Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62021CC0238

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina της 22ας Ιουνίου 2022.
    Porr Bau GmbH κατά Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung.
    Αίτηση του Landesverwaltungsgericht Steiermark για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Απόβλητα – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Άρθρο 3, σημείο 1 – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Υλικά εκσκαφής – Έννοιες “αποβλήτου” και “υποπροϊόντος” – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτου.
    Υπόθεση C-238/21.

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:497

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    LAILA MEDINA

    της 22ας Ιουνίου 2022 ( 1 )

    Υπόθεση C‑238/21

    Porr Bau GmbH

    κατά

    Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung

    [αίτηση του Landesverwaltungsgericht Steiermark
    (περιφερειακού διοικητικού πρωτοδικείου
    του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας, Αυστρία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2008/98/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Απόβλητα – Άρθρο 5, παράγραφος 1 – Υποπροϊόντα – Άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 4 – Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων – Μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας – Προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και ανάκτηση – Άμεση χρήση ως υποκατάστατο πρώτων υλών – Τυπικές προϋποθέσεις – Υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της έννοιας «απόβλητα» στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 ( 2 ) και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χωρεί για τα υλικά εκσκαφής –δηλαδή, για μη μολυσμένο χώμα άριστης ποιότητας– ο αποχαρακτηρισμός τους ως αποβλήτων δυνάμει του άρθρου 6 της εν λόγω οδηγίας. Η παρούσα υπόθεση αποτελεί την άμεση συνέχεια αποφάσεων όπως οι Tallinna Vesi ( 3 ) και Sappi Austria Produktion και Wasserverband «Region Gratkorn-Gratwein» ( 4 ), στο πλαίσιο των οποίων το Δικαστήριο ερμήνευσε τις ίδιες ως άνω διατάξεις όσον αφορά την ιλύ καθαρισμού λυμάτων και τα λύματα, αντιστοίχως.

    2.

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας μεταξύ της Porr Bau GmbH (στο εξής: Porr Bau) και της Bezirkshauptmannschaft Graz-Umgebung (περιφερειακής διοικητικής αρχής Graz και περιχώρων, στο εξής: αρμόδια αρχή). Η εν λόγω διαδικασία αφορά μια διοικητική απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι χώμα εκσκαφής το οποίο παρήγγειλαν ορισμένοι γεωργοί από κατασκευαστική εταιρία στην Αυστρία, με σκοπό την ισοπέδωση και αποκατάσταση των καλλιεργήσιμων εκτάσεών τους, λογίζεται ως απόβλητο και, συνεπώς, υπόκειται στην καταβολή τέλους, παρά το γεγονός ότι είχε χαρακτηριστεί ως μη μολυσμένο υλικό της υψηλότερης κατηγορίας ποιότητας κατά την αυστριακή νομοθεσία.

    3.

    Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κυρίως εάν το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των σκοπών της εν λόγω οδηγίας, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει ότι ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων χωρεί για μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής υψηλής ποιότητας μόνον (i) εάν αυτό χρησιμοποιείται ως άμεσο υποκατάστατο πρώτων υλών και (ii) ο κάτοχός του πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, όπως οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης. Ως προκαταρκτικό ζήτημα, το δικαστήριο αυτό διερωτάται επίσης εάν το μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας, το οποίο διατέθηκε από την εταιρία με σκοπό τη βελτίωση της αποδόσεως των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, εμπίπτει στην έννοια των «αποβλήτων» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 ή, εναλλακτικώς, στην έννοια του «υποπροϊόντος» κατά το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας.

    II. Νομικό πλαίσιο

    Α. Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    4.

    Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/98, όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρονικό διάστημα ( 5 ), η εν λόγω οδηγία θεσπίζει «μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας εμποδίζοντας ή μειώνοντας τις αρνητικές επιπτώσεις της παραγωγής και της διαχείρισης αποβλήτων, και περιορίζοντας τον συνολικό αντίκτυπο της χρήσης των πόρων και βελτιώνοντας την αποδοτικότητά της».

    5.

    Το άρθρο 3, της οδηγίας 2008/98, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί» προβλέπει ότι για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί των όρων «απόβλητα», «ανάκτηση» και «προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση» στις παραγράφους 1, 15 και 16:

    «1.

    “απόβλητα”: κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει·

    […]

    15.

    “ανάκτηση”: οιαδήποτε εργασία της οποίας το κύριο αποτέλεσμα είναι ότι απόβλητα εξυπηρετούν ένα χρήσιμο σκοπό αντικαθιστώντας άλλα υλικά τα οποία, υπό άλλες συνθήκες, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση συγκεκριμένης λειτουργίας, ή ότι απόβλητα υφίστανται προετοιμασία για την πραγματοποίηση αυτής της λειτουργίας, είτε στην εγκατάσταση είτε στο γενικότερο πλαίσιο της οικονομίας. Στο Παράρτημα ΙΙ παρατίθεται μη εξαντλητικός κατάλογος των εργασιών ανάκτησης·

    16.

    “προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση”: κάθε εργασία ανάκτησης που συνιστά έλεγχο, καθαρισμό ή επισκευή, με την οποία προϊόντα ή συστατικά στοιχεία προϊόντων που αποτελούν πλέον απόβλητα προετοιμάζονται προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς άλλη προεπεξεργασία·

    […]».

    6.

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιεράρχηση των αποβλήτων» ορίζει τα εξής:

    «1.   Στη νομοθεσία και την πολιτική για την πρόληψη και τη διαχείριση των αποβλήτων ισχύει ως τάξη προτεραιότητας η ακόλουθη ιεράρχηση όσον αφορά τα απόβλητα:

    α)

    πρόληψη,

    β)

    προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση,

    γ)

    ανακύκλωση,

    δ)

    άλλου είδους ανάκτηση, π.χ. ανάκτηση ενέργειας, και

    ε)

    διάθεση.

    […]»

    7.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/98, το οποίο επιγράφεται «Υποπροϊόντα» ορίζει τα εξής:

    «1.   Μια ουσία ή αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής, πρωταρχικός σκοπός της οποίας δεν είναι η παραγωγή αυτού του στοιχείου, μπορεί να θεωρείται ότι δεν συνιστά απόβλητο όπως αναφέρεται στο άρθρο 3, σημείο 1) αλλά υποπροϊόν μόνον εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

    α)

    είναι βέβαιη η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου,

    β)

    η ουσία ή το αντικείμενο είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν απ’ ευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής,

    γ)

    η ουσία ή το αντικείμενο παράγεται ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας, και

    δ)

    η περαιτέρω χρήση είναι σύννομη, δηλαδή η ουσία ή το αντικείμενο πληροί όλες τις σχετικές απαιτήσεις περί προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση και δεν πρόκειται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.

    […]»

    8.

    Το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98, το οποίο επιγράφεται «Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων» ορίζει τα εξής:

    «1.   Ορισμένα προσδιορισμένα απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 1), εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης, περιλαμβανομένης της ανακύκλωσης, και πληρούν ειδικά κριτήρια που θα καθοριστούν σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους:

    α)

    η ουσία ή το αντικείμενο χρησιμοποιείται συνήθως για συγκεκριμένους σκοπούς,

    β)

    υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή αντικείμενο

    γ)

    η ουσία ή το αντικείμενο πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και συμμορφούται προς την κειμένη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα, και

    δ)

    η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν πρόκειται να έχει δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.

    Εφόσον απαιτείται, τα κριτήρια περιλαμβάνουν οριακές τιμές για τους ρύπους και συνεκτιμούν ενδεχόμενες δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ουσίας ή του αντικειμένου.

    […]

    4.   Εάν δεν έχουν καθορισθεί κριτήρια σε κοινοτικό επίπεδο σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στις παραγράφους 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, κατά περίπτωση, εάν ένα συγκεκριμένο απόβλητο έχει αποχαρακτηρισθεί βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας. […]»

    9.

    Η βασική υποχρέωση και ο σκοπός της οδηγίας 2008/98 καθορίζονται στο άρθρο 13:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι η διαχείριση των αποβλήτων πραγματοποιείται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η ανθρώπινη υγεία και χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον […]».

    10.

    Το άρθρο 28 της οδηγίας 2008/98, το οποίο επιγράφεται «Σχέδια διαχείρισης αποβλήτων», ορίζει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους καταρτίζουν σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με τα άρθρα 1, 4 και 13, ένα ή περισσότερα σχέδια διαχείρισης αποβλήτων.

    Β. Το αυστριακό δίκαιο

    1.   Ο νόμος για τη διαχείριση των αποβλήτων

    11.

    Οι κρίσιμες για την υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεις του Abfallwirtschaftsgesetz του 2002 (αυστριακός ομοσπονδιακός νόμος του 2002 για τη διαχείριση των αποβλήτων, στο εξής: νόμος για τη διαχείριση των αποβλήτων), ο οποίος μετέφερε την οδηγία 2008/98 στην εθνική έννομη τάξη, ορίζουν τα εξής:

    «Ορισμοί

    Άρθρο 2 (1) Για τους σκοπούς του [νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων] ως απόβλητο νοείται κάθε κινητό,

    1. το οποίο ο κάτοχός του προτίθεται να απορρίψει ή έχει ήδη απορρίψει, ή

    2. του οποίου η συλλογή, αποθήκευση, μεταφορά και επεξεργασία ως αποβλήτου είναι αναγκαία για να μη θιγεί το δημόσιο συμφέρον (άρθρο 1, παράγραφος 3).

    […]

    (5) Για τους σκοπούς του [νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων],

    […]

    6.

