EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0575

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α. Μ. Collins της 24ης Νοεμβρίου 2022.


Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:930

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΑΝΤΗΟΝΥ COLLINS

της 24ης Νοεμβρίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑575/21

WertInvest Hotelbetriebs GmbH

κατά

Magistrat der Stadt Wien,

παρισταμένης της:

Verein Alliance for Nature

[αίτηση του Verwaltungsgericht Wien
(διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2011/92/ΕΕ – Διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένα δημόσια και ιδιωτικά έργα – Διαπίστωση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει κατώτατων ορίων ή κριτηρίων τα οποία καθορίζονται από τα κράτη μέλη – Έργο αστικής ανάπτυξης σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί από την UNESCO Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς – Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συμπλήρωση κατώτατων ορίων όσον αφορά την επιφάνεια χρήσης γης και τη μικτή επιφάνεια κτισμάτων»

I – Εισαγωγή

1.

Η Βιέννη είναι μια πόλη με πλούσια ιστορική, πολιτιστική και αρχιτεκτονική κληρονομιά. Αρχικά, στη θέση αυτή βρισκόταν η κελτική πόλη Vindobona, η οποία μετεξελίχθηκε σε μια ρωμαϊκή πόλη-φρούριο στρατηγικής σημασίας. Το 1857 κατεδαφίστηκαν τα τείχη και οι λοιπές οχυρώσεις που είχαν ανεγερθεί περιμετρικά της πόλης κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα και αντικαταστάθηκαν από τη Ringstraße [περιφερειακή οδό], η οποία εγκαινιάστηκε το 1865 και κατά μήκος της οποίας ανεγέρθηκαν πολλά μεγάλα δημόσια κτίρια, με μια εκλεκτικιστική, ιστορικιστική τεχνοτροπία, η οποία ενίοτε αποκαλείται Ringstraßenstil, χρησιμοποιώντας στοιχεία κλασικής, γοτθικής, αναγεννησιακής και μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το ιστορικό κέντρο της Βιέννης, συμπεριλαμβανομένης της Ringstraße, Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

2.

Μια ιδιωτική εταιρία σκοπεύει να υλοποιήσει το έργο «ICV Heumarkt Neu – Neubau Hotel InterContinental, Wiener Eislaufverein WEV» (ICV Heumarkt Neu – εκ νέου ανοικοδόμηση του ξενοδοχείου InterContinental και του αθλητικού ομίλου παγοδρομιών Βιέννης, στο εξής: έργο Heumarkt Neu) σε απόσταση περίπου 250 μέτρων από το τμήμα της Ringstraße που ονομάζεται Schubertring. ( 2 ) Το έργο Heumarkt Neu περιλαμβάνει την κατεδάφιση του υφιστάμενου ξενοδοχείου InterContinental και την αντικατάστασή του με διάφορες νέες κατασκευές, συμπεριλαμβανομένου ενός ουρανοξύστη 19 ορόφων, για ξενοδοχειακές, εμπορικές, συνεδριακές, οικιστικές και γραφειακές χρήσεις, με υπόγειο παγοδρόμιο, αθλητική αίθουσα, πισίνα και χώρο στάθμευσης 275 θέσεων. Το έργο Heumarkt Neu θα εκτείνεται σε περίπου 1,55 εκτάρια και θα διαθέτει μικτή επιφάνεια κτισμάτων περίπου 89000 τ.μ.

3.

Το έργο έχει προκαλέσει διχογνωμία λόγω της γειτνίασής του με το κέντρο της Βιέννης, το οποίο αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, και λόγω του προβαλλόμενου αντίκτυπου που μπορεί να έχει το ύψος του προτεινόμενου ουρανοξύστη στον αστικό ορίζοντα. Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης, Αυστρία) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν κράτος μέλος το οποίο έχει επιλέξει να κρίνεται η ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων βάσει κατώτατων ορίων ή κριτηρίων τα οποία το ίδιο έχει θεσπίσει, μπορεί να υποχρεωθεί να πραγματοποιήσει την εν λόγω κρίση κατόπιν ατομικής εξέτασης ενός έργου, σε περίπτωση που δεν έχουν μεν συμπληρωθεί τα προβλεπόμενα αυτά κατώτατα όρια ή δεν πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια, αλλά το έργο αυτό ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

II. Σχετικές νομικές διατάξεις

A.   Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Στο προοίμιο της οδηγίας 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον ( 3 ), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014 ( 4 ), παρατίθενται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες αρχές:

«(7)

Η χορήγηση αδείας για δημόσια και ιδιωτικά έργα που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον θα πρέπει να γίνεται μόνο μετά από εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν αυτά τα έργα στο περιβάλλον. Η εν λόγω εκτίμηση θα πρέπει να γίνεται με βάση τις κατάλληλες πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου και να συμπληρώνεται από τις αρχές, καθώς και το κοινό που μπορεί ενδεχομένως να αφορά το έργο.

(8)

Τα έργα που ανήκουν σε ορισμένες κατηγορίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, καταρχήν, θα πρέπει να υπόκεινται συστηματικά σε εκτίμηση.

(9)

Άλλες κατηγορίες έργων δεν έχουν απαραίτητα σε όλες τις περιπτώσεις σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και τα εν λόγω έργα θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση όταν τα κράτη μέλη κρίνουν ότι υπάρχει ενδεχόμενο σημαντικών επιπτώσεων.

(10)

Τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν κατώτατα όρια ή κριτήρια για τον προσδιορισμό εκείνων των έργων που θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση βάσει της βαρύτητας των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων. Τα κράτη μέλη δεν θα είναι απαραίτητο να εξετάζουν κατά περίπτωση έργα που βρίσκονται κάτω των ορίων ή εκτός των κριτηρίων αυτών.

(11)

Κατά τον καθορισμό των εν λόγω κατώτατων ορίων ή κριτηρίων ή κατά την κατά περίπτωση εξέταση έργων για να προσδιορισθεί ποια έργα θα πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση βάσει της σημασίας των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια επιλογής που καθορίζει η παρούσα οδηγία. Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη είναι τα πλέον ενδεδειγμένα για τη συγκεκριμένη εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων.»

5.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92 προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των δημόσιων και ιδιωτικών έργων ( 5 ) που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

6.

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλισθεί ότι πριν χορηγηθεί άδεια, τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω, μεταξύ άλλων, της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, υπόκεινται σε υποχρέωση αδειοδότησης και εκτίμησης των επιπτώσεων τους. Αυτά τα έργα ορίζονται στο άρθρο 4.»

7.

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92 προβλέπει τα εξής:

«Στην εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων εντοπίζονται, περιγράφονται και αξιολογούνται δεόντως, με βάση κάθε μεμονωμένη περίπτωση, οι άμεσες και έμμεσες σημαντικές επιπτώσεις ενός έργου:

α)

στον πληθυσμό και την ανθρώπινη υγεία·

β)

στη βιοποικιλότητα, και ιδίως τα προστατευόμενα είδη και ενδιαιτήματα με βάση την οδηγία 92/43/ΕΟΚ [του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 1992 για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ 1992, L 206, σ. 7)] και την οδηγία 2009/147/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών (ΕΕ 2010, L 20, σ. 7)]·

γ)

στο έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα και το κλίμα·

δ)

στα υλικά αγαθά, την πολιτιστική κληρονομιά και το φυσικό τοπίο·

ε)

στην αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ).»

8.

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/92 έχει ως εξής:

«[…]

2)   Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 4, για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II, τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσο το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10. Τα κράτη μέλη αποφασίζουν βάσει:

α)

κατά περίπτωση εξέτασης·

ή

β)

κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζει το κράτος μέλος.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν και τις δύο διαδικασίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).

3)   Όταν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση ή καθορίζονται κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα III. Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν κατώτατα όρια ή κριτήρια που καθορίζουν πότε τα έργα δεν οφείλουν να υπόκεινται στην απόφαση με βάση τις παραγράφους 4 και 5 ή σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και/ή κατώτατα όρια ή κριτήρια που καθορίζουν πότε τα έργα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων χωρίς να υπόκεινται στην απόφαση που ορίζεται στις παραγράφους 4 και 5.»

9.

Το παράρτημα II της οδηγίας 2011/92 φέρει τον τίτλο «Έργα που μνημονεύονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2». Κατά το σημείο 10 του εν λόγω παραρτήματος, τα «έργα υποδομής» περιλαμβάνουν τα «[έ]ργα αστικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής εμπορικών κέντρων και χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων».

10.

