Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62020CJ0716

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Σεπτεμβρίου 2022.
RTL Television GmbH κατά Grupo Pestana S.G.P.S., S.A. και SALVOR - Sociedade de Investimento Hoteleiro, S.A.
Αίτηση του Supremo Tribunal de Justiça για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και καλωδιακή αναμετάδοση – Οδηγία 93/83/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Έννοια της “καλωδιακής αναμετάδοσης” – Πάροχος υπηρεσίας αναμετάδοσης ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου – Ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές διανομή τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδίδονται μέσω δορυφόρου και προορίζονται για λήψη από το κοινό, η οποία πραγματοποιείται από τον φορέα εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής μονάδας μέσω παραβολικής κεραίας, καλωδίου και τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών συσκευών – Δεν υφίσταται.
Υπόθεση C-716/20.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2022:643

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και καλωδιακή αναμετάδοση – Οδηγία 93/83/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Έννοια της “καλωδιακής αναμετάδοσης” – Πάροχος υπηρεσίας αναμετάδοσης ο οποίος δεν έχει την ιδιότητα του φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου – Ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές διανομή τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδίδονται μέσω δορυφόρου και προορίζονται για λήψη από το κοινό, η οποία πραγματοποιείται από τον φορέα εκμετάλλευσης ξενοδοχειακής μονάδας μέσω παραβολικής κεραίας, καλωδίου και τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών συσκευών – Δεν υφίσταται»

Στην υπόθεση C‑716/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο, Πορτογαλία) με απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

RTL Television GmbH

κατά

Grupo Pestana S.G.P.S. SA,

SALVOR – Sociedade de Investimento Hoteleiro SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, M. Ilešič (εισηγητή), Δ. Γρατσία και Z. Csehi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Δεκεμβρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η RTL Television GmbH, εκπροσωπούμενη από τον J. P. de Oliveira Vaz Miranda de Sousa, advogado,

οι Grupo Pestana S.G.P.S. SA και SALVOR – Sociedade de Investimento Hoteleiro SA, εκπροσωπούμενες από τον H. Trocado, advogado,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον É. Gippini Fournier, τον B. Rechena και την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση (ΕΕ 1993, L 248, σ. 15).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της RTL Television GmbH (στο εξής: RTL) και, αφετέρου, της Grupo Pestana S.G.P.S. SA (στο εξής: Grupo Pestana) και της SALVOR – Sociedade de Investimento Hoteleiro SA (στο εξής: Salvor) σχετικά με τη διάθεση, στα δωμάτια ξενοδοχείων που εκμεταλλεύονται οι τελευταίες, χωρίς προηγούμενη άδεια της πρώτης, των εκπομπών ενός καναλιού της RTL.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

Η Συμφωνία TRIPS

3

Η Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (στο εξής: Συμφωνία TRIPS), η οποία υπεγράφη στις 15 Απριλίου 1994 στο Μαρακές και αποτελεί το παράρτημα 1 Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986‑1994), καθ’ όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1).

4

Το άρθρο 9 της Συμφωνίας TRIPS, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχέση με τη Σύμβαση της Βέρνης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα άρθρα 1 έως 21 της Σύμβασης της Βέρνης [για την προστασία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (πράξη των Παρισίων της 24ης Ιουλίου 1971), όπως ισχύει κατόπιν της τροποποίησης της 28ης Σεπτεμβρίου 1979 (στο εξής: Σύμβαση της Βέρνης)], καθώς και το προσάρτημα της ίδιας σύμβασης. […]»

5

Το άρθρο 14 της συμφωνίας αυτής, με τίτλο «Προστασία των καλλιτεχνών ερμηνευτών, των παραγωγών φωνογραφημάτων (ηχογραφήσεων) και των οργανισμών ραδιοφωνίας και τηλεόρασης», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Οι οργανισμοί ραδιοφωνίας και τηλεόρασης έχουν το δικαίωμα να απαγορεύουν τις ακόλουθες πράξεις, όταν αυτές επιχειρούνται χωρίς την άδειά τους: την εγγραφή, την αναπαραγωγή των εγγραφών και την επαναμετάδοση διά ασυρμάτων μέσων των εκπομπών τους, καθώς και τη διάθεση στο κοινό τηλεοπτικών εκπομπών με αντικείμενο τα ανωτέρω. Σε περίπτωση που ένα μέλος δεν αναγνωρίζει τα προαναφερθέντα δικαιώματα στους οργανισμούς ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, οφείλει να παρέχει τη δυνατότητα στα πρόσωπα στα οποία ανήκουν τα δικαιώματα δημιουργού, που αφορούν έργα δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο εκπομπής, να εμποδίζουν τις προαναφερθείσες πράξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Σύμβασης της Βέρνης […].»

Η Σύμβαση της Βέρνης

6

Το άρθρο 11δις, παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βέρνης ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικόν δικαίωμα να επιτρέπουν:

[…]

2)

πάσαν δημοσίαν ανακοίνωσιν είτε ενσύρματον είτε ασύρματον, του μεταδιδομένου διά του ραδιοφώνου έργου, οσάκις η ανακοίνωσις αύτη γίνεται υπό Οργανισμού διαφόρου του αρχικού

[…]».

Η Σύμβαση της Ρώμης

7

Κατά το άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, της Διεθνούς Σύμβασης περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης, η οποία συνήφθη στη Ρώμη στις 26 Οκτωβρίου 1961 (στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης), ως «αναμετάδοση» νοείται, για τους σκοπούς της εν λόγω σύμβασης, «η ταυτόχρονη μετάδοση από έναν οργανισμό ραδιοτηλεόρασης μιας εκπομπής ενός άλλου οργανισμού ραδιοτηλεόρασης».

