Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0407

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 8ης Ιουνίου 2023.
Union fédérale des consommateurs - Que choisir (UFC - Que choisir) και Consommation, logement et cadre de vie (CLCV) κατά Premier ministre και Ministre de l’Économie, des Finances et de la Relance.
Αίτηση του Conseil d'État (Γαλλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕE) 2015/2302 – Άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4 – Καταγγελία σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Πανδημία της νόσου COVID‑19 – Επιστροφή των ποσών που ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης κατέβαλε για το πακέτο – Επιστροφή υπό μορφή χρηματικού ποσού ή επιστροφή με ισοδύναμη παροχή, υπό μορφή πίστωσης (“κουπονιού”) – Υποχρέωση επιστροφής στον ταξιδιώτη το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της οικείας σύμβασης – Προσωρινή παρέκκλιση από την εν λόγω υποχρέωση – Προσαρμογή των διαχρονικών αποτελεσμάτων απόφασης η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και ακυρώνει εθνική ρύθμιση αντιβαίνουσα στην εν λόγω υποχρέωση.
Υπόθεση C-407/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:449

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οργανωμένα ταξίδια και συνδεδεμένοι ταξιδιωτικοί διακανονισμοί – Οδηγία (ΕΕ) 2015/2302 – Άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4 – Καταγγελία σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού – Αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις – Πανδημία της νόσου COVID‑19 – Επιστροφή των ποσών που ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης κατέβαλε για το πακέτο – Επιστροφή υπό μορφή χρηματικού ποσού ή επιστροφή με ισοδύναμη παροχή, υπό μορφή πίστωσης (“κουπονιού”) – Υποχρέωση επιστροφής στον ταξιδιώτη το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της οικείας σύμβασης – Προσωρινή παρέκκλιση από την εν λόγω υποχρέωση – Προσαρμογή των διαχρονικών αποτελεσμάτων απόφασης η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και ακυρώνει εθνική ρύθμιση αντιβαίνουσα στην εν λόγω υποχρέωση»

Στην υπόθεση C‑407/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Union fédérale des consommateurs – Que choisir (UFC – Que choisir),

Consommation, logement et cadre de vie (CLCV)

κατά

Premier ministre,

Ministre de l’Économie, des Finances et de la Relance,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Union fédérale des consommateurs – Que choisir (UFC – Que choisir) και η Consommation, logement et cadre de vie (CLCV), εκπροσωπούμενες από τους R. Froger και A. Londoño López, avocats,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Daniel και τον A. Ferrand,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους S. Baeyens, P. Cottin και T. Willaert,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις V. Pasternak Jørgensen και M. Søndahl Wolff,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τους F. Severi και M. Cherubini, avvocati dello Stato,

η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. V. Drugda, S. Ondrášiková και B. Ricziová,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.-R. Killmann, την I. Rubene και την C. Valero,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 326, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Union fédérale des consommateurs – Que choisir (UFC – Que choisir) και της Consommation, logement et cadre de vie (CLCV) και, αφετέρου, του Premier ministre (Πρωθυπουργού, Γαλλία) και του ministre de l’Économie, des Finances et de la Relance (Υπουργού Οικονομίας, Οικονομικών και Ανάκαμψης, Γαλλία), σχετικά με αίτηση ακυρώσεως, λόγω υπερβάσεως εξουσίας, του διατάγματος 2020-315, της 25ης Μαρτίου 2020, περί των οικονομικών προϋποθέσεων λύσεως ορισμένων συμβάσεων τουριστικών ταξιδιών και διαμονής σε περίπτωση έκτακτων και αναπόφευκτων περιστάσεων ή ανωτέρας βίας (JORF της 26ης Μαρτίου 2020, κείμενο αριθ. 35) (στο εξής: διάταγμα 2020-315).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2015/2302

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 31 και 46 της οδηγίας 2015/2302 έχουν ως εξής:

«(5)

[…] Η εναρμόνιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από συμβάσεις οργανωμένων ταξιδιών και συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς είναι αναγκαία για τη δημιουργία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς των καταναλωτών στον εν λόγω τομέα, επιτυγχάνοντας τη σωστή ισορροπία μεταξύ μιας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

[…]

(31)

Οι ταξιδιώτες θα πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου, έναντι καταβολής εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας, στην οποία συνυπολογίζεται η αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και τα έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να λύουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού χωρίς χρέωση καταγγελίας όταν αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού.

[…]

(46)

Θα πρέπει επίσης να επιβεβαιωθεί ότι οι ταξιδιώτες δεν μπορούν να παραιτηθούν από τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία και ότι οι διοργανωτές ή οι έμποροι που διευκολύνουν συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις υποχρεώσεις τους ισχυριζόμενοι ότι ενεργούν απλώς ως πάροχοι ταξιδιωτικών υπηρεσιών, μεσάζοντες ή υπό οιαδήποτε άλλη ιδιότητα.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς.»

5

Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

6.

ως “ταξιδιώτης” νοείται κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να συνάψει σύμβαση που εμπίπτει στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή έχει δικαίωμα να ταξιδέψει βάσει μιας τέτοιας σύμβασης·

[…]

8.

ως “διοργανωτής” νοείται ο έμπορος που συνδυάζει και πωλεί ή προσφέρει προς πώληση πακέτα, είτε απευθείας είτε μέσω άλλου εμπόρου είτε από κοινού με άλλον έμπορο […]

[…]

12.

ως “αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις” νοούνται καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα·

[…]».

6

Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίπεδο εναρμόνισης», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δεν διατηρούν ούτε εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών διατάξεων που θα εξασφάλιζαν διαφορετικό επίπεδο προστασίας του ταξιδιώτη, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.»

7

Το άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και δικαίωμα υπαναχώρησης πριν από την έναρξη του πακέτου», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου. Αν ο ταξιδιώτης καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, μπορεί να του ζητηθεί η καταβολή εύλογης και δικαιολογημένης χρέωσης καταγγελίας στον διοργανωτή. […]

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας σε περίπτωση αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν δικαιούται πρόσθετη αποζημίωση.

3.   Ο διοργανωτής δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, αλλά δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση, εάν:

[…]

β)

ο διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου.

4.   Ο διοργανωτής πραγματοποιεί τις επιστροφές που απαιτούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ή, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 1, επιστρέφει κάθε ποσό που έχει καταβληθεί από ή εκ μέρους του ταξιδιώτη για το πακέτο μείον την κατάλληλη χρέωση καταγγελίας. Οι επιστροφές των εν λόγω ποσών στον ταξιδιώτη πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών μετά την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

[…]»

8

Το άρθρο 23 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», ορίζει τα εξής:

«[…]

2.   Οι ταξιδιώτες δεν μπορούν να παραιτηθούν των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζουν τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας.

