Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0278

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2022.
    Dansk Akvakultur κατά Miljø- og Fødevareklagenævnet.
    Αίτηση του Østre Landsret για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Άρθρο 6, παράγραφος 3 – Εκτίμηση σχεδίου δυνάμενου να επηρεάσει σημαντικά ένα προστατευόμενο τόπο – Υποχρέωση εκτιμήσεως – Συνέχιση, υπό αμετάβλητες συνθήκες, της οικονομικής δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε μεν δοθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού πλην όμως κατόπιν ελλιπούς εκτιμήσεως.
    Υπόθεση C-278/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:864

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 10ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 92/43/ΕΟΚ – Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας – Άρθρο 6, παράγραφος 3 – Εκτίμηση σχεδίου δυνάμενου να επηρεάσει σημαντικά ένα προστατευόμενο τόπο – Υποχρέωση εκτιμήσεως – Συνέχιση, υπό αμετάβλητες συνθήκες, της οικονομικής δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε μεν δοθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού πλην όμως κατόπιν ελλιπούς εκτιμήσεως»

    Στην υπόθεση C‑278/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας, Δανία) με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    Dansk Akvakultur, ενεργούσα για λογαριασμό της AquaPri A/S,

    κατά

    Miljø- og Fødevareklagenævnet,

    παρισταμένου του:

    Landbrug & Fødevarer,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen, N. Wahl και J. Passer (εισηγητή), δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: J. Kokott

    γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαρτίου 2022,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Dansk Akvakultur, ενεργούσα για λογαριασμό της AquaPri A/S, εκπροσωπούμενη από τους K. Trenskow και M. Vindfelt, advokater,

    το Miljø- og Fødevareklagenævnet, εκπροσωπούμενο από τους E. Gabris, R. Holdgaard και B. Moll Bown, advokater,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hermes και C. Vang,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2022,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 95, σ. 70).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ενώσεως Dansk Akvakultur, ενεργούσας για λογαριασμό της AquaPri A/S, και του Miljø- og Fødevareklagenævnet (συμβουλίου προσφυγών για θέματα σχετικά με το περιβάλλον και τα τρόφιμα, Δανία, στο εξής: συμβούλιο προσφυγών) σχετικά με απόφαση με την οποία δεν επετράπη η συνέχιση της δραστηριότητας μονάδας ιχθυοκαλλιέργειας ανήκουσας στην AquaPri.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/43:

    «[εκτιμώντας] ότι κάθε σχέδιο ή πρόγραμμα που ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά τους στόχους διατήρησης ενός τόπου που έχει χαρακτηρισθεί ή θα χαρακτηρισθεί στο μέλλον πρέπει να υπόκειται στην κατάλληλη εκτίμηση».

    4

    Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «1.   Για τις ειδικές ζώνες διατήρησης, τα κράτη μέλη καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης που ενδεχομένως συνεπάγονται ειδικά ενδεδειγμένα σχέδια διαχείρισης ή ενσωματωμένα σε άλλα σχέδια διευθέτησης και τα δέοντα κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα που ανταποκρίνονται στις οικολογικές απαιτήσεις των τύπων φυσικών οικοτόπων […] και των ειδών […], τα οποία απαντώνται στους τόπους.

    2.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε στις ειδικές ζώνες διατήρησης να αποφεύγεται η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων ειδών, καθώς και οι ενοχλήσεις που έχουν επιπτώσεις στα είδη για τα οποία οι ζώνες έχουν ορισθεί, εφόσον οι ενοχλήσεις αυτές θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

    3.   Κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο […], οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη.»

    Το δανικό δίκαιο

    Ο νόμος για την προστασία του περιβάλλοντος

    5

    Το άρθρο 33, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Miljøbeskyttelsesloven (νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος), της 22ας Δεκεμβρίου 2006, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

    «Οι επιχειρήσεις, τα εργοστάσια ή οι εγκαταστάσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 35 (δραστηριότητες για τις οποίες απαιτείται άδεια) δεν μπορούν ούτε να εγκαθίστανται ούτε να αρχίζουν να λειτουργούν πριν από τη χορήγηση αδείας.»

    6

    Το άρθρο 35 του νόμου έχει ως εξής:

    «Ο Υπουργός Περιβάλλοντος καταρτίζει κατάλογο των ιδιαίτερα ρυπογόνων μονάδων, εργοστασίων ή εγκαταστάσεων που υπόκεινται στην υποχρέωση λήψεως αδείας του άρθρου 33.»

    Το διάταγμα περί οικοτόπων

    7

    Το Habitatbekendtgørelsen (Bekendtgørelse nr. 188 om udpegning og administration af internationale naturbeskytsesområder samt beskyttelse af visse arter) (διάταγμα αριθ. 188 για τον χαρακτηρισμό και τη διαχείριση των διεθνώς προστατευόμενων φυσικών περιοχών και την προστασία ορισμένων ειδών), της 26ης Φεβρουαρίου 2016, προβλέπει, στο άρθρο του 6, παράγραφοι 1 και 2, το οποίο μετέφερε στη δανική έννομη τάξη το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, τα εξής:

    «1.   Προτού ληφθεί απόφαση κατά το άρθρο 7, πρέπει να εκτιμηθεί κατά πόσον το σχέδιο είναι δυνατόν, αυτό καθεαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε έναν τόπο Natura 2000 […]

    2.   Αν η αρμόδια αρχή εκτιμά ότι το σχέδιο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε έναν τόπο Natura 2000, εκπονείται λεπτομερής εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου στον τόπο Natura 2000, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνεται υπόψη ο σκοπός διατήρησης του οικείου τόπου. Αν η εκτίμηση των επιπτώσεων καταδείξει ότι το σχέδιο θα επηρεάσει τον διεθνώς προστατευόμενο φυσικό τόπο, δεν είναι δυνατή η χορήγηση άδειας, κατά παρέκκλιση άδειας ή έγκρισης σε σχέση με την αίτηση αυτή.»

