EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0383

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 22ας Δεκεμβρίου 2022.
Société de logement de service public (SLSP) «Sambre & Biesme» SCRL και Commune de Farciennes κατά Société wallonne du logement.
Αιτήσεις του Conseil d'État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Σύναψη δημόσιας σύμβασης χωρίς διαδικασία διαγωνισμού – Δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα – Άρθρο 12, παράγραφος 3 – Δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες κατόπιν “in house” ανάθεσης – Έννοια του “ανάλογου ελέγχου” – Προϋποθέσεις – Εκπροσώπηση όλων των μετεχουσών αναθετουσών αρχών – Άρθρο 12, παράγραφος 4 – Σύμβαση μεταξύ αναθετουσών αρχών με την οποία επιδιώκονται κοινοί στόχοι δημοσίου συμφέροντος – Έννοια της “συνεργασίας” – Προϋποθέσεις – Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη – Άμεσο αποτέλεσμα.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-383/21 και C-384/21.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:1022

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 22ας Δεκεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Σύναψη δημόσιας σύμβασης χωρίς διαδικασία διαγωνισμού – Δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα – Άρθρο 12, παράγραφος 3 – Δημόσιες συμβάσεις συναφθείσες κατόπιν “in house” ανάθεσης – Έννοια του “ανάλογου ελέγχου” – Προϋποθέσεις – Εκπροσώπηση όλων των μετεχουσών αναθετουσών αρχών – Άρθρο 12, παράγραφος 4 – Σύμβαση μεταξύ αναθετουσών αρχών με την οποία επιδιώκονται κοινοί στόχοι δημοσίου συμφέροντος – Έννοια της “συνεργασίας” – Προϋποθέσεις – Παράλειψη εμπρόθεσμης μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη – Άμεσο αποτέλεσμα»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑383/21 και C‑384/21,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) με αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2021, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 24 Ιουνίου 2021, στις δίκες

Sambre & Biesme SCRL (C‑383/21),

Commune de Farciennes (C‑384/21)

κατά

Société wallonne du logement (SWL),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, M. Ilešič, I. Jarukaitis και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαρτίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Sambre & Biesme SCRL, εκπροσωπούμενη από τους J. Laurent και C. Servais, avocats,

ο commune de Farciennes, εκπροσωπούμενος από τους J. Bourtembourg και N. Fortemps, avocats,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J.-C. Halleux, τις C. Pochet και L. Van den Broeck, επικουρούμενοι από την M. Vastmans, avocate,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Ondrůšek και G. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουνίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65, και διορθωτικό ΕΕ 2016, L 135, σ. 120).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Sambre & Biesme SCRL, société de logement de service public (SLSP) (στο εξής: SLSP Sambre & Biesme) (υπόθεση C‑383/21), και, αφετέρου, του commune de Farciennes (Δήμου Farciennes, Βέλγιο) (υπόθεση C‑384/21) και της Société wallone du logement (SWL) (στεγαστικής εταιρίας της Βαλλονίας, Βέλγιο), με αντικείμενο την ακύρωση από την τελευταία των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της SLSP Sambre & Biesme με τις οποίες το διοικητικό συμβούλιο, πρώτον, ενέκρινε τη συμφωνία-πλαίσιο με τον Δήμο Farciennes για την από κοινού σύναψη δημοσίων συμβάσεων και, δεύτερον, προέβλεψε τη μη προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση της δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών καταγραφής αμιάντου λόγω της in house σχέσης μεταξύ της SLSP Sambre & Biesme και του Intercommunale pour la Gestion et la Réalisation d’Études Techniques et Économiques (Igretec).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 31 και 33 της οδηγίας 2014/24 έχουν ως εξής:

«(5)

Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς την παροχή υπηρεσιών που επιθυμούν να παρέχουν τα ίδια ή να οργανώνουν με άλλα μέσα πλην των δημόσιων συμβάσεων κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας. Η παροχή υπηρεσιών που βασίζεται σε νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή σε συμβάσεις εργασίας δεν θα πρέπει να καλύπτεται. Σε ορισμένα κράτη μέλη αυτό μπορεί να συμβαίνει, επί παραδείγματι, με ορισμένες διοικητικές και κρατικές υπηρεσίες, όπως είναι οι εκτελεστικές και οι νομοθετικές υπηρεσίες, ή με ορισμένες υπηρεσίες υπέρ του κοινωνικού συνόλου, όπως είναι υπηρεσίες στον τομέα των εξωτερικών υποθέσεων ή της δικαιοσύνης ή οι υπηρεσίες υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.

[…]

(31)

Υπάρχει σοβαρή νομική ασάφεια σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα θα πρέπει να καλύπτονται από τους κανόνες περί δημοσίων [συμβάσεων]. Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ερμηνεύεται διαφορετικά από τα διάφορα κράτη μέλη, ακόμα και από τις διάφορες αναθέτουσες αρχές. Κατά συνέπεια, κρίνεται αναγκαίο να αποσαφηνιστεί σε ποιες περιπτώσεις οι συμβάσεις που συνάπτονται εντός του δημόσιου τομέα δεν υπόκεινται στην εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων [συμβάσεων].

Η εν λόγω αποσαφήνιση θα πρέπει να βασίζεται στις αρχές που έχουν διατυπωθεί στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι σε μια συμφωνία είναι οι ίδιοι δημόσιες αρχές δεν αποκλείει από μόνο του την εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων [συμβάσεων]. Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων [συμβάσεων] δεν πρέπει να παρεμποδίζει το δικαίωμα των δημόσιων αρχών να εκτελούν τα καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών που τους ανατίθενται χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους, συνεργαζόμενες, ενδεχομένως, με άλλες δημόσιες αρχές.

Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι τυχόν εξαιρούμενες συνεργασίες μεταξύ δημοσίων φορέων δεν θα προκαλούν στρέβλωση του ανταγωνισμού έναντι των ιδιωτικών οικονομικών φορέων, εφόσον θέτουν τον ιδιωτικό πάροχο υπηρεσιών σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών.

[…]

(33)

Οι αναθέτουσες αρχές θα πρέπει να μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν από κοινού τις δημόσιες υπηρεσίες τους μέσω συνεργασίας, χωρίς να υποχρεούνται να χρησιμοποιούν κάποια ιδιαίτερη νομική μορφή. Η συνεργασία αυτή μπορεί να καλύπτει όλα τα είδη των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την εκτέλεση υπηρεσιών και υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών που ανατίθενται στις συμμετέχουσες αρχές ή αναλαμβάνονται από αυτές, όπως υποχρεωτικά ή εθελούσια καθήκοντα τοπικών ή περιφερειακών αρχών ή υπηρεσίες που ανατίθενται σε συγκεκριμένους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Οι υπηρεσίες που παρέχονται από τις διάφορες συμμετέχουσες αρχές δεν είναι απαραίτητο να είναι όμοιες· μπορούν επίσης να είναι συμπληρωματικές.

Οι συμβάσεις για την από κοινού παροχή δημόσιων υπηρεσιών δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην εφαρμογή των κανόνων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, υπό τις προϋποθέσεις ότι αυτές συνάπτονται αποκλειστικά μεταξύ αναθετουσών αρχών, ότι η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς που αφορούν το δημόσιο συμφέρον και ότι κανένας ιδιωτικός πάροχος υπηρεσιών δεν περιέρχεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του.

Για να πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, η συνεργασία θα πρέπει να στηρίζεται σε συνεργατική αντίληψη. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι όλες οι συμμετέχουσες αρχές αναλαμβάνουν την εκτέλεση βασικών συμβατικών υποχρεώσεων, εφόσον αναλαμβάνουν δέσμευση να συμβάλουν στη συνεργατική εκτέλεση της σχετικής δημόσιας υπηρεσίας. Επιπροσθέτως, η υλοποίηση της συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν χρηματοοικονομικών συναλλαγών μεταξύ συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών, θα πρέπει να εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς που αφορούν το δημόσιο συμφέρον.»