3.   Οποιαδήποτε συμβατική ρύθμιση ή δήλωση του ταξιδιώτη με την οποία, άμεσα ή έμμεσα, παραιτείται των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στους ταξιδιώτες ή περιορίζονται τα δικαιώματα που του παρέχονται από την παρούσα οδηγία ή η οποία έχει ως στόχο την καταστρατήγηση της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δεν είναι δεσμευτική για τον ταξιδιώτη.»

Η σύσταση (ΕΕ) 2020/648

9

Η σύσταση (ΕΕ) 2020/648 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2020, σχετικά με τα κουπόνια που προσφέρονται σε επιβάτες και ταξιδιώτες ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της επιστροφής εξόδων για ματαιωθείσες υπηρεσίες οργανωμένων ταξιδιών και μεταφορών στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19 (ΕΕ 2020, L 151, σ. 10), αναφέρει στις αιτιολογικές σκέψεις 9, 13 έως 15, 21 και 22 τα εξής:

«(9)

Η οδηγία [2015/2302] προβλέπει ότι, εάν οργανωμένο ταξίδι ακυρωθεί λόγω “αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων”, οι ταξιδιώτες έχουν το δικαίωμα να λάβουν επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί για το οργανωμένο ταξίδι, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης. Στο πλαίσιο αυτό, ο διοργανωτής μπορεί να προσφέρει στον ταξιδιώτη επιστροφή με τη μορφή κουπονιού. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν στερεί από τους ταξιδιώτες το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων.

[…]

(13)

Οι πολυάριθμες ματαιώσεις που προκάλεσε η πανδημία COVID‑19 οδήγησαν σε μη βιώσιμες ταμειακές ροές και μη βιώσιμη κατάσταση εσόδων για τους τομείς των μεταφορών και των ταξιδιών. Τα προβλήματα ρευστότητας των διοργανωτών επιδεινώνονται από το γεγονός ότι οι εν λόγω διοργανωτές καλούνται να επιστρέψουν το σύνολο του αντιτίμου του οργανωμένου ταξιδιού στους ταξιδιώτες, χωρίς να λαμβάνουν οι ίδιοι σε εύθετο χρόνο επιστροφή για τις προπληρωμένες υπηρεσίες που αποτελούν μέρος του οργανωμένου ταξιδιού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε αθέμιτο επιμερισμό του φόρτου μεταξύ των φορέων εκμετάλλευσης στο ταξιδιωτικό οικοσύστημα.

(14)

Εάν οι διοργανωτές ή οι μεταφορείς καταστούν αφερέγγυοι, υπάρχει κίνδυνος πολλοί ταξιδιώτες και επιβάτες να μη λάβουν καμία επιστροφή, καθώς δεν προστατεύονται οι απαιτήσεις τους έναντι των διοργανωτών και των μεταφορέων. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ανακύψει σε διεπιχειρησιακό πλαίσιο, στις περιπτώσεις στις οποίες οι διοργανωτές λαμβάνουν, ως επιστροφή χρημάτων για προπληρωμένες υπηρεσίες, κουπόνι από μεταφορείς οι οποίοι στη συνέχεια καθίστανται αφερέγγυοι.

(15)

Η αύξηση της ελκυστικότητας των κουπονιών, ως εναλλακτική αντί της επιστροφής χρημάτων, θα μπορούσε να αυξήσει την αποδοχή τους από επιβάτες και ταξιδιώτες. Αυτό θα συνέβαλε στη διευκόλυνση των προβλημάτων ρευστότητας των μεταφορέων και των διοργανωτών και, εντέλει, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη προστασία των συμφερόντων των επιβατών και των ταξιδιωτών.

[…]

(21)

Όσον αφορά τις πιθανές πρόσθετες ανάγκες ρευστότητας των φορέων εκμετάλλευσης στους τομείς των ταξιδιών και των μεταφορών, στις 19 Μαρτίου 2020 η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή εξέδωσε ένα προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID‑19 […] βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β) [ΣΛΕΕ], για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας στα κράτη μέλη. […]

(22)

Το προσωρινό πλαίσιο εφαρμόζεται καταρχήν σε όλους τους τομείς και τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των μεταφορών και των ταξιδιών, και αναγνωρίζει ότι οι μεταφορές και τα ταξίδια είναι μεταξύ των πλέον πληττόμενων τομέων. Στόχος του είναι να αποκατασταθούν οι ελλείψεις ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, με το [να] επιτραπούν, για παράδειγμα, άμεσες επιχορηγήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις, κρατικές εγγυήσεις για δάνεια και επιδοτούμενα δημόσια δάνεια. […] Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν απόφαση στήριξης των φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς των ταξιδιών και των μεταφορών για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων επιστροφών που οφείλονται στην έξαρση της νόσου COVID‑19, με σκοπό να διασφαλιστούν η προστασία των δικαιωμάτων των επιβατών και των καταναλωτών, καθώς και η ίση μεταχείριση των επιβατών και των ταξιδιωτών.»

10

Κατά το σημείο 1 της σύστασης:

«Η παρούσα σύσταση αφορά κουπόνια που μπορούν να προτείνουν στους επιβάτες ή στους ταξιδιώτες οι μεταφορείς ή οι διοργανωτές ως εναλλακτική επιλογή αντί της επιστροφής χρημάτων, με την επιφύλαξη της οικειοθελούς αποδοχής εκ μέρους του επιβάτη ή του ταξιδιώτη, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

σε περίπτωση ματαίωσης από τον μεταφορέα ή τον διοργανωτή που πραγματοποιήθηκε από την 1η Μαρτίου 2020 και μετά για λόγους που συνδέονται με την πανδημία COVID‑19, στο πλαίσιο των ακόλουθων διατάξεων:

[…]

5)

το άρθρο 12 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302·

[…]».

Το γαλλικό δίκαιο

11

Το διάταγμα 2020-315 εκδόθηκε βάσει της εξουσιοδότησης που χορηγήθηκε στη Γαλλική Κυβέρνηση με τον loi 2020-290 du 23 mars 2020 d’urgence pour faire face à l’épidémie de COVID‑19 (νόμο 2020-290 της 23ης Μαρτίου 2020 σχετικά με τα επείγοντα μέτρα για τη διαχείριση της έξαρσης της πανδημίας της νόσου COVID‑19) (JORF της 14ης Μαρτίου 2020, κείμενο αριθ. 2), «προς αντιμετώπιση των οικονομικών, χρηματοοικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της εξάπλωσης της επιδημικής έξαρσης της νόσου [COVID]‑19 και των συνεπειών των μέτρων που ελήφθησαν για τον περιορισμό της εξάπλωσής της και, ειδικότερα, για την αποφυγή και τον περιορισμό της παύσης της δραστηριότητας των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν οικονομική δραστηριότητα και των ενώσεων, καθώς και του αντικτύπου της ως άνω κατάστασης στην απασχόληση».

