Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0832

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour της 23ης Μαρτίου 2023.
Beverage City & Lifestyle GmbH κ.λπ. κατά Advance Magazine Publishers, Inc.
Αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας – Άρθρο 8, σημείο 1 – Περισσότεροι εναγόμενοι – Αγωγικές αξιώσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει τόσο στενή συνάφεια ώστε ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως – Εφέλκων εναγόμενος – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρα 122 και 125 – Αγωγή λόγω προσβολής σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στρεφόμενη κατά περισσοτέρων εναγομένων με κατοικία σε διαφορετικά κράτη μέλη – Διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου της κατοικίας του διαχειριστή εναγομένης εταιρίας – Διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου ως προς τους συνεναγομένους που έχουν την κατοικία τους εκτός του κράτους μέλους της έδρας του δικαστηρίου – Έννοια της φράσης “τόσο στενή συνάφεια” – Σύμβαση αποκλειστικής διανομής μεταξύ του προμηθευτή και του πελάτη του.
Υπόθεση C-832/21.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:250

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 23ης Μαρτίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑832/21

Beverage City & Lifestyle GmbH,

MJ,

Beverage City Polska sp. z o.o.,

FE

κατά

Advance Magazine Publishers Inc.

[αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf
(ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Ειδικές δικαιοδοσίες – Άρθρο 8, σημείο 1 – Πλείονες εναγόμενοι – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρα 122 και 125 – Διεθνής δικαιοδοσία σε ζητήματα παραποίησης/απομίμησης και κύρους – Αγωγή λόγω παραποίησης/απομίμησης σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στρεφόμενη κατά πλειόνων εναγομένων που έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη – Διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου της κατοικίας του διαχειριστή εναγομένης εταιρίας – Διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου έναντι των συνεναγομένων που έχουν την κατοικία τους εκτός του κράτους μέλους της έδρας του δικαστηρίου – Αγωγές μεταξύ των οποίων υπάρχει τόσο στενή συνάφεια ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως – Έννοια του όρου “τόσο στενή συνάφεια” – Σχέση μεταξύ του πελάτη και του προμηθευτή του»

I. Εισαγωγή

1.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως του Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ, Γερμανία) αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 ( 2 ), το οποίο πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 122 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 ( 3 ).

2.

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εγκατεστημένου στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ενός διανομέα και του προμηθευτή του, οι οποίοι εδρεύουν, αντιστοίχως, στη Γερμανία και στην Πολωνία, σχετικά με την προβαλλόμενη παραποίηση/απομίμηση του σήματος αυτού από τους δεύτερους.

3.

Στο ιδιαίτερο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής, η οποία υπόκειται σε ειδικά κριτήρια διεθνούς δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο καλείται να συμπληρώσει τη νομολογία του σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του ειδικού κανόνα του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, ο οποίος επιτρέπει να εναχθούν πλείονες εναγόμενοι, κάτοικοι διαφορετικών κρατών μελών, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του ενός μόνον εξ αυτών, όταν τα υποβαλλόμενα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγικά αιτήματα στρέφονται κατά διαφόρων εταιριών και των διαχειριστών τους, οι οποίοι ενάγονται όχι μόνον υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου των εταιριών αυτών, αλλά και προσωπικώς.

4.

Στη συνέχεια θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους είμαι της γνώμης ότι ο δικαιούχος σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος θεωρεί ότι το σήμα του προσβάλλεται λόγω παραποίησης/απομίμησης δύναται να ασκήσει αγωγή ενώπιον ενός μόνον δικαστηρίου, το οποίο θα είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί όλων των αιτημάτων που σχετίζονται με πράξεις παραποίησης/απομίμησης διαπραχθείσες από διαφορετικά πρόσωπα και αφορώσες τα ίδια προϊόντα, ειδικότερα στο πλαίσιο συμβάσεως αποκλειστικής προμήθειας, εφόσον, κατά την άσκηση της αγωγής, δικαιολογείται ο ρόλος του «εναγομένου - συνδέσμου» στην αλυσίδα της παραποίησης/απομίμησης του σήματος.

II. Το δίκαιο της Ένωσης

Α.   Ο κανονισμός 1215/2012

5.

Το άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 προβλέπει τα εξής:

«Ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί:

1)

εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους.»

Β.   Ο ΚΣΕΕ

6.

Το άρθρο 1 του ΚΣΕΕ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σήμα της ΕΕ», ορίζει, στην παράγραφο 2, τα εξής:

«Το σήμα της ΕΕ έχει ενιαίο χαρακτήρα. Παράγει τα αυτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση: δεν δύναται να καταχωρισθεί, να μεταβιβασθεί, να γίνει αντικείμενο παραίτησης, ή απόφασης περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του ή περί ακυρότητος, ούτε να απαγορευθεί η χρήση του, παρά μόνο για ολόκληρη την Ένωση. Η αρχή αυτή ισχύει, εκτός αντιθέτου διατάξεως του παρόντος κανονισμού».

7.

Το άρθρο 17 του ΚΣΕΕ, με τίτλο «Συμπληρωματική εφαρμογή του εθνικού δικαίου σε θέματα παραποίησης/απομίμησης», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα αποτελέσματα του σήματος της ΕΕ καθορίζονται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Κατά τα λοιπά, οι προσβολές σήματος της ΕΕ διέπονται από το εθνικό δίκαιο για τις προσβολές εθνικού σήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Χ [ιδίως τα άρθρα 129 και 130].

2.   Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την άσκηση αγωγών σχετικά με σήμα της ΕΕ βάσει του δικαίου των κρατών μελών, ιδίως περί αστικής ευθύνης και αθέμιτου ανταγωνισμού.

3.   Οι εφαρμοστέοι κανόνες διαδικασίας καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου Χ.»

8.

Το κεφάλαιο X του ΚΣΕΕ, το οποίο επιγράφεται «Δικαιοδοσία και διαδικασία σε αγωγές που αφορούν σήματα της ΕΕ», περιλαμβάνει τα άρθρα 122 έως 135. Κατά το άρθρο 125 του ΚΣΕΕ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία»:

«1.   Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 122, οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 124 διεξάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του ή, αν δεν έχει κατοικία σε ένα από τα κράτη μέλη, στο δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατάσταση.

[…]

5.   Οι διαδικασίες που προκύπτουν από αγωγές και ανταγωγές που προβλέπονται στο άρθρο 124 πλην των αναγνωριστικών αγωγών για τη μη παραποίηση/απομίμηση σήματος της ΕΕ, μπορούν επίσης να διεξαχθούν ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή επαπειλείται να διαπραχθεί η παραποίηση/απομίμηση ή στο οποίο διαπράχθηκε πράξη που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 2.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9.

Η Advance Magazine Publishers Inc. είναι δικαιούχος πλειόνων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία περιέχουν το λεκτικό στοιχείο «Vogue» και για τα οποία η ίδια ισχυρίζεται ότι αποτελούν σήματα που χαίρουν φήμης.

10.

Η Beverage City Polska sp. z o.o. είναι εταιρία πολωνικού δικαίου με έδρα την Κρακοβία (Πολωνία), της οποίας ο διαχειριστής, FE, είναι κάτοικος της ίδιας πόλης. Η εν λόγω εταιρία παράγει το ενεργειακό ποτό με την ονομασία «Diamant Vogue» και επίσης προωθεί και διανέμει το ποτό αυτό.

11.

Η Beverage City & Lifestyle GmbH είναι εταιρία γερμανικού δικαίου με έδρα το Schorfheide, στο ομόσπονδο κράτος του Βρανδεμβούργου (Γερμανία). Ο διαχειριστής της, MJ, κατοικεί στο ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Γερμανία). Η εταιρία αυτή συνδεόταν με την Beverage City Polska με σύμβαση αποκλειστικής διανομής για τη Γερμανία, αγόραζε δε από αυτήν το ενεργειακό ποτό το οποίο επισημαίνεται με την ως άνω ονομασία στην Πολωνία. Οι δύο εταιρίες δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο παρά την ομοιότητα των επωνυμιών τους.

12.

Θεωρώντας ότι υπέστη παραποίηση/απομίμηση των σημάτων της, η ενάγουσα άσκησε ( 4 ), ενώπιον του Landgericht Düsseldorf (περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ), ήτοι του αρμόδιου για το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγωγή κατά των εταιριών αυτών και κατά των διαχειριστών τους, ζητώντας την παύση της προσβολής στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης, καθώς και την παροχή πληροφοριών και στοιχείων λογαριασμών και την αναγνώριση της υποχρέωσης προς αποζημίωση. Στη συνέχεια, τα εν λόγω παρεπόμενα αγωγικά αιτήματα περιορίστηκαν στις ενέργειες στη Γερμανία.

13.

Η Beverage City Polska και ο διαχειριστής της, FE, άσκησαν ( 5 ), ενώπιον του Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ), έφεση κατά της αποφάσεως του Landgericht Düsseldorf (περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ), το οποίο, πριν κάνει δεκτά τα αιτήματα της ενάγουσας, έκρινε ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί επ’ αυτών βάσει του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, παραπέμποντας στις αρχές που διατυπώθηκαν στην απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, Nintendo ( 6 )

14.

