Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0389

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου της 27ης Οκτωβρίου 2022.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) κατά Crédit lyonnais.
Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 – Υπολογισμός του δείκτη μόχλευσης – Μέτρο του ανοίγματος – Άρθρο 429, παράγραφος 14 – Εξαίρεση των ανοιγμάτων που πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις – Μερική άρνηση έγκρισης – Διακριτική ευχέρεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) – Προσφυγή ακυρώσεως – Πρόδηλη πλάνη εκτίμησης – Δικαστικός έλεγχος.
Υπόθεση C-389/21 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:844

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 27ης Οκτωβρίου 2022 ( 1 )

Υπόθεση C‑389/21 P

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

κατά

Crédit Lyonnais

«Αίτηση αναιρέσεως – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Υπολογισμός του δείκτη μόχλευσης – Απόφαση να μην επιτραπεί σε πιστωτικό ίδρυμα να εξαιρέσει ορισμένα ανοίγματα από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης – Άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Όρια του δικαστικού ελέγχου – Περίπλοκη τεχνική εκτίμηση – Διακριτική ευχέρεια πολιτικής φύσης»

I. Εισαγωγή

1.

«Βασιλεία III» είναι η ονομασία μια διεθνώς συμφωνηθείσας δέσμης μέτρων που ανέπτυξε η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία προς αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2009, με σκοπό την ενίσχυση της ρύθμισης, της εποπτείας και της διαχείρισης των κινδύνων των τραπεζών. Ένα από τα βασικά στοιχεία του πλαισίου της Βασιλείας III και της εφαρμογής του στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η καθιέρωση ενός «δείκτη μόχλευσης», ο οποίος υπολογίζεται ως το μέτρο κεφαλαίου μιας τράπεζας προς το μέτρο συνολικού ανοίγματός της και εκφράζεται ως ποσοστό. Ο δείκτης μόχλευσης καθιστά δυνατή την αξιολόγηση του ανοίγματος των τραπεζών στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, ο οποίος μπορεί να τις αναγκάσει να λάβουν ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό τους σχέδιο, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων του ενεργητικού, η οποία μπορεί, με τη σειρά της, να οδηγήσει σε σημαντικές ζημίες.

2.

Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) βάλλει κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2021, Crédit lyonnais κατά ΕΚΤ ( 2 ), με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή της να μη χορηγήσει στην Crédit Lyonnais πλήρη απαλλαγή από τις σχετικές με τον δείκτη μόχλευσης απαιτήσεις ως προς τα ανοίγματά της αναφορικά με ορισμένους ρυθμιζόμενους αποταμιευτικούς λογαριασμούς.

3.

Η αίτηση αναιρέσεως εγείρει ένα ζήτημα συστημικού και συνταγματικού χαρακτήρα: τα όρια του ελέγχου τον οποίο ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης κατά την εκτίμηση της νομιμότητας των διοικητικών αποφάσεων που εκδίδονται από άλλα θεσμικά όργανα, όταν τα τελευταία διαθέτουν διακριτική ευχέρεια.

4.

Λέγεται ότι, τουλάχιστον για τους νομικούς της Ένωσης, το συγκεκριμένο ζήτημα «είναι για γερά νεύρα» ( 3 ), καθώς προκαλεί σημαντικές διχογνωμίες τόσο μεταξύ των επαγγελματιών του νομικού κλάδου όσο και στους ακαδημαϊκούς κύκλους ( 4 ). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα έχει εν προκειμένω την ευκαιρία να το αποσαφηνίσει περαιτέρω. Πράγματι, μολονότι υφίσταται πλούσια (και, κατά τη γνώμη μου, γενικώς στέρεη) νομολογία επί του ζητήματος αυτού, φρονώ ότι ορισμένες βασικές έννοιες και αρχές που αφορούν τα όρια του ελέγχου χρήζουν επιπλέον διευκρινίσεων.

II. Ιστορικό

5.

Η Crédit Lyonnais είναι ανώνυμη εταιρία η οποία έχει συσταθεί κατά το γαλλικό δίκαιο και έχει λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα. Αποτελεί θυγατρική της Crédit agricole SA και, ως τέτοια, υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

6.

Στις 5 Μαΐου 2015 η Crédit Agricole ζήτησε, ιδίω ονόματι και επ’ ονόματι των οντοτήτων του ομίλου Crédit Αgricole στον οποίο ανήκει και η Crédit Lyonnais, να της επιτραπεί από την ΕΚΤ να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης τα ανοίγματα που συνίσταντο στα ποσά τα οποία συνδέονταν με ρυθμιζόμενα προϊόντα ( 5 ) και τα οποία ήταν υποχρεωμένη να μεταβιβάζει στο Caisse des dépôts et consignations (Ταμείο Καταθέσεων και Παρακαταθηκών, Γαλλία, στο εξής: CDC), γαλλικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η αίτησή της υποβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ( 6 ), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών ( 7 ).

7.

Κατά το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, ως είχε τότε, «[ο]ι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε κάποιο ίδρυμα να εξαιρεί από το μέτρο του ανοίγματος τα ανοίγματα που ικανοποιούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρόκειται για ανοίγματα σε οντότητα του δημόσιου τομέα· β) ο χειρισμός τους πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4· γ) προκύπτουν από καταθέσεις που το ίδρυμα υποχρεούται εκ του νόμου να μεταβιβάσει στην οντότητα του δημόσιου τομέα η οποία αναφέρεται στο στοιχείο α) για τους σκοπούς της χρηματοδότησης επενδύσεων δημοσίου συμφέροντος».

8.

Στις 24 Αυγούστου 2016 η ΕΚΤ εξέδωσε, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ( 8 ), καθώς και του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, την απόφαση ECB/SSM/2016-969500TJ5KRTCJQWXH05/165 (στο εξής: απόφαση του 2016) με την οποία αρνήθηκε να επιτρέψει στην Crédit Agricole να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης τα ανοίγματα έναντι του CDC που συνίσταντο στο τμήμα εκείνο των κατατεθειμένων στις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ποσών το οποίο όφειλε να μεταβιβάζει στο CDC.

9.

Η Crédit Agricole προσέβαλε την απόφαση του 2016 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο, με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018 ( 9 ), ακύρωσε την απόφαση του 2016. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ΕΚΤ, κατά την εξέταση της αιτήσεως της Crédit Agricole, υπέπεσε i) σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 και ii) σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

10.

Στις 26 Ιουλίου 2018 η Crédit Agricole ζήτησε εκ νέου, ιδίω ονόματι και επ’ ονόματι των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου Crédit Agricole μεταξύ των οποίων και η Crédit Lyonnais, να της επιτραπεί να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης τα ποσά που υποχρεούνταν να μεταβιβάζουν στο CDC.

11.

Στις 3 Μαΐου 2019 η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB‑SSM‑2019‑FRCAG‑39 (στο εξής: επίδικη απόφαση), βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού 1024/2013, καθώς και του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013. Με την επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ επέτρεψε να εξαιρεθεί από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης της Crédit Agricole και των οντοτήτων του ομίλου της το τμήμα εκείνο των κατατεθειμένων στις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ποσών το οποίο αυτές όφειλαν να μεταβιβάζουν στο CDC, με εξαίρεση την Crédit Lyonnais, ως προς την οποία η παρέκκλιση χορηγήθηκε μόνο για ποσό που αντιστοιχούσε στο 66 % των υποχρεωτικών μεταβιβάσεων.

12.

Με το σημείο 2.1 της επίδικης αποφάσεως, η ΕΚΤ έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 429, παράγραφος 14, στοιχεία αʹέως γʹ, του κανονισμού 575/2013. Εν συνεχεία, με το σημείο 2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ΕΚΤ υπενθύμισε ότι διέθετε διακριτική ευχέρεια για τη χορήγηση της απαλλαγής και υπέδειξε τη μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αιτήσεως απαλλαγής. Η εν λόγω μεθοδολογία λάμβανε υπόψη τρία στοιχεία: την πιστοληπτική ικανότητα της κεντρικής διοίκησης, τον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής και τη συγκέντρωση ανοιγμάτων. Σεκαθένα από τα ανωτέρω στοιχεία αποδιδόταν ένα ποσοστό εξαίρεσης, ώστε από τον συνδυασμό των τριών να προκύψει η συνολική απαλλαγή που θα χορηγούνταν.

13.

Όσον αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της γαλλικής κεντρικής διοίκησης, η ΕΚΤ διαπίστωσε, με το σημείο 2.2.1 της επίδικης αποφάσεως, ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένα προβλήματα προληπτικής εποπτείας. Ωστόσο, η ΕΚΤ παρατήρησε επίσης ότι η βαθμολογία που δόθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία από τους εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων δεν ήταν η υψηλότερη δυνατή και ότι η πιθανότητα αθέτησης ως προς τον διακανονισμό των πενταετών συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης τα οποία διαπραγματευόταν η Γαλλική Δημοκρατία δεν ήταν αμελητέα.

14.

Όσον αφορά τον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής, η ΕΚΤ έκρινε, με το σημείο 2.2.2 της επίδικης αποφάσεως, ότι η περίοδος προσαρμογής των θέσεων με το CDC μπορούσε να οδηγήσει ένα πιστωτικό ίδρυμα σε τέτοιες εκποιήσεις, προκειμένου αυτό να αποζημιώσει τους καταθέτες, εν αναμονή της μεταβίβασης κεφαλαίων από το CDC. Η ΕΚΤ διευκρίνισε ότι, μολονότι χρονικό διάστημα μικρότερο των πέντε ημερών συνιστούσε σχεδόν άμεση μεταβίβαση η οποία ενείχε περιορισμένο μόνον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής, το σύστημα για την προσαρμογή των θέσεων με το CDC προέβλεπε περιθώριο έως και δέκα ημερών. Η ΕΚΤ επισήμανε συναφώς ότι, κατά τις πρόσφατες τραπεζικές κρίσεις, ποσοστό 10 έως 30 % των τηρούμενων σε πιστωτικά ιδρύματα καταθέσεων είχε αποσυρθεί σε λιγότερο από πέντε ημέρες και ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις είχαν πιο ρευστό χαρακτήρα απ’ ό,τι οι λογαριασμοί ταμιευτηρίου.

15.

Όσον αφορά την αξιολόγηση της συγκέντρωσης ανοιγμάτων έναντι του CDC, η ΕΚΤ τόνισε, στο σημείο 2.2.3 της επίδικης αποφάσεως, ότι εντός του ομίλου Crédit Agricole λειτουργούσε ένας μηχανισμός αλληλεγγύης ο οποίος συνεπαγόταν έννομη υποχρέωση των συνδεδεμένων οντοτήτων να παρέχουν στήριξη υπό τη μορφή κεφαλαίου και ρευστότητας, πράγμα που δικαιολογούσε την επιλογή να αξιολογηθεί σε επίπεδο ομίλου ο κίνδυνος συγκέντρωσης για τις συνδεδεμένες οντότητες. Εντούτοις, η ΕΚΤ παρατήρησε ότι η Crédit Lyonnais δεν καλυπτόταν από τον εν λόγω μηχανισμό αλληλεγγύης και ότι, επομένως, ο κίνδυνος συγκέντρωσης έπρεπε, στην περίπτωση της συγκεκριμένης εταιρίας, να εξεταστεί σε υποενοποιημένη βάση. Δεδομένου ότι ο δείκτης των ανοιγμάτων έναντι του CDC σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια της κατηγορίας 1 της Crédit Lyonnais ανερχόταν σε 134 % το 2015 και σε 231 % το 2018, η ΕΚΤ έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος συγκέντρωσης ανοιγμάτων έναντι του CDC.

16.

Η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν συνετό, προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις που θα είχε επί του κεφαλαίου μια μαζική ανάληψη καταθέσεων, να περιληφθεί στον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης της Crédit Lyonnais ένα ποσοστό των ανοιγμάτων έναντι του CDC, το οποίο καθόρισε σε 34 %.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 12 Ιουλίου 2019, η Crédit Lyonnais άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής της, η Crédit Lyonnais προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αφορούσαν, πρώτον, παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ λόγω πλημμελούς εκτέλεσης της αποφάσεως του 2018 ( 10 ), δεύτερον, παράβαση του άρθρου 429, παράγραφος 14, και του άρθρου 400, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 575/2013 και, τρίτον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η ΕΚΤ κατά την αξιολόγηση της αιτήσεώς της.

18.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, κατά πρώτον, τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, τον οποίο χώρισε σε τρία σκέλη. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τόσο το πρώτο του σκέλος (σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλικής Δημοκρατίας) όσο και το δεύτερό του σκέλος (σχετικά με το επίπεδο συγκέντρωσης ανοιγμάτων). Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του ως άνω λόγου ακυρώσεως (σχετικά με τον κίνδυνο εκποιήσεων στοιχείου του ενεργητικού έναντι πολύ χαμηλής τιμής), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ορισμένα επιχειρήματα κρίνοντας ταυτόχρονα ότι κάποια άλλα ήταν σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού με τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονταν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως ( 11 ). Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε ως αβάσιμο τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως ( 12 ).

19.

Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα της Crédit Lyonnais (στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως) τα οποία στρέφονταν κατά της εκτιμήσεως της ΕΚΤ σχετικά με τον κίνδυνο εκποιήσεων στοιχείων του ενεργητικού έναντι πολύ χαμηλής τιμής. Το Γενικό Δικαστήριο άρχισε την ανάλυσή του επισημαίνοντας ότι, ως προς το ζήτημα αυτό, η ΕΚΤ βασίστηκε κατ’ ουσίαν σε δύο λόγους για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος όσον αφορά τα κεφάλαια που η Crédit Lyonnais ήταν υποχρεωμένη να μεταβιβάζει στο CDC: στον ρευστό χαρακτήρα των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και στην εμπειρία των πρόσφατων τραπεζικών κρίσεων. Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, το Γενικό Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της αποφάσεως του 2018, η ΕΚΤ όφειλε να διενεργήσει εξέταση λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων ( 13 ).

20.

Εντούτοις, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η ΕΚΤ παρέβη την ως άνω υποχρέωσή της για τρεις λόγους. Πρώτον, η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη ότι ως είδος οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις θεωρούνται «ασφαλής τοποθέτηση». Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι έχει αποδειχθεί ότι, κατά τη διάρκεια μιας τραπεζικής κρίσης, τα ποσά που τοποθετούνται στις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις τείνουν να αυξάνονται. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι μάλλον απίθανο οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις να συμβάλουν στη δημιουργία υπερβολικής μόχλευσης, δεδομένου ότι πρέπει να μεταβιβάζονται στο CDC και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να επενδυθούν σε επισφαλή ή μη ρευστά στοιχεία του ενεργητικού. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις απολαύουν διττής εγγύησης από το κράτος, όσον αφορά τόσο τους καταθέτες όσο και τα πιστωτικά ιδρύματα ( 14 ).

21.

Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο ρευστός χαρακτήρας των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων δεν αρκεί, αυτός καθ’ εαυτόν, για να δικαιολογήσει τα συμπεράσματα της ΕΚΤ σχετικά με το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η τράπεζα σε εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού έναντι πολύ χαμηλής τιμής εν αναμονή της μεταβίβασης κεφαλαίων από το CDC. Προς στήριξη των σχετικών συμπερασμάτων της, η ΕΚΤ είχε στηριχθεί σε ένα παράδειγμα το οποίο, κατά το Γενικό Δικαστήριο, δεν ασκούσε επιρροή, επειδή αφορούσε προϊόντα που δεν ήταν όμοια με τα επίμαχα εν προκειμένω ( 15 ).

22.

Επί της βάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι η ΕΚΤ, κατά την εκτίμηση του κινδύνου εκποιήσεων στοιχείων του ενεργητικού έναντι πολύ χαμηλής τιμής, δεν είχε λάβει υπόψη τα χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων (όπως απαιτούσε η απόφαση του 2018) και, γενικότερα, δεν είχε λάβει υπόψη το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων της συγκεκριμένης περίπτωσης, παραβιάζοντας κατά τον τρόπο αυτό την αρχή της χρηστής διοίκησης. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση κατά το μέρος που δεν επιτράπηκε στην Crédit Lyonnais να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσής της ποσοστό 34 % των ανοιγμάτων της έναντι του CDC και καταδίκασε την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

23.

Με την αναίρεση που άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 24 Ιουνίου 2021, η ΕΚΤ ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να καταδικάσει την Crédit Lyonnais στα δικαστικά έξοδα. Με το υπόμνημα που κατέθεσε επί της αιτήσεως αναιρέσεως στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, η Crédit Lyonnais ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

24.