12

Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος II, του διατάγματος 2020-315, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του γαλλικού δικαίου οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, σε περίπτωση «λύσης» σύμβασης πώλησης ταξιδιών και διαμονής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, ο διοργανωτής ή ο πωλητής μπορούν να προτείνουν, αντί της πλήρους επιστροφής όλων των ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της «λυθείσας σύμβασης», κουπόνι το οποίο ο πελάτης μπορεί να χρησιμοποιήσει υπό ορισμένους όρους. Το άρθρο 1 θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ταξιδιώτης, εάν δεν χρησιμοποιήσει το κουπόνι, δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των εν λόγω ποσών.

13

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η πρόταση αυτή έπρεπε να λάβει χώρα το αργότερο εντός 3 μηνών από την κοινοποίηση της «λύσης» της οικείας συμβάσεως και, εν συνεχεία, ίσχυε για περίοδο 18 μηνών. Ο επαγγελματίας υποχρεούνταν να επιστρέψει στον πελάτη το σύνολο των ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της σύμβασης μόνον μετά την παρέλευση του διαστήματος των 18 μηνών και εφόσον ο ενδιαφερόμενος πελάτης δεν είχε αποδεχθεί την πανομοιότυπη ή ισοδύναμη με την προβλεπόμενη στη «λυθείσα σύμβαση» παροχή που του είχε προταθεί.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14

Οι αιτούσες της κύριας δίκης, δύο ενώσεις για την προάσπιση των συμφερόντων των καταναλωτών, άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση ακυρώσεως κατά του διατάγματος 2020-315, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι οι διατάξεις του εν λόγω διατάγματος αντέβαιναν στο άρθρο 12 της οδηγίας 2015/2302, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως οργανωμένου ταξιδιού λόγω «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το εν λόγω πακέτο το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία, και, αφετέρου, ότι οι εν λόγω διατάξεις θίγουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της ενιαίας αγοράς και τον σκοπό εναρμόνισης που επιδιώκει η οδηγία.

15

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διατάξεις του διατάγματος 2020-315 θεσπίστηκαν για την προστασία της ρευστότητας και της φερεγγυότητας των παρόχων υπηρεσιών τους οποίους αφορούν οι εν λόγω διατάξεις, υπό συνθήκες στις οποίες περισσότερα από 7000 καταχωρισμένα στη Γαλλία γραφεία ταξιδίων, αντιμέτωπα με πρωτοφανές πλήθος ακυρώσεων κρατήσεων και σχεδόν μηδενικές παραγγελίες, λόγω της πανδημίας της νόσου COVID‑19, η οποία πλήττει συγχρόνως όχι μόνον τη Γαλλία και τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά και σχεδόν όλες τις ηπείρους, αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες, η δε άμεση επιστροφή του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν για τις ακυρωθείσες παροχές μπορούσε, υπό τις περιστάσεις αυτές, να θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα των εν λόγω γραφείων ταξιδίων και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα επιστροφής των εν λόγω ποσών στους ενδιαφερόμενους πελάτες.

16

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, περαιτέρω, ότι η συνολική αξία των κουπονιών που χορήγησαν οι Γάλλοι επαγγελματίες έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2020, ημερομηνία λήξης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος 2020-315, ήταν της τάξεως των 990 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 10 % του κύκλου εργασιών του οικείου τομέα σε ένα κανονικό έτος.

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 12 της οδηγίας [2015/2302] την έννοια ότι επιβάλλει στον διοργανωτή οργανωμένου ταξιδιού, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης, την υποχρέωση να επιστρέψει σε χρήμα το σύνολο των ποσών που καταβλήθηκαν για το πακέτο ή έχει την έννοια ότι επιτρέπει την πραγματοποίηση της επιστροφής μέσω ισοδύναμης παροχής, ιδίως με τη μορφή πίστωσης ύψους ίσου με τα καταβληθέντα ποσά;

2)

Στην περίπτωση που οι επιστροφές πρέπει να πραγματοποιούνται σε χρήμα, μπορούν η υγειονομική κρίση που σχετίζεται με την επιδημική έξαρση της νόσου [COVID]-19 και οι συνέπειές της στα γραφεία ταξιδιών, τα οποία, λόγω της κρίσης αυτής, υπέστησαν μείωση του κύκλου εργασιών τους που εκτιμάται ότι κυμαίνεται από 50 έως 80 %, και τα οποία αντιπροσωπεύουν άνω του 7 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Γαλλίας και, όσον αφορά τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών, απασχολούν 30000 υπαλλήλους στη Γαλλία έχοντας κύκλο εργασιών σχεδόν 11 δισεκατομμυρίων ευρώ, να δικαιολογήσουν, και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις και εντός ποιων ορίων, προσωρινή παρέκκλιση από την υποχρέωση που υπέχει ο διοργανωτής να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο εντός προθεσμίας 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης, βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας [2015/2302];

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο προηγούμενο προδικαστικό ερώτημα, είναι δυνατόν, υπό τις συνθήκες που προεκτέθηκαν, να προσαρμοστούν τα διαχρονικά αποτελέσματα απόφασης με την οποία ακυρώνεται νομοθέτημα του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας [2015/2302];»

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

18

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι, όταν, κατόπιν της καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής του ταξιδιού υποχρεούται, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, να επιστρέψει στον οικείο ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, η επιστροφή αυτή νοείται αποκλειστικώς ως απόδοση των εν λόγω ποσών υπό χρηματική μορφή ή, αντιθέτως, μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί, κατ’ επιλογήν του διοργανωτή, με τη μορφή πίστωσης ίσης αξίας με τα καταβληθέντα ποσά (δηλαδή με τη μορφή «κουπονιού»).

19

Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 παρέχει στον ενδιαφερόμενο ταξιδιώτη το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού πριν από την έναρξη του πακέτου χωρίς την καταβολή οποιασδήποτε χρέωσης καταγγελίας σε περίπτωση «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» στον εκάστοτε τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του εν λόγω πακέτου ή τη μεταφορά των επιβατών στον εν λόγω προορισμό. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο ταξιδιώτης δικαιούται την πλήρη επιστροφή όλων των ποσών που κατέβαλε για το εν λόγω πακέτο.

20

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, εάν ο οικείος διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» και κοινοποιήσει στον ενδιαφερόμενο ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου, δύναται να καταγγείλει την εν λόγω σύμβαση και να επιστρέψει στον ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο αυτό, αλλά δεν υποχρεούται να καταβάλει πρόσθετη αποζημίωση.

21

Επιπλέον, το άρθρο 12, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι επιστροφές των εν λόγω ποσών στον ταξιδιώτη πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

22

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στο πλαίσιο της εκδόσεως, από τη Γαλλική Κυβέρνηση, του διατάγματος 2020‑315, το άρθρο 1 του οποίου επέτρεπε στους διοργανωτές ταξιδιών, όσον αφορά τις «λύσεις» συμβάσεων οι οποίες κοινοποιήθηκαν μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, να εκπληρώσουν την υποχρέωση επιστροφής, προσφέροντας στον ενδιαφερόμενο ταξιδιώτη, το αργότερο εντός 3 μηνών από την κοινοποίηση της «λύσης» της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, κουπόνι αξίας ίσης με τα ποσά που καταβλήθηκαν για το πακέτο, της προσφοράς αυτής ισχύουσας για χρονικό διάστημα 18 μηνών.

