Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0130

Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 24ης Μαρτίου 2022.
Lukáš Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο – Φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας – Αίτημα παρεμποδίσεως της συνάντησης του Πρωθυπουργού με το σώμα των Ευρωπαίων Επιτρόπων – Αίτημα να παύσει η καταβολή των προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης άμεσων ενισχύσεων υπέρ ορισμένων ομίλων επιχειρήσεων γεωργικών προϊόντων διατροφής – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Φερόμενη μη ανάληψη δράσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Σύνθεση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Φερόμενη έλλειψη αμεροληψίας – Απαράδεκτο της προσφυγής – Λήψη θέσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον.
Υπόθεση C-130/21 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:226

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 24ης Μαρτίου 2022 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο – Φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας – Αίτημα παρεμποδίσεως της συνάντησης του Πρωθυπουργού με το σώμα των Ευρωπαίων Επιτρόπων – Αίτημα να παύσει η καταβολή των προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης άμεσων ενισχύσεων υπέρ ορισμένων ομίλων επιχειρήσεων γεωργικών προϊόντων διατροφής – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Φερόμενη μη ανάληψη δράσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Σύνθεση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Φερόμενη έλλειψη αμεροληψίας – Απαράδεκτο της προσφυγής – Λήψη θέσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον»

Στην υπόθεση C‑130/21 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε την 1η Μαρτίου 2021,

Lukáš Wagenknecht, κάτοικος Pardubice (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενος από την A. Koller, advokátka,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Erlbacher και την M. Salyková,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο του εβδόμου τμήματος, προεδρεύοντα του ογδόου τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο L. Wagenknecht ζητεί την αναίρεση της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Wagenknecht κατά Επιτροπής (T‑350/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:635), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή κατά παραλείψεως που είχε ασκήσει ο νυν αναιρεσείων δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, με αίτημα να διαπιστωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει κατόπιν του αιτήματός του για τη λήψη δεσμευτικών και αποτρεπτικών μέτρων για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της φερόμενης συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο του Andrej Babiš, Πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας.

Το ιστορικό της διαφοράς

2

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 4 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως ως εξής:

«1

Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020, ο προσφεύγων […], μέλος της Senát Parlamentu České republiky (Γερουσίας της Τσεχικής Δημοκρατίας), ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει δεσμευτικά και αποτρεπτικά μέτρα με σκοπό την πρόληψη ή την αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων που προβάλλεται ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του A. Babiš, Πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας, αφενός, αποτρέποντας τα μέλη του σώματος των Επιτρόπων και ιδίως την Πρόεδρο της Επιτροπής από το να συναντήσουν τον [Α. Babiš] και να συζητήσουν μαζί του ζητήματα που αφορούσαν το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021/2027 και εν γένει τον προϋπολογισμό της Ένωσης, καθώς και, αφετέρου, λαμβάνοντας μέτρα με σκοπό την παύση καταβολής των προερχόμενων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης άμεσων γεωργικών ενισχύσεων υπέρ ορισμένων εταιριών στις οποίες ο A. Babiš ασκεί τον έλεγχο και των οποίων είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης (στο εξής: πρόσκληση προς ενέργεια), και τούτο λόγω φερόμενης σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπο του εν λόγω εκπροσώπου της Τσεχικής Δημοκρατίας, η οποία προκύπτει λόγω των προσωπικών και οικογενειακών του συμφερόντων εντός των επιχειρήσεων του ομίλου Agrofert και του ομίλου Synbiol, που δραστηριοποιούνται ιδίως στον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής.