    ως “προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση” νοείται κάθε εργασία ανάκτησης που συνιστά έλεγχο, καθαρισμό ή επισκευή, με την οποία προϊόντα ή συστατικά στοιχεία προϊόντων που αποτελούν πλέον απόβλητα προετοιμάζονται προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς άλλη προεπεξεργασία,

    […]

    Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων

    Άρθρο 5 (1) Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε κανονιστική πράξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου ή του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα, οι ήδη υφιστάμενες ουσίες λογίζονται ως απόβλητα μέχρις ότου οι ίδιες ή οι ουσίες που λαμβάνονται απευθείας από αυτές χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή για την παραγωγή προϊόντων που λαμβάνονται από πρωτογενείς πρώτες ύλες. Στην περίπτωση της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, σημείο 6, ο αποχαρακτηρισμός των αποβλήτων επέρχεται μετά το πέρας της εργασίας ανάκτησης.

    […]

    Ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων

    Άρθρο 8 (1) Προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί και να εφαρμοστούν οι αρχές που καθορίζονται στον [νόμο για τη διαχείριση των αποβλήτων], ο Υπουργός Γεωργίας, Δασοκομίας, Περιβάλλοντος και Υδάτινων Πόρων καταρτίζει ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων τουλάχιστον κάθε έξι χρόνια.

    […]»

    2.   Το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων

    12.

    Το Bundesabfallwirtschaftsplan 2011 (αυστριακό ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων του 2011, στο εξής: ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων), που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 28 της οδηγίας 2008/98 και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων, θέτει συγκεκριμένες απαιτήσεις σχετικά με τη μείωση των ποσοτήτων των αποβλήτων, των ρύπων τους και του επιβλαβούς αντίκτυπού τους στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία καθώς και σχετικά με την περιβαλλοντικώς ορθή και οικονομικώς χρήσιμη ανάκτηση των αποβλήτων.

    3.   Ο νόμος περί εξυγίανσης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων

    13.

    Κατά το άρθρο 1 του Altlastensanierungsgesetz του 1989 (αυστριακός ομοσπονδιακός νόμος του 1989 περί εξυγίανσης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων, όπως τροποποιήθηκε) ο νόμος αυτός αποβλέπει «στη χρηματοδότηση της προστασίας και της εξυγίανσης των μη χρησιμοποιούμενων μολυσμένων χώρων κατά την έννοια του [παρόντος νόμου]». Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 3 ορίζει μεταξύ άλλων ότι η μακροπρόθεσμη εναπόθεση αποβλήτων στην επιφάνεια του εδάφους ή στο υπέδαφος με σκοπό, μεταξύ άλλων, την πλήρωση ή την ισοπέδωση ανώμαλων εδαφών για κατασκευαστικούς σκοπούς υπόκειται στην καταβολή τέλους γνωστού ως «Altlastenbeitrag» (τέλος μολυσμένων χώρων). Ωστόσο, τα απόβλητα αυτά απαλλάσσονται από το τέλος εφόσον, κατ’ ουσίαν, χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που τίθενται από το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων. Ο νόμος περί εξυγίανσης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων θεσπίζει επίσης στο άρθρο 10 μια διαδικασία της οποίας σκοπός είναι η αποσαφήνιση, μέσω της εκδόσεως διοικητικής αποφάσεως, του κατά πόσον πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της υποχρεώσεως καταβολής του τέλους μολυσμένων χώρων.

    III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

    14.

    Η Porr Bau, ήτοι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, είναι κατασκευαστική εταιρία που εδρεύει στην Αυστρία. Τον Ιούλιο του 2015, ορισμένοι γεωργοί της ζήτησαν να τους προμηθεύσει με χώμα εκσκαφής και να επιχωματώσει με αυτό τις ιδιοκτησίες τους. Ο σκοπός του αιτήματος των γεωργών συνίστατο στην ισοπέδωση των αγροτεμαχίων και τη βελτίωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεών τους, προκειμένου να αυξηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η αποδοτικότητά τους.

    15.

    Κατά τον χρόνο που οι γεωργοί προσέγγισαν την Porr Bau δεν ήταν βέβαιο ότι η εν λόγω επιχείρηση θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στο αίτημά τους. Η Porr Bau προμήθευσε το υλικό που της ζητήθηκε μόνο μετά την επιλογή του κατάλληλου κατασκευαστικού έργου και τη λήψη δειγμάτων εδάφους. Προς τούτο, το χώμα χαρακτηρίστηκε ως κατηγορίας ποιότητας Α1, δηλαδή της υψηλότερης ποιότητας μη μολυσμένου χώματος εκσκαφής που προβλέπεται από το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων. Κατά το αυστριακό δίκαιο, η χρήση αυτής της κατηγορίας χώματος είναι κατάλληλη και επιτρέπεται για τη διαμόρφωση εδαφών και οικοδομικές εργασίες. Στην Porr Bau καταβλήθηκε επίσης αμοιβή προκειμένου να πραγματοποιήσει τις εργασίες βελτιώσεως του εδάφους και των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.

    16.

    Στις 4 Μαΐου 2018, σύμφωνα με τον νόμο περί εξυγίανσης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων, η Porr Bau ζήτησε από την αρμόδια αρχή να κρίνει ότι το χώμα εκσκαφής που είχε προμηθεύσει στους γεωργούς δεν συνιστά απόβλητο. Επικουρικώς, ζήτησε το χώμα αυτό να απαλλαγεί από το τέλος επί της χρήσεως αποβλήτων.

    17.

    Στις 14 Σεπτεμβρίου 2020, η αρμόδια αρχή έκρινε ότι το επίμαχο χώμα εκσκαφής εμπίπτει στην έννοια των αποβλήτων κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου για τη διαχείριση αποβλήτων. Η αρχή αυτή έκρινε επίσης ότι για το συγκεκριμένο χώμα δεν χωρεί αποχαρακτηρισμός αποβλήτων, κυρίως λόγω του ότι δεν πληρούνται ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι δεν απαλλάσσεται από το τέλος επί της χρήσεως αποβλήτων.

    18.

    Το Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας, Αυστρία), το οποίο έχει επιληφθεί της προσφυγής που ασκήθηκε κατά της ως άνω αποφάσεως, διατηρεί αμφιβολίες ως προς την άποψη της αρμόδιας αρχής.

    19.

    Πιο συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διαφωνεί με την ερμηνεία της έννοιας «απόβλητα» που ακολούθησε η εν λόγω αρχή και την εφαρμογή της σε μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής της ανώτερης ποιοτικά κατηγορίας, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά το αυστριακό δίκαιο, για τα υλικά εκσκαφής χωρεί αποχαρακτηρισμός τους ως αποβλήτων μόνον εφόσον χρησιμοποιηθούν άμεσα ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή για την παραγωγή προϊόντων που προέρχονται πρωτίστως από πρώτες ύλες. Τίθεται επομένως το ζήτημα εάν η εθνική νομοθεσία ρυθμίζει τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων αυστηρότερα σε σχέση με το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98 όσον αφορά το μη μολυσμένο χώμα άριστης ποιότητας. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το αυστριακό δίκαιο απαιτεί, για τους σκοπούς του αποχαρακτηρισμού αποβλήτων, την πλήρωση ορισμένων τυπικών προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα τη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, όσον αφορά το μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας, η υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις αυτές, οι οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο είναι άνευ περιβαλλοντικής σημασίας, παραβιάζει το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98.

    20.

    Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, το Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1.

    Αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2008/98] εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων χωρεί μόνον εφόσον τα απόβλητα ή οι υπάρχουσες ουσίες ή οι εξ αυτών προερχόμενες ουσίες χρησιμοποιηθούν άμεσα ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή προϊόντων που έχουν παραχθεί από πρωτογενείς πρώτες ύλες ή εφόσον έχουν προετοιμαστεί για επαναχρησιμοποίηση;

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

    2.

    Αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2008/98] εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων, όσον αφορά τα υλικά εκσκαφής, χωρεί το νωρίτερο από την υποκατάσταση πρώτων υλών ή προϊόντων που έχουν παραχθεί από πρωτογενείς πρώτες ύλες;

    Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο και/ή στο δεύτερο ερώτημα:

    3.

    Αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2008/98] εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι δεν είναι δυνατός ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων, όσον αφορά τα υλικά εκσκαφής, εάν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται στο ακέραιο τυπικά κριτήρια (ιδίως υποχρεώσεις τήρησης αρχείου και τεκμηρίωσης), τα οποία δεν έχουν κανέναν περιβαλλοντικό αντίκτυπο στην εργασία που πραγματοποιήθηκε, ακόμη και αν [οι τιμές ρύπων] των υλικών εκσκαφής είναι αποδεδειγμένα κατώτερες από τις οριακές τιμές (κατηγορία ποιότητας) που πρέπει να τηρούνται για την προβλεπόμενη συγκεκριμένη χρήση;»

    IV. Ανάλυση

    21.

    Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων χωρεί, κατά γενικό κανόνα, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα απόβλητα χρησιμοποιούνται άμεσα ως υποκατάστατα πρώτων υλών ή αφού έχουν υποστεί προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση και, στην ειδική περίπτωση των υλικών εκσκαφής, μόνον εάν τα υλικά εκσκαφής χρησιμοποιούνται άμεσα ως υποκατάστατα πρώτων υλών και ο κάτοχός τους πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις όπως η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης.

    22.

