άνθρακα έπρεπε να καθοριστεί σε συνάρτηση με την ανώτερη θερμογόνο δύναμη του άνθρακα, ανεξαρτήτως της ενέργειας που πράγματι χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αφετέρου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παρτίδες άνθρακα οι οποίες είχαν δηλωθεί ως προοριζόμενες για μεταπώληση είχαν καταναλωθεί για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι, δεδομένου ότι η κατανάλωση αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του φόρου, αυτός έχει καταστεί απαιτητός. |
20 |
Στις 7 Απριλίου 2016 η Endesa άσκησε διοικητική προσφυγή ενώπιον του TEAC κατά της προαναφερθείσας πράξεως αμφισβητώντας, πρώτον, την ορθότητα του προσδιορισμού του φόρου επί του άνθρακα βάσει της ανώτερης θερμογόνου δύναμης του άνθρακα, δεύτερον, την ορθότητα της φορολόγησης 268717,98 τόνων άνθρακα οι οποίοι είχαν δηλωθεί από την προμηθεύτριά της ως απαλλασσόμενοι λόγω του ότι προορίζονταν για μεταπώληση και οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν, στη συνέχεια, από την Endesa για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τρίτον, την ορθότητα του προσδιορισμού των προοριζόμενων για ιδιοκατανάλωση λογιστικών αποθεμάτων κατά την 31η Δεκεμβρίου 2012 και, τέταρτον, τη συμβατότητα του φόρου με το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά τις ποσότητες που καταναλώνονται προκειμένου να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια. |
21 |
Με απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, το TEAC επιβεβαίωσε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ανώτερη θερμογόνος δύναμη του άνθρακα για τον καθορισμό της βάσης επιβολής του φόρου επί του άνθρακα. Κατά την εκτίμησή του, η φορολόγηση των παρτίδων άνθρακα που είχαν προηγουμένως δηλωθεί ως απαλλασσόμενες από τον φόρο επί του άνθρακα λόγω του ότι προορίζονταν για μεταπώληση δεν συνιστούσε διπλή φορολογία, αφού ο αγοραστής τις προόριζε για ιδιοκατανάλωση προς τον σκοπό της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεδομένου ότι η κατανάλωση αυτή αποτελούσε τη γενεσιουργό αιτία του εν λόγω φόρου. Το TEAC έκρινε επίσης ότι το προβαλλόμενο σφάλμα στη δήλωση των αποθεμάτων άνθρακα δεν είχε αποδειχθεί. Αντιθέτως, δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης ο νόμος 15/2012, ο οποίος κατήργησε την απαλλαγή από τον φόρο επί του άνθρακα όσον αφορά την κατανάλωση άνθρακα προοριζόμενου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. |
22 |
Η Endesa άσκησε κατά της ως άνω αποφάσεως ένδικη προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Audiencia Nacional (ανώτερου ειδικού δικαστηρίου), στηριζόμενη σε λόγους πανομοιότυπους με εκείνους που είχε προβάλει ενώπιον του TEAC και ζητώντας να υποβληθεί στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς τη συμβατότητα του νόμου 15/2012 με το δίκαιο της Ένωσης. |
23 |
Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, η βάση επιβολής του φόρου επί του άνθρακα μπορεί να καθοριστεί με δύο τρόπους και, πιο συγκεκριμένα, είτε σε συνάρτηση με την ανώτερη θερμογόνο δύναμη, δηλαδή τη θερμότητα που έχει πράγματι παραχθεί, είτε σε συνάρτηση με την κατώτερη θερμογόνο δύναμη, δηλαδή τη θερμότητα που έχει πράγματι χρησιμοποιηθεί. Ενώ η πρώτη εξαρτάται από μία σταθερή τιμή, η δεύτερη εξαρτάται από περισσότερους παράγοντες, όπως είναι η χρήση του άνθρακα και η τεχνολογία την οποία χρησιμοποιεί ο καταναλωτής. |
24 |
Κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, η μεν βάση επιβολής του φόρου επί του άνθρακα πρέπει να καθοριστεί λαμβανομένης υπόψη της ανώτερης θερμογόνου δύναμης, δεδομένου ότι η ισπανική νομοθεσία ορίζει σταθερό φορολογικό συντελεστή, η δε γενεσιουργός αιτία του φόρου έχει πράγματι επέλθει κατά τη στιγμή της απόκτησης του άνθρακα με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, εκτιμά ότι τα αιτήματα της Endesa μπορούν να ικανοποιηθούν μόνον αν τεθεί υπό αμφισβήτηση η συμβατότητα της προβλεπόμενης στο ισπανικό δίκαιο φορολόγησης της κατανάλωσης άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με το δίκαιο της Ένωσης. |