2

Με την από 25 Μαρτίου 2020 απάντησή της, η Επιτροπή, διαπίστωσε μεν ότι η πρόσκληση προς ενέργεια που της απευθύνθηκε αντιστοιχούσε, σε μεγάλο βαθμό, σε εκείνη που είχε ήδη απευθυνθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής κατά παραλείψεως που κατά τον χρόνο εκείνο εκκρεμούσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑715/19, Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εξήγησε δε παράλληλα ότι είχε ήδη λάβει τα αναγκαία και αναλογικά μέτρα για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης. Η Επιτροπή αναφέρθηκε, πρώτον, στο γεγονός ότι καμία πληρωμή από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία δεν είχε καταβληθεί στους δικαιούχους τους οποίους θα μπορούσε να αφορά η φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων και, δεύτερον, στην απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019 περί αναστολής των πληρωμών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η εν λόγω απόφαση είχε προσβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑76/20, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής. Συνακόλουθα, λόγω της υποθέσεως αυτής, η οποία ήταν τότε εκκρεμής και εν τω μεταξύ διεγράφη από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου κατόπιν παραιτήσεως της προσφεύγουσας (διάταξη της 25ης Αυγούστου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T‑76/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:379), η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει περαιτέρω παρατηρήσεις.

3

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 30ής Μαρτίου 2020, ο προσφεύγων απευθύνθηκε εκ νέου στην Επιτροπή επαναλαμβάνοντας τα ζητήματα που είχε θέσει με την πρόσκληση προς ενέργεια, για τον λόγο ότι, κατά την άποψή του, η Επιτροπή δεν είχε λάβει θέση επ’ αυτών με την από 25 Μαρτίου 2020 απάντησή της. Με το ίδιο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο προσφεύγων έθεσε συμπληρωματικά ζητήματα, αναγνωρίζοντας ότι τα ζητήματα αυτά υπερέβαιναν το πλαίσιο της προσκλήσεως προς ενέργεια.

4

Με έγγραφο της 23ης Απριλίου 2020, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του προσφεύγοντος της 30ής Μαρτίου 2020, απάντησε ότι δεν είχε τίποτα να προσθέσει στην προηγούμενη αλληλογραφία.»

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη

3

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Ιουνίου 2020, ο νυν αναιρεσείων (στο εξής: αναιρεσείων) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, προσφυγή με αίτημα να διαπιστωθεί παράλειψη της Επιτροπής καθόσον το εν λόγω θεσμικό όργανο παρέλειψε να ενεργήσει ανταποκρινόμενο στην πρόσκληση προς ενέργεια.

4

Στις 11 Αυγούστου 2020, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ο αναιρεσείων δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί της εν λόγω ενστάσεως.

5

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, δέχθηκε το αίτημα της Επιτροπής να μη ληφθούν υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής που αναφέρονταν σε γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του θεσμικού αυτού οργάνου με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 2018 και, αφετέρου, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, κρίνοντας, πρώτον, στις σκέψεις 28 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι ο αναιρεσείων στερείτο τόσο εννόμου συμφέροντος όσο και ενεργητικής νομιμοποίησης και, δεύτερον, στις σκέψεις 32 έως 36 της διατάξεως, ότι η Επιτροπή, με το από 25 Μαρτίου 2020 έγγραφό της, είχε λάβει θέση επί της προσκλήσεως προς ενέργεια.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

6

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και

να δεχθεί τα αιτήματα που είχε υποβάλει πρωτοδίκως.

7

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

8

Τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, όπως εκτίθενται στο δικόγραφό του, πρέπει να ομαδοποιηθούν σε έξι λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 18, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δεύτερος εσφαλμένο χαρακτηρισμό, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του εγγράφου της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020 ως λήψεως θέσης, ο τρίτος πλάνη εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το έννομο συμφέρον και την ενεργητική νομιμοποίηση του αναιρεσείοντος, ο τέταρτος παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), παράβαση των άρθρων 2, 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και παράβαση του άρθρου 2 ΣΕΕ, ο πέμπτος εσφαλμένη εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τη χρήση της νομικής γνωμοδότησης της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2018 από τον αναιρεσείοντα και ο έκτος παραβίαση της γενικής αρχής της προβλεψιμότητας του νόμου όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

9

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον ένα από τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού του Γενικού Δικαστηρίου που αποφάνθηκε επί της προσφυγής του, ήτοι ο δικαστής J. Laitenberger, βρισκόταν σε κατάσταση φαινομενικής συγκρούσεως συμφερόντων στην υπόθεση, χωρίς ωστόσο να ενεργήσει ώστε να εξαιρεθεί, και, ως εκ τούτου, παρέβη την υποχρέωσή του αντικειμενικής αμεροληψίας. Επιπλέον, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου παρέβη την υποχρέωσή του να κοινοποιήσει στον εν λόγω δικαστή τη σύγκρουση συμφερόντων που τον αφορούσε.