Οι εν λόγω εκκαλούντες ισχυρίζονται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι οι ενέργειές τους και η παράδοση των εμπορευμάτων στους πελάτες τους έλαβαν χώρα αποκλειστικώς και μόνον στην Πολωνία. Η δε απόφαση Nintendo δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωσή τους, διότι δεν υφίσταται η αναγκαία σχέση μεταξύ αυτών και της Beverage City & Lifestyle καθώς και του διαχειριστή της.

15.

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, αφενός, ότι η διεθνής δικαιοδοσία του Landgericht Düsseldorf (περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ) θεμελιώνεται, βάσει του άρθρου 125, παράγραφος 1, του ΚΣΕΕ, στον τόπο κατοικίας του διαχειριστή της γερμανικής εταιρίας, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «εναγόμενο - σύνδεσμο» ( 7 ).

16.

Αφετέρου επισημαίνει, όσον αφορά τους συνεναγομένους που έχουν την κατοικία τους στην Πολωνία, ότι η λύση που έγινε δεκτή στην απόφαση Nintendo βασίζεται στο γεγονός ότι, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση εκείνη, οι συνεναγόμενοι συνδέονταν μεταξύ τους λόγω της συμμετοχής του στον ίδιο όμιλο εταιριών, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, μεταξύ της Beverage City & Lifestyle και Beverage City Polska. υφίσταται μόνον σχέση προμήθειας. Δεδομένου δε ότι οι διαχειριστές των εταιριών αυτών ενάγονται μόνον ως νόμιμοι εκπρόσωποι των εν λόγω νομικών προσώπων, δεν υφίσταται σχέση μεταξύ του εναγομένου - συνδέσμου και των εναγομένων που έχουν την κατοικία τους στην Πολωνία. Επομένως, εγείρεται το ζήτημα κατά πόσον αρκεί το υλικό στοιχείο σύνδεσης που συνίσταται στη συμμετοχή στην αλυσίδα εφοδιασμού.

17.

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επιπλέον, ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ένδικη διαφορά αφορά τα ίδια σήματα και τα ίδια προϊόντα παραποίησης/απομίμησης, και επομένως υφίσταται κίνδυνος εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων σε περίπτωση αποκλίνουσας εκτίμησης της διανομής ως πράξης παραποίησης/απομίμησης, εάν πλείονα διαφορετικά δικαστήρια επιληφθούν της διαφοράς. Εκτιμά επίσης ότι ο ίδιος κίνδυνος μπορεί να προκύψει και εάν τα ίδια προϊόντα, τα οποία διατίθενται εμπορικά εντός της Ένωσης, έχουν αγοραστεί από τρίτο. Το αιτούν δικαστήριο τονίζει, επίσης, ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 δεν πρέπει να καθιστούν άνευ αντικειμένου τον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει το άρθρο 125 του ΚΣΕΕ.

18.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Υπάρχει, κατά την έννοια του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, “τόσο στενή συνάφεια” μεταξύ των αγωγών ώστε να υπάρχει λόγος να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, όταν στο πλαίσιο αγωγής λόγω παραποιήσεως/απομιμήσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η συνάφεια έγκειται στο γεγονός ότι η εναγομένη που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος (εν προκειμένω στην Πολωνία) παρέδωσε προϊόντα που προσβάλλουν σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος (εν προκειμένω στη Γερμανία), της οποίας ο νόμιμος εκπρόσωπος, που είναι επίσης εναγόμενος ως προσβάλλων το σήμα, είναι ο “εναγόμενος-σύνδεσμος”, σε περίπτωση που οι διάδικοι αυτοί συνδέονται μεταξύ τους αποκλειστικώς και μόνον με σχέση πελάτη-προμηθευτή και δεν υφίσταται μεταξύ τους άλλη νομική ή πραγματική σχέση πέραν αυτής;»

19.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η ενάγουσα - εφεσίβλητη, η Beverage City Polska, ο FE, η Πολωνική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία διεξήχθη στις 12 Ιανουαρίου 2023, η Beverage City & Lifestyle, η Beverage City Polska, η ενάγουσα - εφεσίβλητη και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις προς προφορική απάντηση που τους έθεσε το Δικαστήριο.

IV. Ανάλυση

20.

Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 122 του ΚΣΕΕ, έχει την έννοια ότι πλείονες εναγόμενοι, κάτοικοι διαφορετικών κρατών μελών, μπορούν να εναχθούν ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του ενός εξ αυτών, στο πλαίσιο αγωγής λόγω παραποίησης/απομίμησης ασκούμενης από τον δικαιούχο σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση που αποδίδεται στους εναγομένους η πανομοιότυπη από υλική άποψη προσβολή του εν λόγω σήματος με καθεμιά από τις πράξεις τους στην αλυσίδα εφοδιασμού.

21.

Σχετικά με τις αγωγές λόγω παραποίησης/απομίμησης που αφορούν δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ήδη παράσχει ορισμένα χρήσιμα σημεία αναφοράς. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ερμηνεία του Δικαστηρίου όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 ( 8 ) ισχύει και για τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012 που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες» ( 9 ). Το ίδιο ισχύει και για τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 ( 10 ), ο οποίος κωδικοποιήθηκε, με τις μέχρι τότε τροποποιήσεις του, από τον ΚΣΕΕ ( 11 ).

22.

Στην υπό κρίση υπόθεση της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί, ως δικαστήριο αρμόδιο για τα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αγωγής λόγω παραποίησης/απομίμησης σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία στρέφεται κατά της εταιρίας που πωλεί στη Γερμανία προϊόντα που φέρονται ότι συνιστούν παραποίηση/απομίμηση, ήτοι της εδρεύουσας στη Γερμανία εταιρίας Beverage City & Lifestyle, και κατά της εταιρίας που κατασκευάζει τα προϊόντα αυτά, ήτοι της εδρεύουσας στην Πολωνία εταιρίας Beverage City Polska, καθώς και κατά των διαχειριστών καθεμιάς από τις εταιρίες αυτές.

23.

Κατά συνέπεια, το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αφορά το ζήτημα αν αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία έναντι της ως άνω δεύτερης εναγομένης εταιρίας και του διαχειριστή της, διέπεται από τα άρθρα 122, 124, 125 και 126 του ΚΣΕΕ.

24.

Οι διατάξεις αυτές αποτελούν ειδικές διατάξεις (lex specialis) σε σχέση με τους κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός 1215/2012 ( 12 ).

25.

Συγκεκριμένα, σε υποθέσεις παραποίησης/απομίμησης,αποκλειστική αρμοδιότητα έχουν τα δικαστήρια σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 124, στοιχείο αʹ, του ΚΣΕΕ.

26.

Στις περιπτώσεις αγωγών λόγω παραποίησης/απομίμησης, το άρθρο 125, παράγραφος 1, του ΚΣΕΕ προβλέπει ότι διεθνή δικαιοδοσία έχει το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο ο εναγόμενος έχει την κατοικία του ( 13 ).

27.

Αυτό δεν είναι το μόνο δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά τον ΚΣΕΕ. Διεθνή δικαιοδοσία μπορεί να έχει και το δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή επαπειλείται να διαπραχθεί η παραποίηση/απομίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 125, παράγραφος 5 του ΚΣΕΕ ( 14 ).

28.

Συναφώς, έχει σημασία να τονιστεί ότι, λόγω του ειδικού αυτού κανόνα, το άρθρο 122, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του ΚΣΕΕ αποκλείει ρητώς την εφαρμογή του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, το οποίο προβλέπει κριτήριο ειδικής δωσιδικίας όσον αφορά τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας ( 15 ).

29.

Αντιθέτως, καμία ειδική διάταξη του ΚΣΕΕ δεν απαγορεύει την εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού 1215/2012 ( 16 ), το οποίο προβλέπει, στο σημείο 1, κανόνα παρεπόμενης διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση υπάρξεως πλειόνων εναγομένων οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη. Βάσει της διατάξεως αυτής, οι εν λόγω πλείονες εναγόμενοι μπορούν να εναχθούν ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του ενός εξ αυτών ( 17 ). Ο εναγόμενος αυτός ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση της κύριας δίκης, να προσδιορίζεται ως εναγόμενος - σύνδεσμος ( 18 ).

30.

Όπως και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου κράτους μέλους, η εν λόγω παρεχόμενη στον ενάγοντα δυνατότητα υπόκειται στην προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, ήτοι να «υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους».

31.

Η απαίτηση αυτή, η οποία θεσπίστηκε το πρώτον με το άρθρο 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, απορρέει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης ( 19 ). Συμβάλλει στην υλοποίηση ενός από τους κύριους σκοπούς του κανονισμού αυτού, ο οποίος είναι ενισχυμένος στον κανονισμό 1215/2012 ( 20 ) και συνίσταται στη διασφάλιση της ομαλής κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων εντός της Ένωσης. Ο σκοπός αυτός επιτάσσει την αποφυγή διεξαγωγής παράλληλων ενδίκων διαδικασιών ( 21 ).

32.

Δεδομένου ότι ο εν λόγω κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας εισάγει εξαίρεση από τον γενικό κανόνα που βασίζεται στην κατοικία του εναγομένου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ερμηνεία του δεν πρέπει να βαίνει πέραν των περιπτώσεων που ρητώς μνημονεύουν οι κανονισμοί αυτοί ( 22 ).

