Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CJ0033

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 19ης Μαΐου 2022.
    Istituto nazionale per l'assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL) και Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS) κατά Ryanair DAC.
    Αίτηση του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περιπτώσεις i και ii – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 11, παράγραφος 5 – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ – Έννοια της “έδρας βάσης” – Ιπτάμενο προσωπικό – Εργαζόμενοι που ασκούν την έμμισθη δραστηριότητά τους στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών – Κριτήρια σύνδεσης.
    Υπόθεση C-33/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:402

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 19ης Μαΐου 2022 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Διακινούμενοι εργαζόμενοι – Κοινωνική ασφάλιση – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περιπτώσεις i και ii – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 11, παράγραφος 5 – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ – Έννοια της “έδρας βάσης” – Ιπτάμενο προσωπικό – Εργαζόμενοι που ασκούν την έμμισθη δραστηριότητά τους στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών – Κριτήρια σύνδεσης»

    Στην υπόθεση C‑33/21,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

    Istituto nazionale per l’assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL),

    Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS)

    κατά

    Ryanair DAC,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    το Istituto nazionale per l’assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL), εκπροσωπούμενο από την L. Frasconà και τον G. Catalano, avvocati,

    το Istituto nazionale della previdenza sociale (INPS), εκπροσωπούμενο από τους A. Sgroi, L. Maritato, E. De Rose και την C. D’Aloisio, avvocati,

    η Ryanair DAC, εκπροσωπούμενη από τoυς S. Piras, avvocato, E. Vahida, avocat, S. Rating, abogado και Rechtsanwalt, Ι. Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόρο, καθώς και από την S. Bargellini, avvocata,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Rocchitta, avvocato dello Stato,

    η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από την M. Browne, επικουρούμενη από την E. Egan McGrath, Barrister-at-Law, καθώς και από την J. Quaney και τον Τ. Joyce,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και την D. Recchia,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 2004, L 100, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, του Istituto nazionale per l’assicurazione contro gli infortuni sul lavoro (INAIL) (Εθνικού Ιδρύματος Ασφαλίσεως κατά των εργατικών ατυχημάτων, Ιταλία) και του Instituto nazionale della previdenza sociale (INPS) (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, Ιταλία) και, αφετέρου, της Ryanair DAC, εδρεύουσας στην Ιρλανδία, όσον αφορά την άρνηση της τελευταίας να συνάψει σύμβαση ασφάλισης με τα εν λόγω ιδρύματα για το μετακινούμενο προσωπικό της εταιρίας που απασχολείται στον αερολιμένα Orio al Serio (Μπέργκαμο, Ιταλία).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Ο κανονισμός 1408/71

    3

    Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 1ης Μαΐου 2010. Δεδομένου ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν τη μη καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2006 και Φεβρουαρίου 2010 και ασφαλίστρων για το διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2008 και Ιανουαρίου 2013, ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71. Ο κανονισμός αυτός περιελάμβανε τον τίτλο II, επιγραφόμενο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», στον οποίο περιλαμβάνονταν τα άρθρα του 13 έως 17.

    4

    Το άρθρο 13 του ως άνω κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Γενικοί κανόνες», προέβλεπε τα εξής:

    «1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

    2.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

    α)

    το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

    […]».

    5

    Κατά το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς»:

    «Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, [στοιχείο] α), ισχύει, με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

    […]

    2)

    Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσότερων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία η οποία προσδιορίζεται ως εξής:

    α)

    το πρόσωπο που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί, για λογαριασμό δικό της ή τρίτων διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, έχει δε την έδρα στο έδαφος κράτους μέλους, υπόκειται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους. Πάντως:

    i)

    το πρόσωπο που απασχολείται σε υποκαταστήματα ή μόνιμη αντιπροσωπεία που διατηρεί η επιχείρηση αυτή στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα της, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το υποκατάστημα αυτό ή η μόνιμη αντιπροσωπεία·

    ii)

    το πρόσωπο, που απασχολείται κυρίως στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν η επιχείρηση η οποία τον απασχολεί δεν έχει ούτε έδρα, ούτε υποκατάστημα, ούτε μόνιμη αντιπροσωπεία στο έδαφος αυτό».

    6

    Το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, το οποίο έφερε τον τίτλο «Εξαιρέσεις των άρθρων 13 έως 16», είχε ως εξής:

    «Δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές αυτών των δύο κρατών ή οι οργανισμοί που ορίζονται από αυτές τις αρχές μπορούν να προβλέπουν με κοινή συμφωνία, προς το συμφέρον ορισμένων κατηγοριών ατόμων ή ορισμένων ατόμων, εξαιρέσεις από τις διατάξεις των άρθρων 13 έως 16.»

    7

    Περιλαμβανόμενο στον τιτλοφορούμενο «Διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων» τίτλο IV του κανονισμού 1408/71, το άρθρο του 80, υπό τον τίτλο «Σύνθεση και λειτουργία», όριζε στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

    «Η διοικητική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων, καλουμένη στο εξής “διοικητική επιτροπή”, η οποία υπάγεται στην [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή αποτελείται από έναν κυβερνητικό αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, ο οποίος επικουρείται, εφόσον είναι ανάγκη, από τεχνικούς συμβούλους. Ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής μετέχει με συμβουλευτική ψήφο στις συνεδριάσεις της διοικητικής επιτροπής.»