10

Κατά τον αναιρεσείοντα, αυτή η σύγκρουση συμφερόντων οφείλεται σε δύο περιστάσεις, εκ των οποίων η μία και μόνον θα αρκούσε για να αποδειχθεί η προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αμεροληψίας.

11

Πρώτον, ο αναιρεσείων επισημαίνει ότι, πριν διοριστεί δικαστής στο Γενικό Δικαστήριο, ο J. Laitenberger εργάστηκε για 20 έτη στην υπηρεσία της Επιτροπής, μεταξύ άλλων, στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Ανταγωνισμός» και στην υπηρεσία εκπροσώπου Τύπου. Ωστόσο, αποφαινόμενος επί υποθέσεως που αφορούσε την προβαλλόμενη παράλειψη του πρώην εργοδότη του περίπου εννέα μήνες μετά την αποχώρησή του, ο εν λόγω δικαστής βρέθηκε σε κατάσταση φαινομενικής συγκρούσεως συμφερόντων και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσε την απαίτηση αντικειμενικής αμεροληψίας.

12

Δεύτερον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι ο J. Laitenberger, όταν ήταν γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανταγωνισμός», υπερασπίσθηκε την αδράνεια της Επιτροπής έναντι του ομίλου Agrofert σε άλλη διαφορά που αφορούσε θεμελιωδώς το ίδιο ζήτημα με αυτό που τέθηκε στην υπό κρίση υπόθεση.

13

Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, μεταξύ των μηνών Ιανουαρίου και Μαρτίου 2018, ο ίδιος είχε επικοινωνία με τον J. Laitenberger μέσω του εκπροσώπου του τελευταίου, κατόπιν τριών ερωτημάτων που είχε θέσει προκειμένου να διευκρινιστεί αν η μη αναζήτηση από κράτος μέλος ποσού που αντιστοιχεί σε επιδότηση με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό της Ένωσης, διότι η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) έκρινε ότι είχε καταβληθεί κατά παράβαση των κανόνων της Ένωσης, και η οποία, ως εκ τούτου, ελήφθη απευθείας από τον προϋπολογισμό του εν λόγω κράτους μέλους, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Κατ’ ουσίαν, του δόθηκε η απάντηση ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, κατ’ αρχήν, να διατάξει κράτος μέλος να αναζητήσει μια ενίσχυση για τον λόγο και μόνον ότι η ενίσχυση αυτή είχε χορηγηθεί παρανόμως, αν δεν αποδεικνυόταν το ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά. Η απάντηση αυτή, η οποία δόθηκε εξ ονόματος της ΓΔ «Ανταγωνισμός» από τον εκπρόσωπο του J. Laitenberger, περιορίστηκε στο να εξετάσει, γενικώς, τις αρχές στις οποίες στηρίζονται οι κρατικές ενισχύσεις και δεν απεφάνθη ειδικά επί της διαφοράς που αφορούσε θυγατρική εταιρία της Agrofert.

14

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

15

Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι οι εγγυήσεις περί προσβάσεως σε ανεξάρτητο, αμερόληπτο και προηγουμένως νομίμως συσταθέν δικαστήριο, και ιδίως εκείνες που καθορίζουν την έννοια του δικαστηρίου όπως και τη σύνθεσή του, αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι κάθε δικαστήριο οφείλει να εξετάζει αν, με την εκάστοτε σύνθεσή του, συνιστά τέτοιο δικαστήριο, όταν ανακύπτει επί του θέματος αυτού σοβαρή αμφιβολία. Η εξέταση αυτή είναι αναγκαία για την εμπιστοσύνη την οποία οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX‑II και C‑543/18 RX‑II, EU:C:2020:232, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16