    Καταρχάς, πρέπει να επισημάνω ότι, στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το εάν μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής, το οποίο χαρακτηρίζεται από την εθνική νομοθεσία ως άριστης ποιότητας, συνιστά απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98. Σε τελική ανάλυση, η εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας στηρίζεται στην παραδοχή ότι μια ουσία ή ένα αντικείμενο έχει προηγουμένως χαρακτηριστεί ως απόβλητο. Μολονότι το συγκεκριμένο ζήτημα δεν τίθεται ρητώς με τα προδικαστικά ερωτήματα, θα εξετάσω αρχικώς εάν η διάθεση μη μολυσμένου χώματος εκσκαφής άριστης ποιότητας από κατασκευαστική εταιρία, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις μιας υπόθεσης όπως αυτή της κύριας δίκης, μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά διάθεση αποβλήτου. Στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου, θα εξετάσω επίσης το ζήτημα που συζητήθηκε από τους μετέχοντες στη διαδικασία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι εάν το χώμα που διατέθηκε πρέπει, αντιθέτως, να χαρακτηριστεί ως υποπροϊόν κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    23.

    Για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης υλικό συνιστά απόβλητο, θα εξετάσω ακολούθως τα τρία προδικαστικά ερωτήματα από κοινού. Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι καλούν το Δικαστήριο να κρίνει εάν η επίμαχη εθνική ρύθμιση συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, εφόσον η μοναδική περίπτωση ανάκτησης για το μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο αποχαρακτηρισμός του ως αποβλήτου, συνίσταται στη χρήση του ως υποκατάστατου πρώτων υλών και στην πλήρωση ορισμένων τυπικών προϋποθέσεων, όπως η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης.

    Α. Το μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας ως απόβλητο ή υποπροϊόν

    1.   Το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/98

    24.

    Πριν εξετάσω το κατά πόσον το μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά απόβλητο ή, εναλλακτικώς, υποπροϊόν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων εννοιών των άρθρων 3, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, επισημαίνω εν συντομία ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της τη μη μολυσμένη γη και άλλα φυσικά υλικά που έχουν εκσκαφθεί κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών δραστηριοτήτων εφόσον είναι βέβαιο ότι το υλικό αυτό θα χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή στη φυσική του κατάσταση στον χώρο από τον οποίο έγινε η εκσκαφή.

    25.

    Δεδομένου ότι, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που παρατίθενται στη διάταξη περί παραπομπής, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα εκσκαφής εναποτέθηκε σε χώρο διαφορετικό από την τοποθεσία εκσκαφής, το υλικό αυτό δεν καλύπτεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/98 και, συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του ορισμού των αποβλήτων και των σχετικών με τα υποπροϊόντα διατάξεων της εν λόγω οδηγίας ( 6 ).

    2.   Οι έννοιες «απόβλητα» και «υποπροϊόν»

    26.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 ορίζει ως «απόβλητα» κάθε ουσία ή αντικείμενο το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται να απορρίψει (απόβλητα εξ υποκειμένου) ή το οποίο ο κάτοχός του υποχρεούται να απορρίψει (απόβλητα εξ αντικειμένου). Η έννοια των αποβλήτων έχει ερμηνευθεί ευρέως από το Δικαστήριο, το οποίο έχει προσδιορίσει τα κρίσιμα κριτήρια προκειμένου να καθοριστεί εάν μια ουσία ή ένα αντικείμενο, συμπεριλαμβανομένων των υλικών, πρέπει να θεωρείται απόβλητο κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ( 7 ).

    27.

    Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως αποβλήτου, υπό την υποκειμενική του όρου έννοια, προκύπτει πρωτίστως από τη συμπεριφορά του κατόχου του και από τη σημασία του όρου «απορρίπτω» ( 8 ). Ο όρος αυτός και ο όρος «απόβλητο» ενσωματώνουν έννοιες του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 2008/98 περί ελαχιστοποίησης των αρνητικών επιπτώσεων της παραγωγής και διαχείρισης αποβλήτων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, δεν μπορούν να ερμηνεύονται συσταλτικά ( 9 ).

    28.

    Το Δικαστήριο έχει επίσης υπογραμμίσει ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν μια ουσία ή ένα αντικείμενο συνιστά απόβλητο, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης και ο σκοπός της οδηγίας 2008/98 και να υπάρχει μέριμνα ώστε να μη θίγεται η αποτελεσματικότητά της ( 10 ).

    29.

    Μεταξύ των περιστάσεων από τις οποίες ενδέχεται να προκύπτει ο χαρακτηρισμός αποβλήτου είναι το γεγονός, πρώτον, ότι, μια ουσία ή ένα αντικείμενο αποτελεί υπόλειμμα παραγωγής ή καταναλώσεως, δηλαδή προϊόν του οποίου δεν επιδιώχθηκε η παραγωγή ( 11 ). Περαιτέρω, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί, κατά το Δικαστήριο, στο γεγονός ότι η επίμαχη ουσία ή αντικείμενο δεν έχει ή δεν έχει πλέον χρησιμότητα για τον κάτοχό του, οπότε το εν λόγω αντικείμενο ή η ουσία αποτελεί βάρος το οποίο ο κάτοχός του επιθυμεί να απορρίψει ( 12 ). Επιπλέον, ούτε η μέθοδος επεξεργασίας ούτε ο τρόπος χρήσεως μιας ουσίας έχουν καθοριστική σημασία όσον αφορά το εάν η ουσία αυτή θα χαρακτηριστεί ως «απόβλητο». Τέλος, ο όρος «απόβλητο» δεν αποκλείει ουσίες ή αντικείμενα των οποίων η επαναχρησιμοποίηση είναι δυνατή από οικονομικής απόψεως ( 13 ).

    30.

    Παράλληλα με την προεκτεθείσα νομολογία, το Δικαστήριο ανέπτυξε επίσης και την έννοια του «υποπροϊόντος», με βάση, κυρίως, την ερμηνεία της οδηγίας 75/442 ( 14 ). Η νομολογία αυτή κωδικοποιείται πλέον στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, το οποίο, κατ’ ουσίαν, αναφέρεται σε μια ουσία ή ένα αντικείμενο τα οποία δεν προτίθεται να απορρίψει ο κάτοχός τους λόγω του οικονομικού πλεονεκτήματος που ενδέχεται να αποκομίσει από την επαναχρησιμοποίησή τους και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν βάρος και, άρα, απόβλητα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ουδόλως δικαιολογείται να υπαχθούν στις αυστηρές διατάξεις της οδηγίας 2008/98 σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, ουσίες ή προϊόντα τα οποία ο κάτοχός τους προτίθεται να εκμεταλλευθεί ή να εμπορευθεί υπό ευνοϊκές από οικονομική άποψη συνθήκες ( 15 ).

    3.   Μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας το οποίο ζητήθηκε για την ισοπέδωση και βελτίωση καλλιεργήσιμων εκτάσεων

    31.

    Εναπόκειται ασφαλώς στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να αξιολογήσει τα πραγματικά περιστατικά της ενώπιόν του υποθέσεως, να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα της προεκτεθείσας νομολογίας, εάν ο κάτοχος υλικών εκσκαφής, δηλαδή μη μολυσμένου χώματος άριστης ποιότητας, προτίθεται να τα απορρίψει, γεγονός το οποίο θα τα καθιστούσε απόβλητα, ή να τα εκμεταλλευτεί υπό οικονομικά ευνοϊκούς γι’ αυτόν όρους, γεγονός το οποία τα καθιστά υποπροϊόντα ( 16 ). Κατόπιν τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Οι κατευθύνσεις αυτές βασίζονται στις ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες δεν θα πρέπει να αγνοηθούν σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης.

    α)   Άριστης ποιότητας χώμα εκσκαφής ως απόβλητο

    32.

    Καταρχάς, θέλω να υπογραμμίσω ότι, κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, η απόφαση που ελήφθη από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με την οποία το επίμαχο χώμα εκσκαφής συνιστά απόβλητο, στηρίζεται στη νομολογία του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία) σχετικά με την έννοια των «αποβλήτων», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων ( 17 ). Κατά το δικαστήριο αυτό, στην περίπτωση υλικών εκσκαφής ή κατεδάφισης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια ενός κατασκευαστικού έργου, ο κύριος σκοπός του κατασκευαστή συνίσταται, κατά κανόνα, στην ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου χωρίς να παρεμποδίζεται από τα υλικά αυτά. Ως εκ τούτου, αυτά απομακρύνονται από το εργοτάξιο προκειμένου να απορριφθούν.

    33.

    Συμφωνώ ότι το κριτήριο που έχει καθιερώσει το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), το οποίο, συνακόλουθα, υιοθετήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ως γενικός κανόνας, προκειμένου να καθοριστεί εάν υλικά εκσκαφής τα οποία προκύπτουν από κατασκευαστικές δραστηριότητες πρέπει να θεωρηθούν ως απόβλητα. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 28 των παρουσών προτάσεων, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν μια ουσία ή ένα αντικείμενο συνιστά απόβλητο, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, απαιτείται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης ( 18 ). Τούτο σημαίνει ότι για να τύχει εφαρμογής ο εν λόγω γενικός κανόνας δεν πρέπει να αγνοηθούν τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη πρόθεση του κατόχου των αποβλήτων.

    34.

    Κατά τη γνώμη μου, σε αντίθεση με την άποψη υπέρ της οποίας τάσσονται η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχουν πραγματικά στοιχεία τα οποία αξίζει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση της συγκεκριμένης πρόθεσης της κατασκευαστικής εταιρίας σχετικά με την περαιτέρω χρήση των υλικών που προέκυψαν από εκσκαφές της. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνεται, για παράδειγμα, το ότι τα υλικά που πρόκειται να εκσκαφθούν ζητήθηκαν εκ των προτέρων από τοπικούς επιχειρηματίες, στην περίπτωση που τα υλικά αυτά μπορούν να διατεθούν στην αγορά κατόπιν προσεκτικής επιλογής και δειγματοληπτικού ελέγχου της ποιότητάς τους. Ουσιαστικά, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μια κατασκευαστική εταιρία, αντί να εκλαμβάνει το υλικό εκσκαφής ως κατάλοιπο ή βάρος το οποίο πρέπει να απορριφθεί, να αναζητεί τρόπους προκειμένου να αποκομίσει κέρδος από την ίδια τη δραστηριότητά της, ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι το υλικό αυτό ανήκει στην ανώτερη κατηγορία ποιότητας μη μολυσμένου χώματος.