    8

    Περιλαμβανόμενο στον τιτλοφορούμενο «Διάφορες διατάξεις» τίτλο VI του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 84α αυτού, υπό τον τίτλο «Σχέσεις μεταξύ των φορέων και των προσώπων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό», όριζε στην παράγραφο 3 τα εξής:

    «Σε περίπτωση δυσκολιών ερμηνείας ή εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, που ενδέχεται να διακυβεύσουν τα δικαιώματα προσώπου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, ο φορέας του αρμόδιου κράτους ή του κράτους κατοικίας του ενδιαφερομένου έρχεται σε επαφή με τον φορέα ή τους φορείς του άλλου κράτους μέλους ή των άλλων κρατών μελών. Εφόσον η εύρεση λύσεως δεν είναι δυνατή εντός εύλογης προθεσμίας, οι ενδιαφερόμενες αρχές μπορούν να ζητήσουν την παρέμβαση της διοικητικής επιτροπής.»

    Ο κανονισμός 883/2004

    9

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), κατήργησε και αντικατέστησε, από την ημερομηνία εφαρμογής του, ήτοι από 1ης Μαΐου 2010, τον κανονισμό 1408/71. Πριν από την ημερομηνία αυτή, ο κανονισμός 883/2004 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 43) (στο εξής: κανονισμός 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2009). Ο κανονισμός 883/2004 τροποποιήθηκε επίσης με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 28 Ιουνίου 2012. Ο κανονισμός 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, είναι εφαρμοστέος στην υπό κρίση υπόθεση, στο μέτρο που αυτή αφορά την άρνηση καταβολής ασφαλίστρων για την περίοδο μεταξύ 25 Ιανουαρίου 2008 και 25 Ιανουαρίου 2013.

    10

    Η αιτιολογική σκέψη 18β του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012, έχει ως εξής:

    «Στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για την εναρμόνιση τεχνικών κανόνων και διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής αεροπορίας [(ΕΕ 1991, L 373, σ. 4)], ορίζεται η έννοια της “έδρας βάσης” για τα μέλη προσωπικού πτήσης και τα μέλη πληρώματος θαλάμου επιβατών ως τόπος καθοριζόμενος για το μέλος του πληρώματος από τον αερομεταφορέα από τον οποίο το μέλος του πληρώματος συνήθως ξεκινά και στον οποίο συνήθως καταλήγει μετά από μια περίοδο υπηρεσίας ή από διαδοχικές περιόδους υπηρεσίας και στον οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, ο αερομεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για την παροχή καταλύματος στο συγκεκριμένο μέλος πληρώματος. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του τίτλου II του παρόντος κανονισμού στα μέλη προσωπικού πτήσης και τα μέλη πληρώματος θαλάμου επιβατών, είναι θεμιτό να χρησιμοποιηθεί η έννοια της “έδρας βάσης” ως το κριτήριο για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας [για] τα μέλη προσωπικού πτήσης και τα μέλη πληρώματος θαλάμου επιβατών. Ωστόσο, η εφαρμοστέα νομοθεσία για τα μέλη προσωπικού πτήσης και τα μέλη πληρώματος θαλάμου επιβατών θα πρέπει να παραμείνει σταθερή και η αρχή της “έδρας βάσης” δεν θα πρέπει να οδηγεί σε συχνές αλλαγές της εφαρμοστέας νομοθεσίας λόγω προτύπων της εργασίας ή εποχιακών αναγκών.»

    11

    Ο τίτλος II του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας» και περιλαμβάνει τα άρθρα 11 έως 16. Ο τίτλος αυτός επαναλαμβάνει τις διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 1408/71.

    12

    Το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2009, περιλαμβάνει τέσσερις παραγράφους, εκ των οποίων η πρώτη και η τρίτη ορίζουν τα εξής:

    «1.   Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

    […]

    3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

    α)

    το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

    […]».

    13

    Ο κανονισμός 465/2012 προσέθεσε στο άρθρο 11 μια παράγραφο 5, η οποία προβλέπει ότι «[δ]ραστηριότητα μέλους προσωπικού πτήσης ή μέλους πληρώματος θαλάμου επιβατών που εκτελεί υπηρεσίες αερομεταφοράς επιβατών ή φορτίου θεωρείται [ως] δραστηριότητα που ασκείται στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η έδρα βάσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα III του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3922/91».

    14

    Υπό τον τίτλο «Άσκηση δραστηριοτήτων σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη», το άρθρο 13 του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, προβλέπει, κατ’ ουσίαν, στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, ότι το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας εφόσον ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος. Το εν λόγω άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, προβλέπει ότι το ως άνω πρόσωπο, εφόσον δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας, υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη.

    15

    Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, επαναλαμβάνει, με πανομοιότυπη διατύπωση, το γράμμα του άρθρου 17 του κανονισμού 1408/71.

    16

    Το άρθρο 71 και το άρθρο 76, παράγραφος 6, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 80 και στο άρθρο 84α, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71.

    17

    Το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, έχει ως εξής:

    «Εάν, ως συνέπεια του παρόντος κανονισμού, ένα πρόσωπο υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους άλλου από το καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, η εν λόγω νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει ενόσω η σχετική κατάσταση παραμένει αμετάβλητη, και εν πάση περιπτώσει για μέγιστη περίοδο 10 ετών από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος υποβάλει αίτηση να υπαχθεί στην εφαρμοζόμενη νομοθεσία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Η αίτηση υποβάλλεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους, του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εάν το εν λόγω πρόσωπο πρόκειται να υπαχθεί στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Εάν η αίτηση υποβληθεί κατόπιν παρέλευσης της προθεσμίας αυτής, η εν λόγω μεταβολή εφαρμοστέας νομοθεσίας επέρχεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα.»