Το Δικαστήριο είχε επίσης την ευκαιρία να κρίνει ότι η απαίτηση αμεροληψίας, την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη, καλύπτει δύο πτυχές. Αφενός, το δικαστήριο οφείλει να είναι υποκειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή κανένα από τα μέλη του δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, η δε προσωπική αμεροληψία τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Αφετέρου, το δικαστήριο πρέπει να είναι αντικειμενικά αμερόληπτο, δηλαδή να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης σχετικής αμφιβολίας (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2019, H κατά Συμβουλίου, C‑413/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1044, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

17

Εν προκειμένω, περιοριζόμενος στον ισχυρισμό ότι ένα από τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού του Γενικού Δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη τελούσε σε κατάσταση φαινομενικής συγκρούσεως συμφερόντων, ο αναιρεσείων δεν επιδιώκει να αμφισβητήσει την προσωπική αμεροληψία του εν λόγω μέλους, αλλά την αντικειμενική αμεροληψία του δικαστικού σχηματισμού.

18

Όσον αφορά τους λόγους στους οποίους ο αναιρεσείων στηρίζει τον ισχυρισμό αυτόν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω μέλος του δικαστικού σχηματισμού εργαζόταν στην υπηρεσία της Επιτροπής, καθής πρωτοδίκως, πριν ασκήσει τα καθήκοντα του δικαστή στο Γενικό Δικαστήριο δεν αρκεί για να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες ως προς την αντικειμενική αμεροληψία του καθώς και την αντικειμενική αμεροληψία του εν λόγω σχηματισμού στην υπό κρίση υπόθεση (πρβλ. διάταξη της 2ας Απριλίου 2020, Kerstens κατά Επιτροπής, C‑577/18 P-REV, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:250, σκέψεις 25 έως 30).

19

Συναφώς, το άρθρο 18 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί έκφραση του δικαιώματος πρόσβασης σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιό του, ότι οι δικαστές και οι γενικοί εισαγγελείς του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δύνανται να μετέχουν στην εκδίκαση υποθέσεως στην οποία είχαν προηγουμένως λάβει μέρος ως εκπρόσωποι, σύμβουλοι ή δικηγόροι ενός των διαδίκων ή στην οποία κλήθηκαν να εκφέρουν γνώμη ως μέλη δικαστηρίου, επιτροπής έρευνας ή υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα και, στο δεύτερο εδάφιό του, πρώτη περίοδος, ότι, εάν δικαστής ή γενικός εισαγγελέας κρίνει ότι δεν δύναται, για ειδικό λόγο, να μετάσχει στην εκδίκαση ή την εξέταση ορισμένης υποθέσεως, το αναφέρει στον Πρόεδρο.

20

Πάντως, όσον αφορά την απαγόρευση που επιβάλλει το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε δικαστή να μετέχει στην εκδίκαση υποθέσεως στην οποία είχε προηγουμένως λάβει μέρος με διαφορετική ιδιότητα, καθώς και όσον αφορά τη μνεία, στο δεύτερο εδάφιο του εν λόγω άρθρου 18, ενός «ειδικού λόγου» για τη μη συμμετοχή στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως, αλυσιτελώς ο αναιρεσείων προβάλλει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων όπως περιγράφονται από αυτόν, ότι ο J. Laitenberger δήθεν υπερασπίσθηκε, υπό την ιδιότητά του ως γενικός διευθυντής της ΓΔ «Ανταγωνισμός» της Επιτροπής, την αδράνεια του θεσμικού αυτού οργάνου έναντι του ομίλου Agrofert στο πλαίσιο άλλης διαφοράς, η οποία αφορούσε το ίδιο ζήτημα με αυτό που τέθηκε στην προκειμένη περίπτωση.

21

Συγκεκριμένα, πρώτον, μολονότι η αλληλογραφία μεταξύ του αναιρεσείοντος και της Επιτροπής κατά τη διάρκεια του 2018 αφορούσε, όπως και το δικόγραφο της προσφυγής του στην υπό κρίση υπόθεση, φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο του Τσέχου Πρωθυπουργού, το αντικείμενο της αλληλογραφίας αυτής ήταν παράνομη κρατική ενίσχυση την οποία είχε χορηγήσει, όπως υποστηρίχθηκε, η Τσεχική Δημοκρατία, ενώ το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως αφορά πληρωμές από τον προϋπολογισμό της Ένωσης. Συνεπώς, δεν πρόκειται για την ίδια υπόθεση, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο αναιρεσείων.