23

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η εν λόγω προσφορά μπορεί να συνιστά «επιστροφή», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η οδηγία δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «επιστροφή».

24

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, ο προσδιορισμός της σημασίας και του περιεχομένου όρων ως προς τους οποίους το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει κανέναν ορισμό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το σύνηθες νόημά τους στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων ταυτόχρονα υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου αυτοί χρησιμοποιούνται και των σκοπών που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελούν μέρος (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Kuoni Travel, C‑578/19, EU:C:2021:213, σκέψη 37).

25

Κατά το σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, ο όρος «επιστρέφω» υποδηλώνει την απόδοση σε ένα πρόσωπο χρηματικού ποσού το οποίο κατέβαλε ή προκατέβαλε σε άλλο πρόσωπο και συνεπάγεται επομένως ότι το τελευταίο πρόσωπο αποδίδει το εν λόγω ποσό στο πρώτο. Το νόημα αυτό προκύπτει εξάλλου σαφώς από τη συνολική διατύπωση του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, το οποίο διευκρινίζει ότι η πλήρης επιστροφή αφορά το σύνολο των «ποσών που [ο ταξιδιώτης] κατέβαλε» για το πακέτο, αίροντας έτσι κάθε αμφιβολία ως προς το αντικείμενο της επιστροφής, η οποία αφορά χρηματικό ποσό.

26

Επομένως, ως «επιστροφή», κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302, νοείται η απόδοση, υπό χρηματική μορφή, των ποσών που ο ταξιδιώτης κατέβαλε για το πακέτο.

27

Η ως άνω ερμηνεία δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Σλοβακικής Κυβερνήσεως το οποίο στηρίζεται στην ορολογική διάκριση που, κατά την άποψή της, γίνεται, όσον αφορά την έννοια αυτή, ιδίως στην απόδοση του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2015/2302 στη γερμανική και στην αγγλική γλώσσα, μεταξύ, αφενός, της απόδοσης («reimbursement» στην αγγλική γλώσσα, «Rückzahlung» στη γερμανική γλώσσα) των ποσών που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, της προβλεπόμενης, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας «επιστροφής» («refund» στην αγγλική γλώσσα, «Erstattung» στη γερμανική γλώσσα) τους, η οποία, κατά την κυβέρνηση αυτή, καλύπτει επίσης αποζημίωση υπό άλλη μορφή, πέραν της χρηματικής.

28

Πράγματι, μια τέτοια ορολογική διάκριση είναι απολύτως συμβατή με ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων η οποία συνεπάγεται απόδοση υπό μορφή χρηματικού ποσού, πέραν αυτού δε, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο δεν ισχύει, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε μπορεί να της δίδεται προτεραιότητα σε σχέση με τις άλλες γλωσσικές αποδόσεις, σε περίπτωση δε αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων νομοθετήματος της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το πλαίσιο και τον σκοπό της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί στοιχείο (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Banca Transilvania, C‑81/19, EU:C:2020:532, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Το πλαίσιο, όμως, στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302 και ο επιδιωκόμενος από την οδηγία σκοπός απλώς επιβεβαιώνουν τη γραμματική ερμηνεία η οποία έγινε δεκτή στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως.

30

Πράγματι, αφενός, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή, το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας, η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού αποτελεί ένδειξη ότι η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί με τη μορφή χρηματικού ποσού, καθόσον σκοπός της προθεσμίας αυτής είναι να διασφαλιστεί ότι ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης θα έχει, σύντομα μετά την καταγγελία της σύμβασης, τη δυνατότητα να διαθέσει και πάλι ελεύθερα το ποσό που είχε εκταμιεύσει για την πληρωμή του εν λόγω πακέτου. Αντιθέτως, ελάχιστα θα εξυπηρετούσε η επιβολή μιας τέτοιας προθεσμίας αν ο εν λόγω ταξιδιώτης έπρεπε να αρκεστεί σε κουπόνι ή σε άλλη παροχή ετεροχρονισμένου χαρακτήρα, της οποίας θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επωφεληθεί μόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής.

31

Εξάλλου, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 26 των προτάσεών της, από το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 2015/2302, ήτοι τον τομέα των δικαιωμάτων των ταξιδιωτών και της προστασίας των καταναλωτών, καθίσταται σαφές ότι, όταν ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει, σε συγκεκριμένη νομοθετική πράξη η οποία εμπίπτει στον εν λόγω τομέα, τη δυνατότητα αντικατάστασης της υποχρέωσης καταβολής χρηματικού ποσού με παροχή υπό άλλη μορφή, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η προσφορά κουπονιού, η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς στην εν λόγω νομοθετική πράξη. Το γεγονός ότι το γράμμα του άρθρου 12 της οδηγίας 2015/2302 δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά σε τέτοια δυνατότητα τείνει, επομένως, να επιβεβαιώσει ότι το άρθρο αυτό προβλέπει αποκλειστικά επιστροφή υπό τη μορφή χρηματικού ποσού.

32

Αφετέρου, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2015/2302 σκοπό, από το άρθρο 1 της οδηγίας, σε συνδυασμό με την αιτιολογική της σκέψη 5, προκύπτει ότι ο σκοπός αυτός συνίσταται στη συμβολή στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών [πρβλ. απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, FTI Touristik (Οργανωμένο ταξίδι στις Κανάριες Νήσους), C‑396/21, EU:C:2023:10, σκέψη 29].

33

Το δικαίωμα επιστροφής που παρέχει στους ταξιδιώτες το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας εξυπηρετεί τον ως άνω σκοπό προστασίας των καταναλωτών και, ως εκ τούτου, η ερμηνεία της έννοιας της «επιστροφής», κατά το εν λόγω άρθρο 12, σύμφωνα με την οποία ο ενδιαφερόμενος ταξιδιώτης δικαιούται την επιστροφή των ποσών που κατέβαλε για το επίμαχο πακέτο υπό τη μορφή χρηματικού ποσού, το οποίο μπορεί να διαθέσει ελεύθερα, συμβάλλει περισσότερο στην προστασία των συμφερόντων του και, κατά συνέπεια, στην επίτευξη του ως άνω σκοπού, σε σύγκριση με την ερμηνεία κατά την οποία αρκεί ο οικείος διοργανωτής να του προσφέρει κουπόνι ή άλλης μορφής αντισταθμιστική παροχή ετεροχρονισμένου χαρακτήρα.