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72

    18

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005 (ΕΕ 2005, L 117, σ. 1), περιελάμβανε το άρθρο 12α, το οποίο έφερε τον τίτλο «Κανόνες εφαρμοστέοι σε πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 14, [σημεία] 2 και 3, στο άρθρο 14α, [σημεία] 2 έως 4 και στο άρθρο 14γ του κανονισμού [1408/71], τα οποία ασκούν κανονικά μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών», το οποίο προέβλεπε στην παράγραφο 1α τα εξής:

    «Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 14, [σημείο] 2, στοιχείο α), του κανονισμού [1408/71], το μέλος του προσωπικού επιχείρησης διεθνών μεταφορών το οποίο ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται είτε η έδρα ή ο τόπος άσκησης της δραστηριότητας της επιχείρησης ή το υποκατάστημα ή η μόνιμη αντιπροσωπεία που τον απασχολεί είτε ο τόπος στον οποίο κατοικεί και απασχολείται κατά κύριο λόγο, ο φορέας που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αυτού χορηγεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνεται ότι υπάγεται στη νομοθεσία του.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009

    19

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), κατήργησε και αντικατέστησε, με ισχύ από 1ης Μαΐου 2010, τον κανονισμό 574/72, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό 118/97 και όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 647/2005.

    20

    Το άρθρο 5 του κανονισμού 987/2009 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα έγγραφα που εκδίδονται από το φορέα κράτους μέλους και τα οποία βεβαιώνουν την κατάσταση ενός προσώπου για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής, καθώς και τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων εκδόθηκαν τα έγγραφα, ισχύουν υποχρεωτικά για τους φορείς των άλλων κρατών μελών, εφόσον τα εν λόγω έγγραφα ή δικαιολογητικά δεν ανακαλούνται ή δεν κηρύσσονται άκυρα από το κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκαν.

    2.   Σε περίπτωση αμφιβολίας περί την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων θεμελιώνονται τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτό, ο φορέας του κράτους μέλους που λαμβάνει το έγγραφο απευθύνεται στο φορέα που το εξέδωσε για να του ζητήσει τις αναγκαίες διευκρινίσεις και, ανάλογα με την περίπτωση, την ανάκληση του εν λόγω εγγράφου. Ο εκδίδων φορέας επανεξετάζει τους λόγους έκδοσης του εγγράφου και, ανάλογα με την περίπτωση, το ανακαλεί.

    3.   Σύμφωνα με την παράγραφο 2, όταν υπάρχει αμφιβολία για τις πληροφορίες που έχουν παράσχει οι ενδιαφερόμενοι, την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή αποδεικτικού στοιχείου ή την ακρίβεια των γεγονότων επί των οποίων βασίζονται [τα στοιχεία] που περιέχει, ο φορέας του τόπου διαμονής ή κατοικίας, κατ’ αίτηση του αρμόδιου φορέα, προβαίνει στην αναγκαία επαλήθευση αυτών των πληροφοριών ή εγγράφων, εφόσον είναι δυνατή η διενέργειά της.

    4.   Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των σχετικών φορέων, το θέμα μπορεί να τεθεί ενώπιον της διοικητικής επιτροπής από τις αρμόδιες αρχές, αφού παρέλθει ένας μήνας από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του φορέα που έλαβε το έγγραφο. Η διοικητική επιτροπή επιχειρεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος.»

    21

    Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού αυτού:

    «Για την εφαρμογή του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], ως “ουσιώδες μέρος μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας” που ασκείται σε κράτος μέλος, νοείται ότι ασκείται εκεί ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων.

    Για να καθορισθεί εάν ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας ασκείται σε ένα κράτος μέλος, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα ενδεικτικά κριτήρια:

    α)

    σε περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας ή/και η αμοιβή και

    β)

    σε περίπτωση μη μισθωτής δραστηριότητας, ο κύκλος εργασιών, ο χρόνος εργασίας, ο αριθμός των παρεχόμενων υπηρεσιών ή/και το εισόδημα.

    Στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, λιγότερο από το 25 % των προαναφερόμενων κριτηρίων αποτελούν δείκτη ότι σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων δεν ασκείται στο σχετικό κράτος μέλος.»

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001

    22

    Το τμήμα 5 του κεφαλαίου II του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1), το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 18 έως 21 του κανονισμού, θεσπίζει τους κανόνες που αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία στις διαφορές με αντικείμενο ατομικές συμβάσεις εργασίας.

    23

    Το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

    «Ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 5 σημείο 5.»

    24

    Το άρθρο 19 του ίδιου κανονισμού προβλέπει τα εξής:

    «Εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί:

    1)

    ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του ή·

    2)

    σε άλλο κράτος μέλος:

    α)

    ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του ή των δικαστηρίων του τελευταίου τόπου όπου συνήθως εκτελούσε την εργασία του ή·

    β)

    αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ενώπιον των δικαστηρίων στην περιφέρεια [των οποίων] είναι ή ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε.»

    Η ιταλική νομοθεσία

    25

    To regio decreto legge, n. 1827 convertito con modificazioni dalla L. 6 aprile 1936, n. 1155 – Perfezionamento e coordinamento legislativo della previdenza sociale (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1827, το οποίο κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 1155 της 6ης Απριλίου 1936, περί της νομοθετικής βελτίωσης και του συντονισμού της κοινωνικής ασφάλισης), της 4ης Οκτωβρίου 1935 (Gazzetta Ufficiale del Regno d’Italia αριθ. 147, της 26ης Ιουνίου 1936), προβλέπει, στο άρθρο 37, ότι η ασφάλιση αναπηρίας και γήρατος, η ασφάλιση φυματίωσης και η ασφάλιση ακούσιας ανεργίας, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει το εν λόγω διάταγμα, είναι υποχρεωτικές για τα άτομα και των δύο φύλων οποιασδήποτε εθνικότητας τα οποία έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος και δεν έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους και τα οποία παρέχουν αμειβόμενη εξαρτημένη εργασία.

