This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62021CJ0054
Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 17 November 2022.#Antea Polsk S.A., 'Pectore-Eco'' sp. z o.o., Instytut Ochrony Środowiska - Państwowy Instytut Badawczy v Państwowe Gospodarstwo Wodne Wody Polskie.#Request for a preliminary ruling from the Krajowa Izba Odwoławcza.#Reference for a preliminary ruling – Public procurement – Directive 2014/24/EU – Principles of awarding contracts – Article 18 – Transparency – Article 21 – Confidentiality – Insertion of those principles in the national legislation – Right of access to the essential content of the information provided by tenderers concerning their experience and references, concerning the persons proposed to carry out the contract and concerning the design of the proposed projects and the manner of performance – Article 67 – Contract award criteria – Criteria relating to the quality of the proposed work or services – Requirement of precision – Directive 89/665/EEC – Article 1(1) and (3) – Right to an effective remedy – Remedy in the event of infringement of that right on account of the refusal to grant access to non-confidential information.#Case C-54/21.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2022.
Antea Polska S.A., Pectore-Eco sp. z o.o., Instytut Ochrony Środowiska - Państwowy Instytut Badawczy κατά Państwowe Gospodarstwo Wodne Wody Polskie.
Αίτηση του Krajowa Izba Odwoławcza για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Αρχές που διέπουν την ανάθεση συμβάσεων – Άρθρο 18 – Διαφάνεια – Άρθρο 21 – Εμπιστευτική φύση – Παρέκκλιση από τις αρχές αυτές με βάση την εθνική νομοθεσία – Δικαίωμα πρόσβασης στο βασικό περιεχόμενο των πληροφοριών που διαβίβασαν οι προσφέροντες σχετικά με την εμπειρία και τις συστάσεις τους, τα πρόσωπα που προτείνουν για την εκτέλεση της αγοράς και τη μελέτη των προτεινόμενων έργων και του τρόπου εκτέλεσής τους – Άρθρο 67 – Κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης – Κριτήρια σχετικά με την ποιότητα των προτεινόμενων εργασιών ή υπηρεσιών – Απαίτηση για ακρίβεια – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – Θεραπεία σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος αυτού εξαιτίας της άρνησης χορήγησης πρόσβασης σε μη εμπιστευτικές πληροφορίες.
Υπόθεση C-54/21.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 17ης Νοεμβρίου 2022.
Antea Polska S.A., Pectore-Eco sp. z o.o., Instytut Ochrony Środowiska - Państwowy Instytut Badawczy κατά Państwowe Gospodarstwo Wodne Wody Polskie.
Αίτηση του Krajowa Izba Odwoławcza για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Αρχές που διέπουν την ανάθεση συμβάσεων – Άρθρο 18 – Διαφάνεια – Άρθρο 21 – Εμπιστευτική φύση – Παρέκκλιση από τις αρχές αυτές με βάση την εθνική νομοθεσία – Δικαίωμα πρόσβασης στο βασικό περιεχόμενο των πληροφοριών που διαβίβασαν οι προσφέροντες σχετικά με την εμπειρία και τις συστάσεις τους, τα πρόσωπα που προτείνουν για την εκτέλεση της αγοράς και τη μελέτη των προτεινόμενων έργων και του τρόπου εκτέλεσής τους – Άρθρο 67 – Κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης – Κριτήρια σχετικά με την ποιότητα των προτεινόμενων εργασιών ή υπηρεσιών – Απαίτηση για ακρίβεια – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – Θεραπεία σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος αυτού εξαιτίας της άρνησης χορήγησης πρόσβασης σε μη εμπιστευτικές πληροφορίες.
Υπόθεση C-54/21.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:888
*A9* Krajowa Izba Odwoławcza, Postanowienie z dnia 22/12/2020 (KIO 634/20)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 17ης Νοεμβρίου 2022 ( *1 )
«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Αρχές που διέπουν την ανάθεση συμβάσεων – Άρθρο 18 – Διαφάνεια – Άρθρο 21 – Εμπιστευτικότητα – Παρέκκλιση από τις αρχές αυτές με βάση την εθνική νομοθεσία – Δικαίωμα πρόσβασης στο βασικό περιεχόμενο των πληροφοριών που διαβίβασαν οι προσφέροντες σχετικά με την εμπειρία και τις συστάσεις τους, τα πρόσωπα που προτείνουν για την εκτέλεση της σύμβασης και τη μελέτη των προτεινόμενων έργων και του τρόπου εκτέλεσής τους – Άρθρο 67 – Κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης – Κριτήρια σχετικά με την ποιότητα των προτεινόμενων εργασιών ή υπηρεσιών – Απαίτηση για ακρίβεια – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής – Θεραπεία σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος αυτού εξαιτίας της μη παροχής πρόσβασης σε μη εμπιστευτικές πληροφορίες»
Στην υπόθεση C‑54/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξέτασης προσφυγών, Πολωνία) με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης
Antea Polska S.A.,
Pectore-Eco sp. z o.o.,
Instytut Ochrony Środowiska – Państwowy Instytut Badawczy
κατά
Państwowe Gospodarstwo Wodne Wody Polskie,
παρισταμένων των:
Arup Polska sp. z o.o.,
CDM Smith sp. z o.o.,
Multiconsult Polska sp. z o.o.,
Arcadis sp. z o.o.,
Hydroconsult sp. z o.o. Biuro Studiów i Badań Hydrogeologicznych i Geofizycznych,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και O. Spineanu‑Matei, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2022,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– |
οι Antea Polska S.A., Pectore-Eco sp. z o.o. και Instytut Ochrony Środowiska – Państwowy Instytut Badawczy, εκπροσωπούμενοι από τον D. Ziembiński, radca prawny, |
– |
η Państwowe Gospodarstwo Wodne Wody Polskie, εκπροσωπούμενη από τον Μ. P. Daca καθώς και από τους M. Klink και T. Skoczyński, radcowie prawni, |
– |
η CDM Smith sp. z o.o., εκπροσωπούμενη από τον F. Łapecki, adwokat και τον J. Zabierzewski, |
– |
η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Horoszko, |
– |
η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Posch, |
– |
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Ondrůšek, J. Szczodrowski και G. Wils, |
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2022,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65), του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας (ΕΕ) 2016/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, περί προστασίας της τεχνογνωσίας και των επιχειρηματικών πληροφοριών που δεν έχουν αποκαλυφθεί (εμπορικό απόρρητο) από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψή τους (ΕΕ 2016, L 157, σ. 1), καθώς και του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014 (ΕΕ 2017, L 94, σ. 1). |
2 |
Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Antea Polska S.A., Pectore-Eco sp. z o.o. και Instytut Ochrony Środowiska – Państwowy Instytut Badawczy, οι οποίες ενεργούν από κοινού υπό την ιδιότητα της αυτοτελούς προσφέρουσας (στο εξής: Antea), και, αφετέρου, της Państwowe Gospodarstwo Wodne Wody Polskie (εθνικής αρχής διαχείρισης υδάτων της Πολωνίας, στο εξής: αναθέτουσα αρχή), υποστηριζόμενης από την Arup Polska sp. z o.o. (στο εξής: Arup), από την CDM Smith sp. z o.o. (στο εξής: CDM Smith), καθώς και από τις Multiconsult Polska sp. z o.o., Arcadis sp. z o.o. και Hydroconsult sp. z o.o. Biuro Studiów i Badań Hydrogeologicznych i Geofizycznych, οι οποίες ενεργούν υπό την ιδιότητα της αυτοτελούς προσφέρουσας (στο εξής: Multiconsult), με αντικείμενο την ανάθεση δημόσιας σύμβασης στην CDM Smith. |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 89/665
3 |
Το άρθρο 1 της οδηγίας 89/665, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και διαθεσιμότητα των διαδικασιών προσφυγής», προβλέπει τα εξής: «1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις οι οποίες αναφέρονται στην οδηγία [2014/24] […] […] Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε […] οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές να υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων αναθεωρήσεων, υπό τις προϋποθέσεις που θέτουν [τα] άρθρα 2 έως 2στ της παρούσας οδηγίας, λόγω του ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν την ενωσιακή νομοθεσία περί διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων ή τους εθνικούς κανόνες μεταφοράς της εν λόγω νομοθεσίας. […] 3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες προσφυγής να είναι διαθέσιμες, σύμφωνα με τους κανόνες που είναι δυνατό να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, τουλάχιστον σε οιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση. […]» |
Η οδηγία 2014/24
4 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 90 και 92 της οδηγίας 2014/24 έχουν ως εξής:
[…]
[…]» |
5 |
Το άρθρο 18 της οδηγίας 2014/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές εφαρμοζόμενες στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφανή και αναλογικό τρόπο. […]» |
6 |
Το άρθρο 21 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εχεμύθεια», προβλέπει τα εξής: «1. Εκτός αν προβλέπεται άλλως στην παρούσα οδηγία ή στο εθνικό δίκαιο στο οποίο υπόκειται η αναθέτουσα αρχή, ιδίως στη νομοθεσία όσον αφορά την πρόσβαση στην ενημέρωση, και με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων σχετικά με τη δημοσιοποίηση των συναπτόμενων συμβάσεων και την ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 50 και 55, η αναθέτουσα αρχή δεν αποκαλύπτει πληροφορίες που της έχουν διαβιβάσει οικονομικοί φορείς και τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των τεχνικών ή εμπορικών απορρήτων και των εμπιστευτικών πτυχών των προσφορών. 2. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις στους οικονομικούς φορείς, με σκοπό την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών τις οποίες παρέχουν οι αναθέτουσες αρχές καθ’ όλη τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων.» |
7 |