34

Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας του ταξιδιώτη, ο οποίος είναι συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, να συμφωνήσει οικειοθελώς να αποδεχθεί κουπόνι, αντί της επιστροφής χρηματικού ποσού, στο μέτρο που η δυνατότητα αυτή δεν του στερεί το δικαίωμα επιστροφής χρημάτων, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 9 της σύστασης 2020/648.

35

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι, όταν, κατόπιν της καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής του ταξιδιού υποχρεούται, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, να επιστρέψει στον οικείο ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, η επιστροφή αυτή νοείται αποκλειστικώς ως απόδοση των εν λόγω ποσών υπό χρηματική μορφή.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

36

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών απαλλάσσονται προσωρινώς, στο πλαίσιο της εκδήλωσης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης η οποία εμποδίζει την εκτέλεση των συμβάσεων οργανωμένου ταξιδιού, από την υποχρέωσή τους να επιστρέψουν στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες, το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης, το σύνολο των ποσών που κατέβαλαν στο πλαίσιο της καταγγελθείσας σύμβασης, ακόμη και όταν σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι, αφενός, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να θιγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού αναμενόμενων αιτημάτων επιστροφής, η φερεγγυότητα των διοργανωτών ταξιδιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξή τους και, αφετέρου, να διαφυλαχθεί, ως εκ τούτου, η βιωσιμότητα του οικείου τομέα.

37

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού λόγω «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά ή εμποδίζουν την εκτέλεσή της, το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 υποχρεώνει τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών να επιστρέψουν στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες, υπό χρηματική μορφή, όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού.

38

Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 22 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 1 του διατάγματος 2020-315 επέτρεπε στους διοργανωτές ταξιδιών, όσον αφορά τις «λύσεις» των συμβάσεων οι οποίες κοινοποιήθηκαν μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 15ης Σεπτεμβρίου 2020, δηλαδή κατά τη διάρκεια περιόδου η οποία άρχισε λίγο πριν από την εκδήλωση της πανδημίας της νόσου COVID‑19 και έληξε λίγους μήνες αργότερα, να προσφέρουν στον ενδιαφερόμενο ταξιδιώτη, το αργότερο εντός 3 μηνών από την κοινοποίηση της «λύσης» της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, κουπόνι αντί της επιστροφής υπό χρηματική μορφή των ποσών που κατέβαλε στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης ταξιδιού, η δε επιστροφή αυτή καθίστατο υποχρεωτική μόνο μετά τη λήξη της δεκαοκτάμηνης διάρκειας ισχύος του κουπονιού.

39

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως με την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 υποχρέωση πλήρους επιστροφής των καταβληθέντων ποσών που υπέχει ο οικείος διοργανωτής ταξιδιών και, ως εκ τούτου, το ερώτημα αυτό στηρίζεται κατ’ ανάγκην στην παραδοχή ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ιδίως η προϋπόθεση περί συνδρομής «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων».

40

Η Τσεχική, η Ιταλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 δεν έχει εφαρμογή στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης όπως η προκληθείσα από την πανδημία της νόσου COVID‑19, καθόσον ένα τέτοιο γεγονός δεν εμπίπτει στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» κατά την εν λόγω διάταξη. Ως εκ τούτου, οι οφειλόμενες στην εν λόγω κρίση καταγγελίες δεν μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα επιστροφής του συνόλου των ποσών που καταβλήθηκαν για τα πακέτα που αφορούν οι καταγγελίες.

41

Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί, κατά πρώτον, αν μια παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19 μπορεί να εμπίπτει στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302, με αποτέλεσμα η εν λόγω διάταξη να μπορεί να εφαρμοστεί στις καταγγελίες τις οποίες αφορούν εθνικές ρυθμίσεις όπως εκείνη του άρθρου 1 του διατάγματος 2020-315.

42

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 12, της οδηγίας 2015/2302 ως αναφερόμενη σε «καταστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχο του μέρους που επικαλείται τέτοια κατάσταση, και οι συνέπειες της οποίας δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα».

43

Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας προσδιορίζει το περιεχόμενο της εν λόγω έννοιας αναφέροντας ότι «[α]υτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, πόλεμο, άλλα σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, όπως η τρομοκρατία, σημαντικούς κίνδυνους για την ανθρώπινη υγεία, όπως η εκδήλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό, ή φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, σεισμοί ή καιρικές συνθήκες που καθιστούν αδύνατη την ασφαλή μετάβαση στον προορισμό κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού».

44

Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 19 της παρούσας αποφάσεως, από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει ότι οι «αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις» μπορούν να δικαιολογήσουν καταγγελία εκ μέρους του ταξιδιώτη, παρέχοντάς του δικαίωμα πλήρους επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο του πακέτου, μόνον όταν συντρέχουν «στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν» και «επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό».

45

Μολονότι, για την καταγγελία σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ο χαρακτηρισμός συγκεκριμένου γεγονότος ως κατάστασης η οποία εμπίπτει στην έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατά την οδηγία, εξαρτάται κατ’ ανάγκην από τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και ιδίως από τις συγκεκριμένες ταξιδιωτικές υπηρεσίες που συμφωνήθηκαν, καθώς και από τις συνέπειες του γεγονότος αυτού στον προβλεπόμενο τόπο προορισμού, γεγονός παραμένει ότι μια παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19 πρέπει, αυτή καθεαυτήν, να θεωρηθεί ότι δύναται να εμπίπτει στην έννοια αυτή.

46

Πράγματι, είναι προφανές ότι ένα τέτοιο γεγονός εκφεύγει κάθε ελέγχου, οι δε συνέπειές του δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει, εξάλλου, την ύπαρξη «σημαντικών κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία» για τους οποίους γίνεται λόγος στην αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας.

47

Το γεγονός ότι, όπως και το άρθρο 12, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, η ως άνω αιτιολογική σκέψη επεξηγεί τους όρους αυτούς ανατρέχοντας στο παράδειγμα της «εκδήλωση[ς] κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον ταξιδιωτικό προορισμό» δεν ασκεί συναφώς επιρροή, δεδομένου ότι η διευκρίνιση αυτή δεν αποσκοπεί στο να περιορίσει το περιεχόμενο της έννοιας των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» σε τοπικά γεγονότα, αλλά να καταστήσει σαφές ότι οι περιστάσεις αυτές πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εκδηλώνονται, μεταξύ άλλων, στον προβλεπόμενο τόπο προορισμού και να έχουν, ως εκ τούτου, σημαντικές συνέπειες για την εκτέλεση του οικείου πακέτου.

48

Συναφώς, όπως άλλωστε επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών της, εφόσον η εξάπλωση κρουσμάτων σοβαρής ασθένειας στον εκάστοτε ταξιδιωτικό προορισμό είναι δυνατόν να εμπίπτει στην έννοια αυτή, τούτο πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύει για την εξάπλωση σοβαρής ασθένειας σε παγκόσμιο επίπεδο, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις της πλήττουν και τον τόπο προορισμού.