22

Δεύτερον, με την αλληλογραφία αυτή, όπως αναγνωρίζει για άλλη μια φορά ο αναιρεσείων, η Επιτροπή περιορίστηκε στο να υπενθυμίσει γενικώς τις αρχές στις οποίες στηρίζονται οι κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να εξετάσει ειδικώς τη διαφορά που προέβαλε ο αναιρεσείων. Επομένως, οι απαντήσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση και ουδόλως μπορούν να αποτελέσουν ένδειξη περί της υπάρξεως μεροληψίας.

23

Τρίτον, και εν πάση περιπτώσει, μολονότι προκύπτει ότι οι συνομιλητές του αναιρεσείοντος ήταν τοποθετημένοι στην υπηρεσία εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής και ότι ένας από αυτούς ήταν υπεύθυνος Τύπου της ΓΔ «Ανταγωνισμός», από την αλληλογραφία αυτή δεν προκύπτει ότι ο J. Laitenberger είχε συντάξει προσωπικώς ή είχε εγκρίνει τις παρασχεθείσες απαντήσεις. Επομένως, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος που αφορά την ύπαρξη επικοινωνίας με τον τελευταίο, μέσω του εκπροσώπου του, δεν αποδεικνύεται.

24

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε την έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, ούτε του δικαστή J. Laitenberger ούτε του σχηματισμού του Γενικού Δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

25

Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

26

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε δύο σφάλματα εκτιμήσεως στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, χαρακτηρίζοντας το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020 ως λήψη θέσεως του οργάνου όσον αφορά την πρόσκληση προς ενέργεια.

27

Πρώτον, με το έγγραφο αυτό, αντιθέτως προς την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στην εν λόγω σκέψη, η Επιτροπή δεν εξήγησε στον αναιρεσείοντα τους λόγους για τους οποίους αρνείτο να ενεργήσει προς την κατεύθυνση που ζητήθηκε. Το θεσμικό αυτό όργανο απλώς απέφυγε να απαντήσει στα δύο αιτήματα που είχαν διατυπωθεί με την πρόσκληση προς ενέργεια, χωρίς να δώσει συνέχεια σχετικώς.

28

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε ως λήψη θέσεως το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020, ενώ το θεσμικό αυτό όργανο δεν απάντησε στο αίτημα του αναιρεσείοντος να παύσουν οι καταβολές άμεσων γεωργικών ενισχύσεων από τον προϋπολογισμό της Ένωσης, που εμπίπτουν στον πρώτο πυλώνα της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), σε εταιρίες ελεγχόμενες από τον Πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας. Εντούτοις, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην αναστολή πληρωμών προς τις εταιρίες αυτές στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων και του ΕΓΤΑΑ, που εμπίπτουν στον δεύτερο πυλώνα της ΚΓΠ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ, όπως προτάθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, στερείται νοήματος, στο μέτρο που ο αναιρεσείων δεν προέβαλε καμία αντίρρηση ως προς τη δήλωση στην οποία προέβη και ως προς τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή σε σχέση με τον δεύτερο αυτόν πυλώνα.

29

Η έλλειψη απαντήσεως στο αίτημα σχετικά με τον πρώτο πυλώνα συνιστά, κατά τον αναιρεσείοντα, παράλειψη εκ μέρους της Επιτροπής και πρέπει να οδηγήσει στην αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε, κατά τρόπο παραπλανητικό, στο ΕΓΤΑΑ σε συνδυασμό με την καταβολή άμεσων γεωργικών ενισχύσεων, προκειμένου να αποκρύψει αυτή την έλλειψη απαντήσεως.