4

Στον τίτλο I της οδηγίας 2014/24, ο οποίος επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής, ορισμοί και γενικές αρχές», περιλαμβάνεται το κεφάλαιο I, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί», του οποίου το τμήμα 3, με τίτλο «Εξαιρέσεις», περιλαμβάνει τα άρθρα 7 έως 12.

5

Το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δημόσιες συμβάσεις μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα», ορίζει τα εξής:

«1.   Μια δημόσια σύμβαση που ανατίθεται από αναθέτουσα αρχή σε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εάν πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)

η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του εν λόγω νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών·

β)

περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του ελεγχομένου νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί από την ελέγχουσα αναθέτουσα αρχή ή άλλες νομικές οντότητες που ελέγχει η εν λόγω αναθέτουσα αρχή, και

γ)

δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

Μια αναθέτουσα αρχή θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί νομικού προσώπου ανάλογο με τον έλεγχο που ασκεί στις υπηρεσίες της κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), όταν ασκεί αποφασιστική επιρροή τόσο στους στρατηγικούς στόχους όσο και στις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου. Ο έλεγχος μπορεί, επίσης, να ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται με τον ίδιο τρόπο από την αναθέτουσα αρχή.

2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση που ένα ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο το οποίο είναι αναθέτουσα αρχή αναθέτει σύμβαση στην αναθέτουσα αρχή η οποία το ελέγχει ή σε άλλο νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο της ίδιας αναθέτουσας αρχής, εφόσον δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο νομικό πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η δημόσια σύμβαση εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

3.   Μια αναθέτουσα αρχή που δεν ασκεί έλεγχο κατά την έννοια της παραγράφου 1 σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου μπορεί, εντούτοις, να αναθέσει δημόσια σύμβαση στο εν λόγω νομικό πρόσωπο χωρίς να εφαρμόσει τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις:

α)

η αναθέτουσα αρχή ασκεί από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές έλεγχο επί του εν λόγω νομικού προσώπου ανάλογο εκείνου που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών·

β)

περισσότερο από το 80 % των δραστηριοτήτων του εν λόγω νομικού προσώπου διεξάγεται κατά την εκτέλεση καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί από τις ελέγχουσες αναθέτουσες αρχές ή άλλα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τις ίδιες αναθέτουσες αρχές· και

γ)

δεν υπάρχει άμεση συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο εξαιρουμένων των μορφών συμμετοχής ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς δυνατότητα ελέγχου ή δικαιώματος αρνησικυρίας που απαιτούνται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις σύμφωνες με τις Συνθήκες και δεν ασκούν αποφασιστική επιρροή στο ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), οι αναθέτουσες αρχές ασκούν από κοινού έλεγχο επί νομικού προσώπου, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω σωρευτικές προϋποθέσεις:

i)

τα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου απαρτίζονται από αντιπροσώπους όλων των αναθετουσών αρχών που συμμετέχουν· ένας αντιπρόσωπος μπορεί να εκπροσωπεί πολλές ή όλες τις συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές·

ii)

οι εν λόγω αναθέτουσες αρχές είναι σε θέση να ασκούν από κοινού αποφασιστική επιρροή στους στρατηγικούς στόχους και τις σημαντικές αποφάσεις του ελεγχόμενου νομικού προσώπου· και

iii)

το ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο δεν επιδιώκει συμφέροντα αντίθετα από αυτά των αναθετουσών αρχών που το ελέγχουν.

4.   Μια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η σύμβαση καθιερώνει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επιδίωξη των κοινών τους στόχων·

β)

η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος· και

γ)

οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία·

[…]».

6

Το άρθρο 90 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και μεταβατικές διατάξεις», προβλέπει στην παράγραφό του 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία μέχρι τις 18 Απριλίου 2016. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.»

Το βελγικό δίκαιο

7

Η οδηγία 2014/24 μεταφέρθηκε στο βελγικό δίκαιο με τον loi relative aux marchés publics (νόμο περί δημοσίων συμβάσεων), της 17ης Ιουνίου 2016 (Moniteur belge της 14ης Ιουλίου 2016, σ. 44219), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 30 Ιουνίου 2017, μετά τη λήξη της κατά το άρθρο 90 της οδηγίας προθεσμίας μεταφοράς της στο εσωτερικό δίκαιο.

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

8

Η SLSP Sambre & Biesme είναι συνεταιριστική εταιρία περιορισμένης ευθύνης της οποίας οι κύριοι εταίροι είναι οι Δήμοι Farciennes και Aiseau‑Presles (Βέλγιο). Ως στεγαστική εταιρία παροχής δημόσιας υπηρεσίας εποπτεύεται από την SWL, η οποία ενεργεί για λογαριασμό της Κυβέρνησης της Βαλλονίας.

9

Κατά τη διάρκεια του 2015, η SLSP Sambre & Biesme και ο Δήμος Farciennes αποφάσισαν να ενώσουν τους πόρους τους ώστε να δημιουργήσουν έναν οικολογικό οικισμό στη Farciennes με περίπου 150 κατοικίες. Προς τον σκοπό αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες του Igretec για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του έργου τους.

10

Ο Igretec είναι συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης, ο οποίος εκτελεί καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών και είναι, ως εκ τούτου, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η δραστηριότητά του ασκείται σε διάφορους τομείς. Σύμφωνα με το καταστατικό του, ο εταιρικός σκοπός του συνεταιρισμού περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δραστηριότητες γραφείου μελετών και διαχείρισης.

11

Ο κώδικας τοπικής αυτοδιοίκησης και αποκέντρωσης, καθώς και το καταστατικό του Igretec θέτουν τους κανόνες για την οργάνωση και τη λειτουργία του. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη σύνθεσή του, απαρτίζεται αποκλειστικώς από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, ο Igretec αριθμούσε μεταξύ των μελών του περισσότερους από 70 δήμους, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Farciennes, και περισσότερες από 50 άλλες δημόσιες αρχές. Ειδικότερα, όσον αφορά το εταιρικό κεφάλαιο του Igretec, το οποίο κατανέμεται σε πέντε κατηγορίες μεριδίων, οι δήμοι κατείχαν 5054351 μερίδια κατηγορίας Α και οι «λοιπές δημόσιες αρχές» κατείχαν 17126 μερίδια κατηγορίας C.

12

Όσον αφορά τη λειτουργία του Igretec, οι δήμοι ελέγχουν πάντοτε την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου και προεδρεύουν στα διάφορα όργανα διοίκησης, οι δε αποφάσεις των οργάνων του Igretec λαμβάνονται κατά πλειοψηφία όχι μόνον των παρόντων ή αντιπροσωπευομένων μελών του διοικητικού συμβουλίου, αλλά και των μελών του διοικητικού συμβουλίου που προέρχονται από τους δήμους‑μέλη του συνεταιρισμού.

13

Στις 29 Οκτωβρίου 2015 η SLSP Sambre & Biesme αποφάσισε να αγοράσει ένα εταιρικό μερίδιο κατηγορίας C στον Igretec προκειμένου να μπορέσει να επωφεληθεί των υπηρεσιών του υπό την ιδιότητα του εταίρου.

14

Στις 23 Μαρτίου 2016 ο Δήμος Farciennes συνήψε με τον Igretec σύμβαση παροχής συνδρομής στον κύριο του έργου και νομικής αρωγής, καθώς και σύμβαση αρχιτεκτονικής μελέτης εφαρμογής, σταθερότητας, ειδικής τεχνικής, οδών, περιβάλλοντος και πολεοδομικού σχεδιασμού. Στο πλαίσιο των καθηκόντων αυτών, ο Igretec πρότεινε τρεις εναλλακτικές προτάσεις εργασιών στις οποίες επρόκειτο να συμπεριληφθεί το έργο της SLSP Sambre & Biesme και πρότεινε την υπογραφή συμφωνίας για τη σύναψη κοινής σύμβασης μεταξύ της SLSP Sambre & Biesme και του Δήμου Farciennes.