8

Το άρθρο 13 της σύμβασης αυτής, με τίτλο «Ελάχιστη προστασία των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης», έχει ως εξής:

«Οι οργανισμοί ραδιοτηλεόρασης έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν:

α)

την αναμετάδοση των εκπομπών τους·

β)

την εγγραφή των εκπομπών τους σε υλικό φορέα·

γ)

την αναπαραγωγή:

i)

εγγραφών των εκπομπών τους που έχουν γίνει χωρίς τη συναίνεσή τους·

ii)

εγγράφων των εκπομπών τους που έχουν γίνει κατά τις διατάξεις του άρθρου 15, εφόσον έχουν αναπαραχθεί για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές·

δ)

τη μετάδοση προς το κοινό των τηλεοπτικών τους εκπομπών που πραγματοποιείται σε χώρους προσιτούς στο κοινό με καταβολή δικαιώματος εισόδου· ανήκει στην εσωτερική νομοθεσία του Κράτους, όπου ζητείται η προστασία του δικαιώματος αυτού, να καθορίσει τους όρους κάτω από τους οποίους αυτό μπορεί να ασκηθεί.»

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 93/83

9

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 έως 10, 27 και 28 της οδηγίας 93/83 έχουν ως εξής:

«(8)

[Εκτιμώντας] ότι […] δεν υφίστα[τ]αι νομική ασφάλεια σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών εντός της Κοινότητας, όπου τα προγράμματα διοχετεύονται [σε] διασυνοριακά δίκτυα και αναμεταδίδονται μέσω αυτών·

(9)

ότι η εξέλιξη της συμβατικής κτήσης δικαιωμάτων, μέσω της παροχής άδειας, συμβάλλει ήδη στη δημιουργία του επιδιωκόμενου ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού χώρου· ότι πρέπει να εξασφαλίζεται η συνέχιση αυτών των συμβατικών συμφωνιών και να παράγεται κατά το δυνατόν η απρόσκοπτη εκτέλεσή τους στην πράξη·

(10)

ότι σήμερα οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης του καλωδιακού δικτύου δεν μπορούν να είναι βέβαιες ότι έχουν πράγματι αποκτήσει όλα τα δικαιώματα επί των προγραμμάτων, τα οποία καλύπτει μια τέτοια συμφωνία·

[…]

(27)

ότι η καλωδιακή αναμετάδοση προγραμμάτων από άλλα κράτη μέλη συνιστά πράξη ως προς την οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού ή, ανάλογα με την περίπτωση, δικαιώματα συγγενικά προς το δικαίωμα του δημιουργού· ότι, κατά συνέπεια, η επιχείρηση εκμετάλλευσης του καλωδιακού δικτύου πρέπει να λαμβάνει άδεια από όλους τους δικαιούχους για κάθε μέρος του αναμεταδιδόμενου προγράμματος· ότι, βάσει της παρούσας οδηγίας, οι άδειες πρέπει να χορηγούνται με σύμβαση, εκτός εάν προβλέπεται προσωρινή εξαίρεση για τις ήδη υφιστάμενες νόμιμες άδειες·

(28)

ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία των συμβατικών συμφωνιών με την αποφυγή παρέμβασης εκ μέρους μη συμβαλλόμενων δικαιούχων, οι οποίοι έχουν δικαιώματα σε μεμονωμένα τμήματα του προγράμματος, πρέπει να προβλεφθεί, μέσω της υποχρέωσης παρέμβασης εταιρειών συλλογικής διαχείρισης, η κατ’ αποκλειστικότητα συλλογική άσκηση του δικαιώματος αδείας, στο μέτρο που το απαιτούν οι ιδιαιτερότητες της καλωδιακής αναμετάδοσης· ότι, στην περίπτωση αυτή, διατηρείται το δικαίωμα άδειας καθαυτό και ρυθμίζεται απλώς σε ορισμένο βαθμό ο τρόπος άσκησής του έτσι ώστε να εξακολουθεί να είναι ακόμη δυνατή η μεταβίβαση των δικαιωμάτων καλωδιακής αναμετάδοσης· ότι η παρούσα οδηγία δεν θίγει την άσκηση των ηθικών δικαιωμάτων».

10

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “καλωδιακή αναμετάδοση” νοείται η χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές ταυτόχρονη αναμετάδοση, μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων και με σκοπό τη λήψη τους από το κοινό, αρχικής ενσύρματης ή ασύρματης, έστω και δορυφορικής μετάδοσης, από άλλο κράτος μέλος, τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό.»

11

Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης»:

«[Τ]α κράτη μέλη προβλέπουν αποκλειστικό δικαίωμα, για το δημιουργό, να επιτρέπει την μέσω δορυφόρου παρουσίαση στο κοινό έργων ως προς τα οποία ισχύει το δικαίωμα του δημιουργού.»

12

Το άρθρο 8 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα καλωδιακής αναμετάδοσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κατά την καλωδιακή αναμετάδοση εκπομπών από άλλα κράτη μέλη στο έδαφός τους τηρούνται τα σχετικά δικαιώματα του δημιουργού και άλλα συγγενικά δικαιώματα και ότι η αναμετάδοση αυτή γίνεται βάσει ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των δημιουργών, των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακών δικτύων.»

13

Το άρθρο 9 της οδηγίας 93/83, με τίτλο «Άσκηση του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το δικαίωμα των δημιουργών ή των δικαιούχων συγγενών δικαιωμάτων να παρέχουν άδεια ή να αρνούνται την παροχή άδειας σε επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου για την αναμετάδοση εκπομπής μέσω καλωδίου μπορεί να ασκείται μόνο μέσω εταιρείας συλλογικής διαχείρισης.

2.   Όταν ο δικαιούχος δεν έχει μεταβιβάσει τη διαχείριση των δικαιωμάτων του σε εταιρεία συλλογικής διαχείρισης, η εταιρεία συλλογικής διαχείρισης που έχει αναλάβει τη διαχείριση δικαιωμάτων της αυτής κατηγορίας θεωρείται εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται τα δικαιώματά του. Όταν υπάρχουν περισσότερες από μία εταιρείες συλλογικής διαχείρισης για τα δικαιώματα της εν λόγω κατηγορίας, ο δικαιούχος είναι ελεύθερος να επιλέξει μεταξύ τους την εταιρεία διαχείρισης που θεωρείται εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται τα δικαιώματά του. Ο δικαιούχος που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο απολαύει των αυτών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία μεταξύ του φορέα εκμετάλλευσης του καλωδιακού δικτύου και της εταιρείας συλλογικής διαχείρισης που θεωρείται εξουσιοδοτημένη να διαχειρίζεται να δικαιώματά του, όπως και οι δικαιούχοι που έχουν εξουσιοδοτήσει την εν λόγω εταιρεία συλλογικής διαχείρισης και θα μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα αυτά εντός περιόδου που θα οριστεί από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και θα διαρκεί τουλάχιστον τρία έτη από την ημερομηνία της καλωδιακής αναμετάδοσης που περιλαμβάνει το έργο του ή άλλο αντικείμενο προστασίας.