    8

    Το άρθρο 7, παράγραφος 7, του εν λόγω διατάγματος διαλαμβάνει:

    «Οι ακόλουθες περιπτώσεις του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6:

    […]

    6)

    άδεια λειτουργίας μονάδων κ.λπ. κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, […] του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος […]

    […]».

    To διάταγμα για τη χορήγηση αδείας

    9

    Το άρθρο 70, παράγραφος 2, του Godkendelsesbekendtgørelsen (Bekendtgørelse nr. 1458 om godkendelse af listevirksomhed) (διατάγματος αριθ. 1458 για τη χορήγηση άδειας σε καταχωρισμένες επιχειρήσεις), της 12ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: διάταγμα για τη χορήγηση αδείας), ορίζει τα εξής:

    «Οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις οι οποίες εμπίπτουν στα σημεία I 203, I 205 […] του παραρτήματος 2 και δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 33 του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος υποβάλλουν αιτήσεις για τη χορήγηση αδείας σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο παρόν διάταγμα το αργότερο μέχρι τις 15 Μαρτίου 2014.»

    10

    Το παράρτημα 2 του ως άνω διατάγματος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα σημεία I 203 και I 205, τα οποία έχουν ως εξής:

    «I 203. Μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, ήτοι εγκαταστάσεις εκτροφής αποτελούμενες από κλωβούς, ενσύρματα ή παρόμοια κιβώτια τοποθετημένους σε θαλάσσια ύδατα όπου το σύνολο της εγκαταστάσεως βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη του ενός ναυτικού μιλίου από την ακτή και των οποίων η εκμετάλλευση απαιτεί τη χρησιμοποίηση ζωοτροφών.

    […]

    I 205. Μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας, ήτοι εγκαταστάσεις εκτροφής αποτελούμενες από κλωβούς, ενσύρματα ή παρόμοια κιβώτια τοποθετημένους σε θαλάσσια ύδατα και ευρισκόμενες εν όλω ή εν μέρει πέραν του ενός ναυτικού μιλίου από την ακτή, και των οποίων η εκμετάλλευση απαιτεί τη χρησιμοποίηση ζωοτροφών.»

    Το ιστορικό της διαφοράς και τα προδικαστικά ερωτήματα

    11

    Η AquaPri είναι ιδιοκτήτρια ιχθυοτροφείου ευρισκόμενου στον όρμο του Småland, πλησίον ενός τόπου Natura 2000 που περιλαμβάνει διάφορους τύπους χερσαίων και υδάτινων φυσικών οικοτόπων και ο οποίος φιλοξενεί διάφορα είδη άγριων πτηνών. Η δραστηριότητα της ανωτέρω μονάδας είναι η εκτροφή της καλουμένης ιριδίζουσας πέστροφας, η οποία συνεπάγεται την εκπομπή ή την απόρριψη στο περιβάλλον αζώτου, φωσφόρου, χαλκού και αντιβιοτικών.

    12

    Στις 15 Φεβρουαρίου 1999 χορηγήθηκε άδεια για το σχέδιο που συνίστατο στη μετακίνηση της εν λόγω εκμεταλλεύσεως στις σημερινές εγκαταστάσεις της.

    13

    Κατά τη διάρκεια του 2006, η AquaPri ζήτησε να της επιτραπεί να αυξήσει την ποσότητα του εκπεμπόμενου από την εκμετάλλευσή της αζώτου κατά 0,87 τόνους, ήτοι από 15,6 τόνους σε 16,47 τόνους.

    14

    Η αρμόδια αρχή εξέτασε το ζήτημα αν η αύξηση αυτή μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο Natura 2000 που βρισκόταν πλησίον της συγκεκριμένης εκμεταλλεύσεως, επί τη βάσει της ισχύουσας κατά τον χρόνο εκείνο δανικής νομοθεσίας σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δημοσίων και ιδιωτικών σχεδίων. Μετά την ολοκλήρωση της εκτιμήσεώς της, κατέληξε ότι δεν υπήρχαν εντός της συγκεκριμένης τοποθεσίας φυσικοί οικότοποι ή είδη αγρίων πτηνών ευαίσθητα στο άζωτο και, ως εκ τούτου, δυνάμενα να επηρεασθούν σημαντικά από το σχέδιο της AquaPri. Κατόπιν αυτού, χορήγησε άδεια στην AquaPri να υλοποιήσει το συγκεκριμένο σχέδιο με απόφαση που εκδόθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2006.