15

Στις 19 Ιανουαρίου 2017 το διοικητικό συμβούλιο της SLSP Sambre & Biesme ενέκρινε, αφενός, το σχέδιο της συμφωνίας-πλαισίου για τη σύναψη κοινών συμβάσεων με τον Δήμο Farciennes και, αφετέρου, την ειδική συγγραφή υποχρεώσεων σχετικά με τον διορισμό γραφείου εμπειρογνώμονα για την απογραφή και το πρόγραμμα διαχείρισης αμιάντου. Αυτή η συγγραφή υποχρεώσεων, την οποία συνέταξε ο Igretec, περιγραφόταν ως το πρώτο στάδιο εκτέλεσης του έργου για τον οικολογικό οικισμό στη Farciennes.

16

Στις 26 Ιανουαρίου 2017 το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Farciennes αποφάσισε την έγκριση της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου με την SLSP Sambre & Biesme.

17

Το άρθρο 1 της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο Δήμος Farciennes και η SLSP Sambre & Biesme καθορίζουν, με την ίδια συμφωνία-πλαίσιο, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση εργασιών για τη δημιουργία του οικολογικού οικισμού στη Farciennes και ότι αποφασίζουν τη σύναψη κοινών δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, έργων και προώθησης έργων.

18

Ειδικότερα, ο Δήμος Farciennes και η SLSP Sambre & Biesme ορίζουν τον Δήμο Farciennes ως αναθέτουσα αρχή η οποία ενεργεί εξ ονόματός τους από κοινού και λαμβάνει μεμονωμένα κάθε απόφαση σχετική με τη σύναψη και την ανάθεση των συμβάσεων, εξυπακουομένου ότι, πριν από τη λήψη κάθε απόφασης σε εκτέλεση της συμφωνίας-πλαισίου και σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτής, τα μέρη έρχονται σε συνεννόηση στο πλαίσιο διευθύνουσας επιτροπής η οποία αποτελείται από εκπροσώπους εκάστου εξ αυτών.

19

Κατά το άρθρο 5 της συμφωνίας-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Eπιλογή συνδρομής για τη διοίκηση του έργου με σκοπό την εκτέλεση των συμβάσεων υπηρεσιών, έργων και προώθησης έργων και την υλοποίηση του σχεδίου αστικής αναβάθμισης», «οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι ο Δήμος Farciennes συνάπτει με τον Igretec […] συμφωνία παροχής συνδρομής στους τομείς της διοίκησης έργου, των νομικών και των περιβαλλοντικών υπηρεσιών, τούτο δε στο πλαίσιο σχέσης in house που συνδέει έκαστο των συμβαλλομένων με τον εν λόγω διαδημοτικό συνεταιρισμό».

20

Στις 9 Φεβρουαρίου 2017 το διοικητικό συμβούλιο της SLSP Sambre & Biesme αποφάσισε, αφενός, να εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας‑πλαισίου για τις κοινές συμβάσεις με τον Δήμο Farciennes και, αφετέρου, να μην προκηρυχθεί διαγωνισμός για την ανάθεση της δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών καταγραφής αμιάντου, της οποίας την ειδική συγγραφή υποχρεώσεων είχε προηγουμένως εγκρίνει, λόγω της in house σχέσης μεταξύ της SLSP Sambre & Biesme και του Igretec.

21

Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2017, η SWL, ως εποπτεύουσα αρχή, ακύρωσε τις ανωτέρω δύο αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της SLSP Sambre & Biesme, με το σκεπτικό ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης περί της in house σχέσης μεταξύ της SLSP Sambre & Biesme και του Igretec.

22

Η SLSP Sambre & Biesme (υπόθεση C‑383/21) και ο Δήμος Farciennes (υπόθεση C‑384/21) άσκησαν, αντιστοίχως, στις 28 Απριλίου και στις 2 Μαΐου 2017, προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης της SWL ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο). Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών υποστηρίζουν ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24 σχετικά με την εξαίρεση αυτή πληρούνταν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και, ως εκ τούτου, είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε απευθείας ανάθεση των επίμαχων δημοσίων συμβάσεων. Επιπλέον, ο Δήμος Farciennes (υπόθεση C‑384/21) υποστηρίζει ότι η ανάθεση χωρίς διεξαγωγή διαγωνισμού βρίσκει επίσης έρεισμα στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας λόγω του ότι συνέτρεχε περίπτωση συνεργασίας μεταξύ των αναθετουσών αρχών κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης.

23

Δεδομένου ότι ο νόμος για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών, μολονότι η προθεσμία του άρθρου 90 της οδηγίας 2014/24 για τη μεταφορά της οδηγίας είχε ήδη εκπνεύσει, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ αρχάς, αν, υπό το πρίσμα της απόφασης της 3ης Οκτωβρίου 2019, Irgita (C‑285/18, EU:C:2019:829), οι διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν του πρέπει να επιλυθούν με βάση το άρθρο 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας, καθόσον οι διάδικοι των κύριων δικών διαφωνούν, μεταξύ άλλων, ως προς το ζήτημα αν οι συγκεκριμένες διατάξεις προβλέπουν απλώς ευχέρεια των κρατών μελών να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας την ανάθεση ορισμένων δημοσίων συμβάσεων που συνάπτονται μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα.

24

Στη συνέχεια, όσον αφορά τις προϋποθέσεις της in house ανάθεσης τις οποίες πρέπει να πληροί μια αναθέτουσα αρχή που ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο επί του οικείου νομικού προσώπου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω αναθέτουσα αρχή πρέπει να συμμετέχει στα όργανα του ελεγχόμενου φορέα και να συμβάλλει αποτελεσματικά στον έλεγχό του, ιδίως υπό το πρίσμα της απαίτησης του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της ίδιας οδηγίας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι εταίροι της κατηγορίας C, μεταξύ των οποίων και η SLSP Sambre & Biesme, είχαν πολύ μικρό μερίδιο συμμετοχής, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να συμβάλλουν πραγματικά στον έλεγχο του Igretec.

25

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, μετά την επισήμανση ότι οι δήμοι, ως εταίροι της κατηγορίας Α, έχουν ισχυρότερη θέση στα όργανα λήψης αποφάσεων, διευκρινίζει ότι το πολύ μικρό μερίδιο συμμετοχής των εταίρων της κατηγορίας C δεν τους παρείχε, de facto, δυνατότητα εκπροσώπησής τους στο διοικητικό συμβούλιο του Igretec, ενώ, περαιτέρω, το καταστατικό του Igretec, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των διαφορών των κύριων δικών, ουδόλως διασφάλιζε την παρουσία προσώπου οριζόμενου από αυτούς τους εταίρους ως εκπροσώπου τους στο διοικητικό συμβούλιο του συνεταιρισμού. Το αιτούν δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι οι εν λόγω εταίροι πράγματι δεν εκπροσωπούνταν στο διοικητικό συμβούλιο ή στη «μόνιμη επιτροπή του γραφείου μελετών και διαχείρισης», συνήγαγε ότι οι εταίροι της κατηγορίας C ουδόλως μετείχαν στην από κοινού άσκηση ελέγχου επί του Igretec.

26

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών υποστηρίζουν ότι στο διοικητικό συμβούλιο του Igretec μετείχε ένας δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Farciennes, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της SLSP Sambre & Biesme, ο δε Δήμος Farciennes ήταν εταίρος τόσο του Igretec όσο και της SLSP Sambre & Biesme.

27

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, ωστόσο, ότι δεν αποδεικνύεται ότι τούτο προβλεπόταν και διασφαλιζόταν διά νόμου. Εξάλλου, το πρόσωπο αυτό μετείχε στο διοικητικό συμβούλιο του Igretec υπό την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου του Δήμου Farciennes, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεωρηθεί, για τον λόγο αυτό, ότι εκπροσωπούσε και τα συμφέροντα της SLSP Sambre & Biesme.

