Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0567

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 8ης Ιουνίου 2023.
BNP Paribas SA κατά TR.
Αίτηση του Cour de cassation για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρα 33 και 36 – Αναγνώριση αποφάσεως εκδοθείσας σε κράτος μέλος – Επίκλησή της γενόμενη παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους – Αποτελέσματα της αποφάσεως παραγόμενα στο κράτος μέλος προελεύσεως – Παραδεκτό αγωγής ασκηθείσας στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως – Εθνικοί δικονομικοί κανόνες οι οποίοι επιβάλλουν τη σώρευση των αιτημάτων ώστε να αποτελέσουν το αντικείμενο μίας και μόνον δίκης.
Υπόθεση C-567/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:452

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρα 33 και 36 – Αναγνώριση αποφάσεως εκδοθείσας σε κράτος μέλος – Επίκλησή της γενόμενη παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους – Αποτελέσματα της αποφάσεως παραγόμενα στο κράτος μέλος προελεύσεως – Παραδεκτό αγωγής ασκηθείσας στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως – Εθνικοί δικονομικοί κανόνες οι οποίοι επιβάλλουν τη σώρευση των αιτημάτων ώστε να αποτελέσουν το αντικείμενο μίας και μόνον δίκης»

Στην υπόθεση C‑567/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Σεπτεμβρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

BNP Paribas SA

κατά

TR,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, N. Piçarra, N. Jääskinen (εισηγητή) και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η BNP Paribas SA, εκπροσωπούμενη από τον V. Bringer, τη N. Coutrelis και τον M. Lévis, avocats,

ο TR, εκπροσωπούμενος από τους A. Lyon-Caen, T. Lyon-Caen και F. Thiriez, avocats,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Daniel και A.‑L. Desjonquères,

η Ελβετική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις N. Marville-Dosen και J. Schickel-Küng,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Noë και W. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 33 και 36 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της BNP Paribas SA και του TR, σχετικά με την απόλυσή του, η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεως αγγλικού δικαστηρίου, αμφισβητούνται δε τα αποτελέσματα της εν λόγω αποφάσεως επί του παραδεκτού αγωγής ασκηθείσας μεταγενεστέρως ενώπιον γαλλικών δικαστηρίων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός 44/2001

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 16 και 19 του κανονισμού 44/2001 έχουν ως εξής:

«(2)

Ορισμένες διαφορές μεταξύ των εθνικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Είναι ουσιώδης η θέσπιση διατάξεων σχετικά με την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και σχετικά με την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων κρατών μελών που δεσμεύονται από τον ανά χείρας κανονισμό.

[…]

(6)

Για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο κοινοτικό νομοθέτημα.

[…]

(16)

Η αμοιβαία εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος, χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία, εκτός σε περίπτωση αμφισβήτησης.

[…]

(19)

Πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της [Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7)] και του ανά χείρας κανονισμού και γι’ αυτό τον σκοπό πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της [εν λόγω] σύμβασης […] από το Δικαστήριο […]».

4

Το άρθρο 33, περιλαμβανόμενο στο κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση, και δη στο τμήμα του 1 το οποίο επιγράφεται «Αναγνώριση», προβλέπει τα εξής:

«1.   Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.

2.   Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί.

3.   Αν η επίκληση της αναγνώρισης γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.»

5

Στο εν λόγω τμήμα 1, το άρθρο 36 του κανονισμού 44/2001 ορίζει τα εξής:

«Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.»

6

Ο ανωτέρω κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ο κανονισμός 44/2001 συνεχίζει να διέπει τις αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών οι οποίες ασκήθηκαν πριν από την 10η Ιανουαρίου 2015 και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 44/2001.

Η συμφωνία αποχώρησης

7

Η συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ 2020, L 29, σ. 7, στο εξής: συμφωνία αποχώρησης) συνήφθη στις 17 Οκτωβρίου 2019 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2020.

8

Το άρθρο 67 της ως άνω συμφωνίας, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, και σχετική συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών», προβλέπει στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ακόλουθες πράξεις ή διατάξεις εφαρμόζονται ως εξής σε σχέση με την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, δημόσιων εγγράφων, δικαστικών συμβιβασμών και συμφωνιών:

α)

ο κανονισμός […] 1215/2012 εφαρμόζεται στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται σε σχέση με αγωγές που ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου […]».

9

Το άρθρο 126 της συμφωνίας αποχώρησης προβλέπει μεταβατική περίοδο η οποία αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020, κατά τη διάρκεια της οποίας, σύμφωνα με το άρθρο 127, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της ίδιας συμφωνίας, το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη συμφωνία αποχώρησης.

Το εθνικό δίκαιο

Το γαλλικό δίκαιο

10

Το άρθρο L. 1234-5, πρώτο εδάφιο, του code du travail (εργατικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Όταν ο εργαζόμενος δεν παρέχει εργασία κατά τη διάρκεια του χρόνου προειδοποίησης, δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα.»