33.

Το Δικαστήριο έχει τονίσει ότι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των αγωγών, με γνώμονα τον επιδιωκόμενο σκοπό, που είναι η αποφυγή εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων ( 23 ). Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ασυμβίβαστες είναι οι αποκλίνουσες μεταξύ τους αποφάσεις που αφορούν «την ίδια πραγματική και νομική κατάσταση» ( 24 ).

Α.   Επί της έννοιας της «ίδιας νομικής κατάστασης»

34.

Παρατηρώ ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εκφράζει αμφιβολία ως προς το ζήτημα αυτό. Ωστόσο, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει, κατά τη γνώμη μου, την ευκαιρία να διευκρινιστεί το περιεχόμενο της αποφάσεως Nintendo ( 25 ), στην οποία αναφέρονται οι διάδικοι στις γραπτές παρατηρήσεις τους.

35.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση Nintendo, η οποία αφορούσε αγωγή λόγω παραποίησης/απομίμησης κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων, το Δικαστήριο δέχθηκε ως κριτήριο για την ύπαρξη της ίδιας νομικής κατάστασης, το κριτήριο της αναγνώρισης του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης τέτοιων σχεδίων ή υποδειγμάτων από τον κανονισμό 6/2002. Εφόσον το εν λόγω αποκλειστικό δικαίωμα παράγει τα ίδια αποτελέσματα στο έδαφος της Ένωσης, το γεγονός ότι το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο για τη λήψη ορισμένων αποφάσεων είναι άνευ σημασίας ( 26 ).

36.

Στην απόφαση Nintendo, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης τη διαφορά προσέγγισης σε σχέση με την προσέγγιση που είχε γίνει δεκτή σχετικά με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Roche Nederland κ.λπ. ( 27 ), στην οποία το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η διαφορά ως προς τις νομικές βάσεις των αγωγών δεν είχε επίπτωση στην εκτίμηση του κινδύνου εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων ( 28 ).

37.

Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσει το Δικαστήριο ότι, λόγω της αντιστοιχίας μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 19 του κανονισμού 6/2002, στις οποίες στηρίζεται η απόφαση Nintendo, και των σχετικών με τα δικαιώματα του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατάξεων του άρθρου 9 του ΚΣΕΕ, επιβάλλεται ανάλογη ερμηνεία.

38.

Συγκεκριμένα, η υποχρέωση του αρμοδίου δικαστηρίου να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 129 και 130 του ΚΣΕΕ ( 29 ), όπως και στα άρθρα 88 και 89 του κανονισμού 6/2002, δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ίδιας νομικής κατάστασης για τους εξής λόγους:

στις παραγράφους 1 και 2 του εν λόγω άρθρου 9 του ΚΣΕΕ κατοχυρώνεται το αποκλειστικό δικαίωμα που παρέχεται στον δικαιούχο σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την καταχώριση του σήματος, καθώς και το δικαίωμά του να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί το σήμα χωρίς τη συγκατάθεσή του, δικαιώματα τα οποία ο εν λόγω δικαιούχος επιδιώκει να προστατεύσει με την άσκηση αγωγής λόγω παραποίησης/απομίμησης, και

ένα τέτοιο σήμα παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση, βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, του ΚΣΕΕ.

Β.   Επί της έννοιας της «ίδιας πραγματικής κατάστασης»

39.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει το γεγονός ότι μεταξύ της Beverage City & Lifestyle και της Beverage City Polska υφίσταται μόνο σχέση προμήθειας και ότι, σε αντίθεση με τις εταιρίες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Nintendo, οι δύο αυτές εναγόμενες εταιρίες δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

40.

Μολονότι στο σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, επιπλέον, ότι δεν υφίσταται σχέση μεταξύ των εναγομένων που έχουν την κατοικία τους στην Πολωνία και του εναγομένου - συνδέσμου (ήτοι του διαχειριστή της εταιρίας Beverage City & Lifestyle, που είναι κάτοικος Γερμανίας), εντούτοις στο προδικαστικό ερώτημά του διευκρινίζει ότι ο διαχειριστής αυτός «είναι επίσης εναγόμενος ως προσβάλλων το σήμα».

41.

Εφόσον το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη αλυσίδας εφοδιασμού αποτελεί επαρκές κριτήριο προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, το Δικαστήριο καλείται να συμπληρώσει την εκ μέρους του ερμηνεία της έννοιας της «ίδιας πραγματικής κατάστασης».

42.

Φρονώ ότι ορισμένα στοιχεία εκτιμήσεως μπορούν να συναχθούν από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

43.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer ( 30 ), ότι για την εκτίμηση του κινδύνου εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων σε περίπτωση χωριστής εκδίκασης των αγωγών, «το αν οι εναγόμενοι στους οποίους ο δικαιούχος δικαιώματος του δημιουργού προσάπτει προσβολές του δικαιώματός του με το ίδιο ουσιαστικό περιεχόμενο ενήργησαν ανεξάρτητα μπορεί να έχει σημασία» ( 31 ).

44.

Όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Solvay ( 32 ), ότι προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των διαφόρων αγωγών που έχουν ασκηθεί ενώπιόν του, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι πλείονες εταιρίες εγκατεστημένες σε διαφορετικά κράτη μέλη ενάγονται, η καθεμία χωριστά, για τις ίδιες πράξεις που συνιστούν προσβολή δικαιωμάτων αντλούμενων από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας όσον αφορά τα ίδια προϊόντα.

45.

Όσον αφορά τα κοινοτικά σχέδια ή υποδείγματα, το Δικαστήριο επισήμανε στην απόφαση Nintendo, κατ’ αρχάς, ότι «η ενάγουσα των κύριων δικών προσάπτει όμοιες ή και πανομοιότυπες πράξεις παραποιήσεως/απομιμήσεως συνεπαγόμενες προσβολή των ιδίων προστατευόμενων σχεδίων και υποδειγμάτων και σχετικές με τα ίδια ακριβώς προϊόντα που φέρονται να συνιστούν παραποίηση/απομίμηση, τα οποία κατασκευάζει η μητρική εταιρία και, αφενός μεν, εμπορεύεται για ίδιο λογαριασμό σε ορισμένα κράτη μέλη, αφετέρου δε πωλεί επίσης στη θυγατρική της με σκοπό τη διάθεσή τους στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών» ( 33 ).

46.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το ίδιο «έχει κρίνει ότι η περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ενήργησαν με πανομοιότυπο ή παρόμοιο τρόπο, σύμφωνα με κοινή πολιτική που καθορίστηκε μόνον από μία εξ αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποτελεί μία και την αυτή πραγματική κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Roche Nederland κ.λπ., C‑539/03, EU:C:2006:458, σκέψη 34)» ( 34 ).

47.

Τέλος, το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτών ότι «η ύπαρξη μίας και της αυτής πραγματικής καταστάσεως πρέπει, υπό τις συνθήκες αυτές […], να καλύπτει όλες τις πράξεις των διαφόρων εναγομένων, περιλαμβανομένων των παραδόσεων που πραγματοποιεί η μητρική εταιρία για ίδιο λογαριασμό, και να μην περιορίζεται σε ορισμένες μόνο πτυχές ή ορισμένα μόνο στοιχεία των εν λόγω πράξεων» ( 35 ).

48.

Κατά τη γνώμη μου, από τα παραπάνω, ειδικώς λόγω της γενικής διατύπωσης της σκέψεως αυτής η οποία προσεγγίζει εκείνη της σκέψεως 67 της ίδιας αποφάσεως ( 36 ), προκύπτει ότι ο έλεγχος εκ μέρους του εθνικού δικαστηρίου πρέπει να αφορά κυρίως την υφιστάμενη σχέση μεταξύ του συνόλου των τελεσθεισών πράξεων παραποίησης/απομίμησης, και όχι τους οργανωτικούς ή κεφαλαιακούς δεσμούς μεταξύ των εμπλεκομένων εταιριών, τους οποίους τόσο η Πολωνική Κυβέρνηση όσο και οι εναγόμενοι που έχουν την κατοικία τους στην Πολωνία θεωρούν αναγκαίους.

49.

Πράγματι, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αποφυγής εκδόσεως ασυμβίβαστων αποφάσεων, τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, ειδικότερα όταν πρόκειται για σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παράγει τα ίδια αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση, φρονώ ότι είναι δικαιολογημένο να ληφθεί υπόψη ως πρώτο κριτήριο το κριτήριο της κοινής χρήσης ενός σημείου πανομοιότυπου ή παρόμοιου με το εν λόγω προστατευόμενο σήμα, το οποίο σημείο να χαρακτηρίζει την προβαλλόμενη παραποίηση/απομίμηση ( 37 ). Κατ’ αυτό τον τρόπο, καθίσταται προφανής η αιτία της προσβολής του προγενέστερου δικαιώματος, στην οποία συμμετείχαν οι εναγόμενοι με διάφορες πράξεις.

50.