30

Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της εν λόγω επιχειρηματολογίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 33 έως 35 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής κατά παραλείψεως, τις οποίες θέτει το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, δεν πληρούνται όταν το θεσμικό όργανο, κληθέν να ενεργήσει, έλαβε θέση επί της προσκλήσεως αυτής πριν από την άσκηση της προσφυγής (διατάξεις της 8ης Φεβρουαρίου 2018, CBA Spielapparate- und Restaurantbetrieb κατά Επιτροπής, C‑508/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:72, σκέψη 15, και της 3ης Δεκεμβρίου 2019, WB κατά Επιτροπής, C‑270/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1038, σκέψη 13) και ότι η έκδοση πράξης διαφορετικής από εκείνη της οποίας την έκδοση επιδίωκαν ή θεωρούσαν αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι, όπως είναι μια δεόντως αιτιολογημένη άρνηση του θεσμικού οργάνου να ενεργήσει σύμφωνα με την πρόσκληση προς ενέργεια, συνιστά λήψη θέσεως με την οποία τερματίζεται η παράλειψη (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑196/12, EU:C:2013:753, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020, το οποίο εστάλη ως απάντηση στην πρόσκληση προς ενέργεια της 30ής Ιανουαρίου 2020 και περιείχε την απόφαση του θεσμικού οργάνου να μην προβεί σε ενέργειες προς την κατεύθυνση που προτάθηκε με την ως άνω πρόσκληση, έθεσε τέρμα στην παράλειψη, καθιστώντας, συνακόλουθα, απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε ο αναιρεσείων δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι ο αναιρεσείων θα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της εν λόγω αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας αποδείξεως της ενεργητικής του νομιμοποίησης.

33

Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η λήψη θέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο σαφή και οριστικό τη θέση του οικείου θεσμικού οργάνου επί του αιτήματος του προσφεύγοντος και ότι ο χαρακτηρισμός της απαντήσεως του εν λόγω θεσμικού οργάνου στο αίτημα αυτό ως συνιστώσας «λήψη θέσεως» με την οποία τερματίζεται η προβαλλόμενη παράλειψη αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αναιρέσεως (πρβλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2020, CJ κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑634/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:474, σκέψεις 29 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που προβάλλει ο αναιρεσείων στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως δεν είναι ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό του εγγράφου της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020 ως «λήψης θέσεως» ούτε, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη για τον λόγο αυτόν.

35

Συναφώς, από το κείμενο του εγγράφου αυτού προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να ενεργήσει απαντώντας στην πρόσκληση που της είχε απευθυνθεί. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, εξηγώντας με το εν λόγω έγγραφο στον αναιρεσείοντα ότι είχε ήδη λάβει τα αναγκαία και αναλογικά μέτρα για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, καθόσον δεν κατέβαλε στους δικαιούχους τους οποίους μπορεί να αφορούσε η προβαλλόμενη σύγκρουση συμφερόντων πληρωμές στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων και ανέστειλε τις πληρωμές στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ, αρνήθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, να ενεργήσει σύμφωνα με τα δύο αιτήματα του αναιρεσείοντος που περιλαμβάνονταν στην πρόσκληση προς ενέργεια, αναφέροντάς του και τον λόγο της άρνησής της. Ως εκ τούτου, δεν απέφυγε να απαντήσει στα αιτήματα αυτά. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020 συνιστούσε λήψη θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

36

Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως αναφέρθηκε, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, στα κονδύλια του ΕΓΤΑΑ ως σχετικά με άμεσες γεωργικές ενισχύσεις προερχόμενες από τον προϋπολογισμό της Ένωσης είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού των πληρωμών στο πλαίσιο των εν λόγω κονδυλίων, η Επιτροπή αρνήθηκε να ενεργήσει σύμφωνα με τα αιτήματα του αναιρεσείοντος με την αιτιολογία ότι η αναστολή των πληρωμών αυτών συνιστούσε ένα από τα αναγκαία και αναλογικά μέτρα που ελήφθησαν για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης.