11

Κατά το άρθρο L. 1234-9, πρώτο εδάφιο, του ως άνω κώδικα:

«Ο εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ο οποίος απολύεται […], δικαιούται αποζημίωση απόλυσης, εκτός αν συντρέχει περίπτωση σοβαρού παραπτώματος.»

12

Κατά το άρθρο L. 1235-3 του εν λόγω κώδικα, αν η απόλυση εργαζομένου επέρχεται για αιτία που δεν είναι πραγματική και σοβαρή, το δικαστήριο μπορεί να προτείνει την επαναπρόσληψη του εργαζομένου στην επιχείρηση, με διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων του, και, εάν ένα από τα δύο μέρη αρνηθεί την επαναπρόσληψη, το δικαστήριο επιδικάζει στον εργαζόμενο αποζημίωση η οποία βαρύνει τον εργοδότη.

13

Το άρθρο R. 1452-6 του ίδιου κώδικα, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το διάταγμα 2016-660, της 20ής Μαΐου 2016, σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης από τα δικαστήρια εργατικών διαφορών και την εκδίκαση εργατικών διαφορών (JORF της 25ης Μαΐου 2016, κείμενο αριθ. 30), όριζε τα εξής:

«Όλες οι αξιώσεις που σχετίζονται με σύμβαση εργασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων, ανεξαρτήτως του αν ασκούνται από τον ενάγοντα ή τον εναγόμενο, αποτελούν αντικείμενο μίας μόνον δίκης.

Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται όταν η βάση των αξιώσεων προκύπτει ή αποκαλύπτεται μετά την άσκηση αγωγής στο conseil de prud’hommes [(δικαστήριο εργατικών διαφορών)].»

Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

14

Ο Employment Rights Act 1996 (νόμος του 1996 περί των εργασιακών δικαιωμάτων, στο εξής: ERA 1996) περιλαμβάνει το μέρος X, το οποίο επιγράφεται «Καταχρηστική απόλυση».

15

Το κεφάλαιο I του ανωτέρω μέρους Χ, με τίτλο «Δικαίωμα μη καταχρηστικής απολύσεως», περιλαμβάνει το άρθρο 98, το οποίο έχει ως εξής:

«(1) Κατά τη λήψη αποφάσεως, για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, σχετικά με το αν η απόλυση εργαζομένου είναι δικαιολογημένη ή καταχρηστική, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει:

(a)

τον λόγο (ή, εάν υπάρχουν πλείονες του ενός, τον κύριο λόγο) της απόλυσης, και

(b)

ότι πρόκειται είτε για λόγο που εμπίπτει στην παράγραφο (2) είτε για άλλο ουσιαστικό λόγο ικανό να δικαιολογήσει την απόλυση εργαζομένου που κατέχει τη θέση που κατείχε ο εργαζόμενος.

(2) Ένας λόγος εμπίπτει στην παρούσα παράγραφο εάν:

[…]

(b)

αφορά τη συμπεριφορά του εργαζομένου.

[…]

(4) Όταν ο εργοδότης έχει συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις της παραγράφου (1), η απόφαση σχετικά με το αν η απόλυση είναι δικαιολογημένη ή καταχρηστική (βάσει του λόγου που αποδεικνύει ο εργοδότης):

(a)

εξαρτάται από το αν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις (συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους και των διοικητικών πόρων της επιχείρησης του εργοδότη), ο εργοδότης ενήργησε κατά τρόπο εύλογο ή όχι, θεωρώντας τον λόγο αυτό ως βάσιμο λόγο απόλυσης του εργαζομένου, και

(b)

εκδίδεται με δίκαιη κρίση και κατόπιν εξετάσεως του βασίμου των στοιχείων της δικογραφίας.

[…]»

16

Το κεφάλαιο II του εν λόγω μέρους X, με τίτλο «Αγωγή λόγω καταχρηστικής απολύσεως», περιλαμβάνει το άρθρο 118 κατά το οποίο, όταν ένα δικαστήριο επιδικάζει αποζημίωση λόγω καταχρηστικής απολύσεως σύμφωνα με τα άρθρα 112 (4) και 117 (3), η αποζημίωση αυτή συνίσταται, αφενός, σε basic award (βασική αποζημίωση) και, αφετέρου, σε compensatory award (αντισταθμιστική αποζημίωση).

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Στις 25 Αυγούστου 1998, δυνάμει συμβάσεως αγγλικού δικαίου, η BNP Paribas, πρώην BNP SA, προσέλαβε τον εναγόμενο της κύριας δίκης προκειμένου να εργασθεί στο υποκατάστημα της εν λόγω γαλλικής εταιρίας στο Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο).