    15

    Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε ενώπιον του αρμόδιου τμήματος προσφυγών, το οποίο διαπίστωσε ότι έπασχε ελάττωμα καθόσον η αρμόδια αρχή δεν είχε λάβει υπόψη, στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως του σχεδίου της AquaPri, την ύπαρξη παραλλήλων σχεδίων που συνίσταντο στην αύξηση των ποσοτήτων αζώτου τις οποίες μπορούσαν να εκπέμψουν τρεις παρακείμενες εκμεταλλεύσεις ιχθυοκαλλιέργειας. Εντούτοις, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι το ελάττωμα αυτό δεν δικαιολογούσε την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως.

    16

    Εξάλλου, δεδομένου ότι η ίδια απόφαση επέβαλε στην AquaPri να υποβάλει, το αργότερο μέχρι τις 15 Μαρτίου 2014, αίτηση χορηγήσεως αδείας βάσει των άρθρων 33 και 35 του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του διατάγματος για τη χορήγηση αδείας, η εν λόγω εταιρία υπέβαλε σχετική αίτηση.

    17

    Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014, η αρμόδια αρχή χορήγησε την άδεια που είχε ζητήσει η AquaPri, αφού επισήμανε, αφενός, ότι η ποσότητα αζώτου που εκβάλλεται από την εκμετάλλευση που της ανήκει παρέμενε αμετάβλητη σε σχέση με εκείνη για την οποία είχε χορηγηθεί άδεια με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2006 και, αφετέρου, ότι από εκτίμηση πραγματοποιηθείσα μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής προέκυπτε ότι η εν λόγω εκμετάλλευση και οι τρεις παρακείμενες εκμεταλλεύσεις, θεωρούμενες από κοινού, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τον τόπο Natura 2000 πλησίον του οποίου ευρίσκονται.

    18

    Η απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014 προσβλήθηκε ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών και ακυρώθηκε με απόφασή του της 13ης Μαρτίου 2018.

    19

    Με την ανωτέρω απόφαση, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι της αδείας που είχε χορηγηθεί στην AquaPri με την απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2006 δεν είχε προηγηθεί εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, για τον λόγο ότι η ανωτέρω εκτίμηση αφορούσε τον ατομικό αντίκτυπο του συγκεκριμένου σχεδίου, αλλά όχι το ζήτημα αν το εν λόγω σχέδιο, θεωρούμενο από κοινού με τις τρεις παρακείμενες εκμεταλλεύσεις, μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο Natura 2000 πλησίον του οποίου ευρίσκονται οι διάφορες αυτές εκμεταλλεύσεις.

    20

    Εν συνεχεία, το συμβούλιο προσφυγών διαπίστωσε ότι είχε εκπονηθεί εθνικό σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού για τα εντός της συγκεκριμένης ζώνης ύδατα για την περίοδο 2015-2021, κατόπιν εκτιμήσεως πραγματοποιηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, και ότι από το εν λόγω σχέδιο προέκυπτε, μεταξύ άλλων, ότι είχε επιτραπεί η εκπομπή συνολικής ποσότητας 43 τόνων αζώτου «προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα υφιστάμενα ιχθυοτροφεία […] μπορούν να χρησιμοποιούν πλήρως την ισχύουσα άδεια εκπομπών που διαθέτουν». Εντούτοις, έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν επηρέαζαν την υποχρέωση που υπέχει η αρμόδια αρχή, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43, να προβεί σε ειδική εκτίμηση της εκμεταλλεύσεως που ανήκει στην AquaPri, προκειμένου να κρίνει αν το σχέδιο αυτό μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον τόπο Natura 2000 πλησίον του οποίου ευρίσκεται.

    21

    Τέλος, το συμβούλιο προσφυγών έκρινε ότι η ποσότητα αζώτου που εκπέμπει η συγκεκριμένη εκμετάλλευση, σε συνδυασμό με τις ποσότητες που εκπέμπουν οι τρεις παρακείμενες εκμεταλλεύσεις, μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τον εν λόγω τόπο.

    22

    Η AquaPri άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο διαβίβασε την υπόθεση στο αιτούν δικαστήριο λόγω των ζητημάτων που εγείρει η συγκεκριμένη υπόθεση.

    23

    Στη διάταξη περί παραπομπής, το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας, Δανία) εκθέτει, κατά πρώτον, ότι η επίδικη στην κύρια δίκη απόφαση εξεδόθη επί τη βάσει της νομοθεσίας περί μεταφοράς του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43 στο δανικό δίκαιο και επισημαίνει ότι, μολονότι το άρθρο αυτό δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο της εννοίας του «σχεδίου» στην οποία αναφέρεται, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε από τις αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging (C‑127/02, EU:C:2004:482, σκέψεις 24 έως 26), και της 7ης Νοεμβρίου 2018, Coöperatie Mobilisation for the Environment κ.λπ. (C‑293/17 και C‑294/17, EU:C:2018:882, σκέψεις 66 και 82 έως 83), προκύπτει ότι η εν λόγω έννοια είναι ευρύτερη από την έννοια του «έργου» η οποία απαντά στην οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 2012, L 26, σ. 1), καθώς και στην προϊσχύσασα αυτής οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ 1985, L 175, σ. 40).

    24

    Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του «σχεδίου» του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43 δεν του παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να καθορίσει αν υφίσταται εν προκειμένω τέτοιο σχέδιο.