Το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92 φέρει τον τίτλο «Κριτήρια επιλογής που μνημονεύονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 (κριτήρια καθορισμού σχετικά με το κατά πόσον τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ θα πρέπει να υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων)». Στο σημείο 1 του εν λόγω παραρτήματος εκτίθεται ότι τα χαρακτηριστικά των έργων πρέπει να εξετάζονται, ιδίως ως προς α) το μέγεθος και τον σχεδιασμό του όλου έργου, β) τη σώρευση με άλλα υφιστάμενα και/ή εγκεκριμένα έργα, γ) τη χρήση φυσικών πόρων, και ιδίως του εδάφους, της γης, των υδάτων και της βιοποικιλότητας, δ) την παραγωγή αποβλήτων, ε) τη ρύπανση και τις οχλήσεις, στ) τον κίνδυνο σοβαρών ατυχημάτων και/ή καταστροφών που σχετίζονται με το εν λόγω έργο, όπου περιλαμβάνονται και οι κίνδυνοι που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, κατά την επιστημονική γνώση και ζ) τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία.

11.

Στο μέτρο που φαίνεται κρίσιμο για τα ζητήματα που τίθενται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το σημείο 2 του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92, με τίτλο «Τοποθεσία των έργων», προβλέπει ότι η περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα πρέπει να εξετάζεται ιδίως ως προς α) την υπάρχουσα και την εγκεκριμένη χρήση γης, β) τον αντίστοιχο πλούτο, τη διαθεσιμότητα, την ποιότητα και την αναγεννητική ικανότητα των φυσικών πόρων της περιοχής και του υπεδάφους της και γ) την ικανότητα απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη έμφαση, μεταξύ άλλων, στις πυκνοκατοικημένες περιοχές και στα τοπία και τις τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας.

12.

Κατά το σημείο 3 του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2011/92, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τύπος και χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων», οι ενδεχόμενες σημαντικές επιπτώσεις των έργων στο περιβάλλον πρέπει να εξετάζονται σε συνάρτηση με τα κριτήρια που καθορίζονται στα σημεία 1 και 2 του παραρτήματος ΙΙΙ ως προς τον αντίκτυπο του έργου στους παράγοντες που καθορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής λαμβάνοντας υπόψη: α) το μέγεθος και τη χωρική έκταση των επιπτώσεων, β) τη φύση των επιπτώσεων, γ) τον διασυνοριακό χαρακτήρα των επιπτώσεων, δ) την ένταση και την πολυπλοκότητα των επιπτώσεων, ε) την πιθανότητα των επιπτώσεων, στ) την αναμενόμενη έναρξη, τη χρονική διάρκεια, τη συχνότητα και την αναστρεψιμότητα των επιπτώσεων, ζ) τη σώρευση των επιπτώσεων με τις επιπτώσεις άλλων υφιστάμενων και/ή εγκεκριμένων έργων και η) τη δυνατότητα αποτελεσματικής μείωσης των επιπτώσεων.

Β.   Η αυστριακή νομοθεσία

13.

Το άρθρο 1 του Bundesgesetz über die Prüfung der Umweltverträglichkeit (Umweltverträglichkeitsprüfungsgesetz) (ομοσπονδιακού νόμου περί της εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, στο εξής: UVP‑G), της 14ης Οκτωβρίου 1993 ( 6 ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης ( 7 ), φέρει τον τίτλο «Σκοπός της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και συμμετοχή του κοινού» και ορίζει τα εξής:

«1.   Σκοπός της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ) είναι να καταστεί δυνατόν, με τη συμμετοχή του κοινού και με βάση την τεχνογνωσία,

1)

να εντοπιστούν, να περιγραφούν και να αξιολογηθούν οι άμεσες και οι έμμεσες επιπτώσεις που θα έχει ή που ενδέχεται να έχει ένα έργο

α)

στον άνθρωπο και τη βιοποικιλότητα, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, των φυτών και των ενδιαιτημάτων τους,

β)

στο έδαφος, τα ύδατα, τον αέρα και το κλίμα,

γ)

στο φυσικό τοπίο και

δ)

στα υλικά αγαθά και την πολιτιστική κληρονομιά,

συμπεριλαμβανομένων των ενδεχομένων αλληλεπιδράσεων μεταξύ περισσοτέρων επιπτώσεων

[…]».

14.

Το άρθρο 3 του UVP‑G, που φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα έργα που παρατίθενται στο παράρτημα 1, καθώς και οι τροποποιήσεις των έργων αυτών, υπόκεινται σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις. Στα έργα που απαριθμούνται στις στήλες 2 και 3 του παραρτήματος 1, εφαρμόζεται η απλουστευμένη διαδικασία […]

2.   Στις περιπτώσεις που έργα του παραρτήματος 1 υπολείπονται μεν των εκεί καθοριζόμενων κατώτατων ορίων ή δεν πληρούν τα εκεί καθοριζόμενα κριτήρια, αλλά το εκάστοτε όριο συμπληρώνεται ή το εκάστοτε κριτήριο πληρούται από κοινού με άλλα έργα, εναπόκειται στη δημόσια αρχή να κρίνει κατά περίπτωση αν, λόγω σώρευσης των επιπτώσεων, πρέπει να αναμένονται σημαντικά επιβλαβείς, ανεπιθύμητες ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν πρέπει, ως εκ τούτου, να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το σχεδιαζόμενο έργο. Για τους σκοπούς διαπίστωσης της σώρευσης, λαμβάνονται υπόψη άλλα παρόμοια και χωρικώς συναφή έργα, τα οποία έχουν ήδη υλοποιηθεί ή για τα οποία έχει χορηγηθεί άδεια, ή έργα για τα οποία έχει προγενέστερα υποβληθεί πλήρης αίτηση χορήγησης άδειας ενώπιον δημόσιας αρχής ή για τα οποία έχει προγενέστερα υποβληθεί αίτηση χορήγησης άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 4 ή 5. Δεν απαιτείται κατά περίπτωση εξέταση αν το σχεδιαζόμενο έργο έχει δυναμικότητα που υπολείπεται του 25 % του κατώτατου ορίου. Για την κατά περίπτωση λήψη απόφασης, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια της παραγράφου 5, σημεία 1 έως 3, και εφαρμόζονται οι παράγραφοι 7 και 8. Η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων διενεργείται κατά την απλουστευμένη διαδικασία. Κατά περίπτωση εξέταση δεν διενεργείται όταν ο υποβάλλων το σχέδιο έργου ζητεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

[…]

4.   Στις περιπτώσεις έργων για τα οποία καθορίζεται κατώτατο όριο στη στήλη 3 του παραρτήματος 1, όσον αφορά ορισμένες προστατευόμενες τοποθεσίες, όταν πληρούται το κριτήριο αυτό, η αρχή, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση και τα μόνιμα αποτελέσματα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, κρίνει κατά περίπτωση κατά πόσον πρέπει να αναμένονται σημαντικά επιβαρυντικές επιπτώσεις για τον προστατευόμενο οικότοπο (παράρτημα 2, κατηγορία B) ή για τον σκοπό προστασίας για τον οποίο έχει οριοθετηθεί η προστατευόμενη τοποθεσία (παράρτημα 2, κατηγορίες Α, C, D και Ε). Στο πλαίσιο της εν λόγω εξέτασης, οι προστατευόμενες τοποθεσίες των κατηγοριών A, C, D ή E του παραρτήματος 2 λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον, κατά την ημέρα έναρξης της διαδικασίας, έχουν ήδη χαρακτηρισθεί ή συμπεριληφθεί στον κατάλογο των Τόπων Κοινοτικής Σημασίας (παράρτημα 2, κατηγορία Α). Εάν προβλέπονται σημαντικά επιβαρυντικές επιπτώσεις, διενεργείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Για την κατά περίπτωση λήψη απόφασης, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια της παραγράφου 5, σημεία 1 έως 3, και εφαρμόζονται οι παράγραφοι 7 και 8. Κατά περίπτωση εξέταση δεν διενεργείται όταν ο υποβάλλων το σχέδιο έργου ζητεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

4a.   Στις περιπτώσεις έργων για τα οποία προβλέπονται, στη στήλη 3 του παραρτήματος 1, ειδικές προϋποθέσεις, οι οποίες διαφέρουν από εκείνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 4, και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η αρχή κρίνει κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 7, κατά πόσον πρέπει να αναμένονται σημαντικά επιβλαβείς ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο. Αν η αρχή κρίνει ότι πρέπει να αναμένονται τέτοιες επιπτώσεις, η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων διενεργείται κατά την απλουστευμένη διαδικασία. Κατά περίπτωση εξέταση δεν διενεργείται όταν ο υποβάλλων το σχέδιο έργου ζητεί τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

5.   Όταν η αρχή κρίνει κατά περίπτωση, λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια, όπου απαιτείται:

1)

τα χαρακτηριστικά του έργου (το μέγεθος του έργου, τη χρήση φυσικών πόρων, την παραγωγή αποβλήτων, τη ρύπανση του περιβάλλοντος και τις οχλήσεις, την έκθεση του έργου σε κινδύνους σοβαρών ατυχημάτων και/ή φυσικών καταστροφών, όπου περιλαμβάνονται και οι κίνδυνοι που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, κατά την επιστημονική γνώση)·