Συναφώς, δεν είναι αναγκαίο οι πράξεις αυτές να είναι πανομοιότυπες, όπως, για παράδειγμα, ένας εκ των εναγομένων να πώλησε τα ίδια προϊόντα παραποίησης/απομίμησης σε άλλον ο οποίος να τα μεταπώλησε ( 38 ). Όπως και η Επιτροπή και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, είμαι της γνώμης ότι, προς στήριξη της διαπίστωσης ότι πρόκειται για την ίδια πραγματική κατάσταση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι υφίσταται αλυσίδα παραποίησης/απομίμησης η οποία περιλαμβάνει διάφορες πράξεις, από την κατασκευή έως τη διάθεση των προϊόντων που συνιστούν παραποίηση/απομίμηση, με ή χωρίς τη βοήθεια ενός μεσάζοντα.

51.

Πέραν αυτού, φρονώ ότι δύο ακόμη επιχειρήματα, τα οποία συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η μη ύπαρξη οργανωτικών δεσμών μεταξύ των εναγομένων εταιριών δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για τη συνεκδίκαση των αγωγών ενώπιον ενός και μόνον δικαστηρίου, μπορούν να αντληθούν από την απόφαση Nintendo.

52.

Πρώτον, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να υπογραμμιστεί ότι, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έπρεπε να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο είχε διεθνή δικαιοδοσία να αποφανθεί σχετικά με παραδόσεις που είχαν πραγματοποιηθεί από μία και μόνον εταιρία ( 39 ).

53.

Δεύτερον, όσον αφορά το κριτήριο της συντονισμένης δράσης που, κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, πρέπει να εφαρμοστεί, μολονότι το Δικαστήριο πράγματι το επισήμανε σε σχέση με την υπόθεση εκείνη, εντούτοις δεν φαίνεται να δέχθηκε ότι το κριτήριο αυτό αποτελούσε ειδική προϋπόθεση.

54.

Η αντίθετη λύση θα είχε ως συνέπεια, αφενός, τον περιορισμό της συμμόρφωσης με τους σκοπούς του ΚΣΕΕ που συνίστανται:

κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του εν λόγω κανονισμού, στο να εξασφαλισθεί, στο πλαίσιο της ενοποίησης του δικαίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ομοιόμορφη προστασία των αποτελεσμάτων των σημάτων σε όλα τα κράτη μέλη, και

κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 31 έως 33, στο να αποφευχθούν αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις καθώς και προσβολές του ενιαίου χαρακτήρα των εν λόγω σημάτων μέσω αποφάσεων των δικαστηρίων σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες «ισχύουν και καλύπτουν το σύνολο της Ένωσης» ( 40 ).

55.

Αφετέρου, θα καθιστούσε δυνατή την καταστρατήγηση των ειδικών και επιτακτικών κανόνων του ΚΣΕΕ. Επισημαίνω, πρώτον, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 33 του εν λόγω κανονισμού, ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρθηκε στις αγωγές που ασκούνται μεταξύ των ίδιων διαδίκων και στο ίδιο κράτος μέλος. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται ότι, «όταν οι αγωγές ασκούνται σε διαφορετικά κράτη μέλη, μάλλον ενδείκνυνται διατάξεις που θα βασίζονται στους κανόνες περί εκκρεμοδικίας και συνάφειας του κανονισμού [1215/2012]» ( 41 ).

56.

Δεύτερον, το Δικαστήριο έλαβε ήδη υπόψη την ιδιαιτερότητα που παρουσιάζουν οι σχετικές με το δίκαιο των σημάτων ένδικες διαφορές κατά την εκ μέρους του ερμηνεία της έννοιας «του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή επαπειλείται να διαπραχθεί η παραποίηση/απομίμηση» ( 42 ).

57.

Ομοίως, στην απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Hummel Holding ( 43 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια του όρου «εγκατάσταση» όπως χρησιμοποιείται στον κανονισμό 207/2009 δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την έννοια του όρου αυτού κατά τον κανονισμό 44/2001, για τον λόγο ότι οι κανονισμοί αυτοί επιδιώκουν σκοπούς μη ταυτόσημους. Φρονώ ότι η συγκεκριμένη μέθοδος ερμηνείας μπορεί να εφαρμοστεί και όσον αφορά τον κανονισμό 1215/2012 και τον ΚΣΕΕ.

58.

Τρίτον, η επιλογή μιας αυτοτελούς ερμηνείας η οποία θα αποσκοπεί στην αποτελεσματική προστασία του ενιαίου χαρακτήρα του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση παραποίησης/απομίμησης και θα ακολουθεί την εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου από την απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης ( 44 ), έως την απόφαση Nintendo ( 45 ), προσεγγίζει σε ό,τι οδήγησε το Δικαστήριο στο να διατυπώσει λύσεις προσαρμοσμένες σε ορισμένες περιστάσεις στον τομέα των πράξεων ανταγωνισμού ( 46 ). Πράγματι, η επιλογή αυτή εντάσσεται στην ίδια λογική, η οποία τείνει να ευνοήσει την επιβολή κυρώσεων για παράνομες εμπορικές πρακτικές και την αποζημίωση των επιχειρήσεων που υφίστανται τέτοιες πρακτικές, διασφαλίζοντας την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ( 47 ).

59.

Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι είναι εξίσου πρωταρχικής σημασίας να σταθμιστεί η ιδιαιτερότητα των εν λόγω κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας με τις συνήθεις απαιτήσεις όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, τις οποίες ορθώς επικαλούνται η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και οι εναγόμενοι που έχουν την κατοικία/έδρα τους στην Πολωνία, δηλαδή τη διευκόλυνση της άσκησης των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και την προβλεψιμότητα των κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας ( 48 ).

60.

Για τον λόγο αυτό, όπως προτείνει και η Επιτροπή, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη φύση των συμβατικών σχέσεων μεταξύ πελάτη και προμηθευτή. Η φύση των σχέσεων αυτών μπορεί όχι μόνο να ενισχύει την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ των αγωγικών αιτημάτων του ενάγοντος σε περίπτωση παραποίησης/απομίμησης, αλλά και να καταδεικνύει τον απολύτως προβλέψιμο χαρακτήρα της υποχρέωσης απάντησης σε ισχυρισμούς σχετικά με πράξεις παραποίησης/απομίμησης που έχουν την ίδια αιτία ( 49 ).

61.

Τούτο ισχύει προδήλως, κατά τη γνώμη μου, σε περίπτωση πανομοιότυπης ή παρόμοιας χρήσης ( 50 ) σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παράγει αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση, στο πλαίσιο συμβάσεως αποκλειστικής προμήθειας στην αγορά άλλου κράτους μέλους.

62.

Στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνω, όπως και η Επιτροπή, ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εναγόμενες εταιρίες που εδρεύουν, αντιστοίχως, στη Γερμανία και στην Πολωνία συνδέονταν με σχέση αποκλειστικής προμήθειας για το εν λόγω πρώτο κράτος μέλος. Οι εταιρίες αυτές δεν μπορούσαν να αγνοούν το ενδεχόμενο χαρακτηρισμού της πραγματικής αυτής κατάστασης ως πανομοιότυπης, ώστε να θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία ενός μόνον δικαστηρίου προκειμένου να αποφανθεί επί των αγωγών που στρέφονται κατά όλων των εμπλεκομένων στην προβαλλόμενη παραποίηση/απομίμηση.

63.

Επιπλέον, τόσο από τα στοιχεία της δικογραφίας που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο όσο και από τις απαντήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η στενή συνεργασία μεταξύ των εταιριών αυτών καταδεικνύεται επίσης από την εκμετάλλευση δύο διαδικτυακών τόπων ( 51 ), οι διευθύνσεις (domains) των οποίων ανήκουν σε μία μόνον εκ των συνεναγομένων, μέσω των οποίων, διά παραπομπής μεταξύ των ιστοτόπων αυτών, γινόταν η εμπορική διάθεση των επίμαχων προϊόντων.

64.

Για τον λόγο αυτό, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι η διαπίστωση εκ μέρους ενός δικαστηρίου ότι οι αγωγές των οποίων έχει επιληφθεί στρέφονται κατά διαφόρων προσώπων, έκαστο εκ των οποίων είχε συμμετοχή στην ίδια προσβολή σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο αλυσίδας πράξεων παραποίησης/απομίμησης, αρκεί για να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου αυτού έναντι των συνεναγομένων βάσει του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012.

65.

Ως εκ τούτου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει τα διάφορα πραγματικά στοιχεία που προβάλλει η ενάγουσα εταιρία ( 52 ). Με την ευκαιρία αυτή, θα μπορούσε να τονιστεί, αφενός, ότι, κατά το στάδιο της έρευνας της διεθνούς δικαιοδοσίας, η έρευνα αυτή δεν πρέπει να αφορά την ουσία της υποθέσεως ή έστω να την αφορά αλλά σε πολύ περιορισμένο βαθμό.

66.

Αφετέρου, το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να διασφαλίσει ότι η εφαρμογή του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 δεν θα συνεπάγεται την παροχή στον ενάγοντα της δυνατότητας να ασκήσει αγωγή στρεφόμενη κατά πλειόνων εναγομένων με αποκλειστικό σκοπό να μην εναγάγει έναν εκ των εναγομένων αυτών ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του ( 53 ).

67.