Στις 23 Νοεμβρίου 2021 η ΕΚΤ κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως και στις 17 Ιανουαρίου 2022 η Crédit Lyonnais κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως. Η ΕΚΤ και η Crédit Lyonnais ανέπτυξαν επίσης προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία διεξήχθη στις 15 Ιουνίου 2022.

V. Εκτίμηση

25.

Η ΕΚΤ προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Οι λόγοι αυτοί αφορούν: τα όρια του ελέγχου τον οποίο άσκησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως (υπό Α), την επάρκεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (υπό B), την προβαλλόμενη παραμόρφωση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του περιεχομένου της επίδικης αποφάσεως και των στοιχείων που υποβλήθηκαν ενώπιόν του (υπό Γ), καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 94, και του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 (υπό Δ).

26.

Οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν κατά κύριο λόγο στον πρώτο λόγο αναιρέσεως, επειδή όχι μόνον εγείρει το ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας, αλλά, όπως προαναφέρθηκε στην εισαγωγή, έχει επίσης συστημική και συνταγματική σημασία. Αντιθέτως, ο δεύτερος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως φαίνονται μάλλον «παρεπόμενοι» σε σχέση με τον πρώτο λόγο, στον βαθμό που επικρίνουν, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο άσκησε τον έλεγχό του επί της επίδικης αποφάσεως καθώς και την ένταση του ελέγχου αυτού. Επομένως, οι τρεις επόμενοι λόγοι αναιρέσεως αλληλεπικαλύπτονται, σε μεγάλο βαθμό, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Κατά συνέπεια, εφόσον, κατά τη γνώμη μου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, θα εξετάσω τους τρεις αυτούς λόγους πιο συνοπτικά.

Α. Τα όρια του δικαστικού ελέγχου (πρώτος λόγος αναιρέσεως)

1.   Τα επιχειρήματα των διαδίκων

27.

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η ΕΚΤ προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου, όπως αυτά προκύπτουν από πάγια νομολογία. Κατά την ΕΚΤ, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε μια ex novo εκτίμηση της κατάστασης, παραβλέποντας τη διακριτική ευχέρεια που της έχει απονείμει ο νομοθέτης στον τομέα της προληπτικής εποπτείας.

28.

Ειδικότερα, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε δική του εκτίμηση των χαρακτηριστικών των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, η οποία διέφερε από εκείνη της ΕΚΤ. Επιπλέον, η εκτίμησή του στηρίχθηκε σε εσφαλμένη αξιολόγηση τόσο της επίδικης αποφάσεως όσο και της όλης πραγματικής κατάστασης. Η ΕΚΤ παρατηρεί επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων, το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει να διαθέτει κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως, με συνέπεια οι πράξεις που εκδίδει να υπόκεινται σε περιορισμένο δικαστικό έλεγχο. Ο δικαστής της Ένωσης δεν επιτρέπεται να υποκαθιστά το αρμόδιο θεσμικό όργανο στην εκτίμηση περίπλοκων πραγματικών περιστατικών.

29.

Επιπλέον, η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 της παρείχε ρητώς διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη δυνατότητα εξαίρεσης ορισμένων ανοιγμάτων από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης. Η ύπαρξη τέτοιας διακριτικής ευχέρειας σήμαινε επίσης, κατά την ΕΚΤ, ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να επιδείξει κάποια φειδώ κατά τον έλεγχό του. Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, υποβάλλοντας την επίδικη απόφαση σε έναν όλως παρεμβατικό έλεγχο, στέρησε σε μεγάλο βαθμό από την ΕΚΤ τη διακριτική της ευχέρεια.

30.

Από την πλευρά της, η Crédit Lyonnais υποστηρίζει ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραμένοντας εντός των ορίων του επιτρεπτού δικαστικού ελέγχου. Κατά την Crédit Lyonnais, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ΕΚΤ δεν είχε λάβει υπόψη ορισμένα κρίσιμα για την ανάλυση στοιχεία και ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με την επίδικη απόφαση δεν τεκμηριώνονταν από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υποβληθεί ενώπιόν του.

31.

Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε –ορθώς κατά την Crédit Lyonnais– ότι η ΕΚΤ όφειλε να έχει λάβει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση έντασης ή κρίσης, οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις θεωρούνται γενικώς ως «ασφαλής τοποθέτηση» λόγω της ύπαρξης διττής κρατικής εγγύησης. Το εν λόγω χαρακτηριστικό γνώρισμα των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων δεν αμφισβητήθηκε από την ΕΚΤ ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε –και πάλι ορθώς κατά την Crédit Lyonnais– ότι το παράδειγμα σχετικά με τους κινδύνους που ανακύπτουν σε περίπτωση μαζικών αναλήψεων (bank run) δεν ήταν ικανό να θεμελιώσει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η ΕΚΤ, δεδομένου ότι αφορούσε άλλο είδος λογαριασμών.

2.   Ανάλυση

32.

Για την καλύτερη δυνατή εξέταση των ζητημάτων που εγείρονται στο πλαίσιο του παρόντος λόγου αναιρέσεως, θεωρώ σκόπιμο να εκθέσω κατ’ αρχάς το κρίσιμο νομικό πλαίσιο. Προς τούτο, υπό τη μορφή προκαταρκτικών παρατηρήσεων, θα υπενθυμίσω εν συντομία ορισμένες βασικές αρχές του θεσμικού συστήματος της Ένωσης οι οποίες είναι κρίσιμες στην υπό κρίση υπόθεση (α) και, εν συνεχεία, θα εκθέσω τον ρόλο και τις εξουσίες της ΕΚΤ στον τομέα της προληπτικής εποπτείας (β). Κατόπιν, θα αναλύσω τις βασικές αρχές και έννοιες οι οποίες διέπουν τα όρια του δικαστικού ελέγχου που ασκείται σε τομείς υποκείμενους στον λεγόμενο «ακροθιγή έλεγχο» (γ). Τέλος, με γνώμονα τις ως άνω αρχές, θα αξιολογήσω τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι (δ).

α)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις (Ι): το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης

33.

Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κάθε θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει να «δρα εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που του ανατίθενται από τις Συνθήκες, σύμφωνα με τις διαδικασίες, τους όρους και τους σκοπούς τους οποίους προβλέπουν» ( 16 ). Η εν λόγω διάταξη, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, «εκφράζει την αρχή της θεσμικής ισορροπίας, χαρακτηριστικό της θεσμικής δομής της Ένωσης, η οποία σημαίνει ότι κάθε θεσμικό όργανο ασκεί τις αρμοδιότητές του σεβόμενο τις αρμοδιότητες των υπολοίπων» ( 17 ).

34.

Η ΕΚΤ συμμετέχει, μαζί με τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), του οποίου πρωταρχικός σκοπός είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Υπό την επιφύλαξη του σκοπού αυτού, το ΕΣΚΤ στηρίζει επίσης τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, προκειμένου να συμβάλει στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης ( 18 ). Προς τούτο, το άρθρο 132 ΣΛΕΕ και το άρθρο 34 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ απονέμουν στην ΕΚΤ την εξουσία να «λαμβάνει», μεταξύ άλλων, «αποφάσεις αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο ΕΣΚΤ από τις Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ».

35.

Οι αποφάσεις της ΕΚΤ, όπως και κάθε άλλη πράξη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τεκμαίρονται κατ’ αρχήν νόμιμες και, ως εκ τούτου, παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως έλλειψης νομιμότητας ( 19 ). Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι, δυνάμει του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 35 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, αρμόδιο να «ελέγχει τη νομιμότητα» των αποφάσεων της ΕΚΤ.

β)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις (II): η ΕΚΤ και η προληπτική εποπτεία

36.

Ένα από τα βασικά καθήκοντα που ανατίθενται στο ΕΣΚΤ συνίσταται στην άσκηση «προληπτικής εποπτείας» ( 20 ), η οποία έγκειται –σε γενικές γραμμές– στην επιτήρηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του, προκειμένου να προλαμβάνονται ή να περιορίζονται οι κίνδυνοι που απειλούν τη σταθερότητά του, και στην εποπτεία των επιμέρους χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να διασφαλίζονται η χρηματοπιστωτική σταθερότητά τους και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των επενδυτών και των καταθετών. Στο πλαίσιο αυτό, με τον κανονισμό 1024/2013 ανατέθηκαν στην ΕΚΤ ορισμένα ειδικά καθήκοντα, όπως η εξουσία να διασφαλίζει συμμόρφωση με τις πράξεις διά των οποίων επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στον τομέα, μεταξύ άλλων, της μόχλευσης ( 21 ).

37.

Άλλη θεμελιώδης ρύθμιση από την άποψη αυτή είναι ο κανονισμός 575/2013, ο οποίος αποσκοπεί στην ενίσχυση των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Ένωσης. Τούτο επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με την επιβολή στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της υποχρέωσης να διατηρούν επαρκή κεφάλαια, ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ρευστότητα, προκειμένου να εξασφαλίζεται η χρηματοοικονομική ευρωστία τους. Απώτερος σκοπός είναι να ενισχυθεί η ευρωστία και η ανθεκτικότητά τους σε περιόδους οικονομικής πίεσης ( 22 ).

38.

Ειδικότερα, σκοπός του κανονισμού 575/2013 είναι να αποτρέψει το ενδεχόμενο υπερβολικής συσσώρευσης ανοιγμάτων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά τους (στο εξής: μόχλευση) ( 23 ). Πράγματι, η υπερβολική μόχλευση ενδέχεται να καταστήσει πιο ευάλωτα, δεδομένου ότι ενέχει τον κίνδυνο να χρειαστεί να λάβουν ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό τους, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού τους ( 24 ).

39.

Για τον λόγο αυτό, ο κανονισμός 575/2013 προβλέπει δεσμευτικό δείκτη μόχλευσης, εμποδίζοντας τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν ένα πολύ σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους με χρέη. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού αυτού, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είχε δικαίωμα να ζητήσει από τις αρχές να του επιτραπεί να εξαιρέσει από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης ορισμένα ανοίγματα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ως άνω διάταξη ( 25 ).

40.

Εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η ΕΚΤ διέθετε διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τέτοιες αιτήσεις. Πράγματι, όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο, το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 προέβλεπε ότι οι «αρμόδιες αρχές δύνανται να επιτρέπουν σε κάποιο ίδρυμα να εξαιρεί […]» ( 26 ). Για τον λόγο αυτό, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, θα εξετάσω τώρα την έκταση του δικαστικού ελέγχου που πρέπει να ασκεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αμφισβητείται η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης για την έκδοση της οποίας το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης διαθέτει διακριτική ευχέρεια.

γ)   Βασικές αρχές και έννοιες του δικαστικού ελέγχου

41.

Το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καθορίζει το περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου τον οποίο ασκεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση αμφισβήτησης της νομιμότητας πράξεως της Ένωσης: η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί «λόγω αναρμοδιότητος, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβάσεως των Συνθηκών ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή [τους] ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας».

42.

Οι Συνθήκες σιωπούν όμως ως προς τα όρια του δικαστικού ελέγχου τον οποίο πρέπει να ασκεί ο δικαστής της Ένωσης. Η έννοια των «ορίων του ελέγχου» αναφέρεται, γενικώς, στην ένταση του ελέγχου τον οποίο δύνανται να ασκήσουν τα δικαστήρια στο πλαίσιο της εξέτασης νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων. Υπό διαφορετική οπτική γωνία, τα όρια του ελέγχου αντιστοιχούν στον βαθμό στον οποίο τα δικαστήρια δεσμεύονται από την εκτίμηση των οργάνων που εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες πράξεις. Προφανώς, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση του ελέγχου, τόσο χαμηλότερος είναι ο βαθμός δέσμευσης του δικαστή από την εκτίμηση του οργάνου και αντιστρόφως.

43.

Ως προς το ζήτημα αυτό, δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο του ενωσιακού συστήματος, η ένταση του δικαστικού ελέγχου είναι η υψηλότερη δυνατή ( 27 ) όσον αφορά, πρώτον, τη διαπίστωση των «απλών» (ή «βασικών») πραγματικών περιστατικών. Ένα πραγματικό περιστατικό είναι είτε αληθές είτε ψευδές και οποιοδήποτε σχετικό σφάλμα υπόκειται σε πλήρη έλεγχο από τον δικαστή της Ένωσης ( 28 ). Αφετέρου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πλην του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδέχεται να διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης, αλλά όχι κατά την ερμηνεία τους. Πράγματι, μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την εξουσία του «ius dicere» (να δικαιοδοτεί), ως ο υπέρτατος ερμηνευτής του δικαίου της Ένωσης ( 29 ).

44.

Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, η εκτίμηση των λοιπών θεσμικών οργάνων της Ένωσης παραμένει σε κάποιον βαθμό ανέλεγκτη από τον δικαστή όταν αυτά διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Στο πλαίσιο αυτό, ορίζω τη διακριτική ευχέρεια ως το περιθώριο ελιγμών που αναγνωρίζει (ρητώς ή σιωπηρώς) το πρωτογενές ή το παράγωγο δίκαιο της Ένωσης στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, όσον αφορά την επιλογή μεταξύ διαφόρων νόμιμων ενεργειών κατά την εφαρμογή ορισμένου κανόνα προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού.

45.

Εξ όσων γνωρίζω, σε κάθε έννομη τάξη υφίσταται κάποια μορφή δικαστικού αυτοπεριορισμού («judicial restraint») έναντι της Διοίκησης στις περιπτώσεις που η δεύτερη διαθέτει διακριτική ευχέρεια ( 30 ). Δεν μπορώ να σκεφτώ έννομη τάξη που θα μπορούσε να λειτουργήσει ορθά –τουλάχιστον από την άποψη των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών, οι οποίες στηρίζονται σε αρχές όπως η διάκριση των εξουσιών και η θεσμική ισορροπία– αν η δικαστική εξουσία είχε το δικαίωμα να εξαφανίζει και να αντικαθιστά κάθε απόφαση της Διοίκησης για οποιονδήποτε λόγο.

46.

Επιστρέφοντας στο ενωσιακό σύστημα, θεωρώ ότι, γενικώς, μπορεί να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε δύο ευρείες κατηγορίες διακριτικής ευχέρειας.

1) Κατηγορίες διακριτικής ευχέρειας

47.

Πρώτον, ορισμένες ενωσιακές διατάξεις αναγνωρίζουν ρητώς σε θεσμικά όργανα της Ένωσης κάποια ευελιξία για να επιλέξουν αν και/ή πώς θα δράσουν υπό ορισμένες περιστάσεις, βάσει εκτιμήσεων σχετικών με την πολιτική που επιθυμούν να ακολουθήσουν. Θα αναφέρω δύο ενδεικτικά παραδείγματα. Σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δύναται να κηρύσσει ορισμένες κρατικές ενισχύσεις συμβατές με την εσωτερική αγορά, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν τούτο προβλέπεται από απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, το Συμβούλιο μπορεί να λαμβάνει περιοριστικά μέτρα έναντι φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή μη κρατικών οντοτήτων. Βάσει αμφότερων των ανωτέρω διατάξεων, αναγνωρίζεται στο αρμόδιο θεσμικό όργανο η ευχέρεια να αποφασίσει ποιος είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος δράσης, βάσει λόγων σχετικών με την πολιτική που επιθυμούν να ακολουθήσουν. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας «πολιτικής φύσης» ( 31 ).

48.

Δεύτερον, υπάρχουν καταστάσεις –θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περιπτώσεις «διακριτικής ευχέρειας τεχνικής φύσης» ( 32 )– στις οποίες επειδή οι σχετικές διατάξεις της Ένωσης απαιτούν να πραγματοποιηθεί μια περίπλοκη τεχνικού χαρακτήρα (επί παραδείγματι, οικονομικού ή επιστημονικού χαρακτήρα) εκτίμηση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μια δεδομένη κατάσταση καλύπτεται από συγκεκριμένη (και σχετικά αόριστη) νομική έννοια, υφίσταται περιθώριο ελιγμών των οικείων θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Για παράδειγμα, είναι μια δεδομένη περίπτωση ενίσχυσης συμβατή με την εσωτερική αγορά διότι «ανταποκρίν[εται] στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών» κατά την έννοια του άρθρου 93 ΣΛΕΕ; Συνεπάγεται ένα συγκεκριμένο σύνολο περιστάσεων «κίνδυν[ο] υπερβολικού ελλείμματος» σε κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 126, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ;

49.

Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία διακριτικής ευχέρειας, δράττομαι της ευκαιρίας για να διευκρινίσω μια έννοια. Κατά τη γνώμη μου, μια εκτίμηση δεν είναι «περίπλοκη» για τον λόγο και μόνον ότι η διαπίστωση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών δεν είναι απλή, αλλά, αντιθέτως, επειδή απαιτεί μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία η οποία επιπλέον προϋποθέτει την αξιοποίηση ειδικών γνώσεων. Πράγματι, θα ήταν παράδοξο να γίνει δεκτό ότι τα δικαστήρια μπορούν να μην παρέχουν αποτελεσματική δικαστική προστασία στους πολίτες κάθε φορά που μια υπόθεση δεν είναι ξεκάθαρη από απόψεως πραγματικών περιστατικών ( 33 ). Η περιπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί δικαιολογία για αδράνεια ή για επιφανειακή μόνο εξέταση εκ μέρους των δικαστών.

50.

Κατά τη γνώμη μου, «περίπλοκη» είναι η εκτίμηση στην οποία το κρίσιμο πραγματικό πλαίσιο δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αντικειμενικά ή με απόλυτη βεβαιότητα ( 34 ), εφόσον συνετά και επαρκώς ενημερωμένα πρόσωπα θα μπορούσαν, τουλάχιστον σε ορισμένο βαθμό, να διαφωνήσουν επί του αποτελέσματος της διερεύνησης των πραγματικών περιστατικών ή επί του νομικού χαρακτηρισμού τους ( 35 ). Τούτο μπορεί να συμβαίνει όταν το θεσμικό όργανο υποχρεούται, επί παραδείγματι, να χρησιμοποιήσει ορισμένα πρότυπα (μοντέλα) ή υποθέσεις προκειμένου να συναγάγει, από ένα σύνολο απλών πραγματικών περιστατικών, ορισμένα περίπλοκα πραγματικά περιστατικά ( 36 ), ή να προβεί σε ορισμένες αξιολογικές κρίσεις προκειμένου να δώσει νομικό χαρακτηρισμό στα πραγματικά περιστατικά και/ή να καθορίσει τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτά ( 37 ).

51.

Η αναγνώριση ενός πεδίου ανέλεγκτης εκτίμησης των θεσμικών οργάνων χρονολογείται ήδη από τις απαρχές της λειτουργίας του Δικαστηρίου ( 38 ). Ειδικότερα, με την εμβληματική απόφαση Meroni, το Δικαστήριο προέβη κατ’ ουσίαν στη διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών διακριτικής ευχέρειας ( 39 ).

52.

Είναι, πάντως, αλήθεια ότι η διάκριση αυτή δεν είναι πάντοτε ευχερής. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η χρήση εντελώς γενικών και αόριστων εννοιών από τον νομοθέτη ισοδυναμεί, στην πράξη, με σιωπηρή εξουσιοδότηση προς τα θεσμικά όργανα να προβαίνουν σε ορισμένες επιλογές ως προς την πολιτική που επιθυμούν να ακολουθήσουν. Εντούτοις, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, καταλήγω ότι μεταξύ των δύο κατηγοριών υφίσταται εννοιολογική διαφορά. Κατά κανόνα, θα έλεγα ότι η διακριτική ευχέρεια τεχνικής φύσης αφορά κυρίως τη γνωσιακή διαδικασία του οργάνου που λαμβάνει την απόφαση, ενώ η διακριτική ευχέρεια πολιτικής φύσης αφορά πρωτίστως μια πράξη η οποία συνιστά εκδήλωση της βούλησής του ( 40 ).

53.

Το σημαντικό όμως για την υπό κρίση υπόθεση είναι ότι ο δικαστής της Ένωσης υιοθέτησε σχετικά παρεμφερή προσέγγιση όσον αφορά τα όρια του δικαστικού ελέγχου σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Τα όρια αυτά οδηγούν σε αυτό που συχνά αποκαλείται «ακροθιγής έλεγχος». Δύο νομολογιακές γραμμές είναι ιδιαιτέρως κρίσιμες συναφώς.

2) Ο ακροθιγής έλεγχος (ή έλεγχοι) και οι περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης

54.

Αφενός, κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης σχετικώς ευρεία διακριτική ευχέρεια στους τομείς στους οποίους η δράση τους συνεπάγεται επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσης καθώς και όταν καλούνται να προβούν σε σταθμίσεις σχετικές με την πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί. Στις περιπτώσεις αυτές, τα ληφθέντα μέτρα μπορούν να προσβληθούν μόνον αν είναι προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο όργανο ( 41 ).

55.

Αφετέρου, σε περίπτωση περίπλοκων εκτιμήσεων τεχνικής φύσης, το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι ο δικαστικός έλεγχος «περιορίζεται […] στη διακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών και καταχρήσεως εξουσίας» ( 42 ). Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επίσης επ’ αυτού ότι η ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας σε ζητήματα τεχνικής φύσης δεν σημαίνει ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν πρέπει να υπεισέρχονται καθόλου σε έλεγχο της εκτίμησης των τεχνικών ζητημάτων από τα θεσμικά όργανα. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, «ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά» ( 43 ).

56.

Οι ως άνω δύο νομολογιακές γραμμές, παρά μια κάποια διαφορά στη διατύπωση –στη σημασία της οποίας θα επανέλθω παρακάτω ( 44 )– έχουν ένα σημαντικό κοινό στοιχείο. Όσον αφορά την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να καταλογίσει πλημμέλεια στο θεσμικό όργανο μόνο σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης.

57.

Τούτου λεχθέντος, θα ήθελα να προσθέσω ότι φρονώ ότι ο όρος «πρόδηλη» είναι ενδεχομένως ατυχής στο πλαίσιο αυτό. Πράγματι, ο όρος αυτός θα μπορούσε να εκληφθεί υπό την έννοια ότι μια πλάνη που δεν είναι αρκούντως προφανής δεν καταλογίζεται από τον δικαστή της Ένωσης ( 45 ). Κατά τη γνώμη μου, αυτή θα ήταν μια εσφαλμένη ερμηνεία του όρου. Μια τέτοια προσέγγιση όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο δεν συνάδει, πρωτίστως, με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο επ’ ουδενί περιορίζει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής μόνο στις περιπτώσεις κατάφωρης προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών.

58.

Θεωρώ ότι ο όρος «πρόδηλη» πρέπει, αντιθέτως, να γίνεται αντιληπτός σε σχέση με την υποχρέωση του προσφεύγοντος να αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ( 46 ) ότι η ανάλυση στην οποία προέβη το επίμαχο θεσμικό όργανο δεν ήταν εύλογη ή ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε δεν ήταν πειστικά ( 47 ). Όπως αναφέρθηκε στο σημείο 43 των παρουσών προτάσεων, τουλάχιστον από θεωρητικής απόψεως, η πλάνη στην οποία υπέπεσε ένα θεσμικό όργανο κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών ή την ερμηνεία του δικαίου αποτελεί μια κατάσταση «δυοίν θάτερον» (ήτοι, είναι είτε ορθή είτε εσφαλμένη). Αντιθέτως, όταν το αρμόδιο θεσμικό όργανο διαθέτει ορισμένη διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο εφαρμογής κάποιου κανόνα, υφίσταται ένα (ευρύτερο ή στενότερο αναλόγως των περιστάσεων) φάσμα επιλογών από τις οποίες μπορεί νομίμως να επιλέξει. Ως εκ τούτου, πλάνη εκτιμήσεως υφίσταται μόνον όταν η επιλογή του θεσμικού οργάνου βρίσκεται εκτός του φάσματος των επιτρεπόμενων εφαρμογών του νόμου.

59.

Οι ως άνω σκέψεις με οδηγούν στο επόμενο σημείο που θα ήθελα να θίξω.

3) Όχι έλεγχος ex novo

60.

Δυνάμει των άρθρων 263, 267 και 277 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης «ελέγχει τη νομιμότητα» των πράξεων της Ένωσης, όπερ σημαίνει έλεγχο του αν είναι σύννομες και όχι της σκοπιμότητάς τους. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης περιορίζεται να ελέγξει αν η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με τους σχετικούς διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες, εξετάζοντας τους λόγους τους οποίους προβάλλει εκείνος που την προσβάλλει, καθώς και τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία ( 48 ).

61.

Οι δικαστές δεν εξετάζουν εκ νέου την υπόθεση στο σύνολό της προκειμένου να κρίνουν ποιος θα ήταν, κατ’ αυτούς, ο καλύτερος τρόπος να δράσει το θεσμικό όργανο υπό τις δεδομένες περιστάσεις. Πέραν του ότι οι ένδικες διαδικασίες δεν ενδείκνυνται για τη διενέργεια οποιασδήποτε μορφής ελέγχου ex novo ( 49 ), ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι υφίσταται και ένας συνταγματικού χαρακτήρα λόγος που δεν συνηγορεί υπέρ του πλήρους δικαστικού ελέγχου των επιλογών στις οποίες έχει προβεί η Διοίκηση ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η εξουσία επιλογής έχει ρητώς ανατεθεί σε θεσμικό όργανο διαφορετικό από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 50 ). Μια υπερβολικά παρεμβατική μορφή δικαστικού ελέγχου θα έθιγε τη διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, και, κατά συνέπεια, θα προσέκρουε στην αρχή της δοτής αρμοδιότητας και θα διατάρασσε τη θεσμική ισορροπία ( 51 ).

62.

Επομένως, όπως εύστοχα επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott, προκειμένου να διαπιστωθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεν αρκεί μόνον το ότι η κρίση των δικαστών διαφέρει από την άποψη του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη η οποία υποβάλλεται σε έλεγχο. Πράγματι, όταν τα πραγματικά περιστατικά και το αποδεικτικό υλικό παρέχουν ευλόγως τη δυνατότητα ποικίλων εκτιμήσεων, δεν μπορεί να επικρίνεται από απόψεως εφαρμογής δικαίου το ότι το θεσμικό όργανο επέλεξε μία από αυτές, έστω κι αν αυτή δεν είναι η προτιμητέα από τον δικαστή της Ένωσης. Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως υφίσταται μόνον όταν τα συμπεράσματα τα οποία συνήγαγε το θεσμικό όργανο δεν ευσταθούν λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών και του αποδεικτικού υλικού. Ήτοι, όταν, παρά τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το θεσμικό όργανο, δεν διαγιγνώσκεται καμία λογική βάση για αυτά ( 52 ).

4) Καθορισμός των συγκεκριμένων ορίων σε κάθε περίπτωση

63.

Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο καθορισμός σε κάθε περίπτωση των επακριβών ορίων της επιτρεπτής διακριτικής ευχέρειας ενός θεσμικού οργάνου –και, κατά συνέπεια, της έντασης του δικαστικού ελέγχου– ενδέχεται ενίοτε να είναι δύσκολο εγχείρημα. Το περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει ένα θεσμικό όργανο για να λάβει συγκεκριμένη απόφαση διαφέρει προφανώς από τη μία περίπτωση στην άλλη, αναλόγως διαφόρων μεταβλητών. Οι σημαντικότερες από τις μεταβλητές αυτές είναι, κατά τη γνώμη μου, οι ακόλουθες.

64.

Πρώτον, οι δύο νομολογιακές γραμμές που μνημονεύθηκαν στα σημεία 54 και 55 των παρουσών προτάσεων υποδηλώνουν ότι στα θεσμικά όργανα παρέχεται μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια όταν ενεργούν ως νομοθέτης, από ό,τι όταν ενεργούν ως Διοίκηση ( 53 ). Όπως ορθώς υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας P. Léger στην υπόθεση Rica Foods, κατά την έκδοση πράξεων γενικής ισχύος, τα θεσμικά όργανα «πρέπει γενικά να συμβιβάζουν διιστάμενα συμφέροντα και να καταλήγουν σε λύσεις στο πλαίσιο πολιτικών επιλογών που υπάγονται στις ευθύνες τους. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια “πολιτικής” φύσεως αντιστοιχεί προς τις πολιτικές ευθύνες τις οποίες αναθέτει στα [θεσμικά] όργανα μια [διάταξη της Ένωσης]» ( 54 ).

65.

Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, ΣΕΕ, «[η] λειτουργία της Ένωσης θεμελιώνεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία» ( 55 ). Επομένως, δεν είναι έργο του δικαστή της Ένωσης να αμφισβητεί τις πολιτικού χαρακτήρα επιλογές των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τα οποία, λόγω της δημοκρατικής νομιμοποίησής τους, διαθέτουν την εξουσία έκδοσης νομοθετικών πράξεων. Αντιθέτως, όταν μια πράξη είναι κατά κύριο λόγο εκτελεστικού χαρακτήρα και προορίζεται να αναπτύξει τα αποτελέσματά της μόνον έναντι ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων προσώπων, τότε παρίσταται μεγαλύτερη ανάγκη τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να προστατεύσουν τα δικαιώματα των εν λόγω προσώπων από ενδεχομένως παράνομη δράση της Διοίκησης.

66.

Δεύτερον, από την ίδια νομολογία συνάγεται επίσης ότι η διακριτική ευχέρεια πολιτικής φύσης πρέπει γενικώς να συνεπάγεται μεγαλύτερη ευελιξία για το οικείο θεσμικό όργανο ( 56 ). Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για ένα επίσης εύλογο συμπέρασμα. Πράγματι, σε περίπτωση διακριτικής ευχέρειας πολιτικής φύσης, αναγνωρίζεται ρητώς στο θεσμικό όργανο η εξουσία να επιλέγει μεταξύ διαφόρων λύσεων, εκ των οποίων όλες είναι νόμιμες, βάσει της δικής του εκτιμήσεως των κρίσιμων περιστάσεων. Αντιθέτως, η διακριτική ευχέρεια τεχνικής φύσης είναι εν γένει στενότερη, στον βαθμό που αποτελεί απλώς την (εκούσια ή ακούσια) συνέπεια του γεγονότος ότι ένα θεσμικό όργανο υποχρεούται, για τους σκοπούς της εφαρμογής του νόμου, να εκτιμά περίπλοκες καταστάσεις στις οποίες ορισμένα κρίσιμα στοιχεία είναι εγγενώς αβέβαια, υποθετικά ή υποκειμενικά ( 57 ). Επιπλέον, παρατηρώ ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας πολιτικής φύσης προϋποθέτει επίσης την άσκηση ορισμένου βαθμού διακριτικής ευχέρειας τεχνικής φύσης ( 58 ), όμως το αντίστροφο δεν ισχύει (κατ’ ανάγκην) ( 59 ).

67.

Τρίτον, και σημαντικότερο, η διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης εξαρτάται ιδίως από το γράμμα και τον σκοπό των σχετικών διατάξεων. Πράγματι, ο νομοθέτης (συνταγματικός ή κοινός) της Ένωσης είναι εκείνος που, με τη θέσπιση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, αναθέτει ορισμένες εξουσίες στα θεσμικά όργανα και καθορίζει τα όρια εντός των οποίων μπορούν να τις ασκούν ( 60 ).

68.

Από μια σύντομη επισκόπηση διαφόρων διατάξεων της Ένωσης προκύπτουν οι εντελώς διαφορετικές επιλογές που έχει κάνει ο νομοθέτης της Ένωσης συναφώς. Όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια πολιτικής φύσης, οι διατάξεις ενίοτε απονέμουν στο αρμόδιο θεσμικό όργανο ανεπιφύλακτη διακριτική ευχέρεια ( 61 ), ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, η διακριτική ευχέρεια υπόκειται σε περιορισμούς διαφόρων βαθμών, μέσω της πρόβλεψης των στοιχείων που το θεσμικό όργανο πρέπει να λαμβάνει υπόψη ( 62 ). Όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια τεχνικής φύσης, η ευελιξία την οποία διαθέτει το θεσμικό όργανο εξαρτάται πιο συγκεκριμένα, αφενός, από την περιπλοκότητα της κατάστασης που πρέπει να διερευνηθεί ή να αξιολογηθεί και, αφετέρου, από το πόσο αφηρημένη ή ευρεία είναι η νομική έννοια στην οποία πρέπει να γίνει η υπαγωγή της κατάστασης αυτής. Και πάλι, οι δύο πτυχές ενδέχεται να διαφοροποιούνται σημαντικά. Επί παραδείγματι, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ( 63 ) ότι οι αναλύσεις των μελλοντικών προοπτικών ( 64 ) είναι ως εκ της φύσης τους διαφορετικές από τις εκτιμήσεις γεγονότων του παρελθόντος ή του παρόντος ( 65 ). Επιπλέον, το έργο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών μπορεί να απαιτεί εκτίμηση εμπειρικής ως επί το πλείστον φύσης ( 66 ) ή ακόμη ορισμένες αξιολογικές κρίσεις ( 67 ).