    35.

    Πράγματι, η υπό κρίση υπόθεση καταδεικνύει με ποιον τρόπο μπορεί μια κατασκευαστική εταιρία να στραφεί όχι στην απόρριψη των προηγουμένως εκσκαφθέντων υλικών, αλλά στην εκμετάλλευσή τους υπό οικονομικώς συμφέροντες όρους. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι μια ομάδα τοπικών γεωργών ήταν αυτή που επικοινώνησε αρχικώς με την Porr Bau προκειμένου η εταιρία να επιχωματώσει με το χώμα εκσκαφής τις ιδιοκτησίες τους με σκοπό την ισοπέδωση και βελτίωση των γεωργικών εκτάσεων. Καίτοι, κατά τον χρόνο που οι γεωργοί προσέγγισαν την Porr Bau, ουδόλως ήταν βέβαιο ότι η εν λόγω εταιρία θα μπορέσει να ικανοποιήσει το αίτημά τους, εντούτοις, η πρωτοβουλία των γεωργών ώθησε την εταιρία να επιλέξει το κατάλληλο κατασκευαστικό έργο και να λάβει δείγματα εδάφους. Περαιτέρω, η διάταξη περί παραπομπής επισημαίνει ότι το έδαφος αυτό υποβλήθηκε σε ποιοτικό έλεγχο και, ακολούθως, χαρακτηρίστηκε ως μη μολυσμένο υλικό άριστης ποιότητας, το οποίο, κατά την αυστριακή νομοθεσία, είναι κατάλληλο και επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τη διαμόρφωση εδαφών και οικοδομικές εργασίες. Η Porr Bau έλαβε αμοιβή προκειμένου να πραγματοποιήσει τις εργασίες βελτίωσης του εδάφους και των καλλιεργήσιμων εκτάσεων των οποίων τη διενέργεια ζήτησαν οι γεωργοί.

    36.

    Κατά συνέπεια, σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, δεν μπορεί να εξαχθεί ευχερώς το συμπέρασμα ότι πρόθεση της κατασκευαστικής εταιρίας ήταν η απόρριψη του χώματος εκσκαφής το οποίο είχε επιλεγεί με προσοχή, υποβλήθηκε σε ποιοτικό έλεγχο και διατέθηκε ως μη μολυσμένο υλικό άριστης ποιότητας προκειμένου να ικανοποιηθεί ένα συγκεκριμένο αίτημα των τοπικών επιχειρηματιών που χρειάζονταν το υλικό αυτό. Φρονώ επίσης ότι δεν μπορεί να γίνει άνευ ετέρου δεκτό ότι το σύνολο του χώματος εκσκαφής που προέρχεται από μια κατασκευαστική εταιρία πρέπει, εξ ορισμού, να απορρίπτεται. Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο χρήσεως του υλικού αυτού στο πλαίσιο του ίδιου του κατασκευαστικού έργου, γεγονός το οποίο, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 24 των παρουσών προτάσεων, το θέτει εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2008/98.

    37.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να κλίνει υπέρ της απόψεως ότι, υπό την επιφύλαξη του ελέγχου στον οποίο θα προβεί το αιτούν δικαστήριο, το μη μολυσμένο χώμα άριστης ποιότητας δεν θεωρείται, σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    β)   Το χώμα εκσκαφής ως υποπροϊόν

    38.

    Αντιθέτως, η προσεκτική εξέταση της υποθέσεως καθιστά προφανές ότι, όπως υποστηρίζει με τις γραπτές παρατηρήσεις της η Porr Bau, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 για τα υποπροϊόντα.

    39.

    Συναφώς, οφείλω να υπογραμμίσω ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, μια ουσία ή αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής, πρωταρχικός σκοπός της οποίας δεν είναι η παραγωγή αυτού του στοιχείου, μπορεί να θεωρείται ότι δεν συνιστά απόβλητο αλλά υποπροϊόν. Προς τούτο, η ως άνω διάταξη απαιτεί επίσης να πληρούνται τέσσερις προϋποθέσεις, ήτοι (i) να είναι βέβαιη η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου, (ii) η ουσία ή το αντικείμενο να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν απευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής, (iii) η ουσία ή το αντικείμενο να παράγεται ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας και (iv) η περαιτέρω χρήση να είναι σύννομη. Θα εξετάσω εν συντομία όλα αυτά τα στοιχεία υπό το πρίσμα των πληροφοριών που περιέχονται στη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου.

    1) Ορισμός του υποπροϊόντος

    40.

    Όσον αφορά, καταρχάς, το ζήτημα εάν το χώμα εκσκαφής μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά «ουσία ή αντικείμενο που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής, πρωταρχικός σκοπός της οποίας δεν είναι η παραγωγή αυτού του στοιχείου», κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/98, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου «ένα υλικό ή μια πρώτη ύλη που προκύπτει από διαδικασία παραγωγής ή εξαγωγής» μπορεί να συνιστά όχι υπόλειμμα αλλά υποπροϊόν ( 19 ). Όπως προαναφέρθηκε, η νομολογία αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο της έννοιας του «υποπροϊόντος», η οποία, ακολούθως, κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, στο οποίο αντί για «διαδικασία παραγωγής ή εξαγωγής» γίνεται λόγος για «διαδικασία παραγωγής».

    41.

    Κατά τη γνώμη μου, σε αντίθεση με την άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται, κατ’ ουσίαν, η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις της, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα το οποίο να συνηγορεί υπέρ της θέσεως ότι ο νομοθέτης της Ένωσης απέβλεπε, με τη χρήση του όρου «διαδικασία παραγωγής» κατά την κωδικοποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου, στον περιορισμό των υποπροϊόντων σε δευτερεύουσας σημασίας στοιχεία που προκύπτουν από τη βιομηχανική παραγωγή. Αντιθέτως, η διαδικασία παραγωγής ορίζεται συνήθως στην οικονομική βιβλιογραφία ως η διαδικασία κατά την οποία οι συντελεστές παραγωγής, δηλαδή το κεφάλαιο, η εργασία, η τεχνολογία και η γη (εισροές) μετατρέπονται σε αγαθά και υπηρεσίες (εκροές) ( 20 ). Συνεπώς, το έδαφος μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο της διαδικασίας παραγωγής, όπερ σημαίνει ότι ένα δευτερεύον προϊόν το οποίο προκύπτει από τον μετασχηματισμό του, συμπεριλαμβανομένου του χώματος εκσκαφής, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια του «υποπροϊόντος», υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις πρόσθετες προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    42.

    Συναφώς, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου στην απόφαση Brady ( 21 ). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 75/442, ότι κοπριά η οποία παραγόταν σε φάρμες ως δευτερεύον προϊόν και πωλούνταν σε άλλους γεωργούς προκειμένου να επαναχρησιμοποιηθεί ως λίπασμα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υποπροϊόν. Τούτο καταδεικνύει ότι ακόμη και πριν από τη θέσπιση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, το Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι αποτελούν υποπροϊόντα τα προϊόντα οικονομικών δραστηριοτήτων μετασχηματισμού οι οποίες δεν λαμβάνουν χώρα αποκλειστικά εντός βιομηχανικού πλαισίου. Με βάση αυτά, προτείνω στο Δικαστήριο να υιοθετήσει μια ερμηνεία του όρου «διαδικασία παραγωγής», η όποια δεν θα συμπίπτει μόνο με τον συνήθη ορισμό του όρου αυτού αλλά θα συνάδει και με την έννοια του όρου «υποπροϊόν» στη νομολογία του Δικαστηρίου πριν από τη θέσπιση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    2) Η περαιτέρω χρήση είναι αρκούντως βέβαιη

    43.

    Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η περαιτέρω χρήση της επίμαχης ουσίας ή αντικειμένου πρέπει να είναι βέβαιη, υπό την επιφύλαξη των ειδικών ελέγχων τους οποίους θα διενεργήσει ο εθνικός δικαστής, είναι αρκούντως καθοριστικό συναφώς ότι, πριν από την εκσκαφή του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης χώματος, είχε ρητώς ζητηθεί η παροχή του υλικού αυτού από τοπικούς επιχειρηματίες. Κατόπιν αυτού, επακολούθησε δέσμευση σχετικά με την παροχή του ζητηθέντος χώματος και σύναψη μιας συμφωνίας με την οποία η κατασκευαστική εταιρία ανέλαβε να πραγματοποιήσει, χρησιμοποιώντας το ίδιο αυτό υλικό, τις απαραίτητες εργασίες για την ισοπέδωση και βελτίωση των σχετικών γεωργικών εκτάσεων. Παρά το γεγονός ότι, κατά την ημερομηνία της αρχικής προσεγγίσεως της Porr Bau από τους γεωργούς, δεν ήταν βέβαιο ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση θα μπορούσε να ικανοποιήσει το αίτημά τους, τούτο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, ότι η περαιτέρω χρήση του συγκεκριμένου χώματος εκσκαφής δεν είναι βέβαιη ( 22 ). Πράγματι, στην υπό κρίση υπόθεση φαίνεται ότι η απαίτηση περί βεβαιότητας πληρούται σε ένα αρκούντως πρώιμο στάδιο.

    44.