37

Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα των προϋποθέσεων του παραδεκτού προσφυγής κατά παραλείψεως είναι διαφορετικό από το ζήτημα αν η πράξη την οποία εξέδωσε το κληθέν να ενεργήσει θεσμικό όργανο της Ένωσης και με την οποία τερματίζεται η αδράνειά του μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (πρβλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2020, CJ κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑634/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:474, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι η άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά του εγγράφου της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2020 θα στερείτο νοήματος είναι αλυσιτελές.

38

Από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

39

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων βάλλει κατά των σκέψεων 28 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο αναιρεσείων στερείτο τόσο ενεργητικής νομιμοποίησης όσο και εννόμου συμφέροντος στο πλαίσιο της προσφυγής κατά παραλείψεως.

40

Κατά τον αναιρεσείοντα, οι πράξεις οι οποίες ζήτησε να εκδοθούν έναντι τρίτων μπορούσαν να τον αφορούν άμεσα και ατομικά. Όταν η έκδοση τέτοιων πράξεων είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η τήρηση των θεμελιωδών αξιών του άρθρου 2 ΣΕΕ, πρέπει να προκριθεί ευρεία ερμηνεία των κριτηρίων του παραδεκτού, προκειμένου να παρέχεται στους πολίτες η δυνατότητα να ασκήσουν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή με την οποία θα προβάλλεται μη τήρηση των αξιών αυτών από θεσμικό όργανο της Ένωσης.

41

Ο αναιρεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι έχει έννομο συμφέρον. Πρώτον, έχει συμφέρον, ως μέλος του κοινοβουλίου κράτους μέλους και πρόεδρος της μόνιμης επιτροπής της τσεχικής Γερουσίας η οποία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της διαχειρίσεως των δημοσίων πόρων, να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει αν η Επιτροπή τήρησε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία της Ένωσης. Δεύτερον, ως Ευρωπαίος φορολογούμενος, έχει συμφέρον να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η Επιτροπή τήρησε και εφάρμοσε τους κανόνες περί χρηστής διανομής των χρημάτων του.

42

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43

Στο μέτρο που, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 31 έως 38 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας απαράδεκτη την προσφυγή για τον λόγο ότι η Επιτροπή είχε λάβει θέση επί της προσκλήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020 προς ενέργεια πριν από την άσκηση της προσφυγής, παρέλκει η εξέταση της επιχειρηματολογίας του αναιρεσείοντος που αφορά εσφαλμένη εκτίμηση της ενεργητικής του νομιμοποιήσεως και του εννόμου συμφέροντός του. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια ενδεχόμενη πλάνη δεν θα ασκούσε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς και δεν θα επηρέαζε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως καθόσον η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 74, και διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2016, VSM Geneesmiddelen κατά Επιτροπής, C‑637/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:812, σκέψεις 54 και 55).

44

Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

45

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, των άρθρων 2, 41 και 47 του Χάρτη, καθώς και του άρθρου 2 ΣΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής χωρίς να εξετάσει την ουσία της υποθέσεως, κρίνοντας ειδικότερα ότι, μολονότι ο αναιρεσείων είναι μέλος εθνικού κοινοβουλίου και έχει δεχθεί απειλές κατά της σωματικής του ακεραιότητας, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν έχει ως σκοπό την τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες.

46

Ο αναιρεσείων εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωσή του ανεξαρτησίας, υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτον, έλαβε ακρίτως υπόψη τα επιχειρήματα της Επιτροπής, ως εκτελεστικής εξουσίας, αγνοώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, κατά προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο απαιτεί εξέταση των κύριων επιχειρημάτων όλων των διαδίκων. Δεύτερον, κρίνοντας απαράδεκτη την προσφυγή του αναιρεσείοντος, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε τις αρμοδιότητές του ως δικαιοδοτικού οργάνου έναντι της εκτελεστικής εξουσίας της Ένωσης. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον δεν επέκρινε τη δράση της εκτελεστικής εξουσίας και δεν διατήρησε την ορθή ισορροπία μεταξύ της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας, δεν τήρησε την απαίτηση δικαστικής ανεξαρτησίας από την άποψη των θεμελιωδών αξιών και δικαιωμάτων.