Συναφώς, το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα, όπως είναι διατυπωμένο ( 54 ), παρέχει, κατά τη γνώμη μου, στο Δικαστήριο την ευκαιρία να περιλάβει στην απάντησή του και ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τον «εναγόμενο - σύνδεσμο».

Γ.   Διευκρινίσεις σχετικά με τον «εναγόμενο - σύνδεσμο»

68.

Οι συνέπειες που συνεπάγεται η επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος δικαστηρίου και σε άλλους εναγομένους, την οποία προβλέπει το άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, μου επιβάλλουν την επισήμανση ότι ο έλεγχος περί υπάρξεως στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών, ο οποίος αποσκοπεί στον περιορισμό του κινδύνου καταστρατήγησης διεθνούς δικαιοδοσίας, πρέπει υποχρεωτικά να αφορά πρωτίστως τα αγωγικά αιτήματα που στρέφονται κατά του «εναγομένου - συνδέσμου».

69.

Βεβαίως, ελλείψει προβλέψεως στον εν λόγω κανονισμό των προϋποθέσεων επιλογής του εναγομένου - συνδέσμου ( 55 ), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκείμενου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο ενάγων να ασκεί αγωγή κατά πλειόνων εναγομένων με μοναδικό σκοπό να αποκλείσει έναν εξ αυτών από τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του, αρκεί να υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ των αγωγικών αιτημάτων που στρέφονται κατ’ ενός εκάστου των εναγομένων ( 56 ).

70.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, παρά την παραίτηση του ενάγοντος από την αγωγή ως προς τον μοναδικό από τους συνεναγομένους που έχει την κατοικία του στο κράτος μέλος της έδρας του επιληφθέντος δικαστηρίου, το δικαστήριο αυτό εξακολουθεί να έχει διεθνή δικαιοδοσία έναντι των υπολοίπων συνεναγομένων, εκτός αν αποδειχθεί η ύπαρξη συμπαιγνίας μεταξύ του ενάγοντος και του εν λόγω συνεναγόμενου με σκοπό να προκληθεί ή να συντηρηθεί τεχνηέντως η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής αυτής ( 57 ).

71.

Ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων αυτών περιστάσεων, οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης καταδεικνύουν, κατ’ εμέ, την ανάγκη προσεκτικής εξέτασης των αγωγικών αιτημάτων που στρέφονται κατά του εναγόμενου - συνδέσμου και των υπολοίπων συνεναγομένων, εφόσον αυτοί στερούνται, με μόνη την επιλογή του ενάγοντος ( 58 ), την εφαρμογή του κατ’ αρχήν ισχύοντος κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του τόπου της κατοικίας τους και εφόσον αμφισβητούν αυτήν καθεαυτήν την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ αυτών και του εναγομένου - συνδέσμου ( 59 ).

72.

Στην προκειμένη περίπτωση, μολονότι η διεθνής δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου στη Γερμανία δεν παρουσιάζει δυσκολία, τόσο λόγω της έδρας, σε ένα ομόσπονδο κράτος, της γερμανικής εταιρίας που διανέμει τα προϊόντα στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, όσο και λόγω της κατοικίας, σε ένα άλλο ομόσπονδο κράτος ( 60 ), του διαχειριστή της εταιρίας αυτής, ο οποίος αποτελεί τον «εναγόμενο - σύνδεσμο», εντούτοις αυτό που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος αυτός ενάγεται προσωπικώς και όχι υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας αυτής. Πράγματι, αυτή και μόνον η επιλογή θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία και την κατά τόπον αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου.

73.

Προφανώς, το ζητούμενο δεν είναι να εξεταστεί η εφαρμογή των κανόνων που διέπουν την κατά τόπον αρμοδιότητα ή συγκέντρωση των ενδίκων διαφορών ( 61 ), οι οποίοι δεν εμπίπτουν ούτε στον ΚΣΕΕ ( 62 ) ούτε στον κανονισμό 1215/2012, αλλά να επισημανθεί ότι το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει, εντούτοις, να βεβαιωθεί ότι τα αγωγικά αιτήματα που στρέφονται κατά του εναγομένου - συνδέσμου στηρίζονται σε εύλογους ισχυρισμούς ( 63 ).

74.

Ενδεικτικά ( 64 ), επισημαίνεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, όσον αφορά τον νόμιμο εκπρόσωπο της εδρεύουσας στη Γερμανία εταιρίας, ο οποίος έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του αιτούντος δικαστηρίου, το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε, μόνον στο προδικαστικό του ερώτημα, ότι αυτός «είναι επίσης εναγόμενος ως προσβάλλων το σήμα».

75.

Φρονώ ότι το ουσιώδες αυτό στοιχείο δικαιολογεί ότι η αγωγή ήταν, κατά την άσκησή της, επαρκώς προσδιορισμένη ως προς τον ρόλο του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρίας, δεδομένου ότι, κατά μη συνήθη τρόπο, ζητείται από τρίτο η διάγνωση της προσωπικής ευθύνης του εν λόγω νόμιμου εκπροσώπου στο πλαίσιο αγωγής με αίτημα την παύση της προσβολής του επίμαχου δικαιώματος και την αναγνώριση της υποχρεώσεως προς αποζημίωση ( 65 ).

76.

Ελλείψει τέτοιων διευκρινίσεων, είναι θεμιτό, κατ’ εμέ, να υπάρξει αμφιβολία σχετικά με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δικαιολογεί την επέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία θεμελιώνεται στον τόπο της προσωπικής κατοικίας του διαχειριστή εταιρίας, και στα αγωγικά αιτήματα που στρέφονται κατ’ άλλης εταιρίας και κατά του διαχειριστή της που ενάγεται τόσο ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας αυτής όσο και προσωπικώς, οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος.

77.

Σε τέτοιες ένδικες διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο την παραποίηση/απομίμηση ενιαίου χαρακτήρα σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φρονώ ότι είναι ευνόητο, στην πράξη, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο να εξασφαλίζει ότι, κατά την άσκησή της, η αγωγή περιέχει τα στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι η επιλογή του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου δικαιολογείται από την προσωπική συμμετοχή του νομίμου εκπροσώπου μιας εταιρίας στις πράξεις παραποίησης/απομίμησης, με επίκληση αποδεικτικών στοιχείων είτε για την χρήση ενός σημείου πανομοιότυπου ή παρόμοιου με το εν λόγω σήμα σε εμπορικό πλαίσιο (άλλως για την παράλειψη αποτροπής ή παύσης της παραποίησης/απομίμησης ( 66 )), είτε για το ότι ο εναγόμενος - σύνδεσμος ενεπλάκη σε δραστηριότητα παραποίησης/απομίμησης όντας ευλόγως σε γνώση του γεγονότος αυτού ( 67 ).

78.

Αντιθέτως, φρονώ ότι το να απαιτείται από τον ενάγοντα να καθορίσει την επιλογή του δικαστηρίου εξετάζοντας ποιος είναι αυτός που προσέβαλε αρχικά τα δικαιώματα του δικαιούχου του προστατευόμενου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης βαίνει πέραν του απλού ab initio ελέγχου σχετικά με το αν η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 προκλήθηκε τεχνηέντως.

79.

Βεβαίως, μια τέτοια επιλογή θα μπορούσε να στηριχθεί σε ανάλογη εφαρμογή στο δίκαιο των σημάτων όσων αποφάσισε το Δικαστήριο στην απόφαση Nintendo σχετικά με τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 864/2007 ( 68 ), καθορισμός ο οποίος είναι αναγκαίος όταν η αγωγή του ενάγοντος αφορά διάφορες πράξεις παραποίησης/απομίμησης τελεσθείσες σε διαφορετικά κράτη μέλη ( 69 ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να εκτιμήσει συνολικώς τη συμπεριφορά του εναγομένου, προκειμένου να προσδιορίσει τον τόπο τελέσεως ή επαπειλούμενης τελέσεως της αρχικής πράξεως παραποίησης/απομίμησης, από την οποία απορρέει η προσαπτόμενη συμπεριφορά ( 70 ).

80.

Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η ερμηνεία των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας δεν συνδέεται με την ερμηνεία των διατάξεων σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε αγωγές αποζημιώσεως ( 71 ).

81.

Επιπλέον, στο στάδιο της ασκήσεως της αγωγής, η επιβολή στον ενάγοντα της υποχρέωσης να αναζητήσει ποιος είναι ο αρχικός παράγων στην αλυσίδα των πράξεων παραποίησης/απομίμησης θα συνιστούσε υπερβολικά δυσχερές βάρος αποδείξεως και θα ενείχε τον κίνδυνο υπονομεύσεως του σκοπού του ΚΣΕΕ, ο οποίος συνίσταται στην προστασία των δικαιωμάτων του δικαιούχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε πλαίσιο το οποίο μπορεί να είναι πολύ ευρύ, αναλόγως της δικονομικής επιλογής του δικαιούχου ( 72 ).

82.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να προσθέσει στην απάντησή του προς το αιτούν δικαστήριο ότι σε αυτό εναπόκειται επίσης να εξακριβώσει τα στοιχεία βάσει των οποίων αποδεικνύεται, κατά την άσκηση της αγωγής, η συμμετοχή του διαχειριστή της γερμανικής εταιρίας στις πράξεις παραποίησης/απομίμησης η οποία συνεπάγεται την ενεργοποίηση της προσωπικής του ευθύνης.