    25

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, πρώτον, ότι η αίτηση χορηγήσεως αδείας που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης είχε ως μοναδικό σκοπό να επιτρέψει στην AquaPri τη συνέχιση της δραστηριότητας του ιχθυοτροφείου που υφίσταται περίπου από δεκαπενταετίας, υπό συνθήκες αμετάβλητες σε σχέση με εκείνες υπό τις οποίες της είχε χορηγηθεί η προηγούμενη άδεια. Δεύτερον, η προηγούμενη αυτή άδεια είχε χορηγηθεί κατόπιν εκτιμήσεως η οποία αφορούσε αποκλειστικώς τις ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις του σχεδίου περί αυξήσεως της ποσότητας αζώτου που εκβάλλεται από το εν λόγω ιχθυοτροφείο και η οποία, ως εκ τούτου, δεν συνεκτίμησε την ύπαρξη παραλλήλων και ανάλογων σχεδίων. Τρίτον, οι σωρευτικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις των διαφόρων αυτών εκμεταλλεύσεων ελήφθησαν ωστόσο υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που πραγματοποιήθηκε εν τω μεταξύ, βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 92/43, προκειμένου να εγκριθεί το εθνικό σχέδιο διαχειρίσεως λεκάνης απορροής ποταμού για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 20 της παρούσας αποφάσεως.

    26

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν έπρεπε, πριν από την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας που αποτέλεσε την αιτία της διαφοράς της κύριας δίκης, να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποιες προϋποθέσεις.

    27

    Υπό τις συνθήκες αυτές το Østre Landsret (εφετείο της ανατολικής περιφέρειας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [92/43] την έννοια ότι εφαρμόζεται σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία απαιτείται άδεια για τη συνέχιση της λειτουργίας υφιστάμενου ιχθυοτροφείου, όταν η δραστηριότητα του ιχθυοτροφείου και η εκπομπή αζώτου και άλλων στοιχείων παραμένουν αμετάβλητες σε σχέση με τη δραστηριότητα και τις εκπομπές που επιτρέπονταν το 2006, πλην όμως δεν εκτιμήθηκαν η συνολική δραστηριότητα και οι σωρευτικές επιπτώσεις του συνόλου των ιχθυοτροφείων στην περιοχή στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας χορήγησης άδειας στο ιχθυοτροφείο, δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές εκτίμησαν μόνον τις συνολικές πρόσθετες εκπομπές αζώτου και άλλων στοιχείων από το οικείο ιχθυοτροφείο;

    2)

    Έχει σημασία, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα, το γεγονός ότι το εθνικό σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού 2015‑2021 λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη των ιχθυοτροφείων στην περιοχή καθόσον προβλέπει μια συγκεκριμένη ποσότητα αζώτου, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα υφιστάμενα ιχθυοτροφεία στην περιοχή μπορούν να χρησιμοποιούν τις άδειες εκπομπών που κατέχουν και ότι η πραγματική ποσότητα εκπομπών που προέρχεται από τα ιχθυοτροφεία παραμένει εντός των καθορισθέντων ορίων;

    3)

    Αν, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [92/43], απαιτείται η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, για την εκτίμηση αυτή, τα όρια εκπομπών αζώτου που προβλέπονται στο σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού 2015-2021 και οποιαδήποτε άλλη συναφή πληροφορία και εκτίμηση ενδέχεται να απορρέει από το σχέδιο διαχείρισης λεκάνης απορροής ποταμού ή το σχέδιο Natura 2000 για την περιοχή;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    28

    Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι η συνέχιση, υπό αμετάβλητες συνθήκες, της δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού πρέπει να υπόκειται στην υποχρέωση εκτιμήσεως που προβλέπει η ως άνω διάταξη στην περίπτωση κατά την οποία, αφενός, η προηγηθείσα της αρχικής αδείας εκτίμηση αφορούσε αποκλειστικώς τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου σχεδίου ατομικώς θεωρούμενου, άνευ συνεκτιμήσεως του σωρευτικού αποτελέσματός του σε συνδυασμό με άλλα σχέδια και, αφετέρου, η εν λόγω άδεια εξαρτά τη συνέχιση της δραστηριότητας από τη λήψη νέας αδείας, όπως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο.

    29

    Επιβάλλεται να υπομνησθεί, κατά πρώτον, ότι κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου Natura 2000, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, αυτόν καθεαυτόν ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατηρήσεώς του.

    30

    Όπως προκύπτει από το γράμμα της ως άνω διατάξεως, η προβλεπόμενη υποχρέωση εκτιμήσεως δεν ισχύει μόνον στην περίπτωση κατά την οποία το σχέδιο, θεωρούμενο ατομικώς, είναι δυνατόν να επηρεάσει σημαντικά έναν τόπο με τη διαχείριση του οποίου δεν συνδέεται άμεσα ή σε σχέση με τον οποίο δεν είναι αναγκαίο. Πράγματι, η διάταξη έχει επίσης εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία το σχέδιο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον συγκεκριμένο τόπο από κοινού με άλλα σχέδια.

    31

    Επομένως, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση, το επίμαχο σχέδιο πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως των επιπτώσεών του στον συγκεκριμένο τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατηρήσεώς του.