18

Στις 2 Απριλίου 2009 τα συμβαλλόμενα μέρη υπέγραψαν σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, διεπόμενη από το γαλλικό δίκαιο, η οποία προέβλεπε την απόσπαση του ενδιαφερομένου στη Σιγκαπούρη. Εν συνεχεία, δυνάμει της από 16 Αυγούστου 2010 τροποποιητικής πράξεως της ως άνω συμβάσεως, ο ενδιαφερόμενος τοποθετήθηκε στο υποκατάστημα του Λονδίνου.

19

Με επιστολή της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, ο εναγόμενος της κύριας δίκης απολύθηκε λόγω σοβαρού παραπτώματος, εξαιτίας γεγονότων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της αποσπάσεώς του στη Σινγκαπούρη, αμφισβήτησε δε τη νομιμότητα της εν λόγω απολύσεως.

20

Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι στις 20 Δεκεμβρίου 2013 ο εν λόγω εργαζόμενος άσκησε ενώπιον του Employment Tribunal, London Central (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Λονδίνου, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: αγγλικό δικαστήριο) αγωγή με αίτημα τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απολύσεώς του και την επιδίκαση αποζημιώσεως για τον λόγο αυτόν, επιφυλασσόμενος παράλληλα να προβάλει και περαιτέρω χρηματικές απαιτήσεις σε σχέση με τη λύση της συμβάσεως εργασίας του.

21

Με απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2014 (στο εξής: βρετανική απόφαση), το αγγλικό δικαστήριο έκρινε βάσιμη την αγωγή βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου και παρέπεμψε σε μεταγενέστερη επ’ ακροατηρίου συζήτηση τα λοιπά ζητήματα σχετικά με τα μέτρα αποκαταστάσεως της ζημίας. Η BNP Paribas κατέβαλε στον ενδιαφερόμενο το ποσό των 81 175 λιρών στερλινών (GBP) (περίπου 96517 ευρώ) ως αντισταθμιστική αποζημίωση. Στην ίδια απόφαση, το αγγλικό δικαστήριο διέλαβε, μεταξύ άλλων, ότι η BNP Paribas είχε επιβάλει κυρώσεις στον υπάλληλό της σύμφωνα με τον γαλλικό εργατικό κώδικα, αλλά ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της είχε δεχθεί να επιλυθεί η διαφορά βάσει του ERA 1996 και της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου.

22

Στις 27 Νοεμβρίου 2014 ο εν λόγω εργαζόμενος άσκησε αγωγή ενώπιον του conseil de prud’hommes de Paris (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Παρισίων, Γαλλία), ζητώντας να υποχρεωθεί η BNP Paribas να του καταβάλει διάφορα ποσά, και ειδικότερα αποζημίωση λόγω απολύσεως χωρίς πραγματική και σοβαρή αιτία, αντισταθμιστική αποζημίωση για το διάστημα του χρόνου προειδοποιήσεως, αποζημίωση απολύσεως, καθώς και τα προβλεπόμενα από τη σύμβαση εργασίας του επιμίσθια (bonus) και επιδόματα. Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2016, τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα διότι καλύπτονταν από το δεδικασμένο της βρετανικής αποφάσεως.

23

Με απόφαση της 22ας Μαΐου 2019, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων, Γαλλία) εξαφάνισε την απόφαση της 17ης Μαΐου 2016. Έκρινε ότι η βρετανική απόφαση είχε ισχύ δεδικασμένου, καθόσον έκρινε ότι η απόλυση δεν στηριζόταν σε πραγματική και σοβαρή αιτία, αλλά ότι εντούτοις τα αιτήματα που προέβαλε ο εργαζόμενος στη Γαλλία ήταν παραδεκτά. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επισήμανε ότι η ασκηθείσα ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου αγωγή ανέφερε ρητώς ότι ο ενδιαφερόμενος ζητούσε «βασική και αντισταθμιστική αποζημίωση», αλλά όχι «τις σχετικές με τη λύση της συμβάσεως εργασίας του αποζημιώσεις και παροχές της εργατικής νομοθεσίας», τις οποίες σκόπευε να διεκδικήσει με αγωγή ενώπιον άλλου δικαστηρίου. Το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισίων) έκρινε ότι τα αφορώντα χρηματικές αξιώσεις αιτήματα τα οποία είχαν προβληθεί ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου δεν ήταν τα ίδια και δεν στηρίζονταν στην ίδια αιτία με εκείνα που προβλήθηκαν ενώπιον του, οπότε δεν μπορούσε να τους αντιταχθεί η ισχύς του δεδικασμένου. Υποχρέωσε την BNP Paribas να καταβάλει αποζημίωση λόγω απολύσεως χωρίς πραγματική και σοβαρή αιτία, αντισταθμιστική αποζημίωση για το διάστημα του χρόνου προειδοποιήσεως, αποζημίωση απολύσεως, καθώς και τα οφειλόμενα επιμίσθια και επιδόματα, κατ’ εφαρμογήν του γαλλικού δικαίου και της επίμαχης στην κύρια δίκη συμβάσεως εργασίας.

