EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0478

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina της 16ης Φεβρουαρίου 2023.
China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2018/140 – Εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ινδίας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Ενεργητική νομιμοποίηση – Αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3, 6 και 7 – Ζημία – Υπολογισμός του όγκου των εξαγωγών – Θετικά αποδεικτικά στοιχεία – Αντικειμενική εξέταση – Προεκβολή – Υπολογισμός του κόστους παραγωγής του βιομηχανικού κλάδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τιμές που χρεώνονται στις ενδοομιλικές συναλλαγές – Αιτιώδης συνάφεια – Ανάλυση της ζημίας ανά κατηγορία – Δεν χωρεί – Άρθρο 6, παράγραφος 7 – Άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4 – Διαδικαστικά δικαιώματα.
Υπόθεση C-478/21 P.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:117

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 16ης Φεβρουαρίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑478/21 P

China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products,

Cangzhou Qinghong Foundry Co. Ltd,

Botou City Qinghong Foundry Co. Ltd,

Lingshou County Boyuan Foundry Co. Ltd,

Handan Qunshan Foundry Co. Ltd,

Heping Cast Co. Ltd Yi County,

Hong Guang Handan Cast Foundry Co. Ltd,

Shanxi Yuansheng Casting and Forging Industrial Co. Ltd,

Botou City Wangwu Town Tianlong Casting Factory,

Tangxian Hongyue Machinery Accessory Foundry Co. Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

παρισταμένων των:

EJ Picardie,

Fondatel Lecomte,

Fonderies Dechaumont,

Fundiciones de Odena SA,

Heinrich Meier Eisengiesserei GmbH & Co. KG,

Saint-Gobain Construction Products UK Ltd,

Saint-Gobain PAM Canalisation,

Ulefos Oy

«Αίτηση αναιρέσεως – Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής Κίνας – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ και οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Ένωση μέλη της οποίας είναι και παραγωγοί-εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος – Ενεργητική νομιμοποίηση – Ατομικός επηρεασμός – Ένωση η οποία εκπροσωπεί τους εξαγωγείς και ενεργεί τόσο ιδίω ονόματι όσο και για λογαριασμό των μελών της – Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036 – Άρθρο 5, παράγραφοι 10 και 11 – Ενδιαφερόμενα μέρη – Αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων – Εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις – Ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι – Κρατικός έλεγχος και παρέμβαση – Αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας – Αποδεικτικά στοιχεία – Άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3, 5 και 6 – Ζημία – Θετικά αποδεικτικά στοιχεία – Στοιχεία της Eurostat – Προσαρμογές και προεκβολή των δεδομένων – Εύλογη παραδοχή – Εύλογο συμπέρασμα – Υπολογισμός της κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής – Κόστος παραγωγής και ενδοομιλικές τιμές – Άρθρο 20 – Δικαιώματα άμυνας – Πρόσβαση στον φάκελο – Εμπιστευτικές πληροφορίες»

Περιεχόμενα

 

I. Εισαγωγή

 

II. Νομικό πλαίσιο

 

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

 

Β. Το δίκαιο του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου

 

III. Τα πραγματικά περιστατικά και ο επίδικος κανονισμός

 

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

 

V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

 

VI. Εκτίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως

 

Α. Επί του παραδεκτού της πρωτόδικης προσφυγής

 

1. Επί της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου, όσον αφορά το ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε από το CCCME ιδίω ονόματι

 

α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

β) Τα γενικά κριτήρια της ενεργητικής νομιμοποίησης των εμπορικών ενώσεων σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

 

γ) Η ιδιότητα την οποία προσέδωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ

 

δ) Ενδιαφερόμενο μέρος ή/και αντιπροσωπευτική ένωση

 

1) Η έννοια του ενδιαφερόμενου μέρους

 

2) Η έννοια της αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων

 

i) Εμπορική ή επιχειρηματική ένωση

 

– Γενικά κριτήρια

 

– Η σχέση με την έννοια της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι

 

– Το καταστατικό της ένωσης

 

– Αυτονομία και κρατική παρέμβαση

 

– Ενδιάμεσο συμπέρασμα

 

ii) Μέλη τα οποία είναι παραγωγοί, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας

 

2. Επί της δεύτερης ενστάσεως απαραδέκτου, όσον αφορά το ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε από το CCCME για λογαριασμό των μελών του

 

3. Επί της τρίτης ενστάσεως απαραδέκτου, όσον αφορά το ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε από αναιρεσείουσες οι οποίες δεν εκπροσωπούνταν από το CCCME

 

Β. Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

 

1. Χρήση των στοιχείων αναφοράς

 

2. Απόρριψη των εναλλακτικών στοιχείων

 

Γ. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

 

Δ. Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

 

1. Επί του πρώτου σκέλους

 

2. Επί του δευτέρου σκέλους

 

3. Επί του τρίτου σκέλους

 

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

 

VIII. Πρόταση

I. Εισαγωγή

1.

Το China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products [Εμπορικό Επιμελητήριο της Κίνας για τις Εισαγωγές και Εξαγωγές Μηχανημάτων και Ηλεκτρονικών Προϊόντων, Κίνα] (στο εξής: CCCME) είναι ένωση κινεζικού δικαίου, μέλη της οποίας είναι και Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου.

2.

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, το CCCME και εννέα άλλες αναιρεσείουσες που είναι παραγωγοί αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (στο εξής: ΛΔΚ) (στο εξής από κοινού: αναιρεσείοντες) ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση της 19ης Μαΐου 2021, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κατά Επιτροπής (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) ( 2 ). Με την εν λόγω απόφαση το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των νυν αναιρεσειουσών με αίτημα την ακύρωση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2018/140 της Επιτροπής (στο εξής: επίδικος κανονισμός) ( 3 ) για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής ΛΔΚ. Πρόκειται, κατά βάση, για καλύμματα φρεατίων.

3.

Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως εγείρει σειρά ζητημάτων, τρία εκ των οποίων είναι ίσως σημαντικότερα σε σχέση με τα υπόλοιπα. Το πρώτο ζήτημα είναι δικονομικής φύσεως. Είναι η πρώτη φορά που το CCCME προσβάλλει κανονισμό αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, η παρούσα υπόθεση εγείρει το ζήτημα της έννοιας του «ατομικού και άμεσου επηρεασμού» σε σχέση με εμπορική ένωση, της οποίας τα μέλη συνεργάστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και η οποία, όπως ισχυρίζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποτελεί προέκταση της ΛΔΚ. Θέτει επίσης το ζήτημα του ορισμού της αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036 (στο εξής: βασικός κανονισμός) ( 4 ). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα κληθεί να ορίσει ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται ώστε μια τέτοια ένωση να μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ για λογαριασμό τόσο της ίδιας και όσο των μελών της.

4.

Το δεύτερο ζήτημα είναι ουσιαστικής φύσεως. Αφορά τους κανόνες που διέπουν τον προσδιορισμό ζημίας προκληθείσας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν τις προεκβολές και τις προσαρμογές στις οποίες προέβη η Επιτροπή με αφετηρία τα στοιχεία της Eurostat ( 5 )για να προσδιορίσει τη ζημία. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφοι 2, 3 και 5, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι ο προσδιορισμός της ζημίας πρέπει να γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση.

5.

Το τρίτο ζήτημα αφορά τους δικονομικούς κανόνες που διέπουν τη διοικητική διαδικασία αντιντάμπινγκ και, ειδικότερα, τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης που επιβάλλονται στην Επιτροπή.

II. Νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού τιτλοφορείται «Προσδιορισμός της ζημίας» και ορίζει τα εξής:

«1.   Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, ο όρος “ζημία” σημαίνει τη σημαντική ζημία που προκαλείται στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σημαντικής ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας ενός τέτοιου κλάδου παραγωγής· η ερμηνεία του όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2.   Ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση:

α)

του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης· και

β)

των συνεπειών των εισαγωγών αυτών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

3.   Προκειμένου περί του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση των εισαγωγών αυτών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Ένωση. Προκειμένου περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ σε τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή τη σε σημαντικό βαθμό παρακώλυση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποφασιστική σημασία.

[…]

5.   Η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον οικείο ενωσιακό κλάδο παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής· […]

6.   Με βάση το σύνολο των συναφών αποδεικτικών στοιχείων που υποβάλλονται σε σχέση με την παράγραφο 2, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνει την απόδειξη πως ο όγκος και/ή το επίπεδο των τιμών, όπως αυτά έχουν καθοριστεί βάσει της παραγράφου 3, ευθύνονται για τις συνέπειες επί του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, όπως επίσης ότι οι συνέπειες αυτές είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να είναι δυνατό να θεωρηθούν σημαντικές.

[…]»

7.

Το άρθρο 5, παράγραφοι 10 και 11, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«10.   Στην ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλεται η έναρξη έρευνας, κατονομάζονται το προϊόν και οι χώρες που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, παρουσιάζονται περιληπτικά οι ληφθείσες πληροφορίες και ορίζεται ότι όλα τα συναφή στοιχεία πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή.

Επίσης καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να αναγγελθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα· ακόμη καθορίζεται η προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5.

11.   Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους που γνωρίζει ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας· επίσης, χωρίς να προβλέπεται η ανάγκη προστασίας εμπιστευτικών πληροφοριών, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που έχει λάβει βάσει της παραγράφου 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας εξαγωγής, και ακόμη το θέτει, εφόσον της ζητηθεί, στη διάθεση των άλλων εμπλεκόμενων ενδιαφερόμενων μερών για την υπόθεση. Όταν ο αριθμός των εμπλεκόμενων εξαγωγέων είναι ιδιαίτερα μεγάλος, είναι δυνατόν το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα παραπάνω, να παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας εξαγωγής ή στην οικεία εμπορική ένωση.»

8.

Το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους, οι χρήστες και οι οργανώσεις καταναλωτών, που έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 10, καθώς και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, να εξετάζουν όλα τα πληροφορικά στοιχεία που έχουν διατεθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη που μετέχουν στην έρευνα, τα οποία είναι δυνατό να χρησιμεύσουν για την παρουσίαση των απόψεών τους, δεν είναι εμπιστευτικά κατά την έννοια του άρθρου 19 και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της έρευνας· το δικαίωμα αυτό δεν ισχύει για τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης που καταρτίζουν οι αρχές της Ένωσης ή των κρατών μελών της.

Τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με τα εν λόγω στοιχεία, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη καθόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.»

9.

Οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εμπιστευτική μεταχείριση», ορίζουν τα εξής:

«1.   Οι αρχές, όταν υπάρχουν έγκυροι λόγοι, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε πληροφορία η οποία από τη φύση της έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η γνωστοποίησή της θα προσπόριζε σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε ανταγωνιστή ή θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει παράσχει την πληροφορία ή για το πρόσωπο από το οποίο έλαβε την πληροφορία αυτός που την υποβάλλει) ή η οποία έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2.   Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες υποχρεούνται να υποβάλλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των πληροφοριών αυτών. Οι εν λόγω περιλήψεις είναι αρκούντως λεπτομερείς, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας των γνωστοποιούμενων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα εν λόγω μέρη δύνανται να δηλώσουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατό να παρουσιασθ[ούν] σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

3.   Σε περίπτωση που κρίνεται ότι μια αίτηση τήρησης του απορρήτου είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία είτε δεν είναι διατεθειμένος να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία είτε να επιτρέψει την κοινοποίησή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατό να μη λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδεικνύεται από έγκυρες πηγές ότι είναι ορθή. Οι αιτήσεις για την τήρηση του απορρήτου δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα.»

10.

Το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.   Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη αναλυτικών πληροφοριών για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι σχετικές αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων, ενώ οι πληροφορίες πρέπει να κοινοποιούνται γραπτώς το συντομότερο δυνατό μετά την υποβολή της αίτησης.

2.   Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση της έρευνας ή της διαδικασίας άνευ επιβολής μέτρων· εν προκειμένω, λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη γνωστοποίηση εκείνων των πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που ενδεχομένως διαφέρουν από εκείνα που αποτέλεσαν τη βάση για την επιβολή των προσωρινών μέτρων.»

Β. Το δίκαιο του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου

11.

Η συμφωνία για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου ( 6 ), περιέχει στο παράρτημα 1Α τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ) ( 7 ) (στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ).

12.

Το άρθρο 6.1.3 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ τιτλοφορείται «Αποδεικτικά στοιχεία» και ορίζει τα εξής:

«Αφ’ ης στιγμής αρχίσει έρευνα, οι αρχές κοινοποιούν το πλήρες κείμενο της γραπτής αίτησης που τους έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στους γνωστούς εξαγωγείς[16], καθώς και στις αρχές του εξάγοντος μέλους· επίσης το κοινοποιούν, εφόσον τους ζητηθεί, σε άλλους ενδιαφερόμενους που μετέχουν στη διαδικασία. Λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την τήρηση της υποχρέωσης προστασίας ορισμένων στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, όπως προβλέπει η παράγραφος 5.»

13.

Το εν λόγω άρθρο συνοδεύεται από υποσημείωση, με την οποία διευκρινίζεται ότι «[γ]ίνεται δεκτό ότι, όταν ο αριθμός των εξαγωγέων που εμπλέκονται στην υπόθεση είναι ιδιαιτέρως μεγάλος, το πλήρες κείμενο της γραπτής αίτησης πρέπει να γνωστοποιείται μόνο στις αρχές του εξάγοντος μέλους ή στον οικείο επαγγελματικό συλλογικό φορέα».

14.

Το άρθρο 6.11 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ διαλαμβάνει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ο όρος “ενδιαφερόμενα μέρη” περιλαμβάνει:

i)

τους εξαγωγείς, τους αλλοδαπούς παραγωγούς ή τους εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ή τις εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις, η πλειονότης των μελών των οποίων αποτελείται από παραγωγούς, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του συγκεκριμένου προϊόντος,

ii)

την κυβέρνηση του εξάγοντος μέλους· και

iii)

τους παραγωγούς ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος ή τις εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις, η πλειονότης των μελών των οποίων αποτελείται από παραγωγούς ομοειδούς προϊόντος στο έδαφος του εισάγοντος μέλους.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά και ο επίδικος κανονισμός

15.

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 1 έως 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως.

16.

Στις 31 Οκτωβρίου 2016 υποβλήθηκε στην Επιτροπή καταγγελία βάσει του άρθρου 5 του βασικού κανονισμού, με την οποία της ζητήθηκε να κινήσει διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων από χυτοσίδηρο καταγωγής ΛΔΚ και Δημοκρατίας της Ινδίας. Η καταγγελία αυτή υποβλήθηκε από επτά παραγωγούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 8 ).

17.

Με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 10 Δεκεμβρίου 2016 ( 9 ), η Επιτροπή κίνησε διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εν λόγω εισαγωγές.

18.

Το προϊόν το οποίο αφορούσε η έρευνα συνίστατο σε «ορισμένα αντικείμενα χυτοσιδήρου φυλλιδωτού γραφίτη (φαιού χυτοσιδήρου) ή χυτοσιδήρου σφαιροειδούς γραφίτη (που είναι επίσης γνωστός ως όλκιμος χυτοσίδηρος) και τ[α] μέρ[η] τους[, τα αντικείμενα δε] αυτού του είδους χρησιμοποιούνται για την κάλυψη επιφανειακών ή υπόγειων δικτύων και/ή ανοιγμάτων επιφανειακών ή υπόγειων δικτύων, καθώς επίσης και για την πρόσβαση σε επιφανειακά ή υπόγεια δίκτυα και/ή την παρατήρηση επιφανειακών ή υπόγειων δικτύων» (στο εξής: επίμαχο προϊόν).

19.

Η έρευνα για τη διαπίστωση ύπαρξης, αφενός, πρακτικής ντάμπινγκ και, αφετέρου, ζημίας κάλυπτε το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Οκτωβρίου 2015 και 30ής Σεπτεμβρίου 2016 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των τάσεων που είχαν σημασία για την εκτίμηση της ζημίας κάλυπτε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2013 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (στο εξής: υπό εξέταση περίοδος).

20.

Στις 16 Αυγούστου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2017/1480 (στο εξής: προσωρινός κανονισμός) ( 10 ).

21.

Μετά το πέρας της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, στις 29 Ιανουαρίου 2018 η Επιτροπή εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό.

22.

Το CCCME συμμετείχε στη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού. Τα λοιπά νομικά πρόσωπα είναι οι προαναφερθέντες εννέα Κινέζοι παραγωγοί-εξαγωγείς, δύο εκ των οποίων είχαν επιλεγεί από την Επιτροπή για να συμμετάσχουν στο δείγμα Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων που χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της έρευνας.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

23.

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Απριλίου 2018, οι αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το CCCME προέβαλε έξι λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής του. Η Επιτροπή αμφισβήτησε τόσο το παραδεκτό όσο και το βάσιμο της προσφυγής.

24.

Με διάταξη της 24ης Οκτωβρίου 2018, ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της EJ Picardie και των λοιπών νομικών προσώπων ( 11 ) (στο εξής: παρεμβαίνοντες).

25.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατ’ αρχάς τις ενστάσεις της Επιτροπής περί απαραδέκτου της προσφυγής του CCCME. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή καθόσον αυτή ασκήθηκε, πρώτον, από το CCCME ιδίω ονόματι για τη διαφύλαξη των διαδικαστικών του δικαιωμάτων, δεύτερον, από το CCCME για λογαριασμό 19 μελών του, τα οποία κατονόμασε, και, τρίτον, από τα λοιπά νομικά πρόσωπα που κατονομάζονται στο παράρτημα Ι της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

26.

Όσον αφορά την ουσία της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε και τους έξι λόγους ακυρώσεως που προέβαλε το CCCME, απορρίπτοντας, κατά συνέπεια, την προσφυγή στο σύνολό της.

V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

27.

Η παρούσα αναίρεση ασκείται από το CCCME ιδίω ονόματι και για λογαριασμό των μελών του καθώς και από τις άλλες αναιρεσείουσες, οι οποίες δεν εκπροσωπούνται από το CCCME.

28.

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση· να κάνει δεκτά τα αιτήματα τα οποία προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου· να ακυρώσει τον επίδικο κανονισμό κατά το μέρος που αφορά το CCCME, τις επιμέρους εταιρίες και τα ενδιαφερόμενα μέλη του· και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσείοντες, και να αποφανθεί ότι οι παρεμβαίνοντες φέρουν τα έξοδά τους.

29.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον έκρινε παραδεκτή την πρωτόδικη προσφυγή· να κηρύξει απαράδεκτη την ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή· να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως· και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου.

30.

Οι παρεμβαίνοντες ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της· να κρίνει ότι το CCCME δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση κατά την έννοια του βασικού κανονισμού· και να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων.

31.

Το Δικαστήριο απηύθυνε στους μετέχοντες στη διαδικασία ορισμένες γραπτές ερωτήσεις, καλώντας τους να απαντήσουν εγγράφως. Οι μετέχοντες στη διαδικασία υπέβαλαν τις απαντήσεις τους στις 29 Αυγούστου 2022. Όλοι οι προαναφερθέντες μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2022. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μετέχοντες στη διαδικασία κλήθηκαν να εστιάσουν, κατά την προφορική ανάπτυξη των απόψεών τους, στα ζητήματα του παραδεκτού και στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και στον δεύτερο και στον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, στην ανάλυση των οποίων θα περιοριστούν οι παρούσες προτάσεις κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου.

VI. Εκτίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως

32.

Θα εξετάσω, κατ’ αρχάς, τον ισχυρισμό της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας παραδεκτή την προσφυγή ακυρώσεως (Α). Εν συνεχεία, θα στραφώ στην εξέταση των δύο λόγων αναιρέσεως που αφορούν τον προσδιορισμό της ζημίας. Θα ξεκινήσω με την ανάλυση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών (Β). Κατόπιν, θα εξετάσω το ζήτημα των θετικών αποδεικτικών στοιχείων, το οποίο τίθεται στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως (Γ). Τέλος, θα εξετάσω τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορά την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερομένων και την υποχρέωση της Επιτροπής να τους γνωστοποιήσει ορισμένα στοιχεία (Δ).

Α. Επί του παραδεκτού της πρωτόδικης προσφυγής

33.

Με το υπόμνημά της επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας παραδεκτή την προσφυγή.

34.

Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του εν λόγω άρθρου, να ασκεί προσφυγή κατά, μεταξύ άλλων, των πράξεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά. Το δικαίωμα των ενώσεων και, συγκεκριμένα, των εμπορικών ενώσεων να ασκούν προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απορρέει από το δικαίωμα των ιδιωτών να ασκούν τέτοιες προσφυγές δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

35.

Κατά τη νομολογία, ένωση προσώπων μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή σε τρεις συγκεκριμένες περιπτώσεις, ήτοι, πρώτον, όταν η ένωση εκπροσωπεί τα συμφέροντα επιχειρήσεων οι οποίες νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή, ήτοι έχουν οι ίδιες ενεργητική νομιμοποίηση, δεύτερον, όταν η ένωση εξατομικεύεται λόγω του ότι θίγονται τα δικά της συμφέροντα ως ένωσης, και συγκεκριμένα διότι η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση θίγει τη θέση της ως διαπραγματεύτριας, και τρίτον, όταν μια διάταξη αναγνωρίζει ρητά στην ένωση μια σειρά δικαιωμάτων διαδικαστικού χαρακτήρα ( 12 ).

36.

Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενστάσεις απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή αφορούν την πρώτη και την τρίτη περίπτωση. Η πρώτη αφορά την περίπτωση κατά την οποία εμπορική ένωση ασκεί προσφυγή ιδίω ονόματι διότι έχει δικό της συμφέρον (1), η δε δεύτερη αφορά το παραδεκτό προσφυγής που ασκείται από εμπορική ένωση σε εκπροσώπηση των μελών της τα οποία νομιμοποιούνται τα ίδια να προσφύγουν (2). Περαιτέρω, η Επιτροπή αμφισβητεί το κύρος των πληρεξουσίων εγγράφων τα οποία προσκόμισαν τα νομικά πρόσωπα, ζήτημα στο οποίο εστιάζει η τρίτη ένσταση απαραδέκτου (3).

1.   Επί της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου, όσον αφορά το ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε από το CCCME ιδίω ονόματι

37.

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις 52 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η αναγνώριση του CCCME ως αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας αρκούσε για να θεμελιωθεί ο ατομικός και άμεσος επηρεασμός του, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Τούτο διότι το ερώτημα κατά πόσον μια οντότητα απολαύει διαδικαστικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο δεδομένης διοικητικής διαδικασίας καθορίζεται από τους νομοθετικούς κανόνες που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης και όχι από την απόφαση που λαμβάνει ορισμένη διοικητική αρχή κατά παράβαση των εν λόγω κανόνων. Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει και το ίδιο αν, αντικειμενικά, το CCCME πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις του βασικού κανονισμού ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων. Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, η Επιτροπή έδωσε μεγάλη έμφαση στην υποχρέωση ερμηνείας του τι συνιστά εμπορική ένωση κατά την έννοια του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα του άρθρου 12, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του αντίστοιχου άρθρου 11, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

38.

Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι το CCCME δεν αποτελεί ένωση που εκπροσωπεί τους παραγωγούς-εξαγωγείς διότι ενήργησε υπό την εποπτεία, τη διεύθυνση και την επιχειρηματική καθοδήγηση των οικείων υπουργείων της ΛΔΚ. Οι παρεμβαίνοντες προσθέτουν ότι το CCCME δεν λαμβάνει απλώς οδηγίες από το κράτος, αλλά ενεργεί για λογαριασμό του όσον αφορά την οργάνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων των παραγωγών-εξαγωγέων και τον κρατικό έλεγχο του ανταγωνισμού τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξαγωγική αγορά.

39.

Το CCCME ισχυρίζεται ότι είναι αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων βάσει του βασικού κανονισμού και, ως εκ τούτου, είναι ενδιαφερόμενο μέρος. Για τους λόγους που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το CCCME υποστηρίζει ότι ο επίδικος κανονισμός το αφορά άμεσα και ατομικά. Ειδικότερα, το CCCME υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή το αντιμετώπισε ως ενδιαφερόμενο μέρος τόσο κατά τη διάρκεια της έρευνας που οδήγησε στον επίδικο κανονισμό όσο και στο πλαίσιο προγενέστερων ερευνών. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, το CCCME προσέθεσε ότι το ζήτημα αν συνιστούσε ενδιαφερόμενο μέρος θα έπρεπε να έχει εξακριβωθεί από την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας και όχι στο στάδιο της ένδικης διαδικασίας. Περαιτέρω, υποστήριξε ότι το άρθρο 12 του Χάρτη και το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ δεν ασκούν επιρροή στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας.

α)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

40.

Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την ενεργητική νομιμοποίηση του CCCME στις σκέψεις 46 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή. Αφενός, έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε ατομικά το CCCME, δεδομένου ότι η Επιτροπή το είχε θεωρήσει ως ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του βασικού κανονισμού, αναγνωρίζοντάς του, ως εκ τούτου, διαδικαστικά δικαιώματα στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού (στο εξής: διαδικασία αντιντάμπινγκ). Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το CCCME θα μπορούσε να θεωρηθεί μόνο ως αντιπροσωπευτικό μέρος και όχι ως ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του βασικού κανονισμού. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε το CCCME και άμεσα, δεδομένου ότι το τελευταίο θα μπορούσε να εξασφαλίσει τον σεβασμό των διαδικαστικών του δικαιωμάτων μόνον εφόσον είχε τη δυνατότητα να προσβάλει τον επίδικο κανονισμό.

41.

Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προκειμένου να κριθεί αν νομικά πρόσωπα, όπως το CCCME, νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ιδίω ονόματι, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον έχουν ενεργητική νομιμοποίηση, αφενός, και έννομο συμφέρον, αφετέρου ( 13 ). Ειδικότερα, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, της οποίας η συνδρομή δεν αμφισβητείται με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ( 14 ), υπογραμμίζω ότι, με τις σκέψεις 78 και 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή θα υποχρεωνόταν να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία αντιντάμπινγκ και, ενδεχομένως, να επιτρέψει στο CCCME να παρέμβει στη διαδικασία προκειμένου αυτό να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό. Εφόσον είναι ικανή να παραγάγει τέτοια αποτελέσματα, η ακύρωση θα μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες για το CCCME όπως ενεργεί ιδίω ονόματι. Με άλλα λόγια, τυχόν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων του CCCME θα επηρέαζε την έκβαση της έρευνας αντιντάμπινγκ και, επομένως, το CCCME έχει έννομο συμφέρον να επικαλεστεί μια τέτοια προσβολή. Κατά συνέπεια, το έννομο συμφέρον του για την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ιδίω ονόματι αποσκοπεί στη διαφύλαξη των διαδικαστικών του δικαιωμάτων.

β)   Τα γενικά κριτήρια της ενεργητικής νομιμοποίησης των εμπορικών ενώσεων σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

42.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι οι κανόνες που διέπουν την ενεργητική νομιμοποίηση νομικού προσώπου για την άσκηση προσφυγής κατά πράξεως της Ένωσης προβλέπονται στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να εξεταστεί η δεύτερη περίπτωση, που προβλέπει ότι άσκηση προσφυγής χωρεί κατά πράξεως η οποία αφορά τις ενώσεις άμεσα και ατομικά ( 15 ).

43.

Προκειμένου να κριθεί η ενεργητική νομιμοποίηση του CCCME στην υπό κρίση υπόθεση βάσει των συνεπειών της επίμαχης πράξεως στην ίδια ως ένωση, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τα θίγει, μεταξύ άλλων, λόγω μιας ιδιαίτερης πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη ( 16 ).

44.

Στην υπό κρίση υπόθεση είναι, κατά την άποψή μου, προφανές ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ δεν τροποποίησε τη νομική κατάσταση του CCCME ατομικά, δεδομένου ότι η εν λόγω οντότητα δεν καλείται να πληρώσει η ίδια τους ως άνω δασμούς ( 17 ). Ωστόσο, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο συμμετέχει στη διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση πράξεως της Ένωσης μπορεί να το εξατομικεύσει σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη, η οποία παράγει έναντί του δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, όταν η εφαρμοστέα νομοθεσία της Ένωσης του αναγνωρίζει ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις ( 18 ). Επομένως, το ακριβές εύρος του δικαιώματος του CCCME να προσφύγει ιδίω ονόματι εξαρτάται από τη νομική θέση που καθορίζεται υπέρ του από το δίκαιο της Ένωσης με σκοπό την προστασία των αναγνωριζόμενων με αυτόν τον τρόπο έννομων συμφερόντων ( 19 ).