3.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι, όταν ένας δικαιούχος επιτρέπει την αρχική μετάδοση στο έδαφός του ενός έργου ή άλλου αντικειμένου προστασίας, θεωρείται ότι αποδέχεται να μην ασκήσει τα δικαιώματα καλωδιακής αναμετάδοσης σε ατομική βάση αλλά να [τα] ασκήσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

14

Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Άσκηση του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το άρθρο 9 δεν έχει εφαρμογή στα δικαιώματα που ασκούνται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό όσον αφορά τις δικές του μεταδόσεις, ανεξάρτητα από το αν τα σχετικά δικαιώματα είναι δικά του ή του έχουν μεταβιβαστεί από άλλους δημιουργούς ή/και δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων.»

Η οδηγία 2001/29/ΕΚ

15

Κατά την αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10):

«Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εναρμονίσει περαιτέρω το δικαίωμα του δημιουργού να παρουσιάζει στο κοινό. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί κατά ευρεία έννοια ότι καλύπτει κάθε παρουσίαση σε κοινό το οποίο δεν παρίσταται στον τόπο της παρουσίασης. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να καλύπτει κάθε σχετική μετάδοση ή αναμετάδοση ενός έργου στο κοινό με ενσύρματα ή ασύρματα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πράξεις.»

16

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«[…] [Η] παρούσα οδηγία ουδόλως θίγει τις ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις σχετικά με:

[…]

γ)

το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις προγραμμάτων μέσω δορυφόρου και την καλωδιακή αναμετάδοση,

[…]».

17

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

[…]

ε)

στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.»

18

Κατά το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα παρουσίασης έργων στο κοινό και δικαίωμα διάθεσης άλλων αντικειμένων στο κοινό»:

«1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν κάθε παρουσίαση στο κοινό των έργων τους, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, καθώς και να καθιστούν προσιτά τα έργα τους στο κοινό κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος.

2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό, ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτά όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος:

[…]

δ)

στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής αναμετάδοσης.

[…]»

Η οδηγία 2006/115/ΕΚ

19

Κατά την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2006/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το δικαίωμα εκμίσθωσης, το δικαίωμα δανεισμού και ορισμένα δικαιώματα συγγενικά προς την πνευματική ιδιοκτησία στον τομέα των προϊόντων της διανοίας (ΕΕ 2006, L 376, σ. 28):

«Τα κράτη μέλη πρέπει να μπορούν να προβλέπουν, για τους δικαιούχους των συγγενικών δικαιωμάτων, ευρύτερη προστασία από αυτή που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και την παρουσίαση στο κοινό.»

20

Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Δικαίωμα υλικής ενσωμάτωσης», προβλέπει στις παραγράφους 2 και 3 τα εξής:

«2.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους είτε οι εκπομπές αυτές μεταδίδονται ενσυρμάτως είτε ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης.

3.   Ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός δεν έχει το δικαίωμα κατά την παράγραφο 2 όταν αναμεταδίδει απλώς μέσω καλωδίου εκπομπές ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.»

21

Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και παρουσίαση στο κοινό», ορίζει στην παράγραφο 3 τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου.»

22

Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα διανομής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν το αποκλειστικό δικαίωμα διάθεσης στο κοινό […]:

[…]

δ)

για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όσον αφορά τις υλικές ενσωματώσεις των εκπομπών τους, όπως ορίζει το άρθρο 7, παράγραφος 2.»

23

Το άρθρο 12 της οδηγίας 2006/115, με τίτλο «Σχέση μεταξύ πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων», ορίζει τα εξής:

«Η προστασία των συγγενικών δικαιωμάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας δεν θίγει κατ’ ουδένα τρόπο την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας καθεαυτής.»

Το πορτογαλικό δίκαιο

24

Το άρθρο 176 του Código do Direito de Autor e dos Direitos Conexos (κώδικα για το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα, στο εξής: CDADC) προβλέπει στις παραγράφους 9 και 10 τα εξής:

«9.   Ως ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός νοείται κάθε οργανισμός που πραγματοποιεί ηχητικές ή οπτικές ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και ως ραδιοτηλεοπτική εκπομπή νοείται η μετάδοση ήχων ή εικόνων ή η χωριστή ή σωρευτική απεικόνισή τους, με ενσύρματα ή με ασύρματα μέσα, ιδίως με τη χρήση ερτζιανών κυμάτων, οπτικών ινών, συστημάτων καλωδίων ή δορυφόρου, η οποία προορίζεται για λήψη από το κοινό.

10.   Ως αναμετάδοση νοείται η ταυτόχρονη μετάδοση από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό εκπομπής άλλου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού.»

25

Το άρθρο 187 του CDADC, με τίτλο «Δικαιώματα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν:

a)

την αναμετάδοση των εκπομπών τους μέσω ραδιοκυμάτων,

[…]

e)

την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή πραγματοποιείται σε δημόσιο χώρο και έναντι καταβολής αντιτίμου εισόδου.»

26

Το άρθρο 3 του Decreto-Lei no 333/97 (νομοθετικού διατάγματος 333/97), της 27ης Νοεμβρίου 1997 (Diário da República I, σειρά I‑A, αριθ. 275, της 27ης Νοεμβρίου 1997), έχει ως εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος:

[…]

c)

Ως “καλωδιακή αναμετάδοση” νοείται η ταυτόχρονη και χωρίς περικοπές, πραγματοποιούμενη μέσω συστημάτων καλωδίων, διανομή στο κοινό της αρχικής μετάδοσης τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό.»