24

Η BNP Paribas άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία. Επικαλείται, ειδικότερα, το άρθρο 33 του κανονισμού 44/2001 για να υποστηρίξει ότι, λόγω της βρετανικής αποφάσεως, τα γαλλικά δικαστήρια δεν είχαν την εξουσία να εξετάσουν τα αιτήματα τα οποία προέβαλε ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος. Συναφώς, κατά πρώτον, υποστηρίζει ότι η ένσταση δεδικασμένου θα έπρεπε να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη του κύρους και της αποτελεσματικότητας με την οποία εξοπλίζεται η αλλοδαπή απόφαση στο κράτος μέλος στο οποίο έχει εκδοθεί και ότι θα έπρεπε να διερευνηθεί αν η εν λόγω απόφαση κώλυε τους δικαστές άλλου κράτους μέλους να αποφανθούν επί των αιτημάτων που θα μπορούσαν να έχουν προβληθεί ήδη στο πλαίσιο της δίκης που κινήθηκε στο πρώτο αυτό κράτος. Κατά δεύτερον, η BNP Paribas υποστηρίζει ότι, στη διαφορά της κύριας δίκης, τα αιτήματα που προέβαλε στη Γαλλία ο εργαζόμενος έχουν το ίδιο αντικείμενο, ήτοι την επιδίκαση αποζημιώσεως για τις συνέπειες της απολύσεώς του, και στηρίζονται στην ίδια αιτία, ήτοι τη σύμβαση εργασίας που υπογράφηκε στις 2 Απριλίου 2009, με εκείνα των οποίων είχε ήδη επιληφθεί το αγγλικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα να προσκρούουν στο δεδικασμένο το οποίο παράγει η απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, να είναι απαράδεκτα.

25

Συναφώς, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) διερωτάται, πρώτον, αν, υπό το πρίσμα των άρθρων 33 και 36 του κανονισμού 44/2001, η αναγνώριση αποφάσεως εκδοθείσας από δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να καταστήσει απαράδεκτη αγωγή μεταξύ των ίδιων διαδίκων στηριζόμενη στην ίδια σύμβαση, η οποία ασκήθηκε μεταγενεστέρως σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί αιτημάτων τα οποία δεν προβλήθηκαν ενώπιον του εν λόγω αλλοδαπού δικαστηρίου, στην περίπτωση κατά την οποία το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως, ήτοι του πρώτου κράτους, προβλέπει κανόνα περί σωρεύσεως των αιτημάτων ή περί μίας και μόνον δίκης και, ενδεχομένως, το δίκαιο του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, ήτοι του δεύτερου κράτους, προβλέπει παρόμοιο κανόνα.

26

Κατά το αιτούν δικαστήριο, εν προκειμένω, όσον αφορά το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, η BNP Paribas επικαλείται τον κανόνα της «abuse of process» που απορρέει από την απόφαση Henderson κατά Henderson, της 20ής Ιουλίου 1843, του Court of Chancery (England & Wales) [δικαστηρίου Chancery (Αγγλίας και Ουαλίας), Ηνωμένο Βασίλειο], ο οποίος «επιβάλλει στους διαδίκους, όταν το ζήτημά τους καθίσταται αντικείμενο διαφοράς ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, να φέρουν το σύνολο της υπόθεσής τους ενώπιον του δικαστηρίου αυτού προκειμένου να καταστεί δυνατή η οριστική επίλυση όλων των πτυχών του ζητήματος αυτού, υπό την επιφύλαξη ασκήσεως εφέσεως». Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, ο λεγόμενος κανόνας της «μίας και μόνης δίκης» του άρθρου R. 1452-6 του code du travail (εργατικού κώδικα), ο οποίος προβλέπει ότι όλες οι αξιώσεις που σχετίζονται με σύμβαση εργασίας μεταξύ των ίδιων διαδίκων πρέπει κατ’ αρχήν να αποτελούν αντικείμενο μίας και μόνης δίκης, εξακολουθούσε να ισχύει κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ήχθη η υπόθεση ενώπιον του conseil de prud’hommes de Paris (δικαστηρίου εργατικών διαφορών Παρισίων).

27

Δεύτερον, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι δεν τίθεται ζήτημα απαραδέκτου λόγω των αποτελεσμάτων τα οποία παράγει αλλοδαπή απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 36 του κανονισμού 44/2001, υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις συνέπειες της ενδεχόμενης ταυτότητας της «αιτίας» και του «αντικειμένου» για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 33 και 36 του ανωτέρω κανονισμού, ιδίως λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων αιτημάτων που προβλήθηκαν, εν προκειμένω, ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου και ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων αντιστοίχως.