γ)   Η ιδιότητα την οποία προσέδωσε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ

45.

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το CCCME θεωρήθηκε από την Επιτροπή ως ενδιαφερόμενο μέρος στο οποίο έπρεπε να αναγνωριστούν τα διαδικαστικά δικαιώματα που προβλέπει ο βασικός κανονισμός καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Με τις σκέψεις 53 έως 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε σειρά διαπιστώσεων από τις οποίες συνήγαγε ότι η Επιτροπή αναγνώρισε στο CCCME το δικαίωμα να συμμετάσχει σε δύο ακροάσεις που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού. Περαιτέρω, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή επέτρεψε στο CCCME την πρόσβαση στον φάκελο της έρευνας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, καθώς και ότι, στη συνέχεια, η Επιτροπή απέστειλε στο CCCME, όπως προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, τα προσωρινά συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει, επί των οποίων το CCCME υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το CCCME έλαβε, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τα τελικά συμπεράσματα βάσει των οποίων η Επιτροπή σκόπευε να προτείνει την επιβολή οριστικών μέτρων. Βάσει των ως άνω διαπιστώσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, εν προκειμένω, το CCCME πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να γίνει δεκτό ότι ο επίδικος κανονισμός το αφορούσε ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

46.

Φρονώ ότι αφετηρία της παρούσας ανάλυσης είναι το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή έσφαλε κατά τη διοικητική διαδικασία αναγνωρίζοντας στο CCCME την ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους και τα εξ αυτής απορρέοντα διαδικαστικά δικαιώματα. Μολονότι το εν λόγω σφάλμα δεν αμφισβητείται από την Επιτροπή ( 20 ), πρέπει να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε σχετικά με το αν πράγματι αποδείχθηκε η συνδρομή του ( 21 ). Αντιθέτως, στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο βασίστηκε στον χαρακτηρισμό του CCCME ως ενδιαφερόμενου μέρους από την ίδια την Επιτροπή, παραπέμποντας, ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 25 του επίδικου κανονισμού, στην οποία επισημαίνεται ότι κατά την Επιτροπή το CCCME έπρεπε να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο εκπροσωπούσε, συγκεκριμένα, τον κινεζικό κλάδο παραγωγής χυτοσιδήρου.

47.

Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία σχετικά με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένο πρόσωπο συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία που καταλήγει στην έκδοση πράξεως της Ένωσης δεν το εξατομικεύει σε σχέση με τη συγκεκριμένη πράξη, εκτός αν η σχετική νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις για τέτοιο πρόσωπο ( 22 ). Ως εκ τούτου, οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις ενδέχεται να θίγονται άμεσα και ατομικά από την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που τους απονέμονται δυνάμει του βασικού κανονισμού. Βάσει αυτού ακριβώς του κανονισμού καλείται το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αν μια οντότητα, όπως το CCCME, πρέπει να εξατομικεύεται για τους σκοπούς του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

48.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένος ο νομικός χαρακτηρισμός του CCCME ως ενδιαφερόμενου μέρους για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθήκον του Γενικού Δικαστηρίου είναι να εξακριβώσει αν ορισμένη οντότητα, όπως το CCCME, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό, κατά μείζονα δε λόγο αφού η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες αμφισβήτησαν το καθεστώς του CCCME ως αντιπροσωπευτικής ένωσης κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού ( 23 ).

49.

Κατά συνέπεια, μολονότι η Επιτροπή αναγνώρισε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, το CCCME ως ενδιαφερόμενο μέρος και του χορήγησε τα συνακόλουθα διαδικαστικά δικαιώματα, η εν λόγω αναγνώριση και χορήγηση συνιστούν διοικητική πρακτική η οποία δεν είναι δεσμευτική για τον χαρακτηρισμό στον οποίο προβαίνουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως. Η ιδιότητα που αναγνωρίστηκε στο CCCME από την Επιτροπή πρέπει να συνάδει με τον βασικό κανονισμό, επί του οποίου βασίστηκε η έκδοση του επίδικου κανονισμού. Συναφώς, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το αν ορισμένη οντότητα απολαύει διαδικαστικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο συγκεκριμένης διοικητικής διαδικασίας καθορίζεται από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά τη θέσπιση του νομικού πλαισίου, ήτοι εν προκειμένω του βασικού κανονισμού, και όχι από την πρακτική του διοικητικού οργάνου.

50.

Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η εσφαλμένη πρακτική της Επιτροπής είναι άνευ συνεπειών, ιδίως όταν το θεσμικό όργανο στερεί από ορισμένο πρόσωπο τα διαδικαστικά του δικαιώματα. Τουναντίον όμως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η αναγνώριση του CCCME ως ενδιαφερόμενου μέρους δεν του στέρησε τα ως άνω δικαιώματα, αλλά του παρείχε μάλλον περισσότερα δικαιώματα, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία. Για τον λόγο αυτό, η αναγνώριση αυτή εκ μέρους της Επιτροπής δεν επισύρει αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας του CCCME ( 24 ).

51.

Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως, όφειλε να ελέγξει ποια ιδιότητα θα έπρεπε να έχει αναγνωριστεί στο CCCME και ποια διαδικαστικά δικαιώματα θα έπρεπε (ενδεχομένως) να του έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό. Ωστόσο, κατά την εκτίμηση, στις σκέψεις 53 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του ενδεχόμενου ατομικού επηρεασμού του CCCME κατά το μέρος που ενήργησε ιδίω ονόματι, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να μη διενήργησε τέτοιον έλεγχο. Τουναντίον, έκρινε απλώς ότι, για τους σκοπούς του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως, ο ατομικός επηρεασμός του CCCME αποδεικνυόταν απλώς και μόνον εκ του ότι η Επιτροπή του είχε χορηγήσει διαδικαστικά δικαιώματα ( 25 ). Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε το CCCME ατομικά και άμεσα για τον λόγο ότι η Επιτροπή του είχε χορηγήσει διαδικαστικά δικαιώματα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, χωρίς να εξακριβώσει αν η χορήγηση των δικαιωμάτων αυτών ήταν σύμφωνη με τον βασικό κανονισμό.

52.

Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω πλάνης, στο Δικαστήριο εναπόκειται να βεβαιωθεί ότι, σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό, η Επιτροπή όφειλε πράγματι να αναγνωρίσει το CCCME ως ενδιαφερόμενο μέρος ή/και ως αντιπροσωπευτική ένωση και να του χορηγήσει ορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα του κατά πόσον το CCCME είναι ενδιαφερόμενο μέρος ή/και αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων.

δ)   Ενδιαφερόμενο μέρος ή/και αντιπροσωπευτική ένωση

1) Η έννοια του ενδιαφερόμενου μέρους

53.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τους φορείς που μνημονεύονται στον βασικό κανονισμό, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις του αναφέρονται σε διάφορες οντότητες, όπως «εξαγωγείς», «εισαγωγείς» (και οι) «αντιπροσωπευτικές ενώσεις» (τους), «αντιπροσωπευτικές ενώσεις εισαγωγέων και εξαγωγέων», «καταγγέλλοντες», «εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής», «κυβέρνηση της χώρας εξαγωγής», «χρήστες και οργανώσεις καταναλωτών» και «ενδιαφερόμενα μέρη». Μολονότι ο βασικός κανονισμός δεν ορίζει τις προαναφερθείσες κατηγορίες, εντούτοις από τα άρθρα του 5, 6, 10, 11 και 19 προκύπτει ότι τους παρέχει διαφορετικά δικαιώματα ( 26 ).

54.

Ωστόσο, από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφοι 10 και 11, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι ο όρος «ενδιαφερόμενα μέρη» είναι γενικός όρος και καταλαμβάνει όλες τις προαναφερθείσες οντότητες. Ειδικότερα, αφ’ ης στιγμής ορισμένο πρόσωπο αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 10, του εν λόγω κανονισμού, καθίσταται πλέον ενδιαφερόμενο μέρος.

55.

Για τον προσδιορισμό της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας αλλά και των διαδικαστικών δικαιωμάτων του, δεδομένου ότι οι διάφορες οντότητες έχουν διαφορετικά δικαιώματα, θα πρέπει να προσδιορίζεται υπό ποια ιδιότητα ενεργεί, ήτοι ως εξαγωγέας, εισαγωγέας, αντιπροσωπευτική ένωση ή υπό άλλη ιδιότητα ( 27 ). Επ’ αυτού σημειώνω επίσης ότι, μολονότι ο βασικός κανονισμός διακρίνει μεταξύ των αντιπροσωπευτικών ενώσεων εξαγωγέων και των εκπροσώπων της χώρας εξαγωγής ( 28 ), ούτε ο ίδιος ο κανονισμός ούτε και η νομολογία παρέχουν συγκεκριμένες κατευθύνσεις όσον αφορά τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον ορισμό των ως άνω εννοιών.

2) Η έννοια της αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων

56.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν το CCCME αποτελεί αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων κατά την έννοια του βασικού κανονισμού. Όπως είναι αναμενόμενο, οι μετέχοντες στη διαδικασία απαντούν ερώτημα κατά τρόπο διαμετρικά αντίθετο. Κατά το CCCME, ο βασικός κανονισμός δεν προβλέπει κανένα δικονομικό ή ουσιαστικό κριτήριο βάσει του οποίου να μπορεί να οριστεί η έννοια της αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων. Βασιζόμενο στη συνήθη έννοια των όρων «αντιπροσωπευτικός» και «ένωση», το CCCME υποστηρίζει ότι κάθε φορέας ή οντότητα που ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό των παραγωγών-εξαγωγέων μπορεί να χαρακτηριστεί ως αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων κατά την έννοια του βασικού κανονισμού. Η προσθήκη περαιτέρω κριτηρίων θα ισοδυναμούσε με την προσθήκη αδικαιολόγητων πρόσθετων προϋποθέσεων όσον αφορά την ιδιότητα της αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων. Αντιθέτως, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται ότι για τον ορισμό της έννοιας «αντιπροσωπευτική ένωση εισαγωγέων» θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα ουσιαστικά και διαδικαστικά κριτήρια. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο όρος «ένωση» θα πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα με τις κοινές παραδόσεις των κρατών μελών της Ένωσης, ότι αναφέρεται σε οντότητα η οποία συγκροτείται και ενεργεί με δημοκρατικό τρόπο και είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία.

57.

Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η ερμηνεία του όρου «ένωση» είναι κρίσιμη για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων. Συναφώς, ο βασικός κανονισμός και η όλη οικονομία του προβλέπουν ουσιαστικά και διαδικαστικά κριτήρια για τον ορισμό της «αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων». Ειδικότερα, όσον αφορά τα διαδικαστικά κριτήρια, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να αναγγελθούν ( 29 ). Όσον αφορά τα ουσιαστικά κριτήρια, ο βασικός κανονισμός δεν παρέχει ορισμό για την έννοια της «αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων». Επισημαίνω δε ότι ο συγκεκριμένος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον κανονισμό (ΕΚ) 3284/94 του Συμβουλίου ( 30 ), περί εφαρμογής της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, ενώ όλες σε όλες τις προγενέστερες εκδόσεις του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ χρησιμοποιούνταν ο όρος «εμπορική ένωση» ( 31 ).

58.

Μολονότι η έννοια της «εμπορικής ένωσης» χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο του δικαίου του ΠΟΕ, ειδικότερα δε στο άρθρο 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ ( 32 ), κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η Επιτροπή δεν παρείχε καμία εξήγηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους, στο πλαίσιο της θεσπίσεως του κανονισμού 3284/94 και της εφαρμογής της συμφωνίας αυτής, το Συμβούλιο επέφερε στο προτεινόμενο κείμενο τροποποιήσεις από τις οποίες προέκυψε εν τέλει η έννοια της «αντιπροσωπευτικής ένωσης» ( 33 ). Δεν είναι, επομένως, σαφής ο λόγος για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε τον όρο «αντιπροσωπευτική ένωση» αντί της διατύπωσης που είχε χρησιμοποιηθεί στην ως άνω συμφωνία. Τούτο προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αν ληφθεί υπόψη ότι το άρθρο 5, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού χρησιμοποιεί τον όρο «εμπορική ένωση», ο οποίος, κατά δήλωση και των μετεχόντων στη διαδικασία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αναφέρεται σαφώς σε «αντιπροσωπευτική ένωση».

59.

Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι ο βασικός κανονισμός ενσωματώνει μια διεθνή υποχρέωση, ήτοι την απορρέουσα από τη συμφωνία αντιντάμπινγκ, στο δίκαιο της Ένωσης, προκειμένου να δοθεί ορισμός του όρου «αντιπροσωπευτική ένωση» κατά την έννοια του βασικού κανονισμού θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η σημασία του όρου «εμπορικής ή επιχειρηματικής ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 6.11, σημείο i, της συμφωνίας ( 34 ). Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, μια οντότητα εμπίπτει στην έννοια αυτή εφόσον πληροί δύο κριτήρια: πρώτον, θα πρέπει να πρόκειται για «εμπορική ή επιχειρηματική ένωση» και, δεύτερον, θα πρέπει η πλειονότητα των μελών της να αποτελείται από παραγωγούς, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Θα εξετάσω τα δύο αυτά κριτήρια αμέσως κατωτέρω.

i) Εμπορική ή επιχειρηματική ένωση

– Γενικά κριτήρια

60.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι μετέχοντες στη διαδικασία συμφώνησαν ότι η φράση «εμπορική ή επιχειρηματική ένωση» του άρθρου 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ έχει μεταφερθεί στον βασικό κανονισμό μέσω της αναφοράς σε «αντιπροσωπευτική ένωση» ( 35 ). Εφόσον το άρθρο αυτό δεν περιέχει ούτε ορισμό ούτε παραπομπή στα εθνικά δίκαια, ο όρος θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών της 23ης Μαΐου 1969, «να ερμηνεύεται με καλή πίστη σύμφωνα με τη συνήθη έννοια που αποδίδεται στους όρους της συνθήκης στο σύνολό τους και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού της».

61.

Συναφώς, θα πρέπει να επισημάνω, κατ’ αρχάς, ότι εμφανίζονται ορισμένες αποκλίσεις μεταξύ των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, δεδομένου ότι δύο από τις τρεις επίσημες γλώσσες του ΠΟΕ χρησιμοποιούν τον όρο «ένωση» –«trade or business association» στην αγγλική γλώσσα ( 36 ) και «las asociaciones mercantiles, gremiales o empresariales» στην ισπανική ( 37 )–, ενώ η τρίτη γλώσσα χρησιμοποιεί τον όρο «ομάδα» –«un groupement professionnel commercial ou industriel» ( 38 ) στη γαλλική γλώσσα. Η συνήθης έννοια των εν λόγω όρων φαίνεται να καλύπτει διαφορετικά είδη οργανώσεων που συσπειρώνουν και υποστηρίζουν εταιρίες και εργοδότες συγκεκριμένου κλάδου, προστατεύοντας τα δικαιώματά τους. Περαιτέρω και χάριν πληρότητας, προσθέτω ότι, στο πλαίσιο διαφορετικών νομικών συστημάτων, στον ορισμό της έννοιας της «εμπορικής ένωσης» περιλαμβάνονταν στο παρελθόν εμπορικά επιμελητήρια και συμβούλια, σωματεία ή ινστιτούτα, ενώσεις προστασίας του εμπορίου, μη αντιπροσωπευτικές ενώσεις που παρέχουν γενικές εμπορικές υπηρεσίες, συμβουλευτικά επιμελητήρια καλλιτεχνών και βιοτεχνών καθώς και συνδικαλιστικά εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια ( 39 ). Συνεπώς, η συνήθης έννοια του επίμαχου όρου δεν συνηγορεί υπέρ της θέσης της Επιτροπής. Από κανένα στοιχείο της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν προκύπτει ότι το άρθρο της 6.11, σημείο i, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υφίσταται «αντιπροσωπευτική ένωση» μόνον εφόσον πρόκειται για φορέα ο οποίος λειτουργεί με δημοκρατικό τρόπο ( 40 ).

62.

Κατά συνέπεια, δεν είναι εύλογη η ερμηνεία αποκλειστικώς με βάση τη σημασία που έχει ο όρος «ένωση» στο πλαίσιο των κοινών παραδόσεων των κρατών μελών της Ένωσης –ήτοι, μιας ένωσης που συγκροτείται και ενεργεί με δημοκρατικό τρόπο και είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία. Αντίθετα, η συνήθης έννοια του εν λόγω όρου υποδηλώνει οντότητα η οποία υποστηρίζει τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες συγκεκριμένου κλάδου και προστατεύει τα δικαιώματά τους.

63.

Όσον αφορά το σχετικό πλαίσιο, ο όρος «εμπορική ή επιχειρηματική ένωση» εμφανίζεται στο πολυμερές πλαίσιο του ΠΟΕ, το έργο του οποίου αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν οι εκπρόσωποι των κυβερνήσεων, αλλά τα θεμέλια του οποίου εντοπίζονται στην καθημερινή δραστηριότητα της βιομηχανικής παραγωγής και του εμπορίου. Επομένως, το φάσμα των οντοτήτων που μπορούν να χαρακτηριστούν νομικά ως «εμπορικές ενώσεις» ή «επιχειρηματικές ενώσεις» είναι ιδιαίτερα ευρύ. Κατά τη γνώμη μου, μπορεί να κυμαίνεται από εμπορικά επιμελητήρια και ενώσεις εμπορικών επιμελητηρίων έως κλαδικές εμπορικές ομάδες, επιχειρηματικές ενώσεις, κλαδικές ενώσεις ή βιομηχανικούς φορείς ( 41 ). Δεδομένου ότι η έννοια της «εμπορικής ή επιχειρηματικής ένωσης» προέρχεται από το πολυμερές πλαίσιο του ΠΟΕ, το οποίο συναπαρτίζεται από χώρες με διαφορετικά πολιτικά και οικονομικά συστήματα, θα ήμουν της γνώμης ότι το εφαρμοστέο νομικό κριτήριο σε σχέση με την έννοια διαφέρει από εκείνο που εφαρμόζεται αντίστοιχα στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών της Ένωσης ή σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, για τους σκοπούς της εφαρμογής του βασικού κανονισμού, ο οποίος μεταφέρει στην ενωσιακή έννομη τάξη το άρθρο 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η έννοια της «αντιπροσωπευτικής ένωσης» πρέπει να τύχει ευρείας ερμηνείας, καταλαμβάνοντας κάθε είδους οντότητες που εκπροσωπούν τους κλάδους παραγωγής που υπόκεινται σε διαδικασίες αντιντάμπινγκ.

– Η σχέση με την έννοια της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι

64.

Κατά την Επιτροπή, μια ένωση δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτική εάν δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του Χάρτη. Το CCCME υποστήριξε αντιθέτως, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι η εν λόγω διάταξη δεν θα έπρεπε να ασκεί επιρροή.

65.

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του Χάρτη, το δικαίωμα αυτό αντιστοιχεί στο δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει το ίδιο νόημα και την ίδια εμβέλεια με το τελευταίο. Συνεπώς, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής: ΕΔΔΑ) ( 42 ).

66.

Ειδικότερα, πρώτον, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι συγκαταλέγεται στις θεμελιώδεις βάσεις μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας, στο μέτρο που επιτρέπει στους πολίτες να ενεργούν συλλογικά σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος και με τον τρόπο αυτό να συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου βίου ( 43 ). Δεύτερον, το δικαίωμα δεν περιλαμβάνει μόνο τη δυνατότητα σύστασης ή διάλυσης μιας ένωσης ( 44 ), αλλά καλύπτει και τη δυνατότητα δράσης της, πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η ένωση πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί τις δραστηριότητές της και να λειτουργεί χωρίς αδικαιολόγητες κρατικές παρεμβάσεις ( 45 ).

67.

Επομένως, μολονότι είναι αλήθεια ότι οι όροι του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του Χάρτη, και κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο αδικαιολόγητος περιορισμός του, η ως άνω ερμηνεία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο περιορισμού των δικαιωμάτων μιας οντότητας η οποία δεν επικαλείται καν το δικαίωμα αυτό. Για παράδειγμα, οι διατάξεις του βασικού κανονισμού θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε ένας οικονομικός φορέας να μην εξαναγκάζεται ή να υποχρεώνεται να γίνει μέλος εμπορικής ή επιχειρηματικής ένωσης, εκτός εάν μια τέτοια παρέμβαση είναι δικαιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας ( 46 ).

68.

Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, όπως κατοχυρώνεται στις ως άνω διατάξεις, για να επιβάλλει περιορισμούς στα δικαιώματα οντότητας η οποία ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί επιχειρήσεις ή συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ( 47 ). Με άλλα λόγια, η υποχρέωση ερμηνείας του βασικού κανονισμού υπό το πρίσμα του Χάρτη και της ΕΣΔΑ μπορεί να συνεπάγεται τη χορήγηση δικαιωμάτων στα μέρη που εμπλέκονται σε διαδικασίες αντιντάμπινγκ, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αποθάρρυνσής τους από την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας που διασφαλίζονται με τα άρθρα 41 ή 47 του Χάρτη.

69.

Συναφώς, φρονώ ότι το εύρος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 1, του Χάρτη και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ είναι πιο περιορισμένο σε σχέση με την έννοια της «αντιπροσωπευτικής ένωσης» του βασικού κανονισμού· η έννοια αυτή καταλαμβάνει τόσο την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι όσο και την έννοια της «εμπορικής ή επιχειρηματικής ένωσης» κατά το διεθνές εμπορικό δίκαιο. Άλλως ειπείν, ακόμη και όταν δεν τυγχάνει εφαρμογής η ελευθερία αυτή, μια οντότητα μπορεί να εξακολουθεί να είναι αντιπροσωπευτική των μελών της κατά την έννοια του βασικού κανονισμού και στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορικού δικαίου.

70.

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ώστε να περιορίσει το περιεχόμενο της έννοιας της αντιπροσωπευτικής ένωσης κατά τον βασικό κανονισμό και να αποκλείσει ορισμένη οργάνωση από την εκπροσώπηση των μελών της ή κάποιου κλάδου παραγωγής. Εάν το Δικαστήριο ακολουθήσει την προσέγγιση που προτείνει η Επιτροπή, η επίμαχη οντότητα θα όφειλε να συμμορφώνεται πάντοτε με τις εν λόγω διατάξεις προκειμένου να μπορεί να της προσδοθεί ο νομικός χαρακτηρισμός της αντιπροσωπευτικής ένωσης σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό, ανεξαρτήτως αν η οντότητα αυτή επικαλείται την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η δημόσια εξουσία την οποία ασκεί η επίμαχη οντότητα ( 48 ) αποκλείει τον χαρακτηρισμό της ως ένωσης, διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 12, παράγραφος 1, του Χάρτη και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ. Για τους ίδιους λόγους φρονώ ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επίμαχη οντότητα δεν μπορεί να έχει ρυθμιστικά καθήκοντα, διότι δεν πληροί τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

71.

Εν πάση περιπτώσει, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο της δικογραφίας ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία του βασικού κανονισμού υπό την έννοια ότι το CCCME μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων θα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητο περιορισμό του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων.

– Το καταστατικό της ένωσης

72.

Σε πρακτικό επίπεδο, το ζήτημα αν μια οντότητα συνιστά «εμπορική ή επιχειρηματική ένωση» θα πρέπει να εξετασθεί λαμβανομένου υπόψη του καταστατικού της. Στην υπό κρίση υπόθεση, από το καταστατικό του CCCME προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται, μεταξύ άλλων, για μη κερδοσκοπικό οργανισμό ο οποίος έχει συσταθεί από επιχειρήσεις και φορείς που ασχολούνται με το εξαγωγικό εμπόριο, τις επενδύσεις και τη συνεργασία στον τομέα των μηχανημάτων και των ηλεκτρονικών προϊόντων ( 49 ). Σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 του καταστατικού του, σκοπός του CCCME είναι να συντονίζει, να συμβουλεύει και να παρέχει υπηρεσίες στα μέλη του, να διασφαλίζει τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των μελών του και να προωθεί την ανάπτυξη της μηχανολογικής και ηλεκτρονικής βιομηχανίας ( 50 ). Κατά τη γνώμη μου, βάσει του σκοπού του CCCME, όπως ορίζεται στο καταστατικό του, δεν χωρεί αμφιβολία ότι πρόκειται για ένωση η οποία εκπροσωπεί, τουλάχιστον επισήμως, ορισμένους παραγωγούς και εξαγωγείς της ΛΔΚ.

73.

Το επόμενο ζήτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσον το CCCME είναι ένωση που εκπροσωπεί τους παραγωγούς των συγκεκριμένων προϊόντων ως προς τα οποία διεξάγεται η έρευνα. Όπως υποδηλώνει το όνομά του, το CCCME είναι ένας φορέας που εκπροσωπεί τους παραγωγούς και εξαγωγείς «μηχανημάτων και ηλεκτρονικών προϊόντων» και τους κλάδους της «μηχανολογικής και ηλεκτρονικής βιομηχανίας» ( 51 ). Είναι αλήθεια ότι από τους αόριστους αυτούς όρους δεν προκύπτει σαφώς αν εντάσσονται εκεί και οι παραγωγοί και εξαγωγείς συγκεκριμένων προϊόντων, όπως ορισμένα αντικείμενα χυτοσιδήρου (καλύμματα φρεατίων). Ωστόσο, από τις άδειες άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας των μελών του CCCME επίσης συνάγεται ότι στις δραστηριότητες των τελευταίων περιλαμβάνεται και η χύτευση σιδήρου ( 52 ).

74.

Επιπλέον, σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, ακόμη και αν τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό ποσοστό του συνόλου των προϊόντων σε σχέση με τα οποία δραστηριοποιούνται τα μέλη της ένωσης, πράγμα που φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω, η ένωση μπορεί, εντούτοις, να εκπροσωπεί τους παραγωγούς του επίμαχου προϊόντος, εφόσον αυτοί αντιπροσωπεύουν σημαντικό αριθμό των προσώπων που δραστηριοποιούνται στον οικείο τομέα ( 53 ). Με την απόφασή του στην υπόθεση BEUC κατά Επιτροπής ( 54 ), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε ενδιαφερόμενο μέρος πρέπει να μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχει αντικειμενική σχέση μεταξύ των δραστηριοτήτων του και του οικείου προϊόντος ( 55 ). Το αν τα εν λόγω είδη αναφέρονται στον ιστότοπο του CCCME δεν θα πρέπει να ασκεί επιρροή, αντίθετα προς τα όσα ισχυρίζονται οι παρεμβαίνοντες ( 56 ).

75.

Έρχομαι, επομένως, στην ουσία του ζητήματος: σε ποιον βαθμό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αυτονομία της οντότητας έναντι του κράτους για τον νομικό χαρακτηρισμό της ως αντιπροσωπευτικής ένωσης εξαγωγέων σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό;

– Αυτονομία και κρατική παρέμβαση

76.

Το ζήτημα που εγείρεται είναι σε ποιον βαθμό μια οντότητα συνδέεται με την κυβέρνηση του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένη, ώστε εν τέλει να αποκλείεται από την εκπροσώπηση των μελών της.

77.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημάνω ότι, στο διεθνές εμπορικό δίκαιο, είναι δυνατόν, ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, κάποιες ενώσεις που εκπροσωπούν τα μέλη τους να έχουν ορισμένους δεσμούς με την κυβέρνησή τους, δεδομένου ότι οι ενώσεις απολαύουν διαφορετικού βαθμού ελευθερίας και αυτονομίας σύμφωνα με τη νομοθεσία κάθε διαφορετικού κράτους. Επιπλέον, όταν μια ένωση είναι εγκατεστημένη σε τρίτο κράτος και διέπεται από το δίκαιό του, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, η εκτίμηση του βαθμού αυτονομίας είναι δυσχερής, αν όχι αδύνατη. Η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδείξει ότι, ως προς τις αποφάσεις που αφορούν τη διαδικασία αντιντάμπινγκ, η επίμαχη ένωση εκπροσωπεί το κράτος, με αποτέλεσμα να αποκλείεται κάθε εκπροσώπηση των μελών της.