27

Το άρθρο 8 του νομοθετικού διατάγματος 333/97, με τίτλο «Επέκταση στους δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι διατάξεις των άρθρων 178, 184 και 187 του [CDADC] και των άρθρων 6 και 7 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος εφαρμόζονται στους καλλιτέχνες, τους παραγωγούς φωνογραφημάτων και βιντεογραφημάτων και τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς όσον αφορά την παρουσίαση των εκτελέσεων, των φωνογραφημάτων, των βιντεογραφημάτων και των εκπομπών τους στο κοινό μέσω δορυφόρου, καθώς και όσον αφορά την καλωδιακή αναμετάδοση.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

28

Η RTL, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία, αποτελεί μέρος ομίλου επιχειρήσεων μετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών, γνωστού με την εμπορική επωνυμία «Mediengruppe RTL Deutschland». Το κανάλι RTL είναι ένα από τα γνωστότερα γερμανόφωνα τηλεοπτικά κανάλια και ένα από τα δημοφιλέστερα στο γερμανόφωνο κοινό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δε προγράμματά του προσφέρουν πολύ ευρύ φάσμα τηλεοπτικών εκπομπών (ταινίες, σειρές, θεάματα, ντοκιμαντέρ, αθλητικές διοργανώσεις, ειδήσεις και ενημερωτικές εκπομπές).

29

Από τεχνική άποψη, η λήψη του καναλιού αυτού είναι δυνατή στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία μέσω όλων των υφιστάμενων επιλογών λήψης τηλεοπτικών εκπομπών, ήτοι μέσω δορυφόρου, καλωδίου, IP, OTT/διαδικτύου καθώς και μέσω του επίγειου δικτύου τηλεόρασης. Επιπλέον, το εν λόγω κανάλι είναι δωρεάν, δεδομένου ότι δεν επιβάλλεται κανένα τέλος για τη λήψη του σήματος στις ιδιωτικές κατοικίες και, στην πλειονότητα των επιλογών λήψης, το σήμα δεν είναι κρυπτογραφημένο. Εξάλλου, όλες οι πηγές χρηματοδότησης των διαφημίσεων προέρχονται από τις τρεις αυτές χώρες.

30

Λόγω της δορυφορικής μετάδοσης (δορυφόρος ASTRA 19, 2° ανατολικά), η λήψη του καναλιού αυτού είναι τεχνικώς δυνατή, μέσω παραβολικής κεραίας, σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας.

31

Όσον αφορά τη λήψη και τη χρήση του σήματος αυτού, η RTL έχει ήδη συνάψει διάφορες συμβάσεις παραχώρησης άδειας τόσο με φορείς εκμετάλλευσης καλωδιακής τηλεόρασης όσο και με ορισμένα ξενοδοχεία που βρίσκονται στην Ένωση, μεταξύ άλλων στην Πορτογαλία.

32

Η Grupo Pestana, η οποία είναι εγκατεστημένη στην Πορτογαλία, είναι εταιρία που δραστηριοποιείται στη διαχείριση συμμετοχών άλλων επιχειρήσεων. Έχει πλειοψηφικές συμμετοχές σε εταιρίες οι οποίες κατέχουν ή εκμεταλλεύονται ξενοδοχειακές μονάδες.

33

Η Grupo Pestana συμμετέχει άμεσα κατά τουλάχιστον 98,98 % στο κεφάλαιο της Salvor, εταιρίας της οποίας εταιρικός σκοπός είναι η δραστηριοποίηση στον ξενοδοχειακό κλάδο και η προώθηση του κλάδου αυτού, με την κατασκευή ή τη χρηματοδότηση της κατασκευής ξενοδοχείων και την άμεση ή έμμεση εκμετάλλευση ξενοδοχείων και παρόμοιων εγκαταστάσεων.

34

Με έγγραφο της 7ης Αυγούστου 2012, ο διευθυντής του διεθνούς τμήματος διανομής και δικαιωμάτων του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων της Mediengruppe RTL Deutschland απαίτησε από την Grupo Pestana να καταβάλει το τέλος για τη διάθεση στο κοινό διαφόρων καναλιών του ομίλου αυτού, συμπεριλαμβανομένου του καναλιού RTL, στα δωμάτια των ξενοδοχείων τα οποία εκμεταλλεύονται εταιρίες ανήκουσες στην Grupo Pestana.

35

Στις 12 Νοεμβρίου 2012, η Grupo Pestana απάντησε στο έγγραφο αυτό επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με το πορτογαλικό δίκαιο, τα ξενοδοχεία δεν είναι υποχρεωμένα να καταβάλλουν τέλη για τα δικαιώματα του δημιουργού και τα λοιπά δικαιώματα στην περίπτωση της απλής λήψης του τηλεοπτικού σήματος.

36

Η RTL, εκτιμώντας ότι είχε το δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη λήψη και τη διάθεση των εκπομπών του ομώνυμου καναλιού, άσκησε αγωγή κατά της Salvor και της Grupo Pestana ενώπιον του Tribunal da Propriedade Intelectual (δικαστηρίου διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας, Πορτογαλία), ζητώντας από το δικαστήριο αυτό, μεταξύ άλλων, να αναγνωρίσει ότι για τη διάθεση των εν λόγω εκπομπών απαιτούνταν η προηγούμενη άδειά της.

37

Επιπλέον, ως αποζημίωση για την αναμετάδοση και/ή την παρουσίαση στο κοινό των εκπομπών του καναλιού RTL, ζήτησε, αφενός, να υποχρεωθούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η Salvor και η Grupo Pestana να καταβάλουν ποσό 0,20 ευρώ ανά δωμάτιο και ανά μήνα για την περίοδο κατά την οποία η Salvor διέθετε το εν λόγω κανάλι στα δωμάτια των ξενοδοχείων της, εντόκως με το νόμιμο επιτόκιο, καθώς και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Grupo Pestana να καταβάλει αντίστοιχη αποζημίωση για την περίοδο κατά την οποία τα ξενοδοχεία που εκμεταλλεύονται οι άλλες εταιρίες τις οποίες κατέχει διέθεταν ή διαθέτουν το εν λόγω κανάλι στα δωμάτιά τους.

38

Τέλος, η RTL ζήτησε να υποχρεωθεί η Grupo Pestana, ως μητρική εταιρία, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός του ομίλου ώστε οι εταιρίες τις οποίες κατέχει να μη διαθέτουν το κανάλι RTL στα ξενοδοχεία που αυτές εκμεταλλεύονται, χωρίς να έχουν λάβει προηγουμένως την άδεια της RTL.