Το άρθρο 50 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Γνωστοποιήσεις συναφθεισών συμβάσεων», ορίζει τα εξής: «1. Το αργότερο 30 ημέρες από τη σύναψη σύμβασης ή συμφωνίας-πλαισίου, μετά τη λήψη απόφασης για την ανάθεση ή τη σύναψή της, οι αναθέτουσες αρχές αποστέλλουν γνωστοποίηση συναφθείσας σύμβασης με τα αποτελέσματα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης. Οι εν λόγω γνωστοποιήσεις περιέχουν τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παράρτημα V μέρος Δ […] […] 4. Ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαισίου μπορούν να μη δημοσιεύονται, όταν η γνωστοποίησή τους μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των νόμων, να είναι αντίθετη, καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο, προς το δημόσιο συμφέρον ή να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα συγκεκριμένων δημόσιων ή ιδιωτικών οικονομικών φορέων ή να βλάψει τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών φορέων.» |
8 |
Το άρθρο 55 της οδηγίας 2014/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων», ορίζει τα εξής: «1. Οι αναθέτουσες αρχές ενημερώνουν, το συντομότερο δυνατόν, όλους τους υποψηφίους και τους προσφέροντες για τις αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας-πλαισίου, την ανάθεση σύμβασης ή την αποδοχή σε ένα δυναμικό σύστημα αγορών […] 2. Κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερομένων υποψηφίων ή προσφερόντων, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός 15 ημερών από την παραλαβή γραπτής αίτησης: […]
[…] 3. Οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να αποφασίζουν να μη γνωστοποιήσουν ορισμένες πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σχετικά με την ανάθεση των συμβάσεων, τη σύναψη συμφωνιών-πλαισίων ή την αποδοχή σε ένα σύστημα δυναμικών αγορών εάν η γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των νόμων, να είναι αντίθετη, καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο, προς το δημόσιο συμφέρον ή να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα ενός συγκεκριμένου οικονομικού φορέα δημόσιου ή ιδιωτικού ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ οικονομικών φορέων.» |
9 |
Το άρθρο 58 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια επιλογής», προβλέπει τα εξής: «1. Τα κριτήρια επιλογής μπορεί να αφορούν:
[…] 4. Όσον αφορά την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις που να εξασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς διαθέτουν τους αναγκαίους ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους και την πείρα για την εκτέλεση της σύμβασης σε κατάλληλο επίπεδο ποιότητας. Οι αναθέτουσες αρχές μπορεί να απαιτούν, ειδικότερα, από τους οικονομικούς φορείς να διαθέτουν ικανοποιητικό επίπεδο εμπειριών, αποδεικνυόμενο με κατάλληλες συστάσεις από συμβάσεις που έχουν εκτελεστεί κατά το παρελθόν. […] Στο πλαίσιο διαδικασιών σύναψης σύμβασης προμηθειών για τις οποίες απαιτούνται εργασίες τοποθέτησης ή εγκατάστασης, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων, η επαγγελματική ικανότητα των οικονομικών φορέων να παράσχουν αυτή την υπηρεσία ή να εκτελέσουν την εγκατάσταση ή τα έργα μπορεί να αξιολογείται βάσει της τεχνογνωσίας τους, της αποτελεσματικότητας, της πείρας και της αξιοπιστίας τους. […]» |
10 |
Κατά το άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης»: «1. Κατά την υποβολή αιτήσεων συμμετοχής ή υποβολής προσφοράς, οι αναθέτουσες αρχές δέχονται το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Σύμβασης (ΕΕΕΣ), το οποίο αποτελείται από ενημερωμένη υπεύθυνη δήλωση ως προκαταρκτική απόδειξη προς αντικατάσταση των πιστοποιητικών που εκδίδουν δημόσιες αρχές ή τρίτα μέρη επιβεβαιώνοντας ότι ο εν λόγω οικονομικός φορέας πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Όταν ο οικονομικός φορέας εξαρτάται από τις ικανότητες άλλων φορέων σύμφωνα με το άρθρο 63, το ΕΕΕΣ περιέχει επίσης τις πληροφορίες του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου όσον αφορά τους φορείς αυτούς. Το ΕΕΕΣ αποτελείται από επίσημη δήλωση του οικονομικού φορέα ότι ο σχετικός λόγος για τον αποκλεισμό δεν ισχύει και/ή ότι πληρούται το σχετικό κριτήριο επιλογής και παρέχει τις κατάλληλες πληροφορίες, όπως απαιτείται από την αναθέτουσα αρχή. […] […] 4. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί από προσφέροντες και υποψήφιους ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να υποβάλλουν όλα ή ορισμένα δικαιολογητικά, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας. […]» |
11 |
Το άρθρο 60 της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποδεικτικά μέσα», ορίζει τα εξής: «1. Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτούν τα πιστοποιητικά, τις βεβαιώσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου και στο παράρτημα XII ως απόδειξη της μη ύπαρξης λόγων αποκλεισμού, όπως αναφέρονται στο άρθρο 57 και της πλήρωσης των κριτηρίων επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 58. Οι αναθέτουσες αρχές δεν απαιτούν αποδεικτικά μέσα πλην εκείνων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 62. Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 63, οι οικονομικοί φορείς μπορούν να βασίζονται σε οποιαδήποτε κατάλληλα μέσα για να αποδεικνύουν στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχουν τους αναγκαίους πόρους στη διάθεσή τους. […] 3. Η οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του οικονομικού φορέα μπορεί, κατά κανόνα, να αποδεικνύεται με ένα ή περισσότερα από τα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο παράρτημα XII μέρος I. […] 4. Η τεχνική ικανότητα των οικονομικών φορέων μπορεί να αποδεικνύεται με έναν ή περισσότερους από τους τρόπους που αναφέρονται στο παράρτημα XII μέρος II, ανάλογα με τη φύση, την ποσότητα ή τη σπουδαιότητα και τη χρήση των έργων, των προμηθειών ή των υπηρεσιών. […]» |
12 |
Το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στήριξη στις ικανότητες άλλων φορέων», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής: «Όσον αφορά τα κριτήρια της οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 3 και τα κριτήρια σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα που προβλέπονται στο άρθρο 58 παράγραφος 4, ένας οικονομικός φορέας μπορεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση και για συγκεκριμένη σύμβαση, να στηρίζεται στις ικανότητες άλλων φορέων, ασχέτως της νομικής φύσης των δεσμών του με αυτούς. Όσον αφορά τα κριτήρια που σχετίζονται με τους τίτλους σπουδών και τα επαγγελματικά προσόντα που ορίζονται στο παράρτημα XII μέρος II στοιχείο στ) ή με τη σχετική επαγγελματική πείρα, οι οικονομικοί φορείς μπορούν, ωστόσο, να βασίζονται στις ικανότητες άλλων φορέων μόνο εάν αυτοί θα εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες. Σε περίπτωση που οικονομικός φορέας επιθυμεί να στηριχθεί στις ικανότητες άλλων φορέων, αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τους αναγκαίους πόρους, παραδείγματος χάριν, με την προσκόμιση της σχετικής δέσμευσης των φορέων αυτών για τον σκοπό αυτό. […]» |
13 |
Το άρθρο 67 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κριτήρια ανάθεσης των συμβάσεων», ορίζει τα εξής: «1. Με την επιφύλαξη των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων σχετικά με την τιμή ορισμένων προμηθειών ή την αμοιβή ορισμένων υπηρεσιών, οι αναθέτουσες αρχές βασίζουν την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. 2. H πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά σύμφωνα με τη γνώμη της αναθέτουσας αρχής προσδιορίζεται βάσει της τιμής ή του κόστους, με χρήση προσέγγισης αποτελεσματικότητας σε σχέση με το κόστος […], και μπορεί να περιλαμβάνει τη βέλτιστη σχέση τιμής-ποιότητας, η οποία εκτιμάται βάσει κριτηρίων συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, ποιοτικών, περιβαλλοντικών και/ή κοινωνικών πτυχών που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης. Στα κριτήρια αυτά μπορούν να περιλαμβάνονται, φερ’ ειπείν:
Το στοιχείο του κόστους δύναται επίσης να λαμβάνει τη μορφή σταθερής τιμής ή κόστους βάσει του οποίου οι οικονομικοί φορείς θα ανταγωνίζονται αποκλειστικά και μόνο βάσει ποιοτικών κριτηρίων. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι αναθέτουσες αρχές δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την τιμή ή το κόστος ως μοναδικό κριτήριο ανάθεσης ή να περιορίζουν τη χρήση τους σε ορισμένες κατηγορίες αναθετουσών αρχών ή ορισμένα είδη συμβάσεων. […] 4. Τα κριτήρια ανάθεσης δεν έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή απεριόριστης ελευθερίας επιλογής στην εν λόγω αναθέτουσα αρχή. Διασφαλίζουν τη δυνατότητα αποτελεσματικού ανταγωνισμού και συνοδεύονται από προδιαγραφές που επιτρέπουν την αποτελεσματική επαλήθευση των πληροφοριών που παρέχονται από τους προσφέροντες, προκειμένου να αξιολογείται ο βαθμός συμμόρφωσής τους προς τα κριτήρια ανάθεσης. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες, οι αναθέτουσες αρχές επαληθεύουν αποτελεσματικά την ακρίβεια των πληροφοριών και αποδείξεων τις οποίες παρέχουν οι προσφέροντες. 5. Η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει στα έγγραφα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης τη σχετική στάθμιση που προσδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που έχουν επιλεγεί για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, εκτός εάν αυτό καθορίζεται μόνο βάσει της τιμής. […]» |
14 |
Το παράρτημα V της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις προκηρύξεις και στις γνωστοποιήσεις», απαριθμεί στο μέρος Δ, με τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στις γνωστοποιήσεις συναφθεισών συμβάσεων (όπως αναφέρεται στο άρθρο 50)», τα εξής: «[…]
[…]
|
15 |