V. Πρόταση

83.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία) ως εξής:

Το άρθρο 8, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 122 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

πλείονες εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν την κατοικία τους σε διαφορετικά κράτη μέλη, μπορούν να εναχθούν ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας του ενός εξ αυτών, στο πλαίσιο αγωγής λόγω παραποίησης/απομίμησης ασκούμενης ενώπιον του δικαστηρίου αυτού από τον δικαιούχο σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον στους εναγομένους αυτούς προσάπτεται πανομοιότυπη από υλική άποψη προσβολή του εν λόγω σήματος με καθεμιά από τις πράξεις τους στο πλαίσιο της αλυσίδας εφοδιασμού. Εναπόκειται στο επιλαμβανόμενο δικαστήριο να εκτιμήσει το ενδεχόμενο υπάρξεως κινδύνου από την υιοθέτηση λύσεων που θα μπορούσαν να είναι ασυμβίβαστες σε περίπτωση χωριστής εκδικάσεως των αγωγικών αιτημάτων, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της δικογραφίας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1).

( 3 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1) (στο εξής: ΚΣΕΕ).

( 4 ) Στις 19 Σεπτεμβρίου 2018, όπως διευκρινίζεται στην απόφαση του Landgericht Düsseldorf (περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ, Γερμανία), η οποία διαβιβάστηκε από το αιτούν δικαστήριο. Συνεπώς, ο κανονισμός 1215/2012 είναι εφαρμοστέος σύμφωνα με το άρθρο 66 αυτού. Βλ., συναφώς, απόφαση AMS Neve κ.λπ. (C‑172/18, στο εξής: απόφαση AMS Neve κ.λπ., EU:C:2019:674, σκέψεις 34 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 5 ) Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η Beverage City & Lifestyle και ο διαχειριστής της, MJ, παραιτήθηκαν από την έφεση που είχαν αρχικώς ασκήσει.

( 6 ) Απόφαση C‑24/16 και C‑25/16 (στο εξής: απόφαση Nintendo, EU:C:2017:724).

( 7 ) Ο όρος αυτός δηλώνει τον μοναδικό εκ των συνεναγομένων στην κατοικία του οποίου θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου. Βλ., για μια προηγούμενη χρήση του όρου αυτού, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, EU:C:2014:2443, σημείο 56).

( 8 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1).

( 9 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung (C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 10 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1).

( 11 ) Βλ., για μια υπενθύμιση της ιστορικής εξέλιξης των κανονισμών μετά την καθιέρωση του κοινοτικού σήματος με τον κανονισμό (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψη 3).

( 12 ) Βλ. απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Η επιλογή αυτή έχει επίπτωση στην έκταση της δικαιοδοσίας του επιλαμβανομένου δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ. Το άρθρο 126, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ΚΣΕΕ προβλέπει ότι το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για τις πράξεις παραποίησης/απομίμησης που διαπράχθηκαν ή επαπειλούνταινα διαπραχθούν στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους. Βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία του δικαστηρίου κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων να διατάξει τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή κυρώσεων κατά της παραποίησης/απομίμησης σε ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης και όχι μόνο για τη ζημία που προκαλείται στον τόπο που αποτελεί θεμέλιο της διεθνούς δικαιοδοσίας του λόγω του ότι εκεί έχει την κατοικία του ο «εναγόμενος - σύνδεσμος», απόφαση Nintendo (σκέψεις 61 έως 67).

( 14 ) Σχετικά με τον εναλλακτικό χαρακτήρα της δωσιδικίας που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή, βλ. απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψη 41), η οποία αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 207/2009 που κωδικοποιήθηκε από τον ΚΣΕΕ. Η συγκεκριμένη δικονομική επιλογή καθορίζει την έκταση της κατά τόπον αρμοδιότητας του δικαστηρίου σημάτων της ΕΕ, δεδομένου ότι αυτή περιορίζεται στις πράξεις που διαπράχθηκαν ή επαπειλούνται να διαπραχθούν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο εδρεύει το δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 126, παράγραφος 2, του ΚΣΕΕ. Βλ., όσον αφορά τις αντίστοιχες διατάξεις, απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψη 40).

( 15 ) Βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Coty Germany (C‑360/12, EU:C:2014:1318, σκέψη 36).

( 16 ) Ούτε στο άρθρο 122, παράγραφος 2, του ΚΣΕΕ ούτε σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού γίνεται παραπομπή στο εν λόγω άρθρο ή στον κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας που αυτό προβλέπει. Όπως προκύπτει από το άρθρο 122, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, εφόσον αυτός δεν προβλέπει εξαίρεση, εφαρμόζεται επικουρικά και ο κανονισμός 1215/2012. Το ίδιο ισχύει και για τον κανονισμό (ΕΚ) 6/2002 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2001, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα (ΕΕ 2002, L 3, σ. 1), βάσει του άρθρου 79 αυτού. Πέραν αυτού, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι ο κανονισμός 1215/2012 αποσκοπεί στον καθορισμό ενός γενικού πλαισίου, εντούτοις προβλέπει σημαντική εξαίρεση όσον αφορά τις υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 24, σημείο 4, του κανονισμού αυτού προβλέπει κανόνα αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους του δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας με αγωγή ή ένσταση. Πάντως, συναφώς, ο ΚΣΕΕ περιλαμβάνει ορισμένες ειδικές ρυθμίσεις: το τεκμήριο εγκυρότητας του σήματος της ΕΕ που προβλέπεται στο άρθρο 127 ισχύει εκτός εάν το κύρος του σήματος αμφισβητηθεί με ανταγωγή υπό τους όρους που προβλέπει το άρθρο 128.

( 17 ) Βλ., προς υπενθύμιση της απαίτησης αυτής, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψεις 44 έως 46). Επιπλέον, όλοι οι εναγόμενοι πρέπει να έχουν την κατοικία τους εντός της Ένωσης [βλ. απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 52)]. Επισημαίνω ότι η Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπογράφηκε στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 και της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ 2009, L 147, σ. 1), αποκαλούμενη «Σύμβαση του Λουγκάνο II», περιέχει διάταξη πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 6, σημείο 1.

( 18 ) Διατηρεί δε αυτή την ιδιότητα παρά την τυχόν εξέλιξη της ένδικης διαδικασίας. Επομένως, η παραίτηση από την αρχικώς ασκηθείσα έφεσή του, όπως συνέβη εν προκειμένω με την εταιρία της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο εναγόμενος - σύνδεσμος (βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων), ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση ελέγχου της υπάρξεως στενής συνάφειας μεταξύ των αγωγών κατά τον χρόνο της ασκήσεώς τους. Βλ., όσον αφορά το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο πρέπει να εκτιμάται η ύπαρξη τέτοιας συνάφειας μεταξύ των αγωγών, απόφαση της 21ης Μαΐου 2015, CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, στο εξής: απόφαση CDC Hydrogen Peroxide, EU:C:2015:335, σκέψεις 28 και 29), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Jääskinen στην υπόθεση CDC Hydrogen Peroxide (C‑352/13, EU:C:2014:2443, σημεία 78 και 79). Προηγουμένως, το Δικαστήριο είχε κρίνει, με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Reisch Montage (C‑103/05, EU:C:2006:471, σκέψεις 27 και 33), ότι το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, βάσει του οποίου η αγωγή κατ’ ενός εκ των συνεναγομένων είναι απαράδεκτη, δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, νυν άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012. Βλ., επίσης, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιλαμβάνεται αγωγής λόγω παραποίησης/απομίμησης τέτοιου σήματος του οποίου το κύρος αμφισβητείται με ανταγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας, η οποία διεθνής δικαιοδοσία εξακολουθεί να υφίσταται για την έκδοση αποφάσεως επί του κύρους του σήματος αυτού παρά την παραίτηση από την κύρια αγωγή, απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2022,Gemeinde Bodman-Ludwigshafen (C‑256/21, EU:C:2022:786, σκέψεις 55 και 58), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Gemeinde Bodman-Ludwigshafen (C‑256/21, EU:C:2022:366, σημεία 66 έως 73), για λεπτομερή περιγραφή των περιπτώσεων εφαρμογής της αρχής της perpetuatio fori.

( 19 ) Απόφαση 189/87 (EU:C:1988:459). Βλ., για μια υπενθύμιση του νομοθετικού ιστορικού, απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, Freeport (C‑98/06, EU:C:2007:595, σκέψη 53).

( 20 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 26 του εν λόγω κανονισμού.

( 21 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού 1215/2012. Πρόκειται επίσης για τη διασφάλιση της εκτέλεσης των αποφάσεων. Βλ., συναφώς, άρθρο 45, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου, η αναγνώριση μιας αποφάσεως απορρίπτεται, εάν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως.

( 22 ) Βλ. αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2007, Freeport (C‑98/06, EU:C:2007:595, σκέψη 35), της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer (C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 74), της 12ης Ιουλίου 2012, Solvay (C‑616/10, στο εξής: απόφαση Solvay, EU:C:2012:445, σκέψη 21), της 11ης Απριλίου 2013, Sapir κ.λπ. (C‑645/11, EU:C:2013:228, σκέψη 41), και CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 18).