2)

την τοποθεσία του έργου (την περιβαλλοντική ευαισθησία, λαμβάνοντας υπόψη την υπάρχουσα και την εγκεκριμένη χρήση γης, τον πλούτο, την ποιότητα και την αναγεννητική ικανότητα των φυσικών πόρων της περιοχής και του υπεδάφους της, την ικανότητα απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, λαμβάνοντας υπόψη, όπου απαιτείται, τις ζώνες που απαριθμούνται στο παράρτημα 2)·

3)

τα χαρακτηριστικά των ενδεχόμενων επιπτώσεων του έργου στο περιβάλλον (το είδος, το μέγεθος και τη χωρική έκταση των επιπτώσεων), τον διασυνοριακό χαρακτήρα των επιπτώσεων, την ένταση και την πολυπλοκότητα των επιπτώσεων, την αναμενόμενη έναρξη, την πιθανότητα των επιπτώσεων, τη διάρκεια, τη συχνότητα και την αναστρεψιμότητα των επιπτώσεων, τη δυνατότητα αποτελεσματικής αποφυγής ή μείωσης των επιπτώσεων), καθώς και τη μεταβολή των επιπτώσεων στο περιβάλλον ως απόρροια της υλοποίησης του έργου σε σύγκριση με την κατάσταση χωρίς την υλοποίηση του έργου.

Στην περίπτωση των έργων που απαριθμούνται στη στήλη 3 του παραρτήματος 1, η μεταβολή των επιπτώσεων εκτιμάται σε σχέση με την προστατευόμενη τοποθεσία.

[…]

6.   Δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας για τα έργα που υπόκεινται σε εκτίμηση, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1, 2 ή 4, πριν από την ολοκλήρωση της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή της κατά περίπτωση εξέτασης. Οι τυχόν αναγγελίες που λαμβάνουν χώρα βάσει διοικητικών διατάξεων πριν από την ολοκλήρωση της εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Άδειες που χορηγούνται κατά παράβαση της παρούσας διάταξης δύνανται να κηρυχθούν άκυρες από την κατά το άρθρο 39, παράγραφος 3, αρμόδια αρχή εντός προθεσμίας τριών ετών.

7.   Κατόπιν αίτησης του υποβάλλοντος το σχέδιο έργου, συμπράττουσας δημόσιας αρχής ή του Συνηγόρου για το Περιβάλλον, η αρμόδια αρχή διαπιστώνει αν απαιτείται, για συγκεκριμένο έργο, η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με τον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο, καθώς και ποιος από τους όρους που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή στο άρθρο 3a, παράγραφοι 1 έως 3, πληρούται στην περίπτωση του έργου. Η ως άνω διαπίστωση μπορεί να πραγματοποιηθεί και αυτεπαγγέλτως.

[…]

9.   Εάν η αρχή αποφασίσει, σύμφωνα με την παράγραφο 7, ότι ένα έργο δεν υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, περιβαλλοντική οργάνωση αναγνωρισμένη σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 7, ή περίοικος σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, σημείο 1, έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου. Από την ημερομηνία δημοσίευσης στο διαδίκτυο, η εν λόγω περιβαλλοντική οργάνωση ή ο εν λόγω περίοικος αποκτά πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο. Για την ενεργητική νομιμοποίηση της περιβαλλοντικής οργάνωσης, καθοριστικής σημασίας είναι η γεωγραφική ζώνη δραστηριοποίησης, που μνημονεύεται στη διοικητική απόφαση αναγνώρισής της σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 7.

[…]»

15.

Στο παράρτημα 1 του UVP‑G εκτίθενται λεπτομερώς τα έργα που υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η στήλη 1 απαριθμεί τα έργα που υπόκεινται σε τακτική εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Η στήλη 2 περιλαμβάνει τα έργα που υπόκεινται σε απλουστευμένη εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και η στήλη 3 περιλαμβάνει τα έργα ως προς τα οποία η ανάγκη διενέργειας απλουστευμένης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Τα έργα αστικής ανάπτυξης ( 8 ) με επιφάνεια χρήσης γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και μικτή επιφάνεια κτισμάτων άνω των 150.000 τ.μ. εμφανίζονται στη στήλη 2 του εν λόγω παραρτήματος ( 9 ). Στη στήλη 3 του παραρτήματος 1 του UVP‑G προβλέπεται ότι «[τ]ο άρθρο 3, παράγραφος 2, του παρόντος νόμου εφαρμόζεται στα [έργα αστικής ανάπτυξης], υπό τον όρο ότι λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των δυναμικοτήτων για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια κατά τα τελευταία πέντε έτη, περιλαμβανομένης της ζητηθείσας δυναμικότητας και/ή επέκτασης της δυναμικότητας».

16.

Στο παράρτημα 2 του UVP‑G καθορίζονται οι κατηγορίες προστευόμενων τοποθεσιών οι οποίες μνημονεύονται, επίσης, στη στήλη 3. Τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, που απαριθμούνται σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, της Σύμβασης για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς ( 10 ), αποτελούν «ειδικές ζώνες διατήρησης» κατά την έννοια της κατηγορίας Α των εν λόγω προστατευόμενων τοποθεσιών.

III. Η διαφορά της κύριας δίκης και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

17.

Στις 17 Οκτωβρίου 2017 η WertInvest Hotelbetriebs GmbH ζήτησε από τη Wiener Landesregierung (Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης, Αυστρία) να αναγνωρισθεί ότι δεν απαιτούνταν η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το έργο Heumarkt Neu.

18.

Στις 16 Οκτωβρίου 2018, η Wiener Landesregierung (Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης) απεφάνθη ότι για το έργο Heumarkt Neu δεν απαιτούνταν η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι το έργο αυτό δεν υπερέβαινε τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο παράρτημα 1, σημείο 18, στοιχείο b, του UVP‑G και ότι η διάταξη του άρθρου 3, παράγραφος 2, του UVP‑G, που αφορά τη σώρευση, δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι η δυναμικότητα του έργου υπολείπεται του 25 % του προβλεπόμενου κατώτατου ορίου.

19.

Στις 30 Νοεμβρίου 2018 η WertInvest Hotelbetriebs ζήτησε από το Magistrat der Stadt Wien (δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Βιέννης, Αυστρία) να της χορηγήσει άδεια δόμησης για το έργο Heumarkt Neu.

20.

Κατά της απόφασης της 16ης Οκτωβρίου 2018 ασκήθηκε προσφυγή από περίοικους και από μια οργάνωση προστασίας του περιβάλλοντος ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου, Αυστρία). Κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής, η WertInvest Hotelbetriebs ανακάλεσε την αίτησή της να αναγνωρισθεί ότι δεν απαιτούνταν η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το επίμαχο έργο. Παρά την ανάκληση αυτή, το Bundesverwaltungsgericht [ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο] απεφάνθη αυτεπαγγέλτως, στις 9 Απριλίου 2019, ότι το έργο Heumarkt Neu υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την απλουστευμένη διαδικασία. Το Bundesverwaltungsgericht [ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο] έκρινε ότι ο Αυστριακός νομοθέτης δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την ανάγκη να διασφαλίζονται, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας για την υλοποίηση έργων αστικής ανάπτυξης, οι προστατευόμενες τοποθεσίες που ανήκουν στην κατηγορία Α του παραρτήματος 2 του UVP‑G ( 11 ). Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι το έργο Heumarkt Neu καταδεικνύει ότι ακόμη και τα έργα που υπολείπονται των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στη στήλη 2 του παραρτήματος 1 του UVP‑G είναι επίσης ικανά να επηρεάσουν δυσμενώς ένα προστατευόμενο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Για τους λόγους αυτούς, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η οδηγία 2011/92 μεταφέρθηκε ανεπαρκώς στο αυστριακό δίκαιο και ότι έπρεπε, ως εκ τούτου, να εξεταστεί η ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων όσον αφορά το ίδιο το έργο Heumarkt Neu.

21.

Η WertInvest Hotelbetriebs και η Wiener Landesregierung (Κυβέρνηση του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης) άσκησαν αναίρεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία). Στις 25 Ιουνίου 2021, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αναίρεσε την απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακού διοικητικού δικαστηρίου), κρίνοντας ότι, λόγω της ανάκλησης εκ μέρους της WertInvest Hotelbetriebs της αίτησής της να αναγνωρισθεί ότι δεν απαιτούνταν η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το επίμαχο έργο, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος. Στις 15 Ιουλίου 2021, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) απεφάνθη ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανάκλησης της προμνησθείσας αίτησης, η απόφαση της Wiener Landesregierung (Κυβέρνησης του ομόσπονδου κράτους της Βιέννης) της 16ης Οκτωβρίου 2018 ήταν άκυρη.