    26

    Το Decreto del Presidente della Repubblica, n. 1124 – Testo unico delle disposizioni per l’assicurazione obbligatoria contro gli infortuni sul lavoro e le malattie professionali (προεδρικό διάταγμα 1124 περί της κωδικοποιήσεως σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων για την υποχρεωτική ασφάλιση κατά εργατικών ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων), της 30ής Ιουνίου 1965 (GURI αριθ. 257, της 13ης Οκτωβρίου 1965), ορίζει, στο άρθρο 4, ότι περιλαμβάνονται στην ασφάλιση όσοι, μόνιμα ή προσωρινά, παρέχουν ως μισθωτοί και υπό τις οδηγίες άλλου προσώπου αμειβόμενη χειρωνακτική εργασία ανεξάρτητα από τον τρόπο αμοιβής τους ή όσοι, υπό αυτές τις συνθήκες, χωρίς να συμμετέχουν στην εργασία, επιβλέπουν την εργασία άλλων.

    Οι διαφορές της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    27

    Κατόπιν επιθεωρήσεως, το INPS έκρινε ότι οι 219 εργαζόμενοι της Ryanair οι οποίοι απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio στο Μπέργκαμο ασκούσαν μισθωτή δραστηριότητα στην ιταλική επικράτεια και έπρεπε, κατ’ εφαρμογήν της ιταλικής νομοθεσίας και του άρθρου 13 του κανονισμού 1408/71, να είναι ασφαλισμένοι στο INPS για την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2006 και Φεβρουαρίου 2010.

    28

    Το INAIL έκρινε επίσης ότι, δυνάμει του ιταλικού δικαίου, οι ίδιοι εργαζόμενοι έπρεπε, για την περίοδο από 25 Ιανουαρίου 2008 έως 25 Ιανουαρίου 2013, να είναι ασφαλισμένοι στο INAIL για τους κινδύνους που συνδέονται με τη μη εναέρια εργασία, δεδομένου ότι, κατά το Ίδρυμα αυτό, απασχολούνταν στην έδρα βάσης της Ryanair που βρισκόταν στον αερολιμένα του Orio al Serio.

    29

    Ως εκ τούτου, το INPS και το INAIL ζήτησαν από τη Ryanair να καταβάλει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τα ασφάλιστρα που αφορούσαν τις εν λόγω περιόδους (στο εξής: επίμαχες περίοδοι), πράγμα το οποίο η Ryanair αμφισβήτησε ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.

    30

    Το Tribunale di Bergamo (πρωτοδικείο Μπέργκαμο, Ιταλία) και το Corte d’appello di Brescia (εφετείο της Brescia, Ιταλία) απέρριψαν τις αξιώσεις του INPS και του INAIL ως αβάσιμες, κρίνοντας ότι οι μισθωτοί εργαζόμενοι της Ryanair υπάγονταν, για τις περιόδους αυτές, στην ιρλανδική νομοθεσία.

    31

    Τα ως άνω δικαστήρια δέχθηκαν την εκπρόθεσμη προσκόμιση, εκ μέρους της Ryanair, πιστοποιητικών E101, που εκδόθηκαν από τον αρμόδιο ιρλανδικό φορέα και βεβαίωναν ότι η ιρλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης είχε εφαρμογή στους αναφερόμενους σε αυτά εργαζομένους.

    32

    Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα πιστοποιητικά E101 είναι δεσμευτικά έναντι των εθνικών δικαστηρίων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εργαζόμενοι της Ryanair που καλύπτονταν από τα πιστοποιητικά E101 που προσκόμισε η Ryanair υπάγονταν, κατά τις επίμαχες περιόδους, στην ιρλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης. Εντούτοις, αφού εξέτασε τα πιστοποιητικά αυτά, το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν ήταν αριθμημένα ούτε αρχειοθετημένα με κατανοητό ή τακτικό τρόπο, ότι υπήρχαν 321 πιστοποιητικά, δηλαδή πιθανώς διπλές εγγραφές, και ότι δεν κάλυπταν το σύνολο των 219 εργαζομένων της Ryanair που απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio καθ’ όλη τη διάρκεια των επίμαχων περιόδων. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τους εργαζομένους για τους οποίους δεν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη πιστοποιητικού E101, έπρεπε να προσδιοριστεί η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμει του κανονισμού 1408/71.

    33

    Το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε, συναφώς, ότι οι 219 εργαζόμενοι της Ryanair που απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio προσελήφθησαν βάσει ιρλανδικής σύμβασης εργασίας, διεπόμενης στην πράξη από οδηγίες που λαμβάνονταν από την Ιρλανδία, ότι παρείχαν την εργασία τους επί 45 λεπτά ημερησίως στο ιταλικό έδαφος και ότι, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου εργασίας, επέβαιναν σε αεροσκάφη νηολογημένα στην Ιρλανδία. Το δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η Ryanair δεν είχε, στο ιταλικό έδαφος, υποκατάστημα ή μόνιμη αντιπροσωπεία και συνήγαγε εξ αυτού ότι, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, δεν είχε εφαρμογή η ιταλική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    34

    Όσον αφορά την περίοδο που έπεται εκείνης κατά την οποία είχε εφαρμογή ο εν λόγω κανονισμός, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι δεν διέθετε τα αναγκαία πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή των κριτηρίων που προβλέπουν οι κανονισμοί 883/2004 και 987/2009 και ότι, εν πάση περιπτώσει, το νέο κριτήριο σύνδεσης σχετικά με την «έδρα βάσης» που προβλέπει ο κανονισμός 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012, δεν είχε εφαρμογή rationae temporis. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι, κατά την περίοδο αυτή, η ιρλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης είχε εφαρμογή σε όσους από τους 219 υπαλλήλους της Ryanair δεν καλύπτονταν από πιστοποιητικό E101.