28

Τούτου λεχθέντος και λαμβανομένης υπόψη της in concreto εκτίμησης την οποία επικαλέσθηκαν οι προσφεύγοντες των κύριων δικών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το κατά πόσον μια αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του αναδόχου φορέα έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν κατάσταση όπως η εκτιθέμενη στις σκέψεις 26 και 27 της παρούσας απόφασης μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα, το οποίο υποστηρίζουν και οι προσφεύγοντες των κύριων δικών, ότι η SLSP Sambre & Biesme μετείχε στα όργανα λήψης αποφάσεων του Igretec και, ως εκ τούτου, ασκούσε επί του εν λόγω διαδημοτικού συνεταιρισμού τέτοιου είδους έλεγχο, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, μέσω του Δήμου Farciennes.

29

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι οι προσφεύγοντες των κύριων δικών, μολονότι υποστηρίζουν ότι ο Δήμος Farciennes είναι εταίρος τόσο της SLSP Sambre & Biesme όσο και του Igretec και ασκεί επί των δύο αυτών φορέων έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών, εντούτοις δεν επιθυμούν να επικαλεστούν τη δυνατότητα απευθείας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης μεταξύ δύο φορέων που ελέγχονται από την ίδια αναθέτουσα αρχή. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν, εν πάση περιπτώσει, πληρούνται οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης τέτοιων αναθέσεων από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι ο Δήμος Farciennes ασκεί τον έλεγχό του από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές.

30

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν είναι δυνατή η ανάθεση της δημόσιας σύμβασης χωρίς διαδικασία διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, καθόσον ο Δήμος Farciennes προβάλλει, επικουρικώς, ότι υφίσταται περίπτωση συνεργασίας μεταξύ των αναθετουσών αρχών κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

31

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν η διαλαμβανόμενη στην εν λόγω διάταξη έννοια της «συνεργασίας» καλύπτει περιστάσεις όπως αυτές των κύριων δικών, για τον λόγο απλώς και μόνον ότι τα καθήκοντα παροχής συνδρομής στη διοίκηση έργου και παροχής νομικών και περιβαλλοντικών υπηρεσιών τα οποία ανατίθενται στον Igretec εντάσσονται στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της SLSP Sambre & Biesme και του Δήμου Farciennes με αντικείμενο την εκτέλεση ενός κοινού έργου δημιουργίας οικολογικού οικισμού στη Farciennes, ότι ο δήμος και ο Igretec συνδέονται, εν πάση περιπτώσει, με in house σχέση και ότι ο δήμος και η SLSP Sambre & Biesme μετέχουν στον Igretec στον τομέα δραστηριοτήτων του εταιρικού του σκοπού ο οποίος συνδέεται ακριβώς με τα καθήκοντα τα οποία επιθυμούν να του αναθέσουν.

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

Στην υπόθεση C‑383/21:

«1)

Έχει το άρθρο [12, παράγραφος 3,] της οδηγίας [2014/24] την έννοια ότι παράγει άμεσο αποτέλεσμα;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ανωτέρω πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο [12, παράγραφος 3,] της οδηγίας [2014/24] την έννοια ότι η προϋπόθεση να εκπροσωπείται η αναθέτουσα αρχή, εν προκειμένω μια στεγαστική εταιρία παροχής δημόσιας υπηρεσίας, στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, εν προκειμένω ενός διαδημοτικού συνεταιρισμού, πληρούται απλώς και μόνον επειδή ένα πρόσωπο που είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εν λόγω διαδημοτικού συνεταιρισμού υπό την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου άλλης συμμετέχουσας αναθέτουσας αρχής, εν προκειμένω ενός δήμου, είναι επίσης, λόγω των πραγματικών περιστάσεων και χωρίς να υφίσταται εκ του νόμου διασφάλιση της εκπροσώπησης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ ο δήμος είναι μέλος (όχι μοναδικό) του ελεγχόμενου φορέα (διαδημοτικού συνεταιρισμού) και συγχρόνως εταίρος της στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή, εν προκειμένω μια στεγαστική εταιρία παροχής δημόσιας υπηρεσίας, “συμμετέχει” στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, εν προκειμένω ενός διαδημοτικού συνεταιρισμού, απλώς και μόνον επειδή ένα πρόσωπο που αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εν λόγω διαδημοτικού συνεταιρισμού υπό την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου άλλης συμμετέχουσας αναθέτουσας αρχής, εν προκειμένω ενός δήμου, είναι επίσης, λόγω των πραγματικών περιστάσεων και χωρίς να υφίσταται εκ του νόμου διασφάλιση της εκπροσώπησης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ ο δήμος είναι μέλος (όχι μοναδικό) του ελεγχόμενου φορέα (διαδημοτικού συνεταιρισμού) και συγχρόνως εταίρος της στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας;»

Στην υπόθεση C‑384/21:

«1)

Έχει το άρθρο [12, παράγραφος 3,] της οδηγίας [2014/24] την έννοια ότι παράγει άμεσο αποτέλεσμα;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ανωτέρω πρώτο προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο [12, παράγραφος 3,] της [οδηγίας 2014/24] την έννοια ότι η προϋπόθεση να εκπροσωπείται η αναθέτουσα αρχή, εν προκειμένω μια στεγαστική εταιρία παροχής δημόσιας υπηρεσίας, στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, εν προκειμένω ενός διαδημοτικού συνεταιρισμού, πληρούται απλώς και μόνον επειδή ένα πρόσωπο που είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εν λόγω διαδημοτικού συνεταιρισμού υπό την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου άλλης συμμετέχουσας αναθέτουσας αρχής, εν προκειμένω ενός δήμου, είναι επίσης, λόγω των πραγματικών περιστάσεων και χωρίς να υφίσταται εκ του νόμου διασφάλιση της εκπροσώπησης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ ο δήμος είναι μέλος (όχι μοναδικό) του ελεγχόμενου φορέα (διαδημοτικού συνεταιρισμού) και συγχρόνως εταίρος της στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή, εν προκειμένω μια στεγαστική εταιρία παροχής δημόσιας υπηρεσίας, “συμμετέχει” στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, εν προκειμένω ενός διαδημοτικού συνεταιρισμού, απλώς και μόνον επειδή ένα πρόσωπο που αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου του εν λόγω διαδημοτικού συνεταιρισμού υπό την ιδιότητα του δημοτικού συμβούλου άλλης συμμετέχουσας αναθέτουσας αρχής, εν προκειμένω ενός δήμου, είναι επίσης, λόγω των πραγματικών περιστάσεων και χωρίς να υφίσταται εκ του νόμου διασφάλιση της εκπροσώπησης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ ο δήμος είναι μέλος (όχι μοναδικό) του ελεγχόμενου φορέα (διαδημοτικού συνεταιρισμού) και συγχρόνως εταίρος της στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας;

4)

Έχει το άρθρο [12, παράγραφος 4,] της οδηγίας [2014/24] την έννοια ότι παράγει άμεσο αποτέλεσμα;

5)

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο [τέταρτο] προδικαστικό ερώτημα, έχει το άρθρο 12, παράγραφος 4, της [οδηγίας 2014/24] την έννοια ότι παρέχει τη δυνατότητα να ανατεθούν χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό καθήκοντα παροχής συνδρομής στους τομείς της διοίκησης έργου, των νομικών και των περιβαλλοντικών υπηρεσιών σε αναθέτουσα αρχή, εν προκειμένω σε διαδημοτικό συνεταιρισμό, δεδομένου ότι τα καθήκοντα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ δύο άλλων αναθετουσών αρχών, εν προκειμένω ενός δήμου και μιας στεγαστικής εταιρίας παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ότι δεν αμφισβητείται ότι ο δήμος ασκεί έλεγχο σχέσης “in house” επί του διαδημοτικού συνεταιρισμού και ότι ο δήμος και η στεγαστική εταιρία παροχής δημόσιας υπηρεσίας αποτελούν μέλη του διαδημοτικού συνεταιρισμού στον τομέα δραστηριοτήτων “γραφείο μελετών και διαχείρισης και κεντρική αρχή αγορών” που περιλαμβάνονται στον εταιρικό του σκοπό, ο οποίος αφορά ακριβώς τα καθήκοντα που έχουν την πρόθεση να του αναθέσουν, καθήκοντα τα οποία αντιστοιχούν στις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στην αγορά από γραφεία μελετών και διαχείρισης που ειδικεύονται στη μελέτη, την υλοποίηση και την κατασκευή έργων;»

33

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Αυγούστου 2021, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑383/21 και C‑384/21 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑383/21, καθώς και επί του πρώτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑384/21

34

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑383/21 καθώς και με το πρώτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑384/21, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι παράγει άμεσα αποτελέσματα στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου οι οποίες αφορούν την απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος έχει παραλείψει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη.