28

Στο πλαίσιο αυτό, αφενός, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν πρέπει να χαρακτηρίζονται ως έχοντα «το ίδιο αντικείμενο» όλα τα αιτήματα με τα οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικών ποσών για τη μη εκπλήρωση υποχρεώσεων απορρεουσών από την ίδια σύμβαση εργασίας, ή αν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αιτημάτων αυτών αναλόγως του αν αφορούν είτε υποχρεώσεις συμφυείς προς την εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας είτε υποχρεώσεις απορρέουσες από τη λύση της.

29

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν υφίσταται ταυτότητα «αντικειμένου» μεταξύ, αφενός, της αντισταθμιστικής αποζημιώσεως που οφείλεται σε περίπτωση καταχρηστικής απολύσεως, όπως η προβλεπόμενη στο δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου από τον ERA 1996, και, αφετέρου, της αποζημιώσεως που οφείλεται σε περίπτωση απολύσεως χωρίς πραγματική και σοβαρή αιτία, όπως αυτή που προβλέπει το γαλλικό δίκαιο στο άρθρο L. 1235-3 του code du travail (εργατικού κώδικα), ή, ενδεχομένως, της αντισταθμιστικής αποζημιώσεως για το διάστημα του χρόνου προειδοποιήσεως και της αποζημιώσεως απολύσεως, όπως αυτές που προβλέπονται αντιστοίχως στο άρθρο L. 1234-5, πρώτο εδάφιο, και στο άρθρο L. 1234-9, πρώτο εδάφιο, του ανωτέρω κώδικα.

30

Τρίτον και τελευταίον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν μια αγωγή όπως είναι η αγωγή λόγω καταχρηστικής απολύσεως που υφίσταται στο Ηνωμένο Βασίλειο και μια αγωγή με σκοπό την καταβολή επιμισθίων ή επιδομάτων που προβλέπονται από σύμβαση εργασίας πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν την «ίδια αιτία» και το «ίδιο αντικείμενο», όταν αμφότερες στηρίζονται στην ίδια συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων.

31

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχουν τα άρθρα 33 και 36 του κανονισμού [44/2001] την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως της αποφάσεως προσδίδει στην απόφαση αυτή τέτοια ισχύ, ώστε να κωλύεται η άσκηση νέας αγωγής από τους ίδιους διαδίκους προκειμένου να κριθούν αιτήματα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της αρχικής δίκης, οι έννομες συνέπειες που αναπτύσσει η απόφαση αυτή στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, του οποίου η εφαρμοστέα ratione temporis εργατική νομοθεσία προέβλεπε αντίστοιχη υποχρέωση σωρεύσεως των αιτημάτων, απαγορεύουν στα δικαστήρια του τελευταίου αυτού κράτους να αποφανθούν επί των αιτημάτων αυτών;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχουν τα άρθρα 33 και 36 του κανονισμού [44/2001] την έννοια ότι αγωγή όπως αυτή της “unfair dismissal” (καταχρηστικής απόλυσης) στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο με αγωγή όπως η αγωγή απόλυσης χωρίς πραγματική και σοβαρή αιτία κατά το γαλλικό δίκαιο, με συνέπεια τα αιτήματα του εργαζομένου για την επιδίκαση αποζημίωσης λόγω απόλυσης χωρίς πραγματική και σοβαρή αιτία, αντισταθμιστικής αποζημίωσης για το διάστημα του χρόνου προειδοποίησης και αποζημίωσης απόλυσης, τα οποία υποβάλλονται ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου μετά την έκδοση αποφάσεως υπέρ του εργαζομένου στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την οποία διαπιστώνεται η “unfair dismissal” (καταχρηστική απόλυση) και επιδικάζεται αποζημίωση για την αιτία αυτή (“compensatory award”) (αντισταθμιστική αποζημίωση), να είναι απαράδεκτα; Είναι, συναφώς, αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποζημίωσης λόγω απόλυσης χωρίς πραγματική και σοβαρή αιτία, η οποία θα μπορούσε να έχει την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο με την “compensatory award” (αντισταθμιστική αποζημίωση), και, αφετέρου, της αποζημίωσης απόλυσης καθώς και της αποζημίωσης για το διάστημα του χρόνου προειδοποίησης, οι οποίες, κατά το γαλλικό δίκαιο, οφείλονται όταν η απόλυση στηρίζεται σε πραγματική και σοβαρή αιτία, αλλά δεν οφείλονται σε περίπτωση απόλυσης λόγω σοβαρού παραπτώματος;

3)

Ομοίως, έχουν τα άρθρα 33 και 36 του κανονισμού [44/2001] την έννοια ότι μια αγωγή όπως αυτή της “unfair dismissal” (καταχρηστικής απόλυσης) στο Ηνωμένο Βασίλειο και μια αγωγή με αίτημα την καταβολή επιμισθίων ή επιδομάτων που προβλέπονται στη σύμβαση εργασίας έχουν την ίδια αιτία και το ίδιο αντικείμενο, εφόσον οι αγωγές αυτές βασίζονται στην ίδια συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

32

Κατά πρώτον, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής ratione temporis του κανονισμού 44/2001, παρατηρείται ότι ο συγκεκριμένος κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1215/2012, αλλά ότι, δυνάμει του άρθρου 66, παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/2012, ο κανονισμός 44/2001 εξακολουθεί να εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών που ασκήθηκαν πριν από τις 10 Ιανουαρίου 2015.