    32

    Η ανωτέρω εκτίμηση πρέπει να είναι «δέουσα», απαίτηση η οποία προϋποθέτει ότι η αρμόδια εθνική αρχή συνεκτιμά το σύνολο των ενδεχόμενων επιπτώσεων του οικείου σχεδίου, θεωρούμενου ατομικώς ή από κοινού με άλλα σχέδια, επί του συγκεκριμένου τόπου και, συνεπώς, ότι η εν λόγω αρχή προσδιορίζει και αξιολογεί όλες εκείνες τις πτυχές του σχεδίου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τους σκοπούς διατηρήσεώς του (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2016, Grüne Liga Sachsen κ.λπ.C‑399/14, EU:C:2016:10, σκέψη 49, και της 7ης Νοεμβρίου 2018, Holohan κ.λπ.C‑461/17, EU:C:2018:883, σκέψεις 33, 43 και 45).

    33

    Τούτου δοθέντος, και όπως προκύπτει επίσης από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, η υποχρέωση εκτιμήσεως την οποία προβλέπει η ανωτέρω διάταξη έχει εφαρμογή μόνον στην περίπτωση σχεδίου.

    34

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του «σχεδίου» της εν λόγω διατάξεως, η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από εκείνη των οδηγιών 85/337 και 2011/92, οι οποίες παραπέμπουν στην ύπαρξη εργασιών ή επεμβάσεων που τροποποιούν τη φυσική υπόσταση ενός τόπου. Πράγματι, η εν λόγω έννοια περιλαμβάνει επίσης και άλλες δραστηριότητες οι οποίες, χωρίς να συνδέονται ή να είναι αναγκαίες για τη διαχείριση ορισμένου προστατευόμενου τόπου, είναι δυνατόν να τον επηρεάζουν σημαντικά (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, Coöperatie Mobilisation for the Environment κ.λπ.C‑293/17 και C‑294/17, EU:C:2018:882, σκέψεις 61 έως 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    35

    Εντούτοις, εφόσον για δραστηριότητα δυναμένη να επηρεάσει σημαντικά ορισμένο προστατευόμενο τόπο είχε ήδη δοθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού, η συνέχιση της δραστηριότητας μπορεί να θεωρηθεί νέο ή διακριτό σχέδιο το οποίο πρέπει να υποβληθεί σε νέα εκτίμηση, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, μόνον ελλείψει συνέχειας και ταυτότητας μεταξύ της δραστηριότητας για την οποία χορηγήθηκε άδεια και της συνεχιζόμενης δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά τη φύση των εν λόγω δραστηριοτήτων καθώς και τον τόπο και τις συνθήκες εκτελέσεώς τους (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2018, Coöperatie Mobilisation for the Environment κ.λπ.C‑293/17 και C‑294/17, EU:C:2018:882, σκέψη 83, και της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie et Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψεις 129 έως 131).

    36

    Στην περίπτωση της συνέχειας και της ταυτότητας μιας τέτοιας δραστηριότητας, η συνέχισή της πρέπει, πράγματι, να θεωρηθεί ως εμπίπτουσα στο ίδιο και το αυτό σχέδιο για το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί άδεια, χωρίς να πρέπει να χωρήσει νέα εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2018, Coöperatie Mobilisation for the Environment κ.λπ.C‑293/17 και C‑294/17, EU:C:2018:882, σκέψεις 78 και 79, της 29ης Ιουλίου 2019, Inter-Environnement Wallonie και Bond Beter Leefmilieu Vlaanderen, C‑411/17, EU:C:2019:622, σκέψη 128, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Friends of the Irish Environment, C‑254/19, EU:C:2020:680, σκέψη 35).

    37

    Εν προκειμένω, από τη σαφή και ακριβή διατύπωση του υπό κρίση ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 σε ένδικη διαφορά σχετικά με τη συνέχιση δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού, όταν η δραστηριότητα ασκείται υπό συνθήκες αμετάβλητες σε σχέση με εκείνες υπό τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια. Επομένως, από την άποψη αυτή, δεν φαίνεται να υφίσταται νέο ή διακριτό σχέδιο το οποίο να πρέπει να υποβληθεί σε νέα εκτίμηση δυνάμει της ως άνω διατάξεως, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες αρμόδιο να προβεί είναι αποκλειστικώς το αιτούν δικαστήριο.

    38

    Κατά δεύτερον, πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι, εφόσον τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν το άρθρο 6, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/43 και, ειδικότερα, την υποχρέωση εκτιμήσεως που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο της διατάξεως αυτής, δεν είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι καμία έννομη συνέπεια δεν μπορεί να αντληθεί από την παράβαση της υποχρεώσεως αυτής σε περίπτωση που ήθελε διαπιστωθεί τέτοια παράβαση με απρόσβλητη απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής ή του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου.