49

Εξάλλου, ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302 υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο σε γεγονότα τοπικής εμβέλειας, αποκλειομένων των γεγονότων μεγαλύτερης κλίμακας, θα προσέκρουε, αφενός, στην εφαρμογή της αρχής της ασφάλειας δικαίου, στο μέτρο που, ελλείψει οποιουδήποτε προβλεπόμενου προς τούτο από την οδηγία κριτηρίου οριοθέτησης, η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών γεγονότων θα μπορούσε να είναι ασαφής και μεταβλητή, με αποτέλεσμα το όφελος από την προστασία που παρέχει η εν λόγω διάταξη να καθίσταται εν τέλει αβέβαιο.

50

Αφετέρου, η ερμηνεία αυτή δεν θα ήταν συνεπής με τον σκοπό της οδηγίας 2015/2302 για την προστασία των καταναλωτών. Πράγματι, η εν λόγω ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια ότι οι ταξιδιώτες που καταγγέλλουν τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδίου επικαλούμενοι την εμφάνιση ασθένειας τοπικώς περιορισμένης δεν θα υποχρεούνταν να καταβάλλουν χρέωση καταγγελίας, ενώ οι ταξιδιώτες που καταγγέλλουν την ίδια σύμβαση λόγω εμφάνισης ασθένειας παγκόσμιας κλίμακας θα έπρεπε να καταβάλλουν τέτοια χρέωση, με αποτέλεσμα οι ενδιαφερόμενοι ταξιδιώτες να απολαύουν χαμηλότερου επιπέδου προστασίας σε περίπτωση εμφάνισης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης απ’ ό,τι σε περίπτωση εμφάνισης ασθένειας τοπικώς περιορισμένης.

51

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302, μπορεί να καλύψει την εκδήλωση παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στις καταγγελίες συμβάσεων οργανωμένου ταξιδιού όταν αυτές στηρίζονται στις συνέπειες τις οποίες προκάλεσε ένα τέτοιο γεγονός.

52

Κατά δεύτερον, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, ωστόσο, ότι μια κατάσταση όπως η υγειονομική κρίση που συνδέεται με την πανδημία της νόσου COVID‑19 είναι τέτοιας έκτασης ώστε συνιστά επίσης περίπτωση που εμπίπτει στην «ανωτέρα βία», έννοια δυνάμενη να καλύπτει περιπτώσεις των οποίων τα χαρακτηριστικά υπερβαίνουν τις καταστάσεις τις οποίες θέλησε να καλύψει η θέσπιση του άρθρου 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302. Η εν λόγω κυβέρνηση συνάγει εξ αυτού ότι τα κράτη μέλη επιτρέπεται, βάσει των προαναφερθέντων, να παρεκκλίνουν από τη διάταξη αυτή όσον αφορά τέτοιες περιπτώσεις.

53

Συναφώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, δεδομένου ότι η έννοια της «ανωτέρας βίας» δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο στα διάφορα πεδία εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, η σημασία της πρέπει προσδιορίζεται ανάλογα με το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου προορίζεται να παραγάγει τα αποτελέσματά της (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, Vilkas, C‑640/15, EU:C:2017:39, σκέψη 54).

54

Όπως πάντως παραδέχεται η ίδια η Γαλλική Κυβέρνηση, η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2015/2302, προσομοιάζει με την έννοια της «ανωτέρας βίας», όπως αυτή έχει οριστεί με πάγια νομολογία, ήτοι ως αφορώσα περιστάσεις ξένες προς αυτόν που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑297/08, EU:C:2010:115, σκέψη 85). Επομένως, παρόλο που στην οδηγία αυτή δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ανωτέρα βία, η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» συγκεκριμενοποιεί την έννοια της «ανωτέρας βίας» στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας.

55

Αφετέρου, όπως επίσης επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών της, το ιστορικό της θέσπισης της οδηγίας 2015/2302, και ιδίως οι προπαρασκευαστικές εργασίες της, επιβεβαιώνουν ότι η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων» αντικατέστησε την έννοια της «ανωτέρας βίας» η οποία διαλαμβανόταν στην οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1990, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις (ΕΕ 1990, L 158, σ. 59), η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2015/2302.

56

Ως εκ τούτου, η έννοια των «αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων», κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, συνιστά πλήρη και εξαντλητική εφαρμογή της έννοιας της «ανωτέρας βίας» για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας.

57

Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαλλάξουν, για λόγους ανωτέρας βίας, έστω και προσωρινώς, τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών από την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 υποχρέωση επιστροφής την οποία υπέχουν, δεδομένου ότι ούτε η διάταξη αυτή ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας προβλέπει εξαίρεση από τον επιτακτικό χαρακτήρα της εν λόγω υποχρεώσεως λόγω ανωτέρας βίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, ÖBB-Personenverkehr, C‑509/11, EU:C:2013:613, σκέψεις 49 και 50).

58

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού λόγω εκδήλωσης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, οι οικείοι διοργανωτές ταξιδίων υποχρεούνται να επιστρέψουν στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες το σύνολο των ποσών που κατέβαλαν για το πακέτο, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας.

59

Όσον αφορά, κατά τρίτον, το ζήτημα εάν η οδηγία 2015/2302 επιτρέπει παρά ταύτα στα κράτη μέλη, υπό συνθήκες παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19, να απαλλάξουν τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών από μια τέτοια υποχρέωση επιστροφής, επισημαίνεται ότι η εν λόγω οδηγία, όπως προκύπτει από το άρθρο της 4, αποσκοπεί στην πλήρη εναρμόνιση του συγκεκριμένου τομέα, με αποτέλεσμα τα κράτη μέλη να μην μπορούν να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην οδηγία, συμπεριλαμβανομένων περισσότερο αυστηρών διατάξεων που θα εξασφάλιζαν διαφορετικό επίπεδο προστασίας του ενδιαφερόμενου ταξιδιώτη, εκτός αν άλλως προβλέπεται στην οδηγία.

60

Επιπλέον, από το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2015/2302 προκύπτει ότι τα δικαιώματα που παρέχονται στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες δυνάμει της εν λόγω οδηγίας είναι αναγκαστικού δικαίου.

61

Η απαλλαγή των διοργανωτών ταξιδιών από την υποχρέωση επιστροφής στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες των ποσών που κατέβαλαν για το πακέτο συνεπάγεται υποβάθμιση του απορρέοντος από το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 επιπέδου προστασίας των ταξιδιωτών αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 4 της ίδιας οδηγίας.

62

Κατά συνέπεια, εθνική ρύθμιση η οποία απαλλάσσει τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών από την υποχρέωση επιστροφής που υπέχουν από το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 αντιβαίνει στην εν λόγω διάταξη.