69.

Τέταρτον, η ένταση του ελέγχου της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας πρέπει επίσης να εξαρτάται από τη φύση και τον βαθμό επέμβασης στο δικαίωμα το οποίο επικαλείται ο προσφεύγων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Digital Rights Ireland, «οσάκις πρόκειται για επεμβάσεις σε θεμελιώδη δικαιώματα, η έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως του [οικείου θεσμικού οργάνου της Ένωσης] μπορεί να περιορίζεται από ορισμένα στοιχεία μεταξύ των οποίων είναι […] η φύση του συγκεκριμένου δικαιώματος που κατοχυρώνει ο Χάρτης, η φύση και η σοβαρότητα της επεμβάσεως, καθώς και ο επιδιωκόμενος από αυτήν σκοπός». Σοβαρές επεμβάσεις σε κρίσιμες πτυχές των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγονται ότι «η εξουσία εκτιμήσεως του [θεσμικού οργάνου] είναι περιορισμένη, οπότε επιβάλλεται η διενέργεια ενός αυστηρού ελέγχου» ( 68 ).

70.

Τέλος, αξίζει οπωσδήποτε να επισημανθεί ότι το νομικό και πραγματικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοση μιας πράξεως μπορεί επίσης να επηρεάσει τη διακριτική ευχέρεια που διαθέτει το οικείο θεσμικό όργανο και, κατά συνέπεια, τον έλεγχο, εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης, του τρόπου με τον οποίο ασκήθηκε στην πράξη η διακριτική ευχέρεια.

71.

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, μπορώ να αναφέρω, ιδίως, την αρχή της προφύλαξης στον τομέα της δημόσιας υγείας ή της προστασίας του περιβάλλοντος ( 69 ), ή την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού ( 70 ). Κατά τη γνώμη μου, η εφαρμογή των εν λόγω αρχών θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συνηγορεί υπέρ της δράσης ή της αδράνειας, ή να παρέχει μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών στο οικείο θεσμικό όργανο για συγκεκριμένο είδος επέμβασης απ’ ό,τι για άλλο.

72.

Όσον αφορά τη δεύτερη πτυχή, είναι απολύτως εύλογο ότι ο τρόπος με τον οποίο τα θεσμικά όργανα κάνουν χρήση της διακριτικής τους ευχέρειας επηρεάζεται από τις συνθήκες που επικρατούν κατά τον χρόνο εκδόσεως των πράξεών τους. Για παράδειγμα, το τοπίο όσον αφορά τις επιλογές που πρέπει να γίνουν στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης μπορεί να έχει αλλάξει αιφνιδίως και άρδην από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, ημερομηνία κατά την οποία η Ρωσική Ομοσπονδία εισέβαλε στην Ουκρανία.

73.

Οι ως άνω διαπιστώσεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο δικαστικός έλεγχος δεν έχει ενιαία και συγκεκριμένη ένταση σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια (πολιτικής ή τεχνικής φύσης) ως προς τον τρόπο εφαρμογής ενός δεδομένου κανόνα ( 71 ). Επίσης, δεν θεωρώ ότι θα μπορούσε να διαμορφωθεί εύκολα κάποιο κριτήριο ή τύπος για τον σκοπό αυτό ( 72 ). Ο «ακροθιγής» έλεγχος για τον οποίο κάνουν γενικώς λόγο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ακροθιγής, ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης. Επομένως, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να καθορίσει, κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων, τη συγκεκριμένη ένταση που θα πρέπει να έχει ο έλεγχος στον οποίο υπόκειται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το θεσμικό όργανο που έκανε χρήση της ( 73 ).

74.

Φυσικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η έλλειψη ενός απολύτως ξεκάθαρου κριτηρίου αποτελεί πηγή ανασφάλειας δικαίου. Ωστόσο, όπως εκτέθηκε σε προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων, η προσήκουσα ένταση του ελέγχου μπορεί να καθοριστεί με την εξέταση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει το οικείο θεσμικό όργανο· στο πλαίσιο αυτό, μπορούν να συναχθούν ορισμένες ενδείξεις από τους γενικούς κανόνες και τις γενικές αρχές του θεσμικού δικαίου της Ένωσης.

75.

Με αυτόν ακριβώς τον γνώμονα θα προχωρήσω τώρα στην ανάλυση των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως της ΕΚΤ.

δ)   Εκτίμηση

76.

Κατ’ ουσίαν, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως απορρίπτοντας την αίτηση της Crédit Lyonnais για εξαίρεση όλων των ανοιγμάτων της έναντι του CDC από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσής της.

77.

Ως εκ τούτου, προκειμένου να δοθεί απάντηση στον πρώτο λόγο αναιρέσεως της ΕΚΤ, πρέπει να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο, για να συναγάγει το ως άνω συμπέρασμα, άσκησε τον έλεγχό του εντός των επιτρεπτών ορίων. Προέβη το Γενικό Δικαστήριο –όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ– σε μια εκτίμηση ex novo της επίμαχης κατάστασης, χωρίς να λάβει υπόψη τη διακριτική ευχέρεια την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης έχει παράσχει στο εν λόγω θεσμικό όργανο όσον αφορά τα ζητήματα προληπτικής εποπτείας; Ή μήπως το Γενικό Δικαστήριο απλώς βεβαιώθηκε –όπως υποστηρίζει η Crédit Lyonnais– ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων η ΕΚΤ εξέδωσε την επίδικη απόφαση δεν ήταν ακριβή, αξιόπιστα και συνεπή;

78.

Κατανοώ εν μέρει τα επιχειρήματα που προέβαλε η Crédit Lyonnais. Εκ πρώτης όψεως, το κείμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορεί ασφαλώς να διαβαστεί υπό την έννοια ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε το έργο του ελέγχου της νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως σύμφωνα με την πάγια νομολογία που μνημονεύεται στο σημείο 55 των παρουσών προτάσεων και υπενθυμίστηκε δεόντως στις σκέψεις 98 και 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τα φαινόμενα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απλώς ότι: i) στο πλαίσιο της ανάλυσής της, η ΕΚΤ αγνόησε ή εκτίμησε εσφαλμένως ορισμένα στοιχεία τα οποία ήταν κρίσιμα εν προκειμένω (τον χαρακτήρα των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων ως «ασφαλούς τοποθέτησης», την υποχρεωτική μεταβίβαση των κεφαλαίων στο CDC, την ύπαρξη διττής κρατικής εγγύησης) και ii) τα κύρια στοιχεία τα οποία μνημονεύονταν στην επίδικη απόφαση (ο ρευστός χαρακτήρας των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και το παράδειγμα που αφορούσε τις πρόσφατες κρίσεις στον τραπεζικό τομέα) δεν θεμελίωναν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η ΕΚΤ.

79.

Εντούτοις, κατόπιν διεξοδικότερης εξέτασης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, όπως υποστηρίζει η ΕΚΤ, το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τον απλό έλεγχο νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, προβαίνοντας εκ των πραγμάτων σε έναν αυτοτελή έλεγχο της επίμαχης κατάστασης και υποκαθιστώντας εν τέλει την εκτίμηση της ΕΚΤ με τη δική του.

80.

Στις ενότητες που ακολουθούν θα εξηγήσω κατ’ αρχάς γιατί, σε μια περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, ενδεδειγμένη μια ιδιαιτέρως παρεμβατική μορφή δικαστικού ελέγχου επί της ουσίας της αποφάσεως της ΕΚΤ. Εν συνεχεία, θα εξετάσω τα συγκεκριμένα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως τα οποία αποδεικνύουν, κατά τη γνώμη μου, τα εσφαλμένα όρια του ελέγχου τον οποίο άσκησε το Γενικό Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση.

1) Η ευρεία διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται στην ΕΚΤ

81.

Πιστεύω ακράδαντα ότι, με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 (όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών), ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να παράσχει στην ΕΚΤ ευρεία διακριτική ευχέρεια.

82.

Πρώτον, είναι αναμφισβήτητο ότι η διάταξη αυτή παρέχει στην ΕΚΤ τόσο διακριτική ευχέρεια πολιτικής φύσης όσο και διακριτική ευχέρεια τεχνικής φύσης ως προς την εκτίμηση του εάν και, ενδεχομένως, σε ποιον βαθμό θα πρέπει να χορηγεί την απαλλαγή σε δεδομένη περίπτωση.

83.

Δεύτερον, το γράμμα των σχετικών διατάξεων υποδηλώνει ευρύ περιθώριο ελιγμών σε σχέση με αμφότερες τις προαναφερθείσες πτυχές. Αφενός, αναγνωρίζεται στην ΕΚΤ η διακριτική ευχέρεια να επιτρέπει την εξαίρεση («δύνανται»), χωρίς η εξουσία αυτή να περιορίζεται από ειδικούς παράγοντες ή παραμέτρους που το θεσμικό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμησή του. Επομένως, εναπόκειται στην ΕΚΤ να καθορίσει το κατάλληλο επίπεδο προστασίας των εμπλεκόμενων συμφερόντων (ιδίως το επίπεδο κινδύνου που μπορεί να κριθεί αποδεκτό) και να διαμορφώσει το πλαίσιο ανάλυσης το οποίο κρίνει ως το πλέον κατάλληλο προς τούτο.

84.

Αφετέρου, όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια τεχνικής φύσης, η ΕΚΤ υποχρεούται να προβεί όχι μόνο σε ανάλυση μελλοντικών προοπτικών αλλά και σε ανάλυση βάσει σειράς αξιολογικών κρίσεων και προβλέψεων, οι οποίες είναι σε σημαντικό βαθμό υποθετικές και παρουσιάζουν αβεβαιότητα. Σε περίπτωση μαζικών αναλήψεων (bank run), τι ποσοστό των καταθέσεων αναμένεται ότι θα «εξανεμιστεί» και σε πόσο χρόνο; Θα μπορούσε η τράπεζα να στηρίξει τέτοιες αναλήψεις χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε επείγοντα διορθωτικά μέτρα; Ποιο είναι το ύψος των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας το οποίο θα μπορούσε ευλόγως να απαιτηθεί για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών σε τέτοιες περιπτώσεις ( 74 );

85.

Τρίτον, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η σχετική νομοθεσία (δηλαδή, η διασφάλιση κατ’ αρχάς της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και η προστασία των επενδυτών και των καταθετών καθώς και, κατ’ επέκταση, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του) ( 75 ) είναι γενικού συμφέροντος και υψίστης σημασίας. Αντιθέτως, η επέμβαση στις οικονομικές ελευθερίες των ενδιαφερόμενων τραπεζών ως απόρροια της απόρριψης αιτήσεώς τους βάσει του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 είναι σχετικά περιορισμένη, εφόσον οι τράπεζες είναι ελεύθερες να λάβουν μια σειρά επιχειρηματικών μέτρων για να μειώσουν την υπερβολική μόχλευση.

86.

Τέταρτον, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τυχόν σφάλματα τύπου I της ΕΚΤ (ήτοι οι εσφαλμένως θετικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο υπερβολικής αυστηρότητας) είναι πολύ λιγότερο σημαντικά από τα σφάλματα τύπου II (ήτοι τις εσφαλμένως αρνητικές διαπιστώσεις στο πλαίσιο υπερβολικής επιείκειας). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σε περιπτώσεις ιδιαίτερης αβεβαιότητας ή όταν πρόκειται για «οριακή περίπτωση», αναγνωρίζεται στην ΕΚΤ μεγαλύτερη ευελιξία όταν αποφασίζει να μη διακινδυνεύσει και, κατ’ επέκταση, να εφαρμόσει με αυστηρότητα τις σχετικές διατάξεις. Τούτο συνάδει με το γεγονός ότι η επίμαχη ρύθμιση εντάσσεται στο πακέτο των μέτρων που ελήφθησαν προς αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2009 και αποσκοπούσαν ακριβώς στην αποφυγή, κατά το μέτρο του δυνατού, της επέλευσης παρόμοιων καταστάσεων στο μέλλον ( 76 ).

87.

Οι ανωτέρω σκέψεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, στο πλαίσιο της έκδοσης αποφάσεως βάσει του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, η ΕΚΤ διέθετε αρκετά ευρεία διακριτική ευχέρεια τόσο κατά την εκτίμηση των κρίσιμων περιστάσεων όσο και κατά την κρίση του αν και σε ποιον βαθμό έπρεπε να χορηγηθεί η απαλλαγή ( 77 ). Εφόσον το συμπέρασμα αυτό ευσταθεί, τότε ο δικαστικός έλεγχος δεν πρέπει να είναι υπερβολικά παρεμβατικός όσον αφορά τα ουσιαστικά στοιχεία της επίδικης αποφάσεως (κατάλληλο επίπεδο προστασίας από τους κινδύνους υπερβολικής μόχλευσης, προσδιορισμός και βαρύτητα των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση του κινδύνου, επιλογές οι οποίες γίνονται σε οριακές καταστάσεις κ.λπ.), διότι κάτι τέτοιο θα έθιγε την προαναφερθείσα διακριτική ευχέρεια.

88.

Από τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που εξετάζονται στη συνέχεια καταδεικνύεται για ποιον λόγο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, κατά τη γνώμη μου, σε πλάνη περί το δίκαιο από την άποψη αυτή.

2) Οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ως «ασφαλής τοποθέτηση»

89.

Τόσο στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως όσο και στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης, η Crédit Lyonnais τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις αποτελούν «ασφαλή τοποθέτηση», στοιχείο το οποίο η ΕΚΤ φέρεται να παρέβλεψε. Το Γενικό Δικαστήριο συμφώνησε επ’ αυτού με την Crédit Lyonnais. Στις σκέψεις 107 έως 110 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προσήψε στην ΕΚΤ ότι στην επίδικη απόφαση ουδόλως μνημόνευσε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Crédit Lyonnais είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι, κατά τη διάρκεια των τραπεζικών κρίσεων, τα ποσά που επενδύονταν στις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις στη Γαλλία, αντί να μειωθούν λόγω των αναλήψεων των καταθετών, αντιθέτως σημείωναν αυξητική τάση, δεδομένου ότι οι καταθέτες τις θεώρησαν ασφαλή τοποθέτηση ( 78 ).

90.

Εντούτοις, υφίσταται μια απόκλιση μεταξύ της συλλογιστικής που ακολούθησε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και της λογικής που διέπει την απόφαση η οποία υποβλήθηκε στον έλεγχο του Γενικού Δικαστηρίου.

91.

Στην επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ δεν προέβη σε αφηρημένη εκτίμηση των κινδύνων που δημιουργεί, από πλευράς προληπτικής εποπτείας, το σύστημα των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων. Η ΕΚΤ εξέτασε, ad hoc, τη συγκεκριμένη κατάσταση της Crédit Lyonnais. Μάλιστα, τέτοιου είδους κατά περίπτωση εκτίμηση φαίνεται ότι επιβάλλεται από το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 ( 79 ).

92.

Όπως επισήμανε η ΕΚΤ στο σημείο 2.2. της επίδικης αποφάσεως, «[η] ΕΚΤ χορηγεί απαλλαγή λαμβάνοντας υπόψη τους συνολικούς κινδύνους προληπτικής εποπτείας οι οποίοι συνδέονται με τη συγκεκριμένη κατάσταση των ιδρυμάτων που υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία και τις ιδιαιτερότητες των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων» ( 80 ). Πράγματι, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και την προοδευτική αύξηση των ανοιγμάτων της Crédit Lyonnais έναντι του CDC καθώς και το γεγονός ότι η εν λόγω τράπεζα δεν καλυπτόταν από τον μηχανισμό αλληλεγγύης του ομίλου Crédit Agricole.

93.

Το γεγονός ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις αποτελούν «ασφαλή τοποθέτηση» –πράγμα που η ΕΚΤ ουδόλως αμφισβήτησε ούτε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ( 81 ) ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου– μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε γενική αύξηση των καταθέσεων κατά τη διάρκεια περιόδων οικονομικής και/ή χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο. Εντούτοις, το ως άνω γεγονός, από μόνο του, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να σημειωθούν μαζικές αναλήψεις σε συγκεκριμένη τράπεζα, επί παραδείγματι, σε τράπεζα της οποίας η κατάσταση παρουσιάζει επιδείνωση σε τέτοιον βαθμό, ώστε να έχει δημιουργηθεί στους καταθέτες ο φόβος ότι ενδεχομένως σύντομα θα καταστεί αφερέγγυα.