Το παράρτημα XII της ίδιας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποδεικτικά μέσα για τα κριτήρια επιλογής», ορίζει τα εξής: «Μέρος I: Οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια Η οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια του οικονομικού φορέα είναι δυνατόν, κατά κανόνα, να αποδεικνύεται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα δικαιολογητικά:
Μέρος II: Τεχνική ικανότητα Αποδεικτικά στοιχεία των τεχνικών ικανοτήτων του οικονομικού φορέα, που αναφέρονται στο άρθρο 58:
[…]». |
Η οδηγία 2016/943
16 |
Το άρθρο 1 της οδηγίας 2016/943, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1: «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες προστασίας από την παράνομη απόκτηση, χρήση και αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων. […]» |
17 |
Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]». |
Το πολωνικό δίκαιο
Ο νόμος περί δημοσίων συμβάσεων
18 |
Ο Ustawa Prawo zamówień publicznych (νόμος περί δημοσίων συμβάσεων), της 29ης Ιανουαρίου 2004 (Dz. U. 2015, θέση 2164), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί δημοσίων συμβάσεων), προβλέπει στο άρθρο 8 τα εξής: «1. Η διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης είναι δημόσια. 2. Η αναθέτουσα αρχή δύναται να περιορίζει την πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν τη διαδικασία σύναψης σύμβασης μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος. 2a. Η αναθέτουσα αρχή δύναται να καθορίζει, με τη συγγραφή υποχρεώσεων της δημόσιας σύμβασης, απαιτήσεις σχετικά με τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που κοινοποιούνται στους οικονομικούς φορείς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. 3. Οι πληροφορίες που συνιστούν εμπορικό απόρρητο κατά την έννοια των διατάξεων του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού δεν γνωστοποιούνται εάν ο οικονομικός φορέας, το αργότερο εντός της προθεσμίας υποβολής των προσφορών ή των αιτήσεων συμμετοχής στη διαδικασία, δηλώσει ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές και αποδείξει ότι οι ζητούμενες πληροφορίες συνιστούν εμπορικό απόρρητο. Ο οικονομικός φορέας δεν δύναται να χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές τις πληροφορίες του άρθρου 86, παράγραφος 4. […]» |
19 |
Το άρθρο 86, παράγραφος 4, του εν λόγω νόμου έχει ως εξής: «Το όνομα (εταιρική επωνυμία) και η διεύθυνση των οικονομικών φορέων, καθώς και οι πληροφορίες σχετικά με την τιμή, την προθεσμία εκτέλεσης της σύμβασης, την περίοδο εγγύησης και τους όρους πληρωμής που περιλαμβάνονται στις προσφορές αποκαλύπτονται κατά την αποσφράγισή τους.» |
20 |
Το άρθρο 96 του ίδιου νόμου προβλέπει τα εξής: «1. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή συντάσσει πρακτικό που περιλαμβάνει τουλάχιστον: […]
[…]
[…] 2. Οι προσφορές, πραγματογνωμοσύνες, δηλώσεις, […] οι προκηρύξεις, οι αιτήσεις, άλλα έγγραφα και πληροφορίες που υποβλήθηκαν από την αναθέτουσα αρχή και τους οικονομικούς φορείς, καθώς και η συναφθείσα δημόσια σύμβαση, αποτελούν παραρτήματα των πρακτικών. 3. Τα πρακτικά και τα παραρτήματά τους είναι δημόσια. Τα παραρτήματα των πρακτικών διατίθενται μετά την επιλογή της πλέον συμφέρουσας προσφοράς ή την ακύρωση της διαδικασίας, με τη διευκρίνιση ότι οι προσφορές διατίθενται από την αποσφράγισή τους, οι αρχικές προσφορές, από την πρόσκληση υποβολής προσφορών, και τα αιτήματα συμμετοχής στη διαδικασία, από την ημερομηνία κατά την οποία γνωστοποιούνται τα αποτελέσματα της εξέτασης της πλήρωσης των όρων συμμετοχής στη διαδικασία.» |
Ο νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού
21 |
Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του Ustawa o zwalczaniu nieuczciwej konkurencji (νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού), της 16ης Απριλίου 1993 (κωδικοποιημένο κείμενο, Dz. U του 2020, σημείο 1913), ορίζει τα εξής: «Ως εμπορικό απόρρητο νοούνται οι τεχνικές, τεχνολογικές, επιστημονικές, οργανωτικές πληροφορίες της επιχείρησης ή άλλες πληροφορίες οι οποίες έχουν οικονομική αξία και οι οποίες, είτε ως σύνολο είτε από την άποψη του ακριβούς περιεχομένου και της διάταξης των συνιστωσών τους, δεν είναι ευρέως γνωστές σε πρόσωπα ανήκοντα στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά, εφόσον ο νόμιμος κάτοχος ή χρήστης των πληροφοριών αυτών έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα τους.» |
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
22 |
Το 2019, η αναθέτουσα αρχή δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού, εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24, για την ανάπτυξη έργων που αφορούν την περιβαλλοντική διαχείριση ορισμένων περιοχών λεκάνης απορροής ποταμών στην Πολωνία. Η συγγραφή υποχρεώσεων όριζε τις προϋποθέσεις συμμετοχής στη διαδικασία, τα απαιτούμενα έγγραφα καθώς και τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης αυτής. |
23 |
Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε ότι οι προσφορές επρόκειτο να αξιολογηθούν με βάση τρία κριτήρια, ήτοι την τιμή (βαρύτητα 40 %), τη μελέτη της υλοποίησης των έργων (βαρύτητα 42 %) και την περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης (βαρύτητα 18 %), τα δε δύο τελευταία κριτήρια σχετικά με την ποιότητα της προσφοράς διακρίνονταν σε πλείονα επιμέρους κριτήρια. |
24 |
Κατόπιν της αξιολόγησης των τεσσάρων υποβληθεισών προσφορών, η σύμβαση ανατέθηκε στην CDM Smith. Καίτοι η τιμή της προσφοράς της Antea ήταν χαμηλότερη από την τιμή της προσφοράς της CDM Smith, η Αntea έλαβε χαμηλότερη συνολική βαθμολογία διότι η CDM Smith έλαβε μεγαλύτερη βαθμολογία όσον αφορά τα ποιοτικά κριτήρια. |
25 |
Η Αntea άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης στην CDM Smith, την επανεξέταση των προσφορών και τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών. |
26 |
Προς στήριξη της προσφυγής, η Αntea προσάπτει, ειδικότερα, στην αναθέτουσα αρχή ότι παρέλειψε να γνωστοποιήσει τα στοιχεία που είχαν κοινοποιήσει οι CDM Smith, Multiconsult και Arup στην αρχή αυτή σχετικά με τις προσφορές τους. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για καταλόγους με προγενέστερες παρασχεθείσες υπηρεσίες, καταλόγους με τα πρόσωπα τα οποία, σε περίπτωση ανάθεσης, επρόκειτο να απασχοληθούν για την εκτέλεση της σύμβασης, πληροφορίες σχετικά με τους υπεργολάβους ή άλλους τρίτους που διαθέτουν πόρους και, γενικότερα, σχετικά με τη μελέτη υλοποίησης των έργων και την περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης. |
27 |
Επιφυλάσσοντας εμπιστευτική μεταχείριση στις πληροφορίες αυτές, η αναθέτουσα αρχή παρέβη τον νόμο περί δημοσίων συμβάσεων και τον νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Έκρινε εσφαλμένως ότι οι CDM Smith, Multiconsult και Arup είχαν αποδείξει ότι οι εν λόγω πληροφορίες αποτελούσαν εμπορικά απόρρητα. |
28 |
Εξάλλου, η αναθέτουσα αρχή παρέβη την υποχρέωσή της περί προσήκουσας αιτιολόγησης της βαθμολογίας που έλαβε εκάστη των προσφορών, στον βαθμό που στηρίχθηκε στα επιμέρους κριτήρια της συγγραφής υποχρεώσεων. |
29 |
Η Αntea εκτιμά ότι στερήθηκε του δικαιώματός αποτελεσματικής προσφυγής, αφενός, λόγω του ότι οι περιεχόμενες στις προσφορές των ανταγωνιστών της πληροφορίες έτυχαν εμπιστευτικής μεταχείρισης σε υπερβολικό βαθμό και, αφετέρου, λόγω της έλλειψης προσήκουσας αιτιολόγησης των βαθμολογιών που δόθηκαν. Κατά την άποψή της, υπό το πρίσμα των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, το δικαίωμα εμπιστευτικής μεταχείρισης ορισμένων πληροφοριών πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Οι οικονομικοί φορείς που αποφασίζουν να μετάσχουν σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης πρέπει να αποδέχονται τη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών σχετικών με τις δραστηριότητές τους. |
30 |
Η αναθέτουσα αρχή αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. |
31 |
Θεωρεί ότι η μελέτη της υλοποίησης των έργων και η περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης περιέχουν μελέτες εκπονηθείσες με βάση την πείρα που έχει αποκτηθεί με την πάροδο των ετών και έχει εξειδικευτεί για τους σκοπούς της επίμαχης διαδικασίας. Επομένως, οι μελέτες αυτές ανήκουν στη διανοητική ιδιοκτησία του δημιουργού τους. |
32 |
Η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών ενέχει, εν πάση περιπτώσει, τον κίνδυνο να βλάψει τα νόμιμα συμφέροντα του προσφέροντος. Επομένως, κατά την αναθέτουσα αρχή, οι πληροφορίες που περιέχονται στην προσφορά της CDM Smith έχουν εμπορική αξία, η δε συγκεκριμένη προσφέρουσα εταιρία έλαβε, διά εσωτερικών κανονισμών, συμβατικών ρητρών και οδηγιών για την οργάνωση της εργασίας και την ασφάλεια των εγγράφων, τα αναγκαία μέτρα για να παραμείνουν οι εν λόγω πληροφορίες απόρρητες. Η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα παρείχε στους ανταγωνιστές της ως άνω προσφέρουσας εταιρίας τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν την τεχνογνωσία της και τις τεχνικές ή οργανωτικές λύσεις που εκείνη έχει αναπτύξει. |
33 |
Εν προκειμένω, κάθε προσφέρων υπέβαλε μαζί με την προσφορά του αξιόπιστες και συνεπείς εξηγήσεις ως προς τον χαρακτηρισμό των πληροφοριών ως εμπορικών απορρήτων, με βάση τις οποίες αποφασίστηκε να γίνει δεκτό το αίτημα περί εμπιστευτικής μεταχείρισης. Η αναθέτουσα αρχή θεωρεί, συναφώς, ότι η αρχή της διαφάνειας δεν υπερισχύει του δικαιώματος προστασίας του εμπορικού απορρήτου. |
34 |
Ο εμπιστευτικός χαρακτήρας καλύπτει επιπλέον τους καταλόγους των προσώπων που προτείνονται για την εκτέλεση της σύμβασης. Η γνωστοποίηση τέτοιων καταλόγων, οι οποίοι περιέχουν πληροφορίες που καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση των εμπειρογνωμόνων, μπορεί να εκθέσει τους προσφέροντες σε απώλειες προσωπικού, δεδομένου ότι οι ανταγωνιστές ενδέχεται να επιχειρήσουν να προσλάβουν τους εν λόγω εμπειρογνώμονες. Οι πληροφορίες σχετικά με τους υπεργολάβους ή άλλους τρίτους περιλαμβάνουν επίσης στοιχεία σχετικά με τους εμπειρογνώμονές τους. |