78.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή επικαλείται το καταστατικό του CCCME προκειμένου να καταδείξει ότι το CCCME ενεργεί υπό την «εποπτεία και διεύθυνση και σύμφωνα με τις επιχειρηματικής φύσεως υποδείξεις» διαφόρων υπουργείων της ΛΔΚ ( 57 ). Εντούτοις, οι όροι «εποπτεία, διεύθυνση και […] επιχειρηματικής φύσεως υποδείξεις» είναι ιδιαιτέρως ευρείς, καθώς ενδέχεται να συνεπάγονται διαφορετικής έκτασης επιρροή ή παρέμβαση. Ως εκ τούτου, και υπό το πρίσμα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν από την Επιτροπή και τους παρεμβαίνοντες ( 58 ), μολονότι το CCCME φαίνεται να συνιστά οντότητα επί της οποίας ασκείται σε κάποιον βαθμό έλεγχος από το κινεζικό κράτος, τέτοιες ευρείες έννοιες δεν θεμελιώνουν επαρκώς το γεγονός ότι το κράτος ασκεί έλεγχο κατά τρόπο ώστε να αποκλείεται η εκπροσώπηση των συμφερόντων των εξαγωγέων ή ότι η εν λόγω οντότητα αποτελεί προέκταση της ΛΔΚ.

79.

Επιπλέον, για τους σκοπούς διαδικασίας αντιντάμπινγκ που διεξάγεται σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό, πρέπει να αποδειχθεί ότι ο έλεγχος που ασκεί το κράτος αφορά ειδικώς τις αποφάσεις που λαμβάνει η ένωση όσον αφορά τη συγκεκριμένη διαδικασία. Ως εκ τούτου, η ύπαρξη ορισμένων διασυνδέσεων ή δεσμών της ένωσης με την αντίστοιχη κυβέρνηση δεν αποκλείει απαραιτήτως και αυτομάτως την ταυτόχρονη εκπροσώπηση, εκ μέρους της, των παραγωγών ή των εξαγωγέων της στο πλαίσιο διαδικασιών αντιντάμπινγκ. Συνάγεται επομένως ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, μολονότι είναι βέβαιο ότι το κράτος ασκεί έλεγχο σε κάποιον βαθμό, δεν έχει αποδειχθεί το γεγονός ότι η επίμαχη οντότητα δεν εκπροσωπεί τα μέλη της στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπό κρίση διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

80.

Εν πάση περιπτώσει, στον τομέα του διεθνούς εμπορικού δικαίου, όπου τα συμφέροντα των κρατών και των επιχειρήσεων είναι συχνά αλληλένδετα, η αυτονομία μιας ένωσης σε σχέση με το κράτος φαίνεται να έχει σημασία όταν το κράτος και οι εξαγωγείς τους οποίους εκπροσωπεί η ένωση έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, εάν το συμφέρον των μελών της ένωσης ταυτίζεται με το συμφέρον του κράτους, η διάκριση μεταξύ των συμφερόντων των πρώτων, αφενός, και του δεύτερου, αφετέρου, δεν έχει καμία σημασία. Στην υπό κρίση υπόθεση, ουδόλως αποδείχθηκε ότι συντρέχει αντίθεση συμφερόντων κατά τα ανωτέρω.

81.

Στην πράξη, ορισμένες οντότητες απολαύουν του νομικού μονοπωλίου διαχείρισης ορισμένης δραστηριότητας. Δεν αποκλείεται μάλιστα, στο πλαίσιο του διεθνούς εμπορίου, αυτές να είναι οι πλέον κατάλληλοι φορείς για την εκπροσώπηση των μελών τους. Στην περίπτωση αυτή, η επίμαχη οντότητα θα πρέπει να μπορεί να συμμετέχει στις διοικητικές διαδικασίες που οδηγούν στην επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ.

82.

Συνεπώς, η επιχειρηματολογία που βασίζεται στην κρατική παρέμβαση δεν αρκεί για να αποκλείσει το ενδεχόμενο το CCCME να ενεργεί προς το συμφέρον των Κινέζων εξαγωγέων.

83.

Η ως άνω εκτίμηση ουδόλως προσκρούει στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, DEFI κατά Επιτροπής ( 59 ), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι, σύμφωνα με τη σχετική γαλλική νομοθεσία, η Γαλλική Κυβέρνηση είχε την εξουσία να καθορίζει τη διαχείριση και την πολιτική του οικείου οργανισμού και, επομένως, να καθορίζει τα συμφέροντα που ο οργανισμός αυτός όφειλε να προασπίζεται. Πρώτον, στην υπόθεση εκείνη, αποδέκτης της αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την επίμαχη κρατική ενίσχυση ήταν το κράτος, οι δε επιχειρήσεις οι οποίες έλαβαν την ενίσχυση θεωρήθηκαν αποκλειστικά ως «ενδιαφερόμενα μέρη» στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και, ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να επιδιώξουν να έρθουν οι ίδιες σε αντιπαράθεση με την Επιτροπή, δυνατότητα η οποία παρέχεται στο προαναφερθέν κράτος μέλος ( 60 ). Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση ο βασικός κανονισμός αντιμετωπίζει ως ενδιαφερόμενα μέρη όλες τις επιχειρήσεις, τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις των επιχειρήσεων και τους εκπροσώπους των οικείων χωρών. Επομένως, η διάκριση που έγινε ανωτέρω μεταξύ του κράτους και της επιχείρησης στο πλαίσιο του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων δεν ασκεί επιρροή για τους σκοπούς της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Δεύτερον, στην υπόθεση εκείνη, ο ίδιος ο οργανισμός αναγνώρισε ότι δεν εκπροσωπούσε τους δικαιούχους της επίμαχης ενίσχυσης, αλλά συμφέροντα που αφορούσαν τον ίδιο τον οργανισμό. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή, το CCCME μπορεί κάλλιστα να είναι οργάνωση που εκπροσωπεί την κινεζική βιομηχανία στο σύνολό της. Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση δεν χωρεί κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του σκεπτικού που ανέπτυξε το Δικαστήριο στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, DEFI κατά Επιτροπής ( 61 ), δεδομένου ότι η θέση του CCCME δεν ταυτίζεται με εκείνη του επίμαχου στην υπόθεση εκείνη γαλλικού οργανισμού.

84.

Τέλος, με τις απαντήσεις της στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, η Επιτροπή αναφέρθηκε στον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συμμετοχής των μελών προς στήριξη του ισχυρισμού ότι οντότητα όπως το CCCME δεν μπορεί να συνιστά αντιπροσωπευτική ένωση. Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το επιχείρημά της αφορούσε μόνο την κρατική παρέμβαση και ότι το ζήτημα της υποχρεωτικής συμμετοχής δεν ασκεί επιρροή για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τέτοιου είδους συμμετοχή στην υπό κρίση υπόθεση. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, το CCCME δήλωσε ότι η συμμετοχή σε αυτό δεν είναι υποχρεωτική και, ελλείψει αντίθετων στοιχείων, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητηθεί η αλήθεια της δήλωσής του.

– Ενδιάμεσο συμπέρασμα

85.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι, ανεξαρτήτως της προβαλλόμενης παρέμβασης της ΛΔΚ στα τεκταινόμενα εντός του CCCME, η εν λόγω οντότητα πληροί το πρώτο κριτήριο του ορισμού της εμπορικής ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ και, συνεπώς, της αντιπροσωπευτικής ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού.

ii) Μέλη τα οποία είναι παραγωγοί, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας

86.

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, η πλειονότητα των μελών της επίμαχης οντότητας θα πρέπει να είναι παραγωγοί, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.

87.

Η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι οι παραγωγοί και οι εξαγωγείς χυτοσιδήρου δεν αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των μελών του CCCME, με αποτέλεσμα η ένωση να μην μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική τους. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή προσέθεσε ότι πρέπει να επηρεάζεται από τις έρευνές της η πλειονότητα των μελών της εκάστοτε ένωσης.

88.

Συναφώς, επισημαίνω ότι το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας μπορεί να είναι ένα πολύ συγκεκριμένο προϊόν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Είναι εξαιρετικά πιθανόν οι εξαγωγείς ή οι παραγωγοί συγκεκριμένου προϊόντος, για παράδειγμα ορισμένων ειδών χυτοσιδήρου, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, να μην αποτελούν την πλειονότητα των μελών της εκάστοτε ένωσης. Δεν θα ήταν λογικό να απαιτείται να υπάρχει από μία ένωση για κάθε συγκεκριμένο προϊόν. Αυτό θα οδηγούσε ουσιαστικά σε μια κατάσταση κατά την οποία, όταν το καθ’ ύλην πεδίο της έρευνας αντιντάμπινγκ είναι πολύ στενό, καμία ένωση να μην μπορεί ποτέ να χαρακτηρισθεί ως «αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων». Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι το άρθρο 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ένωση πρέπει να εκπροσωπεί «σημαντικό αριθμό προσώπων που δραστηριοποιούνται στον οικείο τομέα» ( 62 ).

89.

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων κριτηρίων, φρονώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το CCCME μπορεί κάλλιστα να χαρακτηρισθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων του επίμαχου προϊόντος. Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι το CCCME είχε το δικαίωμα να απολαύει διαδικαστικών δικαιωμάτων δυνάμει του βασικού κανονισμού ως αντιπροσωπευτική ένωση των εξαγωγέων της κινεζικής βιομηχανίας χυτοσιδήρου.

90.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το CCCME επηρεάζεται ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω της μη τήρησης των διαδικαστικών του δικαιωμάτων.

91.

Όσον αφορά την προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού, θα πρέπει να επισημάνω ότι, στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή απλώς αναφέρει ότι «από την ίδια πλάνη περί το δίκαιο πάσχει και η διαπίστωση του άμεσου επηρεασμού στις σκέψεις 71 έως 75 της [αναιρεσιβαλλομένης] αποφάσεως, διότι το άμεσο αποτέλεσμα βασίζεται στη διαπίστωση ότι το CCCME απολαύει δικονομικών δικαιωμάτων […] και ως εκ τούτου πρέπει να αναιρεθεί και η ως άνω διαπίστωση». Ωστόσο, υπό το πρίσμα της ανωτέρω συλλογιστικής και ελλείψει πιο τεκμηριωμένης αμφισβήτησης εκ μέρους της Επιτροπής, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τις σκέψεις 71 έως 75 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πως μπορεί να θεωρηθεί ότι το CCCME επηρεάζεται και άμεσα, δεδομένου ότι, προκειμένου να μπορέσει να διασφαλίσει τον σεβασμό των διαδικαστικών του δικαιωμάτων, χρειάζεται να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει τον επίδικο κανονισμό.

92.

Εν κατακλείδι, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αναιρέσει το σκεπτικό που εκτίθεται στις σκέψεις 58 έως 60 και 68 έως 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αναγνώρισε στο CCCME την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας δεν μπορεί να αρκεί, από νομικής απόψεως, για την πλήρωση των προϋποθέσεων του ατομικού επηρεασμού κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, εάν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι ορθό κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της αποφάσεως. Στην περίπτωση αυτή, αντιθέτως, απαιτείται αντικατάσταση σκεπτικού ( 63 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το CCCME πρέπει να χαρακτηρισθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση των εξαγωγέων της κινεζικής βιομηχανίας χυτοσιδήρου και, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι επηρεάζεται ατομικά και άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω της μη τήρησης των διαδικαστικών του δικαιωμάτων. Σημειώνω, εντούτοις, ότι η ακριβής έκταση των διαδικαστικών εγγυήσεων που αναγνωρίζονται στην εν λόγω ένωση, κάτι το οποίο αποτελεί ζήτημα ουσίας και όχι παραδεκτού, θα εξαρτηθεί από το σύνολο των συμφερόντων που αυτή εκπροσωπεί ( 64 ) και θα αποτελέσει αντικείμενο της ανάλυσης του πέμπτου λόγου αναιρέσεως.

2.   Επί της δεύτερης ενστάσεως απαραδέκτου, όσον αφορά το ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε από το CCCME για λογαριασμό των μελών του

93.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το CCCME δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζεται ατομικά ή άμεσα, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή εξηγεί ότι, όπως ισχυρίστηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη το οποίο αναγνωρίζεται στις ενώσεις προσώπων όταν ενεργούν στο όνομα των μελών τους επιφυλάσσεται, κατά τη νομολογία, σε εκείνες που έχουν αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε λοιπόν σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας, με τις σκέψεις 98 έως 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την προϋπόθεση ότι για να είναι μια ένωση αντιπροσωπευτική πρέπει υποχρεωτικά να είναι οργανωμένη με δημοκρατικό τρόπο.

94.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μια εμπορική ένωση η οποία είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της δεν μπορεί, ταυτόχρονα, να αποτελεί προέκταση κράτους του οποίου η οργάνωση βασίζεται σε κομμουνιστικό μονοκομματικό σύστημα. Ως εμπορική ένωση, καλείται να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των μελών της, όπως αυτά καθορίζονται δημοκρατικά από τα μέλη της, έναντι του ίδιου του κράτους του οποίου αποτελεί προέκταση. Κατά την Επιτροπή, τυχόν ερμηνεία σύμφωνα με την οποία μια εμπορική ένωση εμπίπτει στη σφαίρα της εξουσίας ενός κράτους και ταυτόχρονα υπερασπίζεται τα συλλογικά συμφέροντα των μελών της έναντί του δεν συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως αυτές νοούνται στο πλαίσιο της κοινής παραδόσεως των κρατών μελών. Η συνεκτίμηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κράτους εντός του οποίου έχει συσταθεί η οικεία ένωση θα προσέκρουε στην προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ, αρχή, που ορίζει ότι, στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ευρωπαϊκή Ένωση προβάλλει και προωθεί τις αξίες της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καλεί το Δικαστήριο να αναιρέσει τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το CCCME είναι εμπορική ένωση η οποία νομιμοποιείται να προσφεύγει στη δικαιοσύνη για λογαριασμό των μελών της.

95.

Οι παρεμβαίνοντες υποστηρίζουν ότι το CCCME δεν αποτελεί αντιπροσωπευτική ένωση κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, αλλά εκπρόσωπο της χώρας εξαγωγής, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης. Το CCCME, ένας ημικρατικός φορέας, ελέγχει και συντονίζει τις δραστηριότητες των παραγωγών-εξαγωγέων τους οποίους εκπροσωπεί. Επομένως, η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών-εξαγωγέων δεν είναι παρά απόρροια του ημικρατικού και καίριου ρόλου του στη διαχείριση της εγχώριας και της εξαγωγικής αγοράς. Προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική ένωση, το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας πρέπει να υπερισχύει του κριτηρίου του ελέγχου.

96.

Το CCCME αρνείται ότι αποτελεί «προέκταση» της ΛΔΚ και υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία περί του αντιθέτου. Η ύπαρξη ορισμένου δεσμού με το κράτος δεν αρκεί, δεδομένου ότι είθισται τα εμπορικά επιμελητήρια να συνδέονται πολύ στενά με το εκάστοτε κράτος. Περαιτέρω, το CCCME ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, πρώτον, δεν αμφισβήτησε την πραγματική διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τους σκοπούς του CCCME, δεύτερον, δεν απέδειξε ότι η εν λόγω οντότητα δεν οργανώνεται με δημοκρατικό τρόπο και, τρίτον, ουδόλως αμφισβήτησε ότι οι σκοποί του CCCME τού επιτρέπουν να μετέχει σε νομικές διαδικασίες οι οποίες αποσκοπούν στην προάσπιση των συμφερόντων των μελών του. Επιπλέον, το CCCME υπογραμμίζει ότι, όπως προκύπτει από το καταστατικό του, τα μέλη του έχουν δικαίωμα ψήφου.

97.

Προκαταρκτικά, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι το ερώτημα κατά πόσον μια οντότητα είναι «αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων» κατά την έννοια του βασικού κανονισμού ( 65 ) είναι διαφορετικό από το ερώτημα κατά πόσον μπορεί να εκπροσωπεί τα μέλη της ασκώντας ευθεία προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση ενωσιακής πράξεως. Συνεπώς, όπως προεκτέθηκε ( 66 ), η δεύτερη ένσταση απαραδέκτου είναι διαφορετική από την πρώτη στο μέτρο που αφορά τη δυνατότητα του CCCME να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως για λογαριασμό των μελών του. Η δυνατότητα μιας ένωσης να εκπροσωπεί τα μέλη της ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα δε η ενεργητική νομιμοποίησή της προς τούτο, εξαρτάται από τα κριτήρια που έχουν αναπτυχθεί νομολογιακώς όσον αφορά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

98.

Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι μια ένωση που είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων παραγωγών μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ μόνον αν οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί, ή ορισμένες από αυτές, έχουν ατομικό έννομο συμφέρον ( 67 ). Επομένως, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, είναι παραδεκτή προσφυγή ένωσης που ενεργεί για λογαριασμό ενός ή πλειόνων μελών της που θα μπορούσαν να ασκήσουν ατομικώς παραδεκτή προσφυγή ( 68 ), εφόσον όμως δεν έχουν ασκήσει τα ίδια προσφυγή για την προάσπιση των συμφερόντων τους ( 69 ).

99.

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός ή κριτήρια σχετικά με την έννοια της ένωσης που είναι επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων των μελών της. Ειδικότερα, δεδομένου ότι το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τη σημασία της έννοιας της ένωσης, αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως αυτόνομη έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία επιβάλλεται να ερμηνεύεται κατά τρόπο ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ( 70 ). Σύμφωνα με τη νομολογία, για την ερμηνεία της πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο το γράμμα της οικείας διάταξης όσο και το πλαίσιο όπου εντάσσεται καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος ( 71 ).

100.

Δεδομένου ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο όρος «ένωση» δεν ορίζεται ούτε από τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 72 ), θα εξετάσω το πλαίσιο των κανόνων που διέπουν τις ενώσεις προσώπων. Συντάσσομαι με την Επιτροπή ως προς το ότι, σύμφωνα με τις κοινές παραδόσεις των κρατών μελών, η έννοια της ένωσης προσώπων συνεπάγεται ότι οι εν λόγω οντότητες είναι ελεύθερες να αυτοδιοικούνται χωρίς κρατικές παρεμβάσεις, σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες και διαδικασίες, ούσες, ιδίως, ανεξάρτητες σε σχέση με την κυβέρνηση και άλλες δημόσιες αρχές ( 73 ). Τα χαρακτηριστικά αυτά απορρέουν από το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι κατά την έννοια του άρθρου 12 του Χάρτη και του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ ( 74 ). Κατά συνέπεια, κάθε εθνική ρύθμιση που τίθεται προς εφαρμογή του ως άνω θεμελιώδους δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη, πρέπει να συμμορφώνεται με τις προαναφερθείσες απαιτήσεις. Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών, το κράτος δεν συμμετέχει, γενικώς, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των ενώσεων ( 75 ). Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε ( 76 ), η ελευθερία αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να αποτρέπονται οι ενδιαφερόμενοι από την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 41 και 47 του Χάρτη για τους σκοπούς της ενεργητικής νομιμοποίησης κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

101.

Είναι αλήθεια ότι το Δικαστήριο επιτρέπει την παρέμβαση αντιπροσωπευτικών ενώσεων που έχουν ως στόχο την προστασία των μελών τους σε υποθέσεις στις οποίες ανακύπτουν βασικά ζητήματα δυνάμενα να επηρεάσουν την κατάσταση των μελών αυτών ( 77 ). Ωστόσο, με την απόφαση Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου ( 78 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η συστηματική και τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα των αρχών του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου και του κράτους δικαίου συνηγορούν υπέρ του να θεωρηθεί ότι τρίτο κράτος πρέπει να νομιμοποιείται ενεργητικά όταν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει η διάταξη αυτή ( 79 ). Πρέπει να τονίσω ότι, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο δεν εξάρτησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δυνατότητα άσκησης προσφυγής ακυρώσεως από την ύπαρξη δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στο τρίτο κράτος, μολονότι το αν υφίσταται δημοκρατική νομιμοποίηση μπορεί κάλλιστα να αποτελεί ζήτημα. Με την ως άνω κρίση του, το Δικαστήριο υιοθέτησε μια «αξιακά ουδέτερη» προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το έννομο συμφέρον ορισμένου κράτους –το οποίο μπορεί να νοηθεί, μεταξύ άλλων, ως μια πολιτική και πολιτιστική κοινότητα με την οποία τα άτομα συνδέονται βάσει διαφορετικών κριτηρίων, όπως η ιθαγένεια, η κατοικία ή η θρησκεία ( 80 )– δεν εξαρτάται από το καθεστώς του και η δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη για τη σχετική κρίση.

102.

Υπό το πρίσμα της ως άνω ερμηνείας, στο μέτρο που, στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή θεμελιώνει την απαίτηση συνδρομής πρόσθετης προϋπόθεσης όσον αφορά τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της επίμαχης ένωσης στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και την αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ ( 81 ), η απαίτηση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα τον αδικαιολόγητο περιορισμό της πρόσβασης του CCCME στη δικαιοσύνη για λογαριασμό των μελών του και θα περιόριζε την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη.

103.

Όσον αφορά την τελευταία αρχή, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέσεις παραδεκτού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, χωρίς όμως η ερμηνεία αυτή να καταλήγει στην παράκαμψη των προϋποθέσεων που προβλέπει ρητώς η Συνθήκη ( 82 ). Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση. Αντιθέτως, η προτεινόμενη από την Επιτροπή ερμηνεία της διάταξης ισοδυναμεί με την προσθήκη νέας προϋπόθεσης, η οποία συνεπάγεται τον περιορισμό της πρόσβασης ορισμένων οντοτήτων στο Γενικό Δικαστήριο.

104.

Επιπλέον, η συλλογιστική βάσει της οποίας επιτρέπεται σε μια ένωση να ενεργεί για λογαριασμό των μελών της μπορεί να απαλλάξει το Γενικό Δικαστήριο από τη διεκπεραίωση πληθώρας δικογράφων, συνάδει δε με την απαίτηση της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι επιτρέπει να αποφευχθεί το ενδεχόμενο άσκησης μεγάλου αριθμού προσφυγών κατά των ίδιων πράξεων από τα μέλη της ένωσης των οποίων τα συμφέροντα αυτή εκπροσωπεί ( 83 ). Ως εκ τούτου, η προαναφερθείσα πρόσθετη προϋπόθεση που προτείνει η Επιτροπή δεν δικαιολογείται υπό το πρίσμα του λόγου ύπαρξης της εκπροσώπησης ενώπιον των δικαστηρίων εκ μέρους ένωσης.

105.

Με τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή επικρίνει τις σκέψεις 89 έως 103 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αιτίαση σχετικά με τη δυνατότητα του CCCME να ασκήσει προσφυγή για λογαριασμό των μελών του. Με τις προαναφερθείσες σκέψεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προταθείσα από την Επιτροπή ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association ( 84 ), εισήγαγε μια νέα απαίτηση σχετικά με τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της επίμαχης ένωσης.

106.

Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, και αντίθετα προς τα όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή, η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association, δεν εισάγει πρόσθετη προϋπόθεση όσον αφορά τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα της επίμαχης ένωσης. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της αποφάσεως εκείνης δεν μπορεί να συναχθεί ότι η δημοκρατική λήψη αποφάσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τη διαπίστωση του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα μιας εμπορικής ένωσης.

107.

Ειδικότερα, με τη σκέψη 123 της αποφάσεως εκείνης, το Δικαστήριο έκρινε ότι «δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μη ύπαρξη δικαιώματος ψήφου ή άλλο μέσου διά του οποίου ορισμένα μέλη ενώσεως μπορούν να προτάξουν τα συμφέροντά τους στο πλαίσιο της ενώσεως αρκεί για να αποδειχθεί ότι η εκπροσώπηση των μελών αυτών δεν εντάσσεται στους σκοπούς της εν λόγω ενώσεως». Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επομένως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι εναπέκειτο στις Growth Energy και Renewable Fuels Association να αποδείξουν όχι μόνον ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε τα μέλη τους άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αλλά και ότι τα μέλη των οποίων τα συμφέροντα σκόπευαν να προασπίσουν έπρεπε, επιπλέον, να μπορούν να προτάξουν τα ατομικά τους συμφέροντα στο πλαίσιο των ενώσεων αυτών. Με την ως άνω κρίση του, το Δικαστήριο ρητώς απέρριψε τα περί προτάξεως των ατομικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο των ενώσεων, ήτοι την απαίτηση σύμφωνα με την οποία τα μέλη ένωσης πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν ότι τα ατομικά τους συμφέροντα έχουν κυρίαρχο ρόλο στο πλαίσιο της οικείας ένωσης ( 85 ).

108.

Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε ήδη στο πλαίσιο της ανάλυσης επί της πρώτης ενστάσεως απαραδέκτου, η προβληματική του κρατικού ελέγχου και της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων εγείρει το ζήτημα της απόδειξης του εν λόγω τρόπου λήψης αποφάσεων ( 86 ). Σημειώνω δε ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή αμφισβήτησε τα αποδεικτικά στοιχεία εκπροσώπησης δηλώνοντας ότι η «απόφαση του CCCME να προχωρήσει με την άσκηση της [προσφυγής ακυρώσεως]» και τα πληρεξούσια που παρασχέθηκαν στο CCCME δεν αρκούν για να αποδείξουν την ύπαρξη δημοκρατικών διαδικασιών εντός της ένωσης. Αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 4 του καταστατικού του CCCME, το οποίο αφορά την άσκηση ελέγχου εκ μέρους των εμπλεκόμενων υπουργείων ( 87 ).

109.

Μια τέτοιου είδους σύνδεση με το κράτος, όπως ήδη επισημάνθηκε ( 88 ), δεν επαρκεί για να διαπιστωθεί ότι το CCCME συνιστά προέκταση του κράτους ή ότι το CCCME δεν είναι οργανωμένο με δημοκρατικό τρόπο. Πράγματι, το ζήτημα του κατά πόσον το CCCME είναι οργανωμένο με δημοκρατικό τρόπο είναι υπερβολικά ευρύ για τον σκοπό του καθορισμού του αντιπροσωπευτικού του χαρακτήρα ( 89 ). Η ίδια η Επιτροπή συμφωνεί ότι το ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι η διάρθρωση των δικαιωμάτων ψήφου, αλλά το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, το CCCME ενεργεί υπό τις οδηγίες των αρμόδιων υπουργείων της ΛΔΚ ( 90 ). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνω ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν υπάρχει καμία ένδειξη σχετικά με το πώς ελήφθη η απόφαση να κατατεθεί προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ούτε ένδειξη ότι η κινεζική κυβέρνηση έπαιξε ρόλο στη λήψη της συγκεκριμένης αποφάσεως. Τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Γενικό Δικαστήριο δεν αρκούν για να τεκμηριωθεί ότι η απόφαση προσφυγής στη δικαιοσύνη ελήφθη χωρίς τη συγκατάθεση των μελών και κατ’ εντολή της εκτελεστικής εξουσίας.

110.

Ως εκ τούτου, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να απορρίψει τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου, με την οποία υποστηρίζεται ότι το CCCME δεν είναι αντιπροσωπευτικό των μελών του σε ένδικες διαδικασίες.

3.   Επί της τρίτης ενστάσεως απαραδέκτου, όσον αφορά το ότι η προσφυγή ακυρώσεως ασκήθηκε από αναιρεσείουσες οι οποίες δεν εκπροσωπούνταν από το CCCME

111.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όσον αφορά τις λοιπές αναιρεσείουσες οι οποίες δεν εκπροσωπούνταν από το CCCME, είχε υποστηρίξει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι εγείρονταν αμφιβολίες ως προς το αν οι υπογράφοντες είχαν πράγματι εξουσία υπογραφής των πληρεξουσίων εγγράφων. Κατά την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αρνούμενο, στις σκέψεις 133 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να ελέγξει αν οι υπογράφοντες είχαν την ως άνω εξουσία.

112.

Η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Barge κατά Ανωτάτης Αρχής ( 91 ), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος ορισμένου διαδίκου δεν ήταν υποχρεωμένος να προσκομίσει νομίμως υπογεγραμμένο έγγραφο πληρεξουσιότητας κατά την κατάθεση της προσφυγής, με την επιφύλαξη της απόδειξης, σε περίπτωση αμφισβήτησης, ότι είχε όντως εξουσιοδοτηθεί να την καταθέσει. Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 38 του προϊσχύοντος Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προέβλεπε υποχρέωση προσκόμισης πληρεξουσίου για προσφυγές που ασκούνται από ιδιώτες. Ωστόσο, στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο, βασιζόμενο στον Οργανισμό του, επέτρεψε στον αντίδικο να αμφισβητήσει την ύπαρξη «νομίμως υπογεγραμμένου εγγράφου [πληρεξουσιότητας]» και έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο πρέπει να διατάσσει την προσκόμιση συναφών αποδεικτικών στοιχείων. Η τροποποίηση του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορεί να αντίκειται σε απαίτηση που προβλέπεται στον Οργανισμό, ο οποίος συνιστά κανόνα ιεραρχικά ανώτερο σε σχέση με τον Κανονισμό Διαδικασίας.