94.

Η ΕΚΤ υπογράμμισε αυτό ακριβώς το στοιχείο όταν επισήμανε ότι τίποτε δεν εμποδίζει τους καταθέτες οι οποίοι ανησυχούν για την ομαλή λειτουργία συγκεκριμένης τράπεζας να προβούν σε αναλήψεις όσων κεφαλαίων τους έχουν επενδυθεί σε ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις της τράπεζας αυτής και να πραγματοποιήσουν νέα κατάθεση, και πάλι σε ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις σε άλλη τράπεζα η οποία θεωρείται «περισσότερο υγιής». Ωστόσο, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε το συγκεκριμένο επιχείρημα.

95.

Γενικότερα, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο η αντίληψη των καταθετών περί των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων ως ασφαλούς τοποθέτησης θα μπορούσε να επηρεάσει, στην πράξη, τη συμπεριφορά τους κατά τη διάρκεια μιας περιόδου στην οποία η Crédit Lyonnais θα δεχόταν ιδιαίτερες πιέσεις. Η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ως ασφαλή τοποθέτηση δεν καθιστά κατ’ ανάγκην αβάσιμες ή παράλογες τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ σχετικά με τους κινδύνους που διέτρεχε η Crédit Lyonnais, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης κατάστασής της. Ούτε τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 82 ) φαίνεται να προσθέτουν κάτι προς την κατεύθυνση αυτή.

3) Η πιθανότητα να συμβάλουν οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις στη δημιουργία υπερβολικής μόχλευσης

96.

Στη συνέχεια, στις σκέψεις 111 έως 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν απίθανο οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις να συμβάλουν στη δημιουργία υπερβολικής μόχλευσης. Κατά το Γενικό Δικαστήριο τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτές οι καταθέσεις δεν επαφίενται στην (ελεύθερη) διάθεση του πιστωτικού ιδρύματος, ώστε να μπορούν να επενδυθούν κατά βούληση ακόμη και σε μη ρευστά ή επισφαλή στοιχεία του ενεργητικού, αλλά πρέπει υποχρεωτικώς να μεταβιβάζονται στο CDC.

97.

Ωστόσο, για μία ακόμη φορά, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιον λόγο η ως άνω διαπίστωση θέτει εν αμφιβόλω την ορθότητα της συλλογιστικής της ΕΚΤ. Το γεγονός ότι τα επίμαχα ανοίγματα της Crédit Lyonnais προκύπτουν από καταθέσεις οι οποίες πρέπει να μεταβιβαστούν σε οντότητα του δημόσιου τομέα συγκαταλέγεται στις προϋποθέσεις που πρέπει ούτως ή άλλως να πληρούνται για την εφαρμογή του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013. Όπως όμως προαναφέρθηκε, δεν συντρέχει δέσμια αρμοδιότητα κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής: η ΕΚΤ δεν είναι υποχρεωμένη να χορηγεί την απαλλαγή κάθε φορά που πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, διότι διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια.

98.

Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι τα ποσά που μεταβιβάζονται στο CDC δεν μπορούν να επενδύονται ελεύθερα σε μη ρευστά ή επισφαλή στοιχεία ενεργητικού –σημείο στο οποίο απέδωσε έμφαση το Γενικό Δικαστήριο– δεν έχει τόση σημασία στο πλαίσιο αυτό. Τούτο διότι, για τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης, τα ανοίγματα δεν σταθμίζονται ως προς τον κίνδυνο μεμονωμένα, αλλά περιλαμβάνονται όλα στη μέτρηση του ανοίγματος ( 83 ). Κατά κανόνα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα ανοίγματα, ανεξαρτήτως του προφίλ κινδύνου τους. Μόνο κατ’ εξαίρεση ορισμένα ανοίγματα μπορούν να μη συνυπολογιστούν στον δείκτη μόχλευσης ( 84 ), όταν θεωρείται ότι εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ κινδύνου ( 85 ), υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης ( 86 ). Διαφορετική ερμηνεία της διατάξεως αυτής θα αντέβαινε στη λογική και στον σκοπό που διέπουν τον δείκτη μόχλευσης και θα παρέβλεπε το γεγονός ότι, εφόσον το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 αποτελεί εξαίρεση από γενικό κανόνα, έπρεπε να έχει τύχει στενής ερμηνείας.

99.

Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε κατά πόσον οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Crédit Lyonnais, εμφάνιζαν ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ κινδύνου.

100.

Επομένως, όσον αφορά τη σημασία του εν λόγω στοιχείου (του γεγονότος ότι οι καταθέσεις μεταβιβάζονται υποχρεωτικά στο CDC), το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να προέβη σε δική του εκτίμηση, χωρίς να εξηγήσει πώς οι σχετικές διαπιστώσεις του συμβιβάζονται με την όλη οικονομία της επίδικης αποφάσεως. Τούτο προκαλεί σύγχυση, ιδίως επειδή η ορθότητα της συνολικής μεθοδολογίας που ακολούθησε η ΕΚΤ για την εξέταση της αιτήσεως απαλλαγής της Crédit Agricole φαίνεται να έχει επικυρωθεί από το Γενικό Δικαστήριο ( 87 ).

4) Η ύπαρξη διττής κρατικής εγγύησης

101.

Στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, εν αντιθέσει προς τις συνήθεις καταθέσεις, οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις απολαύουν διττής κρατικής εγγύησης.

102.

Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται και, μάλιστα, μνημονεύεται ρητώς στην επίδικη απόφαση ( 88 ). Εντούτοις, και ως προς το σημείο αυτό το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εξηγήσει γιατί έρχεται σε αντίθεση με την ανάλυση της ΕΚΤ. Αν αντιλαμβάνομαι ορθώς τη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο θέλησε απλώς να αναδείξει ένα ακόμη στοιχείο το οποίο, κατά τη γνώμη του, ελαχιστοποιούσε τον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων (bank run) όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις: λόγω της διττής κρατικής εγγύησης, δεν θα συνέτρεχε λόγος απόσυρσης κεφαλαίων ακόμη και σε μια κατάσταση κρίσης της Crédit Lyonnais ( 89 ).

103.

Στην περίπτωση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε, βεβαίως, να έχει θεμελιώσει την εκτίμηση ότι η πλειονότητα των καταθετών που έχουν επενδύσει σε ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις πρέπει να αναμένεται ότι θα αντιδράσει με ψυχραιμία σε μια κατάσταση η οποία, τουλάχιστον όσον αφορά τους συνήθεις καταθέτες, θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε μαζικές αναλήψεις (bank run). Η αίσθησή μου είναι ότι η πρόσφατη εμπειρία, τόσο από την Ευρώπη όσο και από άλλα μέρη του κόσμου, αποδεικνύει ότι μια τέτοια ψύχραιμη συμπεριφορά κάθε άλλο παρά βέβαιη είναι ( 90 ). Στις περιπτώσεις αυξανόμενου πανικού στις τάξεις των αποταμιευτών, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να προβάλλουν εικόνες με τεράστιες ουρές ατόμων που περιμένουν τη σειρά τους για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, φαίνεται ότι υπάρχει σημαντικός κίνδυνος ανεξέλεγκτου αποτελέσματος «χιονοστιβάδας». Ανεξαρτήτως πάντως της δικής μου αίσθησης –η οποία πιθανώς να έχει διαμορφωθεί από την άμεση προσωπική εμπειρία μου από την κυπριακή χρηματοπιστωτική κρίση των ετών 2012-2013–, στον βαθμό που το συγκεκριμένο στοιχείο δεν είχε ληφθεί υπόψη από την ΕΚΤ, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να το εξετάσει ρητώς και να τεκμηριώσει τα συμπεράσματά του με τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία.

104.

Επιπλέον, θεωρώ ότι θα έπρεπε να έχουν δοθεί κάποιες διευκρινίσεις σχετικά με το πώς η λιτή διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να συμβιβαστεί με τις προηγούμενες διαπιστώσεις ως προς το ότι, με την επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ είχε δεόντως εξετάσει τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμών της κεντρικής Διοίκησης, επισημαίνοντας ότι η βαθμολογία της Γαλλίας δεν ήταν η υψηλότερη δυνατή και ότι, στο πλαίσιο των συμβάσεων ανταλλαγής πιστωτικών κινδύνων, ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμών εκ μέρους της θεωρήθηκε μεν μικρός αλλά όχι ανύπαρκτος ( 91 ).

105.

Ασφαλώς, θα μπορούσε η γνώμη του Γενικού Δικαστηρίου να είναι ότι η ΕΚΤ είχε αξιολογήσει εσφαλμένως τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμών. Ωστόσο, μολονότι η Crédit Lyonnais προέβαλε ορισμένα επιχειρήματα επί του ζητήματος, το Γενικό Δικαστήριο δεν τοποθετήθηκε καθόλου επ’ αυτού ( 92 ).

106.

Κατά συνέπεια, και ως προς το συγκεκριμένο στοιχείο, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται ότι προέβη σε δική του εκτίμηση των χαρακτηριστικών των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων και της σημασίας τους κατά την έννοια του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, εκτίμηση η οποία απομακρύνεται κατάτι από το γράμμα και τη λογική της επίδικης αποφάσεως.

5) Ο «ρευστός χαρακτήρας» των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων

107.

Στις σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεών του σχετικά με τα χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, ο ρευστός χαρακτήρας των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων δεν αρκεί, αυτός καθ’ εαυτόν, για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα της ΕΚΤ όσον αφορά τον κίνδυνο εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο ρευστός χαρακτήρας παρέχει στους αποταμιευτές τη δυνατότητα να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, αλλά και συμβάλλει στο να θεωρούν οι αποταμιευτές τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις ασφαλή τοποθέτηση.

108.

Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνώ με το Γενικό Δικαστήριο ότι το γεγονός ότι οι καταθέτες μπορούν ελεύθερα και αμέσως να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από την τράπεζα δεν αποτελεί, αυτό καθ’ εαυτό, καθοριστικό στοιχείο για τη διαπίστωση της ύπαρξης κινδύνου εκποιήσεων έναντι πολύ χαμηλής τιμής. Εντούτοις, όπως διευκρίνισα ανωτέρω, δεν με πείθουν οι επικρίσεις τις οποίες διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τα λοιπά στοιχεία που η ΕΚΤ έλαβε ή δεν έλαβε υπόψη.

109.

Κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο χαρακτήρισε και συνόψισε τη συλλογιστική που ακολούθησε η ΕΚΤ στην επίδικη απόφαση προκαλεί σύγχυση. Από την ανάγνωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορεί κανείς να σχηματίσει την εντύπωση ότι ο ρευστός χαρακτήρας του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων αποτέλεσε βασικό στοιχείο στο οποίο η ΕΚΤ θεμελίωσε την αιτιολόγηση του συμπεράσματός της.

110.

Ωστόσο, θα επρόκειτο για μια μάλλον εσφαλμένη ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως. Η συλλογιστική την οποία ακολούθησε η ΕΚΤ στην απόφασή της είναι, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση μαζικών αναλήψεων από την πλευρά των αποταμιευτών, όπως σε περίπτωση ενός «bank run», η Crédit Lyonnais δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις αναλήψεις, χωρίς να χρειαστεί να λάβει επείγοντα μέτρα, διότι σημαντικό μέρος των καταθέσεών της μεταβιβάζεται στο CDC, το οποίο διαθέτει δεκαήμερη περίοδο προσαρμογής κατά τη διάρκεια της οποίας η τράπεζα εξακολουθεί να ευθύνεται για τις αναλήψεις.

111.

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις είναι ιδιαιτέρως ρευστού χαρακτήρα και, επομένως, μπορούν να αποσυρθούν ευχερώς και αμέσως από τους αποταμιευτές, συνιστά ασφαλώς κρίσιμο στοιχείο για την ανάλυση. Προφανώς, ο κίνδυνος ρευστοποιήσεων επείγοντος χαρακτήρα θα ήταν πολύ μικρότερος αν υπήρχαν νομικά ή πρακτικά εμπόδια στις άμεσες αποσύρσεις κεφαλαίων από τους καταθέτες. Αυτό όμως δεν αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ανάλυσης. Εν ολίγοις, φρονώ ότι ο ρευστός χαρακτήρας δεν αποτελεί μία εκ των πηγών του κινδύνου, αλλά αποτελεί παράγοντα που διευκολύνει την επέλευση του κινδύνου. Ενδεικτικό ως προς την ως άνω διαπίστωση είναι το σημείο 2.2.2 της επίδικης αποφάσεως και η εκεί αναφορά (που γίνεται σχετικά παρεμπιπτόντως) στον ρευστό χαρακτήρα.

112.

Επιπλέον, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου ενδέχεται πράγματι να είναι ορθή ως προς το ότι o ρευστός χαρακτήρας των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων συνιστά έναν από τους λόγους που τις καθιστούν ελκυστικές για τους αποταμιευτές σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας ( 93 ). Εντούτοις, και ως προς το σημείο αυτό φαίνεται σαν να λείπει κάτι από τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου: θα αρκούσε αυτό το γενικό αίσθημα «ασφάλειας» των καταθετών όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις για να τους αποτρέψει από το να σπεύσουν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους αν, επί παραδείγματι, ανέκυπταν κάποια συγκεκριμένα προβλήματα σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Crédit Lyonnais;

113.

Από λογικής σκοπιάς, η κρίση του Γενικού Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου σημείου μοιάζει, κατά το κοινώς λεγόμενο, με «δίκοπο μαχαίρι». Αν ο ρευστός χαρακτήρας του συστήματος ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων συμβάλλει στην ασφάλεια των αποταμιευτών, διότι τους παρέχει τη δυνατότητα να αποσύρουν ελεύθερα τα κεφάλαιά τους ανά πάσα στιγμή, δεν σημαίνει αυτό ότι αποταμιευτές θα επιθυμούσαν πράγματι να τα αποσύρουν μόλις η κατάσταση της τράπεζάς τους ενέπνεε ανησυχίες;

114.

Επομένως, η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου επί του σημείου αυτού είναι ελλιπής. Πρόκειται για άλλη μία απόδειξη ότι, αντί να ελέγξει την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο προέβη στη δική του εκτίμηση της κατάστασης.

6) Το παράδειγμα που αφορούσε την εμπειρία από τις πρόσφατες τραπεζικές κρίσεις

115.

Στις σκέψεις 117 έως 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επέκρινε τη διαπίστωση της ΕΚΤ ότι η εμπειρία από τις πρόσφατες τραπεζικές κρίσεις αποδείκνυε ότι ήταν δυνατόν να γίνουν μαζικές αναλήψεις εντός πέντε ημερών. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΚΤ στηρίχθηκε συναφώς σε ένα και μοναδικό παράδειγμα (στο εξής: παράδειγμα) και το παράδειγμα αυτό αφορούσε συνήθεις καταθέσεις, οι οποίες, ως εκ τούτου, ήταν διαφορετικές από τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις από αρκετές απόψεις. Επί τη βάσει αυτή, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο φερόμενος κίνδυνος μαζικών αναλήψεων ο οποίος θα μπορούσε να προκαλέσει την εκποίηση έναντι πολύ χαμηλής τιμής στοιχείων του ενεργητικού εκ μέρους της Crédit Lyonnais δεν τεκμηριωνόταν επαρκώς με αποδεικτικά στοιχεία.

116.

Θα συμφωνήσω με το Γενικό Δικαστήριο ότι η επίδικη απόφαση ασφαλώς δεν αποτελεί υπόδειγμα σαφήνειας και ακρίβειας ως προς το ζήτημα αυτό. Εντούτοις, οι σχετικές επικρίσεις τις διατυπώνει το Γενικό Δικαστήριο οφείλονται μάλλον σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως εκείνης.

117.

Σκοπός της ΕΚΤ δεν ήταν να κάνει έναν παραλληλισμό μεταξύ του παραδείγματος και της περίπτωσης της Crédit Lyonnais. Η αναφορά στην πρόσφατη εμπειρία αποσκοπούσε απλώς στο να καταδειχθεί η ταχύτητα με την οποία μπορούν να γίνουν μαζικές αναλήψεις όταν ανακύπτουν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με τη σταθερότητα μιας τράπεζας και, κατά συνέπεια, ο λόγος για τον οποίο η ενδεχόμενη δεκαήμερη καθυστέρηση μεταξύ της πραγματοποίησης των αναλήψεων από τους αποταμιευτές και της επιστροφής των ποσών από το CDC θα μπορούσε, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποβεί προβληματική.

118.