    Παρά ταύτα, το Δικαστήριο καθιέρωσε ορισμένα χρήσιμα κριτήρια για την ειδικότερη εξέταση του ζητήματος εάν η περαιτέρω χρήση υλικού το οποίο προορίζεται να διανεμηθεί σε αγροτικές εκτάσεις, όπως το επίμαχο χώμα εκσκαφής, είναι αρκούντως βέβαιη. Οι προϋποθέσεις που καθορίζονται, για παράδειγμα, στην προαναφερθείσα απόφαση Brady, είναι οι ακόλουθες:

    πρώτον, τα αγροτεμάχια των γεωργών στα οποία πρόκειται να εναποτεθεί το υλικό πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένα εκ των προτέρων ( 23 ),

    δεύτερον, το υλικό –και οι ποσότητες που πρόκειται να παραδοθούν– πρέπει να προορίζεται πραγματικά και να περιορίζεται αυστηρά για τις ανάγκες της συγκεκριμένης χρήσεως ( 24 ),

    τρίτον, το υλικό που παρέχεται πρέπει πράγματι να χρησιμοποιείται ή να αποτελεί αντικείμενο εμπορίας υπό οικονομικώς συμφέροντες για τον κάτοχό του όρους,

    τέταρτον, στην περίπτωση που το επίμαχο υλικό δεν διατίθεται αμέσως, υπάρχει η υποχρέωση χρήσης κατάλληλου και επαρκούς αποθηκευτικού χώρου για τη διατήρηση του χώματος κατά τη διάρκεια της αποθηκεύσεως· επιπλέον, αυτή η περίοδος αποθηκεύσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει το διάστημα που είναι αναγκαίο προκειμένου η επιχείρηση να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ( 25 ).

    45.

    Κατ’ εμέ, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο να εφαρμόσει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την απόφαση Brady, σχετικά με την περαιτέρω χρήση κοπριάς σε γεωργικές εκτάσεις, σε μια υπόθεση που αφορά χώμα εκσκαφής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη. Η εφαρμογή αυτή θα καθιστούσε δυνατή την ειδικότερη εξέταση του ζητήματος εάν η περαιτέρω χρήση του συγκεκριμένου υλικού είναι αρκούντως βέβαιη κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/98. Για την ακρίβεια, υπογραμμίζω ότι από τις πληροφορίες που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής φαίνεται να προκύπτει ότι οι τρεις πρώτες προϋποθέσεις πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης. Αντιθέτως, η διάταξη περί παραπομπής δεν περιέχει καμία πληροφορία ως προς το εάν το επίμαχο στην κύρια δίκη χώμα εκσκαφής διατέθηκε –ή όχι– αμέσως, γεγονός το οποίο εγείρει το ερώτημα αν υπήρξε οποιαδήποτε ανάγκη αποθήκευσης του εν λόγω υλικού. Εν πάση περιπτώσει, οφείλω να τονίσω, για μία ακόμη φορά, ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στη σχετική εκτίμηση και να κρίνει τελικώς εάν πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/98.

    3) Απουσία περαιτέρω επεξεργασίας και αναπόσπαστο μέρος παραγωγικής διαδικασίας

    46.

    Όσον αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/98, κατά τις οποίες η ουσία ή το αντικείμενο πρέπει να χρησιμοποιηθεί απευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής και ότι η ουσία ή το αντικείμενο πρέπει να παράγεται ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας, φρονώ ότι είναι σαφές ότι το χώμα εκσκαφής που διατίθεται για την ισοπέδωση εκτάσεων δεν απαιτεί οποιαδήποτε επεξεργασία ή μεταχείριση πριν από την περαιτέρω χρήση του. Πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση που, όπως αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη, αυτό το χώμα εκσκαφής έχει υποβληθεί σε έλεγχο ο οποίος κατέδειξε ότι πρόκειται για μη μολυσμένο υλικό άριστης ποιότητας, το οποίο έχει αναγνωριστεί ως τέτοιο κατά το εθνικό δίκαιο ( 26 ).

    47.

    Επιπλέον, όπως έχω ήδη επισημάνει στα σημεία 41 και 42 των παρουσών προτάσεων, ο όρος «διαδικασία παραγωγής» στο άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/98, πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι ενσωματώνει οικονομικές δραστηριότητες μετασχηματισμού οι οποίες βαίνουν πέραν αυτών που λαμβάνουν χώρα αποκλειστικώς εντός ενός βιομηχανικού πλαισίου. Ως προς την υπό κρίση υπόθεση, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι το χώμα εκσκαφής αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια ενός εκ των πρώτων σταδίων που είθισται να πραγματοποιούνται στις κατασκευαστικές εργασίες ως οικονομικές δραστηριότητες, αποτέλεσμα των οποίων είναι η διαμόρφωση του εδάφους. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να θεωρηθεί ότι το χώμα εκσκαφής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/98.

    48.

    Τέλος, θεωρώ σημαντικό ότι το Δικαστήριο έχει επίσης υιοθετήσει μια δυναμική ερμηνεία όσον αφορά τη συχνότητα με την οποία διατίθεται ένα ορισμένο υποπροϊόν από μια επιχείρηση, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν προβλέπεται ρητώς ως προϋπόθεση από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98. Ακόμη και εάν ένα υλικό δεν διατίθεται σε τακτική βάση ως υποπροϊόν –όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Porr Bau και του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης χώματος εκσκαφής– τούτο δεν πρέπει να συνεπάγεται ότι η διάθεση του εν λόγω υλικού δεν μπορεί να εξελιχθεί και να μετασχηματιστεί σε μια δραστηριότητα ικανή να ασκείται σε πιο τακτική βάση εφόσον τούτο καταλήγει σε οικονομικό πλεονέκτημα για την επιχείρηση.

    4) Περαιτέρω σύννομη χρήση

    49.

    Τέλος, όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η περαιτέρω χρήση της επίμαχης ουσίας ή αντικειμένου πρέπει να είναι σύννομη, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2008/98 απαιτεί, ιδίως, η ουσία ή το αντικείμενο να πληρούν όλες τις σχετικές απαιτήσεις περί προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση και να μην έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.

    50.

    Συναφώς, έχω ήδη αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα χαρακτηρίστηκε, κατόπιν ποιοτικής ανάλυσης στην οποία υποβλήθηκε πριν από την επαναχρησιμοποίησή του, ως ανήκον στην ανώτερη κατηγορία ποιότητας μη μολυσμένων υλικών εκσκαφής όπως αυτά καθορίζονται από την αυστριακή νομοθεσία, ιδίως δυνάμει του ομοσπονδιακού σχεδίου διαχειρίσεως αποβλήτων. Όπως επισημαίνεται στο σημείο 12 των παρουσών προτάσεων, το εν λόγω σχέδιο διαχειρίσεως αποβλήτων επιβάλλει συγκεκριμένες απαιτήσεις όσον αφορά τη μείωση της ποσότητας των αποβλήτων, των ρύπων τους και των επιβλαβών συνεπειών τους στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Ορίζει επίσης ότι η χρήση μη μολυσμένου χώματος άριστης ποιότητας είναι κατάλληλη και επιτρέπεται για τη διαμόρφωση εδαφών και οικοδομικές εργασίες.

    51.

    Συνεπώς, στον βαθμό που ο ανωτέρω χαρακτηρισμός του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης χώματος εκσκαφής φαίνεται ότι επιβεβαιώνει τόσο ότι δεν είναι μολυσμένο όσο και ότι είναι κατάλληλο για τον συγκεκριμένο σκοπό της διαμόρφωσης εδαφών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις περιστάσεις μιας υπόθεσης όπως αυτή της κύριας δίκης, πληρούται και η τέταρτη προϋπόθεση.

    γ)   Τελική παρατήρηση

    52.

    Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις συνάγεται ότι, υπό την επιφύλαξη των ελέγχων που πρέπει να πραγματοποιηθούν από το αιτούν δικαστήριο, κατασκευαστική εταιρία η οποία επιλέγει προσεκτικά χώμα, το υποβάλει σε ποιοτικό έλεγχο και το διαθέτει ως μη μολυσμένο υλικό άριστης ποιότητας προκειμένου να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένο αίτημα τοπικών επιχειρηματιών που χρειάζονται το υλικό αυτό, δεν έχει πρόθεση να το απορρίψει αλλά μάλλον επιδιώκει να το εκμεταλλευτεί υπό οικονομικώς ευνοϊκούς γι’ αυτήν όρους. Ως εκ τούτου, το χώμα αυτό δεν μπορεί, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να θεωρηθεί ότι συνιστά απόβλητο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    53.

    Αντιθέτως, φρονώ ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας, το οποίο διατέθηκε για την ικανοποίηση συγκεκριμένου αιτήματος που υποβλήθηκε από τοπικούς επιχειρηματίες, κατόπιν της επιλογής του εν λόγω χώματος και της υποβολής του σε ποιοτικό έλεγχο, συνιστά υποπροϊόν, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι τιθέμενες από το οικείο άρθρο προϋποθέσεις, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στα προηγούμενα σημεία των παρουσών προτάσεων.

    Β. Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων

    54.

    Βάσει της ως άνω ανάλυσής μου δεν συντρέχει ανάγκη εξετάσεως των τριών προδικαστικών ερωτημάτων του εθνικού δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/98. Ωστόσο, στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει ότι δεν συμφωνεί με το συμπέρασμα ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα εκσκαφής πρέπει να θεωρηθεί υποπροϊόν αλλά, αντιθέτως, συνιστά απόβλητο, παραθέτω εν συνεχεία την ανάλυσή μου επί των τριών εν λόγω ερωτημάτων.

    1.   Το άρθρο 6 της οδηγίας 2008/98 και η νομολογία του Δικαστηρίου

    55.