33

Επομένως, στο πλαίσιο αιτήσεως αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να καθορισθεί ποιος από τους δύο αυτούς κανονισμούς έχει εφαρμογή ratione temporis, πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της οποίας ζητείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2019, Weil, C‑361/18, EU:C:2019:473, σκέψη 24).

34

Εν προκειμένω, η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της οποίας την αναγνώριση αφορά η κύρια δίκη ασκήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2013 ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου. Επομένως, ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί το αιτούν δικαστήριο.

35

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής ratione loci του κανονισμού 44/2001 παρά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας αποχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα της 126 και 127, ο κανονισμός 1215/2012 εφαρμόζεται, στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, στην αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων που εκδίδονται επί αγωγών που ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, ήτοι πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2020.

36

Επομένως, οι περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διατάξεις του κανονισμού 44/2001, ο οποίος είχε ήδη καταργηθεί και αντικατασταθεί από τον κανονισμό 1215/2012 κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας αποχώρησης, εξακολουθούν επίσης να εφαρμόζονται υπό τις ίδιες προϋποθέσεις.

37

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η βρετανική απόφαση της οποίας η αναγνώριση ζητείται στη Γαλλία εκδόθηκε στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας στις 20 Δεκεμβρίου 2013, ο κανονισμός 44/2001 έχει εφαρμογή ratione loci στη διαφορά της κύριας δίκης.

38

Κατά τρίτον, όσον αφορά την ερμηνεία του κανονισμού 44/2001, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική του σκέψη 19 και στο μέτρο που ο εν λόγω κανονισμός αντικαθιστά, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, τη Σύμβαση, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές Συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών), η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις της ως άνω Συμβάσεως ισχύει και για τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όταν οι διατάξεις των δύο αυτών νομοθετημάτων έχουν αντίστοιχο περιεχόμενο (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ., C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων τις οποίες ειδικώς αφορά η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι τέτοια αντιστοιχία περιεχομένου υφίσταται μεταξύ, αφενός, των άρθρων 26 και 29 της Συμβάσεως των Βρυξελλών και, αφετέρου, των άρθρων 33 και 36 του κανονισμού 44/2001, καθόσον το κείμενο των πρώτων αυτών άρθρων επαναλαμβάνεται κατ’ ουσίαν στα δεύτερα άρθρα. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τα μεν ισχύει και για τα δε.

40

Κατά τέταρτον και τελευταίον, όσον αφορά το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να διευκρινισθεί, αφενός, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση αντιστοιχεί στην περίπτωση του άρθρου 33, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, ήτοι στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση της αναγνωρίσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε κράτος μέλος, το οποίο καλείται «κράτος μέλος προελεύσεως», γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους, το οποίο καλείται «κράτος μέλος αναγνωρίσεως». Αφετέρου, από την έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, την οποία συνέταξε ο P. Jenard (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29), προκύπτει ότι το άρθρο 26, τρίτο εδάφιο, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 33, παράγραφος 3, του κανονισμού 44/2001, «αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η επίκληση της αναγνωρίσεως γίνεται παρεμπιπτόντως, ήτοι ως ένσταση δεδικασμένου στο πλαίσιο άλλης δίκης», προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο η άσκηση εντός αυτού του άλλου κράτους μέλους αγωγών για ζητήματα πανομοιότυπα με εκείνα τα οποία επέλυσε η εν λόγω απόφαση να θέσει εν αμφιβόλω την τελευταία.

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

41

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 33 του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο του 36, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει η αναγνώριση, στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, αποφάσεως σχετικής με σύμβαση εργασίας, η οποία εκδόθηκε στο κράτος μέλος προελεύσεως, να συνεπάγεται το απαράδεκτο των αιτημάτων που προβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, για τον λόγο ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως προβλέπει δικονομικό κανόνα περί σωρεύσεως όλων των αιτημάτων που αφορούν την ίδια σύμβαση εργασίας.