47

Συναφώς, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ανέχθηκε την ανατρεπτική χρήση, από την Επιτροπή, της δικαστικής στρατηγικής που συνίσταται στην προβολή ενστάσεως απαραδέκτου προκειμένου να καταστεί δυνατή η προσβολή των θεμελιωδών αξιών που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, όπως είναι η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, η ισότητα και η δικαιοσύνη.

48

Εξάλλου, παραβλέποντας τις απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας του αναιρεσείοντος, το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμά του στη ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 του Χάρτη.

49

Ο αναιρεσείων προσθέτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, παραλείποντας να αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως και αγνοώντας την πλειονότητα των επιχειρημάτων του, παρέβη, με τη συνακόλουθη έλλειψη σκεπτικού, την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη και θεμελιώνεται στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

50

Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

51

Επικαλούμενος παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, των άρθρων 2, 41 και 47 του Χάρτη, καθώς και του άρθρου 2 ΣΕΕ, ο αναιρεσείων βάλλει κατ’ ουσίαν κατά του ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του, επί της ενστάσεως απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία.

52

Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως υπενθύμισε κατ’ ουσίαν το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, μολονότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις οι εν λόγω αξίες και δικαιώματα δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες και ιδίως των κανόνων σχετικά με το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης (διάταξη Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, C‑504/20 P, EU:C:2021:305, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Κατά τα λοιπά, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει στηρίζεται στο ότι δεν εξετάστηκε η ουσία της υποθέσεως με τη διάταξη αυτή, πράγμα που αποτελεί απλώς συνέπεια της θεμιτής αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί χωρίς να εισέλθει στην ουσία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

54

Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

55

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά των σκέψεων 14 έως 24 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα της Επιτροπής να μη ληφθούν υπόψη τα χωρία του δικογράφου της προσφυγής που αναφέρονται στην από 19 Νοεμβρίου 2018 γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας του θεσμικού αυτού οργάνου. Ο αναιρεσείων φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένως τον βαθμό στον οποίο στηρίχθηκε στη γνωμοδότηση αυτή με το δικόγραφο της προσφυγής του.

56

Ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του, οι δύο παραπομπές στην εν λόγω νομική γνωμοδότηση, εκ των οποίων η πρώτη περιέχεται σε υποσημείωση και η δεύτερη στον τίτλο ενός σημείου του δικογράφου, αποσκοπούσαν στο να παράσχουν μια συμπληρωματική και όχι ουσιώδη εικόνα των δικών του επιχειρημάτων.

57

Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, δεν θα επηρέαζε ούτε το σημείο 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως με το οποίο διαπιστώνεται ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη η εν λόγω γνωμοδότηση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής, όπως αυτή προσαρτάται στο δικόγραφο της προσφυγής, καθώς και τα χωρία του εν λόγω δικογράφου που αναφέρονται στο περιεχόμενο της ίδιας αυτής γνωμοδοτήσεως, ούτε το σημείο 2 του διατακτικού με το οποίο απορρίφθηκε η προσφυγή του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη.

59

Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

60

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καταδικάζοντάς τον στα δικαστικά έξοδα, παρά το γεγονός ότι το ύψος των εξόδων αυτών δεν προσδιορίστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και ότι τα άρθρα 133 έως 141 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, δεν περιέχουν ουσιαστικό κανόνα βάσει του οποίου να μπορούν να καθοριστούν τα δικαστικά έξοδα.

61

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62

Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση απορρίψεως όλων των λοιπών λόγων αναιρέσεως, το αίτημα που αφορά την προβαλλόμενη πλημμέλεια της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το οποίο αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος της δικαστικής δαπάνης (διατάξεις της 12ης Ιανουαρίου 2017, Europäischer Tier- und Naturschutz και Giesen κατά Επιτροπής, C‑343/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:10, σκέψη 24, και της 14ης Απριλίου 2021, Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, C‑504/20 P, EU:C:2021:305, σκέψη 52).

63

Δεδομένου ότι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως έχουν απορριφθεί, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

64

Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

65

Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

66

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων ηττήθηκε, πρέπει να φέρει, πέραν των σχετικών με την αναιρετική δίκη εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Ο L. Wagenknecht φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top