    35

    Το INPS και το INAIL άσκησαν αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία).

    36

    Μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναγνωρίζει τον δεσμευτικό χαρακτήρα των πιστοποιητικών E101 που προσκόμισε η Ryanair, εκτιμά, εντούτοις, ότι, στο μέτρο που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, βάσει της εκ μέρους του εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το αιτούν δικαστήριο, έκρινε ότι τα πιστοποιητικά E101 που προσκόμισε η Ryanair δεν κάλυπταν, στην πραγματικότητα, το σύνολο των 219 εργαζομένων της Ryanair που απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio για το σύνολο των επίμαχων περιόδων, είναι αναγκαίο, για την επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης, να προσδιοριστεί, σύμφωνα με τον κανονισμό 1408/71, ποια είναι η εφαρμοστέα νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    37

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ειδικότερα, αν η νομοθεσία αυτή πρέπει να προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, ή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71.

    38

    Επισημαίνει, συναφώς, ότι, με τις αποφάσεις του της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688), και της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines (C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψεις 54 έως 59), το Δικαστήριο παρέσχε χρήσιμες ενδείξεις για την εκτίμηση του κατά πόσον το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71 είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

    39

    Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της έννοιας του «προσώπου που απασχολείται κυρίως στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί», κατά το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του εν λόγω κανονισμού, όσον αφορά το ιπτάμενο προσωπικό. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί κατ’ αναλογίαν προς την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στην έννοια του «τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του» που διαλαμβάνεται στο άρθρο 19, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688, σκέψη 57), η οποία αφορούσε εργαζομένους που απασχολούνταν ως μέλη του ιπτάμενου προσωπικού αεροπορικής εταιρίας ή είχαν τεθεί στη διάθεσή της και στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Schlecker,C‑64/12, EU:C:2013:551, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθόσον αναφέρεται στον τόπο όπου ή από τον οποίο ο εργαζόμενος εκπληρώνει πράγματι το ουσιώδες μέρος των υποχρεώσεών του έναντι του εργοδότη του.

    40

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Μπορεί η έννοια του “πρ[οσώπου], που απασχολείται κυρίως στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί”, του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, [του κανονισμού 1408/71], να ερμηνευθεί κατά τρόπο ανάλογο προς την έννοια η οποία (στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, της διεθνούς δικαιοδοσίας και της διεθνούς δικαιοδοσίας επί διαφορών από ατομικές συμβάσεις εργασίας) ορίζεται, κατά το άρθρο 19, σημείο 2, στοιχείο αʹ, [του κανονισμού 44/2001], ως ο “τόπο[ς] όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του”, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της αεροπλοΐας και του ιπτάμενου προσωπικού [κανονισμός 3922/91], σύμφωνα με όσα ρητώς διαλαμβάνονται στην [απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688)];»

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

    41

    Η Ryanair και η Ιρλανδία υποστηρίζουν ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Κατά την άποψή τους, τα πιστοποιητικά E101 που προσκόμισε η Ryanair είναι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεσμευτικά για τα εθνικά δικαστήρια, οπότε ούτε το εφετείο ούτε το αιτούν δικαστήριο είναι αρμόδια να προσδιορίσουν, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, τη νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμογή στους 219 εργαζομένους της Ryanair που απασχολούνται στον αερολιμένα του Orio al Serio.

    42

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας, αποτελεί αποκλειστικώς έργο του εθνικού δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένο να αποφανθεί (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2016, Ranks και Vasiļevičs, C‑166/15, EU:C:2016:762, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    43

    Κατά πάγια νομολογία, ως προς τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει, ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας. Άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υποβληθείσας από εθνικό δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως χωρεί μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία ζητείται ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει λυσιτελή απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2016, Ranks και Vasiļevičs, C‑166/15, EU:C:2016:762, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    44

    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπενθύμισε ρητώς την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα πιστοποιητικά E101 είναι δεσμευτικά για τα εθνικά δικαστήρια πριν εξετάσει τα πιστοποιητικά E101 που προσκόμισε ενώπιόν του η Ryanair και συμπεράνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα πιστοποιητικά αυτά κάλυπταν το σύνολο των 219 υπαλλήλων της Ryanair που απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio καθ’ όλη τη διάρκεια των επίμαχων περιόδων. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να προσδιοριστεί η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που είναι, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, εφαρμοστέα σε εκείνους εκ των ως άνω εργαζομένων για τους οποίους δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη πιστοποιητικού E101.

    45

    Επομένως, οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν το ζήτημα ποια είναι η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμογή, κατά τις επίμαχες περιόδους, στους εργαζομένους της Ryanair που απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio και δεν καλύπτονταν από τα πιστοποιητικά E101 που προσκόμισε η Ryanair (στο εξής: επίμαχοι εργαζόμενοι).

    46

    Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    47

    Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το ερώτημά του στην ερμηνεία της έννοιας του «προσώπου που απασχολείται κυρίως στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 1408/71, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν αυτό τα μνημονεύει ρητώς στο ερώτημά του ή όχι.