22.

Κατά τη διάρκεια της εν λόγω ένδικης διαδικασίας, η υποβληθείσα από τη WertInvest Hotelbetriebs αίτηση άδειας δόμησης εκκρεμούσε ενώπιον του Magistrat der Stadt Wien (δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Βιέννης). Δεδομένου ότι το εν λόγω συμβούλιο έλαβε απόφαση επί της αίτησης αυτής εντός προθεσμίας έξι μηνών από την υποβολή της, η WertInvest Hotelbetrieb άσκησε, στις 12 Μαρτίου 2021, προσφυγή κατά παραλείψεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία), ζητώντας από το δικαστήριο αυτό να διατάξει το Magistrat der Stadt Wien (δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Βιέννης) να εκδώσει την εν λόγω άδεια δόμησης, δεδομένου ότι, για την έκδοση της απόφασης αυτής, δεν ήταν αναγκαία η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

23.

Προκειμένου να αποφανθεί αν υπήρξε παράλειψη εκ μέρους του Magistrat der Stadt Wien (δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Βιέννης), το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης) κρίνει αναγκαίο να εξακριβωθεί κατά πόσον απαιτείται η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το έργο Heumarkt Neu, καθόσον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα αστικής ανάπτυξης που πρόκειται να υλοποιηθούν στη Βιέννη μετά τη λήξη του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, παρατηρεί ότι, στις 10 Οκτωβρίου 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στην Αυστριακή Κυβέρνηση προειδοποιητική επιστολή ( 12 ), με την οποία έθεσε διάφορα ζητήματα σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 2011/92 στο αυστριακό δίκαιο ( 13 ), ιδίως όσον αφορά την πρόβλεψη ακατάλληλων κατώτατων ορίων, τα οποία, στην πράξη, αποκλείουν την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε όλες τις περιπτώσεις σημαντικών έργων αστικής ανάπτυξης (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του έργου Heumarkt Neu).

24.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wien (διοικητικό πρωτοδικείο Βιέννης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει στην [οδηγία 2011/92] εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα “έργα αστικής ανάπτυξης” τόσο από τη συμπλήρωση κατώτατων ορίων, τα οποία συνίστανται, ειδικότερα, σε επιφάνεια χρήσης γης τουλάχιστον 15 εκταρίων και σε μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150000 τ.μ., όσο και από την προϋπόθεση ότι πρέπει να πρόκειται για αναπτυξιακό έργο συνολικής πολυλειτουργικής δόμησης, σε κάθε περίπτωση με οικιστικά και εμπορικά κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των σχετικώς προβλεπόμενων οδών πρόσβασης και εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας, με ζώνη προσέλκυσης η οποία εκτείνεται πέραν της επιφάνειας του έργου; Ασκεί επιρροή, συναφώς, το ότι, στο εθνικό δίκαιο, καθορίζονται ιδιαίτεροι όροι για

τα πάρκα αναψυχής και ψυχαγωγίας, τα αθλητικά στάδια ή τα γήπεδα γκολφ (από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης και/ή από ορισμένο αριθμό θέσεων στάθμευσης),

τις βιομηχανικές επιχειρηματικές περιοχές (από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης),

τα εμπορικά κέντρα (από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης και/ή από ορισμένο αριθμό θέσεων στάθμευσης),

τις εγκαταστάσεις καταλυμάτων, όπως τα ξενοδοχεία ή τα παραθεριστικά χωριά, συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών εγκαταστάσεων (από ορισμένο αριθμό κλινών και/ή από ορισμένη επιφάνεια χρήσης γης, όσον αφορά μόνο τον χώρο εκτός των κλειστών οικισμών), και

τους προσβάσιμους στο κοινό υπαίθριους ή στεγασμένους χώρους στάθμευσης (από ορισμένο αριθμό θέσεων στάθμευσης);

2)

Λαμβανομένης ιδίως υπόψη της περιλαμβανόμενης στο παράρτημα III, σημείο 2, στοιχείο γʹ, περίπτωση viii, της [οδηγίας 2011/92] επιταγής ότι, προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα “τοπία και [οι] τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας”, απαιτεί η [οδηγία 2011/92], για τους τόπους ιδιαίτερης ιστορικής, πολιτιστικής, πολεοδομικής ή αρχιτεκτονικής σημασίας, όπως, για παράδειγμα, για τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, να καθορίζονται χαμηλότερα κατώτατα όρια ή ελαστικότερα κριτήρια (σε σύγκριση με τα μνημονευόμενα στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα);

3)

Αντιβαίνει στην [οδηγία 2011/92] εθνική ρύθμιση η οποία, κατά την εκτίμηση ενός “έργου αστικής ανάπτυξης” κατά την έννοια του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, περιορίζει τη δυνατότητα συνυπολογισμού (σώρευσης) με άλλα παρόμοια και χωρικώς συναφή έργα επιτρέποντας, για τον σκοπό αυτόν, να λαμβάνεται υπόψη μόνον το άθροισμα των δυναμικοτήτων για τις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια κατά τα τελευταία πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης της ζητούμενης δυναμικότητας και/ή επέκτασης της δυναμικότητας, και η οποία επίσης προβλέπει ότι τα έργα αστικής ανάπτυξης και/ή τα τμήματά τους, εννοιολογικά, παύουν να θεωρούνται έργα αστικής ανάπτυξης μετά την υλοποίησή τους, καθώς και ότι, στις περιπτώσεις που το σχεδιαζόμενο έργο έχει δυναμικότητα που υπολείπεται του 25 % του κατώτατου ορίου, δεν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση για να κριθεί αν, λόγω της σώρευσης των επιπτώσεων, αναμένονται σημαντικά επιβλαβείς, ανεπιθύμητες ή επιβαρυντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν, ως εκ τούτου, πρέπει να διενεργηθεί εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων για το σχεδιαζόμενο έργο;

4)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και/ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:

Μπορεί η κατά περίπτωση εξέταση, η οποία πρέπει να διενεργείται από τις εθνικές υπηρεσίες σε περίπτωση υπέρβασης του διαθέσιμου στα κράτη μέλη περιθωρίου εκτιμήσεως [σύμφωνα με τις –στην περίπτωση αυτή, άμεσης εφαρμογής– διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, της (οδηγίας 2011/92)], περί του αν το έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και αν πρέπει, ως εκ τούτου, να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να περιορίζεται σε συγκεκριμένες πτυχές προστασίας, όπως, για παράδειγμα, στον σκοπό της προστασίας συγκεκριμένης περιοχής, ή πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να λαμβάνεται υπόψη των σύνολο των κριτηρίων και των πτυχών που μνημονεύονται στο παράρτημα III της [οδηγίας 2011/92];

5)

Επιτρέπει η [οδηγία 2011/92], λαμβανομένων ιδίως υπόψη των κανόνων περί έννομης προστασίας του άρθρου της 11, να διενεργηθεί η μνημονευόμενη στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα εξέταση το πρώτον από το αιτούν δικαστήριο (στο πλαίσιο διαδικασίας χορήγησης άδειας δόμησης και στο πλαίσιο της εξέτασης της δικής του αρμοδιότητας), στη διαδικασία ενώπιον του οποίου, βάσει του εθνικού δικαίου, αναγνωρίζεται στο “κοινό” η ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία μόνο σε εξαιρετικά περιορισμένο πλαίσιο και κατά της απόφασης του οποίου παρέχεται μόνον εξαιρετικά περιορισμένη έννομη προστασία στα μέλη του “ενδιαφερόμενου κοινού” κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και εʹ, της [οδηγίας 2011/92]; Ασκεί επιρροή στην απάντηση που θα δοθεί στο εν λόγω ερώτημα το ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας –πέραν της δυνατότητας αυτεπάγγελτης αναγνώρισης–, μόνον ο υποβάλλων το σχέδιο έργου, η συμπράττουσα αρχή ή ο Umweltanwalt [Συνήγορος για το Περιβάλλον, Αυστρία] μπορούν να ζητήσουν να κριθεί αυτοτελώς αν το έργο υπόκειται στην υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων;

6)

Επιτρέπει η [οδηγία 2011/92], στην περίπτωση των “έργων αστικής ανάπτυξης” κατά το παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, πριν από –ή παράλληλα με– τη διενέργεια της απαιτούμενης εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και/ή πριν από την ολοκλήρωση της κατά περίπτωση εξέτασης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με την οποία επιδιώκεται να αποσαφηνιστεί η ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να χορηγηθούν άδειες δόμησης για επιμέρους κατασκευαστικά έργα τα οποία αποτελούν μέρος του συνολικού έργου αστικής ανάπτυξης, λαμβανομένου υπόψη ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης άδειας δόμησης, δεν διενεργείται πλήρης εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την έννοια της [οδηγίας 2011/92] και στο κοινό αναγνωρίζεται μόνο σε περιορισμένη έκταση η ιδιότητα του μετέχοντος στη διαδικασία;»

25.