35

Κατά πάγια νομολογία, σε κάθε περίπτωση που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς, χωρεί επίκλησή τους έναντι του οικείου κράτους μέλους ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, είτε όταν το κράτος αυτό παρέλειψε να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προέβη σε πλημμελή μεταφορά της (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel, C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επίκλησής της, υφίσταται μόνο έναντι «κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται». Επομένως, κατά πάγια νομολογία, οι οδηγίες δεν μπορούν, αφ’ εαυτών, να δημιουργήσουν υποχρεώσεις στους ιδιώτες και, επομένως, δεν μπορούν να προβάλλονται, αυτές καθεαυτές, έναντι των ιδιωτών ενώπιον εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Portgás, C‑425/12, EU:C:2013:829, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι ιδιώτες δύνανται να επικαλεσθούν οδηγία όχι κατά ιδιώτη, αλλά κράτους, μπορούν να το πράξουν ανεξαρτήτως της ιδιότητας υπό την οποία αυτό ενεργεί. Πράγματι, θα πρέπει να αποκλειστεί κάθε δυνατότητα του κράτους μέλους να επωφεληθεί από τη μη συμμόρφωσή του προς το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Ambisig, C‑46/15, EU:C:2016:530, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Επομένως, οι ιδιώτες δύνανται να επικαλούνται τις ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς διατάξεις οδηγίας όχι μόνον έναντι του κράτους μέλους και του συνόλου των οργάνων της δημόσιας διοίκησής του, αλλά και έναντι οργανισμών ή φορέων, ακόμη και ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο δημόσιας αρχής ή οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί από κράτος μέλος με την εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και διαθέτουν, προς τούτο, υπέρμετρες εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες (απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Blue Air – Airline Management Solutions, C‑584/18, EU:C:2020:324, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η υποχρέωση κράτους μέλους να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με οδηγία αποτελέσματος συνιστά επιτακτική υποχρέωση επιβαλλόμενη τόσο από το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και από την ίδια την οδηγία, υποχρέωση την οποία υπέχουν όλοι οι μνημονευόμενοι στην προηγούμενη σκέψη φορείς, οι ένδικες διαφορές μεταξύ των φορέων αυτών αποτελούν διαφορές στις οποίες εμπλέκονται μέρη τα οποία οφείλουν να εφαρμόσουν την εν λόγω οδηγία και στα οποία μπορούν, ως εκ τούτου, να αντιταχθούν οι ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς διατάξεις της οδηγίας αυτής. Επομένως, είναι δυνατή η επίκληση των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας στο πλαίσιο τέτοιων ενδίκων διαφορών προκειμένου οι εν λόγω φορείς να διασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιτάσσουν οι διατάξεις της οδηγίας ή την άσκηση των δικαιωμάτων που αυτές τους απονέμουν (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Portgás, C‑425/12, EU:C:2013:829, σκέψεις 34, 35 και 38).

40

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, οι διάδικοι των κύριων δικών είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου τα οποία οφείλουν να τηρούν την οδηγία 2014/24. Επομένως, στο πλαίσιο των δικών αυτών, εφόσον η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί εμπροθέσμως στην εθνική έννομη τάξη, αναθέτουσες αρχές όπως η SLSP Sambre & Biesme και ο Δήμος Farciennes μπορούν να επικαλεστούν διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές είναι ανεπιφύλακτες και αρκούντως ακριβείς.

41

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι μια διάταξη του δικαίου της Ένωσης είναι, αφενός, ανεπιφύλακτη όταν θεσπίζει υποχρέωση η οποία δεν συνοδεύεται από καμία επιφύλαξη και δεν απαιτείται για την εκτέλεσή της ή την επαγωγή των αποτελεσμάτων της η έκδοση κάποιας πράξης, είτε των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε των κρατών μελών, και, αφετέρου, αρκούντως ακριβής ώστε να μπορούν να την επικαλεστούν οι ιδιώτες και να την εφαρμόσει το δικαστήριο, όταν θεσπίζει υποχρέωση χωρίς αμφίσημη διατύπωση (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, RTS infra και Aannemingsbedrijf Norré-Behaegel, C‑387/19, EU:C:2021:13, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Τούτο ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2014/24.

42

Πράγματι, όσον αφορά, πρώτον, τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα των διατάξεων αυτών, παρατηρείται, προκαταρκτικώς, ότι, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, υπό το πρίσμα της απόφασης της 3ης Οκτωβρίου 2019, Irgita (C‑285/18, EU:C:2019:829), ως προς το περιεχόμενο των εν λόγω διατάξεων καθόσον οι διάδικοι των κύριων δικών διαφωνούν, μεταξύ άλλων, ως προς το αν οι ίδιες αυτές διατάξεις προβλέπουν απλώς ευχέρεια των κρατών μελών να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας ορισμένες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ φορέων του δημοσίου τομέα. Συγκεκριμένα, ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις οι αναθέτουσες αρχές να μην μπορούν να επικαλεστούν τέτοιες εξαιρέσεις όταν, ελλείψει μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το οικείο κράτος μέλος δεν έχει τέτοια ευχέρεια.

43

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24, σύμφωνα με τον τίτλο του τμήματος στο οποίο εντάσσεται, προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι οι δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα οι οποίοι πληρούν τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο αυτό κριτήρια εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας· πρόκειται, δηλαδή, για κριτήρια τα οποία πρέπει να πληροί η αναθέτουσα αρχή όταν προτίθεται να προβεί στην απευθείας ανάθεση μιας τέτοιας δημόσιας σύμβασης. Ειδικότερα, οι παράγραφοι 3 και 4 του εν λόγω άρθρου 12 αφορούν, αφενός, τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτει η αναθέτουσα αρχή με νομικό πρόσωπο επί του οποίου η αρχή αυτή ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών και, αφετέρου, τις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται αποκλειστικά μεταξύ αναθετουσών αρχών, προκειμένου να καθιερωθεί ή να υλοποιηθεί η συνεργασία μεταξύ τους με σκοπό να διασφαλιστεί ότι οι δημόσιες υπηρεσίες τις οποίες πρέπει να παρέχουν οι αναθέτουσες αρχές παρέχονται προς επίτευξη των κοινών τους στόχων.

44

Ως εκ τούτου, η οδηγία 2014/24, με το άρθρο της 12, κωδικοποίησε και εξειδίκευσε τη νομολογία του Δικαστηρίου για τις απευθείας αναθέσεις, όπερ καθιστά πρόδηλο ότι η βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να συνδεθεί το εν λόγω καθεστώς των απευθείας αναθέσεων με την οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rhenus Veniro, C‑253/18, EU:C:2019:386, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Κατά συνέπεια, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας δεν στέρησε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, από τα κράτη μέλη την ελευθερία να προτιμήσουν έναν συγκεκριμένο τρόπο παροχής υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων ή εφοδιασμού σε προμήθειες, έναντι των άλλων τρόπων. Πράγματι, η ελευθερία αυτή συνεπάγεται μια επιλογή η οποία προηγείται χρονικώς της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24 (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Irgita, C‑285/18, EU:C:2019:829, σκέψη 44· διατάξεις της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Pia Opera Croce Verde Padova, C‑11/19, EU:C:2020:88, σκέψεις 41 και 47, και της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Rieco, C‑89/19 à C‑91/19, EU:C:2020:87, σκέψεις 33, 39 και 40).