    48

    Πράγματι, στο Δικαστήριο εναπόκειται συναφώς να συναγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το αιτούν δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, Staatsanwaltschaft Köln και Bundesamt für Güterverkehr, C‑937/19, EU:C:2021:555, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    49

    Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας, κατά τις επίμαχες περιόδους, νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης στους επίμαχους εργαζομένους. Μολονότι, όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσιμης για τη διαφορά μεταξύ του INPS και της Ryanair περιόδου, η οποία αφορά το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2006 και Φεβρουαρίου 2010, ο κανονισμός 1408/71 ήταν πράγματι σε ισχύ, τούτο δεν ισχύει όσον αφορά την κρίσιμη για τη διαφορά μεταξύ του INAIL και της Ryanair περίοδο, ήτοι την περίοδο από τις 25 Ιανουαρίου 2008 έως τις 25 Ιανουαρίου 2013. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, από 1ης Μαΐου 2010, από τον κανονισμό 883/2004. Ως εκ τούτου, έρεισμα για τον καθορισμό της εφαρμοστέας εν προκειμένω νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να αποτελέσει όχι μόνον ο κανονισμός 1408/71, στον οποίο παραπέμπει το αιτούν δικαστήριο, αλλά και ο κανονισμός 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012.

    50

    Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι με το υποβληθέν ερώτημα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να προσδιοριστεί ποια είναι, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού 1408/71 και του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμογή στο ιπτάμενο προσωπικό εγκατεστημένης σε κράτος μέλος αεροπορικής εταιρίας, το οποίο δεν καλύπτεται από πιστοποιητικά E101, εργάζεται επί 45 λεπτά ημερησίως σε χώρο υποδοχής του πληρώματος, αποκαλούμενο «crew room», τον οποίο η εν λόγω αεροπορική εταιρία διαθέτει στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όπου διαμένει το ιπτάμενο προσωπικό, και το οποίο, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου εργασίας, επιβαίνει στα αεροσκάφη της εν λόγω αεροπορικής εταιρίας.

    51

    Πρώτον, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τον κανονισμό 1408/71, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η εφαρμοστέα στις υποθέσεις της κύριας δίκης νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να προσδιοριστεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού ή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, αυτού.

    52

    Υπενθυμίζεται ότι οι διατάξεις αυτές, οι οποίες συνιστούν παρέκκλιση από την αρχή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, κατά την οποία το πρόσωπο που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί, για λογαριασμό δικό της ή τρίτων, διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων και έχει την έδρα της στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους, προβλέπουν διαφορετικούς κανόνες οι οποίοι αλληλοαποκλείονται. Πράγματι, το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του εν λόγω κανονισμού έχει εφαρμογή μόνον αν η σχετική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του ίδιου κανονισμού.

    53

    Κατά το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71, πρόσωπο το οποίο είναι μέλος του ιπτάμενου προσωπικού αεροπορικής εταιρίας που εκτελεί διεθνείς πτήσεις και το οποίο απασχολείται σε υποκατάστημα ή σε μόνιμη αντιπροσωπεία που διατηρεί η εταιρία αυτή στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα της υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το υποκατάστημα ή η μόνιμη αντιπροσωπεία.

    54

    Για την εφαρμογή της ως άνω διατάξεως επιβάλλεται να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις, ήτοι απαιτείται, αφενός, η αεροπορική εταιρία να έχει υποκατάστημα ή μόνιμη αντιπροσωπεία σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχει την έδρα της και, αφετέρου, το εν λόγω πρόσωπο να απασχολείται στην εν λόγω οντότητα (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 55).

    55

    Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι οι έννοιες του «υποκαταστήματος» και της «μόνιμης αντιπροσωπείας» δεν ορίζονται στον κανονισμό 1408/71, ο οποίος επίσης δεν παραπέμπει συναφώς στο δίκαιο των κρατών μελών, οπότε οι έννοιες αυτές πρέπει να τύχουν αυτοτελούς ερμηνείας. Όπως και οι ταυτόσημες ή παρεμφερείς έννοιες που περιλαμβάνονται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να νοηθούν ως αφορώσες μια μορφή δευτερεύουσας εγκατάστασης σταθερού και συνεχούς χαρακτήρα με σκοπό την άσκηση ουσιαστικής οικονομικής δραστηριότητας, η οποία διαθέτει προς τούτο οργανωμένους υλικούς και ανθρώπινους πόρους, καθώς και έναν ορισμένο βαθμό αυτοτέλειας σε σχέση με την κύρια εγκατάσταση (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 56).

    56

    Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η σχέση εργασίας του ιπτάμενου προσωπικού αεροπορικής εταιρίας συνδέεται έντονα με τον τόπο από τον οποίο το προσωπικό αυτό εκπληρώνει κατά το ουσιώδες μέρος τους τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του. Ο τόπος αυτός αντιστοιχεί σε εκείνον από τον οποίο το εν λόγω προσωπικό ασκεί τις σχετικές με τη μεταφορά δραστηριότητές του, στον οποίο επιστρέφει μετά την εργασία του, λαμβάνει οδηγίες για τις δραστηριότητές του αυτές και οργανώνει την εργασία του, καθώς και σε εκείνον στον οποίο βρίσκονται τα εργαλεία για την εκτέλεση της εργασίας του, τόπο ο οποίος μπορεί να συμπίπτει με εκείνον της έδρας βάσης του (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 57). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο τόπος στον οποίον απασχολούνταν το ιπτάμενο προσωπικό μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υποκατάστημα ή μόνιμη αντιπροσωπεία, κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71, καθόσον ο τόπος αυτός αντιστοιχούσε στον τόπο από τον οποίο το προσωπικό εκπλήρωνε κατά το ουσιώδες μέρος τους τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 58).