Μάλιστα, με την επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ αναγνώρισε ότι δεν είχαν σημειωθεί στο πρόσφατο παρελθόν μαζικές αναλήψεις σε σχέση με παρεμφερείς μορφές αποταμίευσης. Η ΕΚΤ υπογράμμισε όμως ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να περιορίσει τις ανησυχίες της από απόψεως προληπτικής εποπτείας μόνο σε είδη κινδύνων τα οποία είχαν ήδη επέλθει κατά το παρελθόν ( 94 ).

119.

Συνεπώς, η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την περιορισμένη συγκρισιμότητα των δύο καταστάσεων είναι όντως ορθή. Ωστόσο, τούτο δεν αρκεί για να θέσει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ επί του σημείου αυτού. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο i) ούτε αμφισβήτησε την ορθότητα των στοιχείων που προσκόμισε η ΕΚΤ· ii) ούτε εξήγησε γιατί, κατά τη γνώμη του, η πενθήμερη προθεσμία δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Crédit Lyonnais· iii) ούτε αμφισβήτησε την ορθότητα του πίνακα ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από την ΕΚΤ στο πλαίσιο αυτό και εμφάνιζε διαφοροποίηση του ποσοστού της απαλλαγής ανάλογα με τους χρόνους επιστροφής των ποσών από τον οικείο δημόσιο φορέα (λιγότερο από πέντε ημέρες, μεταξύ πέντε και δέκα ημερών, μεταξύ δέκα ημερών και ενός μηνός και πλέον του ενός μηνός) ( 95 ).

120.

Επιπλέον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία εξήγηση ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν δικαιολογημένη η συνετή προσέγγιση και η αυξημένη επαγρύπνηση εκ μέρους της ΕΚΤ. Πράγματι, εκτιμώ ότι, λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους σκοπού τον οποίο επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση της Ένωσης (ήτοι της αποτροπής νέων χρηματοπιστωτικών κρίσεων) καθώς και του σκοπού των επίμαχων ειδικών διατάξεων (ήτοι της διασφάλισης της ευρωστίας και της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του περιορισμού της μόχλευσής τους), το να μην περιορίζεται η προληπτική αξιολόγηση μόνο σε κινδύνους που έχουν επέλθει κατά το παρελθόν συνιστά εύλογη εφαρμογή του νόμου.

7) Η έλλειψη ερείσματος για την άρνηση χορήγησης πλήρους απαλλαγής

121.

Τέλος, θεωρώ βάσιμες τις επικρίσεις που διατυπώνει η ΕΚΤ ως προς τη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε κατ’ αρχάς ότι, «[λ]αμβανομένης υπόψη της μεθοδολογίας που εφάρμοσε η ΕΚΤ», η αιτιολογία «[η οποία αφορά,] αντιστοίχως, την πιστ[οληπτική ικανότητα] της κεντρικής διοίκησης και το επίπεδο συγκέντρωσης των ανοιγμάτων έναντι του CDC, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι δεν είναι πλημμελής, δεν μπορεί πάντως να δικαιολογήσει την άρνηση του αιτήματος της προσφεύγουσας». Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι, «βάσει της προαναφερθείσας μεθοδολογίας, αν λαμβάνονταν υπόψη αποκλειστικά και μόνον τα σημεία αυτά της αιτιολογίας, δεν θα είχε απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας να επωφεληθεί πλήρως της παρεκκλίσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013» ( 96 ).

122.

Οι ως άνω απερίφραστες και απόλυτες διαπιστώσεις προκαλούν κάποια σύγχυση. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο πουθενά δεν αναφέρεται στο συνολικό αποτέλεσμα της δικής του αξιολόγησης των διαφόρων στοιχείων τα οποία, κατά την άποψή του, η ΕΚΤ παρέβλεψε ή δεν εκτίμησε ορθώς, σε σχέση με το (χαμηλό, ιδιαίτερα χαμηλό, μηδενικό, εκ των πραγμάτων ανύπαρκτο;) επίπεδο του κινδύνου εκποιήσεων στοιχείων του ενεργητικού έναντι πολύ χαμηλής τιμής από την Crédit Lyonnais. Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο το είχε πράξει, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία συγκεκριμένη εξήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να είχαν αποτυπωθεί στη μεθοδολογία της ΕΚΤ οι διαπιστώσεις του σχετικά με τον κίνδυνο εκποίησης στοιχείων του ενεργητικού έναντι πολύ χαμηλής τιμής. Η σιωπή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συναφώς είναι αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις στη σκέψη 126 αποτελούν τη βάση για την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως ( 97 ). Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να λαμβάνει θέση επί του τι θα είχε πράξει η ΕΚΤ –και όχι επί του τι όφειλε ή δεν όφειλε να πράξει– αν τα σχετικά στοιχεία είχαν εκτιμηθεί ορθώς. Η διαφορά δεν αποτελεί ζήτημα ορολογίας. Το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιορίζει τα όρια της διοικητικής δράσης της ΕΚΤ, αλλά φαίνεται να «παίρνει τη θέση» της ΕΚΤ, αγνοώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια την οποία το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 απονέμει στο θεσμικό αυτό όργανο όσον αφορά τις ουσιαστικές εκτιμήσεις.

8) Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

123.

Είναι φυσικό κι αναμενόμενο, στο πλαίσιο του συστήματος «ελέγχου νομιμότητας» που θεσπίζουν οι Συνθήκες της Ένωσης, το σημείο από το οποίο ξεκινά η ανάλυση του δικαστή που επιλαμβάνεται υποθέσεως όπως η προκείμενη να είναι το ίδιο το κείμενο της προσβαλλομένης πράξεως. Μια τέτοια ανάλυση θα λάμβανε εν γένει υπόψη τη λογική και τη δομή της πράξεως αυτής και εν συνεχεία θα πραγματευόταν τα επιχειρήματα στα οποία στηρίχθηκε το θεσμικό όργανο για να θεμελιώσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε. Το κρίσιμο ζήτημα πρέπει να είναι αν το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την επίδικη απόφαση προέβη σε εύλογη εφαρμογή της σχετικής διατάξεως, λαμβανομένης υπόψη της διακριτικής ευχέρειας την οποία διέθετε.

124.

Για τους λόγους που εκτίθενται στις προηγούμενες ενότητες, αδυνατώ να εντοπίσω στοιχεία μιας τέτοιας προσεγγίσεως στην παρούσα υπόθεση.

125.

Οι επικρίσεις που διατυπώνονται σχετικά με την ανάλυση της ΕΚΤ εκφράζονται κυρίως σε λίγα σύντομα χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία ενίοτε παραβλέπουν την περιπλοκότητα που χαρακτηρίζει τα επίμαχα ζητήματα. Το Γενικό Δικαστήριο στη συνέχεια αντικαθιστά την ανάλυση της ΕΚΤ με μία δική του, η οποία βασίζεται σε εναλλακτική εκτίμηση ορισμένων πραγματικών στοιχείων, στηριζόμενο συχνά σε μη τεκμηριωμένες διαπιστώσεις ή αποδεικτικά στοιχεία των οποίων η αποδεικτική αξία κάθε άλλο παρά προφανής είναι. Σημαντικό είναι επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο φαίνεται να έχει εκτιμήσει αυτά τα στοιχεία μεμονωμένα, δίχως να «συνδέει τις τελίτσες», χωρίς δηλαδή να αξιολογεί την αλληλεπίδρασή τους και, ακόμη βασικότερο, χωρίς να εξηγεί τι αντίκτυπο θα είχε η εκτίμησή του επί των στοιχείων αυτών στο τελικό αποτέλεσμα αν ενσωματωνόταν στη μεθοδολογία η οποία εφαρμόστηκε από την ΕΚΤ και η οποία –αξίζει να τονιστεί για μία ακόμη φορά– δεν επικρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο.

126.

Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνει η ΕΚΤ, το Γενικό Δικαστήριο επικεντρώθηκε αποκλειστικώς στην εκτίμηση της πιθανότητας μαζικών αναλήψεων σε σύντομο χρόνο, χωρίς να λάβει υπόψη τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η επέλευση του εν λόγω κινδύνου στη χρηματοπιστωτική κατάσταση της Crédit Lyonnais, λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου των ανοιγμάτων της έναντι του CDC. Υπ’ αυτή την έννοια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, στην καλύτερη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο έκανε «τη μισή δουλειά» εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων εν γένει, αλλά –σε αντίθεση με την ΕΚΤ στην επίδικη απόφαση ( 98 )– δεν έκανε «την άλλη μισή δουλειά», η οποία ήταν να εξετάσει τη συγκεκριμένη κατάσταση της Crédit Lyonnais.

127.

Εν κατακλείδι, είμαι της γνώμης ότι το Γενικό Δικαστήριο άσκησε έναν ιδιαιτέρως παρεμβατικό έλεγχο επί ορισμένων στοιχείων της ανάλυσης της ΕΚΤ (αποδεκτό επίπεδο κινδύνου, ταυτότητα και φύση των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη για την αξιολόγησή του κ.λπ.), χωρίς οι συναφείς διαπιστώσεις του να στηρίζονται σε επαρκή αιτιολογία και κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία.

128.

Αντί να καταδείξει ότι, με την επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ δεν εφάρμοσε με εύλογο τρόπο το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, το Γενικό Δικαστήριο προχώρησε σε μια εκτίμηση ex novo της αιτήσεως απαλλαγής της Crédit Agricole, υποκαθιστώντας την εκτίμηση της ΕΚΤ με τη δική του και θίγοντας έτσι τη διακριτική ευχέρεια που της έχει απονεμηθεί συναφώς από τον νομοθέτη της Ένωσης.

129.

Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα επιτρεπτά όρια ελέγχου σε σχέση με την επίδικη απόφαση, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί βάσιμος και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί.

Β. Επί της επάρκειας της αιτιολογίας (δεύτερος λόγος)

1.   Τα επιχειρήματα των διαδίκων

130.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία υπέχει. Κατά την άποψή της, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί επαρκώς για ποιον λόγο η ΕΚΤ υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση του αντικτύπου της διττής κρατικής εγγύησης που ισχύει για τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις.

131.

Η Crédit Lyonnais αντιτείνει ότι η συλλογιστική την οποία ακολούθησε επί του ζητήματος το Γενικό Δικαστήριο εκτίθεται με σαφήνεια στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η Crédit Lyonnais παραπέμπει στις σκέψεις 59 και 114 έως 122 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Σε αδρές γραμμές, κρίθηκε αβάσιμη από το Γενικό Δικαστήριο η θέση της ΕΚΤ ότι η ύπαρξη διττής κρατικής εγγύησης για τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις δεν απέτρεπε τον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων από τους αποταμιευτές σε σύντομο χρόνο.

2.   Ανάλυση

132.

Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

133.

Η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με τη σημασία της διττής κρατικής εγγύησης όσον αφορά τον κίνδυνο εκποίησης στοιχείων του ενεργητικού από την Crédit Lyonnais έναντι πολύ χαμηλής τιμής είναι βεβαίως συνοπτική και, σε ορισμένο βαθμό, έμμεση. Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε στο σημείο 102 των παρουσών προτάσεων, το νόημα της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου επί του ζητήματος αναδεικνύεται καλύτερα αν τα οικεία χωρία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως διαβαστούν ενταγμένα στο ευρύτερο πλαίσιό τους. Κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη διττής κρατικής εγγύησης για τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις καθιστούσε απίθανο τον κίνδυνο μαζικών αναλήψεων τέτοιων αποταμιεύσεων.

134.

Επομένως, η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι αρκούντως σαφής. Το ζήτημα αν η γνώμη αυτή στηρίζεται στα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία αφορά την ουσία της ανάλυσης του Γενικού Δικαστηρίου και όχι την επάρκειά της.

Γ. Επί της παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων (τρίτος λόγος αναιρέσεως)

1.   Τα επιχειρήματα των διαδίκων

135.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η ΕΚΤ ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν υποβληθεί στην κρίση του. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως ορισμένα χωρία της επίδικης αποφάσεως και παραμόρφωσε τη μεθοδολογία που εφαρμόστηκε κατά την εξέταση της αιτήσεως της Crédit Agricole για απαλλαγή.

136.

Ειδικότερα, οι επικρίσεις της ΕΚΤ εστιάζουν στην εκτίμηση αναφορικά με τον χαρακτηρισμό των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων ως «ασφαλούς τοποθέτησης» και με την ύπαρξη διττής κρατικής εγγύησης. Όσον αφορά την παραμόρφωση της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε στην επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις συνέπειες τις οποίες θα μπορούσε να έχει η επέλευση του εν λόγω κινδύνου στη χρηματοπιστωτική κατάσταση της Crédit Lyonnais, δεδομένου του υψηλού επιπέδου συγκέντρωσης. Με άλλα λόγια, μπορεί μεν ο κίνδυνος, αυτός καθ’ εαυτόν, να είναι αρκετά περιορισμένος, αλλά, σε περίπτωση επέλευσής του, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι πολύ σοβαρές για την τράπεζα.

137.

Επιπλέον, κατά την ΕΚΤ, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το παράδειγμα που χρησιμοποιήθηκε στην επίδικη απόφαση μετατρέποντάς το σε προϋπόθεση για την εκτίμηση του κινδύνου μαζικών αναλήψεων σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ το παράδειγμα είχε ως μοναδικό σκοπό να καταδείξει τις δυνητικές συνέπειες της επέλευσης τέτοιου κινδύνου. Τέλος, η ΕΚΤ καταλήγει ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως εξέτασε μεμονωμένα τα κριτήρια τα οποία αυτή είχε λάβει υπόψη στο πλαίσιο της μεθοδολογίας της, ενώ τα κριτήρια αυτά έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα.

138.

Η Crédit Lyonnais θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η ΕΚΤ προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Η Crédit Lyonnais υπογραμμίζει ότι πουθενά στην επίδικη απόφαση οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις δεν χαρακτηρίζονται ως «ασφαλής τοποθέτησης». Όσον αφορά τις επικρίσεις για τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη μεθοδολογία την οποία χρησιμοποίησε η ΕΚΤ, η Crédit Lyonnais υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εφάρμοσε ορθώς την απαίτηση που είχε τεθεί με την απόφαση του 2018, σύμφωνα με την οποία η ΕΚΤ όφειλε να εξετάσει την πιθανότητα μαζικών αναλήψεων υπό το πρίσμα των χαρακτηριστικών των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων.

139.

Η Crédit Lyonnais ισχυρίζεται επίσης ότι ο φερόμενος ενδεικτικός χαρακτήρας του επίμαχου παραδείγματος δεν απαλλάσσει την ΕΚΤ από την υποχρέωση να στηριχθεί σε στοιχεία υποκείμενα σε δικαστικό έλεγχο. Επιπλέον, από τη σκέψη 126 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει –κατά την Crédit Lyonnais– ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέλειψε να συνεκτιμήσει την αλληλεξάρτηση των κριτηρίων που χρησιμοποίησε η ΕΚΤ στη μεθοδολογία της.

2.   Ανάλυση

140.

Αυτός ο λόγος αναιρέσεως δεν με πείθει.

141.

Συμμερίζομαι σε κάποιον βαθμό τις επικρίσεις που διατυπώνει η ΕΚΤ όσον αφορά την ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο και τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας δίκης. Εντούτοις, δεν εντοπίζω κάποια παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων.

142.

Κατά πάγια νομολογία, η παραμόρφωση συνίσταται σε ερμηνεία εγγράφου αντίθετη προς το περιεχόμενό του. Η παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα έγγραφα της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδείξεων. Δεν αρκεί δε να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο θα μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά από την ερμηνεία που του έδωσε το Γενικό Δικαστήριο: το τελευταίο πρέπει να έχει υπερβεί προδήλως τα όρια εύλογης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων ( 99 ).

143.

Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν εντοπίζεται στο τελικό αποτέλεσμα του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, δεν υφίσταται ουσιαστική διαπίστωση η οποία να φαίνεται προδήλως εσφαλμένη βάσει των πληροφοριών και των εγγράφων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.

144.

Τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο απορρέουν από τον τρόπο με τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο άσκησε τον έλεγχό του. Όπως προεκτέθηκε, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εκ νέου εκτίμηση διαφόρων στοιχείων της ανάλυσης, καθώς και των συνεπειών τους, όσον αφορά την υπόθεση της οποίας είχε επιληφθεί η ΕΚΤ. Στο πλαίσιο αυτό, δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στις αξιολογήσεις και στη μεθοδολογία της ΕΚΤ καθώς και, γενικότερα, στη λογική που συνείχε την επίδικη απόφαση.