113.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διατάξει τις λοιπές αναιρεσείουσες να προσκομίσουν τα απαιτούμενα έγγραφα προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα πληρεξούσια είναι νομίμως υπογεγραμμένα.

114.

Οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν οι υπογράφοντες είχαν την εξουσία υπογραφής των πληρεξουσίων, αλλά αντιθέτως αμφισβήτησε συνολικά την ισχύ τους. Το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επιβεβαίωσε ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του δεν απαιτεί να αποδεικνύεται ότι η πληρεξουσιότητα προς δικηγόρο παρέχεται στον τελευταίο από εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο. Ωστόσο, ουδόλως έκρινε ότι δεν χρειάζεται πλέον να ελέγχει αν το πρόσωπο που υπογράφει ένα πληρεξούσιο έχει πράγματι σχετικό δικαίωμα. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι τα απαιτούμενα έγγραφα ήταν εντάξει. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι οι εντολές δόθηκαν από εξουσιοδοτημένα προς τούτο πρόσωπα. Ελλείψει τεκμηριωμένων επιχειρημάτων ικανών να θέσουν εν αμφιβόλω τα ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει την προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων.

115.

Κατ’ αρχάς, επισημαίνω ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, όσον αφορά επτά από τα λοιπά νομικά πρόσωπα τα οποία κατονομάζονται στο παράρτημα Ι της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το πρόσωπο που υπέγραψε τα πληρεξούσια είχε τη θέση του «γενικού διευθυντή», «διευθύνοντος συμβούλου», «οικονομικού υπευθύνου» ή «διευθυντή», χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση ή αιτιολόγηση ως προς το αν μπορούσε να υπογράψει μια τέτοια εντολή σύμφωνα με το κινεζικό δίκαιο. Όσον αφορά τα άλλα δύο νομικά πρόσωπα των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο ίδιο παράρτημα, η Επιτροπή υποστήριξε ότι προσκόμισαν πληρεξούσιο στο οποίο δεν αναφερόταν η ιδιότητα του υπογράφοντος, χωρίς, επιπλέον, να επισυνάπτονται έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι ο υπογράφων είχε την εξουσία να το υπογράψει.

116.

Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού ( 92 ), οι λοιποί διάδικοι πέραν των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπροσωπούνται από δικηγόρο που έχει δικαίωμα παραστάσεως, συγκεκριμένα, ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους.

117.

Προς άσκηση παραδεκτής προσφυγής, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πράγματι αποφασίσει να ασκήσει την προσφυγή και ότι έχει δοθεί πράγματι εντολή εκπροσώπησής του στους δικηγόρους που ισχυρίζονται ότι τον εκπροσωπούν ( 93 ). Το δε άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου υποχρεώνει τους δικηγόρους, εφόσον εκπροσωπούν νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, να καταθέτουν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου εντολή του νομικού προσώπου, καθώς η μη προσκόμισή της μπορεί, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, να συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

118.

Όσον αφορά το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, θα πρέπει να επισημάνω ότι, αντίθετα με όσα ίσχυαν στο πλαίσιο του προϊσχύοντος Κανονισμού Διαδικασίας ( 94 ), η διάταξη δεν προβλέπει την υποχρέωση διαδίκου να αποδείξει ότι η πληρεξουσιότητα προς τον δικηγόρο του προσφεύγοντος παρασχέθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο. Το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει στο παρελθόν, βασιζόμενο στην τροποποίηση του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι η κατά τα ανωτέρω απόδειξη δεν είναι αναγκαία ( 95 ).

119.

Ωστόσο, θεωρώ ότι η χαλάρωση των δικονομικών κανόνων στο στάδιο της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δεν θίγει την προαναφερθείσα ουσιαστική απαίτηση σχετικά με την εκπροσώπηση των προσφευγόντων από τους δικηγόρους τους, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αποτελεί κανόνα ιεραρχικά ανώτερο σε σχέση με τον Κανονισμό Διαδικασίας. Με πρόσφατη απόφασή του, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προϋπόθεση περί ανεξαρτησίας που επιβάλλεται από το άρθρο 19 στους εκπροσώπους των μη προνομιούχων διαδίκων ενδέχεται να υπόκειται σε περιορισμένο έλεγχο εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης ( 96 ). Κατ’ αναλογία, ο ίδιος βαθμός ελέγχου θα πρέπει να εφαρμοστεί ως προς την απαίτηση περί εκπροσώπησης όσον αφορά το κύρος της πληρεξουσιότητας που παρασχέθηκε στον δικηγόρο του προσφεύγοντος.

120.

Επομένως, το γεγονός ότι η νέα διάταξη, ήτοι το άρθρο 51, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μνημονεύει ρητώς την απαίτηση αποδείξεως κατά τα ανωτέρω δεν απαλλάσσει το Γενικό Δικαστήριο από την υποχρέωση να ελέγξει το κύρος της εξουσίας του προσώπου που υπογράφει το πληρεξούσιο, όταν αυτό ρητώς αμφισβητείται από τον αντίδικο. Η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι, σε περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους της πληρεξουσιότητας που παρέχει ο διάδικος στον δικηγόρο του, ο διάδικος πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι το πρόσωπο που υπογράφει το πληρεξούσιο είναι δεόντως εξουσιοδοτημένο προς τούτο ( 97 ).

121.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, δεδομένου ότι ο Κανονισμός Διαδικασίας του δεν απαιτεί να αποδεικνύεται ότι η πληρεξουσιότητα προς δικηγόρο χορηγείται από ειδικώς εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, έπρεπε να απορριφθεί η ένσταση την οποία προέβαλε η Επιτροπή προς αμφισβήτηση του κύρους της πληρεξουσιότητας.

122.

Τούτου λεχθέντος, όταν η Επιτροπή επιδιώκει να αμφισβητήσει την άσκηση της ως άνω εξουσίας, θα πρέπει τουλάχιστον να φέρει το βάρος απόδειξης σχετικά με την πλήρωση της προϋπόθεσης του fumus boni juris. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή βασίζεται σε απλούς ισχυρισμούς. Επικαλείται, πρώτον, το ότι ορισμένοι υπογράφοντες των επίμαχων πληρεξουσίων ούτε διευκρινίζουν ποια είναι τα καθήκοντά τους ούτε επισυνάπτουν κάποιο έγγραφο που να βεβαιώνει την εξουσία υπογραφής τέτοιων πληρεξουσιοτήτων. Δεύτερον, η Επιτροπή βασίζει τους ισχυρισμούς της στο ότι ορισμένοι υπογράφοντες, οι οποίοι προσδιόρισαν ότι είχαν τη θέση του γενικού διευθυντή, του διευθύνοντος συμβούλου, του οικονομικού υπευθύνου ή του διευθυντή, δεν απέδειξαν ότι είχαν την εξουσία να υπογράφουν τέτοιου είδους πληρεξούσια σύμφωνα με το κινεζικό δίκαιο. Ωστόσο, τέτοιοι ισχυρισμοί πρέπει να αποδεικνύονται δεόντως ( 98 ).

123.

Κατά συνέπεια, και η σκέψη 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Ωστόσο, εάν το σκεπτικό αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά το διατακτικό της είναι ορθό κατ’ άλλη νομική αιτιολογία, μια τέτοια παραβίαση δεν μπορεί να οδηγήσει σε αναίρεση της αποφάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή, αντιθέτως, απαιτείται αντικατάσταση αιτιολογίας ( 99 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, προτείνω στο Δικαστήριο να αναιρέσει την αντίστοιχη σκέψη και να κρίνει ότι οι ισχυρισμοί της Επιτροπής δεν ισοδυναμούν με επί της ουσίας αμφισβήτηση όσον αφορά το κατά πόσον η πληρεξουσιότητα προς τον δικηγόρο του προσφεύγοντος του παρασχέθηκε προσηκόντως και από πρόσωπο που είχε εξουσιοδοτηθεί προς τούτο.

124.

Θα εξετάσω τώρα την ουσία της υποθέσεως, εστιάζοντας ειδικότερα στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και στον δεύτερο και στον πέμπτο λόγο αναιρέσεως.

Β. Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

125.

Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα στις σκέψεις 152 έως 211 και 398 έως 403 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπιστώνοντας παράβαση του άρθρου 3, παράγραφοι 2, 3, 5, 6 και 7, του βασικού κανονισμού και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης σε σχέση με τα στοιχεία για τις εισαγωγές.

126.

Σημειώνω, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή προέβη σε προσαρμογές των στοιχείων για τις εισαγωγές, οι οποίες περιγράφονται στις σκέψεις 159 έως 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατ’ ουσίαν, οι προσαρμογές αυτές βασίστηκαν στην ιδέα ότι οι ποσοστιαίες αναλογίες των όγκων των διαφόρων προϊόντων που εμπίπτουν στον ίδιο κωδικό προϊόντος παρέμειναν αμετάβλητες με την πάροδο του χρόνου και μεταξύ των χωρών. Οι αναιρεσείοντες αμφισβήτησαν τις προσαρμογές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προβάλλοντας ότι η μέθοδος αυτή βασιζόταν σε αδικαιολόγητες και παράλογες παραδοχές, με αποτέλεσμα οι όγκοι που ελήφθησαν υπόψη να μη βασίζονται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία.

127.

Με τη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματά τους. Έκρινε ότι, ελλείψει ακριβέστερων και πιο πρόσφατων πληροφοριακών στοιχείων που να παρουσιάζουν παρόμοιο ή υψηλότερο βαθμό αξιοπιστίας, ο όγκος των εισαγωγών είχε υπολογισθεί ορθώς λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του εύλογου και πειστικού χαρακτήρα των εκτιμήσεων της Επιτροπής και, αφετέρου, του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως του οποίου απολαύει το θεσμικό όργανο.

128.

Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν δύο ισχυρισμούς, τους οποίους θα εξετάσω κατωτέρω.

1.   Χρήση των στοιχείων αναφοράς

129.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι τα στοιχεία για τις εισαγωγές στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή μπορούσαν να θεωρηθούν ως θετικά αποδεικτικά στοιχεία και ότι, ως εκ τούτου, η χρήση τους ήταν δικαιολογημένη. Το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν περιλαμβάνει εξέταση του ισχυρισμού που αφορά την παραδοχή, στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, ότι η αναλογία του όγκου και των τιμών των προϊόντων ενός συγκεκριμένου κωδικού, βάσει της Συνδυασμένης Ονοματολογίας (ΣΟ) ( 100 ) κατά τα έτη βάσεως, παρέμεινε αμετάβλητη κατά τα επόμενα έτη και εφαρμόστηκε ως προς διαφορετικές προελεύσεις. Υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιβεβαιώνοντας ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα να λάβει υπόψη τα στοιχεία του έτους αναφοράς. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά της σκέψεως 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, συμφωνώντας με την εφαρμογή των εκτιμήσεων στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή, απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως. Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το επιχείρημά τους ότι κακώς η Επιτροπή στηρίχθηκε στην προαναφερθείσα παραδοχή.

130.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, ελλείψει σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, μια τέτοια παραδοχή δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη και δεν πληροί την απαίτηση περί θετικών αποδεικτικών στοιχείων κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Τα στοιχεία για τις εισαγωγές χρησιμοποιούνται ακριβώς για την αξιολόγηση της εξέλιξης των εισαγωγών και των διαφορών μεταξύ των χωρών. Ως εκ τούτου, οι αναιρεσείοντες θεωρούν παράλογη την παραδοχή ότι δεν υφίσταται τέτοια εξέλιξη.

131.

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα όσον αφορά την κρίση του ότι πληρούται η απαίτηση περί θετικών αποδεικτικών στοιχείων κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

132.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα, ιδίως, των μέτρων αντιντάμπινγκ και του προσδιορισμού της ζημίας, λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που καλούνται να εξετάσουν ( 101 ).

133.

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, να προσκομίσει θετικά αποδεικτικά στοιχεία και να προβεί σε αντικειμενική εξέταση ως προς τα δεδομένα που αφορούν τα επιμέρους στοιχεία της ζημίας ( 102 ).

134.

Επομένως, ο εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης έλεγχος συνίσταται όχι μόνον στη διαπίστωση τυχόν πλάνης περί το δίκαιο, αλλά και στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, της ακρίβειας των διαπιστώσεων που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά, της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή καταχρήσεως εξουσίας. Τούτο ισχύει ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, ο οποίος προϋποθέτει την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων ( 103 ). Επιπλέον, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της ζημίας ( 104 ).

135.

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει επ’ αυτού ότι ο έλεγχος, από το Γενικό Δικαστήριο, των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στήριξαν τις διαπιστώσεις τους δεν αποτελεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών η οποία υποκαθιστά τη δική τους. Ο έλεγχος αυτός δεν θίγει την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων στον τομέα της εμπορικής πολιτικής, αλλά περιορίζεται στην εκτίμηση του αν τα σχετικά στοιχεία είναι ικανά να στηρίξουν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν τα θεσμικά όργανα. Συνεπώς, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση, τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως καθώς και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα ( 105 ).

136.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συμφώνησε με την προσέγγιση της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει, μέσω προεκβολής, τον απόλυτο και σχετικό όγκο των εισαγωγών του επίμαχου προϊόντος που αντιστοιχούσε στα έτη και τις χώρες αναφοράς και ως προς τα επόμενα έτη και άλλες χώρες.

137.

Όσον αφορά τη χρήση των στοιχείων της Eurostat, το Δικαστήριο έχει κρίνει όχι απλώς ότι η χρήση των εν λόγω στοιχείων είναι κατάλληλη για τον σκοπό προσδιορισμού της ζημίας ( 106 ), αλλά και ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει «με την απαιτούμενη επιμέλεια» τυχόν αμφισβήτηση των στοιχείων αυτών ( 107 ). Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η «αμφισβήτηση» των στοιχείων της Eurostat σημαίνει ότι τα μέρη πρέπει να αποδείξουν την ύπαρξη ανακριβειών ως προς τα πραγματικά περιστατικά, οι οποίες ισοδυναμούν με πλάνη περί τα πράγματα ( 108 ). Ο εν λόγω κανόνας απορρέει από την προαναφερθείσα νομολογία, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της ζημίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες είχαν υποστηρίξει ότι ούτε η Επιτροπή ούτε οι καταγγέλλοντες εξήγησαν γιατί αυτές οι παραδοχές θα έπρεπε να θεωρηθούν δικαιολογημένες ή εύλογες, ότι η Επιτροπή δεν προσπάθησε να λάβει πληροφορίες για να ελέγξει την ακρίβειά τους και, ως εκ τούτου, ότι τα στοιχεία για τις εισαγωγές δεν βασίζονται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία ( 109 ). Με τον τρόπο αυτό, οι αναιρεσείοντες προσπάθησαν κατ’ ουσίαν να μεταθέσουν το βάρος απόδειξης στην Επιτροπή και να απαλλαγούν από την υποχρέωση να αμφισβητήσουν οι ίδιοι την αξιοπιστία των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν.

138.

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι, εφόσον οι μετέχοντες στη διαδικασία προτίθενται να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή σχετικά με τον όγκο των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, πρέπει να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους με στοιχεία ικανά να εγείρουν συγκεκριμένες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της μεθόδου ή των στοιχείων που χρησιμοποίησε το θεσμικό όργανο ( 110 ). Στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε τέτοια πλάνη περί τα πράγματα, στο παρόν δε στάδιο, το Δικαστήριο θα πρέπει να απέχει από την επανεκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η οποία εκφεύγει της αναιρετικής του αρμοδιότητας.

139.

Όσον αφορά τις προσαρμογές και τις προεκβολές για τον προσδιορισμό της ζημίας, το Δικαστήριο δεν έχει θέσει συγκεκριμένο κριτήριο σχετικά με το τι συνιστά επιτρεπτή προσαρμογή ή προεκβολή. Επομένως, το Δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση προσαρμογές και προεκβολές είναι επιτρεπτές βάσει των εκθέσεων του δευτεροβάθμιου οργάνου του ΠΟΕ όσον αφορά το άρθρο 3.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ.

140.

Με την έκθεσή του στο πλαίσιο της διαφοράς «ΗΠΑ – Χάλυβας θερμής έλασης», το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ έκρινε ότι ο όρος «θετικά αποδεικτικά στοιχεία» αφορά «την ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία μπορούν να στηριχθούν οι αρχές κατά τον καθορισμό του οικείου ζητήματος» και ότι η λέξη «θετικά» σημαίνει ότι «τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να έχουν καταφατικό, αντικειμενικό και επαληθεύσιμο χαρακτήρα και να είναι αξιόπιστα» ( 111 ).

141.

Επιπλέον, στην έκθεσή του στο πλαίσιο της διαφοράς «Μεξικό – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βοδινό κρέας και το ρύζι», το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ δέχθηκε ότι, εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει μια αρχή έρευνας κατά την υιοθέτηση ορισμένης μεθοδολογίας για την εκ μέρους της ανάλυση της ζημίας, είναι αναμενόμενο ότι η αρχή μπορεί να χρειαστεί να βασιστεί σε εύλογες παραδοχές ή να συναγάγει συμπεράσματα. Προσέθεσε, ωστόσο, ότι, στο πλαίσιο αυτό η αρχή έρευνας οφείλει να διασφαλίζει ότι οι κρίσεις της βασίζονται σε «θετικά αποδεικτικά στοιχεία». Συνεπώς, όταν ορισμένη κρίση βασίζεται σε παραδοχές, οι τελευταίες θα πρέπει να συνάγονται ως εύλογα συμπεράσματα από αξιόπιστη πραγματική βάση και θα πρέπει να εξηγούνται επαρκώς ώστε να μπορεί να επαληθευθεί ο αντικειμενικός και αξιόπιστος χαρακτήρας τους ( 112 ). Στην υπόθεση εκείνη, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ έκρινε ότι η οικεία αρχή έρευνας όφειλε «να τεκμηριώσει το εύλογο και την αξιοπιστία συγκεκριμένων παραδοχών» ( 113 ).

142.

Από τις ως άνω εκθέσεις προκύπτει ότι, όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία που να καθιστούν δυνατή την άμεση εξακρίβωση ορισμένων πραγματικών περιστατικών, η αρχή έρευνας μπορεί να προσδιορίσει την ύπαρξη ζημίας με βάση προσαρμοσμένα στοιχεία που προκύπτουν από εύλογα συμπεράσματα ή εύλογες παραδοχές. Τούτο εγείρει το ζήτημα του τι θεωρείται εύλογο συμπέρασμα ή εύλογη παραδοχή. Κατά τη γνώμη μου, μια παραδοχή ή ένα συμπέρασμα είναι εύλογο όταν το να είναι αληθές είναι πιο πιθανό από το να μην είναι. Πρόκειται για εκτίμηση της πιθανότητας πραγμάτωσης σεναρίων, στο πλαίσιο της οποίας η πιθανότητα των εύλογων συμπερασμάτων να είναι αληθή είναι ιδιαιτέρως μεγάλη. Πρώτον, για τον σκοπό αυτό, όταν η Επιτροπή στηρίζεται σε συμπέρασμα το οποίο έχει συναχθεί βάσει προσαρμογών γνωστών στοιχείων, τα στοιχεία πρέπει να είναι αξιόπιστα και ορθά. Συνακόλουθα, η Επιτροπή καταφεύγει συνήθως σε στοιχεία της Eurostat, τα οποία έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο μιας πάγιας διαδικασίας που υπόκειται σε προδιαγραφές ως προς την επάρκεια της επιμέλειας και του ελέγχου. Δεύτερον, οι προσαρμογές πρέπει να γίνονται με την εφαρμογή μιας πειστικής και διαφανούς μεθόδου, ώστε να εξασφαλίζεται η συναγωγή ιδιαιτέρως πιθανού συμπεράσματος, το οποίο μπορεί να αποτελεί εύλογο συμπέρασμα ή εύλογη παραδοχή ( 114 ).

143.

Κατά συνέπεια, όσον αφορά την αξιολόγηση των προσαρμογών και προεκβολών για τους σκοπούς προσδιορισμού της ζημίας, ο δικαστικός έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο του κατά πόσον η παραδοχή στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή βασίζεται σε αξιόπιστα και ορθά στοιχεία και κατά πόσον οι προσαρμογές πραγματοποιούνται με την εφαρμογή πειστικής και διαφανούς μεθόδου. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να έχει εξετάσει αν οι προσαρμογές και οι προεκβολές που πραγματοποίησε η Επιτροπή στα στοιχεία της Eurostat σχετικά με τα υπό εξέταση προϊόντα συνιστούν εύλογο συμπέρασμα ή εύλογη παραδοχή.

144.

Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προέβη σε προσαρμογές και προεκβολές και κατά πόσον τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή μπορούσαν να χαρακτηριστούν νομικώς ως θετικά αποδεικτικά στοιχεία ( 115 ). Πρώτον, περιέγραψε την προβολή του 30 % του όγκου των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ για την περίοδο μετά το 2014. Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε γνωστά υφιστάμενα στοιχεία, ήτοι στον διαχωρισμό των εισαγόμενων προϊόντων προ του 2014 ( 116 ). Δεύτερον, δεδομένου ότι το ακριβές ποσοστό του διαχωρισμού όσον αφορά τη χώρα καταγωγής ορισμένων προϊόντων δεν ήταν γνωστό, το Γενικό Δικαστήριο εξήγησε τη μέθοδο για την εκτίμηση του ποσοστού του όγκου των εισαγωγών του επίμαχου προϊόντος ανάλογα με τη χώρα καταγωγής ( 117 ). Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο αποσαφήνισε τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή συνήγαγε, ex officio, τον όγκο συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων (σχάρες καναλιών) λαμβάνοντας υπόψη τις αντίστοιχες πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά μέσο όρο από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος κατά την περίοδο έρευνας ( 118 ). Υπό το πρίσμα αυτών των λεπτομερών εξηγήσεων, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, εκ πρώτης όψεως, ότι οι μέθοδοι αυτές ήταν πειστικές και διαφανείς. Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο προχώρησε σε λεπτομερή εκτίμηση των τριών αιτιάσεων που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες ( 119 ).

145.

Συναφώς, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε αξιόπιστα και ακριβή ποσοστά σχετικά με προηγούμενες περιόδους ή διαφορετικές χώρες καταγωγής. Κατά συνέπεια, με τη σκέψη 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι εκτιμήσεις που υπέβαλε η Επιτροπή ήταν «εύλογες» και «πειστικές». Κατ’ ουσίαν, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι προσαρμογές και οι προεκβολές στηρίχθηκαν επί αξιόπιστης βάσεως και ότι ήταν κατάλληλες. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την απουσία πρόδηλου σφάλματος εκτιμήσεως και την εύλογη πιθανότητα να είναι αληθής η παραδοχή, εφαρμόζοντας ορθό, κατά τη γνώμη μου και όπως προεκτέθηκε ( 120 ), νομικό κριτήριο.

146.

Ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν σίγουρα αλλαγές στα ποσοστά των επίμαχων προϊόντων και ότι η θέση ότι δεν υπήρξαν αλλαγές ήταν «προδήλως παράλογη». Υποστήριξαν ότι, όπως θα ήταν αναμενόμενο βάσει της «κοινής λογικής», οι ποσοστιαίες αναλογίες των προϊόντων άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου. Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι εκτιμήσεις ήταν εύλογες και πειστικές και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή ευλόγως υπέθεσε ότι ο όγκος των εισαγωγών του επίμαχου προϊόντος όσον αφορά συγκεκριμένο κωδικό ΣΟ ή συγκεκριμένη χώρα παρέμεινε σταθερός με την πάροδο του χρόνου. Όπως υποστήριξαν οι παρεμβαίνοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι η ζήτηση για τα δύο επίμαχα προϊόντα, ήτοι τον αστικό εξοπλισμό και τα καλύμματα φρεατίων, ήταν σταθερή τόσο πριν όσο και μετά το 2014, δεδομένου ότι τα δύο αυτά προϊόντα έχουν μάλλον μεγάλη διάρκεια ζωής και ότι ο όγκος των εισαγωγών τους παρέμεινε σταθερός με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα το ποσοστό να παρέμεινε σταθερό πριν από το 2014, όταν υπήρχαν στοιχεία για το ποσοστό αυτό, και μετά το 2014, όταν δεν υπήρχαν σχετικά στοιχεία. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε γνωστά στοιχεία και ακολούθησε πειστική και διαφανή μέθοδο, διασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τη συναγωγή συμπεράσματος που θα είχε τη μεγαλύτερη δυνατή πιθανότητα να είναι αληθές. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε σφάλμα όσον αφορά την κρίση του ότι το συμπέρασμα που συνήγαγε η Επιτροπή ήταν εύλογο.

147.

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερθείσες εκθέσεις του δευτεροβάθμιου οργάνου του ΠΟΕ βάσει των οποίων θεωρείται αποδεκτή η συναγωγή «εύλογων συμπερασμάτων» ( 121 ) και την ευρεία διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στην Επιτροπή ( 122 ), φρονώ ότι τα στοιχεία που αφορούν το επίμαχο προϊόν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προεκβολής και προσαρμογής κατά τα ανωτέρω ( 123 ). Οι επίμαχες προσαρμογές και προεκβολές αποτελούν θετικά αποδεικτικά στοιχεία κατά την έννοια τόσο των εκθέσεων του δευτεροβάθμιου οργάνου του ΠΟΕ όσο και του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας, με τις σκέψεις 183 έως 196 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι έπρεπε να απορρίψει τις αντιρρήσεις των προσφευγόντων και να επικυρώσει τις επίμαχες εκτιμήσεις.

2.   Απόρριψη των εναλλακτικών στοιχείων

148.

Με την αναίρεσή τους, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, με τις σκέψεις 178 και 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα εναλλακτικά στοιχεία τα οποία είχαν προσκομίσει. Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες είχαν υποστηρίξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να έχει λάβει υπόψη της τα στοιχεία των κινεζικών τελωνειακών αρχών σχετικά με τις εξαγωγές, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι ενωσιακές εκτιμήσεις ήταν υπερβολικές ( 124 ).

149.

Προκειμένου να αποφύγουν να απαντήσουν στα στοιχεία που πράγματι χρησιμοποίησε η Επιτροπή, οι αναιρεσείοντες παρουσίασαν εναλλακτικά στοιχεία. Στις σκέψεις 178 και 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων επισημαίνοντας ότι εναπόκειται στους πρωτοδίκως προσφεύγοντες, εφόσον προτίθενται να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των στοιχείων που χρησιμοποίησε η Επιτροπή σχετικά με τον όγκο των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους με στοιχεία ικανά να εγείρουν συγκεκριμένες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της μεθόδου ή των στοιχείων που χρησιμοποίησε το θεσμικό όργανο. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να περιοριστεί στην προσκόμιση εναλλακτικών αριθμητικών στοιχείων, αλλά πρέπει να προσκομίσει στοιχεία ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω τα προσκομισθέντα από την Επιτροπή.

150.

Οι αναιρεσείοντες δεν φαίνεται να συγκεκριμενοποιούν κατ’ αναίρεση την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εν λόγω ανάλυση, γεγονός το οποίο καθιστά το σχετικό επιχείρημα απαράδεκτο. Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Για τους προεκτεθέντες λόγους ( 125 ), οι μετέχοντες στη διαδικασία πρέπει να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους με στοιχεία ικανά να εγείρουν συγκεκριμένες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της μεθόδου ή των στοιχείων που χρησιμοποίησε το θεσμικό όργανο ( 126 ) και όχι απλώς να παράσχουν εναλλακτικά στοιχεία προερχόμενα από διαφορετικές πηγές. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, εναπόκειται στον προσφεύγοντα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κατά τον προσδιορισμό της ζημίας ( 127 ).