35 |
Η αναθέτουσα αρχή παρατηρεί, περαιτέρω, ότι έκαστο των κριτηρίων ανάθεσης εφαρμόστηκε σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων και ότι η αξιολόγηση των προσφορών βάσει των κριτηρίων αυτών αιτιολογήθηκε κατά τρόπο εξαντλητικό. |
36 |
Κατά την CDM Smith και τη Multiconsult, οι σχετικές με την οργάνωση και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών τους πληροφορίες, όπως αυτές που διαβιβάστηκαν στην αναθέτουσα αρχή, αποτελούν άυλα περιουσιακά στοιχεία που εντάσσονται στο «πνευματικό κεφάλαιο» του προσφέροντος. Σε περίπτωση γνωστοποίησής τους οι ανταγωνιστές θα μπορούσαν να υιοθετήσουν τις ιδέες και τις λύσεις που αυτές απηχούν. Εξάλλου και εν πάση περιπτώσει, οι σχετικές με το ανθρώπινο δυναμικό πληροφορίες έχουν μεγάλη εμπορική αξία και συνιστούν εμπορικά απόρρητα. |
37 |
Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι από το άρθρο 96 του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων προκύπτει ότι οι προσφέροντες έχουν, κατ’ αρχήν, πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα που διαβιβάζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Η έλλειψη τέτοιας πρόσβασης θα είχε, κατά το αιτούν δικαστήριο, αρνητικές συνέπειες επί της εμπιστοσύνης που επιδεικνύουν οι προσφέροντες στις αποφάσεις των αναθετουσών αρχών και επί της άσκησης του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής. |
38 |
Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι πολλοί προσφέροντες ζητούν την εμπιστευτική μεταχείριση των εγγράφων που διαβιβάζουν στις αναθέτουσες αρχές, υποστηρίζοντας ότι οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτά αποτελούν εμπορικά απόρρητα. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων, απαγορεύεται στις αναθέτουσες αρχές να γνωστοποιούν τέτοιες πληροφορίες αν ο προσφέρων το έχει ζητήσει και προσκομίσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία. |
39 |
Πάντως, κατά την κρίση του εθνικού δικαστηρίου, υφίσταται αβεβαιότητα ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 και ως προς τη λυσιτέλεια, στο πλαίσιο αυτό, του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2016/943. Για να διασφαλιστεί, στο μέτρο του δυνατού, η ομοιομορφία της πρακτικής στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, είναι αναγκαίο να ερμηνευθεί το εν λόγω άρθρο 21 κατά τρόπο σύμφωνο, μεταξύ άλλων, με τις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού, της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της αναλογικότητας. |
40 |
Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι όλες οι πληροφορίες που διαβιβάζουν οι προσφέροντες στην αναθέτουσα αρχή καλύπτονται από το εμπορικό απόρρητο ή είναι, εν γένει, εμπιστευτικές. Αν ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε θεωρήσει ότι όλα τα στοιχεία στα οποία αναφέρονται τα άρθρα 59 και 60 της οδηγίας 2014/24 και το παράρτημα XII αυτής αποτελούν εμπορικά απόρρητα, θα το είχε δηλώσει. Η διευκόλυνση, βάσει υπερβολικά ευρείας ερμηνείας της έννοιας του εμπορικού απορρήτου, της εμπιστευτικής μεταχείρισης των πληροφοριών που διαβιβάζουν οι προσφέροντες παραβιάζει τις προαναφερθείσες αρχές. |
41 |
Το δικαστήριο αυτό παραθέτει συνοπτικά τις πληροφορίες και, ειδικότερα, τα στοιχεία μελέτης που κάθε προσφέρων όφειλε, εν προκειμένω, να διαβιβάσει στην αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τη συγγραφή υποχρεώσεων. Παρατηρεί ότι, μολονότι οι τεχνικές και μεθοδολογικές λύσεις που υποβάλλονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στην αναθέτουσα αρχή έχουν διανοητική αξία και μπορούν, ως εκ τούτου, να εμπίπτουν σε έργο προστατευόμενο από το δικαίωμα του δημιουργού, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν εμπορικά απόρρητα. |
42 |
Το εν λόγω δικαστήριο δεν είναι επίσης πεπεισμένο σχετικά με τη λυσιτέλεια του κινδύνου «εξαγοράς» εμπειρογνωμόνων τον οποίο επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Ο κίνδυνος αυτός είναι, βεβαίως, υπαρκτός πλην όμως δεν είναι προβληματικός. Είναι φυσικό οι εργαζόμενοι να αναζητούν νέες θέσεις εργασίας και οι εργοδότες να αναζητούν νέους συνεργάτες, ιδίως όταν πρόκειται για τομείς στους οποίους απαιτείται ειδίκευση. |
43 |
Τουναντίον, προβληματικό είναι το ότι ένας προσφέρων έχει πολύ λίγες πληροφορίες σχετικά με τις προσφορές που υπέβαλαν οι ανταγωνιστές του στην αναθέτουσα αρχή, διότι τούτο συνεπάγεται παρακώλυση ή και εμπόδιο στην αποτελεσματική προσφυγή σε μέσα ένδικης προστασίας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι ορισμένα έγγραφα δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν εμπιστευτικά, πρέπει να επιτραπεί στον προσφεύγοντα να ασκήσει νέα προσφυγή. |
44 |
Επίσης, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς τα κριτήρια ανάθεσης που αφορούν τη «μελέτη της υλοποίησης των έργων» και την «περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης». Διερωτάται μήπως τα κριτήρια αυτά είναι υπερβολικά εκτεταμένα και αόριστα. Κάθε κριτήριο που καθορίζεται από την αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να της παρέχει τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις βάσει αντικειμενικών στοιχείων τα οποία είναι ευχερώς συγκρίσιμα και μετρήσιμα. |
45 |
Κατόπιν τούτου, η Krajowa Izba Odwoławcza (εθνική αρχή εξέτασης προσφυγών, Πολωνία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
46 |
Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων κατά την οποία, με μόνη εξαίρεση τα εμπορικά απόρρητα, οι πληροφορίες που διαβιβάζουν οι προσφέροντες στις αναθέτουσες αρχές πρέπει να δημοσιεύονται στο σύνολό τους ή να κοινοποιούνται στους λοιπούς προσφέροντες, καθώς και σε πρακτική των αναθετουσών αρχών συνιστάμενη να κάνουν συστηματικώς δεκτά τα αιτήματα περί εμπιστευτικής μεταχείρισης λόγω εμπορικού απορρήτου. |
47 |
Συναφώς, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το άρθρο 18 της οδηγίας 2014/24 θέτει τις αρχές που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων στις οποίες αναφέρεται η οδηγία αυτή. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 1 της διάταξης αυτής, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς «ισότιμα και χωρίς διακρίσεις» και να ενεργούν, μεταξύ άλλων, «με διαφανή τρόπο». |
48 |
Πάντως, παρά την υποχρέωση των αναθετουσών αρχών να ενεργούν με διαφάνεια, δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, απαγορεύεται σε μια τέτοια οντότητα να αποκαλύπτει «πληροφορίες που της έχουν διαβιβάσει οικονομικοί φορείς και τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές». |
49 |
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι οι κανόνες της Ένωσης στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων αποσκοπούν κυρίως στη διασφάλιση της ύπαρξης ανόθευτου ανταγωνισμού και ότι, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, οι αναθέτουσες αρχές πρέπει να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες σχετικές με διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων των οποίων το περιεχόμενο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη νόθευση του ανταγωνισμού, είτε στο πλαίσιο μιας εν εξελίξει διαδικασίας σύναψης σύμβασης είτε στο πλαίσιο μεταγενέστερων διαδικασιών σύναψης συμβάσεων. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων βασίζονται σε μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των αναθετουσών αρχών και των επιχειρηματιών που μετέχουν σε αυτές, οι εν λόγω επιχειρηματίες πρέπει να μπορούν να κοινοποιήσουν στις αναθέτουσες αρχές κάθε χρήσιμη στο πλαίσιο της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης πληροφορία χωρίς να φοβούνται ότι οι ως άνω αρχές θα κοινοποιήσουν σε τρίτους πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση θα μπορούσε να είναι επιζήμια για τους επιχειρηματίες (αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec, C‑450/06, EU:C:2008:91, σκέψεις 34 έως 36, και της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψη 115). |
50 |
Τούτου δοθέντος, η αρχή της προστασίας των εμπιστευτικών πληροφοριών πρέπει να συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Προς τούτο, η απαγόρευση του άρθρου 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 πρέπει να σταθμίζεται με τη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης, από την οποία απορρέει η υποχρέωση αιτιολόγησης. Κατά την ως άνω στάθμιση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο αποκλεισθείς προσφέρων, ελλείψει επαρκών στοιχείων που να του παρέχουν τη δυνατότητα να εξακριβώσει αν η απόφαση της αναθέτουσας αρχής για την ανάθεση της επίμαχης σύμβασης σε άλλον οικονομικό φορέα πάσχει λόγω ενδεχόμενων σφαλμάτων ή παρανομιών, δεν θα έχει, στην πράξη, τη δυνατότητα να κάνει χρήση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 89/665 (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψεις 121 έως 123). |
51 |
Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αίτημα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης να της επιτραπεί η πρόσβαση στα στοιχεία που υπέβαλαν στην αναθέτουσα αρχή οι CDM Smith, Arup και Multiconsult εξετάσθηκε βάσει του νόμου περί δημοσίων συμβάσεων. Κατά το άρθρο 8 του νόμου αυτού, τα εμπορικά απόρρητα τυγχάνουν εμπιστευτικής μεταχείρισης, κατόπιν αιτήματος των προσφερόντων στους οποίους ανήκουν, ενώ κάθε άλλη πληροφορία που διαβιβάζεται από τους προσφέροντες στην αναθέτουσα αρχή πρέπει, δυνάμει του άρθρου 96 του εν λόγω νόμου, να δημοσιοποιείται ως παράρτημα στο πρακτικό που συντάσσεται από την αναθέτουσα αρχή. |
52 |
Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι η έννοια του «εμπορικού απορρήτου», η οποία ορίζεται στο πολωνικό δίκαιο στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, καταλαμβάνει τις πληροφορίες που έχουν εμπορική αξία και δεν είναι ευρέως γνωστές σε πρόσωπα που ασχολούνται συνήθως με αυτό το είδος των οικείων πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα συγκεκριμένα πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι ο νόμιμος χρήστης ή κάτοχος των πληροφοριών αυτών έχει λάβει επιμελώς μέτρα για τη διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους. |
53 |
Ο ορισμός αυτός αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στον ορισμό της έννοιας του εμπορικού απορρήτου κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2016/943. |
54 |
Επισημαίνεται ότι ούτε από το γράμμα ούτε από τον σκοπό της προκύπτει ότι η οδηγία 2014/24 απαγορεύει στον νομοθέτη κράτους μέλους να χρησιμοποιήσει την ως άνω έννοια προκειμένου να οριοθετήσει το περιεχόμενο του άρθρου 21, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας. |
55 |
Βεβαίως, η έννοια του «εμπορικού απορρήτου», όπως ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2016/943 ή στην αντίστοιχη διάταξη του εθνικού δικαίου, συμπίπτει μόνον εν μέρει με τους όρους «πληροφορίες που […] έχουν διαβιβάσει οικονομικοί φορείς και τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικές» οι οποίοι χρησιμοποιούνται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24. Συγκεκριμένα, κατά το γράμμα της τελευταίας διάταξης, οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο αυτό περιλαμβάνουν «ενδεικτικά, τ[α] τεχνικ[ά] ή εμπορικ[ά] [απόρρητα] και τ[ις] εμπιστευτικ[ές] πτυχ[ές] των προσφορών», όπερ υποδηλώνει, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 34 και 35 των προτάσεών του, ότι η προστασία βάσει της οδηγίας 2014/24 είναι ευρύτερη από την προστασία που καταλαμβάνει μόνον τα εμπορικά απόρρητα. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι οι κανόνες για την απόκτηση, τη χρήση ή την παράνομη γνωστοποίηση εμπορικών απορρήτων, κατά την έννοια της οδηγίας 2016/943, δεν απαλλάσσει τις δημόσιες αρχές από τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας που δύναται να απορρέουν από την οδηγία 2014/24 (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψεις 97 και 99). |
56 |
Εντούτοις, το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 διευκρινίζει ότι η απαγόρευση αποκάλυψης πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα που της έχουν διαβιβαστεί ισχύει «[ε]κτός αν προβλέπεται άλλως […] στο εθνικό δίκαιο στο οποίο υπόκειται η αναθέτουσα αρχή». |
57 |
Από τη διευκρίνιση αυτή προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να προβαίνει σε στάθμιση της εμπιστευτικότητας, όπως αυτή προστατεύεται κατά ως άνω διάταξη της οδηγίας 2014/24, με τους κανόνες του εθνικού δικαίου που επιδιώκουν άλλα νόμιμα συμφέροντα, μεταξύ των οποίων το ρητώς μνημονευόμενο στην εν λόγω διάταξη δικαίωμα «πρόσβασης στην ενημέρωση», ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη διαφάνεια των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. |
58 |
Τούτου δοθέντος, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που τους αναγνωρίζει το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από τη θέσπιση συστημάτων τα οποία δεν διασφαλίζουν την πλήρη συμμόρφωση προς τον διαλαμβανόμενο στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης σκοπό της συγκεκριμένης διάταξης και τα οποία θίγουν τη στάθμιση περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, ή αλλοιώνουν το σύστημα δημοσιότητας όσον αφορά τις ανατιθέμενες συμβάσεις, καθώς και τους κανόνες σχετικά με την ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων που προβλέπονται στα άρθρα 50 και 55 της εν λόγω οδηγίας, διότι διαφορετικά θα θιγόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. |
59 |
Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, επισημαίνεται ότι κάθε σύστημα διασφάλισης της εμπιστευτικότητας πρέπει, όπως ρητώς ορίζει το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, να μη θίγει το σύστημα και τους κανόνες των άρθρων 50 και 55 της οδηγίας. |
60 |
Δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η αναθέτουσα αρχή οφείλει, μετά το πέρας της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης, να δημοσιεύσει γνωστοποίηση συναφθείσας σύμβασης η οποία περιέχει, σύμφωνα με το παράρτημα V, μέρος Δ, της ίδιας οδηγίας, ορισμένες πληροφορίες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον προσφέροντα στον οποίο ανατέθηκε η σύμβαση καθώς και με την προσφορά που ο εν λόγω προσφέρων είχε υποβάλει. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 50, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24 προβλέπει επίσης ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να μη δημοσιεύονται, όταν η γνωστοποίησή τους μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των νόμων, να είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ή να βλάψει τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. |
61 |
Ομοίως, μολονότι το άρθρο 55, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/24 επιτρέπει ρητώς σε κάθε προσφέροντα που υπέβαλε παραδεκτή προσφορά να ζητήσει από την αναθέτουσα αρχή να του γνωστοποιήσει τους λόγους απόρριψης της προσφοράς του, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου, εντούτοις, στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, προβλέπεται ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποφασίσει να μη γνωστοποιήσει ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές, όταν η γνωστοποίησή τους μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των νόμων, να είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον ή να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα ενός οικονομικού φορέα ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ οικονομικών φορέων. |
62 |
Πάντως, εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει τη δημοσιότητα κάθε πληροφορίας που κοινοποιείται από τους προσφέροντες, συμπεριλαμβανομένου του αναδόχου, στην αναθέτουσα αρχή, με μόνη εξαίρεση τις πληροφορίες που καλύπτονται από την έννοια του εμπορικού απορρήτου, μπορεί, αντιθέτως προς ό,τι επιτρέπουν τα άρθρα 50, παράγραφος 4, και 55, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24, να στερεί από την αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να αποφασίσει να μην προβεί στη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη συμφέροντα ή σκοπούς που μνημονεύονται στις διατάξεις αυτές, εφόσον οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν καλύπτονται από την έννοια του εμπορικού απορρήτου. |
63 |
Κατά συνέπεια, το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, σε συνδυασμό με τα άρθρα 50 και 55 της ίδιας οδηγίας, αφενός, δεν αποκλείει τη θέσπιση από κράτος μέλος συστήματος για την οριοθέτηση του περιεχομένου της υποχρέωσης εμπιστευτικής μεταχείρισης με βάση μια έννοια του εμπορικού απορρήτου κατ’ ουσίαν αντίστοιχη προς αυτή την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2016/943. Αφετέρου, αντιτίθεται σε συστήματα τα οποία δεν περιλαμβάνουν επαρκές σύνολο κανόνων βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές δύνανται, υπό περιστάσεις στις οποίες εφαρμόζονται τα εν λόγω άρθρα 50 και 55, να αρνηθούν κατ’ εξαίρεση τη γνωστοποίηση πληροφοριών οι οποίες, μολονότι δεν εμπίπτουν στην έννοια του εμπορικού απορρήτου, δεν πρέπει εντούτοις να καταστούν προσβάσιμες λόγω συμφέροντος ή σκοπού προβλεπόμενου στα εν λόγω άρθρα 50 και 55. |
64 |
Όσον αφορά, τέλος, την περιγραφόμενη από το αιτούν δικαστήριο πρακτική κατά την οποία, στο οικείο κράτος μέλος, οι αναθέτουσες αρχές αποδέχονται συστηματικά τα αιτήματα των προσφερόντων περί χαρακτηρισμού ως εμπορικού απορρήτου του συνόλου των πληροφοριών που δεν επιθυμούν να αποκαλύψουν στους ανταγωνιστές προσφέροντες, διαπιστώνεται ότι μια τέτοια πρακτική, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχει πράγματι καθιερωθεί, πράγμα το οποίο δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει, είναι ικανή να θίξει όχι μόνον την ισορροπία μεταξύ της αρχής της διαφάνειας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 και της προστασίας της εχεμύθειας που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας, αλλά και τις απαιτήσεις που υπενθυμίζονται στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, όπως και την αρχή της χρηστής διοίκησης που απορρέει από την υποχρέωση αιτιολόγησης. |
65 |
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αναθέτουσα αρχή δεν δεσμεύεται από τον απλό ισχυρισμό οικονομικού φορέα ότι οι διαβιβαζόμενες πληροφορίες είναι εμπιστευτικές, αλλά πρέπει να απαιτεί από τον φορέα αυτόν να αποδείξει τον πραγματικά εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών στη γνωστοποίηση των οποίων αντιτίθεται (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψη 117). |
66 |
Επομένως, προς τον σκοπό της συμμόρφωσης με τη γενική αρχή της χρηστής διοίκησης και του συμβιβασμού της προστασίας της εχεμύθειας με τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η αναθέτουσα αρχή οφείλει όχι μόνο να αιτιολογεί την απόφασή της περί μεταχείρισης ορισμένων δεδομένων ως εμπιστευτικών, αλλά και να γνωστοποιεί στον αποκλεισθέντα προσφέροντα ο οποίος τα ζητεί το βασικό περιεχόμενο των δεδομένων, και ιδίως το περιεχόμενο των δεδομένων που αφορούν τις καθοριστικές πτυχές της απόφασής της και της επιλεγείσας προσφοράς, υπό ουδέτερη μορφή, στο μέτρο του δυνατού και εφόσον τέτοιου είδους γνωστοποίηση μπορεί να διαφυλάξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ειδικών στοιχείων των δεδομένων για τα οποία δικαιολογείται η προστασία αυτή (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψεις 122 και 123). |
67 |