Η WertInvest Hotelbetriebs, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Σεπτεμβρίου 2022, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, καθώς και το Magistrat der Stadt Wien [δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Βιέννης] και η Verein Alliance for Nature, ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

26.

Σύμφωνα με τη σχετική υπόδειξη του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων θα εξεταστούν τα πρώτα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία έχει υποβάλει το αιτούν δικαστήριο.

IV. Εκτίμηση

Επί του παραδεκτού

27.

Η WertInvest Hotelbetriebs υποστηρίζει ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή το έργο Heumarkt Neu δεν αποτελεί έργο αστικής ανάπτυξης κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92. Υποστηρίζει ότι, με εξαίρεση τον ουρανοξύστη, όλα τα άλλα κτίρια στην εν λόγω τοποθεσία υφίστανται ήδη και απλώς θα ανακαινιστούν. Επιπλέον –ή επικουρικώς– το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι καθαρά υποθετικό. Στη διάταξη περί παραπομπής δεν εκτίθεται ότι υπάρχουν παρόμοια έργα στην περιοχή όπου θα υλοποιηθεί το έργο Heumarkt Neu και, ως εκ τούτου, το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο.

28.

Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής απόφασης, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο τον αναγκαίο χαρακτήρα της προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, καθόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να αποφανθεί επ’ αυτών ( 14 ). Επομένως, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί ( 15 ).

29.

Η WertInvest Hotelbetriebs ισχυρίζεται ότι το έργο Heumarkt Neu δεν αποτελεί έργο αστικής ανάπτυξης κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92. Δεδομένου ότι το επιχείρημα που προβάλλει η WertInvest Hotelbetriebs στηρίζεται στην ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να ζητήσει τη συνδρομή του Δικαστηρίου για την επίλυση του εν λόγω ζητήματος. Συνεπώς, δεν φαίνεται να υπάρχει αμφιβολία ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

30.

Όσον αφορά το παραδεκτό του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος, μολονότι η διάταξη περί παραπομπής δεν προσδιορίζει άλλα παρόμοια έργα που να σχεδιάζονται ή να υλοποιούνται στην ίδια περιοχή, ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της θέσης του έργου Heumarkt Neu και της σώρευσής του με άλλα υφιστάμενα και/ή εγκεκριμένα έργα κατά την έννοια του παραρτήματος III, σημείο 1, στοιχείο βʹ, και σημείο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2011/92, το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρά υποθετικό, κατά την έννοια της προμνησθείσας νομολογίας.

31.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα τέσσερα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα που περιλαμβάνονται στη διάταξη περί παραπομπής.

B.   Επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

32.

Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία μπορούν να απαντηθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο βʹ, και το παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 2, στοιχείο γʹ, περίπτωση viii, της εν λόγω οδηγίας, εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι τα έργα αστικής ανάπτυξης υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον εφόσον εκτείνονται σε τουλάχιστον 15 εκτάρια και έχουν μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150000 τ.μ., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η χωροθέτηση των έργων αυτών σε τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας, όπως σε Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

33.

Η WertInvest Hotelbetriebs υπενθυμίζει ότι η οδηγία 2011/92 καταλείπει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των κατώτατων ορίων ή των κριτηρίων που καθιστούν υποχρεωτική τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα αστικής ανάπτυξης. Τα κατώτατα όρια που προβλέπονται συναφώς στον UVP‑G δεν υπερβαίνουν τα όρια του εν λόγω περιθωρίου εκτιμήσεως. Κατά τη WertInvest Hotelbetriebs, τα έργα αστικής ανάπτυξης στην περίπτωση των οποίων δεν συμπληρώνονται κατώτατα όρια όπως αυτά που προβλέπει ο UVP‑G δεν είναι πιθανόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ειδικότερα, για τα εν λόγω έργα δεν απαιτείται η πραγματοποίηση εξέτασης κατά περίπτωση προκειμένου να κριθεί αν απαιτείται η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ακόμη και στην περίπτωση που βρίσκονται σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

34.

Επειδή εκκρεμεί η διαδικασία λόγω παραβάσεως που μνημονεύεται στο σημείο 23 των παρουσών προτάσεων, η Αυστριακή Κυβέρνηση δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος.

35.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Magistrat der Stadt Wien (δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Βιέννης) υποστήριξε ότι το έργο Heumarkt Neu δεν μπορεί να θεωρηθεί έργο αστικής ανάπτυξης κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92, όπως η οδηγία αυτή έχει μεταφερθεί στο αυστριακό δίκαιο. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι ακόμη και ένα έργο μικρής κλίμακας μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ιδίως όταν βρίσκεται σε τοποθεσία που αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Μολονότι το εν λόγω συμβούλιο ισχυρίστηκε ότι το έργο Heumarkt Neu δεν θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ωστόσο, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, παραδέχθηκε ότι, ελλείψει εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ύπαρξης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

36.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η οδηγία 2011/92 δεν ορίζει τον όρο «έργα αστικής ανάπτυξης». Ωστόσο, στο παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, μνημονεύεται η κατασκευή εμπορικών κέντρων και χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων ως ενδεικτική παράθεση τέτοιων έργων. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της εν λόγω οδηγίας, ο όρος «έργα αστικής ανάπτυξης» αναφέρεται σε κτίρια και δημόσιους χώρους που, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, έχουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις παρεμφερείς με τις επιπτώσεις που έχουν τα εμπορικά κέντρα και οι χώροι στάθμευσης. Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού, η Επιτροπή προβάλλει δύο στοιχεία.

37.

Πρώτον, η Επιτροπή δέχεται μεν ότι η οδηγία 2011/92 καταλείπει στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των κατηγοριών έργων αστικής ανάπτυξης τα οποία υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ωστόσο το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι τα έργα τα οποία ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, υποβάλλονται σε τέτοια εκτίμηση. Κράτος μέλος που καθορίζει κατώτατα όρια χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη φύση, το μέγεθος ή τη θέση των έργων αστικής ανάπτυξης που μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υπερβαίνει τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει.

38.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, υπό το πρίσμα παραμέτρων όπως η πανίδα και η χλωρίδα, το έδαφος, το νερό, το κλίμα ή η πολιτιστική κληρονομιά, ακόμη και ένα έργο μικρής κλίμακας μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όταν βρίσκεται σε ευαίσθητη περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, μνημονεύει το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92, το οποίο αφορά τα κριτήρια επιλογής βάσει των οποίων καθορίζεται κατά πόσον ένα έργο υπόκειται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Το παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 2, στοιχείο γʹ, περίπτωση viii, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο αφορά την «[τ]οποθεσία των έργων», ορίζει ότι πρέπει να εξετάζεται η περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα, ιδίως ως προς την ικανότητα απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των τοπίων και των τοποθεσιών ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ένα έργο που συνίσταται στην κατασκευή πολυώροφου κτιρίου σε τοποθεσία ιστορικής αξίας μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον, ακόμη και αν το έργο αυτό καταλαμβάνει σχετικά περιορισμένη έκταση.

39.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η Επιτροπή εκτιμά ότι, στο μέτρο που ο UVP‑G δεν λαμβάνει υπόψη τη θέση των έργων αστικής ανάπτυξης, ιδίως δε τη χωροθέτησή τους σε τοποθεσίες ιστορικής ή πολιτιστικής σημασίας, όπως στην περίπτωση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης έργου, δεν συνάδει με την οδηγία 2011/92.

40.

Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα κατώτατα όρια που θεσπίζονται στα εθνικά δίκαια δεν μπορούν, στην πράξη, να αποκλείουν την ύπαρξη υποχρέωσης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για ορισμένες κατηγορίες έργων, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του UVP‑G. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αυστριακές αρχές εξέθεσαν ότι, υπό το νομοθετικό καθεστώς αυτό, μεταξύ του 2005 και του 2019, δεν απαιτήθηκε η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για 53 από τα 59 έργα αστικής ανάπτυξης.

41.

Κατά τη γνώμη μου, το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα θέτουν δύο κύρια ζητήματα: τι σημαίνει ο όρος «έργο αστικής ανάπτυξης» σε ένα πλαίσιο στο οποίο ορισμένα κτίρια που συναπαρτίζουν το εν λόγω έργο προϋπάρχουν της έναρξης υλοποίησης του έργου και αν συνάδει με την οδηγία 2011/92 εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία εξαρτά την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συμπλήρωση ορισμένων κατώτατων ορίων όσον αφορά την επιφάνεια γης και το μικτό εμβαδόν δαπέδου που πρέπει να καλύπτει το έργο.