151.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

Γ. Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

152.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις 302 έως 311 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εξέτασε μόνο τα επιχειρήματά τους σχετικά με το κόστος παραγωγής μίας από τις επιχειρήσεις της Ένωσης (της Saint-Gobain PAM) και όχι τα επιχειρήματα που αφορούσαν την κερδοφορία της. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Saint-Gobain PAM πωλούσε το εν λόγω προϊόν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, αλλά επίσης και εμμέσως, μέσω συνδεδεμένων εμπόρων, ο μόνος τρόπος για να υπολογιστεί η πραγματική κερδοφορία του ομίλου Saint-Gobain PAM ήταν συγκρίνοντας, αφενός, τις τιμές των πωλήσεων προς ανεξάρτητους πελάτες και αφετέρου, το κόστος παραγωγής του παραγωγού και τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και τα λοιπά διοικητικά έξοδα (στο εξής: έξοδα ΠΓΔΕ) των μεταπωλητών.

153.

Καθόσον έλαβε υπόψη μόνο το κόστος παραγωγής με το οποίο επιβαρύνθηκε η Saint-Gobain PAM στο πλαίσιο της κατασκευής, ανεξαρτήτως του είδους πωλήσεως που θα λάμβανε χώρα εν συνεχεία, η Επιτροπή παρέλειψε να συνεκτιμήσει, κατά τον υπολογισμό της συνολικής κερδοφορίας της εν λόγω επιχείρησης, τα «κρυφά» κέρδη του παραγωγού από τις πωλήσεις σε συνδεδεμένες οντότητες. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή απέκλεισε το κόστος των ανεξάρτητων μεταπωλητών.

154.

Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, εφόσον οι συνδεδεμένες οντότητες πώλησης πραγματοποιούν κέρδος 2 % επί των πωλήσεών τους προς ανεξάρτητους πελάτες και ο παραγωγός πραγματοποιεί κέρδος 10 % επί των πωλήσεών του σε συνδεδεμένες οντότητες πώλησης, το πραγματικό συνολικό κέρδος του ομίλου Saint-Gobain PAM θα είναι το άθροισμα των αριθμητικών στοιχείων που προκύπτουν με βάση τα ως άνω ποσοστά. Ωστόσο, κατόπιν εφαρμογής της δικής της μεθόδου, η Επιτροπή φέρεται να κατέληξε, αναφορικά με την περίπτωση αυτή, στο συμπέρασμα ότι ο όμιλος Saint-Gobain PAM πραγματοποίησε συνολικό κέρδος ύψους μόλις 2 %. Το πρόσθετο κέρδος 10 % που αποκομίζει ο παραγωγός από τις πωλήσεις του σε συνδεδεμένες οντότητες πώλησης παραμένει «κρυφό» και οι επίμαχες πωλήσεις λογίζονται ως κόστος για τους σκοπούς της ανάλυσης της ζημίας.

155.

Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, ισχυρίζεται ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος.

156.

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και πρέπει να συνοδεύεται από αντικειμενική εξέταση της επιδράσεως των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Ένωσης. Προκειμένου, ειδικότερα, περί της επίδρασης των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ επί των τιμών, το άρθρο 3, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει την υποχρέωση να εξετάζεται κατά πόσον έχουν εφαρμοστεί, ως προς τις εισαγωγές αυτές, τιμές αισθητά κατώτερες από τις τιμές που εφαρμόζει για τα ομοειδή προϊόντα ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν, με οποιονδήποτε τρόπο και σε σημαντικό βαθμό, συμπίεση των τιμών ή παρεμπόδιση της αύξησης των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση.

157.

Όσον αφορά την εκτίμηση της επίδρασης, το άρθρο 3, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι η εκτίμηση αυτή πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων και των δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Η προαναφερθείσα διάταξη απαριθμεί διάφορους παράγοντες που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη. Περαιτέρω, διευκρινίζει ότι η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και ότι κανένας από τους παράγοντες αυτούς, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού εξεταζόμενοι, δεν έχει κατ’ ανάγκην αποφασιστική σημασία ( 128 ).

158.

Ως προς τον επίμαχο λόγο αναιρέσεως χρειάζεται να γίνουν δύο προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

159.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τους παράγοντες που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο, είναι σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεικτών. Αφενός, όσον αφορά τους μακροοικονομικούς δείκτες, όπως η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, ο όγκος πωλήσεων, το μερίδιο αγοράς, η απασχόληση, η ανάπτυξη, η παραγωγικότητα, το μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και η ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ, οι εν λόγω δείκτες βασίζονται στα στοιχεία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής συνολικά, ήτοι, όλων των παραγωγών της Ένωσης ( 129 ). Αφετέρου, όσον αφορά τους μικροοικονομικούς δείκτες, σε αυτούς περιλαμβάνονται οι μέσες μοναδιαίες τιμές, το μοναδιαίο κόστος, το κόστος εργασίας, τα αποθέματα, η κερδοφορία, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις, η απόδοση των επενδύσεων και η ικανότητα αντλήσεως κεφαλαίων. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 161 έως 167 του προσωρινού κανονισμού προκύπτει ότι οι τελευταίοι ως άνω παράγοντες εξετάστηκαν με βάση τις πληροφορίες που προέκυψαν από τις απαντήσεις που έδωσαν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής για τη ζημία οι παραγωγοί της Ένωσης που συμμετείχαν στο δείγμα ( 130 ).

160.

Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως φαίνεται να αφορά έναν συγκεκριμένο μικροοικονομικό δείκτη ζημίας, ήτοι την κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Δεδομένου ότι πρόκειται για μικροοικονομικό δείκτη ζημίας, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως βάση των υπολογισμών της τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ( 131 ).

161.

Δεύτερον, ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η κερδοφορία αποσαφηνίζεται στην αιτιολογική σκέψη 161 του προσωρινού κανονισμού και τα αποτελέσματά του αναγράφονται στον πίνακα 12 του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή εξηγεί ότι «προσδιόρισε την κερδοφορία των τριών παραγωγών της Ένωσης που περιελήφθησαν στο δείγμα εκφράζοντας το καθαρό κέρδος προ φόρων από τις πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος προς ανεξάρτητους πελάτες στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση ως ποσοστό του κύκλου εργασιών των εν λόγω πωλήσεων». Όπως εξήγησε η Επιτροπή με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που έθεσε το Δικαστήριο, πρόκειται για «τη διαφορά μεταξύ του κόστους παραγωγής του ομίλου, το οποίο περιλαμβάνει τα [έξοδα] ΠΓΔΕ της συνδεδεμένης εταιρείας πωλήσεων, και της τιμής που καταβάλλει ο πρώτος ανεξάρτητος πελάτης» ( 132 ). Επομένως, η κερδοφορία υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ δύο αριθμητικών στοιχείων, ήτοι του κόστους παραγωγής της επιχείρησης, αφενός, και της τιμής που καταβάλλει ο πρώτος ανεξάρτητος πελάτης, αφετέρου.

162.

Με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι «η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, χρησιμοποίησε, στην περίπτωση της Saint-Gobain PAM, τιμές που είχαν χρεωθεί για μεταπωλήσεις εντός του ομίλου εταιριών στον οποίο ανήκει ο ως άνω παραγωγός (χρήση ενδοομιλικής τιμολόγησης), χωρίς να εξετάσει εάν οι τιμές αυτές ήταν [οι] τιμές πλήρους ανταγωνισμού» ( 133 ). Ειδικότερα, όπως υποστήριξαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει χρησιμοποιήσει το κόστος παραγωγής της Saint-Gobain PAM (Γαλλία) και τα έξοδα ΠΓΔΕ των Saint-Gobain Γερμανίας, Ισπανίας και Ιταλίας, συγκρίνοντας το ως άνω κόστος παραγωγής με τις τιμές που χρεώνονται από τις εν λόγω συνδεδεμένες εταιρίες πωλήσεων στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη. Η δεύτερη αυτή μέθοδος θα είχε οδηγήσει στην εξάλειψη κάθε τεχνητής αύξησης της τιμής πωλήσεως που συμφωνήθηκε μεταξύ της Saint-Gobain PAM και των συνδεδεμένων εταιριών.

163.

Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά του ελέγχου στον οποίο προέβη το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη συμπερίληψη των τιμών πωλήσεως εντός του ομίλου στον υπολογισμό του κόστους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ( 134 ). Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα στις σκέψεις 302 έως 311 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εξέτασε μόνο τα επιχειρήματά τους που αφορούσαν το κόστος και όχι εκείνα που αφορούσαν την κερδοφορία της Saint-Gobain PAM.

164.

Οι σχετικές διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου περιέχονται στις σκέψεις 305 και 306 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι η Saint‑Gobain PAM πωλούσε το προϊόν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, αλλά επίσης και εμμέσως, μέσω συνδεδεμένων οντοτήτων, δεν ασκεί επιρροή στον καθορισμό του κόστους παραγωγής. Στη σκέψη 307 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι ορισμένες πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεδεμένων εταιριών δεν είχε καμία επίδραση στον υπολογισμό του κόστους παραγωγής της Saint‑Gobain PAM και, συνακόλουθα, στην εκτίμηση της ζημίας την οποία υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

165.

Συναφώς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων ενώπιον τόσο του Γενικού Δικαστηρίου όσο και του Δικαστηρίου αφορά τον πρώτο παράγοντα προσδιορισμού της κερδοφορίας, ήτοι το κόστος παραγωγής. Η διαπίστωση σύμφωνα με την οποία ο προσδιορισμός του κόστους παραγωγής δεν εξαρτάται από τις πωλήσεις εντός του ομίλου αποτελεί πραγματική διαπίστωση, η οποία δεν μπορεί να ελεγχθεί κατ’ αναίρεση. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπιστώνει, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ( 135 ), ότι ο υπολογισμός των κερδών βασίστηκε στην τιμή αγοράς εντός του ομίλου που συμφωνήθηκε μεταξύ της Saint-Gobain PAM και των συνδεδεμένων οντοτήτων. Επομένως, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν αποκάλυψε τα «κρυφά» κέρδη λόγω των πωλήσεων εντός του ομίλου πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι επρόκειτο για πωλήσεις που δεν άσκησαν επιρροή για τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής.

166.

Εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή, με βάση τις εξηγήσεις τις οποίες παρείχε ενώπιον του Δικαστηρίου, φαίνεται ότι δεν χρησιμοποίησε τα κέρδη εντός του ομίλου για τον υπολογισμό της κερδοφορίας της Saint-Gobain PAM. Όπως εξήγησε, υπολόγισε πρώτα το κόστος παραγωγής για κάθε προϊόν που κατασκευάζεται από τον ενωσιακό παραγωγό που είχε περιληφθεί στο δείγμα ( 136 ). Εν συνεχεία, προέβη σε σύγκριση του κόστους παραγωγής με τις τιμές πώλησης που είχαν χρεωθεί στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης. Με άλλα λόγια, όταν ο παραγωγός της Ένωσης πωλεί πρώτα το προϊόν σε συνδεδεμένη οντότητα, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την τιμή που χρεώνει η εν λόγω συνδεδεμένη οντότητα στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη. Ως εκ τούτου, για τον υπολογισμό της κερδοφορίας δεν συνυπολογίστηκε η τιμή που χρεώνεται μεταξύ δύο συνδεδεμένων οντοτήτων ενός παραγωγού της Ένωσης ( 137 ). Τέλος, με βάση την κερδοφορία για κάθε παραγωγό της Ένωσης που είχε περιληφθεί στο δείγμα και απάντησε στο ερωτηματολόγιο, η Επιτροπή κατήρτισε συγκεντρωτικά στοιχεία και προέβη στον υπολογισμό του μέσου όρου τους προκειμένου να καταλήξει στον δείκτη ζημίας «κερδοφορία» ( 138 ). Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 306 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τιμές πωλήσεως εντός του ομίλου δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά τον υπολογισμό του κόστους παραγωγής του κατασκευαστή.

167.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι ουδείς μπορεί να προσάψει στο Γενικό Δικαστήριο ότι κακώς αποδέχθηκε την προσέγγιση της Επιτροπής. Συνεπώς, ο προσδιορισμός της ζημίας φαίνεται να βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως ως αβάσιμο.

Δ. Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

1.   Επί του πρώτου σκέλους

168.

Με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου περί μερικώς απαραδέκτου του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προέβαλαν πρωτοδίκως σχετικά με τη δυνατότητα διαφόρων οντοτήτων να επικαλεστούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

169.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε τρεις περιπτώσεις, ανάλογα με την ταυτότητα της οντότητας που προβάλλει τον σχετικό λόγο. Στην πρώτη περίπτωση, το CCCME ενεργεί ιδίω ονόματι, προβάλλοντας την προσβολή των διαδικαστικών του δικαιωμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, τα μέλη του CCCME και τα λοιπά νομικά πρόσωπα των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα I της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προβάλλουν τον λόγο ακυρώσεως προσβάλλοντας τον επίδικο κανονισμό για τον λόγο ότι δεν τους γνωστοποιήθηκαν ουσιώδεις πληροφορίες για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Η τρίτη περίπτωση περιλαμβάνει δύο διαφορετικά σενάρια. Πρώτον, τα λοιπά νομικά πρόσωπα των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα προβάλλουν την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων του CCCME ( 139 ). Δεύτερον, τα μέλη του CCCME προβάλλουν την προσβολή των δικών τους διαδικαστικών δικαιωμάτων, εκ του γεγονότος ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ το CCCME άσκησε, όπως προβάλλεται, τα διαδικαστικά δικαιώματα των μελών του ( 140 ).

170.

Οι αναιρεσείοντες βάλλουν κατά της δεύτερης και τρίτης περίπτωσης.

171.

Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι, με τις σκέψεις 434 έως 438 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κρίνοντας ότι τα μέλη του CCCME και οι λοιπές εννέα αναιρεσείουσες δεν είχαν μετάσχει στην έρευνα και, ως εκ τούτου, έκρινε απαράδεκτη την αιτίασή τους σχετικά με τη μη γνωστοποίηση στοιχείων χρήσιμων για τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κατά τους αναιρεσείοντες, τα ως άνω πρόσωπα είχαν μετάσχει στην έρευνα, δεδομένου ότι είτε συνεργάστηκαν για τη συγκρότηση του δείγματος είτε συμπεριελήφθησαν τα ίδια στο δείγμα.

172.

Τα επιχειρήματα αυτά εγείρουν το ερώτημα κατά πόσον το γεγονός ότι ένας παραγωγός-εξαγωγέας απάντησε στο ερωτηματολόγιο δειγματοληψίας και εκδήλωσε προθυμία να συμμετάσχει σε δείγμα αρκούν από νομικής απόψεως για τον χαρακτηρισμό του ως ενδιαφερόμενου μέρος σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, με αποτέλεσμα να μπορεί να επωφεληθεί από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό.

173.

Πριν απαντήσω στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να επισημάνω ότι ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή πραγματοποίησε τη δειγματοληψία των Κινέζων παραγωγών σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 23 του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή εξήγησε ότι, για να αποφασίσει κατά πόσον η δειγματοληψία ήταν αναγκαία και, εάν ναι, να επιλέξει δείγμα, ζήτησε από όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη ΛΔΚ να παράσχουν τα στοιχεία που προσδιορίζονταν στην ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας ( 141 ). Ογδόντα ένας παραγωγοί-εξαγωγείς στη ΛΔΚ προσκόμισαν τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν και συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα· 78 εξ αυτών διαπιστώθηκε ότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο δείγμα ( 142 ). Με βάση τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή επέλεξε προσωρινά ένα δείγμα που αποτελείτο από τρεις συνεργαζόμενους παραγωγούς. Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, για την επιλογή του δείγματος έγινε διαβούλευση με όλους τους γνωστούς παραγωγείς-εξαγωγείς του οικείου κλάδου και τις αρχές της ΛΔΚ. Κατόπιν αιτήματος ορισμένων από τα μέρη, η Επιτροπή άλλαξε το δείγμα συμπεριλαμβάνοντας τους πέντε μεγαλύτερους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η αποστολή της ΛΔΚ στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασε την υποστήριξή της όσον αφορά το τελικό δείγμα. Από την περιγραφή αυτή και από τις εξηγήσεις που παρείχε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, υπήρχαν τρεις κατηγορίες παραγωγών-εξαγωγέων, δηλαδή, πρώτον, οι παραγωγοί-εξαγωγείς που απάντησαν στην ανακοίνωση για την κίνηση διαδικασίας και κατέστησαν κατά τον τρόπο αυτό ενδιαφερόμενα μέρη, δεύτερον, εκείνοι που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και, τρίτον, εκείνοι που συνεργάστηκαν με την Επιτροπή για τον καθορισμό της συγκρότησης του δείγματος.

174.

Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι παραγωγοί-εξαγωγείς επικαλέστηκαν προσβολή των δικών τους δικαιωμάτων άμυνας. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, καθόσον είχε προβληθεί από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συμμετείχαν στο δείγμα και από τους άλλους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς ( 143 ). Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών ( 144 ). Κατά τους αναιρεσείοντες, τα πρόσωπα που απαντούν στο ερωτηματολόγιο δειγματοληψίας πρέπει να χαρακτηρίζονται ως παραγωγοί-εξαγωγείς που συμμετέχουν στην έρευνα ( 145 ).

175.

Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνω ότι είναι κοινός τόπος ότι ορισμένα πρόσωπα που συνεργάστηκαν στην επιλογή του δείγματος συμπεριλήφθηκαν και αυτά στο δείγμα. Για να προσδιοριστεί η φύση της συμμετοχής τους στη διοικητική διαδικασία, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον υπάρχει αλληλεπικάλυψη μεταξύ της έννοιας των συμμετεχόντων στην έρευνα κατά το άρθρο 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού και της έννοιας των συμμετεχόντων στη δειγματοληψία κατά το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού.

176.

Αφενός, το άρθρο 5, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι «[σ]την ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας αναγγέλλεται η έναρξη έρευνας» και, συγκεκριμένα, «καθορίζονται οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να αναγγελθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα». Όπως προανέφερα ( 146 ), η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται συνδυαστικά με την απαρίθμηση των ενδιαφερόμενων μερών στο άρθρο 5, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού, ήτοι «τους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς και αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους που γνωρίζει ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες». Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η απαρίθμηση είναι ενδεικτική και ότι στα πρόσωπα που συνεργάστηκαν στην επιλογή του δείγματος καθώς και σε εκείνα που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα θα πρέπει να αναγνωρίζεται η ίδια ιδιότητα που προσδίδεται στα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στην ως άνω απαρίθμηση. Το αν η απαρίθμηση είναι πλήρης δεν ορίζεται ρητώς από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού ( 147 ).

177.

Αφετέρου, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό ενδιαφερόμενων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση δειγματοληψιών. Συνεπώς, μια εταιρία που επιθυμεί να επωφεληθεί από ειδικό δασμό μπορεί να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ( 148 ), κάτι το οποίο αποτελεί, ωστόσο, ένα μόνο στάδιο της έρευνας.

178.

Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, η υποβολή ερωτηματολογίου δειγματοληψίας είναι ο τρόπος με τον οποίο ένας παραγωγός-εξαγωγέας «έρχεται σε επαφή» με την Επιτροπή σε απάντηση στην ανακοίνωση για την κίνηση της διαδικασίας σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

179.

Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, από τον βασικό κανονισμό ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι το γεγονός ότι κάποιο πρόσωπο απάντησε στο ερωτηματολόγιο δειγματοληψίας των εξαγωγέων σημαίνει ότι καθίσταται και ενδιαφερόμενο μέρος δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφοι 10 και 11, του βασικού κανονισμού. Πράγματι, από την οικονομία του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η έννοια των ενδιαφερομένων μερών κατά το άρθρο αυτό δεν ταυτίζεται με τα μέρη στα οποία αναφέρεται το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

180.

Πρώτον, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, το οποίο αφορά τη δειγματοληψία, επιτρέπει στην Επιτροπή να επιλέξει δείγμα και, επομένως, να περιορίσει τον αριθμό των ενδιαφερόμενων μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, όταν «είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών» ( 149 ). Συνεπώς, ο σκοπός της διάταξης είναι να επιτρέψει στην Επιτροπή να συλλέγει και να αναλύει στοιχεία προερχόμενα από ένα υποσύνολο φορέων προκειμένου να καταλήγει σε συμπεράσματα που να ισχύουν για ευρύτερα στοιχεία. Με άλλα λόγια, επιτρέπει στην Επιτροπή να εξετάσει μικρή και διαχειρίσιμη ποσότητα στοιχείων, χωρίς να χρειάζεται να ελέγξει κάθε διαθέσιμο στοιχείο. Δεν θα είχε κανένα νόημα η εκ μέρους της Επιτροπής χρήση ερωτηματολογίων δειγματοληψίας αν κάθε συμμετέχων στο ερωτηματολόγιο καθίστατο ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού.

181.

Δεύτερον, από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι υπάρχουν δύο ειδικές κατηγορίες φορέων, ήτοι οι «εξαγωγείς ή παραγωγ[οί] οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 17 αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην εξέταση» και τα «μέρη που επελέγησαν στο δείγμα». Η αναφορά στο άρθρο 17 και όχι στο άρθρο 5 του βασικού κανονισμού φαίνεται να υποδηλώνει ότι τα πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν στη δειγματοληψία δεν ταυτίζονται με τα ενδιαφερόμενα μέρη του άρθρου 5, παράγραφοι 10 και 11, του εν λόγω κανονισμού.

182.

Θα ήθελα να προσθέσω ότι σε διάκριση ανάμεσα στα «ενδιαφερόμενα μέρη» και τους «εξαγωγείς ή τους αλλοδαπούς παραγωγούς που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια» προβαίνει και το άρθρο 6.1 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του 1994, το οποίο ορίζει ότι «[ό]λες οι πλευρές που εξαρτούν συμφέροντα από συγκεκριμένη έρευνα αντιντάμπινγκ ενημερώνονται σχετικά με τα στοιχεία», το δε άρθρο 6.1.1 της συμφωνίας ορίζει ότι «[σ]τους εξαγωγείς ή τους αλλοδαπούς παραγωγούς που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον, για να απαντήσουν».

183.

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο βασικός κανονισμός προβλέπει διαφορετικά είδη δικαιωμάτων για τα πρόσωπα που υπόκεινται σε αυτόν, ήτοι τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη δειγματοληψία και τα ενδιαφερόμενα μέρη που συμμετέχουν στην έρευνα. Από τη διάκριση αυτή προκύπτει ότι τους αναγνωρίζονται διαφορετικά διαδικαστικά δικαιώματα. Όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη, η αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων μπορεί να ζητήσει να εξετάσει πληροφοριακά στοιχεία (άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού) και να λάβει γνωστοποίηση (άρθρο 20, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού). Ωστόσο, η συμμετοχή στη δειγματοληψία δεν φαίνεται να παρέχει τέτοια δικαιώματα. Κατά τη γνώμη μου, παρέχει μόνο το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων σχετικών με τη δειγματοληψία που προτείνει η Επιτροπή, αλλά όχι με άλλα στοιχεία της έρευνας.

184.

Κατά συνέπεια, είμαι της γνώμης ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς προέβη σε διάκριση μεταξύ των προσώπων που δεν απέδειξαν ότι συμμετείχαν στην έρευνα ή δεν υπέβαλαν αίτημα γνωστοποίησης των επίμαχων πληροφοριών και των ενδιαφερομένων μερών κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ( 150 ). Συνεπώς, καταλήγω ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε νομική πλάνη όταν αφορά την κρίση του ότι τα πρόσωπα που συνεργάστηκαν αποκλειστικά για τη δειγματοληψία δεν δύνανται να προβάλουν παραδεκτώς λόγο ακυρώσεως αντλούμενο εκ του ότι δεν τους γνωστοποιήθηκαν πληροφορίες που έπρεπε να τους είχαν γνωστοποιηθεί.

185.

Όσον αφορά την τρίτη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στις σκέψεις 443 έως 447 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι το CCCME μπορούσε να υπερασπιστεί τα διαδικαστικά δικαιώματα μόνο εκείνων των μελών του ως προς τα οποία αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, είχε λάβει εντολή να τα ασκήσει εξ ονόματός τους, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας είχε ενεργήσει ως οντότητα που εκπροσωπούσε τον κινεζικό κλάδο παραγωγής στο σύνολό του ( 151 ).

186.

Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο καθόσον έκρινε ότι το CCCME δεν μπορούσε να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα των επιμέρους εταιριών ούτε όσων μελών του αφορούσε η διαδικασία. Στο μέτρο που έκρινε ότι οι διάφορες εταιρίες και τα μέλη αυτά στερούνταν ενεργητικής νομιμοποίησης, το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο παρεμποδίζοντας την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνάς τους. Η διαπίστωση ότι οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις έχουν πιο περιορισμένα διαδικαστικά δικαιώματα σε σχέση με τους παραγωγούς-εξαγωγείς είναι νομικώς αβάσιμη.

187.

Με τη σκέψη 444 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι μια ένωση δύναται να ασκεί τα διαδικαστικά δικαιώματα ορισμένων μελών της, εφόσον «είχε εκδηλώσει κατά τη διάρκεια της έρευνας την πρόθεση να ενεργήσει ως εκπρόσωπος ορισμένων από τα μέλη της, όπερ προϋποθέτει ότι τα μέλη αυτά έχουν ταυτοποιηθεί και ότι η οντότητα είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει λάβει από αυτά εντολή να ασκήσει τα εν λόγω διαδικαστικά δικαιώματα επ’ ονόματί τους». Με τη σκέψη 445, έκρινε ότι «από τη δικογραφία προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το CCCME δεν παρουσιάστηκε υπ’ αυτή την ιδιότητα στην Επιτροπή κατά την έρευνα, αλλά, αντιθέτως, καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας ενήργησε ως οντότητα η οποία εκπροσωπεί τον κινεζικό κλάδο παραγωγής στο σύνολό του». Το Γενικό Δικαστήριο βάσισε τη διαπίστωσή του στις παρατηρήσεις που κατέθεσε το CCCME στις 15 Σεπτεμβρίου 2017 επί του προσωρινού κανονισμού ( 152 ).

188.

Συναφώς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας είναι κεφαλαιώδους σημασίας στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ ( 153 ). Ο κανόνας αυτός θα πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του Χάρτη, βάσει του οποίου το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο εμπεριέχεται στο δικαίωμα χρηστής διοίκησης. Το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο επιτρέπει στα μέρη να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν επωφελώς τις απόψεις τους.

189.

Ειδικότερα, στο πλαίσιο πληροφόρησης των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι ήδη σε θέση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και τη συνάφεια των αναφερομένων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προς στήριξη της διαπίστωσής της για την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που απορρέει από αυτήν ( 154 ). Οι ως άνω απαιτήσεις διευκρινίστηκαν περαιτέρω με το άρθρο 20, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι οι εξαγωγείς και οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις «δύνανται να ζητούν την τελική αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού επί τη βάσει των οποίων πρόκειται να διατυπωθεί εισήγηση για την επιβολή οριστικών μέτρων».

190.

Από την εν λόγω διάταξη συνάγεται ότι τα δικαιώματα άμυνας χορηγούνται ατομικά σε συγκεκριμένες οντότητες ( 155 ). Αντίθετα με όσα έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, δεν νομίζω ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο τυχόν παρέκκλιση από τη νομιμότητα όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας μπορεί να προβληθεί μόνο από τον ενδιαφερόμενο βασίζεται στο γεγονός ότι η προσβολή των δικαιωμάτων αυτών είναι, ως εκ της φύσεώς της, υποκειμενικώς εκτιμώμενη ( 156 ). Υπογραμμίζω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η προσβολή υποκειμενικού δικαιώματος μπορεί να προβληθεί και από άλλα πρόσωπα ( 157 ). Κατά τη γνώμη μου, ο λόγος για τον οποίο τα δικαιώματα άμυνας στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ έχουν χαρακτήρα intuitu personae οφείλεται στο γεγονός ότι τα δικαιώματα αυτά συνδέονται στενά με το πρόσωπο στο οποίο έχουν χορηγηθεί, δεδομένου ότι μόνο η ίδια η ενδιαφερόμενη οντότητα είναι σε θέση να προσδιορίσει τις οικονομικές και νομικές επιπτώσεις των μέτρων της Επιτροπής επί της συγκεκριμένης καταστάσεώς της. Με άλλα λόγια, στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ, εφόσον τα δικαιώματα άμυνας αφορούν την ίδια την οντότητα, μόνο η ίδια η οντότητα δύναται να τα ασκήσει. Ο αποκλειστικός χαρακτήρας τους απορρέει από τη φύση των δικαιωμάτων άμυνας στις διοικητικές διαδικασίες, τα οποία δεν μπορούν να προβληθούν από άλλο πρόσωπο ( 158 ). Επομένως, το CCCME, υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσωπευτικής ένωσης, δικαιούται να επικαλεστεί τις δικές του διαδικαστικές εγγυήσεις, οι οποίες απορρέουν από τη δική του συμμετοχή στη διοικητική διαδικασία ( 159 ).