Δ. Επί του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 94, και του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)

1.   Τα επιχειρήματα των διαδίκων

145.

Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, και το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

146.

Όσον αφορά την πρώτη διάταξη, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε προσθέτοντας στον ορισμό του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης ορισμένα κριτήρια τα οποία δεν προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις (ήτοι την ελευθερία χρήσης οποιωνδήποτε καταθέσεων ή τη δυνατότητα επένδυσης σε επισφαλή ή μη ρευστά στοιχεία ενεργητικού). Όσον αφορά τη δεύτερη διάταξη, η ΕΚΤ ισχυρίζεται ότι αποτέλεσμα της ερμηνείας του Γενικού Δικαστηρίου είναι να στερείται η ΕΚΤ το περιθώριο ελιγμών το οποίο της έχει παράσχει ο νομοθέτης όσον αφορά την αξιολόγηση του ζητήματος αν ορισμένα ανοίγματα μπορούν να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης.

147.

Η Crédit Lyonnais αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της ΕΚΤ. Όσον αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013, η Crédit Lyonnais δεν συμφωνεί ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε κριτήρια που δεν προβλέπονται στην ως άνω διάταξη: κατά την άποψή της, απλώς διαπίστωσε ότι η ΕΚΤ είχε παραβλέψει ορισμένα χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων, υποδεικνύοντας ότι το επίπεδο κινδύνου τους είναι ιδιαίτερα χαμηλό.

148.

Όσον αφορά το επιχείρημα της ΕΚΤ σχετικά με το άρθρο 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013, η Crédit Lyonnais υπογραμμίζει ότι η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως από το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως στερεί από την ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει. Κατά την Crédit Lyonnais, η ΕΚΤ θα είχε το δικαίωμα να αρνηθεί την εφαρμογή της απαλλαγής (εν όλω ή εν μέρει) αν, επί παραδείγματι, οι ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις δεν καλύπτονταν από κρατικές εγγυήσεις ή αν είχε αποδειχθεί η πιθανότητα πραγματικής αθέτησης πληρωμών εκ μέρους του κράτους.

2.   Ανάλυση

149.

Όσον αφορά αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, συμμερίζομαι και πάλι την άποψη της Crédit Lyonnais.

150.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013 ορίζει τον «κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης» ως «[τον κίνδυνο] που απορρέει από τον ευάλωτο χαρακτήρα ιδρύματος λόγω μόχλευσης ή ενδεχόμενης μόχλευσης που ενδέχεται να απαιτεί ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό του, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού του».

151.

Δεν αντιλαμβάνομαι πώς το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια του «κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης» στην υπό κρίση υπόθεση. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε απλώς ότι, κατά τη γνώμη του, η ΕΚΤ είχε εξετάσει εσφαλμένως τις κρίσιμες περιστάσεις για τη χορήγηση της απαλλαγής, παραβλέποντας ή παραλείποντας να αξιολογήσει ορθώς ορισμένα χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων.

152.

Εξάλλου, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013 δεν στερεί από την ΕΚΤ το περιθώριο ελιγμών που διαθέτει. Πράγματι, οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου αφορούσαν ένα συγκεκριμένο είδος καταθέσεων το οποίο, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει σε μαζικές αναλήψεις λόγω διαφόρων χαρακτηριστικών του, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε τους αποταμιευτές να θεωρήσουν τις εν λόγω καταθέσεις ιδιαιτέρως ασφαλείς. Από κανένα στοιχείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ΕΚΤ δεν διαθέτει περιθώριο χειρισμών κατά τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά άλλα είδη καταθέσεων.

VI. Συνέπειες της ανάλυσής μου

153.

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι, κατά τη γνώμη μου, βάσιμος. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

154.

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει είτε, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς.

155.

Εν προκειμένω, φρονώ ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση ώστε το Δικαστήριο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς.

156.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκαν ως αβάσιμα το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως καθώς και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως. Η αναίρεση της Crédit Lyonnais δεν βάλλει κατά των εν λόγω κρίσεων, επομένως οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου επί των ζητημάτων αυτών έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

157.

Απομένει να εξεταστούν από το Δικαστήριο, αφενός, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με εφαρμογή του ορθού επιπέδου δικαστικού ελέγχου (υπό A). Αφετέρου, εναπόκειται επίσης στο Δικαστήριο να εξετάσει το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως, επί των οποίων το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε (υπό B).

Α. Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

158.

Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Crédit Lyonnais στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως δεν μου φαίνονται πειστικά.

159.

Πρώτον, είναι κατ’ εμέ σαφές ότι, κατά την εκτίμηση της αιτήσεως απαλλαγής της Crédit Agricole, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη της τα ειδικά χαρακτηριστικά των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων. Η συνολική μεθοδολογία που υιοθετήθηκε προς τούτο καθώς και η αξιολόγηση που πραγματοποιήθηκε βάσει των ειδικών στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο αυτό αποδεικνύουν ότι η εκτίμηση της ΕΚΤ εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο οι ιδιαιτερότητες των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων μπορούσαν να επηρεάσουν εκτιμήσεις προληπτικής εποπτείας.

160.

Ειδικότερα, στην επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ όντως έλαβε υπόψη την ύπαρξη διττής κρατικής εγγύησης, τον κίνδυνο αθέτησης πληρωμών εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας και το ζήτημα αν οι μαζικές αναλήψεις είναι «τόσο αιφνίδιες και εκτεταμένες» ώστε να δικαιολογούν τους προβαλλόμενους κινδύνους.

161.

Επομένως, καταλήγω ότι η Crédit Lyonnais δεν προέβαλε κανένα πειστικό επιχείρημα προς θεμελίωση της άποψής της ότι η ΕΚΤ δεν είχε συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες από την απόφαση του 2018 και, ειδικότερα, από τη σκέψη 81 της αποφάσεως εκείνης. Επιπλέον, για τους λόγους που εκτέθηκαν ανωτέρω, δεν εντοπίζω καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της ΕΚΤ ως προς τις περιστάσεις που ασκούν επιρροή στην απόφασή της να χορηγήσει μερική μόνον απαλλαγή βάσει του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013. Η Crédit Lyonnais δεν απέδειξε ότι το ανωτέρω συμπέρασμα κείται εκτός της διακριτικής ευχέρειας που θα έπρεπε να διαθέτει συναφώς η ΕΚΤ. Η απόφαση της ΕΚΤ δεν φαίνεται, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως και του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν οι επίμαχες διατάξεις, αβάσιμη ή παράλογη.

162.

Κατά συνέπεια, προτείνω την απόρριψη του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

Β. Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως

163.

Με την προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Crédit Lyonnais υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την πιστοληπτική ικανότητα της κεντρικής κυβέρνησης (σημείο 2.2.1 της επίδικης αποφάσεως) καθώς και το επίπεδο συγκέντρωσης των ανοιγμάτων της έναντι του CDC (σημείο 2.2.3 της επίδικης αποφάσεως).

164.

Οι ως άνω λόγοι δεν χρήζουν, κατά τη γνώμη μου, εκτεταμένης εξέτασης.

165.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, σε ένα σύντομο χωρίο της προσφυγής της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Crédit Lyonnais προσήψε στην ΕΚΤ ότι δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ύπαρξη ενδεχόμενου κινδύνου αθέτησης πληρωμών εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας. Στη συνέχεια, με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Crédit Lyonnais αναδιατύπωσε την επιχειρηματολογία της επισημαίνοντας ότι δεν αρνείται την ύπαρξη ενός ελάχιστου κινδύνου αθέτησης πληρωμών εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά ισχυρίζεται ότι ένας τέτοιος κίνδυνος δεν μπορεί να δικαιολογήσει άρνηση βάσει του άρθρου 429, παράγραφος 14, του κανονισμού 575/2013.

166.

Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως της ακριβούς διατύπωσής του, πρόκειται για επιχείρημα προδήλως αβάσιμο.

167.

Πρώτον, όπως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, η ΕΚΤ επισήμανε ότι η βαθμολογία που δόθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία από τους εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικών αξιολογήσεων δεν ήταν η υψηλότερη δυνατή και ότι η πιθανότητα αθετήσεως ως προς τον διακανονισμό των πενταετών συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης τα οποία διαπραγματευόταν η Γαλλική Δημοκρατία δεν ήταν μηδενική. Δεύτερον, η πιθανότητα αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας προφανώς δεν αποτελεί τον λόγο (ή έναν από τους λόγους) που δικαιολογεί τη μερική άρνηση χορηγήσεως απαλλαγής ως προς την Crédit Lyonnais. Πράγματι, τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στον όμιλο Crédit Agricole έτυχαν πλήρους απαλλαγής όσον αφορά τις ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις. Τρίτον, στον βαθμό που ένα από τα κύρια επιχειρήματα, επί των οποίων επέμεινε η Crédit Lyonnais, ήταν ο χαρακτήρας ασφαλούς τοποθετήσεως των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων λόγω της διπλής κρατικής εγγυήσεως, το γεγονός ότι ο κίνδυνος αθετήσεως πληρωμών εκ μέρους της Γαλλικής Δημοκρατίας θεωρήθηκε ότι δεν ήταν μηδενικός αποτελεί κατά τη γνώμη μου σημαντικό στοιχείο.

168.

Όσον αφορά το τρίτο σκέλος του παρόντος λόγου ακυρώσεως, δεν εντοπίζω, στις παρατηρήσεις που ανέπτυξε η Crédit Lyonnais πρωτοδίκως ή κατ’ αναίρεση, κάποιο πρόσθετο και διακριτό επιχείρημα από εκείνα που το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε στις σκέψεις 73 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

169.

Βάσει των προεκτεθέντων, φρονώ ότι η προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Crédit Lyonnais πρέπει να απορριφθεί.

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

170.

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αυτό αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

171.

Το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ιδίου Κανονισμού, ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

172.

Εν προκειμένω, υπάρχει αίτημα της ΕΚΤ για καταδίκη στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή και η προσφυγή να απορριφθεί, η Crédit Lyonnais πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της αναιρετικής.

VIII. Πρόταση

173.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2021, Crédit lyonnais κατά ΕΚΤ (T‑504/19, EU:T:2021:185

να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησε η Crédit Lyonnais·

να καταδικάσει την Crédit Lyonnais στα δικαστικά έξοδα τόσο της αναιρετικής διαδικασίας όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) T‑504/19, EU:T:2021:185 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

( 3 ) Kalintiri, A., «What’s in a name? The marginal standard of review of “complex economic assessments” in EU competition enforcement», Common Market Law Review, 2016, σ. 1283 και 1284.

( 4 ) Βλ. επίσης Gippini-Fournier, E., Castillo de la Torre, F., Evidence, Proof and Judicial Review in EU Competition Law, Edward Elgar Publishing, 2017, σ. 275, όπου τονίζεται ο άκρως αμφιλεγόμενος χαρακτήρας του ζητήματος.

( 5 ) Τα επίμαχα προϊόντα είναι: ο λογαριασμός «Livret A», ο οποίος ρυθμίζεται από τα άρθρα L.221-1 έως L.221-9 του code monétaire et financier (γαλλικού νομισματικού και χρηματοοικονομικού κώδικα, στο εξής: CMF)· ο λογαριασμός «Livret d’épargne populaire (LEP)», ο οποίος ρυθμίζεται από τα άρθρα L.221-13 έως L.221-17-2 του CMF· και ο λογαριασμός «Livret de développement durable et solidaire (LDD)», ο οποίος ρυθμίζεται από το άρθρο L.221-27 του CMF. Τα τρία προϊόντα θα αποκαλούνται στις παρούσες προτάσεις, από κοινού, «ρυθμιζόμενες αποταμιεύσεις».

( 6 ) ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6.

( 7 ) Η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα και τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2019, L 150, σ. 1).

( 8 ) ΕΕ 2013, L 287, σ. 63.

( 9 ) Crédit agricole κατά ΕΚΤ (T‑758/16, EU:T:2018:472· στο εξής: απόφαση του 2018).

( 10 ) Κατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει «να [λαμβάνει] τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

( 11 ) Σκέψεις 34 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 12 ) Σκέψεις 70 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 13 ) Σκέψεις 97 έως 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 14 ) Σκέψεις 107 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 15 ) Σκέψεις 115 έως 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 16 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 17 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Συμβούλιο κατά Επιτροπής (C‑660/13, EU:C:2016:616, σκέψη 32). Η υπογράμμιση δική μου.

( 18 ) Άρθρο 127, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ καθώς και άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου (αριθ. 4) για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (στο εξής: καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ). Πρωτόκολλο προσαρτημένο στο ενοποιημένο κείμενο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2010, C 83, σ. 230).

( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου (C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Βλ. άρθρο 3.3 και άρθρο 25 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ.

( 21 ) Βλ. άρθρο 4, παράγραφοι 1, στοιχείο δʹ, και 3, του κανονισμού 1024/2013.

( 22 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 7 και 32 καθώς και άρθρο 1 του κανονισμού 575/2013.

( 23 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 90 και άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 93, του κανονισμού 575/2013.

( 24 ) Βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013.

( 25 ) Βλ. σημείο 7 των παρουσών προτάσεων.

( 26 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 27 ) Πέραν των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τις οποίες τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να διαθέτουν πλήρη δικαιοδοσία: βλ. άρθρο 261 ΣΛΕΕ και, κυρίως, άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

( 28 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Α.Tizzano στην υπόθεση Επιτροπή κατά Tetra Laval (C‑12/03 P, EU:C:2004:318, σημεία 85 και 86).

( 29 ) Γενικώς, επ’ αυτού, βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑272/09 P, EU:C:2011:810, σκέψη 102).

( 30 ) Για εκτενή σύγκριση μεταξύ του ενωσιακού συστήματος και του συστήματος ορισμένων κρατών μελών, βλ. Schwarze, J., European Administrative Law, Revised First Edition, 2006, Sweet & Maxwell, σ. 261 έως 503. Βλ., επίσης, Mendes, J., «Bounded Discretion in EU Law: A Limited Judicial Paradigm in a Changing EU», Modern Law Review, 2017, σ. 451 έως 462. Για σύγκριση με το σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών, βλ. Shapiro, M., «Codification of Administrative Law: The US and the Union», European Law Journal, 1996, σ. 26 έως 47. Για τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν ακολουθήσει όσον αφορά το εν λόγω ζήτημα, μεταξύ άλλων, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Διεθνές Δικαστήριο, βλ. Gruszczynski, L., Werner, W., (επιμ.), Deference in International Courts and Tribunals: Standard of Review and Margin of Appreciation, Oxford University Press, 2014, κεφάλαια 13 και 17.

( 31 ) Στη νομική θεωρία, καλείται ενίοτε και «κλασική», «αμιγής» ή «κατεξοχήν» διακριτική ευχέρεια.

( 32 ) Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι συγγραφείς προτιμούν να μη χρησιμοποιούν τον όρο «διακριτική ευχέρεια» και κάνουν λόγο για «περιθώριο εκτιμήσεως».

( 33 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Technische Universität München (C‑269/90, EU:C:1991:317, σημείο 13).

( 34 ) Επί παραδείγματι, σε παλαιότερη απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε «περίπλοκες αξιολογικές κρίσεις οι οποίες, εκ της φύσεώς τους, δεν μπορούν να επαληθευθούν αντικειμενικώς»: βλ. απόφαση της 17ης Μαρτίου 1971, Marcato κατά Επιτροπής (29/70, EU:C:1971:29, σκέψη 7). Για θέσεις παρόμοιες με αυτές που υποστηρίζονται στις παρούσες προτάσεις, βλ. Forwood, N., «The Commission’s “More Economic Approach” – Implications for the role of the EU Courts, the treatment of economic evidence and the scope of judicial review», σε Ehlermann, C.D., Marquis M., (επιμ.), European Competition Law Annual 2009: Evaluation of evidence and its judicial review in competition cases, Hart Publishing, 2011, σ. 13· Bellamy, C., σε «Judicial Enforcement of Competition Law», ΟΟΣΑ, Policy Roundtables, 1996, σ. 106.

( 35 ) Βλ., ανάλογο προβληματισμό, Vesterdorf, B., «Standard of Proof in Merger Cases: Reflections in the Light of Recent Case Law of the Community Courts’, 2005, European Competition Journal, σ. 17.

( 36 ) Επί παραδείγματι, όταν απαιτείται να γίνουν εικασίες ως προς τις διάφορες πιθανές σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος σε μια ανάλυση προοπτικών: βλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2019, Επιτροπή κατά United Parcel Service (C‑265/17 P, EU:C:2019:23, σκέψη 32).