( 23 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Solvay (σκέψη 23). Επιπλέον, στην απόφαση της 13ης Ιουλίου 2006, Roche Nederland κ.λπ. (C‑539/03, EU:C:2006:458, σκέψη 26), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «για να μπορέσουν αποφάσεις να θεωρηθούν αντιφατικές δεν αρκεί να υπάρχει απόκλιση όσον αφορά τη λύση της διαφοράς». Πράγματι, στην πράξη, κατά το στάδιο της ασκήσεως της αγωγής, είναι πιο δύσκολο να εκτιμηθεί το στοιχείο αυτό παρά η ύπαρξη της ίδιας πραγματικής και νομικής κατάστασης.

( 24 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και Nintendo (σκέψη 45).

( 25 ) Η εν λόγω απόφαση εντάσσεται στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 σε ορισμένες διαφορές που άπτονται της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, του ανταγωνισμού και των σχεδίων ή υποδειγμάτων. Η νομολογία αυτή λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα της νομοθεσίας περί διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά στη διατήρηση αυτής της άυλης ιδιοκτησίας που είναι ευχερώς προσβάσιμη σε όλους. Πρβλ. επισημάνσεις των Kur, A., και Maunsbach, U., «Choice of law and Intellectual Property Rights», Oslo Law Review, 2019, τόμος 6, αριθ. 1, σ. 43 έως 61, ιδίως σ. 44. Επιπλέον, η εξέλιξη των αποφάσεων του Δικαστηρίου στηρίζεται στο επίπεδο προστασίας που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο επιτάσσει την αποφυγή του κατακερματισμού της ένδικης διαφοράς [βλ., επ’ αυτού, Georgakoudi, N., Les compétences exclusives en matière civile et commerciale: étude de droit international privé, διδακτορική διατριβή υποστηριχθείσα στις 9 Δεκεμβρίου 2021, ιδίως σ. 204, καθώς και Muir Watt, H., Hashiguchi, M., Nateshan, S., και Sturua, D., «Article 8», σε Magnus, U., και Mankowski, P., European Commentaries on Private International Law, Brussels Ibis Regulation, 2η έκδ, Otto Schmidt, Κολωνία, 2023, σ. 359 έως 392, ιδίως σημείο 1 (σ. 361), σημείο 3 (p. 362) και σημείο 4 (σ. 363)]. Σχετικά με το ιστορικό εναρμόνισης του ουσιαστικού δικαίου της διανοητικής ιδιοκτησίας, βλ. Kur, A., και Maunsbach, U., όπ.π., σ. 50 και 51.

( 26 ) Βλ. απόφαση Nintendo (σκέψη 49).

( 27 ) Απόφαση C‑539/03 (EU:C:2006:458).

( 28 ) Βλ. απόφαση Nintendo (σκέψεις 46 και 47).

( 29 ) Σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΚΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 129, παράγραφος 2, και το άρθρο 130 παράγραφος 2, αυτού, τα αιτήματα περί παροχής πληροφοριών και στοιχείων λογαριασμών και περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως προς αποζημίωσης, ως λοιπά μέτρα ή διαταγές, δεν ρυθμίζονται αυτοτελώς από τον εν λόγω κανονισμό, αλλά διέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Nintendo (σκέψη 47). Υπενθυμίζεται επίσης ότι το δικαίωμα αποζημιώσεως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45). Επιπλέον, όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο, πρέπει να γίνει παραπομπή στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) (ΕΕ 2007, L 199, σ. 40). Με τον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, πλην του Βασιλείου της Δανίας, ενοποιούνται οι κανόνες συγκρούσεως νόμων που εφαρμόζονται στις αστικές και εμπορικές εξωσυμβατικές ενοχές και, ειδικότερα, στις ενοχές που απορρέουν από προσβολές δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ενιαίου χαρακτήρα που λαμβάνουν χώρα μετά τις 11 Ιανουαρίου 2009 (βλ. άρθρο 32 του εν λόγω κανονισμού). Για την περίπτωση αγωγής η οποία ασκείται κατά πλειόνων εναγομένων για πράξεις παραποίησης/απομίμησης τελεσθείσες σε πλείονα κράτη μέλη, βλ. απόφαση Nintendo (σκέψεις 98 και 104). Βλ., επίσης, απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψη 64).

( 30 ) Απόφαση C‑145/10 (EU:C:2011:798, σκέψη 83).

( 31 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 32 ) Σκέψη 29. Για τις πρακτικές συνέπειες σε περίπτωση μη εφαρμογής του άρθρου 6, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, βλ. σκέψη 28 της εν λόγω αποφάσεως.

( 33 ) Απόφαση Nintendo (σκέψη 51). Η υπογράμμιση δική μου.

( 34 ) Απόφαση Nintendo (σκέψη 51). Η υπογράμμιση δική μου.

( 35 ) Απόφαση Nintendo (σκέψη 52). Η υπογράμμιση δική μου.

( 36 ) Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επισήμανε μόνον ότι «[ο] δεύτερος εναγόμενος κατασκευάζει και παραδίδει στον πρώτο εναγόμενο τα προϊόντα που ο τελευταίος διαθέτει στο εμπόριο».

( 37 ) Βλ., συναφώς. άρθρο 9 του ΚΣΕΕ από το οποίο μπορεί να αντληθεί ένας ορισμός των πράξεων παραποίησης/απομίμησης, πρβλ. απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψη 54). Σχετικά με την έννοια της «χρήσης», βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Nintendo (σκέψεις 100, 103 και 104).

( 38 ) Βλ., όσον αφορά την περίσταση αυτή, απόφαση Solvay (σκέψη 29).

( 39 ) Βλ. απόφαση Nintendo (σκέψεις 50 και 51).

( 40 ) Βλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Hummel Holding (C‑617/15, EU:C:2017:390, σκέψη 28).

( 41 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 42 ) Βλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Coty Germany (C‑360/12, EU:C:2014:1318, σκέψεις 32, 34 και 37), η οποία αφορά τον συγκεκριμένο όρο που χρησιμοποιείται στο άρθρο 93, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, νυν άρθρο 125, παράγραφος 5, του ΚΣΕΕ.

( 43 ) Απόφαση C‑617/15 (EU:C:2017:390, σκέψεις 25, 27 και 28). Η στενή ερμηνεία της έννοιας της «εγκατάστασης» δεν δικαιολογείται πλέον δεδομένου ότι ο ΚΣΕΕ προβλέπει ότι ο ενάγων μπορεί να επιλέξει μεταξύ του τόπου κατοικίας του εναγομένου και του δικαστηρίου του τόπου της παραποίησης/απομίμησης. Επιπλέον, η ιδιότητα της εγκατάστασης δεν εξαρτάται από το αν η εναγόμενη εταιρία είχε άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην τέλεση των πράξεων που προκάλεσαν την ένδικη διαφορά (σκέψη 40 της εν λόγω αποφάσεως).

( 44 ) Απόφαση 189/87 (EU:C:1988:459). Βλ. σημείο 31 των παρουσών προτάσεων.

( 45 ) Βλ. υποσημείωση 25 των παρουσών προτάσεων. Σημειώνεται ότι δεν πρέπει να γίνει παραπομπή στις μεταγενέστερες αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με πράξεις παραποίησης/απομίμησης [αποφάσεις AMS Neve κ.λπ. και της 3ης Μαρτίου 2022, Acacia (C‑421/20, EU:C:2022:152), στον τομέα των κοινοτικών σχεδίων και υποδειγμάτων], δεδομένου ότι οι αγωγές στις υποθέσεις αυτές είχαν ασκηθεί ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε η πράξη παραποίησης/απομίμησης. Βλ., σχετικά με το εναλλακτικό αυτό κριτήριο διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποσημείωση 14 των παρουσών προτάσεων.

( 46 ) Βλ. αποφάσεις CDC Hydrogen Peroxide (σκέψεις 16 και 23 έως 25), και της 15ης Ιουλίου 2021, Volvo κ.λπ. (C‑30/20, EU:C:2021:604, σκέψεις 39 έως 42).

( 47 ) Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 αυτού, ο κανονισμός 1215/2012 αποσκοπεί στη συμπλήρωση της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου με εναλλακτικές δωσιδικίες που θεσπίζονται λόγω της υπάρξεως στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή με σκοπό τη διευκόλυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Βλ., όσον αφορά τον κανονισμό 44/2001, απόφαση Solvay (σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 48 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού 1215/2012.

( 49 ) Βλ., συγκριτικά, απόφαση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), 1ο πολιτικό τμήμα, της 4ης Ιουλίου 2018 (υπ’ αριθ. 17‑19.384), μνημονευόμενη σε Muir Watt, H., Hashiguchi, M., Nateshan, S., και Sturua, D., όπ.π., υποσημείωση 39 (σ. 372). Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι υφίσταται συνάφεια μεταξύ των αγωγών εφόσον, στο πλαίσιο δικαιοπραξίας που αφορά ακίνητο, διαπιστώνονται η διασύνδεση των ενεργειών που αποδίδονται σε ορισμένους συνεναγομένους, μεταξύ των οποίων ο εναγόμενος - σύνδεσμος, οι σχέσεις τους, καθώς και οι αντίστοιχοι ρόλοι και οι ευθύνες δύο εξ αυτών.