    57

    Συνεπώς, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στη νομολογία σχετικά με τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου στον τομέα των ατομικών συμβάσεων εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 19, σημείο 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001, ιδίως δε στην απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688). Συναφώς, για να προσδιοριστεί ο τόπος από τον οποίο το ιπτάμενο προσωπικό εκπληρώνει κατά το ουσιώδες μέρος τους τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη του, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια δέσμη ενδείξεων, που συνεκτιμούν το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του εργαζομένου και παρέχουν, ιδίως, τη δυνατότητα να καθοριστεί σε ποιο κράτος μέλος βρίσκεται ο τόπος από τον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί τις σχετικές με τη μεταφορά δραστηριότητές του, ο τόπος στον οποίο επιστρέφει μετά την εργασία του, λαμβάνει οδηγίες για τις δραστηριότητές του και οργανώνει την εργασία του, καθώς και ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα εργαλεία για την εκτέλεση της εργασίας του (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines, C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψη 57).

    58

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τις επίμαχες περιόδους, η Ryanair διέθετε, στον αερολιμένα του Orio al Serio, χώρο για την παραμονή του προσωπικού, ο οποίος χρησίμευε για τη διαχείριση και οργάνωση κατά βάρδιες της εργασίας του προσωπικού της. Ο χώρος αυτός ήταν εξοπλισμένος με υπολογιστές, τηλέφωνα, συσκευές φαξ και ράφια για τη φύλαξη των σχετικών με το προσωπικό και τις πτήσεις εγγράφων· ο χώρος χρησιμοποιούνταν από το σύνολο του προσωπικού της Ryanair για τις δραστηριότητες πριν και μετά από κάθε βάρδια (check in και check out για τη σήμανση εισόδου και εξόδου, επιχειρησιακή ενημέρωση και τελική έκθεση), καθώς και για την επικοινωνία με το προσωπικό που βρισκόταν στην έδρα της Ryanair στο Δουβλίνο (Ιρλανδία). Το προσωπικό που δεν μπορούσε προσωρινά να είναι σε πτήση έπρεπε να εκτελεί τα καθήκοντά του στον εν λόγω χώρο. Το πρόσωπο αναφοράς για το προσωπικό που ήταν παρόν καθώς και για το προσωπικό που ήταν διαθέσιμο στον αερολιμένα, το οποίο συντόνιζε τα πληρώματα, έλεγχε, από τη θέση του στον ίδιο χώρο, το προσωπικό που εργαζόταν στον αερολιμένα και καλούσε, ενδεχομένως, το εφεδρικό προσωπικό που βρισκόταν στην κατοικία του. Τέλος, ο τόπος διαμονής του προσωπικού της Ryanair δεν μπορούσε να απέχει περισσότερο από μία ώρα από τον εν λόγω χώρο.

    59

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο χώρος για την υποδοχή των πληρωμάτων της Ryanair, που βρισκόταν στον αερολιμένα του Orio al Serio, αποτελεί υποκατάστημα ή μόνιμη αντιπροσωπεία, κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71, στο οποίο οι επίμαχοι εργαζόμενοι απασχολούνταν κατά τις επίμαχες περιόδους, οπότε, κατά το τμήμα των περιόδων αυτών κατά το οποίο ίσχυε ο εν λόγω κανονισμός, οι επίμαχοι εργαζόμενοι υπάγονταν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, στην ιταλική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    60

    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σχετική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να προσδιοριστεί βάσει του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71 και ότι, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση ii, του εν λόγω κανονισμού.

    61

    Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι ο κανονισμός 883/2004, όπως είχε κατόπιν της τροποποίησης του 2009, δεν προέβλεπε, αντιθέτως προς τον κανονισμό 1408/71, ειδικούς κανόνες συγκρούσεως νόμων για το ιπτάμενο προσωπικό.

    62

    Αντιθέτως, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, θεσπίζει την αρχή κατά την οποία το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας αν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο κράτος μέλος αυτό.

    63

    Το άρθρο 14, παράγραφος 8, του κανονισμού 987/2009 διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, το «ουσιώδες μέρος» μιας μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας που ασκείται σε κράτος μέλος έχει την έννοια ότι ασκείται εκεί ένα ποσοτικά σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων του μισθωτού ή μη μισθωτού, χωρίς να πρόκειται απαραιτήτως για το μείζον μέρος αυτών των δραστηριοτήτων. Για να καθοριστεί αν ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων ασκείται σε κράτος μέλος, λαμβάνονται υπόψη, στην περίπτωση μισθωτής δραστηριότητας, ο χρόνος εργασίας ή/και η αμοιβή. Εάν πληρούται λιγότερο από το 25 % των κριτηρίων αυτών, τούτο σημαίνει ότι ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας δεν ασκείται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    64

    Εν προκειμένω, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την αμοιβή των επίμαχων εργαζομένων. Όσον αφορά τον χρόνο εργασίας των εργαζομένων, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τις επίμαχες περιόδους, οι εν λόγω εργαζόμενοι διέμεναν στην Ιταλία και εργάζονταν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ειδικότερα στον ευρισκόμενο στον αερολιμένα του Orio al Serio χώρο υποδοχής του πληρώματος, για 45 λεπτά ημερησίως, και επέβαιναν, κατά τον υπόλοιπο χρόνο εργασίας τους, στα αεροσκάφη της Ryanair. Επομένως, υπό την επιφύλαξη του καθορισμού του συνολικού καθημερινού χρόνου εργασίας των επίμαχων εργαζομένων, δεν προκύπτει ότι τουλάχιστον κατά το 25 % του χρόνου εργασίας τους οι εν λόγω εργαζόμενοι εργάζονταν στο κράτος μέλος κατοικίας τους.