63

Η Σλοβακική Κυβέρνηση υποστηρίζει, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη μπορούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2015/2302, να επικαλεστούν λόγους ανωτέρας βίας προκειμένου να θεσπίσουν μια τέτοια ρύθμιση, όταν η δυσμενής κατάσταση που συνδέεται με παγκόσμια υγειονομική κρίση όπως η πανδημία της νόσου COVID‑19, και ιδίως οι εξ αυτής απορρέουσες χρηματοοικονομικές συνέπειες για τον τομέα του τουρισμού, τα εμποδίζουν να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους να θέσουν σε εφαρμογή την οδηγία.

64

Συναφώς, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι από τη διαλαμβανόμενη στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως διαπίστωση προκύπτει ότι μια τέτοια εθνική ρύθμιση μπορεί να συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει κάθε κράτος μέλος που είναι αποδέκτης της οδηγίας 2015/2302 να λάβει, στην εθνική έννομη τάξη του, όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητά της, σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό (πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 69).

65

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο φόβος για εσωτερικές δυσχέρειες δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράλειψη κράτους μέλους να εφαρμόσει ορθώς το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Azelvandre, C‑552/07, EU:C:2009:96, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66

Βεβαίως, από τη νομολογία που έχει εκδώσει το Δικαστήριο σε διαδικασίες λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι, όταν ένα κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, δεν αποκλείεται να μπορεί, όσον αφορά την εν λόγω μη συμμόρφωση, να επικαλεστεί ανωτέρα βία.

67

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, καίτοι η έννοια της «ανωτέρας βίας» δεν προϋποθέτει απόλυτη αδυναμία, απαιτεί εντούτοις η επίμαχη μη συμμόρφωση να οφείλεται σε περιστάσεις ξένες προς αυτόν που την επικαλείται, ασυνήθεις και απρόβλεπτες, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί όση επιμέλεια και αν είχε καταβληθεί, η δε επίκληση της ανωτέρας βίας μπορεί να γίνει μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την υπέρβαση των εν λόγω δυσκολιών (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑1/00, EU:C:2001:687, σκέψη 131 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Μαρτίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑297/08, EU:C:2010:115, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Ακόμη όμως και αν υποτεθεί ότι η νομολογία αυτή μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβάλλουν λυσιτελώς, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τους, ότι η μη συμφωνία εθνικής ρύθμισης προς τις διατάξεις μιας οδηγίας δικαιολογείται από λόγους ανωτέρας βίας προκειμένου έτσι να επιτύχουν να εξακολουθήσει η ρύθμιση αυτή να εφαρμόζεται κατά το αναγκαίο χρονικό διάστημα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 1 του διατάγματος 2020-315 προφανώς δεν πληροί τις προϋποθέσεις που διέπουν την επίκληση της ανωτέρας βίας, όπως αυτές προκύπτουν από την εν λόγω νομολογία.

69

Συναφώς, πρώτον, μολονότι μια υγειονομική κρίση τόσο μεγάλης κλίμακας όπως αυτή της πανδημίας της νόσου COVID‑19 είναι ξένη προς το οικείο κράτος μέλος καθώς και ασυνήθης και απρόβλεπτη, εθνική ρύθμιση η οποία απαλλάσσει, κατά τρόπο γενικευμένο, όλους τους διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών από την προβλεπόμενη στο άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 υποχρέωση επιστροφής που υπέχουν, όσον αφορά τις καταγγελίες που κοινοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια προκαθορισμένης πολύμηνης περιόδου, δεν μπορεί, ως εκ της ίδιας της φύσεώς της, να δικαιολογηθεί από τις επιτακτικές ανάγκες που απορρέουν από ένα τέτοιο γεγονός και, επομένως, να πληροί τις προϋποθέσεις που διέπουν την επίκληση της ανωτέρας βίας.

70

Πράγματι, καταλήγοντας, στην πράξη, σε γενικευμένη προσωρινή αναστολή αυτής της υποχρεώσεως επιστροφής, η εφαρμογή μιας τέτοιας ρυθμίσεως δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες προέκυψαν πράγματι τέτοιες επιτακτικές ανάγκες, ιδίως χρηματοοικονομικές, αλλά εκτείνεται σε όλες τις συμβάσεις που καταγγέλθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη και ατομική χρηματοοικονομική κατάσταση των οικείων διοργανωτών ταξιδιών.

71

Δεύτερον, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι οι χρηματοοικονομικές συνέπειες τις οποίες αποσκοπούσε να αντιμετωπίσει το άρθρο 1 του διατάγματος 2020-315 δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με άλλον τρόπο πλην της παράβασης του άρθρου 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302, και ιδίως με τη λήψη, υπέρ των ενδιαφερόμενων διοργανωτών ταξιδιών, ορισμένων μέτρων κρατικής ενισχύσεως τα οποία θα μπορούσαν να εγκριθούν δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, δυνατότητα της οποίας έκαναν χρήση άλλα κράτη μέλη, όπως εξέθεσε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 82 έως 84 των προτάσεών της.

72

Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι αρκετές κυβερνήσεις επέμειναν ότι η θέσπιση τέτοιων μέτρων κρατικών ενισχύσεων θα ενείχε, για πολλά κράτη μέλη, ιδιαίτερες δυσχέρειες, δεδομένου ότι η δυνατότητα λήψης τέτοιων μέτρων βραχυπρόθεσμα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τις υφιστάμενες οργανωτικές δομές του κλάδου των οργανωμένων ταξιδιών καθώς και από τον χρόνο που απαιτείται για τη λήψη τους σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται εσωτερικές δυσχέρειες για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2013, Επιτροπή κατά Τσεχικής Δημοκρατίας, C‑241/11, EU:C:2013:423, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Νοεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑395/13, EU:C:2014:2347, σκέψη 51).

73

Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα που προέβαλε, μεταξύ άλλων, η Τσεχική Κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων πρέπει να αποτελεί «έσχατη λύση». Πράγματι, αρκεί να επισημανθεί συναφώς ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει μεν στα κράτη μέλη, τηρώντας τις προβλεπόμενες συναφώς προϋποθέσεις, να προβλέπουν ορισμένες μορφές κρατικών ενισχύσεων, ιδίως δε εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, πλην όμως ακριβώς δεν τους επιτρέπει να αθετήσουν την υποχρέωσή τους να λάβουν, στην εθνική έννομη τάξη τους, όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα μιας οδηγίας, εν προκειμένω της οδηγίας 2015/2302.

74

Επισημαίνεται περαιτέρω ότι τα κράτη μέλη είχαν επίσης τη δυνατότητα να θεσπίσουν μηχανισμούς με σκοπό όχι να επιβάλουν, αλλά να ενθαρρύνουν ή να διευκολύνουν την αποδοχή, από τους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες, κουπονιών αντί της επιστροφής με τη μορφή χρηματικού ποσού, καθώς τέτοιες λύσεις θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην άμβλυνση των προβλημάτων ρευστότητας των ενδιαφερόμενων διοργανωτών ταξιδιών, όπως επισημαίνεται στη σύσταση 2020/648, ιδίως στην αιτιολογική της σκέψη 15.