Επομένως, η αναθέτουσα αρχή μπορεί, μεταξύ άλλων, να γνωστοποιεί, εφόσον τούτο δεν αντιβαίνει στο εθνικό δίκαιο στο οποίο υπόκειται, υπό συνοπτική μορφή, ορισμένες πτυχές μιας υποψηφιότητας ή προσφοράς και τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η γνωστοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών. Επιπλέον, αν υποτεθεί ότι οι μη εμπιστευτικές πληροφορίες είναι επαρκείς για τη διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής του αποκλεισθέντος προσφέροντος, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει από τον οικονομικό φορέα του οποίου επελέγη η προσφορά να του προσκομίσει μη εμπιστευτικό κείμενο των εγγράφων που περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψεις 124 και 125). |
68 |
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, και το άρθρο 21, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 50, παράγραφος 4, και με το άρθρο 55, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων η οποία επιβάλλει τη δημοσιοποίηση ή την κοινοποίηση στους λοιπούς προσφέροντες όλων των πληροφοριών που διαβιβάζουν οι προσφέροντες στις αναθέτουσες αρχές, με μόνη εξαίρεση τα εμπορικά απόρρητα, καθώς και σε πρακτική των αναθετουσών αρχών να κάνουν συστηματικώς δεκτά τα αιτήματα για εμπιστευτική μεταχείριση λόγω εμπορικού απορρήτου. |
Επί του δευτέρου, του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
69 |
Το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, αφορούν, ειδικότερα, την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 1, και του άρθρου 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24. |
70 |
Στο πλαίσιο αυτό, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 59 της παρούσας απόφασης, η τελευταία αυτή διάταξη δεν θίγει, μεταξύ άλλων, το σύστημα ενημέρωσης των υποψηφίων και των προσφερόντων, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 55 της οδηγίας 2014/24. |
71 |
Πράγματι, ανεξαρτήτως του περιεχομένου του άρθρου 21, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο της 55, παράγραφος 2, επιτρέπει, μεταξύ άλλων, σε κάθε προσφέροντα που έχει υποβάλει παραδεκτή προσφορά να ζητήσει από την αναθέτουσα αρχή να του γνωστοποιήσει τους λόγους απόρριψης της προσφοράς του, τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου, υπό την επιφύλαξη, μόνον, της δυνατότητας που παρέχει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού στην αναθέτουσα αρχή να αποφασίσει να μη γνωστοποιήσει ορισμένες από τις πληροφορίες αυτές, όταν η γνωστοποίησή τους θα μπορούσε να βλάψει τα νόμιμα εμπορικά συμφέροντα ενός οικονομικού φορέα ή τις συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ οικονομικών φορέων. |
72 |
Λαμβανομένης υπόψη της λυσιτέλειας του συνόλου των διατάξεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, το άρθρο 21, παράγραφος 1, και το άρθρο 55 της οδηγίας 2014/24 έχουν την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει να παρέχει ή, αντιθέτως, να αρνείται να παράσχει σε προσφέροντα του οποίου η παραδεκτή προσφορά απορρίφθηκε πρόσβαση στα πληροφοριακά στοιχεία που υπέβαλαν οι λοιποί προσφέροντες όσον αφορά τη συναφή πείρα τους και τις σχετικές με αυτή συστάσεις, την ταυτότητα και τα προσόντα των προσώπων που προτείνονται για την εκτέλεση της σύμβασης ή των υπεργολάβων και τη μελέτη για την υλοποίηση των έργων στο πλαίσιο της σύμβασης καθώς και του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης αυτής. |
73 |
Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τη συναφή πείρα των προσφερόντων και τις συστάσεις που συνοδεύουν τις προσφορές τους προς πιστοποίηση της πείρας και των ικανοτήτων τους, γίνεται δεκτό ότι τέτοιου είδους πληροφορίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό σε εκείνες του παραρτήματος XII της οδηγίας 2014/24, στο οποίο παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 60 και 63 της οδηγίας, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμπιστευτικές στο σύνολό τους. |
74 |
Όταν ένας οικονομικός φορέας συμμετέχει σε διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης, δεν μπορεί θεμιτώς να ζητήσει να τύχουν εμπιστευτικής μεταχείρισης, εξ ολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, ο κατάλογος των συμβάσεων που του έχουν ανατεθεί ή των έργων που έχει υλοποιήσει διά των οποίων απέκτησε την πείρα που ζητείται για την επίμαχη δημόσια σύμβαση, καθώς και οι συστάσεις που αποδεικνύουν την πείρα αυτή. |
75 |
Πράγματι, δεδομένου ότι η πείρα ενός προσφέροντος δεν είναι, κατά κανόνα, απόρρητη, δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατόν να μην λαμβάνουν ανταγωνιστές του πληροφορίες σχετικά με την πείρα αυτή με το σκεπτικό ότι τίθεται είτε ζήτημα «εμπορικού απορρήτου» κατά το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους με το οποίο οριοθετείται η κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 εμπιστευτικότητα είτε ζήτημα προστασίας των «νομίμων εμπορικών συμφερόντων» ή διαφύλαξης του «θεμιτού ανταγωνισμού», κατά την έννοια του άρθρου 55, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. |
76 |
Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 66 και 67 της παρούσας απόφασης, οι προσφέροντες πρέπει, για λόγους διαφάνειας και προς διασφάλιση της τήρησης των απαιτήσεων της χρηστής διοίκησης και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, να έχουν πρόσβαση, τουλάχιστον, στο βασικό περιεχόμενο των πληροφοριών που διαβίβασε καθένας από αυτούς στην αναθέτουσα αρχή σχετικά με τη συναφή πείρα τους για την επίμαχη δημόσια σύμβαση και τις συστάσεις που μπορούν να βεβαιώσουν την πείρα αυτή. Εντούτοις, η πρόσβαση αυτή πρέπει να παρέχεται με την επιφύλαξη της συνδρομής ιδιαίτερων περιστάσεων σχετικών με ορισμένες συμβάσεις που αφορούν ευαίσθητα προϊόντα ή υπηρεσίες, οι οποίες θα μπορούσαν κατ’ εξαίρεση να δικαιολογήσουν τη μη παροχή πληροφοριών για έναν από τους λοιπούς λόγους του άρθρου 55, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24, οι οποίοι αφορούν την τήρηση απαγόρευσης ή απαίτησης εκ του νόμου ή την προστασία δημοσίου συμφέροντος. |
77 |
Όσον αφορά, εν συνεχεία, τις πληροφορίες σχετικά τόσο με τα φυσικά όσο και με τα νομικά πρόσωπα, περιλαμβανομένων των υπεργολάβων, στα οποία ο προσφέρων δηλώνει ότι μπορεί να στηριχθεί για την εκτέλεση της σύμβασης, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των στοιχείων που καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων αυτών και, αφετέρου, εκείνων που αφορούν τα επαγγελματικά προσόντα ή τις επαγγελματικές ικανότητες των εν λόγω προσώπων χωρίς να καθιστούν δυνατή τέτοια ταυτοποίηση. |
78 |
Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποφασίσει αν η γνωστοποίηση της ταυτότητας των εμπειρογνωμόνων ή των υπεργολάβων που αναλαμβάνουν μαζί με τον προσφέροντα να συμβάλουν στην εκτέλεση της σύμβασης σε περίπτωση ανάθεσής της ενέχει τον κίνδυνο να θιγεί, όσον αφορά τον προσφέροντα και τους εμπειρογνώμονες ή τους υπεργολάβους, η προστασία της εμπιστευτικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24. Προς τον σκοπό αυτόν, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να λάβει υπόψη όλες τις κρίσιμες περιστάσεις, περιλαμβανομένου του αντικειμένου της επίμαχης δημόσιας σύμβασης, καθώς και το συμφέρον του εν λόγω προσφέροντος και των εμπειρογνωμόνων ή υπεργολάβων να συμμετάσχουν σε επόμενες διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων με τις ίδιες εμπιστευτικού χαρακτήρα δεσμεύσεις που έτυχαν διαπραγμάτευσης. Δεν είναι δυνατόν να μην επιτρέπεται η γνωστοποίηση πληροφοριών που διαβιβάζονται στην αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, όταν οι πληροφορίες αυτές, μολονότι έχουν σημασία για την επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού, δεν έχουν καμία εμπορική αξία στο ευρύτερο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των οικονομικών αυτών φορέων. |
79 |
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων και καθόσον είναι πιθανόν ο προσφέρων και οι προταθέντες από αυτόν εμπειρογνώμονες ή υπεργολάβοι να δημιούργησαν συνέργεια έχουσα εμπορική αξία, δεν αποκλείεται είτε να μην πρέπει να παρασχεθεί πρόσβαση στα σχετικά με τις δεσμεύσεις αυτές ονομαστικά στοιχεία βάσει της απαγόρευσης γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 είτε να μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση αυτή βάσει του άρθρου 55, παράγραφος 3. |
80 |
Όσον αφορά τα μη ονομαστικά στοιχεία, με τα οποία δηλώνονται, χωρίς να είναι δυνατή η ατομική ταυτοποίηση, τα επαγγελματικά προσόντα ή οι επαγγελματικές ικανότητες των φυσικών ή νομικών προσώπων που δεσμεύονται για την εκτέλεση της σύμβασης, το μέγεθος και η μορφή της ομάδας ανθρωπίνου δυναμικού που συγκροτήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, ή ακόμη το τμήμα της εκτέλεσης της σύμβασης που ο προσφέρων προτίθεται να αναθέσει σε υπεργολάβους, γίνεται δεκτό, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των στοιχείων αυτών για την ανάθεση της σύμβασης, ότι η αρχή της διαφάνειας και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής επιβάλλουν να είναι προσβάσιμο σε όλους τους προσφεύγοντες το βασικό τουλάχιστον περιεχόμενο των στοιχείων αυτών. |
81 |
Όσον αφορά, τέλος, τη μελέτη των σχεδίων των οποίων η υλοποίηση προβλέπεται στο πλαίσιο της δημόσιας σύμβασης και την περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης, εναπόκειται στην αναθέτουσα αρχή να εξετάσει αν συνιστούν στοιχεία ή περιέχουν στοιχεία δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο προστασίας βάσει δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως βάσει του δικαιώματος του δημιουργού, και, ως εκ τούτου, αν συνιστούν λόγο άρνησης της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 55, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/24, σχετικά με την εφαρμογή των νόμων. |
82 |