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης ( 27 ), ορισμένα απόβλητα παύουν να αποτελούν απόβλητα κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, εάν έχουν υποστεί εργασία ανάκτησης, περιλαμβανομένης της ανακύκλωσης.

    56.

    Κατά τη διάταξη αυτή, ο αποχαρακτηρισμός των αποβλήτων πρέπει επίσης να πληροί ορισμένα ειδικά κριτήρια τα οποία καθορίζονται σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, η επίμαχη ουσία ή αντικείμενο πρέπει να χρησιμοποιείται συνήθως για συγκεκριμένους σκοπούς· δεύτερον, πρέπει να υπάρχει αγορά ή ζήτηση για τη συγκεκριμένη ουσία ή αντικείμενο· τρίτον, η ουσία ή το αντικείμενο πρέπει να πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις για τους συγκεκριμένους σκοπούς και να συμμορφούται προς την κείμενη νομοθεσία και τα πρότυπα που ισχύουν για τα προϊόντα, και, τέταρτον, η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν πρέπει να έχει συνολικώς δυσμενή αντίκτυπο στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία.

    57.

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/98, ο καθορισμός των ειδικών κριτηρίων που καθιστούν εφικτό τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων εναπόκειται πρωτίστως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, σε περίπτωση απουσίας νομοθεσίας εφαρμογής σε επίπεδο Ένωσης, το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 επιτρέπει στα κράτη μέλη να αποφασίζουν κατά περίπτωση εάν ένα απόβλητο έχει αποχαρακτηρισθεί.

    58.

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως από την απόφαση Tallinna Vesi, συνάγεται επίσης ότι ο ακριβής χαρακτήρας των μέτρων σχετικά με τον αποχαρακτηρισμό μιας ουσίας ή ενός αντικειμένου ως αποβλήτου δεν διευκρινίζεται από τον νομοθέτη της Ένωσης ( 28 ). Συνεπώς, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν γενικώς εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία η οποία να προβλέπει την παύση χαρακτηρισμού ως αποβλήτων ορισμένων ειδών αποβλήτων ( 29 ). Επικουρικώς, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβαίνουν στη λήψη ατομικών αποφάσεων, ιδίως με βάση τις αιτήσεις που υποβάλλονται από τους κατόχους της ουσίας ή του αντικειμένου που χαρακτηρίζεται ως απόβλητο ( 30 ). Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να αποφασίζουν ότι ορισμένα απόβλητα δεν μπορούν να αποχαρακτηρισθούν και, συνεπώς, να απόσχουν από τη θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων για τον αποχαρακτηρισμό των εν λόγω αποβλήτων ( 31 ).

    59.

    Ωστόσο, εντός των τριών αυτών πλαισίων, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εθνική τους νομοθεσία –ή το γεγονός ότι δεν έχει θεσπιστεί τέτοιου είδους νομοθεσία– δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι σκοποί αυτοί συνίστανται στην ενθάρρυνση της ιεράρχησης των αποβλήτων που προβλέπεται από το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας και, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 8 και 29, στην ενθάρρυνση για ανάκτηση των αποβλήτων και χρησιμοποίηση των ανακτηθέντων υλικών με σκοπό τη διαφύλαξη των φυσικών πόρων και την επίτευξη μιας οικονομίας της ανακύκλωσης ( 32 ). Επιπλέον, τα μέτρα που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 πρέπει να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας και, ιδίως, να συνεκτιμούν ενδεχόμενες επιπτώσεις της συγκεκριμένης ουσίας ή του συγκεκριμένου αντικειμένου στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία ( 33 ).

    2.   Ο αποχαρακτηρισμός μη μολυσμένου χώματος άριστης ποιότητας ως αποβλήτου

    60.

    Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν αμφισβητείται από τους μετέχοντες στη διαδικασία ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων, το αιτούν δικαστήριο καλείται να κρίνει εάν το μη μολυσμένο άριστης ποιότητας χώμα εκσκαφής το οποίο προμήθευσε στους τοπικούς γεωργούς η Porr Bau στην υπόθεση της κύριας δίκης είχε παύσει να αποτελεί απόβλητο. Η απάντηση που θα δοθεί στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, δεδομένου ότι η καταβολή τέλους για την εναπόθεση αποβλήτων σύμφωνα με τον νόμο περί εξυγίανσης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων εξαρτάται από τον καθορισμό του χρονικού σημείου κατά το οποίο επήλθε ο αποχαρακτηρισμός του εν λόγω υλικού ( 34 ).

    α)   Η εφαρμοστέα εθνική διάταξη και νομολογία

    61.

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι για τις ουσίες ή τα αντικείμενα που προέρχονται από απόβλητα δεν χωρεί αποχαρακτηρισμός μέχρις ότου χρησιμοποιηθούν ως άμεσα υποκατάστατα πρώτων υλών ή ως προϊόντα που προέρχονται από πρωτογενείς πρώτες ύλες ή μέχρις ότου ολοκληρωθεί η προετοιμασία τους για επαναχρησιμοποίηση.

    62.

    Αυτός ωστόσο ο κανόνας του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων δεν εφαρμόζεται στο σύνολό του στα υλικά εκσκαφής. Πράγματι, κατά τη διάταξη περί παραπομπής και όπως επιβεβαιώνει η Αυστριακή Κυβέρνηση ( 35 ), θεωρείται ότι για τα υλικά εκσκαφής χωρεί ο αποχαρακτηρισμός τους ως αποβλήτων μόνον εφόσον χρησιμοποιούνται ως άμεσα υποκατάστατα πρώτων υλών ή ως προϊόντα τα οποία προήλθαν κυρίως από πρώτες ύλες. Ως εκ τούτου, για τα υλικά αυτά δεν είναι δυνατή η ανάκτηση μέσω της προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση συνεπεία της αποφάσεως που έχει λάβει η Αυστρία βάσει του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98. Επιπλέον, προκειμένου να γίνει ο αποχαρακτηρισμός αποβλήτων για τα υλικά εκσκαφής πρέπει, σύμφωνα με το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, να πληρούνται ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις όπως η συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης.

    63.

    Η παρούσα διαφορά αφορά κυρίως τη διαφωνία μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία ως προς το πότε πρέπει να θεωρηθεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα εκσκαφής υπέστη εργασία ανάκτησης όπως επιτάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98. Πράγματι, η Porr Bau υποστηρίζει ότι ο ποιοτικός έλεγχος που διενεργήθηκε στο υλικό αυτό, προκειμένου να καθοριστεί εάν υπάγεται στην κατηγορία των μη μολυσμένων υλικών άριστης ποιότητας, συνιστά εργασία «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» και συνεπώς εργασία ανάκτησης. Κατά την άποψή της, η οποία αντικατοπτρίζει τη θέση υπέρ της οποίας τάσσεται το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής, εθνική ρύθμιση η οποία περιορίζει τη συγκεκριμένη δυνατότητα αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98. Αντιθέτως, η Αυστριακή Κυβέρνηση διατείνεται ότι ο ποιοτικός έλεγχος του χώματος εκσκαφής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργασία «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση». Κατά συνέπεια, το υλικό αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστη εργασία ανάκτησης πριν από τη χρησιμοποίησή του για την αναπροσαρμογή των αγροτικών γαιών και τη βελτίωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.

    64.

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμίσω, καταρχάς, ότι σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2008/98, για τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων, μια εργασία ανάκτησης θα μπορούσε να είναι «τόσο απλή όσο η διαπίστωση ότι τα συγκεκριμένα απόβλητα πληρούν τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού».

    65.

    Η αιτιολογική αυτή σκέψη συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 16, της οδηγίας 2008/98, το οποίο ορίζει ρητώς την «προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση» ως μια εργασία η οποία συνίσταται στον «έλεγχο, καθαρισμό ή επισκευή» των προϊόντων ή των συστατικών των προϊόντων στοιχείων που αποτελούν πλέον απόβλητα προκειμένου να προετοιμαστούν ώστε να επαναχρησιμοποιηθούν χωρίς άλλη προεπεξεργασία ( 36 ). Η ίδια αυτή διάταξη χαρακτηρίζει ρητώς τις εργασίες «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» ως εργασίες ανάκτησης. Συνεπώς, απόβλητα τα οποία υποβάλλονται σε αυτές τις εργασίες «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούν την πρώτη προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων.

    66.

    Χρήζει επίσης επισήμανσης ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98, το οποίο καθορίζει την εφαρμοστέα στη νομοθεσία και την πολιτική για τα απόβλητα ιεράρχηση τοποθετεί την «προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση» στη δεύτερη θέση της τάξεως προτεραιοτήτων, αμέσως μετά την πρόληψη.

    67.

    Δεύτερον, προκειμένου να επιτευχθεί ο αποχαρακτηρισμός ενός αποβλήτου, δεν πρέπει απλώς να έχει υποστεί μια εργασία ανάκτησης, όπως ο έλεγχος, όπως προαναφέρθηκε. Σε τελική ανάλυση, προκειμένου να χωρήσει ο αποχαρακτηρισμός ενός αποβλήτου επιβάλλεται να διασφαλιστεί ότι το επίμαχο προϊόν δεν είναι επιβλαβές ( 37 ). Τούτο ισχύει πολύ περισσότερο όταν, όπως έκρινε προσφάτως το Δικαστήριο, ο αποχαρακτηρισμός συνεπάγεται την παύση της προστασίας που κατοχυρώνει η νομοθεσία περί αποβλήτων για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία ( 38 ). Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, κατά την ανάκτηση των αποβλήτων, πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος ( 39 ) και η ειδική εργασία ανάκτησης πρέπει να διασφαλίζει ότι πληρούνται στο ακέραιο οι όροι του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    68.