42.

Όσον αφορά το πρώτο από τα ανωτέρω ζητήματα, το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/92 ορίζει ως «έργο» την υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή τεχνικών κατασκευών. Μολονότι η οδηγία δεν ορίζει τον όρο «έργο αστικής ανάπτυξης» αυτού καθεαυτό, το παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει, σε μη εξαντλητική απαρίθμηση, δύο παραδείγματα έργων αστικής ανάπτυξης, ήτοι την κατασκευή εμπορικών κέντρων και χώρων στάθμευσης. Όπως προβλέπεται σε έγγραφο της Επιτροπής σχετικά με την ερμηνεία των ορισμών των κατηγοριών έργων των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας 2011/92 ( 16 ), η κατηγορία των έργων αστικής ανάπτυξης πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να περιλαμβάνει έργα όπως χώρους στάθμευσης λεωφορείων ή αμαξοστάσια τρένων, οικιστικές αναπτύξεις, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, αθλητικά στάδια, κινηματογράφους, θέατρα, αίθουσες συναυλιών και άλλα πολιτιστικά κέντρα ( 17 ). Εφαρμόζοντας την προσέγγιση αυτή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κατασκευή κέντρου αναψυχής που περιλαμβάνει κινηματογραφικό συγκρότημα αποτελεί έργο αστικής ανάπτυξης ( 18 ).

43.

Το Δικαστήριο έχει επισημάνει επανειλημμένα ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2011/92 είναι εκτεταμένο και ο σκοπός της ευρύτατος ( 19 ). Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο όρος «έργο» περιλαμβάνει τις εργασίες αναμόρφωσης υφιστάμενης υποδομής ( 20 ). Επιπλέον, φαίνεται να αντιβαίνει στους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας το να περιορίζεται η έννοια του έργου στην κατασκευή υποδομών, ώστε να εξαιρούνται οι εργασίες βελτίωσης ή επέκτασης υφιστάμενων κατασκευών. Μια τέτοια περιορισμένη ερμηνεία θα καθιστούσε δυνατή την εκτέλεση όλων των εργασιών αναμόρφωσης υφιστάμενων υποδομών κατά παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία 2011/92, ανεξάρτητα από την έκταση των εν λόγω εργασιών, εμποδίζοντας ως εκ τούτου την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας αυτής στις εν λόγω περιστάσεις ( 21 ).

44.

Από τις ανωτέρω επισημάνσεις προκύπτει ότι οι εργασίες κατεδάφισης πρέπει επίσης να θεωρούνται «έργα» κατά την έννοια της οδηγίας 2011/92. Τα έργα αστικής ανάπτυξης περιλαμβάνουν συχνά την κατεδάφιση υφιστάμενων δομών ιστορικής ή πολιτιστικής σημασίας. Προκειμένου να εκτιμώνται οι επιπτώσεις που έχουν τα εν λόγω έργα, μεταξύ άλλων, στην πολιτιστική κληρονομιά, τα έργα αυτά δεν μπορούν να εξαιρούνται από την εφαρμογή της διαδικασίας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, την οποία προβλέπει η οδηγία 2011/92 ( 22 ). Επομένως, αναπτυξιακό έργο συνολικής πολυλειτουργικής δόμησης, το οποίο αποτελείται από οικιστικά και εμπορικά κτίρια, συνιστά έργο αστικής ανάπτυξης κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, ακόμη και στην περίπτωση που το έργο αυτό συνίσταται τόσο στην ανακαίνιση υφιστάμενων υποδομών όσο και στην ανέγερση νέων κτιρίων.

45.

Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα που επισήμανα, ήτοι το κατά πόσον η εθνική νομοθετική ρύθμιση μπορεί, στην περίπτωση ενός έργου, να εξαρτά τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη συμπλήρωση ορισμένων κατώτατων ορίων όσον αφορά την επιφάνεια χρήσης γης και το μικτό εμβαδόν δαπέδου, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92 ορίζει ότι, για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, τα κράτη μέλη αποφασίζουν κατά πόσον το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν κατόπιν κατά περίπτωση εξέτασης ή καθορίζοντας κατώτατα όρια ή κριτήρια. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, όταν διενεργείται κατά περίπτωση εξέταση ή καθορίζονται κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια επιλογής που καθορίζονται στο παράρτημα III ( 23 ).

46.

Κατά πάγια νομολογία, μολονότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92 παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό των κατηγοριών έργων που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση ή για τον καθορισμό των ενδεδειγμένων για τον εν λόγω σκοπό κριτηρίων και/ή κατώτατων ορίων, ωστόσο το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως οριοθετείται από τη γενική υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να υποβάλλουν σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων τα έργα τα οποία, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ( 24 ).

47.

Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της προφύλαξης, στην οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, η υψηλού επιπέδου προστασία την οποία επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα του δικαίου περιβάλλοντος και υπό το πρίσμα της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται η οδηγία 2011/92, κίνδυνος σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον γεννάται όταν δεν μπορεί να αποκλειστεί, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι ένα έργο ενδέχεται να έχει τέτοιες σημαντικές επιπτώσεις ( 25 ).

48.

Τα κριτήρια και τα κατώτατα όρια που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92 έχουν ως σκοπό τη διευκόλυνση της εκτίμησης των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ενός έργου, προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πρέπει υποχρεωτικώς να υποβληθεί σε εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών του ( 26 ). Ένα κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, το σύνολο των έργων ορισμένου είδους να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση εκτίμησης των επιπτώσεων υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92, εκτός εάν το σύνολο της εξαιρούμενης κατηγορίας έργων μπορεί να θεωρηθεί, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι δεν είναι ικανό να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον ( 27 ).

49.

Επιπλέον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, τα κράτη μέλη υπέχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη, για τον καθορισμό των κριτηρίων και/ή των κατώτατων ορίων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται στο παράρτημα III της οδηγίας αυτής ( 28 ). Επομένως, όταν κράτος μέλος καθορίζει κριτήρια και/ή κατώτατα όρια που λαμβάνουν υπόψη μόνον τις διαστάσεις των έργων, χωρίς να συνεκτιμούν επίσης τη φύση τους και τη θέση τους, υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92 ( 29 ). Συγκεκριμένα, έργο περιορισμένων έστω διαστάσεων μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, όταν αφορά μια τοποθεσία όπου οι περιβαλλοντικοί παράγοντες που περιγράφονται στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας στους οποίους καταλέγεται και η πολιτιστική κληρονομιά, επηρεάζονται από την παραμικρή τροποποίηση ( 30 ). Ομοίως, ένα έργο μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις όταν, λόγω της φύσης του, ενέχει τον κίνδυνο ουσιώδους ή μη αναστρέψιμου μετασχηματισμού των εν λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων, ανεξάρτητα από τις διαστάσεις του ( 31 ). Όταν ένα κράτος μέλος χρησιμοποιεί κατώτατα όρια για να εκτιμήσει αν είναι αναγκαία η διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη στοιχεία όπως τη φύση ή τη θέση των έργων, καθορίζοντας, για παράδειγμα, πολλά κατώτατα όρια που να αντιστοιχούν σε ποικίλες διαστάσεις έργων και να ισχύουν ανάλογα με τη φύση ή τη θέση του έργου ( 32 ).

50.

Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει την ούτως ή άλλως προδήλως αδιαφιλονίκητη παραδοχή ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις τις οποίες έχουν τα έργα αστικής ανάπτυξης που υλοποιούνται σε αστικές περιοχές είναι χαμηλές ή ανύπαρκτες, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του καταλόγου των στοιχείων που είναι κρίσιμα για την εν λόγω εκτίμηση ( 33 ).

51.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι τα έργα αστικής ανάπτυξης, όπως ορίζονται στον UVP‑G, υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον εφόσον εκτείνονται σε τουλάχιστον 15 εκτάρια και έχουν μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150000 τ.μ. Στο παράρτημα 1, σημείο 18, στοιχείο b, του UVP‑G δεν καθορίζονται, στη στήλη 2, κατώτατα όρια ή κριτήρια όσον αφορά τη θέση ή τη φύση των έργων αστικής ανάπτυξης, τα οποία θα καθιστούσαν υποχρεωτική τη διενέργεια εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

52.

Επιπλέον, στη στήλη 3 του σημείου αυτού, η οποία αφορά την κατά περίπτωση εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν μνημονεύεται η κατηγορία Α του παραρτήματος 2, η οποία αφορά τις ειδικές ζώνες διατήρησης όπως τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Επομένως, στον UVP‑G δεν προβλέπεται η κατά περίπτωση εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα αστικής ανάπτυξης που βρίσκονται σε περιοχή που έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

53.

Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο b, και το παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 2, στοιχείο c, περίπτωση viii, αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία ορίζει ότι τα έργα αστικής ανάπτυξης υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον εφόσον εκτείνονται σε τουλάχιστον 15 εκτάρια και έχουν μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150000 τ.μ., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η θέση τους, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κατά περίπτωση εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα αστικής ανάπτυξης που βρίσκονται σε τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας, όπως σε Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Γ.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

54.

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας αυτής, εθνική νομοθετική ρύθμιση, βάσει της οποίας, κατά την εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων λόγω των σωρευτικών επιπτώσεων που έχει ένα έργο αστικής ανάπτυξης από κοινού με άλλα έργα, λαμβάνονται υπόψη μόνον τα παρόμοια έργα αστικής ανάπτυξης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν λάβει άδεια κατά την τελευταία πενταετία, αλλά δεν έχουν ακόμα υλοποιηθεί, και ότι στο σχεδιαζόμενο έργο αστικής ανάπτυξης αναλογεί τουλάχιστον το 25 % του σχετικού κατώτατου ορίου.

55.

Η WertInvest Hotelbetriebs θεωρεί ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα είναι καθαρά υποθετικό και, ως εκ τούτου, δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις επί του εν λόγω ερωτήματος.

56.

Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υποχρέωση συνεκτίμησης της σώρευσης έργων έχει μεταφερθεί ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο με τον UVP‑G. Πρώτον, ο αυστριακός νομοθέτης, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, όρισε ότι μόνο σε περίπτωση συμπλήρωσης τουλάχιστον του 25 % των σχετικών κατώτατων ορίων μπορεί ένα έργο να καθιστά αναγκαία την εξέταση των σωρευτικών επιπτώσεων που έχει από κοινού με άλλα έργα. Ο κανόνας αυτός αποσκοπεί στην εξαίρεση των έργων μικρής κλίμακας, τα οποία έχουν ασήμαντες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Δεύτερον, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κανόνας περί σώρευσης είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται μόνο στα έργα που έχουν λάβει άδεια κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας αλλά δεν έχουν ακόμα υλοποιηθεί, επειδή όσα έχουν ήδη υλοποιηθεί αποτελούν μέρος της προϋπάρχουσας αστικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.

57.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι όταν κρίνεται αν ένα έργο πρέπει να υποβληθεί σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η υποχρέωση συνεκτίμησης των σωρευτικών αυτών επιπτώσεων δεν περιορίζεται στα έργα που είναι ομοειδή ή που ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Κρίσιμο είναι το αν το επίμαχο έργο ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον λόγω της παρουσίας άλλων υφιστάμενων ή εγκεκριμένων έργων. Στο πλαίσιο αυτό, η εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να αποκλείει τη συνεκτίμηση έργων που έχουν υλοποιηθεί ή εγκριθεί σε χρόνο προγενέστερο της πενταετίας.

58.

Το παράρτημα III της οδηγίας 2011/92, με τίτλο «Κριτήρια επιλογής που μνημονεύονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3», περιλαμβάνει τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να κριθεί αν τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας υπόκεινται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το παράρτημα ΙΙΙ, σημεία 1 και 3, στοιχείο ζʹ, απαιτεί να εξετάζεται η σώρευση με άλλα υφιστάμενα και/ή εγκεκριμένα έργα όσον αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά των έργων όσο και τις επιπτώσεις τους.

59.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η σωρευτική συνεκτίμηση έργων μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί τυχόν καταστρατήγηση της νομοθεσίας της Ένωσης μέσω της κατάτμησης έργων, τα οποία, θεωρούμενα από κοινού, μπορούν να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/92 ( 34 ).

60.

Επομένως, κατά την εξέταση της ανάγκης υποβολής ενός έργου σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η εθνική αρχή οφείλει να εξετάζει κατά πόσον το έργο αυτό δύναται να προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον στο πλαίσιο άλλων έργων. Το πεδίο εφαρμογής της εκτίμησης αυτής δεν περιορίζεται στα ομοειδή έργα, δεδομένου ότι τέτοια σωρευτικά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν τόσο από έργα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία όσο και από έργα διαφορετικής φύσης, όπως από ένα έργο αστικής ανάπτυξης και από την κατασκευή υποδομών μεταφορών. Ως εκ τούτου, οι εθνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν αν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενός υπό εξέταση έργου ενδέχεται να είναι μεγαλύτερες από ό,τι θα ήταν χωρίς τις επιπτώσεις άλλων έργων ( 35 ).

61.

Παρά το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, και ιδίως όταν καθορίζουν τα κριτήρια και τα κατώτατα όρια τα οποία αναφέρει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92, από τη νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 49 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι ακόμη και ένα έργο μικρής κλίμακας μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Επομένως, η οδηγία 2011/92 αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία αποκλείει την εξέταση των σωρευτικών αποτελεσμάτων εάν το σχεδιαζόμενο έργο δεν έχει συγκεκριμένο μέγεθος, όπως στην περίπτωση της επίμαχης στην υπό κρίση υπόθεση νομοθετικής ρύθμισης, η οποία απαιτεί τη συμπλήρωση του 25 % τουλάχιστον των προβλεπόμενων κατώτατων ορίων.

62.

Από τη διατύπωση του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92 προκύπτει, επίσης, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα με «άλλα υφιστάμενα και/ή εγκεκριμένα έργα». Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να μη λαμβάνουν υπόψη έργα που δεν έχουν υλοποιηθεί ή τουλάχιστον δεν έχουν αρχίσει να υλοποιούνται παρά το γεγονός ότι έχουν εγκριθεί χρόνια νωρίτερα, δεδομένου ότι, αν δεν έχει κινηθεί διοικητική ή δικαστική διαδικασία, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μπορεί να υποδηλώνει ότι τα έργα αυτά είναι απίθανο να υλοποιηθούν. Αντιθέτως, η οδηγία 2011/92 επιβάλλει σαφώς στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα των λοιπών υφιστάμενων έργων, ανεξαρτήτως του χρόνου ολοκλήρωσής τους.

63.

Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ της οδηγίας αυτής, αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας, κατά την εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων λόγω των σωρευτικών επιπτώσεων που έχει έργο αστικής ανάπτυξης από κοινού με άλλα έργα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα παρόμοια έργα αστικής ανάπτυξης, εξαιρουμένων των υφιστάμενων έργων και υπό την προϋπόθεση ότι στο σχεδιαζόμενο έργο αστικής ανάπτυξης αναλογεί τουλάχιστον το 25 % του προβλεπόμενου κατώτατου ορίου. Εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής διοικητική ή δικαστική διαδικασία, η οδηγία 2011/92 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξαιρούν από την εξέταση αυτή τα έργα για τα οποία δεν έχουν αρχίσει εργασίες και τα οποία δεν είναι πιθανόν να υλοποιηθούν λόγω του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από την τελική έγκρισή τους. Η πάροδος πενταετίας είναι, κατ’ αρχήν, επαρκής για να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

Δ.   Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

64.

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ζητείται να διευκρινιστεί αν οι αρχές κράτους μέλους, σε περίπτωση υπέρβασης εκ μέρους τους του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/92, υποχρεούνται να εξετάζουν κατά περίπτωση την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, αν η εξέταση αυτή περιορίζεται στους σκοπούς προστασίας που ισχύουν για την επίμαχη περιοχή ή αν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των κριτηρίων του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92.

65.

Η WertInvest Hotelbetriebs, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή φρονούν ότι, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης, απαιτείται κατά περίπτωση εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ενώ η WertInvest Hotelbetriebs υπογραμμίζει ότι η εν λόγω κατά περίπτωση εξέταση πρέπει να περιοριστεί στη μελέτη των επιπτώσεων που θα έχει το έργο στους σχετικούς σκοπούς προστασίας, εν προκειμένω στον σκοπό της προστασίας τοποθεσιών ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας, η Αυστριακή Κυβέρνηση φρονεί ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κριτηρίων επιλογής του παραρτήματος III της οδηγίας 2011/92, μολονότι θα ήταν σκόπιμο η εξέταση να επικεντρωθεί στους σκοπούς προστασίας της επίμαχης τοποθεσίας. Η δε Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όταν οι εθνικές αρχές εξετάζουν κατά περίπτωση την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των σχετικών κριτηρίων επιλογής που μνημονεύονται στο παράρτημα III της οδηγίας 2011/92.

66.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν τα κράτη μέλη υπερβαίνουν το περιθώριο εκτιμήσεως που τους καταλείπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/92, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, επειδή τα κατώτατα όρια που θεσπίζουν συνιστούν εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, εναπόκειται στις αρχές του οικείου κράτους μέλους να λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε τα έργα να υποβάλλονται σε κατά περίπτωση εξέταση, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πραγματοποιείται εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών ( 36 ).

67.