191.

Επιπλέον, η ιδιότητα του μέλους μιας ένωσης δεν συνεπάγεται την αυτόματη μεταβίβαση σε αυτήν των διαδικαστικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά τις σχετικές διαδικασίες. Μια τέτοια μεταβίβαση πρέπει να εκφράζεται κατηγορηματικώς από τα μέλη της οικείας ένωσης. Όταν η τελευταία ασκεί τα διαδικαστικά δικαιώματα των μελών της, πρέπει να δηλώνει με σαφήνεια ποια μέλη εκπροσωπεί και να αποδεικνύει ότι έχει λάβει πράγματι εντολή όσον αφορά την άσκηση των οικείων δικαιωμάτων. Η εν λόγω απαίτηση απορρέει από το άρθρο 5, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, το οποίο επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη να αναγγελθούν –πράγμα που συνεπάγεται την προσκόμιση των πληρεξουσίων εγγράφων τους ( 160 ). Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού διακρίνει ρητώς μεταξύ των εταιριών εξαγωγών και των αντιπροσωπευτικών τους ενώσεων ( 161 ).

192.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η δυνατότητα ένωσης να ασκεί τα διαδικαστικά δικαιώματα κάποιων μελών της κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η οντότητα είχε εκδηλώσει, κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας και όχι εκ των υστέρων, την πρόθεση να ενεργήσει ως εκπρόσωπος κάποιων από τα μέλη της. Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, τα εν λόγω μέλη πρέπει να έχουν ταυτοποιηθεί με σαφήνεια και η ένωση πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει λάβει από αυτά εντολή να ασκήσει τα εν λόγω διαδικαστικά δικαιώματα επ’ ονόματί τους ( 162 ). Ως εκ τούτου, ακόμη και αν μια ένωση έχει ως αντικείμενο, βάσει του καταστατικού της, την εκπροσώπηση όλων των εμπλεκομένων σε συγκεκριμένο κλάδο, πρέπει, εφόσον επιθυμεί να εκπροσωπήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα των μελών της, να έχει λάβει νόμιμη εντολή από καθένα εξ αυτών προκειμένου να ασκήσει ως εκπρόσωπος τα διαδικαστικά δικαιώματα για λογαριασμό τους.

193.

Αντίθετα προς όσα ισχυρίστηκαν οι αναιρεσείοντες, η άσκηση διαδικαστικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της έρευνας αντιντάμπινγκ δεν υπόκειται στην ίδια λογική με τις συλλογικές προσφυγές ενώσεων στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια ένωση μπορεί παραδεκτώς να εκπροσωπήσει επιχειρήσεις οι οποίες έχουν το δικαίωμα να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη ιδίω ονόματι, χωρίς να απαιτείται ειδική εντολή των μελών της ( 163 ). Τούτο δικαιολογείται βάσει των πλεονεκτημάτων που εμφανίζει από δικονομική άποψη, διότι έτσι αποφεύγεται η κατάθεση μεγάλου αριθμού διαφορετικών προσφυγών κατά των ιδίων αποφάσεων ( 164 ). Ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά όσον αφορά τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών στις έρευνες αντιντάμπινγκ. Λόγω του ατομικού χαρακτήρα και του εύρους των δικαιωμάτων άμυνας, η συλλογική προσφυγή δεν οδηγεί στο να αποφεύγεται η κατάθεση μεγάλου αριθμού πανομοιότυπων προσφυγών κατά της ίδιας απόφασης, αλλά αντιθέτως συνδυάζει διάφορες χωριστές προσφυγές συμμετεχόντων στη διαδικασία, οι οποίοι πρέπει συνεπώς να μπορούν να ταυτοποιούνται ευχερώς και να κατονομάζονται.

194.

Στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 25 του επίδικου κανονισμού, το CCCME έπρεπε να θεωρηθεί ως ενδιαφερόμενο μέρος που εκπροσωπούσε, μεταξύ άλλων, τον κινεζικό κλάδο παραγωγής χυτοσιδήρου ( 165 ). Σημειώνω, εντούτοις, ότι η αιτιολογική σκέψη δεν περιέχει καμία ένδειξη περί του ότι το CCCME εκπροσωπούσε μεμονωμένους παραγωγούς-εξαγωγείς. Περαιτέρω, οι αιτιολογικές σκέψεις 30 και 62 έως 74 του ίδιου κανονισμού αναφέρονται στους ισχυρισμούς του CCCME, χωρίς ωστόσο να αναφέρουν ότι προβλήθηκαν για λογαριασμό των παραγωγών-εξαγωγέων. Ως εκ τούτου, ο επίδικος κανονισμός φαίνεται να υποδηλώνει ότι το CCCME ενήργησε για δικό του λογαριασμό ως εκπρόσωπος της κινεζικής βιομηχανίας χυτοσιδήρου.

195.

Επισημαίνεται ότι οι αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οποιοσδήποτε από τους παραγωγούς-εξαγωγείς είχε καταρτίσει πληρεξούσιο υπέρ του CCCME ή το είχε εξουσιοδοτήσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής να το εκπροσωπεί, ή ότι οι εν λόγω εταιρίες ήταν μέλη του CCCME κατά τον κρίσιμο χρόνο. Συνεπώς, το γεγονός ότι το CCCME παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ φερόμενο να ενεργεί ως ένωση που εκπροσωπεί το σύνολο των Κινέζων παραγωγών‑εξαγωγέων οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον υπό εξέταση τομέα στη ΛΔΚ και το γεγονός ότι αντιμετωπίστηκε ως τέτοια από την Επιτροπή δεν αρκούν ώστε να μπορεί το CCCME να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματα του συνόλου των μελών του κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ.

196.

Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 444 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η δυνατότητα ένωσης να ασκεί τα διαδικαστικά δικαιώματα ορισμένων μελών της κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η οντότητα είχε εκδηλώσει κατά τη διάρκεια της έρευνας την πρόθεση να ενεργήσει ως εκπρόσωπος ορισμένων από τα μέλη της, όπερ προϋποθέτει ότι τα μέλη αυτά έχουν ταυτοποιηθεί και ότι η οντότητα είναι σε θέση να αποδείξει ότι έχει λάβει εντολή τους να τα ασκήσει επ’ ονόματί τους.

197.

Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι οι αντιπροσωπευτικές ενώσεις μπορούν να ζητούν πληροφορίες για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και για το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων θα επιβληθούν, ενδεχομένως, προσωρινά μέτρα. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η διάταξη αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 29 του βασικού κανονισμού, η οποία υπογραμμίζει τη σύνδεση με το δικονομικό δικαίωμα των συμμετεχόντων να υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Το προβλεπόμενο στο άρθρο 20 του βασικού κανονισμού δικαίωμα γνωστοποίησης αποτελεί βασικό πυλώνα των δικαιωμάτων άμυνας των ενδιαφερόμενων μερών ( 166 ) και, ως εκ τούτου, επιτάσσει τη συμμετοχή του οικείου μέρους στην έρευνα, ώστε να είναι εν συνεχεία σε θέση να καταγγείλει ενδεχόμενες πλημμέλειες ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης.

198.

Επομένως, είμαι της άποψης ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, βάσει του οποίου προσάπτεται στην Επιτροπή ότι αρνήθηκε να κοινοποιήσει στους αναιρεσείοντες στοιχεία χρήσιμα για τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας, προβλήθηκε παραδεκτώς από το CCCME ενεργώντας ιδίω ονόματι ως ένωση η οποία εκπροσωπεί το σύνολο του κινεζικού κλάδου παραγωγής, και ορθώς απέρριψε ως απαράδεκτα τα επιχειρήματα που προέβαλαν στο πλαίσιο του λόγου αυτού τα μέλη του CCCME και τα λοιπά νομικά πρόσωπα των οποίων οι επωνυμίες παρατίθενται στο παράρτημα I της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ( 167 ).

199.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως.

2.   Επί του δευτέρου σκέλους

200.

Το δεύτερο σκέλος αφορά το μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στο οποίο εξετάζεται ο ισχυρισμός του CCCME ότι η Επιτροπή όφειλε να παράσχει τους υπολογισμούς υπό συγκεντρωτική μορφή, ιδίως όσον αφορά, αφενός, τους υπολογισμούς σχετικά με την κανονική αξία, τις συνέπειες των κινεζικών εισαγωγών επί των τιμών και το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας και, αφετέρου, τις εκτιμήσεις σχετικά με τους μακροοικονομικούς δείκτες ( 168 ). Για τους υπολογισμούς στους οποίους στηρίχθηκε η εξέταση των μικροοικονομικών και μακροοικονομικών δεικτών που καθιστούν δυνατή την εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης, το CCCME έλαβε τα συνολικά αριθμητικά στοιχεία ανά δείκτη και ανά έτος, τα οποία επαναλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 137 έως 166 του προσωρινού κανονισμού ( 169 ).

201.

Με τον πρώτο ισχυρισμό, το CCCME βάλλει κατά της σκέψεως 507 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η παρουσίαση εμπιστευτικών δεδομένων υπό συγκεντρωτική μορφή δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην άρση του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα και ότι δεν υπήρχε λόγος να διαταχθεί η κοινοποίηση των μακροοικονομικών δεικτών της ζημίας για τον λόγο ότι είχαν εμπιστευτικό χαρακτήρα ( 170 ). Ειδικότερα, υποστηρίζει, αφενός, ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι αυτά καθαυτά τα συγκεντρωτικά μακροοικονομικά στοιχεία σχετικά με τη ζημία ήταν εμπιστευτικά, λαμβάνοντας κάτι τέτοιο υπόψη ως επιχείρημα το Γενικό Δικαστήριο υποκαθίσταται, ως μη όφειλε, στη θέση της Επιτροπής. Η αιτιολογική σκέψη 130 του επίδικου κανονισμού δεν αφορά τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων αλλά το κατά πόσο πρόκειται για πραγματικά στοιχεία. Αφετέρου, το CCCME ισχυρίζεται ότι ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου νομικός χαρακτηρισμός των εκτιμώμενων μακροοικονομικών δεικτών της ζημίας ως εμπιστευτικών στοιχείων είναι εσφαλμένος. Η κοινοποίηση συγκεντρωτικών στοιχείων για το σύνολο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν θα είχε επιτρέψει στα ενδιαφερόμενα μέρη να επαληθεύσουν την ακρίβεια των εν λόγω στοιχείων, ιδίως όσον αφορά τις εκτιμήσεις.

202.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τονίσω ότι ο σκοπός του δικαιώματος προσβάσεως στην πληροφόρηση και της υποχρέωσης γνωστοποίησης πληροφοριών είναι να επιτραπεί στα μέρη να λάβουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν επωφελώς τις απόψεις τους ( 171 ). Η υποχρέωση γνωστοποίησης προβλέπεται στο άρθρο 20 του βασικού κανονισμού.

203.

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή ουδέποτε χαρακτήρισε ως εμπιστευτικές τις συγκεντρωτικές εκτιμήσεις σχετικά με τον μακροοικονομικό δείκτη, ούτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ούτε στα δικόγραφα που κατέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο, θα πρέπει να επισημάνω ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται, όπως υποστήριξε πράγματι και στην ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση –χωρίς ουδεμία αντίρρηση εκ μέρους των αναιρεσειόντων–, ότι τα εν λόγω στοιχεία ουδέποτε υπήρξαν. Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι τα συγκεντρωτικά στοιχεία ουδέποτε υπήρξαν, είναι σαφές ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να τα έχει χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικά κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ή στα δικόγραφα που κατέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο. Για τον λόγο αυτό, προτείνω να απορριφθεί το δικονομικό επιχείρημα που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες.

204.

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι το μοναδικό κρίσιμο ερώτημα είναι αν τα μακροοικονομικά στοιχεία εξακολουθούν να έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα ακόμη και όταν παρουσιάζονται υπό συγκεντρωτική μορφή, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την απόφαση Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( 172 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι κάθε μη εμπιστευτική πληροφορία, ανεξαρτήτως πηγής, πρέπει να γνωστοποιείται, προκειμένου να δίδεται στον καταγγέλλοντα η δυνατότητα να εξακριβώσει αν η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών στο πλαίσιο της οικείας υποθέσεως ήταν ορθή. Με την απόφασή του στην υπόθεση Al-Jubail ( 173 ), το Δικαστήριο εξέλαβε και αντιμετώπισε το δικαίωμα προσβάσεως στην πληροφόρηση ως μέρος του δικαιώματος ακροάσεως. Κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός τους πληροφορήσεως τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να ενεργούν με κάθε επιβαλλομένη επιμέλεια επιζητώντας να δίνουν στα οικεία μέρη κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική υπεράσπιση των συμφερόντων τους, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των καταγγελλόντων και των συνεργαζόμενων παραγωγών στους οποίους βασίζεται η έρευνα αντιντάμπινγκ.

205.

Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών πρέπει να ασκείται σύμφωνα με το καθήκον επιμέλειας, ήτοι την «υποχρέωση για το αρμόδιο όργανο να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως» ( 174 ), γεγονός το οποίο συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ορισμένου βαθμού διακριτική ευχέρεια της διοικητικής αρχής. Κατά πάγια νομολογία, οι αρχές που διέπουν το δικαίωμα στην πληροφόρηση πρέπει να συμβιβάζονται με την τήρηση της αρχής της προστασίας της εχεμύθειας, ιδίως την υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να σέβονται το επιχειρηματικό απόρρητο ( 175 ). Συναφώς, η υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να διασφαλίζουν την εμπιστευτική μεταχείριση πληροφορίας της οποίας η δημοσιοποίηση θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για την επιχείρηση που την προσκόμισε δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να στερούνται οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, και ιδίως οι εξαγωγείς, τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπει ο βασικός κανονισμός, ούτε να καθιστά άνευ ουσίας τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται από τις εν λόγω διατάξεις ( 176 ).

206.

Ως εκ τούτου, η απόφαση σχετικά με την τήρηση της εμπιστευτικότητας ορισμένων στοιχείων προϋποθέτει εξισορρόπηση της προστασίας των δεδομένων των παραγωγών της Ένωσης (οι οποίοι κινούν τη διαδικασία και των οποίων η καταγγελία αποτελεί τη βάση των ερευνών) και των δικαιωμάτων των παραγωγών-εξαγωγέων τρίτων χωρών και των αντιπροσωπευτικών τους ενώσεων.

207.

Στην υπό κρίση υπόθεση, είναι αλήθεια ότι η παρουσίαση των στοιχείων υπό συνοπτική μορφή περιορίζει τη δυνατότητα του CCCME να ελέγξει την ακρίβεια των επίμαχων στοιχείων. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης εξισορρόπησης των εν λόγω δικαιωμάτων και της προστασίας εμπιστευτικών στοιχείων, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η παρουσίαση των δεδομένων με τον ως άνω τρόπο δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του CCCME. Συναφώς, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι τα μακροοικονομικά στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν αφορούν παραγωγούς τρίτων χωρών ή παραγωγούς της ΕΕ, όταν βασίζονται σε γνώση της αγοράς, πρέπει να προστατεύονται, καθώς η συνεργασία των εν λόγω παραγωγών αποτελεί τη βάση της έρευνας αντιντάμπινγκ.

208.

Θα πρέπει να επισημάνω ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η εκτιμώμενη παραγωγή των οικείων παραγωγών της Ένωσης, στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο του υπολογισμού της καταναλώσεως, ορθώς θεωρήθηκε εμπιστευτική, δεδομένου ότι στηρίχθηκε στα όσα γνώριζαν οι καταγγέλλοντες για την αγορά. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, περιοριζόμενη στο να παράσχει τα συνολικά αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την παραγωγή, ενήργησε σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό ( 177 ). Συμφωνώ με την προσέγγιση αυτή, δεδομένου ότι οι έρευνες αντιντάμπινγκ μπορεί να βασίζονται σε στοιχεία που παρέχονται από μικρό αριθμό παραγωγών ή μικρό τμήμα της αγοράς ( 178 ). Ακόμη και υπό συγκεντρωτική μορφή και ακόμη και όταν βασίζονται σε απλές εκτιμήσεις, είναι θεωρητικά δυνατή η συναγωγή των οικονομικών στοιχείων που αφορούν συγκεκριμένους παράγοντες του οικείου κλάδου, συγκεκριμένα προϊόντα ή ακόμη και μια συγκεκριμένη εταιρία και, ως εκ τούτου, η αποκάλυψη, διά της εξαγωγής συμπερασμάτων, ορισμένων πληροφοριών που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο.

209.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή είχε εξηγήσει στην αιτιολογική σκέψη 130 του επίδικου κανονισμού ότι τα στοιχεία αντλήθηκαν από πραγματικά στοιχεία και «εκτιμήσεις που παρείχαν οι καταγγέλλοντες για τον υπόλοιπο ενωσιακό κλάδο παραγωγής». Συμφωνώ με την Επιτροπή ως προς το ότι το γεγονός ότι οι καταγγέλλοντες είχαν παράσχει εκτιμήσεις για τον υπόλοιπο ενωσιακό κλάδο παραγωγής συνεπάγεται ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις βασίζονταν στην εκ μέρους τους γνώση της αγοράς όσον αφορά τον εν λόγω κλάδο. Οι ισχυρισμοί που βασίζονται σε πληροφορίες για την αγορά –ακόμη και αν πρόκειται απλώς για εκτιμήσεις και τα σχετικά στοιχεία παρέχονται υπό συγκεντρωτική μορφή– ενδέχεται να οδηγούν στην αποκάλυψη πληροφοριών που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο των καταγγελλόντων ή των συνεργαζόμενων παραγωγών της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και είναι ως εκ της φύσεώς τους εμπιστευτικοί, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 507 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ως εκ τούτου, η περιεχόμενη στην εν λόγω σκέψη κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα μακροοικονομικά στοιχεία που παρουσιάζονται σε συγκεντρωτική μορφή μπορούν να διατηρούν τον εμπιστευτικό τους χαρακτήρα δεν είναι εσφαλμένη. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο ισχυρισμό.

210.

Ο δεύτερος και τρίτος ισχυρισμός θα πρέπει να εξετασθούν από κοινού, δεδομένου ότι αφορούν αμφότεροι το ίδιο σημείο του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατ’ αρχάς, το CCCME ισχυρίζεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 509 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά καθόσον έκρινε ότι υπολογισμοί της υποτιμολόγησης υπό τη συγκεντρωτική μορφή που ζήτησε το CCCME δεν υπήρχαν, διότι η υποτιμολόγηση είχε υπολογιστεί μόνον ανά τύπο προϊόντος ανά παραγωγό-εξαγωγέα. Το CCCME υποστηρίζει ότι προσκόμισε συναφώς αποδεικτικά στοιχεία και ότι δεν είναι δυνατόν η Επιτροπή να υπολογίζει την υποτιμολόγηση χωρίς να καταρτίζει συγκεντρωτικά στοιχεία σχετικά με τις τιμές σε επίπεδο ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

211.

Ξεκινώ επισημαίνοντας ότι, στην αιτιολογική σκέψη 24 του επίδικου κανονισμού, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι υπολογισμοί της υποτιμολόγησης υπό τη συγκεντρωτική μορφή που ζήτησε το CCCME δεν υπήρχαν, διότι η υποτιμολόγηση είχε υπολογιστεί μόνον ανά τύπο προϊόντος ανά παραγωγό-εξαγωγέα. Κατά συνέπεια, κάθε Κινέζος παραγωγός‑εξαγωγέας που περιελήφθη στο δείγμα έλαβε τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης για καθέναν από τους τύπους προϊόντων που εξήγε. Το CCCME υποστηρίζει ότι δεν είναι δυνατόν η Επιτροπή να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το «62,6 % των συνολικών πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος στην Ένωση είχαν υποτιμολογηθεί» χωρίς να εξετάζονται συγκεντρωτικοί υπολογισμοί της υποτιμολόγησης ( 179 ). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημάνω ότι το CCCME δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς υποστήριξη του ως άνω ισχυρισμού. Συνεπώς, ουδόλως στοιχειοθετείται η παραμόρφωση την οποία προβάλλει το CCCME. Το CCCME απλώς προβάλλει την παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, αδυνατώντας ωστόσο να αποδείξει την ύπαρξή της.

212.

Δεύτερον, το CCCME υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένο νομικό κριτήριο καθόσον έκρινε ότι η κοινοποίηση των υπολογισμών της υποτιμολόγησης υπό συγκεντρωτική μορφή θα ήταν υπερβολικά επαχθής ώστε να θεωρείται σύμφωνη με το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, το CCCME προσέθεσε ότι θα χρειαζόταν ελάχιστος χρόνος για την προετοιμασία των εν λόγω στοιχείων.

213.

Το ζήτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η Επιτροπή υποχρεούται να καταρτίζει νέα έγγραφα βάσει των υφιστάμενων στοιχείων χάριν διασφάλισης των δικαιωμάτων άμυνας. Συναφώς, θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι η κατάρτιση νέων εγγράφων από την Επιτροπή ισοδυναμεί με διαμοιρασμό πληροφοριών που αφορούν τους καταγγέλλοντες και άλλες συνεργαζόμενες εταιρίες. Επομένως, δεδομένου ότι η εν λόγω πρακτική θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει στην εκ μέρους άλλων ενδιαφερόμενων μερών πρόσβαση σε πληροφορίες που εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνίσταται απλώς στην αυτοματοποιημένη δημιουργία πίνακα με οικονομικά στοιχεία. Αντιθέτως, λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος επιμέλειας, το οποίο συνεπάγεται την υποχρέωση της Επιτροπής να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως ( 180 ), η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει κάθε επιμέρους πληροφορία που επιλέγει να κοινοποιήσει.

214.

Στην πράξη, για κάθε έγγραφο το οποίο κοινοποιείται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ και περιέχει νέα συγκεντρωτικά στοιχεία, η Επιτροπή πρέπει να κρίνει κατά πόσον τα εν λόγω στοιχεία υπονομεύουν την εμπιστευτικότητα των στοιχείων που τα μέρη εμπιστεύθηκαν στην Επιτροπή και τα οποία αυτή έχει πλέον στα χέρια της. Επομένως, η γένεση και κοινοποίηση νέων συγκεντρωτικών στοιχείων απαιτεί από την Επιτροπή να εξισορροπήσει την ανάγκη εμπιστευτικότητας και τα δικαιώματα άμυνας των οικείων μερών. Μολονότι ο φόρτος εργασίας της Επιτροπής δεν θεμελιώνει από μόνος του ένσταση, αποτελεί παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη για την ως άνω εξισορρόπηση, δεδομένου ότι από τον φόρτο αυτόν ενδέχεται να εξαρτάται η ίδια η προστασία των δεδομένων των καταγγελλόντων ή των συνεργαζόμενων μερών. Με άλλα λόγια, όταν η Επιτροπή καλείται συστηματικά να παρέχει νέα συγκεντρωτικά στοιχεία, καλείται επίσης να κρίνει κατά πόσον η κοινοποίηση των στοιχείων αυτών είναι ικανή να πλήξει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των στοιχείων που τα μέρη εμπιστεύθηκαν στην Επιτροπή. Η τελευταία ως άνω απαίτηση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της κατά τα ανωτέρω εξισορρόπησης. Ως εκ τούτου, συντάσσομαι με την επισήμανση του Γενικού Δικαστηρίου ότι ο όγκος των πληροφοριών που ζητήθηκαν εν προκειμένω από το CCCME είναι τέτοιος ώστε θα μπορούσε η Επιτροπή να παρεμποδιστεί στη δραστηριότητα και την έρευνά της αν όφειλε να παράσχει το σύνολο των πληροφοριών αυτών υπό μορφή προσαρμοσμένη στις συγκεκριμένες ανάγκες του CCCME ( 181 ).

215.

Με τη σκέψη 513 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το CCCME είχε στη διάθεσή του «τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό επί τη βάσει των οποίων η Επιτροπή σκόπευε να λάβει οριστικά μέτρα» και ότι «η εν λόγω οντότητα ήταν σε θέση να υπερασπιστεί λυσιτελώς τα συμφέροντά της ως ένωσης εκπροσωπούσας τον κινεζικό κλάδο παραγωγής». Επομένως, βάσει της εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το CCCME ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, γεγονός που αίρει τη σημασία τυχόν σφάλματος στις σκέψεις 511 και 512 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

216.

Τέλος, το CCCME υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 511 και 512 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προσκρούει στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι το αίτημα του CCCME να αποκτήσει πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία δεν έγινε δεκτό, μολονότι τα ζητηθέντα στοιχεία δεν ήταν εμπιστευτικά ή θα μπορούσαν να έχουν κοινοποιηθεί υπό μη εμπιστευτική μορφή. Επιπλέον, το CCCME ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε στάθμιση μεταξύ τυχόν προβληματισμών για θέματα εμπιστευτικότητας και των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον έκρινε ότι δεν χρειαζόταν κοινοποίηση των μακροοικονομικών στοιχείων στο CCCME υπό τη μορφή συγκεντρωτικών στοιχείων.

217.

Η διαφωνία του CCCME με τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι το CCCME είχε στη διάθεσή του τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και σκεπτικό αφορά πραγματικό ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως. Οι ισχυρισμοί που προέβαλε το CCCME ενώπιον του Δικαστηρίου δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση πλάνης περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στις σκέψεις 451 έως 470 και 484 έως 504 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τα δικαιώματα άμυνας του CCCME.

218.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως.

3.   Επί του τρίτου σκέλους

219.

Πρώτον, το CCCME υποστηρίζει ότι, με τη σκέψη 524 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον δεν χορήγησε στην εν λόγω οντότητα πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων –πέραν των πληροφοριών που περιέχονται στους κωδικούς των προϊόντων– για τον λόγο ότι οι πληροφορίες αυτές ουδόλως θα επέτρεπαν στην οντότητα να διασφαλίσει αποτελεσματικότερα τα δικαιώματα άμυνάς της. Το CCCME υποστηρίζει ότι είναι νομικά εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι μόνον οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς μπορούν να έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν αιτήσεις προσαρμογής και ότι, κατά συνέπεια, οι σχετικές πληροφορίες δεν θα ήταν χρήσιμες στο CCCME, το οποίο έχει συνολική γνώση της αγοράς.

220.

Το CCCME υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δημιούργησε, κατ’ ουσίαν, μια υποκατηγορία ενδιαφερομένων μερών, κάνοντας διάκριση μεταξύ αντιπροσωπευτικών ενώσεων και άλλων ενδιαφερομένων μερών, κατά παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Το CCCME υποστηρίζει ότι είναι ένωση που εκπροσωπεί παραγωγούς-εξαγωγείς, κατά συνέπεια ό,τι αφορά τα μέλη του αφορά και το ίδιο το CCCME. Προς στήριξη των ισχυρισμών του, το CCCME επικαλείται την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( 182 ), υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή όφειλε να παράσχει τουλάχιστον κάθε χρήσιμη ένδειξη που θα της επέτρεπε να εξατομικεύσει τα εν λόγω είδη, ώστε να μπορέσει να κρίνει αν τα όργανα της Ένωσης είχαν εκτιμήσει σωστά τα πραγματικά περιστατικά ( 183 ).

221.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημάνω ότι το Γενικό Δικαστήριο στάθμισε τους προβληματισμούς σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας και την εμπιστευτικότητα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 451 έως 470 και 484 έως 504 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν.

222.

Όσον αφορά την αιτούμενη πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το CCCME προσήψε στην Επιτροπή ότι, όσον αφορά τα προϊόντα των Ινδών παραγωγών και των παραγωγών της Ένωσης τα οποία συγκρίθηκαν με τα εισαγόμενα προϊόντα, δεν του γνωστοποίησε άλλες πληροφορίες πέραν των χαρακτηριστικών που αναγράφονται στους κωδικούς των προϊόντων. Στις σκέψεις 523 και 524 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κάνει διάκριση μεταξύ της καταστάσεως του παραγωγού-εξαγωγέα και του CCCME. Το τελευταίο αποτελεί, στην υπό κρίση υπόθεση, ένωση εκπροσωπούσα το σύνολο του κινεζικού κλάδου παραγωγής ( 184 ). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των προϊόντων δεν θα επέτρεπαν στο CCCME να προβεί σε ουσιαστική σύγκριση των επίμαχων προϊόντων, δεδομένου ότι δεν διαθέτει, κατ’ αρχήν, μοντέλα προϊόντων που διατίθενται στην αγορά από τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος τα οποία συγκρίθηκαν με τα ινδικά προϊόντα.