42

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως τόνισε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών του, η έννοια της «αναγνωρίσεως» δεν ορίζεται στον κανονισμό 44/2001, ο οποίος απλώς και μόνον προβλέπει, στο άρθρο 33, παράγραφος 1, ότι η απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία και, στο άρθρο 36, ότι αποκλείεται σε κάθε περίπτωση η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως.

43

Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του (αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ., C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψη 25, και της 7ης Μαρτίου 2018, E.ON Czech Holding, C‑560/16, EU:C:2018:167, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Από δε τις αιτιολογικές σκέψεις του 2, 6 και 16 προκύπτει ότι ο κανονισμός 44/2001 αποσκοπεί, ιδίως, στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις οι οποίες έχουν εκδοθεί στα δεσμευόμενα από τον εν λόγω κανονισμό κράτη μέλη, ενοποιώντας τους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας και απλοποιώντας τις διατυπώσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση και εκτέλεση των εν λόγω αποφάσεων (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2018, Società Immobiliare Al Bosco, C‑379/17, EU:C:2018:806, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Aktiva Finants, C‑433/18, EU:C:2019:1074, σκέψη 25).

45

Όσον αφορά το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 44/2001, η αιτιολογική του σκέψη 16 υπογραμμίζει τη σημασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης στην απονομή της δικαιοσύνης εντός της Ένωσης, κατά μείζονα λόγο όταν τα δικαστήρια των κρατών μελών καλούνται να εφαρμόσουν κοινούς κανόνες δικαιοδοσίας. Η εν λόγω αμοιβαία εμπιστοσύνη δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται σε κράτος μέλος, όπως προβλέπει το άρθρο 33, παράγραφος 1, του ανωτέρω κανονισμού, και έχει ως συνέπεια να αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρησή τους, όπως απαιτεί το άρθρο 36 του ίδιου κανονισμού (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ., C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψεις 28, 35 και 37· της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Salzgitter Mannesmann Handel, C‑157/12, EU:C:2013:597, σκέψεις 31 και 32, καθώς και της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 40).

46

Η εν λόγω εμπιστοσύνη προϋποθέτει επίσης ότι οι διατάξεις περί της αρχής της αναγνωρίσεως μιας τέτοιας αποφάσεως, όπως αυτές του άρθρου 33 του κανονισμού 44/2001, δεν ερμηνεύονται στενά, ενώ οι διατάξεις με τις οποίες εισάγονται εξαιρέσεις από την ανωτέρω αρχή πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ., C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψεις 28 και 30· της 16ης Ιουλίου 2015, Diageo Brands, C‑681/13, EU:C:2015:471, σκέψη 41, καθώς και της 20ής Ιουνίου 2022, London Steam-Ship Owners’ Mutual Insurance Association, C‑700/20, EU:C:2022:488, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Στο πλαίσιο αυτό, όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο παραπέμποντας στην έκθεση του P. Jenard που μνημονεύεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, η αναγνώριση πρέπει «να έχει ως αποτέλεσμα να προσδίδει στις αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος εκδόσεώς τους». Επομένως, αλλοδαπή απόφαση η οποία έχει αναγνωρισθεί δυνάμει του άρθρου 33 του κανονισμού 44/2001 πρέπει, κατ’ αρχήν, να παράγει στο κράτος αναγνωρίσεως τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα που αναπτύσσει στο κράτος προελεύσεως (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Gothaer Allgemeine Versicherung κ.λπ., C‑456/11, EU:C:2012:719, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 42 έως 52 των προτάσεών του, από την ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι, όταν γίνεται επίκληση, βάσει του κανονισμού 44/2001, της αναγνωρίσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε κράτος μέλος, πρέπει κατ’ αρχήν, αφενός, να γίνεται παραπομπή αποκλειστικώς και μόνον στους κανόνες δικαίου του κράτους μέλους προελεύσεως για να προσδιορισθούν τα αποτελέσματα που η απόφαση αυτή πρέπει να παράγει στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως και, αφετέρου, να προσδίδεται σε μια τέτοια απόφαση το κύρος και η αποτελεσματικότητα την οποία έχει στο κράτος μέλος προελεύσεως.

49

Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το δίκαιο του κράτους μέλους προελεύσεως επιβάλλει, επί ποινή απαραδέκτου, στους διαδίκους τη σώρευση όλων των σχετικών με την ίδια έννομη σχέση αιτημάτων τους ώστε να αποτελέσουν το αντικείμενο μίας και μόνον δίκης. Επομένως, πρέπει να καθορισθεί αν ένας τέτοιος δικονομικός κανόνας άπτεται του κύρους και της αποτελεσματικότητας αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος μέλος προελεύσεως όταν αυτή αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτα τα νέα αιτήματα τα οποία προβάλλονται μεταγενεστέρως ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως μεταξύ των ίδιων διαδίκων και βάσει της ίδιας έννομης σχέσεως.