Κατά τη διενέργεια της εν λόγω εξέτασης κατά περίπτωση, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια επιλογής του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2011/92, με την επιφύλαξη ότι ορισμένα από τα κριτήρια αυτά μπορεί να είναι πιο σημαντικά από άλλα στο πλαίσιο μιας επιμέρους περίπτωσης. Η ανάγκη προστασίας των τοποθεσιών ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο ενός έργου αστικής ανάπτυξης το οποίο σχεδιάζεται να υλοποιηθεί σε τοποθεσία που αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

68.

Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα ότι οι αρχές κράτους μέλους, σε περίπτωση υπέρβασης εκ μέρους τους του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπουν το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/92, οφείλουν να εξετάζουν κατά περίπτωση την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας.

V. Πρόταση

69.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Verwaltungsgericht Wien (διοικητικού πρωτοδικείου Βιέννης, Αυστρία) ως εξής:

1)

Το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/92/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16 Απριλίου 2014, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, σημείο 10, στοιχείο b, και το παράρτημα ΙΙΙ, σημείο 2, στοιχείο c, περίπτωση viii,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία ορίζει ότι τα έργα αστικής ανάπτυξης υποβάλλονται σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων μόνον εφόσον εκτείνονται σε τουλάχιστον 15 εκτάρια και έχουν μικτό εμβαδόν δαπέδου άνω των 150000 τ.μ., χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η θέση τους, αποκλείοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την κατά περίπτωση εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τα έργα αστικής ανάπτυξης που βρίσκονται σε τοποθεσίες ιστορικής, πολιτιστικής ή αρχαιολογικής σημασίας, όπως σε Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/92, σε συνδυασμό με το παράρτημα III της οδηγίας αυτής,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας, κατά την εξέταση της ανάγκης διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων λόγω των σωρευτικών επιπτώσεων που έχει έργο αστικής ανάπτυξης από κοινού με άλλα έργα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα παρόμοια έργα αστικής ανάπτυξης, εξαιρουμένων των υφιστάμενων έργων και υπό την προϋπόθεση ότι στο σχεδιαζόμενο έργο αστικής ανάπτυξης αναλογεί τουλάχιστον το 25 % του προβλεπόμενου κατώτατου ορίου. Εφόσον δεν υφίσταται εκκρεμής διοικητική ή δικαστική διαδικασία, η οδηγία 2011/92 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξαιρούν από την εξέταση αυτή τα έργα για τα οποία δεν έχουν αρχίσει εργασίες και τα οποία δεν είναι πιθανόν να υλοποιηθούν λόγω του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από την τελική έγκρισή τους. Η πάροδος πενταετίας είναι, κατ’ αρχήν, επαρκής για να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

3)

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2011/92

έχουν την έννοια ότι:

οι αρχές κράτους μέλους, σε περίπτωση υπέρβασης εκ μέρους τους του περιθωρίου εκτιμήσεως που τους καταλείπουν οι ανωτέρω διατάξεις, οφείλουν να εξετάζουν κατά περίπτωση την ανάγκη διενέργειας εκτίμησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Η οδός Am Heumarkt αποτελεί το νοτιοανατολικό όριο της τοποθεσίας του έργου. Θεωρείται μία από τις παλαιότερες οδούς της Βιέννης.

( 3 ) ΕΕ 2012, L 26, σ. 1.

( 4 ) ΕΕ 2014, L 124, σ. 1.

( 5 ) Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, ο όρος «έργο», για τους σκοπούς της οδηγίας 2011/92, σημαίνει την «υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή τεχνικών κατασκευών».

( 6 ) BGB1. αριθ. 697/1993.

( 7 ) BGB1. αριθ. Ι 80/2018.

( 8 ) Στην υποσημείωση 3a του παραρτήματος 1 του UVP‑G, τα έργα αστικής ανάπτυξης ορίζονται ως «αναπτυξιακά έργα συνολικής πολυλειτουργικής δόμησης, σε κάθε περίπτωση με οικιστικά και εμπορικά κτίρια, συμπεριλαμβανομένων των σχετικώς προβλεπόμενων οδών πρόσβασης και εγκαταστάσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, με χώρο εξυπηρέτησης πρόσβασης ο οποίος εκτείνεται πέραν της επιφάνειας υλοποίησης του έργου. Μετά την υλοποίησή τους, τα έργα αστικής ανάπτυξης και/ή τα επιμέρους σκέλη τους δεν θεωρούνται πλέον έργα αστικής ανάπτυξης κατά την έννοια της παρούσας υποσημείωσης».

( 9 ) Παράρτημα 1, σημείο 18, στοιχείο b, του UVP‑G.

( 10 ) Η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Διάσκεψη και υπογράφηκε στο Παρίσι στις 17 Δεκεμβρίου 1975.

( 11 ) Παράρτημα 1, σημείο 18, στοιχείο b, του UVP‑G.

( 12 ) C(2019) 6680 τελικό.

( 13 ) INFR(2019)2224.

( 14 ) Βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, Regione Puglia (C‑110/20, EU:C:2022:5, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 15 ) Βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, Regione Puglia (C‑110/20, EU:C:2022:5, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 16 ) Interpretation of definitions of project categories of annex I and II of the EIA Directive, 2015, σ. 49 και 50, διαθέσιμο στο διαδίκτυο στη διεύθυνση https://ec.europa.eu/environment/eia/pdf/cover_2015_en.pdf.

( 17 ) Ό.π., σ. 51.

( 18 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑332/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:180, σκέψεις 83 έως 87).

( 19 ) Αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Abraham κ.λπ. (C‑2/07, EU:C:2008:133, σκέψη 32), και της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 54).

( 20 ) Βλ. αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Abraham κ.λπ. (C‑2/07, EU:C:2008:133, σκέψεις 23 και 33), και της 17ης Μαρτίου 2011, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. (C‑275/09, EU:C:2011:154, σκέψη 27).

( 21 ) Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Abraham κ.λπ. (C‑2/07, EU:C:2008:133, σκέψη 32).

( 22 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑50/09, EU:C:2011:109, σκέψεις 97 έως 100).

( 23 ) Τα κριτήρια αυτά εκτίθενται αναλυτικότερα στα σημεία 10 έως 12 των παρουσών προτάσεων.

( 24 ) Αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψη 64), της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Abraham κ.λπ. (C‑2/07, EU:C:2008:133, σκέψη 37), της 15ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑255/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:630, σκέψη 32), της 11ης Φεβρουαρίου 2015, Marktgemeinde Straßwalchen κ.λπ. (C‑531/13, EU:C:2015:79, σκέψη 40), και της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 60).

( 25 ) Απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 67).

( 26 ) Αποφάσεις της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen (C‑244/12, EU:C:2013:203, σκέψη 30), και της 11ης Φεβρουαρίου 2015, Marktgemeinde Straßwalchen κ.λπ. (C‑531/13, EU:C:2015:79, σκέψη 41).

( 27 ) Αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψη 75), της 15ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑255/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:630, σκέψη 42), και της 31ης Μαΐου 2018, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C‑526/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:356, σκέψη 61).

( 28 ) Αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑255/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:630, σκέψη 33), της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen (C‑244/12, EU:C:2013:203, σκέψη 32), και της 28ης Φεβρουαρίου 2018, Comune di Castelbellino (C‑117/17, EU:C:2018:129, σκέψη 38). Τα κριτήρια αυτά παρατίθενται στα σημεία 10 έως 12 των παρουσών προτάσεων.

( 29 ) Αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψη 65), της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Abraham κ.λπ. (C‑2/07, EU:C:2008:133, σκέψη 38), και της 15ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑255/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:630, σκέψη 35). Πρβλ. επίσης, απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen (C‑244/12, EU:C:2013:203, σκέψη 35).

( 30 ) Αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψη 66), και της 26ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑538/09, EU:C:2011:349, σκέψη 55). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑255/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:630, σκέψη 30).

( 31 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C‑392/96, EU:C:1999:431, σκέψη 67).

( 32 ) Όπ.π. (σκέψη 70).

( 33 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑332/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:180, σκέψη 80).

( 34 ) Αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Abraham κ.λπ. (C‑2/07, EU:C:2008:133, σκέψη 27), της 17ης Μαρτίου 2011, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. (C‑275/09, EU:C:2011:154, σκέψη 36), και της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen (C‑244/12, EU:C:2013:203, σκέψη 37).

( 35 ) Απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2015, Marktgemeinde Straßwalchen κ.λπ. (C‑531/13, EU:C:2015:79, σκέψη 45).

( 36 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Salzburger Flughafen (C‑244/12, EU:C:2013:203, σκέψεις 41 έως 43). Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, Kraaijeveld κ.λπ. (C‑72/95, EU:C:1996:404, σκέψεις 59 και 60), και της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, WWF κ.λπ. (C‑435/97, EU:C:1999:418, σκέψεις 70 και 71).

Top