223.

Η εκτίμηση αυτή δεν μου φαίνεται να πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο, ακόμη και αν εισάγει διαφοροποίηση μεταξύ των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού που τίθενται στη διάθεση μιας αντιπροσωπευτικής ένωσης και εκείνων που τίθενται στη διάθεση άλλων ενδιαφερομένων μερών. Κατά τη γνώμη μου, η Επιτροπή δύναται να κάνει διάκριση μεταξύ αντιπροσωπευτικών ενώσεων και παραγωγών-εξαγωγέων, δεδομένου ότι καλείται να επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων άμυνας και της τήρησης της εμπιστευτικότητας ( 185 ). Δεδομένου ότι τα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία αφορούν τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στο επιχειρηματικό απόρρητο, η Επιτροπή οφείλει να τα προστατεύσει. Επομένως, κατά την επίτευξη της ως προαναφερθείσας ισορροπίας, η Επιτροπή μπορεί και πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ των οντοτήτων που ζητούν πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες.

224.

Δεύτερον, το CCCME βάλλει κατά της σκέψης 529 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, το CCCME είχε στη διάθεσή του όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του όγκου των εισαγωγών. Σύμφωνα με το CCCME, η εν λόγω εκτίμηση παραγνωρίζει το γεγονός ότι τα στοιχεία για τις επίμαχες εισαγωγές δεν ήταν δημόσια. Ο προσδιορισμός του όγκου των εισαγωγών συνίστατο σε έναν εξαιρετικά πολύπλοκο υπολογισμό που βασιζόταν σε διάφορες παραδοχές, τα δε στοιχεία βασίζονταν κυρίως στις πληροφορίες που παρείχαν και τη μεθοδολογία που πρότειναν οι καταγγέλλοντες. Το CCCME υποστηρίζει ότι είναι εντελώς παράλογο να αναμένεται από ένα ενδιαφερόμενο μέρος να αναπαραγάγει έναν τόσο περίπλοκο υπολογισμό ο οποίος διέρχεται διαφόρων σταδίων και περιλαμβάνει πληθώρα παραδοχών, όταν η Επιτροπή θα μπορούσε εύκολα να τον έχει γνωστοποιήσει, δεδομένου ότι ο εν λόγω υπολογισμός δεν περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες και ότι τα οικεία στοιχεία και υπολογισμοί αποτελούσαν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και διαπιστώσεις.

225.

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημάνω ορισμένα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο.

226.

Πρώτον, το CCCME είχε ενημερωθεί κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του όγκου των εισαγωγών. Ειδικότερα, το CCCME γνώριζε, ιδίως, τα ποσοστά που καταγράφηκαν για τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ, Δημοκρατίας της Ινδίας και άλλων τρίτων χωρών, υπό τους πρώην υποκωδικούς οι οποίοι χρησιμοποιούνταν πριν από τη θέσπιση το 2014 του γενικού κωδικού ΣΟ ex73251000, το πάγιο ποσό που θα αφαιρούνταν από τον κωδικό ΣΟ ex73259910 προκειμένου να ληφθούν εισαγωγές από τη ΛΔΚ, τη Δημοκρατία της Ινδίας και τις τρίτες χώρες καθώς και το ποσοστό που αφαιρείται από το σύνολο των εισαγωγών προκειμένου να εξαιρεθούν οι σχάρες καναλιών.

227.

Δεύτερον, καθόσον τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό των εισαγωγών αυτών εξήχθησαν από τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat, τα οποία είναι διαθέσιμα στη δημόσια βάση δεδομένων Comext, το CCCME είχε στη διάθεσή του όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να επαναλάβει τους υπολογισμούς της Επιτροπής των οποίων ζήτησε την κοινοποίηση.

228.

Επομένως, εάν το CCCME επιθυμούσε να επαληθεύσει την αξιοπιστία των υπολογισμών της Επιτροπής, διέθετε τα σχετικά δεδομένα για να το πράξει. Στην υπό κρίση υπόθεση, το CCCME ουδόλως τεκμηριώνει τον ισχυρισμό ότι δεν είναι σε θέση να αναπαράγει τους υπολογισμούς. Είναι εύλογο να αναμένεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος, όπως το CCCME, προβαίνει το ίδιο σε επαλήθευση των επίμαχων υπολογισμών. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Bricmate ( 186 ), τα ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν την ακρίβεια των μέσων τιμών εισαγωγής των επίμαχων προϊόντων ως προς ορισμένα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, οι αμφιβολίες που διατυπώθηκαν από το εθνικό δικαστήριο, οι οποίες οδήγησαν σε επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ, ήταν βάσιμες ( 187 ). Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το CCCME είχε στη διάθεσή του όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για να επαναλάβει τους υπολογισμούς της Επιτροπής των οποίων ζήτησε την κοινοποίηση ( 188 ).

229.

Τρίτον, το CCCME βάλλει κατά της εκτιμήσεως στη σκέψη 538 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προβάλλοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον χαρακτήρισε ως εμπιστευτικά τα ίδια τα συγκεντρωτικά στοιχεία και τις εκτιμήσεις. Το CCCME υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν ήταν εμπιστευτικά, πρέπει να κοινοποιούνται στα ενδιαφερόμενα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού και αποτελούσαν ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και σημεία του σκεπτικού κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

230.

Επισημαίνεται ότι το CCCME αμφισβητεί την περιεχόμενη στη σκέψη 538 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει σε μια τέτοια διάκριση κατά την εκτίμηση της ζημίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον η ζημία εκτιμάται για το σύνολο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Μολονότι αυτό είναι αληθές, το εν λόγω κριτήριο εκτιμήσεως δεν επαρκεί για να δικαιολογήσει τη μη κοινοποίηση των επίμαχων συγκεντρωτικών και εκτιμώμενων στοιχείων. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεωθεί να καταρτίσει το εν λόγω έγγραφο προς διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας. Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε –χωρίς η σχετική διαπίστωση να αμφισβητηθεί από το CCCME με την αίτηση αναιρέσεως– ότι τα πραγματικά δεδομένα των παραγωγών που περιελήφθησαν στο δείγμα και των λοιπών καταγγελλόντων, αφενός, και οι εκτιμήσεις που έγιναν για τους λοιπούς παραγωγούς, αφετέρου, είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα, ακόμη και όταν είναι σε συγκεντρωτική μορφή. Κατά τη γνώμη μου, οι λόγοι αυτοί δικαιολογούν επαρκώς τη μη κοινοποίηση των εν λόγω στοιχείων στο CCCME.

231.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το τρίτο σκέλος του πέμπτου λόγου αναιρέσεως και τον εν λόγω λόγο αναιρέσεως στο σύνολό του.

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

232.

Το Δικαστήριο μου ζήτησε να εξετάσω μόνον τους λόγους απαραδέκτου και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και τον δεύτερο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως. Καθότι η τελική έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως θα εξαρτηθεί από την κρίση που θα εκφέρει το Δικαστήριο όχι μόνον ως προς τους ως άνω λόγους απαραδέκτου και αναιρέσεως, αλλά και ως προς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως καθώς και τον τρίτο και τέταρτο λόγο αναιρέσεως, δεν διατυπώνω πρόταση για τα δικαστικά έξοδα της υπό εξέταση υποθέσεως.

VIII. Πρόταση

233.

Κατόπιν των προεκτεθέντων και χωρίς να προδικάζω την εκτίμηση του Δικαστηρίου σχετικά με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και τον τρίτο και τέταρτο λόγο αναιρέσεως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες καθώς και τον δεύτερο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Υπόθεση T‑254/18 (EU:T:2021:278). Οι άλλες εννέα αναιρεσείουσες παρατίθενται στο παράρτημα Ι της αποφάσεως εκείνης και είναι επίσης μέλη του CCCME.

( 3 ) Εκτελεστικός κανονισμός της 29ης Ιανουαρίου 2018, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής ΛΔΚ και για την περάτωση της έρευνας όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής Ινδίας (ΕΕ 2018, L 25, σ. 6).

( 4 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21).

( 5 ) Στοιχεία από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat).

( 6 ) Απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1994 σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1).

( 7 ) ΕΕ 1994, L 336, σ. 103.

( 8 ) Βλ. απαρίθμηση στη σκέψη 2 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 9 ) ΕΕ 2016, C 461, σ. 22.

( 10 ) Εκτελεστικός κανονισμός για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής ΛΔΚ (ΕΕ 2017, L 211, σ. 14).

( 11 ) Στο παράρτημα ΙΙ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως απαριθμούνται τα εν λόγω επτά νομικά πρόσωπα.

( 12 ) Βλ. διατάξεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, Federolio κατά Επιτροπής (T‑122/96, EU:T:1997:142, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 28ης Ιουνίου 2005, FederDoc κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑170/04, EU:T:2005:257, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013, Aiscat κατά Επιτροπής (T‑182/10, EU:T:2013:9, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 13 ) Πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 14 ) Επισημαίνω ότι η Επιτροπή αμφισβητεί τόσο τις σκέψεις 52 έως 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες αφορούν την προϋπόθεση του ατομικού επηρεασμού, όσο και τις σκέψεις 71 έως 75 της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίες αφορούν τη διαπίστωση του άμεσου επηρεασμού.

( 15 ) Στην πρώτη περίπτωση, ο προσφεύγων είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως, ενώ στην τρίτη περίπτωση δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως που τον αφορά άμεσα χωρίς να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα, περίπτωση η οποία σαφέστατα δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν ελήφθη κανένα εκτελεστικό μέτρο που να αφορά το CCCME.

( 16 ) Πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής (25/62, EU:C:1963:17), και της 28ης Απριλίου 2015, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής (C‑456/13 P, EU:C:2015:284, σκέψη 63).

( 17 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association (C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 105).

( 18 ) Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1983, Fediol κατά Επιτροπής (191/82, EU:C:1983:259, σκέψη 31), και της 17ης Ιανουαρίου 2002, Rica Foods κατά Επιτροπής (T‑47/00, EU:T:2002:7, σκέψη 55), καθώς και διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑369/03, EU:T:2005:458, σκέψη 72).

( 19 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association (C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψη 107 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει καμία επίσημη απόφαση ούτε προβλέπεται η δυνατότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να αμφισβητήσει την αναγνώριση ορισμένης οντότητας ως ενδιαφερόμενου μέρους.

( 21 ) Βλ. σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 22 ) Βλ., εσχάτως, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου (T‑276/13, EU:T:2016:340). Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέρος που αφορούσε την ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής κατά του επίδικου κανονισμού με σκοπό να διασφαλισθεί η προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων των εν λόγω εμπορικών ενώσεων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που είχαν ασκήσει ιδίω ονόματι η Growth Energy και η Renewable Fuels Association ως ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας· πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Συμβούλιο κατά Growth Energy και Renewable Fuels Association (C‑465/16 P, EU:C:2019:155, σκέψεις 101 έως 109). Βλ. επίσης διατάξεις της 3ης Ιουνίου 1997, Merck κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑60/96, EU:T:1997:81, σκέψη 73), της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Molkerei Großbraunshain και Bene Nahrungsmittel κατά Επιτροπής (T‑109/97, EU:T:1998:209, σκέψεις 67 και 68), και της 16ης Σεπτεμβρίου 2005, Schmoldt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑342/04 P, μη δημοσιευθείσα,EU:C:2005:562, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 23 ) Στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το CCCME μπορούσε να διεκδικήσει δικονομικά δικαιώματα που απορρέουν από τον βασικό κανονισμό, η συγκεκριμένη οντότητα θα έπρεπε να αναγνωριστεί ως αντιπροσωπευτική ένωση εξαγωγέων κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού και όχι ως ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του ίδιου κανονισμού.

( 24 ) Σημειώνω, εντούτοις, ότι μια εσφαλμένη διοικητική πρακτική ενδέχεται να επισύρει άλλες έννομες συνέπειες και να αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών μέσων έννομης προστασίας.

( 25 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 58 έως 60 και 68 έως 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 26 ) Για παράδειγμα, φαίνεται ότι μόνο το άρθρο 6, παράγραφος 7, και το άρθρο 20, παράγραφοι 1, 2 και 4, του βασικού κανονισμού παρέχουν ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις στις αντιπροσωπευτικές ενώσεις. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι, με τη σκέψη 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το CCCME προέβαλε ενώπιόν του την εκ μέρους της Επιτροπής προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας καθώς και την εκ μέρους της παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 19, παράγραφοι 1 έως 3, και του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού, στον βαθμό που δεν παρέσχε στους νυν αναιρεσείοντες πρόσβαση σε πληροφορίες χρήσιμες για τον καθορισμό του ντάμπινγκ και της ζημίας.

( 27 ) Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται «να αναγγελθούν […], να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλουν τυχόν στοιχεία, προκειμένου οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα». Εξ αυτού συνάγεται και η υποχρέωσή τους να δηλώσουν την ιδιότητα υπό την οποία ενεργούν.

( 28 ) Βλ. άρθρο 6, παράγραφος 7, και άρθρο 20, παράγραφοι 2 και 4, του βασικού κανονισμού.

( 29 ) Ο όρος «πρέπει» στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής: για τους σκοπούς της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, τα μέρη που επιθυμούν να καταστούν ενδιαφερόμενα μέρη οφείλουν να αναγγελθούν. Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, δεν μπορεί να αναμένεται από εκείνην να αναλάβει την πρωτοβουλία αναζήτησης των ενδιαφερομένων μερών. Η ως άνω θέση υποστηρίζεται επίσης από το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο του ΠΟΕ, το οποίο, με την έκθεσή του της 29ης Νοεμβρίου 2005 στο πλαίσιο της διαφοράς «Μεξικό – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βοδινό κρέας και το ρύζι» (WT/DS 295/AB/R, σημείο 251), έκρινε ότι η αρχή που διεξήγαγε την επίμαχη έρευνα «δεν όφειλε, βάσει του άρθρου 6.1, να κοινοποιήσει τις απαιτούμενες πληροφορίες σε εξαγωγείς την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε αλλά η οποία θα μπορούσε να έχει περιέλθει σε γνώση της».

( 30 ) Βλ. άρθρο 7, παράγραφος 15, του κανονισμού της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1994, L 349, σ. 22).

( 31 ) Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 459/68 του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1968, περί αμύνης κατά των πρακτικών ντάμπινγκ, πριμ ή επιδοτήσεων από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1968, L 93, σ. 1).

( 32 ) Ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον βασικό κανονισμό σύμφωνα με το άρθρο 207, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στην εσωτερική έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C‑401/12 P έως C‑403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 59). Κατά την αιτιολογική σκέψη 3 του βασικού κανονισμού, «το κείμενο της συμφωνίας αυτής θα πρέπει να αποτυπωθεί κατά το δυνατόν στην ενωσιακή νομοθεσία» (η υπογράμμιση δική μου).

( 33 ) Επισημαίνω, συγκριτικά, ότι, στο πλαίσιο εφαρμογής της συμφωνίας αντιντάμπινγκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής χρησιμοποίησαν τη φράση «εμπορική ή επιχειρηματική ένωση» ακριβώς όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 6.11, σημείο i, της εν λόγω συμφωνίας, καθώς, σύμφωνα με το 19 U.S. Code § 1677(9)(E) και (F), ο όρος «ενδιαφερόμενο μέρος» καταλαμβάνει τις «εμπορικές ή επιχειρηματικές ενώσεις».

( 34 ) Βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Επιτροπή κατά Hubei Xinyegang Special Tube (C‑891/19 P, EU:C:2022:38, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 35 ) Συντάσσομαι με την άποψη των μετεχόντων στη διαδικασία ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 5, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού αναφέρεται τόσο σε «αντιπροσωπευτική ένωση» όσο και σε «εμπορική ένωση», αμφότεροι οι όροι δηλώνουν το ίδιο μέρος. Για λόγους σαφήνειας, στις παρούσες προτάσεις θα χρησιμοποιώ μόνον τον όρο «αντιπροσωπευτική ένωση» όποτε αναφέρομαι στις σχετικές διατάξεις.

( 36 ) Όσον αφορά το αγγλικό κείμενο, μια «trade association» μπορεί να οριστεί ως η «εθελοντική ένωση επιχειρήσεων που οργανώνονται βάσει γεωγραφικών κριτηρίων ή βάσει του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται για την προώθηση και ανάπτυξη εμπορικών και βιομηχανικών ευκαιριών εντός της σφαίρας λειτουργίας της, για τη δημόσια έκφραση των απόψεων των μελών της σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, για την άσκηση, σε κάποιο βαθμό, ελέγχου επί των τιμών, της παραγωγής και των διαύλων διανομής» (βλ. Encyclopædia Britannica, λήμμα «trade association», Britannica Academic· διαθέσιμο στη διεύθυνση https://academic.eb.com/levels/collegiate/article/trade-association/73137, τελευταία επίσκεψη: 10 Οκτωβρίου 2022). Βλ. επίσης τον ορισμό της έννοιας «trade association» στην ηλεκτρονική έκδοση του λεξικού Cambridge Dictionary, που ορίζει τη συγκεκριμένη έννοια ως οργάνωση η οποία υποστηρίζει τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες συγκεκριμένου κλάδου και προστατεύει τα δικαιώματά τους.

( 37 ) Εν αντιθέσει με το αγγλικό και το γαλλικό κείμενο, το ισπανικό κείμενο του άρθρου 6.11, σημείο i, της συμφωνίας αντιντάμπινγκ αναφέρεται σε εμπορικές, επαγγελματικές και επιχειρηματικές ενώσεις, ήτοι, σε τρεις κατηγορίες ένωσης. Ωστόσο, και τα τρία αυτά είδη αναφέρονται στον όρο «ένωση», ο οποίος υποδηλώνει οντότητα με νομική προσωπικότητα που αποτελείται από πληθώρα προσώπων, φυσικών ή νομικών, η οποία, μέσω μιας συμφωνίας περί συνεταιρίζεσθαι, έχει ως σταθερή αποστολή της την επίτευξη ορισμένων μη κερδοσκοπικών σκοπών (Organización dotada de personalidad jurídica integrada por una diversidad de personas, físicas o jurídicas, que, mediante un pacto asociativo, se dedica de forma permanente a la consecución de determinados fines sin finalidad de lucro· βλ. https://dpej.rae.es/lema/asociaci%C3 %B3n). Επί παραδείγματι, ο όρος «asociación empresarial» ορίζεται ως «organización de empresarios constituida para la defensa de los intereses económicos y sociales que le son propios» [εργοδοτική οργάνωση συσταθείσα για την υπεράσπιση των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων των μελών της] (βλ. Montoya Melgar, A. (επιμ.), Diccionario Jurídico de la Real Academia de Jurisprudencia y Legislación, Aranzadi, Cizur Menor, 2016).

( 38 ) Το ηλεκτρονικό λεξικό Larousse εξηγεί τον όρο «groupement» ως «organisation plus ou moins structurée constituée par un ensemble de personnes ayant mêmes intérêts, mêmes aspirations ou même idéologie» [δομημένη, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, οργάνωση η οποία έχει συγκροτηθεί από σύνολο προσώπων με τα ίδια συμφέροντα, φιλοδοξίες ή ιδεολογία]. Το λεξικό του Centre national de ressources textuelles et lexicales εξηγεί τον εν λόγω όρο ως «ensemble (important) de personnes (physiques ou morales) ayant des caractéristiques communes, réunies pour atteindre un but, pour défendre des intérêts communs» [(υπολογίσιμου μεγέθους) σύνολο (φυσικών ή νομικών) προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά, που συνασπίζονται για την επίτευξη ορισμένου στόχου, για την προάσπιση κοινών συμφερόντων].

( 39 ) Ιστορικά, οι εμπορικές ενώσεις αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα, αντικαθιστώντας τις επαγγελματικές συντεχνίες και τις εταιρίες εμπόρων που είχαν απολέσει την ισχύ τους. Την εποχή εκείνη αναπτύχθηκαν δύο συστήματα: το βρετανικό και το γαλλικό. Στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος «οι επαγγελματικές οργανώσεις αφέθηκαν ελεύθερες να αναπτυχθούν με τον δικό τους τρόπο», ενώ στο πλαίσιο του δευτέρου «τις επαγγελματικές οργανώσεις δημιούργησε η ίδια η κυβέρνηση, η οποία τις ενσωμάτωσε στο διοικητικό σύστημα της χώρας, αναγνωρίζοντάς τους επίσημο καθεστώς ως αναπόσπαστου τμήματος του κρατικού μηχανισμού» [βλ. Chisholm, H. (επιμ.), «Trade Organization», Encyclopædia Britannica, τόμος 27 (11η έκδ.), Cambridge University Press, 1911, σ. 135-140, όπου παρέχεται πλήρης επισκόπηση των εμπορικών ενώσεων από τις αρχές του 20ού αιώνα].

( 40 ) Αντιθέτως, ο ΠΟΕ αναγνωρίζει περιφερειακές ενώσεις οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως η Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, γεγονός που δείχνει ότι ο όρος «ένωση» έχει πολύ ευρεία έννοια στο πλαίσιο του πολυμερούς εμπορικού συστήματος του ΠΟΕ.

( 41 ) Για παράδειγμα, βλ. τον κατάλογο εμπορικών ενώσεων των ΗΠΑ στη διεύθυνση https://www.trade.gov/trade-associations.

( 42 ) Όσον αφορά τη σύμφωνη με το άρθρο 11, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ερμηνεία, βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Διαφάνεια των οργανώσεων) (C‑78/18, EU:C:2020:476, σκέψεις 112 έως 114).

( 43 ) Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 17ης Φεβρουαρίου 2004, Gorzelik κ.λπ. κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2004:0217JUD004415898, § 88, 90 και 92), και της 8ης Οκτωβρίου 2009, Tebieti Mühafize Cemiyyeti και Israfilov κατά Αζερμπαϊτζάν (CE:ECHR:2009:1008JUD003708303, § 52 και 53).

( 44 ) Αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 17ης Φεβρουαρίου 2004, Gorzelik κ.λπ. κατά Πολωνίας (CE:ECHR:2004:0217JUD004415898, § 52), και της 8ης Οκτωβρίου 2009, Tebieti Mühafize Cemiyyeti και Israfilov κατά Αζερμπαϊτζάν (CE:ECHR:2009:1008JUD003708303, § 54).

( 45 ) Απόφαση του ΕΔΔΑ της 5ης Οκτωβρίου 2006, Moscow Branch of the Salvation Army κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2006:1005JUD007288101, § 73 και 74).

( 46 ) Σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, περιορισμοί στην άσκηση δικαιωμάτων και ελευθεριών μπορούν να επιβληθούν εφόσον προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

( 47 ) Η ίδια συλλογιστική ισχύει και όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής που βασίζεται στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι κατά την έννοια της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που διακηρύχθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1948 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οποίας ορίζει ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να συνέρχεται και να συνεταιρίζεται ελεύθερα και για ειρηνικούς σκοπούς».

( 48 ) Η Επιτροπή προέβαλε ότι, στην απόφαση Le Compte, Van Leuven και de Meyere κατά Βελγίου, προσφυγές αριθ. 6878/75 και 7238/75, της 23ης Ιουνίου 1981 (CE:ECHR:1981:0623JUD000687875, § 62 έως 66), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο βελγικός Ordre des médecins, ήτοι ο ιατρικός σύλλογος, λόγω της νομικής του φύσεως και ειδικότερα του νομικού λειτουργήματος που ασκεί, δεν συνιστά ένωση, καθώς ασκεί δημόσιο έλεγχο επί της ασκήσεως της ιατρικής επιστήμης.

( 49 ) Βλ. παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καταστατικό του CCCME, κεφάλαιο 1, άρθρα 2 και 3.

( 50 ) Όπ.π.

( 51 ) Βλ. άρθρο 3 του καταστατικού του CCCME.

( 52 ) Βλ. παράρτημα A.2 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, δεν είναι απίθανο το αντικείμενο της δραστηριότητας μιας οντότητας να είναι ευρύτερο από ό,τι υποδηλώνει η επωνυμία της. Η χύτευση σιδήρου και τα μηχανολογικά προϊόντα ή/και η μηχανολογική βιομηχανία είναι συγγενείς κλάδοι· ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί ότι το CCCME προστατεύει τα συμφέροντα των παραγωγών και εξαγωγέων καλυμμάτων φρεατίων.

( 53 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Confservizi κατά Επιτροπής (T‑292/02, EU:T:2009:188, σκέψη 55).

( 54 ) Απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2000 (T‑256/97, EU:T:2000:21, σκέψη 75).

( 55 ) Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσέγγιση της Επιτροπής βάσει της οποίας η τελευταία απέκλεισε οργάνωση καταναλωτών από μια διαδικασία αντιντάμπινγκ βασιζόμενη στη διάκριση μεταξύ των προϊόντων τα οποία πωλούνται στο λιανεμπόριο και των λοιπών προϊόντων.

( 56 ) Βλ. σημείο 22 των απαντήσεων των παρεμβαινόντων στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

( 57 ) Βλ. παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καταστατικό του CCCME, κεφάλαιο 1, άρθρο 4 και άρθρο 6, παράγραφος 2. Ειδικότερα, το άρθρο 4 ορίζει ότι η ένωση ενεργεί «υπό την εποπτεία και διεύθυνση και σύμφωνα με τις επιχειρηματικής φύσεως υποδείξεις του Υπουργείου Αστικών Υποθέσεων» και «του Υπουργείου Εμπορίου της [ΛΔΚ]».

( 58 ) Βλ. τα σημεία 32 και 57 έως 60 του υπομνήματος αντικρούσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τις γραπτές απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2020, το υπόμνημα απαντήσεως στην ερώτηση 9, σημεία 59 έως 70 της συνεχιζόμενης αρίθμησης, και το παράρτημα R.2 του υπομνήματος απαντήσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Βλ. επίσης σημεία 11 έως 23 του υπομνήματος των παρεμβαινόντων επί της αίτησης αναιρέσεως.

( 59 ) Υπόθεση 282/85 (EU:C:1986:316).

( 60 ) Αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής (C‑74/00 P και C‑75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 81 και 83), και της 9ης Ιουλίου 2008, Alitalia κατά Επιτροπής (T‑301/01, EU:T:2008:262, σκέψη 58).

( 61 ) Υπόθεση 282/85 (EU:C:1986:316).

( 62 ) Κατ’ αναλογία, μπορεί να επιτραπεί σε μια ένωση να παρέμβει σε ορισμένη υπόθεση, εάν εκπροσωπεί σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον οικείο τομέα, εάν στους σκοπούς της περιλαμβάνεται η προστασία των συμφερόντων των μελών της, εάν η υπόθεση μπορεί να εγείρει βασικά ζητήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία του οικείου τομέα και εάν η επικείμενη απόφαση είναι, ως εκ τούτου, ικανή να επηρεάσει σημαντικά τα συμφέροντα των μελών της ένωσης (βλ. διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2020, Nevinnomysskiy Azot και NAKAzot κατά Επιτροπής, T‑865/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:570, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 63 ) Αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 187), της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 94), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 48).

( 64 ) Δεδομένου ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις είναι ατομικές εγγυήσεις, το πεδίο εφαρμογής τους εξαρτάται από τα συμφέροντα που εκπροσωπεί στην πραγματικότητα η οικεία ένωση. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση οντότητας όπως το CCCME, η οποία ελέγχεται, ως έναν βαθμό, από τη ΛΔΚ, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα διάφορα συμφέροντα που εκπροσωπεί (παραγωγοί-εξαγωγείς και ΛΔΚ) κατά τον προσδιορισμό της πραγματικής εμβέλειας των διαδικαστικών δικαιωμάτων της δυνάμει των ως άνω διατάξεων.

( 65 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 11, του βασικού κανονισμού.

( 66 ) Βλ. σημεία 35 και 36 των παρουσών προτάσεων.

( 67 ) Πρβλ. αποφάσεις της 22ας Ιουνίου 2006, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής (C‑182/03 και C‑217/03, EU:C:2006:416, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 13ης Μαρτίου 2018, European Union Copper Task Force κατά Επιτροπής (C‑384/16 P, EU:C:2018:176, σκέψη 87).

( 68 ) Βλ. απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής (C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 69 ) Πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Confservizi κατά Επιτροπής (T‑292/02, EU:T:2009:188, σκέψη 55), και διάταξη της 29ης Μαρτίου 2012, Asociación Española de Banca κατά Επιτροπής (T‑236/10, EU:T:2012:176, σκέψη 25).