39

Το Tribunal da Propriedade Intelectual (δικαστήριο διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας) διαπίστωσε ότι η λήψη και η διάθεση των εκπομπών του καναλιού RTL στα εν λόγω δωμάτια ξενοδοχείων συνιστούν πράξη παρουσίασης στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 187, παράγραφος 1, στοιχείο e, του CDADC, παρά τη μη καταβολή ειδικής αντιπαροχής, όπως είναι το αντίτιμο εισόδου, για την προβολή του καναλιού αυτού. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η διανομή του ως άνω καναλιού δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως «αναμετάδοση εκπομπών», καθώς ούτε οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης ούτε τα ξενοδοχεία που προσδιορίζονταν στην αγωγή ήταν ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί. Κατά συνέπεια, απέρριψε τα αιτήματα της RTL, ειδικότερα δε εκείνα που αφορούσαν την καταβολή αποζημίωσης ή στηρίζονταν στον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

40

Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Tribunal da Relação de Lisboa (εφετείου Λισσαβώνας, Πορτογαλία), το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Το εφετείο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η διανομή των εκπομπών του καναλιού RTL, μέσω ομοαξονικού καλωδίου, σε πολλαπλές τηλεοπτικές συσκευές εγκατεστημένες στα δωμάτια των ξενοδοχειακών μονάδων τις οποίες εκμεταλλεύονται οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης δεν συνιστούσε αναμετάδοση εκπομπών, υπό το πρίσμα του ορισμού που περιέχεται στο άρθρο 176, παράγραφος 10, του CDADC.

41

Κατόπιν τούτου, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Supremo Tribunal de Justiça (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πορτογαλία), το ένδικο μέσο της έκτακτης αναίρεσης, το οποίο έγινε δεκτό από το εν λόγω δικαστήριο.

42

Κατά το αιτούν δικαστήριο, το ουσιώδες ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο του ένδικου αυτού μέσου είναι αν η διανομή των εκπομπών του καναλιού RTL μέσω ομοαξονικού καλωδίου στα δωμάτια των εν λόγω ξενοδοχείων συνιστά αναμετάδοση των εκπομπών αυτών, η οποία εξαρτάται, βάσει του άρθρου 187, παράγραφος 1, στοιχείο a, του CDADC, από την άδεια του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, εν προκειμένω της RTL.

43

Αφενός, τα δύο κατώτερα δικαστήρια έκριναν ότι δεν υπήρξε αναμετάδοση, κατά την έννοια του άρθρου 176, παράγραφοι 9 και 10, του CDADC και του άρθρου 3, στοιχείο ηʹ, της Σύμβασης της Ρώμης, δεδομένου ότι οι αναιρεσίβλητες δεν είχαν την ιδιότητα του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού.

44

Αφετέρου, η RTL αντέτεινε ότι το δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν και να απαγορεύουν την αναμετάδοση των εκπομπών τους –το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 187, παράγραφος 1, στοιχείο a, του CDADC, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 8 του νομοθετικού διατάγματος 333/97– καλύπτει όχι μόνον την ταυτόχρονη μετάδοση εκπομπών, μέσω ραδιοκυμάτων, από άλλο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό πλην εκείνου από τον οποίο προέρχονται οι εκπομπές αυτές, αλλά και την ταυτόχρονη και χωρίς περικοπές, πραγματοποιούμενη μέσω συστημάτων καλωδίων, διανομή στο κοινό της αρχικής μετάδοσης τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό, ανεξάρτητα από το αν το πρόσωπο που πραγματοποιεί την εν λόγω διανομή στο κοινό είναι ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός ή όχι.

45

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η εκ μέρους των δύο κατώτερων δικαστηρίων ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων του CDADC και του νομοθετικού διατάγματος 333/97 είναι συμβατή με την οδηγία 93/83, ιδίως ως προς το ζήτημα αν, παρά το γράμμα του άρθρου 187, παράγραφος 1, στοιχείο a, του CDADC, ο κατάλογος των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει επεκταθεί, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος 333/97 και της αρχικής του πηγής, της οδηγίας 93/83.

46

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει ο όρος “καλωδιακή αναμετάδοση” του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας [93/83] την έννοια ότι καταλαμβάνει, πέραν της ταυτόχρονης μεταδόσεως από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό εκπομπής άλλου ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού, και την ταυτόχρονη και χωρίς περικοπές, πραγματοποιούμενη μέσω συστημάτων καλωδίων, διανομή στο κοινό της αρχικής μεταδόσεως τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό (είτε η εν λόγω διανομή στο κοινό πραγματοποιείται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό είτε όχι);

2)

Συνιστά η ταυτόχρονη διανομή των προγραμμάτων τηλεοπτικού σταθμού, τα οποία μεταδίδονται δορυφορικά μέσω των διαφόρων συσκευών τηλεοράσεως που είναι εγκατεστημένες σε δωμάτια ξενοδοχείου, με ομοαξονικό καλώδιο, “αναμετάδοση” των προγραμμάτων αυτών κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας [93/83];»

Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας

47

Μετά την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, η RTL, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Ιουνίου 2022, ζήτησε να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

48

Προς στήριξη του αιτήματός της προέβαλε, κατ’ ουσίαν, ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα στηρίζονται σε πλημμελή εξέταση διαφόρων πτυχών του πραγματικού, τεχνολογικού και νομικού πλαισίου της διαφοράς της κύριας δίκης.

49

Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσίως, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων στις οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται η έκφραση της γνώμης του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις προτάσεις του (απόφαση της 12ης Μαΐου 2022, Schneider Electric κ.λπ., C‑556/20, EU:C:2022:378, σκέψη 30 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Κατά το άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας ή την επανάληψή της, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της απόφασης του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν, προς επίλυση της διαφοράς, το Δικαστήριο χρειάζεται να στηριχθεί σε επιχείρημα επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ή των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδιαφερομένων.