    65

    Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, βάσει των προαναφερθέντων κριτηρίων, αν, κατά τις επίμαχες περιόδους, οι επίμαχοι εργαζόμενοι άσκησαν ή όχι ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς τους στο κράτος μέλος κατοικίας τους, ήτοι στην Ιταλία. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει, σύμφωνα με τον κανονισμό 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2009, να θεωρηθεί ότι υπάγονται, από 1ης Μαΐου 2010, ήτοι από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω κανονισμού, στην ιταλική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    66

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012 –καθόσον προβλέπει ότι, αν το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δεν ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος κατοικίας, υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη–, οπότε, από 1ης Μαΐου 2010, οι επίμαχοι εργαζόμενοι υπάγονταν, κατ’ αρχήν, στην ιρλανδική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    67

    Επισημαίνεται, εντούτοις, ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, προβλέπει ότι, όταν η εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού έχει ως συνέπεια τον προσδιορισμό νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλισης που δεν αντιστοιχεί στην εφαρμοστέα δυνάμει του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 1408/71, ο συγκεκριμένος εργαζόμενος εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία στην οποία υπαγόταν δυνάμει του κανονισμού 1408/71, εκτός αν υποβάλει αίτηση να εφαρμοστεί στην περίπτωσή του η νομοθεσία που προκύπτει από τον κανονισμό 883/2004.

    68

    Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι οι επίμαχοι εργαζόμενοι υπέβαλαν τέτοιες αιτήσεις, πράγμα το οποίο εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Αν δεν έχει υποβληθεί καμία αίτηση, οι επίμαχοι εργαζόμενοι πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, να θεωρηθεί ότι εξακολουθούν να υπάγονται, μετά την 1η Μαΐου 2010, στην ιταλική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    69

    Τρίτον, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012, περιλαμβάνει, στο άρθρο 11, παράγραφος 5, έναν νέο κανόνα συγκρούσεως νόμων κατά τον οποίο η δραστηριότητα μέλους του προσωπικού πτήσης ή μέλους του πληρώματος θαλάμου επιβατών που παρέχει υπηρεσίες αερομεταφοράς επιβατών ή φορτίου θεωρείται ως δραστηριότητα που ασκείται στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα βάσης, όπως ορίζεται στο παράρτημα III του κανονισμού 3922/91.

    70

    Κατά το εν λόγω παράρτημα ΙΙΙ, η «έδρα βάσης» ορίζεται ως ο καθοριζόμενος για το μέλος του πληρώματος από τον αερομεταφορέα τόπος από τον οποίο το μέλος του πληρώματος συνήθως ξεκινά και στον οποίο συνήθως καταλήγει μετά από μια περίοδο υπηρεσίας ή από διαδοχικές περιόδους υπηρεσίας και στον οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, ο αερομεταφορέας δεν είναι υπεύθυνος για την παροχή καταλύματος στο εν λόγω μέλος του πληρώματος.

    71

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο σχετικά με τον χώρο υποδοχής του πληρώματος της Ryanair που βρίσκεται στον αερολιμένα του Orio al Serio, ιδίως δε του γεγονότος ότι οι επίμαχοι εργαζόμενοι άρχιζαν και τελείωναν εκεί την ημέρα τους και έπρεπε να διαμένουν σε απόσταση μικρότερη της μίας ώρας από εκεί, ο χώρος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ως «έδρα βάσης», κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012. Επομένως, το διάστημα μεταξύ 28 Ιουνίου 2012 και 25 Ιανουαρίου 2013, οι επίμαχοι εργαζόμενοι υπάγονταν, σύμφωνα με τον κανονισμό 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012, στην ιταλική νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης.

    72

    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμογή, κατά τις επίμαχες περιόδους, στους εργαζομένους της Ryanair που απασχολούνταν στον αερολιμένα του Orio al Serio και δεν καλύπτονταν από τα πιστοποιητικά E101 που προσκόμισε η Ryanair είναι, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, η ιταλική νομοθεσία.

    73

    Κατά συνέπεια, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 1408/71, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού 883/2004, όπως είχε τόσο μετά την τροποποίηση του 2009 όσο και μετά την τροποποίηση του 2012, καθώς και το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε το 2012, έχουν την έννοια ότι η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμογή στο ιπτάμενο προσωπικό εγκατεστημένης σε κράτος μέλος αεροπορικής εταιρίας, το οποίο δεν καλύπτεται από πιστοποιητικά E101, εργάζεται επί 45 λεπτά ημερησίως σε χώρο υποδοχής του πληρώματος, αποκαλούμενο «crew room», τον οποίο διαθέτει η αεροπορική εταιρία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όπου διαμένει το ιπτάμενο προσωπικό, και το οποίο, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου εργασίας, επιβαίνει στα αεροσκάφη της αεροπορικής εταιρίας, είναι η νομοθεσία του τελευταίου κράτους μέλους.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    74

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο αʹ, περίπτωση i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 631/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 87, παράγραφος 8, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, και στη συνέχεια με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, καθώς και το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, έχουν την έννοια ότι η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης που έχει εφαρμογή στο ιπτάμενο προσωπικό εγκατεστημένης σε κράτος μέλος αεροπορικής εταιρίας, το οποίο δεν καλύπτεται από πιστοποιητικά E101, εργάζεται επί 45 λεπτά ημερησίως σε χώρο υποδοχής του πληρώματος, αποκαλούμενο «crew room», τον οποίο διαθέτει η αεροπορική εταιρία στο έδαφος άλλου κράτους μέλους όπου διαμένει το ιπτάμενο προσωπικό, και το οποίο, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου εργασίας, επιβαίνει στα αεροσκάφη της αεροπορικής εταιρίας, είναι η νομοθεσία του τελευταίου κράτους μέλους.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top