25 |
Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν ο φόρος επί του άνθρακα υπηρετεί περιβαλλοντικό σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96. Συναφώς διατηρεί αμφιβολίες περί του αν η φορολόγηση της κατανάλωσης άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι συμβατή με την οδηγία λόγω του ότι, κατά τη γνώμη του, αφενός, ο φόρος επί του άνθρακα υπηρετεί δημοσιονομικό σκοπό, όπως απορρέει από τη δεύτερη πρόσθετη διάταξη του νόμου 15/2012, και, αφετέρου, ο περιβαλλοντικός σκοπός που εξαγγέλλεται στο προοίμιο του νόμου 15/2012 δεν αντικατοπτρίζεται στη δομή του φόρου επί του άνθρακα, δεδομένου ότι το προϊόν του φόρου δεν προορίζεται για την άμβλυνση των επιπτώσεων που έχει στο περιβάλλον η χρήση άνθρακα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. |
26 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
27 |
Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη φορολόγηση του άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πληροί την προϋπόθεση της ως άνω διατάξεως ότι ο φόρος πρέπει να θεσπίζεται «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής», σε περίπτωση κατά την οποία, πρώτον, μολονότι ο εθνικός νομοθέτης έχει επικαλεστεί τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, ο σκοπός αυτός δεν αντανακλάται στη δομή του φόρου, του οποίου το προϊόν προορίζεται για τη χρηματοδότηση του κόστους του εθνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, δεύτερον, ο φορολογικός συντελεστής καθορίζεται σε συνάρτηση με τη θερμογόνο δύναμη του άνθρακα και, τρίτον, η χρήση άλλων ενεργειακών προϊόντων που θεωρούνται λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον δεν φορολογείται. |
28 |
Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2003/96, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τη φορολογία τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και την ηλεκτρική ενέργεια η οποία χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της ικανότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή και απρόσκοπτη εφαρμογή των απαλλαγών αυτών και να αποτρέπονται η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και οι καταχρήσεις. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη δεύτερη περίοδο της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν, για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, να φορολογούν τα προαναφερθέντα προϊόντα και χωρίς να υποχρεούνται να τηρούν τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας τα οποία θεσπίζει η οδηγία. Σε μια τέτοια περίπτωση, βάσει της τρίτης περιόδου της ίδιας διατάξεως, η φορολογία των προϊόντων αυτών δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της τήρησης του ελαχίστου επιπέδου φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 10 της οδηγίας. |
29 |
H οδηγία 2003/96 έχει ως αντικείμενο, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 3 έως 5 και από το άρθρο 1, τον καθορισμό εναρμονισμένου καθεστώτος φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο του οποίου η φορολόγηση αποτελεί τον κανόνα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην οδηγία αυτή (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, RWE Power, C‑571/21, EU:C:2023:186, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
30 |
Προβλέποντας εναρμονισμένο καθεστώς φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, η οδηγία 2003/96 έχει ως σκοπό να προάγει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενέργειας, μεταξύ άλλων μέσω της αποτροπής των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, RWE Power, C‑571/21, EU:C:2023:186, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
31 |
Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε, όπως συνάγεται, μεταξύ άλλων, από τη σελίδα 5 της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου για την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων (ΕΕ 1997, C 139, σ. 14), να επιβάλει στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/96, την υποχρέωση να φορολογούν την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, όπερ σημαίνει ότι, συνακόλουθα, πρέπει να απαλλάσσονται από τη φορολογία τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της, προς αποφυγή της διπλής φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, RWE Power, C‑571/21, EU:C:2023:186, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
32 |
Ασφαλώς, η οδηγία 2003/96 δεν αποκλείει κάθε κίνδυνο διπλής φορολογίας, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη μπορούν, βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας αυτής, να φορολογούν, για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής, τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Kernkraftwerke Lippe-Ems, C‑5/14, EU:C:2015:354, σκέψη 51). Με τη συγκεκριμένη διάταξη, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να παράσχει ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από το καθεστώς υποχρεωτικής απαλλαγής το οποίο καθιερώνεται με την οδηγία 2003/96 (πρβλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, UPM France, C‑270/18, EU:C:2019:862, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
33 |
Πράγματι, πρέπει να επισημανθεί ότι η οδηγία αυτή έχει επίσης ως σκοπό, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 6, 7, 11 και 12, την προώθηση σκοπών περιβαλλοντικής πολιτικής (απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, Autoservizi Giordano, C‑513/18, EU:C:2020:59, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
34 |
Ωστόσο, η οδηγία 2003/96 δεν έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση απαλλαγών γενικού χαρακτήρα. Εξάλλου, δεδομένου ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 απαριθμεί περιοριστικώς τις υποχρεωτικές απαλλαγές που επιβάλλονται στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, οι διατάξεις του δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύονται διασταλτικώς, διότι άλλως η εναρμονισμένη φορολογία την οποία θεσπίζει η οδηγία θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2023, RWE Power, C‑571/21, EU:C:2023:186, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
35 |
Η ερμηνεία αυτή ισχύει συγκεκριμένα, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 37 των προτάσεών του, ως προς την ευχέρεια την οποία παρέχει το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96 στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από την υποχρέωσή τους να απαλλάσσουν από τη φορολογία τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πράγματι, όπως υπενθυμίστηκε με τις σκέψεις 29 και 31 της παρούσας αποφάσεως, σκοπός της οδηγίας 2003/96 είναι να θεσπίσει ένα εναρμονισμένο καθεστώς φορολόγησης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο του οποίου η φορολόγηση είναι μεν ο κανόνας, πλην όμως γίνεται μόνον άπαξ προκειμένου να αποφεύγεται η διπλή φορολογία επί της ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, η ευχέρεια των κρατών μελών να φορολογούν τα ενεργειακά προϊόντα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατ’ επίκληση λόγων περιβαλλοντικής πολιτικής συνιστά παρέκκλιση από την αρχή της ενιαίας φορολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας. |
36 |
Εκτιμώντας ότι το Δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί μέχρι σήμερα επί του ζητήματος υπό ποιες προϋποθέσεις ένας φόρος επί των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιβληθεί «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα κριτήρια τα οποία έχει αναπτύξει το Δικαστήριο στη νομολογία του σχετικά με την έννοια των «ειδικών σκοπών» κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 και ως προς την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96. |