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η μελέτη και η περιγραφή, ή μέρος αυτών, θεωρείται ότι συνιστούν έργα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού, όπερ σημαίνει ότι θεωρούνται πρωτότυπα, υπό την έννοια ότι αποτελούν προσωπικά πνευματικά δημιουργήματα του δημιουργού τους τα οποία αντανακλούν την προσωπικότητά του (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Funke Medien NRW, C‑469/17, EU:C:2019:623, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η προστασία αυτή επιφυλάσσεται στα στοιχεία τα οποία αποτελούν την έκφραση μιας τέτοιας δημιουργίας και δεν εκτείνεται στις ιδέες, τις διαδικασίες, τις μεθόδους λειτουργίας ή τις μαθηματικές έννοιες αυτές καθεαυτές (πρβλ. απόφαση της13ης Νοεμβρίου 2018, Levola Hengelo, C‑310/17, EU:C:2018:899, σκέψεις 37 και 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η εν λόγω προστασία δεν αφορά αυτές καθεαυτές τις τεχνικές ή μεθοδολογικές λύσεις που μπορούν να περιλαμβάνουν τα έργα αυτά. |
83 |
Επιπλέον, και ανεξαρτήτως του ζητήματος αν συνιστούν ή περιέχουν στοιχεία προστατευόμενα από δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, η μελέτη των έργων των οποίων η εκτέλεση προβλέπεται στο πλαίσιο της δημόσιας σύμβασης και η περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης των σχετικών εργασιών ή υπηρεσιών μπορούν, ενδεχομένως, να έχουν εμπορική αξία η οποία θα θιγόταν αδικαιολόγητα αν η μελέτη και η περιγραφή αυτή γνωστοποιούνταν ως είχαν. Η δημοσιοποίησή τους μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, ιδίως διά του περιορισμού της ικανότητας του οικείου οικονομικού φορέα να διακριθεί χρησιμοποιώντας την ίδια μελέτη και την ίδια περιγραφή στο πλαίσιο μελλοντικών διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων. |
84 |
Επομένως, είναι δυνατό η πλήρης πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τη μελέτη των έργων των οποίων η υλοποίηση προβλέπεται στο πλαίσιο της δημόσιας σύμβασης και με την περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης είτε να πρέπει να αποκλειστεί με βάση την απαγόρευση αποκάλυψης που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24 είτε να μπορεί να αποκλειστεί με βάση το άρθρο 55, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, θα ήταν υπερβολικά δυσχερές, αν όχι αδύνατο, για τους λοιπούς προσφέροντες να ασκήσουν το δικαίωμά τους αποτελεσματικής προσφυγής κατά των αποφάσεων της αναθέτουσας αρχής που αφορούν την αξιολόγηση των προσφορών, χωρίς να διαθέτουν καμία πληροφορία σχετικά με τη μελέτη ή τον τρόπο εκτέλεσης της σύμβασης. Κατά συνέπεια, πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στο βασικό περιεχόμενο του εν λόγω τμήματος των προσφορών σύμφωνα με τις υπομνησθείσες στις σκέψεις 66 και 67 της παρούσας απόφασης αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. |
85 |
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, στο δεύτερο, στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, το άρθρο 21, παράγραφος 1, και το άρθρο 55 της οδηγίας 2014/24 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να κρίνει αν θα παράσχει σε προσφέροντα του οποίου η παραδεκτή προσφορά απορρίφθηκε πρόσβαση στις πληροφορίες που υπέβαλαν οι λοιποί προσφέροντες όσον αφορά τη συναφή πείρα τους και τις σχετικές με αυτή συστάσεις, την ταυτότητα και τα επαγγελματικά προσόντα των προτεινόμενων προσώπων για την εκτέλεση της σύμβασης ή των υπεργολάβων, καθώς και τη μελέτη των έργων η υλοποίηση των οποίων προβλέπεται στο πλαίσιο της σύμβασης και τον τρόπο εκτέλεσής της, οφείλει να εκτιμήσει αν οι πληροφορίες αυτές έχουν εμπορική αξία μη περιοριζόμενη στην οικεία δημόσια σύμβαση, με συνέπεια η γνωστοποίησή τους να είναι ικανή να θίξει νόμιμα εμπορικά συμφέροντα ή τον θεμιτό ανταγωνισμό. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, εξάλλου, να μην παράσχει πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές όταν, ακόμη και αν οι πληροφορίες δεν έχουν τέτοια εμπορική αξία, η γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών θα εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων ή θα ήταν αντίθετη προς δημόσιο συμφέρον. Όταν δεν επιτρέπεται η παροχή πλήρους πρόσβασης στις πληροφορίες, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να παρέχει στον εν λόγω προσφέροντα πρόσβαση στο βασικό περιεχόμενό τους κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής. |
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
86 |
Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στηρίζεται στην πραγματική παραδοχή ότι, στο κράτος μέλος του αιτούντος δικαστηρίου, οι αναθέτουσες αρχές κάνουν συστηματικώς δεκτά τα αιτήματα των προσφερόντων περί εμπιστευτικής μεταχείρισης των περιλαμβανόμενων στις προσφορές πληροφοριακών στοιχείων τα οποία είναι καθοριστικής σημασίας με γνώμονα τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης τα οποία επέλεξε η αναθέτουσα αρχή. Τούτο συνεπάγεται ότι κανένας από τους προσφέροντες δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει γνώμη ως προς την ποιότητα των προσφορών των ανταγωνιστών του. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφέροντες αδυνατούν να γνωρίζουν αν η ανάθεση της σύμβασης στηρίζεται σε αντικειμενική ή αυθαίρετη σύγκριση. |
87 |
Πάντως, χωρίς να απόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, να εξετάσει αν η παραδοχή αυτή αντιστοιχεί πράγματι σε πρακτική των αναθετουσών αρχών στο εν λόγω κράτος μέλος, επισημαίνεται ότι από τις σκέψεις 71 έως 85 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι τα περιλαμβανόμενα στις προσφορές πληροφοριακά στοιχεία τα οποία είναι κρίσιμα για την αξιολόγηση των προσφορών και την ανάθεση της σύμβασης βάσει των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και στη συγγραφή υποχρεώσεων δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται συστηματικά και στο σύνολό τους ως εμπιστευτικά. Επομένως, πρακτική όπως η περιγραφόμενη στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα προσκρούει στην πραγματική βάση της οδηγίας 2014/24. Κατά συνέπεια, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο αφορά τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν όταν ακολουθείται τέτοια πρακτική εμπιστευτικής μεταχείρισης. |
Επί του έκτου προδικαστικού ερωτήματος
88 |
Με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 67, παράγραφος 4, αυτής, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να συγκαταλέγονται στα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης η «μελέτη της υλοποίησης των έργων» που προβλέπεται να υλοποιηθούν στο πλαίσιο της επίμαχης δημόσιας σύμβασης και η «περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης» της σύμβασης αυτής. |
89 |
Οι ως άνω διατάξεις της οδηγίας 2014/24 επιβάλλουν την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες καθιστούν δυνατή τη διασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού. |
90 |
Εξάλλου, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 90 της οδηγίας αυτής, οι δημόσιες συμβάσεις πρέπει να ανατίθενται σύμφωνα με κριτήρια που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις αρχές αυτές, με σκοπό να διασφαλίζεται αντικειμενική σύγκριση της σχετικής αξίας των προσφορών, ώστε να προσδιορίζεται ποια προσφορά, με βάση την καλύτερη σχέση ποιότητας/τιμής, είναι η πιο συμφέρουσα από οικονομική άποψη. Προς τούτο, οι αναθέτουσες αρχές είναι ελεύθερες να καθορίζουν τα κατάλληλα ποιοτικά πρότυπα, με τη θέσπιση τεχνικών προδιαγραφών ή όρων εκτέλεσης της σύμβασης. Ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση, η αιτιολογική σκέψη 92 της εν λόγω οδηγίας αναφέρει ότι τα οικονομικά και ποιοτικά κριτήρια που καθορίζει η αναθέτουσα αρχή πρέπει να καθιστούν δυνατή τη συγκριτική αξιολόγηση του επιπέδου απόδοσης που προσφέρει κάθε προσφέρων. |
91 |
Επομένως, τα κριτήρια ανάθεσης δεν παρέχουν στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Montte, C‑546/16, EU:C:2018:752, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, όπως προκύπτει από το άρθρο 67, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/24, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να συνοδεύονται από προδιαγραφές που επιτρέπουν την αποτελεσματική επαλήθευση των πληροφοριών που παρέχονται από τους προσφέροντες, ώστε να αξιολογείται ο βαθμός συμμόρφωσής τους προς αυτά. |
92 |
Κατά συνέπεια, όταν, όπως εν προκειμένω, η αναθέτουσα αρχή καθορίζει κριτήρια ανάθεσης για την αξιολόγηση του επιπέδου της ποιότητας των προσφορών, τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν απλώς και μόνον να παραπέμπουν στη μελέτη των έργων των οποίων η υλοποίηση προβλέπεται στο πλαίσιο της επίμαχης σύμβασης ή στον περιγραφόμενο από τον προσφέροντα τρόπο εκτέλεσης της σύμβασης, αλλά πρέπει να συνοδεύονται από διευκρινίσεις που καθιστούν δυνατή μια αρκούντως συγκεκριμένη συγκριτική αξιολόγηση του προσφερόμενου επιπέδου παροχής υπηρεσιών. Σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία τα σχετικά με την ποιότητα κριτήρια αντιστοιχούν, συνολικά, στο 60 % των μονάδων που μπορούν να απονεμηθούν για τη βαθμολόγηση της προσφοράς, πρέπει, κατά μείζονα λόγο, τα κριτήρια αυτά να εκτίθενται με ακρίβεια, ώστε να διασφαλισθεί αντικειμενική σύγκριση και να αποκλεισθεί ο κίνδυνος αυθαίρετης μεταχείρισης. |
93 |
Τέτοιες διευκρινίσεις μπορούν, ειδικότερα, να παρέχονται μέσω του καθορισμού επιμέρους κριτηρίων. |
94 |
Όταν η παροχή υπηρεσιών που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης αφορά, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, υπηρεσία υλοποίησης έργων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η κατάρτιση και η επαγγελματική πείρα των μελών της ομάδας που προτείνεται για την εκτέλεση της οικείας σύμβασης (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, Ambisig, C‑601/13, EU:C:2015:204, σκέψεις 31 έως 34). |
95 |
Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τα επιμέρους κριτήρια σχετικά με τη «μελέτη της υλοποίησης των έργων» και την «περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης της σύμβασης» ήταν αρκούντως σαφή ώστε να παράσχουν στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να αξιολογήσει κατά τρόπο συγκεκριμένο και αντικειμενικό τις υποβληθείσες προσφορές. |
96 |
Κατόπιν των ανωτέρω, στο έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 67, παράγραφος 4, αυτής, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει να συγκαταλέγονται στα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης η «μελέτη υλοποίησης των έργων» που προβλέπεται να εκτελεστούν στο πλαίσιο της επίμαχης δημόσιας σύμβασης και η «περιγραφή του τρόπου εκτέλεσης» της σύμβασης αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι τα κριτήρια αυτά συνοδεύονται από διευκρινίσεις που παρέχουν στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να αξιολογήσει κατά τρόπο συγκεκριμένο και αντικειμενικό τις υποβληθείσες προσφορές. |
Επί του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος
97 |
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της διαφοράς της κύριας δίκης που συνοψίζονται στις σκέψεις 25 έως 27 της παρούσας απόφασης, η Αntea άσκησε προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης ανάθεσης της δημόσιας σύμβασης για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε πρόσβαση, μετά την έκδοση της απόφασης αυτής, στις πληροφορίες που είχαν διαβιβάσει στην αναθέτουσα αρχή οι ανταγωνιστές της, του αναδόχου συμπεριλαμβανομένου. |
98 |
Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 89/665 έχει την έννοια ότι σε περίπτωση που διαπιστωθεί, κατά την εξέταση προσφυγής ασκηθείσας κατά απόφασης ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, ότι η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα πληροφορίες οι οποίες κακώς θεωρήθηκαν εμπιστευτικές, η αναθέτουσα αρχή οφείλει κατόπιν της διαπίστωσης αυτής να εκδώσει νέα απόφαση ανάθεσης της σύμβασης, προκειμένου να παρασχεθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα να ασκήσει νέα προσφυγή. |
99 |
Από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665 προκύπτει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνει η αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης σύμβασης που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης πρέπει να μπορούν να προσβληθούν με αποτελεσματικές και όσο το δυνατόν ταχύτερες διαδικασίες προσφυγής, δεδομένου ότι οι εν λόγω διαδικασίες καθιστούν δυνατή την αμφισβήτηση της συμβατότητας των αποφάσεων αυτών με το δίκαιο της Ένωσης ή με τους εθνικούς κανόνες μεταφοράς του στο εθνικό δίκαιο. Το εν λόγω άρθρο 1 διευκρινίζει, εξάλλου, στην παράγραφο 3, ότι οι διαδικασίες αυτές πρέπει να μπορούν να κινηθούν τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση. |
100 |
Το εν λόγω άρθρο 1 αποσκοπεί, επομένως, στην προστασία των οικονομικών φορέων από αυθαίρετες εκτιμήσεις της αναθέτουσας αρχής, εξασφαλίζοντας την ύπαρξη, σε όλα τα κράτη μέλη, μέσων προσφυγής που διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων, ιδίως σε στάδιο κατά το οποίο οι παραβάσεις μπορούν ακόμη να διορθωθούν. Επομένως, η οδηγία 89/665 αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψεις 127 και 128). |
101 |
Για τον σεβασμό του εν λόγω δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ενδίκου βοηθήματος το οποίο αφορά διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης οφείλει να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να παράσχει στον προσφέροντα του οποίου η προσφορά δεν επελέγη επαρκείς πληροφορίες για τη διασφάλιση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής και, αφετέρου, το δικαίωμα άλλων οικονομικών φορέων για την προστασία της εμπιστευτικότητας, αν ορθώς έκρινε η αναθέτουσα αρχή ότι οι πληροφορίες τις οποίες αρνήθηκε να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα ήταν εμπιστευτικές. Προς τούτο, το δικαστήριο αυτό πρέπει να προβεί σε πλήρη εξέταση του συνόλου των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων. Επίσης πρέπει, κατ’ ανάγκην, να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθεί μετά λόγου γνώσεως, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που έτυχαν εμπιστευτικής μεταχείρισης (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψεις 129 και 130). |
102 |
Όταν, κατόπιν της εξακρίβωσης αυτής, το εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι κακώς χαρακτηρίστηκαν ορισμένες πληροφορίες ως εμπιστευτικές, το δικαστήριο αυτό πρέπει να είναι σε θέση να ακυρώσει την απόφαση της αναθέτουσας αρχής περί άρνησης γνωστοποίησης των πληροφοριών αυτών καθώς και, ενδεχομένως, την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή κατά της άρνησης αυτής. Επιπλέον, εάν το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει το ίδιο νέα απόφαση επί του ζητήματος (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψη 136). |
103 |
Όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η μη γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών επί της νομιμότητας της διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης και, ως εκ τούτου, επί της απόφασης για την ανάθεση της σύμβασης, οι διατάξεις της οδηγίας 89/665 δεν προβλέπουν τρόπο καθορισμού των συγκεκριμένων δικονομικών κανόνων βάσει των οποίων το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τις συνέπειες αυτές. Επομένως, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να καθορίσει τους κανόνες αυτούς, οι οποίοι, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, πρέπει να επιτρέπουν σε κάθε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από εικαζόμενη παράβαση να αμφισβητεί αποτελεσματικά και ταχέως τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, Klaipėdos regiono atliekų tvarkymo centras, C‑927/19, EU:C:2021:700, σκέψη 136). |
104 |
Επομένως, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης ανάθεσης της σύμβασης για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία κακώς χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικά, εναπόκειται στο επιληφθέν δικαστήριο να εξετάσει αν τα στοιχεία αυτά έπρεπε πράγματι να γνωστοποιηθούν και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να εκτιμήσει αν η μη γνωστοποίησή τους στέρησε από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματική προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης ανάθεσης. |
105 |
Εν συνεχεία, στο δικαστήριο αυτό εναπόκειται να διασφαλίσει την άρση κάθε προσβολής του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που τυχόν διαπιστώθηκε. |
106 |
Στο πλαίσιο αυτό, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία ο σκοπός του άρθρου 1 της οδηγίας 89/655, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της ύπαρξης αποτελεσματικών προσφυγών κατά των παραβάσεων των διατάξεων που διέπουν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν η προθεσμία που τάσσεται για την άσκηση προσφυγής κατά της επίμαχης απόφασης αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία και μόνον κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση ή όφειλε να έχει λάβει γνώση της προβαλλόμενης παράβασης των εν λόγω διατάξεων [αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2010, Uniplex (UK), C‑406/08, EU:C:2010:45, σκέψη 32, και της 8ης Μαΐου 2014, Idrodinamica Spurgo Velox κ.λπ., C‑161/13, EU:C:2014:307, σκέψη 37, καθώς και διάταξη της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Cooperativa Animazione Valdocco, C‑54/18, EU:C:2019:118, σκέψη 45]. |
107 |
Κατά συνέπεια, στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικονομικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης ανάθεσης δημόσιας σύμβασης να λάβει, κατά τη διάρκεια της δίκης, μέτρα για την αποκατάσταση του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, το δικαστήριο αυτό οφείλει, όταν αποδεικνύεται προσβολή του δικαιώματος αυτού λόγω της μη γνωστοποίησης πληροφοριακών στοιχείων, είτε να ακυρώσει την απόφαση ανάθεσης είτε να κρίνει ότι ο προσφεύγων μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή κατά της ήδη ληφθείσας απόφασης ανάθεσης, εφόσον η προθεσμία αυτή έχει ως αφετηρία το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο προσφεύγων απέκτησε πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριακών στοιχείων που κακώς χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικά. |
108 |
Ως εκ τούτου, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 89/665 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που, κατά την εξέταση προσφυγής κατά απόφασης ανάθεσης δημόσιας σύμβασης, διαπιστωθεί ότι η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα πληροφορίες οι οποίες κακώς θεωρήθηκαν εμπιστευτικές και ότι η μη γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών συνιστά προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής, η αναθέτουσα αρχή δεν οφείλει κατ’ ανάγκην, κατόπιν της διαπίστωσης αυτής, να εκδώσει νέα απόφαση ανάθεσης της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο δύναται να λάβει μέτρα κατά τη διάρκεια της δίκης για την αποκατάσταση του σεβασμού του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής ή δύναται να κρίνει ότι ο προσφεύγων μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή κατά της ήδη ληφθείσας απόφασης ανάθεσης. Η προθεσμία για την άσκηση τέτοιας προσφυγής πρέπει να αρχίζει να τρέχει μόνον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο προσφεύγων απέκτησε πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών που κακώς χαρακτηρίστηκαν ως εμπιστευτικές. |
Επί των δικαστικών εξόδων
109 |
Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: |
|
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.