50

Συναφώς, επισημαίνεται ότι ένας τέτοιος κανόνας του εσωτερικού δικαίου περί σωρεύσεως των αιτημάτων είναι δικονομικής φύσεως και έχει ως σκοπό να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα αιτήματα που συνδέονται με μία και την αυτή έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων να αποτελέσουν αντικείμενο πληθώρας δικών, τόσο προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όσο και προς το συμφέρον των ενδιαφερομένων διαδίκων. Ένας τέτοιος κανόνας, όμως, δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση του κύρους και της αποτελεσματικότητας που έχει μια απόφαση στο κράτος μέλος εκδόσεώς της, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω κανόνας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων τα οποία προσδίδονται σε απόφαση της οποίας την αναγνώριση επικαλείται διάδικος, προκειμένου να αμφισβητήσει το παραδεκτό αγωγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων, η οποία αφορά την ίδια έννομη σχέση και ασκήθηκε σε άλλο κράτος μέλος σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής.

51

Όπως υπογράμμισε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 58 έως 62 των προτάσεών του, τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα ενείχε τον κίνδυνο να θέσει εν αμφιβόλω την εφαρμογή των διατάξεων περί αναγνωρίσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού 44/2001, και θα μπορούσε επίσης να υπονομεύσει την εφαρμογή των διατάξεων που καθορίζουν με ενιαίο τρόπο τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων των κρατών μελών, οι οποίες περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο II του εν λόγω κανονισμού, καθόσον θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια να εμποδίζεται διάδικος να προβάλλει νέα αιτήματα ενώπιον δικαστηρίου το οποίο εντούτοις ορίζεται ως αρμόδιο βάσει του ίδιου κανονισμού.

52

Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι, ναι μεν η αναγνώριση πρέπει να έχει ως συνέπεια, κατ’ αρχήν, να προσδίδει στις αλλοδαπές αποφάσεις το κύρος και την αποτελεσματικότητα που απολαύουν στο κράτος μέλος εκδόσεώς τους, πλην όμως η κατάσταση διαφέρει στο στάδιο εκτελέσεως ορισμένης αποφάσεως, διότι στο στάδιο αυτό δεν υπάρχει λόγος να προσδίδονται στην απόφαση ιδιότητες που στερείται στο κράτος μέλος προελεύσεως ή αποτελέσματα τα οποία δεν θα παρήγε ομοειδής απόφαση που θα εκδιδόταν απευθείας στο κράτος μέλος εκτελέσεως (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2009, Αποστολίδης, C‑420/07, EU:C:2009:271, σκέψη 66, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, Società Immobiliare Al Bosco, C‑379/17, EU:C:2018:806, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Ομοίως, όταν αλλοδαπή απόφαση αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, αυτή ενσωματώνεται στην έννομη τάξη του εν λόγω κράτους μέλους και εφαρμόζονται οι δικονομικοί κανόνες του κράτους αυτού.

54

Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει ποιοι είναι οι δικονομικοί κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται κατόπιν της αναγνωρίσεως της αποφάσεως που εκδόθηκε στο κράτος μέλος προελεύσεως και ποιες είναι οι ενδεχόμενες δικονομικές συνέπειες όσον αφορά τα μεταγενεστέρως προβληθέντα αιτήματα.

55

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 33 του κανονισμού 44/2001, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο του 36, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει η αναγνώριση, στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, αποφάσεως σχετικής με σύμβαση εργασίας, η οποία εκδόθηκε στο κράτος μέλος προελεύσεως, να συνεπάγεται το απαράδεκτο των αιτημάτων που προβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, για τον λόγο ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως προβλέπει δικονομικό κανόνα περί σωρεύσεως όλων των αιτημάτων που αφορούν την ίδια σύμβαση εργασίας, υπό την επιφύλαξη των δικονομικών κανόνων του κράτους μέλους αναγνωρίσεως οι οποίοι μπορούν να εφαρμοσθούν άπαξ και πραγματοποιηθεί η αναγνώριση της αποφάσεως.

Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

56

Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

57

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο του 36,

 

έχει την έννοια ότι:

 

δεν επιτρέπει η αναγνώριση, στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως, αποφάσεως σχετικής με σύμβαση εργασίας, η οποία εκδόθηκε στο κράτος μέλος προελεύσεως, να συνεπάγεται το απαράδεκτο των αιτημάτων που προβάλλονται ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αναγνωρίσεως, για τον λόγο ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους προελεύσεως προβλέπει δικονομικό κανόνα περί σωρεύσεως όλων των αιτημάτων που αφορούν την ίδια σύμβαση εργασίας, υπό την επιφύλαξη των δικονομικών κανόνων του κράτους μέλους αναγνωρίσεως οι οποίοι μπορούν να εφαρμοσθούν άπαξ και πραγματοποιηθεί η αναγνώριση της αποφάσεως.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top