37 |
Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν, υπό δύο προϋποθέσεις, πρόσθετους έμμεσους φόρους επί των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης. Τέτοιοι φόροι πρέπει, αφενός, να επιβάλλονται για ειδικούς σκοπούς και, αφετέρου, να είναι σύμφωνοι με τους ενωσιακούς φορολογικούς κανόνες που ισχύουν για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ή τον φόρο προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, καθώς και τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου. |
38 |
H απόφαση περί παραπομπής αναφέρεται μόνον στην πρώτη από τις ως άνω προϋποθέσεις. Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ως ειδικός σκοπός κατά τη διάταξη αυτή νοείται οποιοσδήποτε άλλος σκοπός πλην του αμιγώς δημοσιονομικού (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Statoil Fuel & Retail, C‑553/13, EU:C:2015:149, σκέψη 37, και διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2022, Vapo Atlantic, C‑460/21, EU:C:2022:83, σκέψη 23). |
39 |
Ωστόσο, δεδομένου ότι κάθε φόρος υπηρετεί κατ’ ανάγκην δημοσιονομικό σκοπό, το γεγονός και μόνον ότι ένας φόρος έχει τέτοιον σκοπό δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι είναι αδύνατον να υπηρετεί και ειδικό σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, διότι άλλως η διάταξη αυτή θα στερούνταν παντελώς πρακτικής αποτελεσματικότητας (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Statoil Fuel & Retail, C‑553/13, EU:C:2015:149, σκέψη 38, και διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2022, Vapo Atlantic, C‑460/21, EU:C:2022:83, σκέψη 24). |
40 |
Επιπλέον, μολονότι η προκαθορισμένη διάθεση του προϊόντος συγκεκριμένου φόρου για τη χρηματοδότηση της άσκησης, από τις αρχές κράτους μέλους, αρμοδιοτήτων που τους έχουν ανατεθεί μπορεί να συνιστά στοιχείο το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ειδικού σκοπού, εντούτοις, μια τέτοιου είδους διάθεση, η οποία είναι απλώς ζήτημα εσωτερικής οργάνωσης του προϋπολογισμού του κράτους μέλους, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει, αυτή καθ’ εαυτήν, επαρκές στοιχείο, δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει ότι, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου σκοπού, το προϊόν ενός φόρου θα διατίθεται για τη χρηματοδότηση καθορισμένων δαπανών. Σε αντίθετη περίπτωση, κάθε σκοπός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ειδικός κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, όπερ όχι μόνον θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τον εναρμονισμένο ειδικό φόρο κατανάλωσης που θεσπίζεται με την οδηγία αυτή, αλλά και θα αντέβαινε στην αρχή σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις που εισάγουν παρεκκλίσεις, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Statoil Fuel & Retail, C‑553/13, EU:C:2015:149, σκέψη 39, και διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2022, Vapo Atlantic, C‑460/21, EU:C:2022:83, σκέψη 26). |
41 |
Επομένως, για να θεωρηθεί ότι υπηρετεί ειδικό σκοπό κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, ο φόρος του οποίου το προϊόν έχει προκαθορισμένο προορισμό πρέπει να στοχεύει, αυτός καθ’ εαυτόν, στην εκπλήρωση του προβαλλόμενου ειδικού σκοπού, με συνέπεια να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης των εσόδων και του σκοπού του επίμαχου φόρου (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Statoil Fuel & Retail, C‑553/13, EU:C:2015:149, σκέψη 41, και διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2022, Vapo Atlantic, C‑460/21, EU:C:2022:83, σκέψη 25). |
42 |