46

Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 5 και η αιτιολογική σκέψη 31, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/24 αποτυπώνουν τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να αναγνωρίσει την ελευθερία των κρατών μελών να επιλέγουν τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών με τον οποίο οι αναθέτουσες αρχές θα μπορούν να καλύπτουν ανάγκες τους (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Irgita, C‑285/18, EU:C:2019:829, σκέψη 45· διατάξεις της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Pia Opera Croce Verde Padova, C‑11/19, EU:C:2020:88, σκέψεις 42 και 47, καθώς και της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Rieco, C‑89/19 έως C‑91/19, EU:C:2020:87, σκέψεις 34, 39 και 40).

47

Συγκεκριμένα, αφενός, η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας αυτής αναφέρει ότι καμία διάταξη της οδηγίας δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς την παροχή υπηρεσιών την οποία επιθυμούν να παρέχουν τα ίδια ή να οργανώνουν με άλλα μέσα πλην των δημόσιων συμβάσεων κατά την έννοια της οδηγίας. Αφετέρου, η αιτιολογική σκέψη 31, δεύτερο εδάφιο, αναφέρει ότι, μολονότι το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι σε μια συμφωνία είναι οι ίδιοι δημόσιες αρχές δεν αποκλείει από μόνο του την εφαρμογή των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων, εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν πρέπει να παρεμποδίζει το δικαίωμα των δημόσιων αρχών να εκτελούν τα καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών που τους ανατίθενται χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους, συνεργαζόμενες, ενδεχομένως, με άλλες δημόσιες αρχές.

48

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι, όπως η οδηγία 2014/24 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να απαιτούν από τις αναθέτουσες αρχές να χρησιμοποιούν οπωσδήποτε τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατόν να τα εξαναγκάζει να προβαίνουν στις ενέργειες που προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας σε περίπτωση που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου αυτού (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, Irgita, C‑285/18, EU:C:2019:829, σκέψη 46· διατάξεις της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Pia Opera Croce Verde Padova, C‑11/19, EU:C:2020:88, σκέψεις 43 και 47, καθώς και της 6ης Φεβρουαρίου 2020, Rieco, C‑89/19 έως C‑91/19, EU:C:2020:87, σκέψεις 35, 39 και 40).

49

Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι, πράγματι, τα κράτη μέλη παραμένουν βεβαίως ελεύθερα να καθορίζουν, με την εθνική νομοθεσία, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι φορείς του δημοσίου τομέα μπορούν να χρησιμοποιούν τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων κατά το άρθρο 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2014/24. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επικαλούνται δυνάμει του εθνικού δικαίου μία από τις προβλεπόμενες στις ως άνω διατάξεις εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, οι δημόσιες συμβάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών μπορούν να ανατίθενται απευθείας και τούτο ανεξαρτήτως του αν το οικείο κράτος μέλος έκανε χρήση της προαναφερθείσας ευχέρειας. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου, στον βαθμό που επιβάλλουν στις αναθέτουσες αρχές υποχρεώσεις για την εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων της οδηγίας οι οποίες δεν εξαρτώνται, για την εκτέλεσή τους ή την επαγωγή των αποτελεσμάτων τους, από την έκδοση κάποιας πράξης, είναι ανεπιφύλακτες κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης.

50

Δεύτερον, όσον αφορά τον αρκούντως ακριβή χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/24 κωδικοποιεί και εξειδικεύει τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την απευθείας ανάθεση, προβλέποντας χωρίς αμφίσημη διατύπωση, μεταξύ άλλων στις παραγράφους 3 και 4, τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί η εφαρμογή του εν λόγω συστήματος απευθείας ανάθεσης από τις αναθέτουσες αρχές, προκειμένου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας, να επιλυθεί το πρόβλημα των διαφορετικών ερμηνειών που έχουν δοθεί στην εν λόγω νομολογία.

51

Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το άρθρο 12, παράγραφοι 3 και 4, της εν λόγω οδηγίας έχει τον απαιτούμενο ανεπιφύλακτο και αρκούντως ακριβή χαρακτήρα ώστε να παράγει άμεσα αποτελέσματα στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών, όπως αυτές των κύριων δικών, μεταξύ νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

52

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑383/21 καθώς και στο πρώτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑384/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι παράγει άμεσα αποτελέσματα στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου οι οποίες αφορούν την απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος έχει παραλείψει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία αυτή στην εθνική έννομη τάξη.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑383/21 και C‑384/21

53

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑383/21 και C‑384/21, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο επί του αναδόχου νομικού προσώπου ανάλογο προς εκείνον που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών, η απαίτηση της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία μια αναθέτουσα αρχή πρέπει να μετέχει στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, πληρούται απλώς και μόνον διότι στο διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου μετέχει ο αντιπρόσωπος άλλης αναθέτουσας αρχής ο οποίος είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναθέτουσας αρχής.

54

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει στοιχεία χρήσιμα για την ερμηνεία της (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2022, IMPERIAL TOBACCO BULGARIA, C‑55/21, EU:C:2022:459, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Πρώτον, όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της οδηγίας 2014/24, παρατηρείται ότι η διάταξη αυτή αφορά ένα από τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διαπιστωθεί, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ότι μια αναθέτουσα αρχή ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο επί του οικείου νομικού προσώπου, ανάλογο προς εκείνον που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών.

56

Εν προκειμένω, το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι τα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου απαρτίζονται από αντιπροσώπους όλων των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών, το δε ίδιο πρόσωπο μπορεί να εκπροσωπεί πολλές ή όλες τις συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές.

57

Επομένως, όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη αυτή απαιτεί η αναθέτουσα αρχή που ασκεί από κοινού έλεγχο επί νομικού προσώπου να διαθέτει ένα μέλος το οποίο ενεργεί ως αντιπρόσωπος της αναθέτουσας αρχής στα όργανα λήψης αποφάσεων του νομικού προσώπου, το δε μέλος αυτό μπορεί, ενδεχομένως, να εκπροσωπεί και άλλες αναθέτουσες αρχές.

58

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η εν λόγω διάταξη.

59

Συγκεκριμένα, πρώτον, παρατηρείται ότι το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, το οποίο αφορά την περίπτωση κατά την οποία μία και μόνη αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του νομικού προσώπου στο οποίο ανατίθεται δημόσια σύμβαση έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών, προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιό του, ότι ο έλεγχος αυτός μπορεί επίσης να ασκείται από άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται με τον ίδιο τρόπο από την αναθέτουσα αρχή.

60

Εξάλλου, η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 12 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση που ένα ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, το οποίο είναι αναθέτουσα αρχή, αναθέτει σύμβαση στην αναθέτουσα αρχή που το ελέγχει ή σε άλλο νομικό πρόσωπο που τελεί υπό τον έλεγχο της ίδιας αναθέτουσας αρχής.

61

Αντιθέτως, όσον αφορά το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι μια αναθέτουσα αρχή που δεν ασκεί έλεγχο κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 12 σε νομικό πρόσωπο μπορεί, εντούτοις, να αναθέσει δημόσια σύμβαση στο εν λόγω νομικό πρόσωπο χωρίς να εφαρμόσει τις διατάξεις της οδηγίας, εφόσον η αναθέτουσα αρχή ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο επί του συγκεκριμένου νομικού προσώπου. Υπογραμμίζεται, πάντως, ότι, αντιθέτως προς τις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπει ότι οι προϋποθέσεις σχετικά με τον έλεγχο της αναθέτουσας αρχής επί του αναδόχου νομικού προσώπου μπορούν να πληρούνται εμμέσως.