    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των παρατηρήσεων πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον εθνική ρύθμιση, η οποία προβλέπει τον αποχαρακτηρισμό ως αποβλήτου μη μολυσμένου χώματος άριστης ποιότητας μόνον εφόσον αυτό χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο πρώτων υλών και κατόπιν της πληρώσεως συγκεκριμένων τυπικών προϋποθέσεων και όχι όταν έχει διαπιστωθεί ότι είναι μη μολυσμένο και άριστης ποιότητας, συνάδει με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

    β)   Ο ποιοτικός έλεγχος ως εργασία ανάκτησης

    69.

    Αφενός, φρονώ ότι είναι αρκούντως σαφές ότι μια εξέταση ικανή να διαπιστώσει την ποιότητα και τον μη μολυσμένο χαρακτήρα του χώματος εκσκαφής μπορεί να θεωρείται, από τυπικής απόψεως, ως «εργασία ελέγχου» και, συνεπώς, εμπίπτει στην έννοια της «προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 16, της οδηγίας 2008/98. Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι εργασίες αυτές αφορούν αποκλειστικά «προϊόντα ή συστατικά στοιχεία προϊόντων» και ότι τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση χωματουργικά υλικά εκσκαφής δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τέτοια. Ωστόσο, το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν ευσταθεί για λόγους παρόμοιους με αυτούς που παρατίθενται στα σημεία 41 και 42 των παρουσών προτάσεων, τα οποία καλούν το Δικαστήριο να αντιμετωπίσει τις δραστηριότητες διαμόρφωσης εδαφών, όπως τις κατασκευαστικές εργασίες, ως μια παραγωγική διαδικασία και, συνεπώς, το χώμα εκσκαφής ως προϊόν αυτής της δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, το χώμα εκσκαφής μπορεί να αποτελεί το αντικείμενο εργασιών προετοιμασίας για επαναχρησιμοποίηση.

    70.

    Αφετέρου, εναπόκειται ασφαλώς στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, ενδεχομένως βάσει επιστημονικής και τεχνικής αναλύσεως ( 40 ), εάν ο ποιοτικός έλεγχος και ο έλεγχος μόλυνσης που διενεργήθηκε στο χώμα εκσκαφής είναι κατάλληλος προκειμένου να αποκλειστεί οποιαδήποτε ενδεχόμενη βλάβη στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία αλλά και ικανός να προσδιορίσει κατά πόσον τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 προϋποθέσεις, όπως αυτές περιγράφονται στο σημείο 56 των παρουσών προτάσεων. Ο στόχος πρέπει να συνίσταται στο να διασφαλιστεί ότι το χώμα εκσκαφής δεν ενέχει δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με αυτόν που παρουσιάζουν συγκρίσιμες πρώτες ύλες για τη συγκεκριμένη χρήση.

    71.

    Όσον αφορά τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αυτή, κατά τα φαινόμενα, είναι η κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στη διάταξη περί παραπομπής. Η διάταξη αυτή καταδεικνύει, πρώτον, ότι πριν από την εκσκαφή του χώματος είχε επιβεβαιωθεί ότι το μη μολυσμένο χώμα άριστης ποιότητας θα χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή την ισοπέδωση και αποκατάσταση γεωργικών εκτάσεων. Δεύτερον, υπήρχε συγκεκριμένο αίτημα για το χώμα εκσκαφής, από τους γεωργούς, οι οποίοι είχαν απευθυνθεί στον κάτοχο του μη μολυσμένου χώματος άριστης ποιότητας για τον σκοπό αυτό. Τρίτον, η διάταξη περί παραπομπής αναφέρει ότι το χώμα εκσκαφής πληροί τις τεχνικές απαιτήσεις και προδιαγραφές για την ισοπέδωση και αποκατάσταση γεωργικών εκτάσεων και συμμορφώνεται προς την κείμενη νομοθεσία και πρότυπα. Τέταρτον, δεδομένης της άριστης ποιότητας του χώματος εκσκαφής, σύμφωνα με το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων, η χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου δεν θα είχε, κατά τα φαινόμενα, συνολικές επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία. Υπενθυμίζω συναφώς ότι, στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ρητώς ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα εκσκαφής είχε τιμές ρύπων αποδεδειγμένα κατώτερες από τις οριακές τιμές μόλυνσης που καθορίζονται από το αυστριακό ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων για τη συγκεκριμένη χρήση της διαμόρφωσης εδαφών και των οικοδομικών εργασιών.

    72.

    Θέλω να υπογραμμίσω ότι η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 16, και του άρθρου 6 της οδηγίας 2008/98, κατά την οποία χωρεί ο αποχαρακτηρισμός χώματος εκσκαφής που υποβλήθηκε σε έλεγχο και χαρακτηρίστηκε ως υλικό άριστης ποιότητας κατά το εθνικό δίκαιο, διασφαλίζει ότι δεν θίγεται η αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/98, όπως απαιτείται από τη μνημονευόμενη στο σημείο 59 των παρουσών προτάσεων νομολογία, η οποία, ουσιαστικά, απαιτεί από τα κράτη μέλη να προβαίνουν στον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων για ουσίες ή αντικείμενα όταν τούτο συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98.

    73.

    Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η χρήση χώματος εκσκαφής άριστης ποιότητας για τους σκοπούς ισοπέδωσης και αποκατάστασης γεωργικών εκτάσεων, καθιστά εφικτή την τήρηση της ιεράρχησης των αποβλήτων που καθορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98 και, ιδίως, την ανταπόκριση στην ενθάρρυνση ανάκτησης των αποβλήτων προκειμένου να διαφυλαχθούν οι φυσικοί πόροι και να αναπτυχθεί η κυκλική οικονομία.

    74.

    Σε τελική ανάλυση, όπως υποστηρίζει η Porr Bau, εάν θεωρηθεί ότι το μη μολυσμένο υλικό εκσκαφής που έχει χαρακτηριστεί ως υλικό άριστης ποιότητας δεν είχε αποχαρακτηρισθεί κατόπιν της διενέργειας ποιοτικού ελέγχου, το χώμα αυτό, οι ιδιότητες του οποίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη βελτίωση των γεωργικών υποδομών, θα μπορούσε να είχε απορριφθεί σε κάποιον χώρο υγειονομικής ταφής σύμφωνα με τις απορρέουσες από την οδηγία 2008/98 και την αυστριακή εθνική νομοθεσία υποχρεώσεις. Τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη δυνητική απομείωση της χωρητικότητας του εν λόγω χώρου υγειονομικής ταφής αλλά και τη μόλυνση του συγκεκριμένου χώματος, το οποίο δεν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί πλέον για χρήσιμους σκοπούς. Εξάλλου, αντί να εφαρμόσει την ιεράρχηση των αποβλήτων και να ανταποκριθεί στην ενθάρρυνση της ανάκτησης αποβλήτων προκειμένου να συμβάλει στη διατήρηση των φυσικών πόρων, όπως προαναφέρθηκε, ο κάτοχος ενός τέτοιου αποβλήτου θα καλούνταν, σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο, να καταβάλει τέλος που αφορά τους μολυσμένους χώρους κατά παράβαση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» η οποία, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 26 της οδηγίας 2008/98, συνιστά κατευθυντήρια αρχή του περιβαλλοντικού δικαίου και πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

    75.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο αποχαρακτηρισμός χώματος εκσκαφής κατόπιν της υποβολής του σε έλεγχο και του χαρακτηρισμού του ως μη μολυσμένου υλικού άριστης ποιότητας μπορεί να πραγματώσει τους στόχους της οδηγίας 2008/98. Εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι αποχαρακτηρισμός αποβλήτων χωρεί μόνο στην περίπτωση που αυτού του είδους χώμα χρησιμοποιείται ως άμεσο υποκατάστατο πρώτων υλών και αποκλείει γι’ αυτό την προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση βαίνει πέραν του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    γ)   Τυπικές προϋποθέσεις

    76.

    Όσον αφορά τις τυπικές προϋποθέσεις, όπως τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης, τις οποίες, κατά το αιτούν δικαστήριο, πρέπει επίσης να πληρούν τα υλικά εκσκαφής προκειμένου να χωρήσει ο αποχαρακτηρισμός τους ως απόβλητα, πρέπει να εφαρμοστεί μια παρεμφερής συλλογιστική. Πιο συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι τυπικές προϋποθέσεις δεν υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/98. Με άλλα λόγια, εθνική ρύθμιση η οποία ορίζει ότι δεν μπορεί να χωρήσει αποχαρακτηρισμός των υλικών εκσκαφής ως αποβλήτων εάν αυτά δεν πληρούν τις τυπικές προϋποθέσεις, ακόμη και εάν πληρούνται οι προβλεπόμενες από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 προϋποθέσεις, παρακωλύει την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/98 και για τον λόγο αυτό πρέπει να μείνει ανεφάρμοστη.

    77.

    Ασφαλώς, όπως υπογραμμίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, η θέσπιση τυπικών προϋποθέσεων για τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων δεν είναι ξένη προς το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, τα κράτη μέλη απολαύουν διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων αποχαρακτηρισμού αποβλήτων. Παρά ταύτα, οι τυπικές αυτές προϋποθέσεις πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο ο οποίος επιτυγχάνει τους στόχους τους χωρίς να υπονομεύει τους σκοπούς της οδηγίας 2008/98.

    78.