Ελλείψει ενός τέτοιου μηχανισμού προκαθορισμένης διάθεσης των εσόδων, μπορεί να γίνει δεκτό ότι φόρος ο οποίος πλήττει προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπηρετεί ειδικό σκοπό, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, μόνον αν η δομή της επιβάρυνσης αυτής έχει σχεδιαστεί, ιδίως από πλευράς της φορολογητέας ύλης ή του φορολογικού συντελεστή, έτσι ώστε να επηρεάζει τη συμπεριφορά των φορολογουμένων κατά τρόπο που να συμβάλλει στην εκπλήρωση του προβαλλόμενου ειδικού σκοπού, παραδείγματος χάριν μέσω της υψηλής φορολόγησης των επίμαχων προϊόντων προκειμένου να αποθαρρύνεται η κατανάλωσή τους (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2015, Statoil Fuel & Retail, C‑553/13, EU:C:2015:149, σκέψη 42, και διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2022, Vapo Atlantic, C‑460/21, EU:C:2022:83, σκέψη 27). |
43 |
Ενώ η Endesa θεωρεί ότι αυτή η νομολογία σχετικά με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 μπορεί να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν ως προς το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τα δύο φορολογικά καθεστώτα τα οποία θεσπίζονται με τις ανωτέρω διατάξεις δεν είναι επαρκώς συγκρίσιμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να ελεγχθεί, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, αν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης των εσόδων και του σκοπού του επίμαχου φόρου όπως την εννοεί η νομολογία σχετικά με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, προκειμένου να κριθεί αν κράτος μέλος έχει παρεκκλίνει από την υποχρεωτική απαλλαγή των ενεργειακών προϊόντων «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής». Πάντως, είναι της άποψης ότι το κριτήριο της δομής του φόρου, το οποίο έχει θέσει η προαναφερθείσα νομολογία, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της σχετικής εξέτασης, εφόσον η δομή αυτή είναι πράγματι ικανή να ενθαρρύνει τη χρήση ενεργειακών προϊόντων λιγότερο επιβλαβών για το περιβάλλον. |
44 |
Παρατηρείται επ’ αυτού ότι τα καθεστώτα φορολόγησης τα οποία απορρέουν το μεν ένα από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96, το δε άλλο από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118 εμφανίζουν ασφαλώς διαφορές, ιδίως από την άποψη ότι το πρώτο συνιστά παρέκκλιση από υποχρεωτική φορολογική απαλλαγή, ενώ το δεύτερο αφορά μια πρόσθετη φορολόγηση σε σχέση με εκείνη που ήδη βαρύνει τα προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης. |
45 |
Παρά ταύτα, οι «λόγοι περιβαλλοντικής πολιτικής» κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96 είναι πιθανόν να εμπίπτουν στην κατηγορία των «ειδικών σκοπών» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118, διότι φόρος ο οποίος έχει επιβληθεί για τέτοιους λόγους υπηρετεί ακριβώς τον ειδικό σκοπό της συμβολής στην προστασία του περιβάλλοντος. |
46 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένας φόρος έχει επιβληθεί «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96, όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης των εσόδων και του σκοπού της επίμαχης φορολόγησης ή όταν ο φόρος δεν υπηρετεί αμιγώς δημοσιονομικό σκοπό και η δομή του έχει σχεδιαστεί, ιδίως από πλευράς της φορολογητέας ύλης ή του φορολογικού συντελεστή, έτσι ώστε να επηρεάζει τη συμπεριφορά των φορολογουμένων κατά τρόπο που να διασφαλίζει την καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος, παραδείγματος χάριν μέσω της υψηλής φορολόγησης των προϊόντων τα οποία πλήττει ο φόρος, προκειμένου να αποθαρρύνεται η κατανάλωσή τους, ή μέσω της ενθάρρυνσης της χρήσης άλλων προϊόντων των οποίων ο αντίκτυπος στο περιβάλλον είναι, κατ’ αρχήν, λιγότερο επιβλαβής. |
47 |
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με αντικείμενο να διευκρινιστεί αν ένας φόρος που θεσπίζεται από κράτος μέλος έχει επιβληθεί «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής», κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96, το έργο του συνίσταται μάλλον στο να διαφωτίσει το εθνικό δικαστήριο ως προς τα κριτήρια των οποίων η εφαρμογή θα παράσχει στο τελευταίο τη δυνατότητα να κρίνει αν ο φόρος έχει πράγματι επιβληθεί για τέτοιους λόγους, και όχι στο να προβεί το ίδιο το Δικαστήριο στην εκτίμηση αυτή, κατά μείζονα δε λόγο διότι δεν διαθέτει κατ’ ανάγκην όλα τα απαραίτητα προς τούτο στοιχεία (βλ., κατ’ αναλογία, διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2022, Vapo Atlantic, C‑460/21, EU:C:2022:83, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