    39

    Αντιθέτως, όπως έκρινε το Δικαστήριο όσον αφορά την υποχρέωση παρόμοιας εκτιμήσεως την οποία θεσπίζει η οδηγία 85/337, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία έχει καταστεί απρόσβλητη η χορηγηθείσα για το σχέδιο άδεια κατά παράβαση της υποχρεώσεως αυτής, εντούτοις η άδεια δεν μπορεί να θεωρηθεί νομίμως χορηγηθείσα υπό το πρίσμα της εν λόγω υποχρεώσεως, οπότε το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να εξαλείψει τις παράνομες συνέπειες της παραβάσεως που διέπραξε λαμβάνοντας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, όλα τα αναγκαία μέτρα για να τις θεραπεύσει [πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο Derrybrien), C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψεις 71, 75, 80 και 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    40

    Ειδικότερα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στα σημεία 29 και 30 των προτάσεών της, στην περίπτωση που ένα σχέδιο για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατόπιν εκτιμήσεως μη σύμφωνης προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να προβεί σε εκ των υστέρων εξέταση των επιπτώσεων της υλοποιήσεως του σχεδίου στον συγκεκριμένο τόπο, επί τη βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας, αν η εξέταση αυτή συνιστά το μόνο κατάλληλο μέτρο για την αποτροπή του ενδεχόμενου η υλοποίηση του σχεδίου να προκαλέσει υποβάθμιση ή ενοχλήσεις που θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις σημαντικές όσον αφορά τους σκοπούς της ανωτέρω οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Grüne Liga Sachsen κ.λπ., C‑399/14, EU:C:2016:10, σκέψη 46).

    41

    Εντούτοις, μια τέτοια εκ των υστέρων εξέταση, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43, δεν συνιστά το μόνο κατάλληλο μέτρο που μπορεί να κληθεί να λάβει η αρμόδια εθνική αρχή σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

    42

    Πράγματι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει στην αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να διενεργήσει νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις ισχύουσες απαιτήσεις, να προβεί στην ανάκληση ή στην αναστολή της ισχύος της ήδη χορηγηθείσας αδείας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά λαμβάνονται εντός εύλογης προθεσμίας και λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο ο ενδιαφερόμενος βασίστηκε ενδεχομένως στη νομιμότητα της εν λόγω αδείας, ή ακόμη να προβεί, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται από τους εφαρμοστέους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, σε νομιμοποίηση η οποία στην περίπτωση αυτή πρέπει όχι μόνο να είναι σύμφωνη με τις ανωτέρω απαιτήσεις, αλλά επίσης να πραγματοποιείται υπό συνθήκες οι οποίες αποκλείουν κάθε κίνδυνο καταστρατηγήσεως ή μη εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Αιολικό πάρκο Derrybrien), C‑261/18, EU:C:2019:955, σκέψεις 75 έως 77 και 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

    43

    Επιπλέον, στην περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος έχει προβλέψει, είτε με πράξη γενικής ισχύος είτε με ατομική πράξη, ότι για τη συνέχιση δραστηριότητας για την οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια πρέπει να χορηγηθεί νέα άδεια, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να εξαρτήσει τη χορήγησή της από νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, όταν προκύπτει ότι η εν λόγω δραστηριότητα δεν έχει ακόμη αποτελέσει αντικείμενο εκτιμήσεως σύμφωνης προς τις απαιτήσεις της ως άνω διατάξεως, οπότε η αρμόδια αρχή θα πρέπει να αντλήσει όλες τις πραγματικές και νομικές συνέπειες τις οποίες συνεπάγεται η νέα αυτή εκτίμηση στο πλαίσιο της αποφάσεως την οποία καλείται να λάβει σε σχέση με τη νέα άδεια την οποία πρέπει ενδεχομένως να χορηγήσει.

    44

    Εν προκειμένω πάντως, από τη διατύπωση του υπό κρίση ερωτήματος και από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου που συνοψίζονται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η χορηγηθείσα στις 27 Οκτωβρίου 2006 άδεια προέβλεπε ότι η συνέχιση της δραστηριότητας της επίμαχης στην κύρια δίκη εκμεταλλεύσεως έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο, το αργότερο στις 15 Μαρτίου 2014, νέας αιτήσεως χορηγήσεως αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του διατάγματος για τη χορήγηση αδείας.

    45

    Από τα εκτιθέμενα από το αιτούν δικαστήριο, τα οποία συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 15 και 19 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει επίσης ότι η εκτίμηση που πραγματοποιήθηκε κατά το έτος 2006 από την αρμόδια αρχή πριν από τη χορήγηση της αδείας που μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη δεν ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, καθόσον αφορούσε αποκλειστικώς τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου σχεδίου και όχι τις επιπτώσεις του σχεδίου αυτού σε συνδυασμό με άλλα σχέδια.

    46

    Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι, όποιο και αν είναι το μέτρο που λαμβάνεται για να εξαλειφθούν οι παράνομες συνέπειες της παραβάσεως υποχρεώσεως εκτιμήσεως όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43, το υπεύθυνο για την παράβαση αυτή κράτος μέλος μπορεί να υποχρεωθεί, αν το μέτρο έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση ή την τροποποίηση της χορηγηθείσας κατόπιν της εν λόγω παραβάσεως αδείας, να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημία που η συμπεριφορά του προκάλεσε στον επιχειρηματία ο οποίος έλαβε την άδεια, όπως υποστηρίζει εν προκειμένω η AquaPri, ισχυρισμός τον οποίον απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