    Τούτο δεν φαίνεται να ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμφωνα με όσα εκθέτει το αιτούν δικαστήριο στη διάταξη περί παραπομπής. Πράγματι, όπως αναγνωρίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της, η προσβαλλόμενη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου απόφαση έκρινε ότι το επίμαχο χώμα εκσκαφής δεν μπορεί να αποχαρακτηρισθεί κυρίως λόγω του ότι δεν πληροί ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το ομοσπονδιακό σχέδιο διαχειρίσεως αποβλήτων. Εντούτοις, όπως έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης χώμα εκσκαφής είχε χαρακτηριστεί ως χώμα άριστης ποιότητας και βρέθηκε αποδεδειγμένα κάτω από τις οριακές τιμές που καθορίζονται από το αυστριακό ομοσπονδιακό σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων για την ειδική χρήση της διαμόρφωσης εδαφών και των οικοδομικών εργασιών.

    79.

    Ως εκ τούτου, οι τυπικές προϋποθέσεις οδήγησαν την αρμόδια αρχή να κρίνει ότι το μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας συνιστά απόβλητο, ενθαρρύνοντας την απόρριψή του και την αγορά νέων πρώτων υλών, αντί να ενθαρρυνθεί η επαναχρησιμοποίηση των ήδη υφιστάμενων υλικών. Στον βαθμό που, με τον τρόπο αυτό, αποθαρρύνεται η επαναχρησιμοποίηση μη μολυσμένων υλικών άριστης ποιότητας, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι τυπικές προϋποθέσεις, οι οποίες αποδεδειγμένα δεν έχουν καμία περιβαλλοντική σημασία, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπονομεύουν την ιεράρχηση των αποβλήτων που καθορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/98 και, ουσιαστικά, την αποτελεσματικότητα της οδηγίας.

    δ)   Τελική παρατήρηση

    80.

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω παρατηρήσεων, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τον αποχαρακτηρισμό ως αποβλήτου μη μολυσμένου χώματος εκσκαφής, το οποίο έχει χαρακτηριστεί δυνάμει του εθνικού δικαίου ως άριστης ποιότητας υλικό για τον συγκεκριμένο σκοπό της διαμόρφωσης εδαφών, μόνον εφόσον χρησιμοποιείται άμεσα ως υποκατάστατο πρώτων υλών, και στον βαθμό που δεν επιτρέπει τον αποχαρακτηρισμό μέχρις ότου ο κάτοχός του συμμορφωθεί προς ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις άνευ περιβαλλοντικής σημασίας όπως οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης.

    V. Πρόταση

    81.

    Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που του υποβλήθηκε από το Landesverwaltungsgericht Steiermark (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο του ομόσπονδου κράτους της Στυρίας, Αυστρία) ως ακολούθως:

    Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει τον αποχαρακτηρισμό ως αποβλήτου μη μολυσμένου χώματος εκσκαφής, το οποίο έχει χαρακτηριστεί δυνάμει του εθνικού δικαίου ως άριστης ποιότητας υλικό για τον συγκεκριμένο σκοπό της διαμόρφωσης εδαφών, μόνον εφόσον χρησιμοποιείται άμεσα ως υποκατάστατο πρώτων υλών, και στον βαθμό που δεν επιτρέπει τον αποχαρακτηρισμό μέχρις ότου ο κάτοχός του συμμορφωθεί προς ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις άνευ περιβαλλοντικής σημασίας όπως οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων και τεκμηρίωσης.

    Ωστόσο, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98, δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε υποθέσεις όπως αυτή της κύριας δίκης, καθόσον το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98 έχουν την έννοια ότι μη μολυσμένο χώμα εκσκαφής άριστης ποιότητας, το οποίο διατίθεται προς ικανοποίηση αιτήματος τοπικών γεωργών σχετικά με διαμόρφωση εδαφών και οικοδομικές εργασίες κατόπιν της επιλογής του και της υποβολής του σε ποιοτικό έλεγχο, δεν συνιστά απόβλητο αλλά υποπροϊόν, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας 2008/98. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στη σχετική εκτίμηση.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

    ( 2 ) Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ 2008, L 312, σ. 3).

    ( 3 ) Απόφαση της 28ης Μαρτίου 2019, Tallinna Vesi (C-60/18, EU:C:2019:264, στο εξής: απόφαση Tallinna Vesi).

    ( 4 ) Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2020, Sappi Austria Produktion και Wasserverband Region Gratkorn-Gratwein (C-629/19, EU:C:2020:824, στο εξής: απόφαση Sappi).

    ( 5 ) Η οδηγία 2008/98 τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με την οδηγία (ΕΕ) 2018/851 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2018, για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα (ΕΕ 2018, L 150, σ. 109). Η προθεσμία μεταφοράς της έληξε στις 5 Ιουλίου 2020. Ωστόσο, στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι η οδηγία 2008/98 όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με την ως άνω οδηγία. Δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το εθνικό δικαστήριο είναι το αποκλειστικά αρμόδιο να καθορίζει το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο στην κύρια δίκη, δεν θα αμφισβητήσω την εκτίμησή του ως προς την εκδοχή της οδηγίας 2008/98 που έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

    ( 6 ) Πρβλ. αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2008/98, στο τέλος.

    ( 7 ) Για μια πρόσφατη επισκόπηση των εν λόγω κριτηρίων, βλ. απόφαση Sappi (σκέψεις 43 έως 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 8 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Tronex (C-624/17, EU:C:2019:564, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 9 ) Απόφαση Sappi (σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 10 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Tronex (C-624/17, EU:C:2019:564, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 11 ) Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2008, Commune de Mesquer (C-188/07, EU:C:2008:359, σκέψη 41).

    ( 12 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Tronex (C-624/17, EU:C:2019:564, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 13 ) Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Brady (C-113/12, EU:C:2013:627, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 14 ) Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 1975 περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86), η οποία ακολούθως τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ 1991, L 78, σ. 32), και ενοποιήθηκαν στην οδηγία 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ 2006, L 114,.σ 9).

    ( 15 ) Απόφαση της 4ης Ιουλίου 2019, Tronex (C-624/17, EU:C:2019:564, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 16 ) Απόφαση Sappi (σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 17 ) Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων μεταφέρει στην αυστριακή έννομη τάξη το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/98.

    ( 18 ) Βλ., ως επιπλέον παράδειγμα, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2007, KVZ retec (C‑176/05, EU:C:2007:123, σκέψη 64).

    ( 19 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Sappi (σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    ( 20 ) Σύμφωνα με την κλασική οικονομική θεωρία, τα υλικά εκσκαφής χαρακτηρίζονται ως υποπροϊόντα του εδάφους. Βλ., μεταξύ άλλων, Pearce, D. W., «Macmillan dictionary of Modern Economics», Λονδίνο: Macmillan Education UK, σ. 311 έως 320. Βλ. επίσης, ως συγκεκριμένο παράδειγμα, Environmental Protection Agency of Ireland, «Guidance on Soil and Stone By-products», Ιούνιος 2019, διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://www.epa.ie/publications/licensing--permitting/waste/Guidance_on_Soil_and_Stone_By_Product.pdf

    ( 21 ) Βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Brady (C-113/12, EU:C:2013:627, σκέψη 60).

    ( 22 ) Βλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Brady (C-113/12, EU:C:2013:627, σκέψη 48).

    ( 23 ) Όπ.π. (σκέψη 53).

    ( 24 ) Όπ.π. (σκέψη 52, 53 και 56).

    ( 25 ) Όπ.π. (σκέψεις 55 και 56).

    ( 26 ) Όπως διευκρινίζει η Porr Bau στις παρατηρήσεις της, δίχως να την αντικρούσουν οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, το χώμα που προμήθευσε ήταν «παρθένο χώμα», το οποίο ελήφθη από μια γεωργική έκταση και μεταφέρθηκε απευθείας σε μια άλλη πανομοιότυπη γεωργική έκταση.

    ( 27 ) Βλ. υποσημείωση 5 των παρουσών προτάσεων.

    ( 28 ) Απόφαση Tallinna Vesi (σκέψη 22).

    ( 29 ) Όπ.π. (σκέψεις 23 και 25).

    ( 30 ) Όπ.π. (σκέψη 24).

    ( 31 ) Όπ.π. (σκέψη 26).

    ( 32 ) Όπ.π. (σκέψεις 23 και 27).

    ( 33 ) Όπ.π. (σκέψη 23). Βλ. επίσης, συναφώς, άρθρο 13 της οδηγίας 2008/98.

    ( 34 ) Συναφώς, η Αυστριακή Κυβέρνηση εξηγεί ότι, κατά τη νομολογία του Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου), τα υλικά εκσκαφής που χαρακτηρίζονται ως απόβλητα διατηρούν τον χαρακτηρισμό αυτόν ακόμη και κατά τη χρονική στιγμή που χρησιμοποιούνται για οικοδομικές εργασίες. Τούτο σημαίνει ότι ακόμη και εάν τα υλικά αυτά αποχαρακτηρισθούν ως απόβλητα συνεπεία της συγκεκριμένης αυτής χρήσεως, τούτο ουδόλως επηρεάζει την υποχρέωση καταβολής τέλους δυνάμει του νόμου περί εξυγίανσης των μολυσμένων χώρων απόρριψης αποβλήτων.

    ( 35 ) Πρβλ. αιτιολογικές σκέψεις του νόμου για τη διαχείριση των αποβλήτων.

    ( 36 ) Η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί στην αυστριακή νομοθεσία υπ’ αυτούς ακριβώς τους όρους, συγκεκριμένα στο άρθρο 2, παράγραφος 5, σημείο 6, του νόμου για τη διαχείριση αποβλήτων.

    ( 37 ) Απόφαση Tallinna Vesi (σκέψη 23).

    ( 38 ) Απόφαση Tallinna Vesi (σκέψη 23).

    ( 39 ) Απόφαση Sappi (σκέψη 66).

    ( 40 ) Απόφαση Sappi (σκέψη 67).

    Top