48 |
Εν προκειμένω, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο Ισπανός νομοθέτης, παρεκκλίνοντας από την υποχρεωτική φορολογική απαλλαγή του άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, επιδίωκε πράγματι τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, ο σκοπός αυτός δεν αντανακλάται στη δομή του φόρου, του οποίου το προϊόν διατίθεται για τη χρηματοδότηση του κόστους του εθνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας. |
49 |
Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι στο προοίμιο του νόμου 15/2012 εκτίθεται ότι ο Ισπανός νομοθέτης, θεσπίζοντας τον τροποποιητικό αυτό νόμο, επιδίωκε την προσαρμογή του εθνικού «φορολογικού […] συστήματος σε χρήση [της ενέργειας] πιο αποδοτική και φιλική προς το περιβάλλον και προς τη βιώσιμη ανάπτυξη», η διαπίστωση αυτή πρέπει επιπλέον, για να μην πρόκειται απλώς περί μιας φαινομενικής αιτιολογικής βάσης, να επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα τα οποία είναι πιθανόν να έχει ο φόρος στην πραγματικότητα. |
50 |
Όσον αφορά τις αμφιβολίες τις οποίες εκφράζει το αιτούν δικαστήριο λόγω του ότι τα έσοδα του φόρου διατίθενται για τη χρηματοδότηση του εθνικού συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, διαπιστώνεται, αφενός, ότι η εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96 δεν προϋποθέτει κατ’ ανάγκην, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 και 45 της παρούσας αποφάσεως, την ύπαρξη άμεσης σχέσης μεταξύ της χρήσης των εσόδων και του σκοπού της επίμαχης φορολόγησης. Αφετέρου, στο πλαίσιο της εξέτασης της δομής του φόρου, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη μια δέσμη στοιχείων, όπως τα χαρακτηριστικά και τις λεπτομέρειες της εφαρμογής του φόρου καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτός επηρεάζει ή σκοπεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά των φορολογουμένων. Στο μέτρο που τα έσοδα του εν λόγω φόρου χρησιμοποιούνται για σκοπούς σχετικούς με την αναβάθμιση του εθνικού συστήματος αυτού προς επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων τους οποίους έχει θέσει η Ένωση, περιλαμβανομένων τόσο της μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου όσο και της κλιματικής ουδετερότητας, τέτοια στοιχεία ενδέχεται όντως να επιβεβαιώνουν ότι ο φόρος υπηρετεί, στην πράξη, σκοπό σχετικό με την προστασία του περιβάλλοντος. |
51 |
Εξάλλου, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι πιθανόν να μειωθεί η χρήση άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές συνέπειες της φορολόγησης του άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να συσχετιστούν με τα αποτελέσματα τα οποία έχει η φορολόγηση αυτή για το περιβάλλον. Κατά την Επιτροπή, η παρέκκλιση από την υποχρεωτική απαλλαγή μπορεί να συγκριθεί με άλλα μέτρα που έχουν «διττό αποτέλεσμα», υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στον προϋπολογισμό και, ταυτόχρονα, επηρεάζουν τη συμπεριφορά των φορολογουμένων. Τέτοια μέτρα εξασφαλίζουν πιθανώς, κατά τον χρόνο που θεσπίζονται, σημαντικά δημοσιονομικά έσοδα τα οποία, σε βάθος χρόνου και αφού τα μέτρα έχουν επιτύχει τον περιβαλλοντικό τους σκοπό, μειώνονται καθώς οι φορολογούμενοι προσαρμόζουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους. |
52 |
Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η δομή του φόρου αντικατοπτρίζει τον περιβαλλοντικό σκοπό που εξαγγέλλεται στο προοίμιο του νόμου 15/2012 διότι οι συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης καθορίζονται σε συνάρτηση με τη θερμογόνο δύναμη του άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. |