51

Αντιθέτως, ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας δεν προβλέπουν τη δυνατότητα των διαδίκων να διατυπώνουν παρατηρήσεις προς απάντηση στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 2020, Stim και SAMI, C‑753/18, EU:C:2020:268, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Supreme Site Services κ.λπ., C‑186/19, EU:C:2020:638, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52

Εν προκειμένω, σκοπός του υποβληθέντος από την RTL αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας είναι, κατ’ ουσίαν, να της επιτραπεί να απαντήσει στις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του.

53

Συναφώς, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και ότι όλα τα επιχειρήματα τα οποία έχουν σημασία για την επίλυση της υπό κρίση υπόθεσης συζητήθηκαν μεταξύ των διαδίκων, τόσο κατά τη γραπτή όσο και κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

54

Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

55

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [απόφαση της 26ης Απριλίου 2022, Landespolizeidirektion Steiermark (Μέγιστο χρονικό διάστημα διενέργειας ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα), C‑368/20 και C‑369/20, EU:C:2022:298, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Επιπλέον, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης στους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρθηκε διατυπώνοντας το ερώτημά του (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Glavna direktsia Pozharna bezopasnost i zashtita na naselenieto, C‑262/20, EU:C:2022:117, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν τα κράτη μέλη υποχρεούνται, βάσει του δικαίου της Ένωσης –λαμβανομένου υπόψη του ορισμού της έννοιας της «καλωδιακής αναμετάδοσης» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83–, να αναγνωρίζουν υπέρ των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναμετάδοση των εκπομπών τους, όταν η αναμετάδοση πραγματοποιείται μέσω καλωδίου από οντότητα που δεν είναι ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός, όπως ένα ξενοδοχείο. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση του εν λόγω δικαιώματος.

57

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βάσει του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ορισμένα συγγενικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να είναι σε θέση να ασκεί ένας ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός όπως η RTL.

58

Στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης και σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της Ένωσης που απορρέουν από το ισχύον διεθνές δίκαιο περί διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως από το άρθρο 13 της Σύμβασης της Ρώμης και από το άρθρο 14, παράγραφος 3, της Συμφωνίας TRIPS, αποτελούν τέτοια δικαιώματα, μεταξύ άλλων:

το αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την αναπαραγωγή της υλικής ενσωμάτωσης των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής μετάδοσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2001/29·

το αποκλειστικό δικαίωμά τους να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διάθεση στο κοινό της υλικής ενσωμάτωσης των εκπομπών τους, που μεταδίδονται ενσυρμάτως ή ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής μετάδοσης, κατά τρόπο ώστε οποιοσδήποτε να έχει πρόσβαση σε αυτές όπου και όταν επιλέγει ο ίδιος, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2001/29·

το αποκλειστικό δικαίωμά τους να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την υλική ενσωμάτωση των εκπομπών τους, είτε οι εκπομπές αυτές μεταδίδονται ενσυρμάτως είτε ασυρμάτως, συμπεριλαμβανομένης της καλωδιακής ή δορυφορικής μετάδοσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115·

το αποκλειστικό δικαίωμά τους να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την ασύρματη ραδιοτηλεοπτική αναμετάδοση των εκπομπών τους, καθώς και την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό, εάν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115, καθώς και

το αποκλειστικό δικαίωμα διάθεσης στο κοινό, όσον αφορά τις υλικές ενσωματώσεις των εκπομπών τους, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/115, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής.

59

Μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στη σκέψη 56 της παρούσας απόφασης προδήλως δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, εξακολουθεί να τίθεται το ζήτημα αν ένα αποκλειστικό δικαίωμα, όπως αυτό που περιγράφεται στην ίδια σκέψη, μπορεί να απορρέει, κατά περίπτωση, από την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας.

60

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τα προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια, αφενός, ότι υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την καλωδιακή αναμετάδοση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, και, αφετέρου, ότι συνιστά τέτοια αναμετάδοση η ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές, διανομή τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδίδονται μέσω δορυφόρου και προορίζονται για λήψη από το κοινό, όταν η μετάδοση αυτή πραγματοποιείται από εγκατάσταση όπως ένα ξενοδοχείο.

61

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83, ως «καλωδιακή αναμετάδοση» νοείται η χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές ταυτόχρονη αναμετάδοση, μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων και με σκοπό τη λήψη τους από το κοινό, αρχικής ενσύρματης ή ασύρματης μετάδοσης, έστω και δορυφορικής μετάδοσης, από άλλο κράτος μέλος, τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών προγραμμάτων που προορίζονται για λήψη από το κοινό.

62

Επομένως, δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή οι μαγνητοσκοπημένες, τροποποιημένες ή ατελείς αναμεταδόσεις καθώς και οι αναμεταδόσεις που πραγματοποιούνται εντός του ίδιου κράτους μέλους, ήτοι εντός του κράτους μέλους προέλευσης της αρχικής μετάδοσης (πρβλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2017, ITV Broadcasting κ.λπ., C‑275/15, EU:C:2017:144, σκέψη 21).

63

Όσον αφορά, ειδικότερα, την έννοια της «αναμετάδοσης», από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η έννοια αυτή αφορά μόνον αναμετάδοση πραγματοποιούμενη μέσω συστημάτων καλωδίων ή μικροκυμάτων, η δε αναμετάδοση μέσω μικροκυμάτων αντικαθιστά σε ορισμένα κράτη μέλη –όπως προκύπτει από το σημείο 11 του δεύτερου τμήματος της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα εφαρμοστέων στη ραδιοτηλεοπτική εκπομπή μέσω δορυφόρου και στην αναμετάδοση μέσω καλωδίου, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στις 11 Σεπτεμβρίου 1991 [COM(1991) 276 τελικό] και στην οποία στηρίχθηκε η οδηγία 93/83– την καλωδιακή αναμετάδοση όταν αυτή δεν έχει νόημα από οικονομική άποψη. Εξάλλου, η αρχική μετάδοση μπορεί να είναι ενσύρματη ή ασύρματη, συμπεριλαμβανομένης της δορυφορικής μετάδοσης.

64

Επιπλέον, όπως ορθώς υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, η καλωδιακή αναμετάδοση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δεν προϋποθέτει ότι η οντότητα που πραγματοποιεί την αναμετάδοση είναι ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός.