( 37 ) Τούτο συμβαίνει, επί παραδείγματι, όταν πρέπει να κριθεί αν μια δεδομένη κατάσταση υπερβαίνει, από πλευράς σοβαρότητας, σημασίας ή μεγέθους, το κατώτατο όριο που προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξη. Επί παραδείγματι, το άρθρο 66 ΣΛΕΕ επιτρέπει στο Συμβούλιο, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν οι κινήσεις κεφαλαίων προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης.

( 38 ) Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 347), και της 14ης Μαρτίου 1973, Westzucker (57/72, EU:C:1973:30, σκέψεις 4 έως 17). Η εν λόγω νομολογία, κατά πάσα πιθανότητα, ανάγεται στο άρθρο 33, πρώτο εδάφιο, της (τότε ισχύουσας) Συνθήκης ΕΚΑΧ, το οποίο, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεων της Ανωτάτης Αρχής, απαγόρευε, πλην εξαιρέσεων, στο Δικαστήριο να «[ελέγχει την εκτίμηση] της καταστάσεως που απορρέει από οικονομικά γεγονότα ή περιστάσεις, εν όψει της οποίας [η Ανώτατη Αρχή εξέδωσε τις] αποφάσεις ή συστάσεις [της]».

( 39 ) Απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, Meroni κατά Ανωτάτης Αρχής (9/56, EU:C:1958:7, σ. 152 και 154). Πλέον προσφάτως, απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑270/12, EU:C:2014:18, σκέψεις 41 έως 54).

( 40 ) Βλ. Giannini, M.S., Il Potere Discrezionale della Pubblica Amministrazione, Concetto e Problemi, Giuffrè, 1939, σ. 42 και 43.

( 41 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 42 ) Βλ., προσφάτως, απόφαση της 7ης Μαΐου 2020, BTB Holding Investments και Duferco Participations Holding κατά Επιτροπής (C‑148/19 P, EU:C:2020:354, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η υπογράμμιση δική μου.

( 43 ) Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano στην υπόθεση Επιτροπή κατά Tetra Laval (C‑12/03 P, EU:C:2004:318, σημεία 87 και 88).

( 44 ) Βλ., σημεία 64 έως 66 των παρουσών προτάσεων.

( 45 ) Αυτή φαίνεται να είναι η γνώμη του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στις προτάσεις του στην υπόθεση Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:292, σημείο 39). Με όλον τον σεβασμό, δεν συμμερίζομαι τη γνώμη αυτή.

( 46 ) Όπως αναφέρθηκε στο σημείο 35 των παρουσών προτάσεων, οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας μέχρις ότου ακυρωθούν ή κηρυχθούν ανίσχυρες ή ανεφάρμοστες από το Δικαστήριο. Εναπόκειται στον διάδικο που επικαλείται την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί του. Επί του εν λόγω ζητήματος, βλ., προσφάτως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar στην υπόθεση PlasticsEurope κατά ECHA (C‑119/21 P, EU:C:2022:655, σημεία 55 έως 60).

( 47 ) Όπ.π. (σκέψη 69).

( 48 ) Εξαιρουμένων, προφανώς, πιθανών ελαττωμάτων της πράξεως τα οποία, ως ζητήματα δημόσιας τάξης, δύνανται να εξετάζονται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αυτεπαγγέλτως.

( 49 ) Δεδομένου ότι οι λόγοι έχουν αναπτυχθεί διεξοδικά από άλλους έγκριτους συναδέλφους και πανεπιστημιακούς, η επανάληψή τους στις παρούσες προτάσεις παρέλκει. Παραπέμπω τον αναγνώστη, μεταξύ άλλων, στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Technische Universität München (C‑269/90, EU:C:1991:317, σημεία 15 και 16)· και σε Craig, P., EU Administrative Law, 3η έκδ., Oxford University Press, 2018, σ. 472 έως 474.

( 50 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Επιτροπή κατά max.mobil (C‑141/02 P, EU:C:2004:646, σημείο 78).

( 51 ) Βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

( 52 ) Πρβλ. προτάσεις στην υπόθεση Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2009:555, σημείο 84).

( 53 ) Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη νομολογιακή γραμμή αφορούσε, ως επί το πλείστον, προσφυγές στρεφόμενες κατά νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, ενώ η δεύτερη αφορούσε, σε μεγάλο βαθμό, διοικητικές αποφάσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Επί του ζητήματος αυτού, βλ., επίσης, Schwarze, J., European Administrative Law, όπ.π., σ. 298.

( 54 ) Προτάσεις στην υπόθεση Rica Foods κατά Επιτροπής (C‑40/03 P, EU:C:2005:93, σημείο 45). Η υπογράμμιση δική μου.

( 55 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, άρθρο 2 ΣΕΕ.

( 56 ) Το κριτήριο του «προδήλως απρόσφορου σε σχέση με τον [επιδιωκόμενο] σκοπό», το οποίο διατυπώνεται στην πρώτη νομολογιακή γραμμή, φαίνεται να θέτει αρκετά ψηλά τον πήχη για τους προσφεύγοντες. Αντιθέτως, στη δεύτερη νομολογιακή γραμμή, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν διευκρινίσει ότι το κριτήριο της «πρόδηλης πλάνης» δεν απαλλάσσει τον δικαστή της Ένωσης από την υποχρέωση να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την πληρότητα και την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων και τη συνέπεια μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων και των συμπερασμάτων που συνάγονται από αυτά. Αυτή η νομολογιακή διευκρίνιση υποδηλώνει, αναμφισβήτητα, αυστηρότερο έλεγχο όσον αφορά περιπτώσεις απλής διακριτικής ευχέρειας τεχνικής φύσης. Παραφράζοντας τον Μ. Jaeger, θα έλεγα ότι η νομολογία τείνει προς μια «περιθωριοποίηση» («marginalisation») του ακροθιγούς ελέγχου σε περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας τεχνικής φύσης. Βλ. Jaeger, M., «The Standard of Review in Competition Cases Involving Complex Economic Assessments: Towards the Marginalisation of the Marginal Review?», Journal of European Competition Law & Practice, 2011, σ. 295 έως 314.

( 57 ) Τούτου λεχθέντος, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι ορισμένες μορφές αυστηρώς οριοθετημένης διακριτικής ευχέρειας πολιτικής φύσης ενδέχεται να αφήνουν στο οικείο θεσμικό όργανο μικρότερο περιθώριο ελιγμών από εκείνο που απορρέει από τις τεχνικές εκτιμήσεις οι οποίες απαιτούνται από νομοθετικές διατάξεις που χρησιμοποιούν μία ή περισσότερες αόριστες έννοιες.

( 58 ) Ήτοι, την εκτίμηση των παραμέτρων, των κριτηρίων ή των στοιχείων βάσει των οποίων το θεσμικό όργανο αποφαίνεται επί των βέλτιστων ενεργειών υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις.

( 59 ) Συχνά, οι διατάξεις επιβάλλουν ορισμένη ενέργεια (χρησιμοποιείται ο ενεστώτας με το επιτακτικό «shall» στην αγγλική γλώσσα, ώστε να δηλωθεί ότι θεσμικό όργανο υπέχει υποχρέωση) όταν πληρούνται οι προβλεπόμενες σε αυτές προϋποθέσεις.

( 60 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Επιτροπή κατά max.mobil (C‑141/02 P, EU:C:2004:646, σημείο 79). Πρόκειται για λογικό επακόλουθο της αρχής της δοτής αρμοδιότητας στα θεσμικά όργανα, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ: βλ. σημείο 33 των παρουσών προτάσεων.

( 61 ) Τούτο ισχύει, επί παραδείγματι, στην περίπτωση της αποφάσεως της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά κράτους μέλους δυνάμει των άρθρων 258 και 260 ΣΛΕΕ. Πρβλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Δράση για την καταπολέμηση της απάτης όσον αφορά τη δήλωση δασμολογητέας αξίας χαμηλότερης της πραγματικής) (C‑213/19, EU:C:2022:167, σκέψη 203 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 62 ) Βλ., επί παραδείγματι, άρθρα 101, παράγραφος 3, και 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

( 63 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005, Επιτροπή κατά Tetra Laval (C‑12/03 P, EU:C:2005:87, σκέψη 42).

( 64 ) Για παράδειγμα, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων («Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων») (ΕΕ 2004, L 24, σ. 1), επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να απαγορεύει τις σχεδιαζόμενες συγκεντρώσεις μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, αν πραγματοποιηθούν, «ενδέχεται να παρακωλύουν σημαντικά τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στην κοινή αγορά ή σε σημαντικό τμήμα της».

( 65 ) Για να δώσω ένα παράδειγμα: η εφαρμογή των ενωσιακών κανόνων ανταγωνισμού σε επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η παροχή ορισμένων υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος σε κάποιο κράτος μέλος «[θα εμπόδιζε] νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που [της] έχει ανατεθεί» κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ;

( 66 ) Επί παραδείγματι: εμπίπτει μια περιοχή με «ασυνήθιστα χαμηλό» βιοτικό επίπεδο ή «σοβαρή υποαπασχόληση» στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ;

( 67 ) Επί παραδείγματι: αντιμετωπίζει ένα κράτος μέλος δυσκολίες ή διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες, οφειλόμενες σε φυσικές καταστροφές ή έκτακτες περιστάσεις που εκφεύγουν από τον έλεγχό του, κατά την έννοια του άρθρου 122, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ;

( 68 ) Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 47 και 48).

( 69 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 16ης Ιουνίου 2022, SGL Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑65/21 P και C‑73/21 P έως C‑75/21 P, EU:C:2022:470, σκέψεις 95 και 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 70 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, E.ON Energie κατά Επιτροπής (C‑89/11 P, EU:C:2012:738, σκέψεις 71 και 72).

( 71 ) Υπ’ αυτή την έννοια, βλ. Lefèvre, S., Prek, M., «“Administrative Discretion”, “Power of Appraisal” και “Margin of Appraisal” in Judicial Review Proceedings before the General Court», Common Market Law Review, 2016, σ. 377· και Craig, P., όπ.π., σ. 445.

( 72 ) Αυτός μπορεί να είναι ένας από τους λόγους που ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει πραγματευτεί σε βάθος τα ζητήματα αυτά υιοθετώντας σχετικά μια πιο «πραγματιστική» ή «ευέλικτη» προσέγγιση. Πρβλ. Schwarze, J., «Judicial Review of Administrative Procedures», Law and Contemporary Problems, 2004, σ. 100 και 101· και Mendes, J., όπ.π., σ. 5.

( 73 ) Ομοίως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην υπόθεση Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής (C‑83/98 P, EU:C:1999:577, σημείο 16). Βλ. επίσης τις σκέψεις του Ε. Gippini-Fournier σχετικά με την έλλειψη σαφών ορίων «ως προς την απόδειξη» ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ορισμένες εκ των οποίων θα μπορούσαν, τηρουμένων των αναλογιών, να ισχύουν και όσον αφορά την έλλειψη σαφών ορίων «ως προς τον έλεγχο»: Gippini-Fournier, E., «The Elusive Standard of Proof in EU Competition Cases», World Competition, 2010, σ. 187 έως 207.

( 74 ) Πρβλ. αιτιολογικές σκέψεις 90 και 91 καθώς και άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 94, του κανονισμού 575/2013.

( 75 ) Βλ. σημεία 36 έως 38 των παρουσών προτάσεων.

( 76 ) Πράγματι, έχει διαπιστωθεί ότι η υπερβολική μόχλευση αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν σε εκείνη τη χρηματοπιστωτική κρίση (όπως και σε πολλές αντίστοιχες κρίσεις στο παρελθόν). Βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 90 του κανονισμού 575/2013.

( 77 ) Στη σκέψη 30 της αποφάσεως του 2018, το Γενικό Δικαστήριο έκανε συναφώς λόγο για «ευρεία εξουσία εκτιμήσεως».

( 78 ) Το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε το εν λόγω στοιχείο στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 79 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογικές σκέψεις 19, 39, 44, 46 και 60 του κανονισμού 575/2013, καθώς και σκέψη 51 της αποφάσεως του 2018.

( 80 ) Σελίδες 5 και 6 της επίδικης αποφάσεως. Η υπογράμμιση δική μου.

( 81 ) Βλ. σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 82 ) Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την αντίληψη των καταθετών για τον ασφαλή χαρακτήρα των ρυθμιζόμενων αποταμιεύσεων στηρίζονται μόνο σε δύο έγγραφα τα οποία, λαμβανομένων υπόψη της περιορισμένης έκτασης, του γενικού χαρακτήρα και του σχετικά στοιχειώδους περιεχομένου τους, συνθέτουν ένα μάλλον «ελαφρύ» αποδεικτικό πλαίσιο (βλ. σκέψη 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

( 83 ) Βλ. ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 93 και άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 93, και άρθρο 429, παράγραφοι 1 έως 11, του κανονισμού 575/2013. Βλ. επίσης τη σκέψη 42 της αποφάσεως του 2018.

( 84 ) Βλ., κατ’ αναλογία, άρθρο 166, παράγραφος 4, του κανονισμού 575/2013, για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 49 της αποφάσεως του 2018.

( 85 ) Πρβλ. σκέψεις 43 και 50 της αποφάσεως του 2018.

( 86 ) Πρβλ. σκέψη 51 της αποφάσεως του 2018.

( 87 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 43, 50, 66, 68, 84 και 89 έως 96 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 88 ) Βλ. παρατηρήσεις αριθ. 2 και αριθ. 4 (σ. 2 και 3) της αξιολόγησης της ΕΚΤ για τις παρατηρήσεις της Crédit Agricole επί του σχεδίου αποφάσεως. Πρόκειται για έγγραφο το οποίο ήταν συνημμένο στην επίδικη απόφαση και αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της.

( 89 ) Πρβλ. σκέψεις 115 και 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες θα επανέλθω στη συνέχεια.

( 90 ) Για όποιον ενδιαφέρεται, μια γρήγορη έρευνα στο διαδίκτυο αρκεί για να εντοπιστούν παραπομπές στην πλούσια οικονομική βιβλιογραφία στην οποία, κατόπιν μελέτης της συμπεριφοράς των καταθετών σε όλες τις ιστορικές περιόδους, προσδιορίζονται τα στοιχεία που προκάλεσαν μαζικές αναλήψεις (bank run).

( 91 ) Σκέψεις 43 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 92 ) Βλ. σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το ζήτημα θα εξεταστεί, εφόσον κριθεί αναγκαίο, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σε συνδυασμό με τις σκέψεις 97 επ. της ίδιας αποφάσεως (και, ειδικότερα, τη σκέψη 114) όπου, στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, δεν γίνεται αναφορά στη συναφή επιχειρηματολογία της Crédit Lyonnais. Θα εξετάσω τα επιχειρήματα κατωτέρω, στα σημεία 165 έως 168 των παρουσών προτάσεων.

( 93 ) Και πάλι, τα στοιχεία που επικαλέστηκε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο προς στήριξη της διαπιστώσεώς του δεν φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως πλούσια (βλ. παραπομπή στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

( 94 ) Βλ. παρατήρηση αριθ. 2 (σ. 2) της αξιολόγησης της ΕΚΤ για τις παρατηρήσεις της Crédit Agricole επί του σχεδίου αποφάσεως.

( 95 ) Βλ. πίνακα που περιλαμβάνεται στο σημείο 2.2 της επίδικης αποφάσεως.

( 96 ) Η υπογράμμιση δική μου. Ανάλογη είναι η διατύπωση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στη γαλλική έκδοση (καθώς η γαλλική είναι η γλώσσα διαδικασίας): «n’aurait pas conduit au refus».

( 97 ) Περιττό να επισημάνω ότι, αν η διαφορετική εκτίμηση ως προς τα διάφορα στοιχεία που εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο δεν επηρέαζε τα τελικά συμπεράσματα της ΕΚΤ, η επίδικη απόφαση θα έπρεπε να διατηρηθεί σε ισχύ.

( 98 ) Βλ. σημεία 15, 91 και 92 των παρουσών προτάσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης καταστάσεώς τους, η ΕΚΤ χορήγησε στις λοιπές τράπεζες του ομίλου Crèdit Agricole πλήρη απαλλαγή όσον αφορά τα ανοίγματά τους έναντι του CDC.

( 99 ) Πρβλ. απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2021, Qualcomm και Qualcomm Europe κατά Επιτροπής (C‑466/19 P, EU:C:2021:76, σκέψεις 43 και 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Top