53 |
Συναφώς, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 προκύπτει ότι, από την 1η Ιανουαρίου 2004, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας για επιχειρηματική και μη επιχειρηματική χρήση καθορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I, πίνακας Γ, της οδηγίας αυτής. Όπως δε επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 55 των προτάσεών του, όσον αφορά τον άνθρακα και τον οπτάνθρακα, πλείονες γλωσσικές αποδόσεις του προαναφερθέντος πίνακα Γ, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Ελάχιστα επίπεδα φορολογίας των καυσίμων θέρμανσης και της ηλεκτρικής ενέργειας», αναφέρονται ρητώς στη «μεικτή θερμογόνο δύναμη» του άνθρακα και του οπτάνθρακα. Επομένως, έστω και αν στην απόδοση του πίνακα Γ στην ισπανική γλώσσα δεν μνημονεύεται η θερμογόνος δύναμη, το γεγονός ότι ο Ισπανός νομοθέτης τη χρησιμοποίησε ως σημείο αναφοράς για τη φορολόγηση της χρήσης του άνθρακα δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι ο φόρος επί του άνθρακα δεν θεσπίστηκε για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής. |
54 |
Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο περιβαλλοντικός σκοπός επιτυγχάνεται απλώς και μόνον διότι επιβάλλονται φόροι επί ορισμένων μη ανανεώσιμων ενεργειακών προϊόντων και όχι επί της χρήσης εκείνων που θεωρούνται λιγότερο επιβλαβή για το περιβάλλον. |
55 |
Υπογραμμίζεται επ’ αυτού ότι η εξέταση κάθε φόρου πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών του και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Εφόσον ένας φόρος αποθαρρύνει την κατανάλωση προϊόντος επιβλαβούς για το περιβάλλον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος. |
56 |
Ως εκ τούτου, το γεγονός και μόνον ότι, κατά τους ισχυρισμούς της Endesa, η Ισπανική Κυβέρνηση επανέφερε τη φορολογική απαλλαγή των υδρογονανθράκων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ο άνθρακας ο οποίος χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό φορολογείται, δεν αποδεικνύει καθ’ εαυτό ότι στερείται στην πραγματικότητα περιβαλλοντικού σκοπού η παρέκκλιση από την υποχρεωτική φορολογική απαλλαγή όσον αφορά τον άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. |
57 |
Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη φορολόγηση του άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πληροί την προϋπόθεση της ως άνω διατάξεως ότι ο φόρος πρέπει να θεσπίζεται «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής», εφόσον υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης των εσόδων και του σκοπού της επίμαχης φορολόγησης ή εφόσον ο φόρος δεν υπηρετεί αμιγώς δημοσιονομικό σκοπό και η δομή του έχει σχεδιαστεί, ιδίως από πλευράς της φορολογητέας ύλης ή του φορολογικού συντελεστή, έτσι ώστε να επηρεάζει τη συμπεριφορά των φορολογουμένων κατά τρόπο που να συμβάλλει στην καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. |
Επί των δικαστικών εξόδων
58 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται: |
Το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, |
έχει την έννοια ότι: |
εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τη φορολόγηση του άνθρακα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας πληροί την προϋπόθεση της ως άνω διατάξεως ότι ο φόρος πρέπει να θεσπίζεται «για λόγους περιβαλλοντικής πολιτικής», εφόσον υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χρήσης των εσόδων και του σκοπού της επίμαχης φορολόγησης ή εφόσον ο φόρος δεν υπηρετεί αμιγώς δημοσιονομικό σκοπό και η δομή του έχει σχεδιαστεί, ιδίως από πλευράς της φορολογητέας ύλης ή του φορολογικού συντελεστή, έτσι ώστε να επηρεάζει τη συμπεριφορά των φορολογουμένων κατά τρόπο που να συμβάλλει στην καλύτερη προστασία του περιβάλλοντος. |
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.