65

Βεβαίως, από άποψη διεθνούς δικαίου, η ιδιότητα του «ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού» είναι απαραίτητη προκειμένου να υφίσταται «αναμετάδοση» κατά το άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, της Σύμβασης της Ρώμης, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή έννοια αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στην έννοια της «ασύρματης ραδιοτηλεοπτικής αναμετάδοσης» που μνημονεύεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115.

66

Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 3, στοιχείο ηʹ, και το άρθρο 13, στοιχείο αʹ, της Σύμβασης αυτής δεν ασκούν επιρροή για την ερμηνεία της έννοιας της «καλωδιακής αναμετάδοσης», δεδομένου ότι η εν λόγω Σύμβαση, όπως και η Συμφωνία TRIPS, αφορά αποκλειστικά την παραδοσιακή μετάδοση μέσω ραδιοκυμάτων (πρβλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑114/12, EU:C:2014:2151, σκέψεις 3 και 91).

67

Είναι αληθές ότι, κατά τον χρόνο της έκδοσής της, η οδηγία 93/83 αποσκοπούσε, κατ’ ουσίαν, στη διεύρυνση της έννοιας του «οργανισμού διαφόρου του αρχικού» που μνημονεύεται στο άρθρο 11δις, παράγραφος 1, σημείο 2, της Σύμβασης της Βέρνης, ώστε να περιληφθούν στην έννοια αυτή και οι φορείς εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου, πλην όμως η διεύρυνση αυτή αφορά μόνον το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

68

Ειδικότερα, ο ορισμός της έννοιας της «καλωδιακής αναμετάδοσης» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83 προβλέπεται ρητώς «για τους σκοπούς» της οδηγίας αυτής.

69

Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, από το άρθρο 8 και από την αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 93/83 προκύπτει ότι η οδηγία δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν ειδικό δικαίωμα καλωδιακής αναμετάδοσης ούτε προσδιορίζει το περιεχόμενο ενός τέτοιου δικαιώματος. Προβλέπει απλώς την υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν ώστε οι καλωδιακές αναμεταδόσεις εκπομπών από άλλα κράτη μέλη να πραγματοποιούνται στο έδαφός τους τηρουμένων των ισχυόντων δικαιωμάτων του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων (απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2000, Egeda, C‑293/98, EU:C:2000:66, σκέψη 24).

70

Πράγματι, η οδηγία αυτή εκδόθηκε κυρίως προκειμένου να διευκολυνθούν, αφενός, η δορυφορική ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και, αφετέρου, η καλωδιακή αναμετάδοση, μέσω της προώθησης, με το άρθρο της 9, της χορήγησης αδειών από τους δημιουργούς και τους δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων για την καλωδιακή αναμετάδοση εκπομπής από εταιρίες συλλογικής διαχείρισης, εξυπακουομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 10 της οδηγίας, το άρθρο 9 δεν έχει εφαρμογή στα δικαιώματα που ασκούνται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό όσον αφορά τις δικές του μεταδόσεις.

71

Ειδικότερα, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/83, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κατά την καλωδιακή αναμετάδοση εκπομπών από άλλα κράτη μέλη στο έδαφός τους τηρούνται τα σχετικά δικαιώματα του δημιουργού και άλλα συγγενικά δικαιώματα και ότι η αναμετάδοση αυτή γίνεται βάσει ατομικών ή συλλογικών συμβάσεων μεταξύ των δημιουργών, των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακών δικτύων.

72

Συναφώς, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 8, 9 και 27 της οδηγίας 93/83 προκύπτει ότι μια επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου πρέπει να λαμβάνει, για κάθε μέρος ενός αναμεταδιδόμενου προγράμματος, την άδεια όλων των δημιουργών και των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και ότι, εκτός αν προβλέπεται προσωρινή εξαίρεση για ορισμένες νόμιμες άδειες, η ως άνω άδεια πρέπει να χορηγείται με σύμβαση, η οποία αποτελεί το προσφορότερο μέσο για τη δημιουργία του επιδιωκόμενου ευρωπαϊκού οπτικοακουστικού χώρου κατά τρόπο που εγγυάται την ασφάλεια δικαίου.

73

Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 28 της οδηγίας 93/83 αναφέρει ότι σκοπός της οδηγίας είναι να ρυθμίσει σε ορισμένο βαθμό τον τρόπο άσκησης του αποκλειστικού δικαιώματος χορήγησης άδειας, το δε δικαίωμα άδειας αυτό καθεαυτό διατηρείται. Ειδικότερα, το άρθρο 9 της οδηγίας προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το δικαίωμα των δημιουργών ή των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων να παρέχουν άδεια ή να αρνούνται την παροχή άδειας σε επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου για την αναμετάδοση εκπομπής μέσω καλωδίου μπορεί να ασκείται μόνο μέσω εταιρίας συλλογικής διαχείρισης. Ωστόσο, το άρθρο 10 της οδηγίας διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το εν λόγω άρθρο 9 δεν έχει εφαρμογή στα δικαιώματα που ασκούνται από ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό όσον αφορά τις δικές του μεταδόσεις, οπότε ο φορέας εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου πρέπει να διαπραγματευτεί ατομικά με τον οικείο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό προκειμένου να λάβει άδεια, ανεξάρτητα από το αν τα σχετικά δικαιώματα ανήκουν στον εν λόγω οργανισμό ή του έχουν μεταβιβαστεί από άλλους δημιουργούς ή δικαιούχους συγγενικών δικαιωμάτων.

74

Επομένως, μολονότι οι συμφωνίες που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/83 συνάπτονται, κατά τον τρόπο που προβλέπεται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας, με τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν θίγει το ακριβές περιεχόμενο των δικαιωμάτων του δημιουργού ή των συγγενικών δικαιωμάτων, το οποίο καθορίζεται βάσει άλλων πράξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι οι οδηγίες 2001/29 και 2006/115, καθώς και βάσει των εθνικών δικαίων.