    47

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι η συνέχιση, υπό αμετάβλητες συνθήκες, της δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια ενόσω ήταν ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να υπόκειται στην υποχρέωση εκτιμήσεως που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη. Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία, αφενός, η προηγηθείσα της αρχικής αδείας εκτίμηση αφορούσε αποκλειστικώς τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου σχεδίου ατομικώς θεωρούμενου, άνευ συνεκτιμήσεως του σωρευτικού αποτελέσματός του σε συνδυασμό με άλλα σχέδια και, αφετέρου, η εν λόγω άδεια εξαρτά τη συνέχιση της δραστηριότητας από τη χορήγηση νέας αδείας, όπως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, πρέπει να προηγείται της νέας αδείας νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της ανωτέρω διατάξεως.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

    48

    Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι αναγκαίο να υποβληθεί η συνέχιση της δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού, κατόπιν εκτιμήσεως μη σύμφωνης προς τις απαιτήσεις της ανωτέρω διατάξεως, σε νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις αυτές και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εάν, προκειμένου να διενεργηθεί η νέα αυτή εκτίμηση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εν τω μεταξύ πραγματοποιηθείσες εκτιμήσεις, όπως εκείνες που προηγήθηκαν της εγκρίσεως ενός εθνικού σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής και ενός σχεδίου Natura 2000 τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη ζώνη εντός της οποίας ευρίσκεται ο τόπος ο οποίος ενδέχεται να επηρεασθεί από την εν λόγω δραστηριότητα.

    49

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29 και 32 της παρούσας αποφάσεως, κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση ενός τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον τόπο αυτόν, πρέπει να εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον εν λόγω τόπο, απαίτηση η οποία προϋποθέτει τον προσδιορισμό, την εκτίμηση και τη συνεκτίμηση του συνόλου των επιπτώσεων του εν λόγω σχεδίου στον συγκεκριμένο τόπο.

    50

    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να υποβάλλεται σε τέτοια εκτίμηση όταν υφίσταται πιθανότητα ή κίνδυνος το εν λόγω σχέδιο να επηρεάσει τον οικείο τόπο κατά τρόπο σημαντικό, προϋπόθεση η οποία, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της προλήψεως, πρέπει να θεωρείται ότι πληρούται εφόσον η ύπαρξη πιθανότητας ή κίνδυνου σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων επί του τόπου αυτού δεν μπορεί να αποκλεισθεί, βάσει των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των ειδικών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών και συνθηκών του εν λόγω τόπου [πρβλ. αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, Waddenvereniging και Vogelbeschermingsvereniging, C‑127/02, EU:C:2004:482, σκέψεις 43 έως 45 και 49, της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża), C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψεις 111 έως 113, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Friends of the Irish Environment, C‑254/19, EU:C:2020:680, σκέψεις 50 και 51].

    51

    Περαιτέρω, στην περίπτωση κατά την οποία το επίμαχο σχέδιο πρέπει να υποβληθεί σε τέτοια εκτίμηση, αυτή μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη μόνον εάν οι διαπιστώσεις, οι αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα τα οποία περιέχει είναι πλήρη, ακριβή και οριστικά, αφενός, και εάν μπορούν να άρουν κάθε εύλογη αμφιβολία, από επιστημονικής απόψεως, όσον αφορά τις επιπτώσεις του εν λόγω σχεδίου επί του οικείου τόπου, αφετέρου [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża), C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 114, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Friends of the Irish Environment, C‑254/19, EU:C:2020:680, σκέψη 53].

    52

    Τέλος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είναι αναγκαία η υποβολή ορισμένου σχεδίου σε εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκτίμηση αυτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι τυχόν προγενέστερες εκτιμήσεις, εφόσον είναι λυσιτελείς και εφόσον οι διαπιστώσεις, οι αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα που περιέχουν είναι, επίσης, πλήρη, ακριβή και οριστικά. Εντούτοις, η συνεκτίμηση των προγενέστερων αυτών εκτιμήσεων μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη πιθανότητας ή κινδύνου σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων του επίμαχου σχεδίου επί του οικείου τόπου μόνον εφόσον τα επιστημονικά και περιβαλλοντικά δεδομένα δεν έχουν μεταβληθεί από την υλοποίησή του, αφενός, και δεν υφίστανται άλλα σχέδια που θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπόψη, πλην όμως δεν ελήφθησαν ουδόλως ή δεν ελήφθησαν ορθώς υπόψη, αφετέρου (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Friends of the Irish Environment, C‑254/19, EU:C:2020:680, σκέψη 54 έως 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    53

    Πράγματι, κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο δεν πρέπει να υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία πιθανότητας ή κινδύνου σημαντικών αρνητικών επιπτώσεων του επίμαχου σχεδίου επί του οικείου τόπου είναι ο χρόνος εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία χορηγείται ενδεχομένως άδεια για την υλοποίησή του [πρβλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Δάσος της Białowieża), C‑441/17, EU:C:2018:255, σκέψη 120].

    54

    Οι αρχές αυτές μπορούν να εφαρμοσθούν και στην εκτιθέμενη στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος έχει προβλέψει, είτε με πράξη γενικής ισχύος είτε με ατομική πράξη, ότι για τη συνέχιση δραστηριότητας για την οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού πρέπει να χορηγηθεί νέα άδεια.