( 50 ) Η περίπτωση αυτή αφορά τη χρήση του σημείου από τους εναγομένους κατά τον ίδιο τρόπο. Επομένως, φαίνεται απίθανο ένας εναγόμενος να αγνοεί τις πράξεις παραποίησης/απομίμησης των συνεναγομένων του. Σχετικά με τη σημασία των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ο τελών την παραποίηση/απομίμηση μπορεί να γνωρίζει ότι παραβιάστηκε το ίδιο εθνικό δίκαιο, βλ. Heinze, C., και Warmuth, C., «Intellectual property and the Brussels Ibis Regulation», σε Mankowski, P., Research Handbook on the Brussels Ibis Regulation, Edward Elgar Publishing, Cheltenham, 2020, σ. 147 έως 171, ιδίως σ. 167, διαθέσιμο στη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.elgaronline.com/display/edcoll/9781788110785/9781788110785.00011.xml.

( 51 ) Βλ., συναφώς, απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψεις 47 και 54).

( 52 ) Βλ. υποσημείωση 23 των παρουσών προτάσεων και απόφαση Nintendo (σκέψη 52).

( 53 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις CDC Hydrogen Peroxide (σκέψεις 27 έως 29 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 54 ) Βλ. σημεία 18 και 74 των παρουσών προτάσεων.

( 55 ) Πέραν αυτού, ουδόλως επιβάλλεται ιεράρχηση μεταξύ των συνεναγομένων ή των αγωγικών αιτημάτων. Σχετικά με τις προτάσεις της θεωρίας για μεγαλύτερη αυστηρότητα, βλ. Siaplaouras, P., «Article 8», σε Requejo Isidro, M., Brussels I bis: A Commentary on Regulation (EU) no 1215/2012, Edward Elgar Publishing, Cheltenham, 2022, σ. 166 έως 190, ιδίως 8.17, υποσημείωση 45 (σ. 172), καθώς και Gaudemet-Tallon, H., και Ancel, M.-E., Compétence et exécution des jugements en Europe, Règlements 44/2001 et 1215/2012, Conventions de Bruxelles (1968) et de Lugano (1998 et 2007), 6η έκδ., Librairie générale de droit et de jurisprudence, συλλογή «Droit des affaires», Παρίσι, 2018, υποσημείωση 46 (σ. 395).

( 56 ) Βλ. απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, Freeport (C‑98/06, EU:C:2007:595, σκέψεις 52 έως 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., σχετικά με το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, Siaplaouras, P., όπ.π., σημεία 8.37 έως 8.39 (σ. 177 και 178). Βλ., συγκριτικά, άρθρο 8, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, το οποίο προβλέπει ότι ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί «αν πρόκειται για προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, ενώπιον του δικαστηρίου της κύριας δίκης, εκτός αν μόνος σκοπός της ήταν να απομακρύνει τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωσή τους» (η υπογράμμιση δική μου).

( 57 ) Βλ. απόφαση CDC Hydrogen Peroxide (σκέψη 33). Σχετικά με την απαίτηση αποδείξεως της συμπαιγνίας μεταξύ των διαδίκων, βλ. σκέψη 32 της αποφάσεως αυτής. Εξάλλου, ορισμένοι συγγραφείς επισήμαναν την απόκλιση από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Βλ., επ’ αυτού, σχόλιο του Siaplaouras, P., όπ.π., σημείο 8.40 (σ. 178).

( 58 ) Πρβλ. Muir Watt, H., Hashiguchi, M., Nateshan, S., και Sturua, D., όπ.π., σημείο 22 (σ. 371).

( 59 ) Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.

( 60 ) Βλ. σημείο 11 των παρουσών προτάσεων.

( 61 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Allianz Elementar Versicherung (C‑652/20, EU:C:2022:514, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπως και στο άρθρο 4 του κανονισμού 1215/2012, στο άρθρο 125, παράγραφος 1, του ΚΣΕΕ ορίζονται ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος.

( 62 ) Μόνο στο άρθρο 123, παράγραφος 1, του ΚΣΕΕ προβλέπεται ότι «[τ] α κράτη μέλη ορίζουν στο έδαφός τους τον μικρότερο δυνατό αριθμό πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων εθνικών δικαστηρίων, τα οποία ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό».

( 63 ) Συμφώνως προς ό,τι έκρινε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2007, Freeport (C‑98/06, EU:C:2007:595), και της 13ης Ιουλίου 2006, Reisch Montage (C‑103/05, EU:C:2006:471), δεν απαιτείται η εκτίμηση του επιληφθέντος δικαστηρίου να αφορά το βάσιμο των αιτημάτων ή το παραδεκτό τους κατ’ εφαρμογήν του εθνικού δικαίου. Για το ζήτημα αυτό, βλ. επίσης παραπομπές στην υποσημείωση 64 των παρουσών προτάσεων.

( 64 ) Βλ. όσον αφορά μια περίπτωση στην οποία οι ενάγουσες είχαν στηρίξει την αγωγή τους στο γεγονός ότι το επίμαχο ατύχημα οφειλόταν σε ελαττώματα σχεδιασμού και κατασκευής του ελικοπτέρου, είχαν δε εναγάγει πρόσωπο το οποίο δεν είχε καμία σχέση με τα ελαττώματα αυτά, απόφαση του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division (Commercial Court) [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), σχηματισμός Queen’s Bench (τμήμα εμπορικών διαφορών), Ηνωμένο Βασίλειο], της 29ης Μαΐου 2020, Senior Taxi Aereo Executivo LTDA κ.λπ. κατά Agusta Westland S.p.A κ.λπ., διαθέσιμη στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://www.bailii.org/ew/cases/EWHC/Comm/2020/1348.html. Η απόφαση αυτή σχολιάστηκε από τους Muir Watt, H., Hashiguchi, M., Nateshan, S., και Sturua, D., όπ.π., σημείο 20 (σ. 370), από τον James, M., «Claims against anchor defendant subject to merits test under Recast Brussels Regulation (High Court)», Practical Law UK, Thomas Reuters, 10 Ιουνίου 2020, καθώς και από τους Pertoldi, A., και McIntosch, M., «High Court holds claim against anchor defendant must satisfy merits test if it is to be used to establish jurisdiction against co-defendants under recast Brussels Regulation», διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://hsfnotes.com/litigation/2020/06/30/high-court-holds-claim-against-anchor-defendant-must-satisfy-merits-test-if-it-is-to-be-used-to-establish-jurisdiction-against-co-defendants-under-recast-brussels-regulation/. Βλ., επίσης, απόφαση του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), εμπορικό τμήμα, της 26ης Φερβουαρίου 2020 (υπ’ αριθ. 18-21.144), μνημονευόμενη σε Muir Watt, H., Hashiguchi, M., Nateshan, S., και Sturua, D., όπ.π., σημείο 19 (σ. 369), με την οποία το εν λόγω δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του cour d’appel de Paris (εφετείου Παρισίων, Γαλλία), της 5ης Ιουνίου 2018, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 8, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, για τον λόγο ότι κανένα αίτημα δεν στρεφόταν κατ’ ενός εκ των εναγομένων.

( 65 ) Εξ όσων γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν έχει κληθεί να αποφανθεί επί τέτοιας καταστάσεως. Σχετικά με την έννοια του «διαταράσσοντος», η οποία, κατά το γερμανικό δίκαιο, ενεργοποιεί την ευθύνη του διαχειριστή, βλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, YouTube και Cyando (C‑682/18 και C‑683/18, EU:C:2021:503, σκέψεις 120 έως 123). Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να υποβληθεί κατ’ αυτού μόνον αίτημα περί παύσης και απαγόρευσης της προσβολής του οικείου δικαιώματος.

( 66 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2010, Google France και Google (C‑236/08 έως C‑238/08, EU:C:2010:159, σκέψη 120).

( 67 ) Βλ., συναφώς, άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/48.

( 68 ) Κατά τη διάταξη αυτή, «[σ]ε περίπτωση εξωσυμβατικής ενοχής που απορρέει από προσβολή κοινοτικού δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας ενιαίου χαρακτήρα, εφαρμοστέο δίκαιο για κάθε ζήτημα που δεν διέπεται από σχετική κοινοτική πράξη είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία διαπράχθηκε η προσβολή».

( 69 ) Βλ., για μια σύνοψη της ερμηνείας του Δικαστηρίου, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Acacia (C‑421/20, EU:C:2022:152, σκέψη 48), και, όσον αφορά τη μη εφαρμογή της ερμηνείας αυτής σε περίπτωση που ο δικαιούχος του προστατευόμενου δικαιώματος επιλέγει να ασκήσει στοχευμένη αγωγή που αφορά τις πράξεις παραποίησης/απομίμησης που έχουν τελεσθεί σε ένα μόνον κράτος μέλος, σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως.

( 70 ) Βλ. απόφαση Nintendo (σκέψη 103).

( 71 ) Βλ. απόφαση AMS Neve κ.λπ. (σκέψεις 63 και 64).

( 72 ) Βλ., συγκριτικά, αποφάσεις AMS Neve κ.λπ. και της 3ης Μαρτίου 2022, Acacia (C‑421/20, EU:C:2022:152).

Top