75

Πράγματι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2006/115, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν, όσον αφορά τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την παρουσίαση στο κοινό εκπομπών που πραγματοποιούνται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, διατάξεις περισσότερο προστατευτικές από αυτές που πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Η δυνατότητα αυτή συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν πράξεις παρουσίασης στο κοινό των εκπομπών τους που πραγματοποιούνται υπό συνθήκες οι οποίες διαφέρουν από αυτές που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 3, εξυπακουομένου ότι ένα τέτοιο δικαίωμα δεν πρέπει, όπως προβλέπει το άρθρο 12 της οδηγίας 2006/115, κατ’ ουδένα τρόπο να θίγει την προστασία του δικαιώματος του δημιουργού (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2015, C More Entertainment, C‑279/13, EU:C:2015:199, σκέψη 35).

76

Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν καλωδιακές μεταδόσεις, η οδηγία 93/83 διέπει μόνον την άσκηση του δικαιώματος καλωδιακής αναμετάδοσης στη σχέση μεταξύ των δημιουργών και των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων, αφενός, και των «επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» ή των «φορέων εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», αφετέρου.

77

Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων που περιβάλλουν το ιστορικό θέσπισης της οδηγίας 93/83, διαπιστώνεται ότι οι έννοιες της «επιχείρησης εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» ή του «φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», που περιλαμβάνονται στην οδηγία, αναφέρονται, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, στους φορείς εκμετάλλευσης των παραδοσιακών καλωδιακών δικτύων.

78

Πράγματι, ερμηνεία η οποία θα συμπεριλάμβανε στην έννοια της «επιχείρησης εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/83, κάθε πρόσωπο που πραγματοποιεί καλωδιακή αναμετάδοση ανταποκρινόμενη στα τεχνικά χαρακτηριστικά που περιγράφονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας, ακόμη και όταν η επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου αυτού δεν συνίσταται στην εκμετάλλευση παραδοσιακού καλωδιακού δικτύου τηλεοπτικής διανομής, θα είχε στην πραγματικότητα ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του περιεχομένου του συγγενικού δικαιώματος που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115, εξομοιώνοντας το εν λόγω δικαίωμα με το αποκλειστικό δικαίωμα παρουσίασης στο κοινό, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 υπέρ των δημιουργών.

79

Συναφώς, από το άρθρο 8, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/115 προκύπτει ότι το αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την παρουσίαση των εκπομπών τους στο κοινό μπορεί να αντιταχθεί έναντι τρίτων μόνον όταν η παρουσίαση αυτή γίνεται σε μέρη όπου η είσοδος επιτρέπεται στο κοινό έναντι καταβολής αντιτίμου. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η προϋπόθεση περί καταβολής αντιτίμου εισόδου δεν πληρούται όταν η εν λόγω παρουσίαση συνιστά πρόσθετη υπηρεσία που περιλαμβάνεται αδιακρίτως στην τιμή κύριας υπηρεσίας διαφορετικής φύσεως, όπως είναι η υπηρεσία διανυκτέρευσης σε ξενοδοχείο (πρβλ. απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Verwertungsgesellschaft Rundfunk, C‑641/15, EU:C:2017:131, σκέψεις 23 έως 26).

80

Όπως όμως εκτέθηκε στη σκέψη 74 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/83 δεν έχει ως σκοπό να θίξει το περιεχόμενο των δικαιωμάτων του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, όπως αυτά προσδιορίζονται από το δίκαιο της Ένωσης καθώς και από τα δίκαια των κρατών μελών.

81

Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία η έννοια της «καλωδιακής αναμετάδοσης», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83, έχει εφαρμογή μόνο στις σχέσεις μεταξύ, αφενός, των δημιουργών και των δικαιούχων συγγενικών δικαιωμάτων και, αφετέρου, των «επιχειρήσεων εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» ή των «φορέων εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», κατά την παραδοσιακή έννοια των όρων αυτών, είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 93/83.

82

Όπως προκύπτει από την ανάλυση που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 70 έως 73 της παρούσας απόφασης, δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία αυτή εκδόθηκε κυρίως για να διευκολυνθεί, μεταξύ άλλων, η καλωδιακή αναμετάδοση, μέσω της προώθησης της χορήγησης αδειών.

83

Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 10 της οδηγίας 93/83, από τις οποίες προκύπτει, αφενός, ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της οδηγίας, δεν υφίστατο ασφάλεια δικαίου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την ελεύθερη κυκλοφορία των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών εντός της Ένωσης, όταν τα προγράμματα διοχετεύονταν σε διασυνοριακά καλωδιακά δίκτυα και αναμεταδίδονταν μέσω αυτών και, αφετέρου, ότι οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου δεν μπορούσαν να είναι βέβαιες ότι είχαν πράγματι αποκτήσει όλα τα δικαιώματα επί των προγραμμάτων τα οποία κάλυπτε μια συμβατική συμφωνία.

84

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι εγκαταστάσεις όπως τα ξενοδοχεία δεν εμπίπτουν στις έννοιες της «επιχείρησης εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου» ή του «φορέα εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου», κατά την οδηγία 93/83.

85

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, όπως αναδιατυπώθηκαν, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι:

δεν προβλέπει αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την καλωδιακή αναμετάδοση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, και

δεν συνιστά τέτοια καλωδιακή αναμετάδοση η ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές, διανομή τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδίδονται μέσω δορυφόρου και προορίζονται για λήψη από το κοινό, όταν η αναμετάδοση αυτή πραγματοποιείται από πρόσωπο που δεν είναι επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, όπως ένα ξενοδοχείο.

Επί των δικαστικών εξόδων

86

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 1993, περί συντονισμού ορισμένων κανόνων όσον αφορά το δικαίωμα του δημιουργού και τα συγγενικά δικαιώματα που εφαρμόζονται στις δορυφορικές ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις και την καλωδιακή αναμετάδοση, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας,

 

έχει την έννοια ότι:

 

δεν προβλέπει αποκλειστικό δικαίωμα των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν την καλωδιακή αναμετάδοση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, και

δεν συνιστά τέτοια καλωδιακή αναμετάδοση η ταυτόχρονη, χωρίς αλλοιώσεις και περικοπές, διανομή τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών εκπομπών που μεταδίδονται μέσω δορυφόρου και προορίζονται για λήψη από το κοινό, όταν η αναμετάδοση αυτή πραγματοποιείται από πρόσωπο που δεν είναι επιχείρηση εκμετάλλευσης καλωδιακού δικτύου κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, όπως ένα ξενοδοχείο.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.

Top