    55

    Κατά συνέπεια, εναπόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή να λάβει υπόψη, τόσο προκείμενου να καθορίσει αν πρέπει να προηγηθεί της νέας αυτής αδείας νέα εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 όσο και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, προκείμενου να προβεί στη νέα αυτή εκτίμηση, τυχόν προγενέστερες εκτιμήσεις εφόσον είναι λυσιτελείς και εφόσον οι διαπιστώσεις, οι αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα που περιέχουν είναι πλήρη, ακριβή και οριστικά.

    56

    Εντούτοις, η ύπαρξη τέτοιων προγενέστερων εκτιμήσεων ουδόλως απαλλάσσει την αρμόδια εθνική αρχή από την υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη, τόσο στο πλαίσιο της αποφάσεώς της σχετικά με την ενδεχόμενη χορήγηση αδείας όσο και στο πλαίσιο της εκτιμήσεως η οποία προηγείται αυτής, το σύνολο των στοιχείων που υφίστανται κατά την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως και διατυπώσεως της ως άνω εκτιμήσεως και, ειδικότερα, το σύνολο των επιπτώσεων που ενδεχομένως είχαν η υλοποίηση του σχεδίου το οποίο αφορούν και η συνακόλουθη δραστηριότητα επί του οικείου τόπου από την ημερομηνία χορηγήσεως της αρχικής αδείας για το σχέδιο αυτό, κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν η εν λόγω αρχή προέβαινε σε εκ των υστέρων εξέταση του σχεδίου βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/43 (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2016, Grüne Liga Sachsen κ.λπ., C‑399/14, EU:C:2016:10, σκέψεις 61 και 62).

    57

    Εν προκειμένω, απόκειται αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει αν οι προγενέστερες εκτιμήσεις στις οποίες αναφέρεται με τα υπό κρίση ερωτήματα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες πραγματικές και νομικές συνέπειες έπρεπε ή θα έπρεπε να έχουν εντεύθεν συναχθεί εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής για τη χορήγηση αδείας συνεχίσεως της επίμαχης στην κύρια δίκη δραστηριότητας, καθώς και, εφόσον τούτο παρίσταται αναγκαίο, για την εκτίμηση η οποία προηγήθηκε αυτής.

    58

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η συνέχιση της δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού, κατόπιν εκτιμήσεως μη σύμφωνης προς τις απαιτήσεις της ανωτέρω διατάξεως, είναι αναγκαίο να υποβληθεί σε νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις αυτές και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί η νέα αυτή εκτίμηση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εν τω μεταξύ πραγματοποιηθείσες εκτιμήσεις, όπως εκείνες που προηγήθηκαν της εγκρίσεως ενός εθνικού σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής και ενός σχεδίου Natura 2000 τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη ζώνη εντός της οποίας ευρίσκεται ο τόπος ο οποίος ενδέχεται να επηρεασθεί από την εν λόγω δραστηριότητα, εφόσον οι εν λόγω προγενέστερες εκτιμήσεις είναι λυσιτελείς και εφόσον οι διαπιστώσεις, οι αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα που περιέχουν είναι πλήρη, ακριβή και οριστικά.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    59

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας

    έχει την έννοια ότι:

    η συνέχιση, υπό αμετάβλητες συνθήκες, της δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να υπόκειται στην υποχρέωση εκτιμήσεως που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη. Εντούτοις, στην περίπτωση κατά την οποία, αφενός, η προηγηθείσα της αρχικής αδείας εκτίμηση αφορούσε αποκλειστικώς τις επιπτώσεις του συγκεκριμένου σχεδίου ατομικώς θεωρούμενου, άνευ συνεκτιμήσεως του σωρευτικού αποτελέσματός του σε συνδυασμό με άλλα σχέδια και, αφετέρου, η εν λόγω άδεια εξαρτά τη συνέχιση της δραστηριότητας από τη χορήγηση νέας αδείας, όπως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο, πρέπει να προηγείται της νέας αδείας νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις της ανωτέρω διατάξεως.

     

    2)

    Το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 92/43

    έχει την έννοια ότι:

    προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η εξακολούθηση της δραστηριότητας εκμεταλλεύσεως για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί άδεια στο στάδιο του σχεδιασμού, κατόπιν εκτιμήσεως μη σύμφωνης προς τις απαιτήσεις της ανωτέρω διατάξεως, είναι αναγκαίο να υποβληθεί σε νέα εκτίμηση σύμφωνη προς τις απαιτήσεις αυτές και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί η νέα αυτή εκτίμηση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εν τω μεταξύ πραγματοποιηθείσες εκτιμήσεις, όπως εκείνες που προηγήθηκαν της εγκρίσεως ενός εθνικού σχεδίου διαχειρίσεως λεκάνης απορροής και ενός σχεδίου Natura 2000 τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη ζώνη εντός της οποίας ευρίσκεται ο τόπος ο οποίος ενδέχεται να επηρεασθεί από την εν λόγω δραστηριότητα, εφόσον οι εν λόγω προγενέστερες εκτιμήσεις είναι λυσιτελείς και εφόσον οι διαπιστώσεις, οι αξιολογήσεις και τα συμπεράσματα που περιέχουν είναι πλήρη, ακριβή και οριστικά.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

    Top