75

Τρίτον, όπως επισήμανε επίσης η γενική εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών της, εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 1 του διατάγματος 2020-315, στο μέτρο που προβλέπει την απαλλαγή των διοργανωτών οργανωμένων ταξιδιών από την υποχρέωση επιστροφής που υπέχουν για χρονικό διάστημα έως και 21 μηνών από την κοινοποίηση της «λύσης» της οικείας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, είναι σαφές ότι δεν έχει διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε τα αποτελέσματά της να περιορίζονται στο χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση των δυσχερειών που προκλήθηκαν από το γεγονός το οποίο δύναται να συνιστά ανωτέρα βία.

76

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών απαλλάσσονται προσωρινώς, στο πλαίσιο της εκδήλωσης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης η οποία εμποδίζει την εκτέλεση των συμβάσεων οργανωμένου ταξιδιού, από την υποχρέωσή τους να επιστρέψουν στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες, το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης, το σύνολο των ποσών που κατέβαλαν στο πλαίσιο της καταγγελθείσας σύμβασης, ακόμη και όταν σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι, αφενός, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να θιγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού αναμενόμενων αιτημάτων επιστροφής, η φερεγγυότητα των διοργανωτών ταξιδιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξή τους και, αφετέρου, να διαφυλαχθεί, ως εκ τούτου, η βιωσιμότητα του οικείου τομέα.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

77

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο επιληφθέν ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την ακύρωση εθνικής ρυθμίσεως αντίθετης προς το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 να προσαρμόσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του που ακυρώνει εθνική ρύθμιση.

78

Υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στις αρχές του οικείου κράτους μέλους να λάβουν όλα τα κατάλληλα γενικά ή ειδικά μέτρα για να διασφαλίσουν, στην επικράτειά τους, την τήρηση του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 2007, Jonkman κ.λπ., C‑231/06 έως C‑233/06, EU:C:2007:373, σκέψη 38).

79

Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεριμνούν για την άρση των παράνομων συνεπειών παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, η υποχρέωση δε αυτή βαρύνει όλα τα όργανα του οικείου κράτους μέλους, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων όταν επιλαμβάνονται ενδίκων βοηθημάτων κατά εθνικής πράξης με την οποία στοιχειοθετείται μια τέτοια παραβίαση (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψεις 170 και 171 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80

Επομένως, όταν εθνικό δικαστήριο επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την ακύρωση εθνικής ρύθμισης την οποία κρίνει αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούται, σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στην εσωτερική του έννομη τάξη δικονομικούς κανόνες οι οποίοι ισχύουν για τέτοια ένδικα βοηθήματα και τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να ακυρώσει την εν λόγω ρύθμιση.

81

Είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να προσαρμόζουν τα αποτελέσματα των αποφάσεών τους με τις οποίες ακυρώνεται εθνική ρύθμιση η οποία κρίθηκε ασύμβατη με το δίκαιο της Ένωσης.

82

Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι εθνικό δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση και κατά περίπτωση, λόγω της ύπαρξης επιτακτικών λόγων συνδεόμενων με την προστασία του περιβάλλοντος ή με την ανάγκη εξαλείψεως πραγματικής και σοβαρής απειλής διακοπής του εφοδιασμού του οικείου κράτους μέλους με ηλεκτρική ενέργεια, να εφαρμόσει εθνική διάταξη η οποία του παρέχει την εξουσία να διατηρήσει σε ισχύ ορισμένα έννομα αποτελέσματα ακυρωθείσας εθνικής πράξεως, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τις οποίες προσδιορίζει η εν λόγω νομολογία (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψεις 178 και 179).

83

Ωστόσο, εν προκειμένω, αφενός, όπως άλλωστε επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 101 των προτάσεών της, όσο σοβαρές και αν ήταν οι χρηματοοικονομικές συνέπειες που προκλήθηκαν στον τομέα των οργανωμένων ταξιδιών από την πανδημία της νόσου COVID‑19, στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια απειλή για τα οικονομικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα δεν είναι συγκρίσιμη με τους επιτακτικούς λόγους οι οποίοι συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος ή τον εφοδιασμό του οικείου κράτους μέλους με ηλεκτρική ενέργεια και τους οποίους αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 57).

84

Αφετέρου, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση ανέφερε ότι η ζημία που ενδεχομένως προκύψει από την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου ακύρωση του διατάγματος 2020-315 θα είναι «περιορισμένης σημασίας». Επομένως, εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει ότι η ακύρωση της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρύθμισης θα είχε τέτοιας κλίμακας δυσμενείς συνέπειες στον τομέα των οργανωμένων ταξιδιών ώστε να είναι αναγκαία η διατήρηση των αποτελεσμάτων της ρύθμισης προκειμένου να προστατευθούν τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα των επιχειρηματιών του τομέα αυτού.

85

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο επιληφθέν ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την ακύρωση εθνικής ρυθμίσεως αντίθετης προς το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 να προσαρμόσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του που ακυρώνει την εθνική ρύθμιση.

Επί των δικαστικών εξόδων

86

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 12, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου,

έχει την έννοια ότι:

όταν, κατόπιν της καταγγελίας σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού, ο διοργανωτής του ταξιδιού υποχρεούται, δυνάμει της εν λόγω διάταξης, να επιστρέψει στον οικείο ταξιδιώτη το σύνολο των ποσών που κατέβαλε για το πακέτο, η επιστροφή αυτή νοείται αποκλειστικώς ως απόδοση των εν λόγω ποσών υπό χρηματική μορφή.

 

2)

Το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4 της οδηγίας,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας οι διοργανωτές οργανωμένων ταξιδιών απαλλάσσονται προσωρινώς, στο πλαίσιο της εκδήλωσης παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης η οποία εμποδίζει την εκτέλεση των συμβάσεων οργανωμένου ταξιδιού, από την υποχρέωσή τους να επιστρέψουν στους ενδιαφερόμενους ταξιδιώτες, το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης, το σύνολο των ποσών που κατέβαλαν στο πλαίσιο της καταγγελθείσας σύμβασης, ακόμη και όταν σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι, αφενός, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να θιγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού αναμενόμενων αιτημάτων επιστροφής, η φερεγγυότητα των διοργανωτών ταξιδιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η ύπαρξή τους και, αφετέρου, να διαφυλαχθεί, ως εκ τούτου, η βιωσιμότητα του οικείου τομέα.

 

3)

Το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας,

έχει την έννοια ότι:

δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο επιληφθέν ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την ακύρωση εθνικής ρυθμίσεως αντίθετης προς το άρθρο 12, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 2015/2302 να προσαρμόσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του που ακυρώνει την εθνική ρύθμιση.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top