( 70 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Engie Cartagena (C‑523/18, EU:C:2019:1129, σκέψη 34).

( 71 ) Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Jobcenter Krefeld (C‑181/19, EU:C:2020:794, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 72 ) Η νομολογία στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή αφορά, στην πραγματικότητα, την αρχή ότι μια ένωση προσώπων δεν δικαιούται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως σε περίπτωση που τα μέλη της δεν δύνανται να την ασκήσουν ατομικά. Πρβλ. διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Επιτροπή κατά Sveriges Betodlares Centralförening (C‑409/96 P, EU:C:1997:635, σκέψη 45), και απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Aktionsgemeinschaft Recht und Eigentum (C‑78/03 P, EU:C:2005:761, σκέψη 70).

( 73 ) Βλ. τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή με τα παραρτήματα 4 έως 6 των απαντήσεών της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

( 74 ) Βλ. σημεία 67 έως 69 των παρουσών προτάσεων.

( 75 ) Ωστόσο, η Επιτροπή παραδέχεται ότι το κράτος διαδραματίζει τον ρόλο διοικητικής ή δικαστικής αρχής όταν καλείται να εγκρίνει τη σύσταση της ένωσης. Η αρχή απλώς επαληθεύει ότι πληρούνται όλες οι τυπικές νομικές προϋποθέσεις που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

( 76 ) Βλ. σημείο 68 των παρουσών προτάσεων.

( 77 ) Βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1998, Pharos κατά Επιτροπής (C‑151/98 P, EU:C:1998:440, σκέψη 6), και της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Andersen (C‑303/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:226, σκέψη 8).

( 78 ) Απόφαση της 22ας Ιουνίου 2021, Βενεζουέλα κατά Συμβουλίου (Επηρεασμός τρίτου κράτους) (C‑872/19 P, EU:C:2021:507, σκέψη 50).

( 79 ) Όπ.π. (σκέψη 50). Το Δικαστήριο επισήμανε ρητώς ότι οι «υποχρεώσεις της Ένωσης να μεριμνά για τον σεβασμό της αξίας του κράτους δικαίου ουδόλως μπορούν να εξαρτώνται από όρο αμοιβαιότητας όσον αφορά τις σχέσεις που διατηρεί με τρίτα κράτη».

( 80 ) Επιπλέον, από μια πλουραλιστική οπτική, το κράτος αποτελεί κάποιου είδους ομάδα ή ένωση [βλ. Muñiz-Fraticelli, V.M., «The Structure of Pluralist Arguments», σε The Structure of Pluralism, Oxford Constitutional Theory, Οξφόρδη, 2014, ηλεκτρονική έκδοση, Oxford Academic, καθώς και γενικότερα, Hirst, P.Q. (επιμ.), The Pluralist Theory of the State: Selected Writings of G.D.H. Cole, J.N. Figgis and H.J. Laski, Routledge, Λονδίνο, 1993].

( 81 ) Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει και προωθεί τις αξίες της.

( 82 ) Πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής (C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψεις 97 και 98).

( 83 ) Το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δυνατότητα ένωσης να ασκήσει προσφυγή βασίζεται στη συλλογιστική ότι η προσφυγή που ασκείται μέσω της ένωσης εμφανίζει πλεονεκτήματα από δικονομική άποψη, διότι έτσι αποφεύγεται η κατάθεση μεγάλου αριθμού διαφορετικών προσφυγών κατά των ιδίων αποφάσεων, καθώς η ένωση υποκαθιστά ένα ή περισσότερα από τα μέλη της των οποίων τα συμφέροντα εκπροσωπεί και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ασκήσει τα ίδια παραδεκτώς την προσφυγή (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής,T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 60).

( 84 ) Υπόθεση C‑465/16 P (EU:C:2019:155).

( 85 ) Όπ.π. (σκέψη 125).

( 86 ) Βλ. σημεία 77 έως 80 των παρουσών προτάσεων.

( 87 ) Σύμφωνα με το άρθρο 4 του καταστατικού του, το CCCME ενεργεί «υπό την εποπτεία και διεύθυνση και σύμφωνα με τις επιχειρηματικής φύσεως υποδείξεις του Υπουργείου Αστικών Υποθέσεων» και «του Υπουργείου Εμπορίου της [ΛΔΚ]» (βλ. παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου).

( 88 ) Βλ. σημεία 77 έως 80 των παρουσών προτάσεων.

( 89 ) Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του καταστατικού του CCCME, τα μέλη του τελευταίου έχουν δικαίωμα ψήφου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχουν απτές αποδείξεις ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, όσον αφορά την απόφαση άσκησης προσφυγής, το δικαίωμα ψήφου παραβιάστηκε (βλ. παράρτημα A.7 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου).

( 90 ) Βλ. σημείο 19 των απαντήσεων της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

( 91 ) Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1965 (14/64, EU:C:1965:13, σ. 57).

( 92 ) Κατά το άρθρο 53 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, «[η] διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διέπεται από τον τίτλο ΙΙΙ». Στον τίτλο αυτό περιλαμβάνεται και το άρθρο 19 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

( 93 ) Πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (C‑229/05 P, EU:C:2007:32, σκέψη 113).

( 94 ) Άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπό τη διατύπωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2ας Μαΐου 1991 (ΕΕ 1991, L 136, σ. 1).

( 95 ) Πρβλ. αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 2016, European Food κατά EUIPO – Société des produits Nestlé (FITNESS) (T‑476/15, EU:T:2016:568, σκέψη 19), της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Batmore Capital κατά EUIPO – Univers Poche (POCKETBOOK) (T‑596/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:103, σκέψεις 19 έως 22), και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Amigüitos pets & life κατά EUIPO – Société des produits Nestlé (THE ONLY ONE by alphaspirit wild and perfect) (T‑40/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:890, σκέψη 14).

( 96 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψη 53).

( 97 ) Πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1965, Barge κατά Ανωτάτης Αρχής (14/64, EU:C:1965:13, σ. 57).

( 98 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Universität Bremen κατά REA (C‑110/21 P, EU:C:2022:555, σκέψη 67).

( 99 ) Αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 187), της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 94), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci (C‑622/16 P έως C‑624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 48).

( 100 ) Τα στοιχεία της Eurostat ταξινομούνται σύμφωνα με τους κωδικούς που προκύπτουν από τη ΣΟ. Στην υπό κρίση υπόθεση, το προϊόν το οποίο καλύπτεται από τον επίδικο κανονισμό εμπίπτει σε δύο κωδικούς: τον κωδικό ΣΟ ex73251000 (μη ελατός χυτοσίδηρος) και τον κωδικό ΣΟ ex73259910 (ελατός χυτοσίδηρος), η δε ένδειξη «ex» πριν από τον κωδικό υποδηλώνει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ότι το προϊόν το οποίο αφορά η έρευνα εμπίπτει εν μέρει μόνο στον υπό εξέταση κωδικό.

( 101 ) Πρβλ. αποφάσεις της 2ας Δεκεμβρίου 2021, Επιτροπή και GMB Glasmanufaktur Brandenburg κατά Xinyi PV Products (Anhui) Holdings (C‑884/19 P και C‑888/19 P, EU:C:2021:973, σκέψη 117), και της 10ης Ιουλίου 2019, Caviro Distillerie κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑345/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:589, σκέψη 14).

( 102 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate (C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψεις 52 και 68).

( 103 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate (C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 104 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου (T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψη 129).

( 105 ) Αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2018, Gul Ahmed Textile Mills κατά Συμβουλίου (C‑100/17 P, EU:C:2018:842, σκέψη 64), και της 10ης Ιουλίου 2019, Caviro Distillerie κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑345/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:589, σκέψη 16).

( 106 ) Τα στοιχεία της Eurostat χρησιμεύουν για τον υπολογισμό των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2012, GLS,C‑338/10, EU:C:2012:158, σκέψη 30).

( 107 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate (C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψη 68).

( 108 ) Όπ.π. (σκέψεις 47 έως 49). Για παράδειγμα, στην υπόθεση Bricmate, το σουηδικό αιτούν δικαστήριο, βασιζόμενο στις τεκμηριωμένες αμφισβητήσεις της Bricmate όσον αφορά τα σχετικά με τον όγκο των εισαγωγών στοιχεία, στήριξε τις αμφιβολίες του στις αμφισβητήσεις αυτές, διερωτώμενο μήπως τα εν λόγω στοιχεία ήταν εσφαλμένα. Το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υπέπεσαν, αφενός, σε πλάνη ως προς τον όγκο των εισαγωγών εμπορευμάτων που υπάγονται στην κλάση 69089099 της ΣΟ, δεδομένου ότι, στον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 917/2011 του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής ΛΔΚ (ΕΕ 2011, L 238, σ. 1), ο όγκος των κινεζικών εισαγωγών υπερτιμήθηκε κατά 1,3 εκατομμύρια m2 για το 2009 και για την περίοδο έρευνας. Εξέφρασε επίσης αμφιβολίες ως προς το αν τα θεσμικά όργανα αυτά υπέπεσαν σε πλάνη ως προς τις εισαγωγές εμπορευμάτων που εμπίπτουν στην κλάση 69079099 της ΣΟ, νυν κλάση 69079080 της ΣΟ, οπότε για το 2009 και για την περίοδο έρευνας ο όγκος των εισαγωγών αυτών υπερτιμήθηκε κατά 10 %.

( 109 ) Βλ. σημείο 35 του δικογράφου της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

( 110 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Jinan Meide Casting κατά Επιτροπής (T‑650/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:644, σκέψη 357).

( 111 ) Πρβλ. έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, της 23ης Αυγούστου 2001, στο πλαίσιο της διαφοράς «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά ορισμένα προϊόντα από χάλυβα θερμής έλασης, καταγωγής Ιαπωνίας» (WT/DS 184/AB/R, σημείο 192).

( 112 ) Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, της 29ης Νοεμβρίου 2005, στο πλαίσιο της διαφοράς «Μεξικό – Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για το βοδινό κρέας και το ρύζι» (ΑΒ-2005-6) (WT/DS 295/AB/R, σημείο 204).

( 113 ) Όπ.π. (υποσημείωση 228).

( 114 ) Η εν λόγω απαίτηση απορρέει από την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate (C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψεις 65 και 68), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν εξέτασαν με την απαιτούμενη επιμέλεια τα στοιχεία που περιέχονταν στις στατιστικές της Eurostat» (η υπογράμμιση δική μου).

( 115 ) Για λόγους πληρότητας, σημειώνω ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 167 έως 173 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αν η Επιτροπή έλαβε πράγματι υπόψη όλα τα επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι αναιρεσείοντες σχετικά με την επαλήθευση της μεθόδου που είχε προταθεί από τους καταγγέλλοντες κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, για να βεβαιωθεί ότι η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε «αυτομάτως» και χωρίς περαιτέρω έλεγχο τα σχετικά στοιχεία.

( 116 ) Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 159 και 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξηγεί ότι, όσον αφορά τα προϊόντα από μη ελατό χυτοσίδηρο (κωδικός ΣΟ ex732510), από το 2014 και εξής η Επιτροπή διέθετε στοιχεία μόνο για τον κωδικό ΣΟ ex73251000, στον οποίο υπαγόταν, μαζί με άλλα προϊόντα, το επίμαχο προϊόν. Προκειμένου να απομονωθούν τα αριθμητικά στοιχεία που αντιστοιχούσαν στις πραγματικές εισαγωγές του επίμαχου προϊόντος κατά την υπό εξέταση περίοδο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα προ του 2014 στοιχεία σχετικά με τα προϊόντα από μη ελατό χυτοσίδηρο. Στηρίχθηκε στο ποσοστό το οποίο αντιπροσώπευαν οι εισαγωγές αυτές εντός των τριών υποκωδικών που παρείχαν, πριν από το 2014, στοιχεία σχετικά με το προϊόν αυτό. Το ποσοστό που θα έπρεπε να αποδοθεί στο επίμαχο προϊόν υπολογίστηκε στο 30 %. Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή συνήγαγε ότι το 60 % του όγκου των εισαγωγών από την Κίνα, το 73 % των εισαγωγών από την Ινδία και το 50 % των εισαγωγών από τις λοιπές χώρες αφορούσαν το επίμαχο προϊόν και εφάρμοσε τα ως άνω ποσοστά στις εισαγωγές που είχαν καταγραφεί κατά τη χρονική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2014 έως το τέλος της περιόδου έρευνας.

( 117 ) Συγκεκριμένα, στις σκέψεις 161 έως 163 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξηγεί ότι η Επιτροπή είχε παρατηρήσει ότι οι εισαγωγείς του ελατού χυτοσιδήρου καταγωγής ΛΔΚ είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον κωδικό ΣΟ ex73259910 το 2005, ήτοι το έτος κατά το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε επιβάλει προηγούμενα μέτρα αντιντάμπινγκ. Για τον υπολογισμό των εισαγωγών τις οποίες αφορούσε ο ως άνω κωδικός, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως έτος αναφοράς το 2004, για το οποίο διέθετε στοιχεία ως προς τις εισαγωγές που αντιστοιχούσαν στον κωδικό ΣΟ ex73259910, αλλά δεν αφορούσαν το επίμαχο προϊόν. Ως εκ τούτου, αφαίρεσε από τον όγκο των εισαγωγών για την υπό εξέταση περίοδο τις συναλλαγές οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί το 2004. Η Επιτροπή έκρινε επομένως ότι οι συναλλαγές που αφορούσαν το επίμαχο προϊόν υπάγονταν στον κωδικό ΣΟ ex73259910 σε αναλογία 100 %, από την οποία έπρεπε να αφαιρεθούν 14645 τόνοι. Ομοίως, η Επιτροπή υπολόγισε τον όγκο εισαγωγών ελατού χυτοσιδήρου από την Ινδία υπό τον κωδικό ΣΟ ex73259910 αφαιρώντας τον όγκο των εισαγωγών του έτους 2009 υπό τον εν λόγω κωδικό, οι οποίες δεν αφορούσαν το επίμαχο προϊόν, από τον όγκο των εισαγωγών της υπό εξέταση περιόδου.

( 118 ) Σκέψεις 165 και 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 119 ) Βλ. την εκτίμηση σχετικά με την πρώτη και δεύτερη αιτίαση (σκέψεις 167 έως 170 και σκέψεις 174 έως 196, αντίστοιχα, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως), τις οποίες αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

( 120 ) Βλ. σημείο 142 των παρουσών προτάσεων.

( 121 ) Βλ. σημεία 140 και 141 των παρουσών προτάσεων.

( 122 ) Βλ. σημείο 132 των παρουσών προτάσεων.

( 123 ) Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με τις εκθέσεις του ΠΟΕ είναι αποδεκτή η συναγωγή εύλογων συμπερασμάτων. Το λεξικό Merriam-Webster ορίζει τη σημασία του όρου «infer» [συνάγω] ως «to derive as a conclusion from facts or premises» [αντλώ συμπέρασμα από γεγονότα ή εικασίες] και τη σημασία του όρου «extrapolate» [προεκβάλλω] ως «to predict by projecting past experience or known data» [προβλέπω διά της προβολής στο μέλλον παρελθούσας εμπειρίας ή γνωστών δεδομένων]. Επομένως, η προεκβολή συνεπάγεται την πρόβλεψη μελλοντικών δεδομένων βάσει της παρελθούσας πορείας των δεδομένων. Ως εκ τούτου, μια προεκβολή, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, θα πρέπει, στο μέτρο που βασίζεται σε γνωστά αξιόπιστα στοιχεία, να θεωρηθεί επίσης αποδεκτή ως εύλογο συμπέρασμα.

( 124 ) Δικόγραφο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, σημείο 37 και παράρτημα 11.

( 125 ) Βλ. σημείο 137 των παρουσών προτάσεων.

( 126 ) Σκέψεις 178 και 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 127 ) Πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, Yuanping Changyuan Chemicals κατά Συμβουλίου (T‑310/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:295, σκέψη 129). Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe (C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 128 ) Αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (C‑13/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:780, σκέψη 56), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Transnational CompanyKazchrome και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου (C‑10/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:865, σκέψη 20), και της 16ης Απριλίου 2015, TMK Europe (C‑143/14, EU:C:2015:236, σκέψη 32).

( 129 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 130 έως 137 και 142 έως 160 του επίμαχου κανονισμού.

( 130 ) Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2019, Caviro Distillerie κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑345/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:589, σκέψη 44).

( 131 ) Βλ. πίνακα 12 του προσωρινού κανονισμού.

( 132 ) Βλ. σημείο 43 των απαντήσεων.

( 133 ) Βλ. σκέψη 302 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η έννοια του πλήρους ανταγωνισμού νοηματοδοτείται επί τη βάσει μιας ανεξάρτητης σχέσεως μεταξύ ανεξάρτητων μερών. Ως τιμή πλήρους ανταγωνισμού νοείται η τιμή που θα έπρεπε να είχε χρεωθεί μεταξύ συνδεδεμένων οντοτήτων εάν οι εν λόγω οντότητες δεν ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους.

( 134 ) Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εξέταση του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τη λήψη υπόψη των τιμών πωλήσεως εντός του ομίλου στον υπολογισμό του κόστους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, βάλλοντας κατά των σκέψεων 302 έως 311 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, ρητώς εξαιρούν τις σκέψεις 308 έως 310 της εν λόγω αποφάσεως (βλ. υποσημείωση 24 του δικογράφου της αναιρέσεως). Ως εκ τούτου, οι παρούσες προτάσεις θα εστιάσουν μόνο στις σκέψεις 302 έως 307 και 311 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 135 ) Βλ. σημείο 23 του δικογράφου της αναιρέσεως.

( 136 ) Ο καλούμενος υπολογισμός «συναλλαγή προς συναλλαγή».

( 137 ) Η Επιτροπή παραπέμπει στα σημεία 54 και 55 των γραπτών απαντήσεων στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2020.

( 138 ) Βλ. την πρώτη σειρά του πίνακα 12 του προσωρινού κανονισμού. Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι τα στοιχεία που περιέχονται στον εν λόγω πίνακα δεν αμφισβητήθηκαν από κανένα ενδιαφερόμενο μέρος ούτε από το CCCME κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

( 139 ) Σκέψεις 440 και 441 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 140 ) Σκέψεις 442 έως 447 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 141 ) Η Επιτροπή δημοσίευσε Ανακοίνωση για την κίνηση η διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων αντικειμένων χυτοσιδήρου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ινδίας (ΕΕ 2016, C 461, σ. 22) στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε από την αποστολή της ΛΔΚ στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ορίσει ή/και να επικοινωνήσει με άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς που ενδεχομένως θα ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν στην έρευνα.

( 142 ) Τρεις παραγωγοί δεν ανέφεραν εξαγωγές του επίμαχου προϊόντος στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο δείγμα.

( 143 ) Σκέψεις 434 έως 450 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 144 ) Στο μέτρο που οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Γενικό Δικαστήριο προδήλως παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αναφέρουν πάντως ποια πραγματικά περιστατικά παραμορφώθηκαν.

( 145 ) Στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι τα μέλη του CCCME είναι επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγής του επίμαχου προϊόντος, οι οποίες, αφενός, έδωσαν στην Επιτροπή πληροφορίες απαντώντας στο ερωτηματολόγιο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της ανακοίνωσης για την κίνηση της έρευνας και, αφετέρου, προσδιορίζονται στον επίδικο κανονισμό. Λόγω της ιδιότητάς τους ως άλλων συνεργαζόμενων εταιριών που κατονομάζονται στο παράρτημα αυτό, επιβάλλεται στα μέλη του CCCME δασμός αντιντάμπινγκ ειδικού ύψους, διαφορετικού από το ποσό που ισχύει για όλες τις άλλες μη κατονομαζόμενες εταιρίες στις οποίες εφαρμόζεται ο επίμαχος κανονισμός.

( 146 ) Βλ. υποσημείωση 35 των παρουσών προτάσεων.

( 147 ) Το άρθρο 6.11 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ δεν παρέχει απάντηση συναφώς, καθώς επιτρέπει στα μέρη να προσθέτουν άλλα πρόσωπα ως ενδιαφερόμενα μέρη. Το κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας, προσθέτοντας στις εταιρίες τα πρόσωπα που συνεργάστηκαν στην επιλογή του δείγματος και εκείνα που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, δεν διευκρινίζεται ρητά στον βασικό κανονισμό.

( 148 ) Όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος, υπολογίζεται ατομικός δασμός αντιντάμπινγκ ανά εταιρία. Σε άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ ίσος με τον σταθμισμένο μέσο όρο των περιθωρίων ντάμπινγκ που καθορίσθηκαν για τις εταιρίες που περιλαμβάνονται στο δείγμα (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού). Το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προβλέπει εξαίρεση από ως άνω κανόνα.

( 149 ) Βλ. σημείο 177 των παρουσών προτάσεων.

( 150 ) Βλ. σκέψεις 434 έως 436 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 151 ) Το CCCME στηρίζεται στο ότι είναι «αντιπροσωπευτική ένωση» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 11, του άρθρου 6, παράγραφος 7, του άρθρου 20, παράγραφος 1, και του άρθρου 21, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι η συγκεκριμένη ιδιότητα συνεπάγεται αυτομάτως ότι το CCCME εκπροσωπεί τα συμφέροντα όλων των παραγωγών-εξαγωγέων.

( 152 ) Σκέψη 446 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 153 ) Πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου (C‑49/88, EU:C:1991:276, σκέψεις 15 έως 17)· βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Technische Unie κατά Επιτροπής (C‑113/04 P, EU:C:2006:593, σκέψη 55), και της 1ης Οκτωβρίου 2009, Foshan Shunde Yongjian Housewares & Hardware κατά Συμβουλίου (C‑141/08 P, EU:C:2009:598, σκέψη 93).

( 154 ) Πρβλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1991, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου (C‑49/88, EU:C:1991:276, σκέψη 17), και της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP (C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 76).

( 155 ) Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι εταιρία η οποία δεν μετέσχε σε διαδικασία έρευνας αντιντάμπινγκ και δεν συνδέεται με κανέναν παραγωγό-εξαγωγέα του κράτους το οποίο αφορά η έρευνα δεν μπορεί να διεκδικεί δικαιώματα άμυνας κατά τη διάρκεια διαδικασίας στην οποία δεν μετέσχε (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Fliesen-Zentrum Deutschland,C‑687/13, EU:C:2015:573, σκέψη 73).

( 156 ) Βλ. σκέψη 440 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 157 ) Για παράδειγμα, με την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria (C‑83/14, EU:C:2015:480, σκέψη 59), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι πρόσωπο το οποίο δεν είχε θιγεί ατομικά από δυσμενή διάκριση – προσβολή υποκειμενικού δικαιώματος – μπορούσε να προσφύγει δικαστικά λόγω δυσμενούς διακρίσεως για λογαριασμό «άλλων κατοίκων της συνοικίας στην οποία [το εν λόγω πρόσωπο] ασκ[ούσε] τη δραστηριότητά [του]». Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι την προσβολή υποκειμενικού δικαιώματος μπορεί να προβάλλουν και άλλα πρόσωπα, πέραν του θιγέντος προσώπου.

( 158 ) Απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Adler Real Estate κ.λπ. (C‑546/18, EU:C:2021:711, σκέψη 59).

( 159 ) Η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 29 του βασικού κανονισμού, η οποία αναφέρεται σε μέρη που θα πρέπει να δύνανται να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους.

( 160 ) Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο βασικός κανονισμός αναγνωρίζει σε ορισμένους ενδιαφερομένους διαδικαστικά δικαιώματα και διαδικαστικές εγγυήσεις, των οποίων η άσκηση εξαρτάται, εντούτοις, από την ενεργό συμμετοχή των εν λόγω ενδιαφερομένων στην ίδια τη διαδικασία, η οποία πρέπει να συνίσταται, τουλάχιστον, στην υποβολή γραπτού αιτήματος εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Donex Shipping and Forwarding,C‑104/19, EU:C:2020:539, σκέψη 70).

( 161 ) Απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Zhejiang Jndia Pipeline Industry κατά Επιτροπής (T‑228/17, EU:T:2019:619, σκέψεις 34 έως 36).

( 162 ) Σκέψη 444 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 163 ) Βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 60), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, Aiscat κατά Επιτροπής (T‑182/10, EU:T:2013:9, σκέψη 53).

( 164 ) Απόφαση της 6ης Ιουλίου 1995, AITEC κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑447/93 έως T‑449/93, EU:T:1995:130, σκέψη 60).

( 165 ) Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη διαλαμβάνεται ότι «η Επιτροπή έκρινε ότι ο ανοιχτός φάκελος της υπόθεσης που κοινοποιήθηκε στα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του CCCME, περιείχε όλες τις πληροφορίες που ήταν σχετικές με την παρουσίαση των περιπτώσεών τους και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα. Εάν οι πληροφορίες θεωρούνταν εμπιστευτικές, στον ανοικτό φάκελο περιλαμβάνονταν κατατοπιστικές σχετικές περιλήψεις. Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένου του CCCME, είχαν πρόσβαση στον ανοικτό φάκελο και μπορούσαν να τον συμβουλευτούν. Σε ό,τι αφορά το CCCME, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, μολονότι ο φορέας εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων, τον κινεζικό κλάδο παραγωγής χυτοσιδήρου, κανένας μεμονωμένος παραγωγός-εξαγωγέας του δείγματος δεν του έχει χορηγήσει πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες του. Επομένως, η εμπιστευτική κοινοποίηση που απεστάλη στους επιμέρους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς που περιλήφθηκαν στο δείγμα δεν ήταν δυνατόν να παρασχεθεί στο CCCME».

( 166 ) Βλ. Van Bael, I. και Bellis, J.F., EU Anti-Dumping and Other Trade Defence Instruments, 6η έκδ., σημείο 8.25, σ. 409.

( 167 ) Σκέψη 450 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 168 ) Βλ. σκέψη 505 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 169 ) Σκέψη 489 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 170 ) Επί της βάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τη δεύτερη αιτίαση του δευτέρου μέρους του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

( 171 ) Η πρόσβαση στον φάκελο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος ακροάσεως, τόσο δε η πρόσβαση όσο και η υποχρέωση πληροφόρησης προστατεύονται ως μέρος των διαδικαστικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με το άρθρο 41 του Χάρτη.

( 172 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 1985 (264/82, EU:C:1985:119).

( 173 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου (C‑49/88, EU:C:1991:276, σκέψη 17).

( 174 ) Πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München (C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14). Βλ. επίσης Korkea-aho, E. και Sankari, S., «External participants v. internal interests: Principles of EU administrative law in anti-dumping investigations», European Papers – A Journal on Law and Integration, 2017, τόμος 2, σ. 560.

( 175 ) Πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1985, Timex κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (264/82, EU:C:1985:119, σκέψη 24), της 18ης Δεκεμβρίου 1997, Ajinomoto και NutraSweet κατά Συμβουλίου (T‑159/94 και T‑160/94, EU:T:1997:209, σκέψη 75), και της 11ης Ιουλίου 2013, Hangzhou Duralamp Electronics κατά Συμβουλίου (T‑459/07, EU:T:2013:369, σκέψη 115).

( 176 ) Βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2016, Jinan Meide Casting κατά Συμβουλίου (T‑424/13, EU:T:2016:378, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 177 ) Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2011, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου (T‑190/08, EU:T:2011:618, σκέψη 231).

( 178 ) Για παράδειγμα, στην απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Caviro Distillerie κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑211/16, EU:T:2018:148, σκέψη 45), προέκυψε ότι η Επιτροπή είχε στηριχθεί σε δείγμα τριών παραγωγών της Ένωσης οι οποίοι εκπροσωπούσαν περίπου το 56 % της συνολικής παραγωγής του επίμαχου προϊόντος σε επίπεδο Ένωσης.

( 179 ) Σημείο 54 του δικογράφου της αναιρέσεως.

( 180 ) Βλ. σημείο 204 των παρουσών προτάσεων.

( 181 ) Βλ. σκέψη 512 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 182 ) Υπόθεση 264/82 (EU:C:1985:119).

( 183 ) Όπ.π. (σκέψη 27).

( 184 ) Όπως επισημάνθηκε ήδη από το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 445 και 446 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 185 ) Βλ. σημεία 205 και 206 των παρουσών προτάσεων.

( 186 ) Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 (C‑569/13, EU:C:2015:572).

( 187 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Bricmate (C‑569/13, EU:C:2015:572, σκέψη 57). Βλ. επίσης προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Bricmate (C‑569/13, EU:C:2015:342, σημεία 52 και 53).

( 188 ) Σκέψη 529 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Top