62

Ειδικότερα, η απαίτηση εκπροσώπησης κατά το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της οδηγίας 2014/24 επιτάσσει η συμμετοχή αναθέτουσας αρχής στα όργανα λήψης αποφάσεων του νομικού προσώπου που ελέγχεται από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές να πραγματώνεται μέσω αντιπροσώπου της ίδιας της αναθέτουσας αρχής. Επομένως, δεν είναι δυνατή η εκπλήρωση της απαίτησης αυτής μέσω μέλους των οργάνων αυτών το οποίο μετέχει στα όργανα λήψης αποφάσεων απλώς και μόνον υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου άλλης αναθέτουσας αρχής.

63

Δεύτερον, το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση ii, της οδηγίας αυτής προβλέπει, ως προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι αναθέτουσες αρχές ασκούν από κοινού έλεγχο επί νομικού προσώπου, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας, ότι οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν από κοινού αποφασιστική επιρροή στους στρατηγικούς στόχους που επιδιώκει το ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο και στις σημαντικές αποφάσεις που το πρόσωπο αυτό μπορεί να λάβει.

64

Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του εύρους της προϋπόθεσης του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση ii, της οδηγίας 2014/24, όσον αφορά τον καθορισμό του περιεχομένου των εν λόγω στόχων και αποφάσεων, το κριτήριο του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει χωριστή απαίτηση όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις της συμμετοχής των εν λόγω αναθετουσών αρχών στα όργανα λήψης αποφάσεων του οικείου νομικού προσώπου.

65

Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

66

Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 31 της ίδιας οδηγίας, μολονότι ο νομοθέτης της Ένωσης επισήμανε ότι υπάρχει σοβαρή νομική ασάφεια σχετικά με τον βαθμό στον οποίο οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα θα πρέπει να καλύπτονται από τους κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων και, ως εκ τούτου, ότι υπάρχει ανάγκη σχετικής αποσαφήνισης, εντούτοις έκρινε ότι η αποσαφήνιση αυτή πρέπει να βασίζεται στις αρχές που έχουν διατυπωθεί στη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και επομένως δεν θέλησε να διαφοροποιηθεί από τη νομολογία αυτή (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαΐου 2020, Informatikgesellschaft für Software-Entwicklung, C‑796/18, EU:C:2020:395, σκέψη 66).

67

Συναφώς, από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι το ζήτημα αν η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί του οικείου νομικού προσώπου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και περιστάσεων. Επομένως, τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη δεν καλύπτουν μόνον τις πραγματικές περιστάσεις, αλλά περιλαμβάνουν και την εφαρμοστέα νομοθεσία καθώς και, μεταξύ άλλων, τους προβλεπόμενους από το καταστατικό του εν λόγω νομικού προσώπου μηχανισμούς ελέγχου (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Sea, C‑573/07, EU:C:2009:532, σκέψεις 65 και 66 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68

Όσον αφορά τις διευκρινίσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ φορέων του δημόσιου τομέα δεν εμπίπτουν στους κανόνες περί σύναψης δημοσίων συμβάσεων, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να ενισχύσει την απαίτηση που αφορά την προϋπόθεση εκπροσώπησης.

69

Πράγματι, παρατηρείται ότι, πριν από την έκδοση της οδηγίας 2014/24, το αν τα όργανα λήψης αποφάσεων του οικείου νομικού προσώπου απαρτίζονται από αντιπροσώπους των αναθετουσών αρχών που ασκούν από κοινού έλεγχο επ’ αυτού ήταν ένα από τα στοιχεία που έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί αν η αναθέτουσα αρχή μπορούσε να ασκήσει αποφασιστική επιρροή τόσο επί των στρατηγικών στόχων όσο και επί των σημαντικών αποφάσεων του νομικού προσώπου (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2008, Coditel Brabant, C‑324/07, EU:C:2008:621, σκέψεις 28, 29, 33 και 34 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Sea, C‑573/07, EU:C:2009:532, σκέψεις 65, 66 και 86 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70

Ο νομοθέτης της Ένωσης, προβλέποντας σε διαφορετικές διατάξεις, ήτοι στο άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περιπτώσεις i και ii, της οδηγίας, τις προϋποθέσεις εκπροσώπησης των αναθετουσών αρχών που ασκούν από κοινού έλεγχο επί του αναδόχου νομικού προσώπου, θέλησε να ορίσει τις προϋποθέσεις αυτές ως αυτοτελή απαίτηση σε σχέση με τη δυνατότητα άσκησης τέτοιας αποφασιστικής επιρροής.

71

Τρίτον, η ερμηνεία κατά την οποία η ως άνω διάταξη απαιτεί η αναθέτουσα αρχή που ασκεί τέτοιο από κοινού έλεγχο να συμμετέχει στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου μέσω μέλους το οποίο ενεργεί ως αντιπρόσωπος της ίδιας της αναθέτουσας αρχής και μπορεί, κατά περίπτωση, να εκπροσωπεί και άλλες αναθέτουσες αρχές επιρρωννύεται από τον σκοπό που επιδιώκουν οι διατάξεις του άρθρου 12, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας.

72

Πράγματι, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 46 και 48 της παρούσας απόφασης, η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24 των δημοσίων συμβάσεων που πληρούν τα κριτήρια, μεταξύ άλλων, του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας είναι απόρροια, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 5 και την αιτιολογική σκέψη 31, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, της αναγνώρισης της ελευθερίας των κρατών μελών να προβλέπουν ότι οι δημόσιες αρχές μπορούν να παρέχουν οι ίδιες ορισμένες υπηρεσίες και να εκτελούν τα καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών που τους ανατίθενται χρησιμοποιώντας ίδιους πόρους.

73

Δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί ίδιους πόρους και ενεργεί η ίδια όταν δεν είναι σε θέση να παρέμβει στα όργανα λήψης αποφάσεων του αναδόχου της δημόσιας σύμβασης νομικού προσώπου μέσω αντιπροσώπου ενεργούντος εξ ονόματός της και, ενδεχομένως, εξ ονόματος άλλων αναθετουσών αρχών, και όταν, κατά συνέπεια, η έκφραση των συμφερόντων της στο πλαίσιο των εν λόγω οργάνων λήψης αποφάσεων εξαρτάται από το αν τα εν λόγω συμφέροντα είναι κοινά με εκείνα που προωθούν οι λοιπές αναθέτουσες αρχές μέσω των δικών τους αντιπροσώπων στα όργανα λήψης αποφάσεων.

74

Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη της εξακρίβωσης από το αιτούν δικαστήριο, από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν πληρούται υπό τις περιστάσεις των κύριων δικών η απαίτηση του άρθρου 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της εν λόγω οδηγίας, κατά την οποία η αναθέτουσα αρχή που ασκεί από κοινού έλεγχο επί νομικού προσώπου συμμετέχει στα όργανα λήψης αποφάσεων του νομικού αυτού προσώπου μέσω μέλους το οποίο ενεργεί ως αντιπρόσωπος της ίδιας της αναθέτουσας αρχής και μπορεί, ενδεχομένως, να εκπροσωπεί και άλλες αναθέτουσες αρχές. Συγκεκριμένα, αφενός, οι εταίροι της κατηγορίας C, στους οποίους συγκαταλεγόταν η SLSP Sambre & Biesme, δεν διέθεταν, μεταξύ άλλων, αντιπρόσωπο στο διοικητικό συμβούλιο του Igretec και, αφετέρου, ο δημοτικός σύμβουλος, παρότι μετείχε παράλληλα στο διοικητικό συμβούλιο της SLSP Sambre & Biesme, μετείχε εντούτοις στο διοικητικό συμβούλιο του Igretec αποκλειστικώς και μόνον υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου του Δήμου Farciennes, ο οποίος ήταν εταίρος της κατηγορίας Α.

75

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑383/21 και C‑384/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο επί του αναδόχου νομικού προσώπου ανάλογο προς εκείνον που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών, η απαίτηση της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία μια αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκπροσωπείται στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, δεν πληρούται απλώς και μόνον διότι στο διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου μετέχει ο αντιπρόσωπος άλλης αναθέτουσας αρχής ο οποίος είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναθέτουσας αρχής.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑383/21 και C‑384/21

76

Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑383/21 και C‑384/21, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις αυτές.

Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑384/21

77

Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑384/21, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δημόσια σύμβαση με την οποία ανατίθενται σε αναθέτουσα αρχή καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο σχέσης συνεργασίας μεταξύ άλλων αναθετουσών αρχών.

78

Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 12 της οδηγίας αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις εξαίρεσης από τους κανόνες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές υπόκειται σε ειδικές προϋποθέσεις.

79

Κατά την παράγραφο 4, στοιχείο αʹ, του άρθρου 12, μια δημόσια σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά μεταξύ δύο ή περισσότερων αναθετουσών αρχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24, εφόσον η σύμβαση καθιερώνει ή υλοποιεί συνεργασία μεταξύ των συμμετεχουσών αναθετουσών αρχών η οποία αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να εκτελούν οι εν λόγω αρχές παρέχονται για την επιδίωξη των κοινών τους στόχων. Περαιτέρω, κατά τα στοιχεία βʹ και γʹ της ίδιας παραγράφου, απαιτείται η υλοποίηση της συνεργασίας αυτής να εξυπηρετεί αποκλειστικά σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και οι συμμετέχουσες αναθέτουσες αρχές να εκτελούν στην ανοικτή αγορά λιγότερο από το 20 % των δραστηριοτήτων που αφορά η συνεργασία.

80

Επομένως, περιστάσεις όπως η ύπαρξη in house σχέσης μεταξύ ορισμένων αναθετουσών αρχών ή το ότι οι αναθέτουσες αρχές που αναθέτουν την οικεία δημόσια σύμβαση είναι εταίροι της αναθέτουσας αρχής που είναι επιφορτισμένη, δυνάμει της δημόσιας σύμβασης, με την εκπλήρωση ορισμένων καθηκόντων δεν μπορούν, αυτές καθεαυτές, να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 καταλαμβάνει την περίπτωση κατά την οποία η εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής εκπλήρωση των καθηκόντων της εντάσσεται στο πλαίσιο σχέσης συνεργασίας μεταξύ άλλων αναθετουσών αρχών.

81

Αντιθέτως, επισημαίνεται ότι το γράμμα της ως άνω διάταξης προσδίδει στην έννοια της «συνεργασίας» καθοριστικό ρόλο στο σύστημα εξαιρέσεων που προβλέπει. Συναφώς, η απαίτηση περί αποτελεσματικής συνεργασίας προκύπτει επίσης από τη διευκρίνιση που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 33, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, ότι δηλαδή η συνεργασία πρέπει να «στηρίζεται σε συνεργατική αντίληψη». Η φαινομενικά ταυτολογική αυτή διατύπωση πρέπει να εκληφθεί ως απαίτηση να είναι ουσιαστική η συνεργασία που καθιερώνεται ή υλοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Remondis, C‑429/19, EU:C:2020:436, σκέψεις 26 και 28).

82

Επομένως, η οικεία δημόσια σύμβαση πρέπει να εμφανίζεται ως η κατάληξη ενός εγχειρήματος συνεργασίας μεταξύ των αναθετουσών αρχών που μετέχουν στη σύμβαση αυτή. Πράγματι, η δημιουργία συνεργασίας μεταξύ φορέων που ανήκουν στον δημόσιο τομέα έχει μια εγγενώς συνεργατική διάσταση, την οποία στερείται η διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Remondis, C‑429/19, EU:C:2020:436, σκέψη 32).

83

Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, μια τέτοια συνεργατική διάσταση απαιτεί η επίμαχη συνεργασία, προκειμένου να εμπίπτει στο άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, να αποσκοπεί στην επίτευξη στόχων κοινών για όλες τις αναθέτουσες αρχές.

84

Δεν υφίσταται, όμως, τέτοιος κοινός στόχος για όλες τις αναθέτουσες αρχές όταν μία εξ αυτών, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων της σύμφωνα με την οικεία δημόσια σύμβαση, δεν επιδιώκει στόχους τους οποίους έχει από κοινού με τις άλλες αναθέτουσες αρχές, αλλά απλώς και μόνο συμβάλλει στην επίτευξη στόχων τους οποίους μόνον αυτές οι άλλες αναθέτουσες αρχές έχουν από κοινού.

85

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η συγκεκριμένη δημόσια σύμβαση έχει αποκλειστικώς ως αντικείμενο την παροχή υπηρεσίας έναντι της καταβολής αμοιβής, με αποτέλεσμα να μην εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 12, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Remondis, C‑429/19, EU:C:2020:436, σκέψεις 36 έως 38).

86

Υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο, από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις των υποθέσεων των κύριων δικών, η συμμετοχή του Igretec σε δημόσια σύμβαση με αντικείμενο την εκτέλεση του έργου οικολογικού οικισμού στη Farciennes δεν εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή. Πράγματι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 69 και 71 των προτάσεών του, ακόμη και αν η εκ μέρους του Igretec άσκηση των καθηκόντων του εντάσσεται στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ της SLSP Sambre & Biesme και του Δήμου Farciennes προκειμένου να τους συνδράμει στην υλοποίηση του κοινού έργου τους για τη δημιουργία οικολογικού οικισμού στη Farciennes, γεγονός παραμένει ότι μια τέτοια υλοποίηση δεν συνιστά, αυτή καθεαυτήν, σκοπό επιδιωκόμενο από τον Igretec.

87

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑384/21 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 έχει την έννοια ότι δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δημόσια σύμβαση με την οποία ανατίθενται σε αναθέτουσα αρχή καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο σχέσης συνεργασίας μεταξύ άλλων αναθετουσών αρχών, όταν η αναθέτουσα αρχή στην οποία έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα αυτά δεν επιδιώκει, κατά την εκπλήρωσή τους, την επίτευξη στόχων τους οποίους έχει από κοινού με τις άλλες αναθέτουσες αρχές, αλλά απλώς και μόνο συμβάλλει στην επίτευξη στόχων τους οποίους μόνον αυτές οι άλλες αναθέτουσες αρχές επιδιώκουν από κοινού.

Επί των δικαστικών εξόδων

88

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 12, παράγραφοι 3 και 4, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ,

έχει την έννοια ότι:

παράγει άμεσα αποτελέσματα στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου οι οποίες αφορούν την απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος έχει παραλείψει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία αυτή στην εθνική έννομη τάξη.

 

2)

Το άρθρο 12, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, περίπτωση i, της οδηγίας 2014/24

έχει την έννοια ότι:

προκειμένου να διαπιστωθεί ότι μια αναθέτουσα αρχή ασκεί, από κοινού με άλλες αναθέτουσες αρχές, έλεγχο επί του αναδόχου νομικού προσώπου ανάλογο προς εκείνον που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών, η απαίτηση της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία μια αναθέτουσα αρχή πρέπει να εκπροσωπείται στα όργανα λήψης αποφάσεων του ελεγχόμενου νομικού προσώπου, δεν πληρούται απλώς και μόνον διότι στο διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου μετέχει ο αντιπρόσωπος άλλης αναθέτουσας αρχής ο οποίος είναι επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αναθέτουσας αρχής.

 

3)

Το άρθρο 12, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24

έχει την έννοια ότι:

δεν εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δημόσια σύμβαση με την οποία ανατίθενται σε αναθέτουσα αρχή καθήκοντα παροχής δημόσιων υπηρεσιών τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο σχέσης συνεργασίας μεταξύ άλλων αναθετουσών αρχών, όταν η αναθέτουσα αρχή στην οποία έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα αυτά δεν επιδιώκει, κατά την εκπλήρωσή τους, την επίτευξη στόχων τους οποίους έχει από κοινού με τις άλλες αναθέτουσες αρχές, αλλά απλώς και μόνον συμβάλλει στην επίτευξη στόχων τους οποίους μόνον αυτές οι άλλες αναθέτουσες αρχές επιδιώκουν από κοινού.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top